2017-07-20 00:49:50
Φωτογραφία για Ἡ ζωὴ εἶναι σκληρή – ΣΤΟΠ
Ὅσο γερνᾶ ὁ παλιὸς «Καιρὸς» τῆς Ἐλευθεροτυπίας, τόσο ἀνακαλύπτει πόσο εὔκολη εἶναι ἡ συνταγὴ γιὰ τὴ ζωή: «Οἱ τεμπέληδες νέοι ποὺ ἀράζουν στοὺς καφέδες Νὰ πᾶνε στὰ χωράφια».

Κι ὅταν τοῦ λένε ὅτι εἶναι ἀδύνατο κάτι τέτοιο γιὰ παιδιὰ ἀπὸ οἰκογένειες ποὺ δὲν ἔχουν δεῖ χωράφι, ἀπαντᾶ μονότονα: «Ἡ ζωὴ εἶναι σκληρὴ». Φαντάζομαι καὶ ὅτι ἂν τοῦ ἔλεγε κάποιος ὅτι γιὰ νὰ γίνεις νέος ἀγρότης -χωρὶς προέλευση ἀπὸ ἀγροτικὴ οἰκογένεια- πρέπει νὰ ἔχεις χωράφια, τρακτὲρ καὶ ἄλλα ἐργαλεῖα, «ντάτσουν», σπίτι, λιπάσματα, ζωοτροφὲς γιὰ τὶς κοτοῦλες στὸν κῆπο ἢ γιὰ τὰ ἄλλα ζῶα, δηλαδὴ χρήματα γιὰ ὅλα αὐτά, καὶ τὸν ρώταγε ποῦ θὰ τὰ βρεῖ αὐτὰ τὰ λεφτὰ κάποιος «τεμπέλης νέος» γιὰ νὰ ξεκινήσει, ὁ Τετράδης θὰ ἀπαντοῦσε: Εἶναι πολὺ ἁπλό, ἀφοῦ «ἡ ζωὴ εἶναι σκληρή», τὰ λεφτὰ θὰ πέσουν ἀπὸ τὰ δέντρα τῶν χωραφιῶν. Ἐπειδὴ ὁ γράφων ἔχει ἀκούσει ἑκατοντάδες φορὲς ἀπὸ γονεῖς καὶ παπποῦδες γιὰ τὴ σκληρότητα τῆς ἐπιβίωσης στὸ χωριό, γιὰ τὸ ὅτι οἱ χωριάτες σπούδασαν τὰ παιδιά τους μὲ χίλιες στερήσεις προκειμένου νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴ ζωὴ στὸ χωριό, ἔχει καταλήξει ὅτι τὰ βαρβούτσαλα τοῦ Μικροῦ Σπιτιοῦ στὸ Λιβάδι εἶναι ὡραῖα γιὰ τὴν τηλεόραση, ὅπου ὁ σκληρὸς κόπος πράγματι ἀνταμοίβεται
. Μέ ἄλλα λόγια, δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πέφτουμε ἀπὸ τὰ σύννεφα ἐπειδὴ ἀντιληφθήκαμε ὅτι ὁ ἀστικοποιημένος πληθυσμὸς δυὸ γενιῶν δὲν ἀντέχει τὴ λάσπη τοῦ χωραφιοῦ καὶ τὴν προβατίλα ἢ τὴν ἀπλυσιά.

Ὅσο γιὰ τὴν «οἰκοδομὴ» ποὺ ὑπάρχει ἐκεῖ ἔξω καὶ περιμένει τοὺς νέους ἐργαζομενους γιὰ νὰ χτίσουν τοὺς νέους Παρθενῶνες, ὁ Τετράδης θὰ ζεῖ ἀκόμη πρὸ τῆς Κρίσης, ὅταν κτιζόταν ἀκόμη καὶ ἡ θάλασσα.

Ἀντιπαραβάλλει ὅσους «ζοῦνε ἀπὸ τοὺς γονεῖς / παπποῦδες» μὲ ὅσους «δουλεύουν». Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι, ὅμως, ἂν τὸ «παιδί» (ἐτῶν 25-35) δουλεύει –ποὺ εἶναι καλό– ἢ ὄχι γιὰ τὸ χαρτζιλίκι, ἀλλὰ ἂν χάρη στὴ δουλειὰ αὐτὴ -καὶ στὰ 500€- καταφέρνει ἢ ὄχι νὰ νοικιάσει σπίτι, νὰ πληρώνει τοὺς λογαριασμούς, νὰ φτιάξει οἰκογένεια κ.λπ. Ἐπειδὴ δὲν τὰ καταφέρνει, ἡ ἀντιθεση μεταξὺ τεμπελιᾶς καὶ δουλευταράδων, «μαχητές και ανεξάρτητα που δεν φοβούνται να ορμήσουν και να επιβιώσουν» δὲν εἶναι τόσο τραγική: Ὅλοι καταλήγουν νὰ στηρίζονται στὴν οἰκογένειά τους ἢ νὰ μένουν μὲ τὴν οἰκογένειά τους. Ἡ διαφορὰ ἔγκειται στὸ ποιὸς σοῦ παρέχει τὸν καφὲ ἢ τὶς διακοπές (ἂν πίνεις κι ἂν πᾶς διακοπές).

Ὁ Τετράδης ἀναφέρει ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ στὴν Ἑλλάδα: «Αλβανοί, Γεωργιανοί, Βούλγαροι, Ουκρανοί, Πακιστανοί, Σριλανκέζοι, Ρουμάνοι», ποὺ ἐπιβιώνουν δουλεύοντας σὲ «χωράφια, οικοδομές, δρόμους, σπίτια, ξεχερσώνοντας, φυτεύοντας». Νὰ τοῦ πεῖ κάποιος γιὰ τοὺς Πακιστανοὺς ποὺ ζοῦν δέκα-δέκα σὲ ἐρειπωμένα σπίτια στὴν Ἀθήνα; Ἢ γιὰ τὴ Μανωλάδα;

«Ἡ ζωὴ εἶναι σκληρή», ὅμως. Κατὰ τὰ ἄλλα, οἱ δημοσιογράφοι μᾶς δείχνουν μὲ θαυμασμὸ ὅσους νεαροὺς Ἀλβανοὺς ἀριστεύουν στὰ μαθήματα, γίνονται σημαιοφόροι κ.λπ. -ἀντὶ νὰ γίνουν οἰκοδόμοι καὶ καθαρίστριες κι αὐτοὶ ὅπως οἱ ἀλβανοὶ γονεῖς τους.

Ἀλλά, βλέπετε, ὁ Τετράδης εἶναι Ἀριστερός: Δὲν τολμᾶ νὰ πεῖ: Κάντε παιδιά, καὶ ζήσετε μὲ τοὺς γονεῖς σας στὸ σπίτι (καὶ δουλέψτε), καὶ ξεχᾶστε τὴν ἀριστερίστικη ντουντούκα καὶ τὶς συνελεύσεις-διαδηλώσεις-κάμπινγκ. Γιατὶ ὡς γνωστὸν «στὸ [Μυθικὸ] χωριὸ» ζοῦσαν μαζὶ –στὸ ἴδιο σπίτι– δυὸ καὶ τρεῖς γενιὲς καὶ ἐνίοτε δυὸ στενὰ συγγενικὲς οἰκογένειες. Ἔχει καὶ τὰ ὅριά του ὁ συντηρητισμός του: Εἶναι νεοφιλελεύθερος συντηρητισμός κι ὄχι πατροπαράδοτος ἑλληνικὸς συντηρητισμός. Δυστυχῶς, τοῦ ἔχω νέα: Κάθε μοντέλο κοινωνικῆς ζωῆς ἔχει καὶ τὴν ἀντίστοιχη οἰκογενειακὴ κατάσταση: Εἴτε αὐτὴ εἶναι σὰν τοὺς Πακιστανούς, δηλαδὴ ξένοι-ἄγαμοι-ἄτεκνοι στὰ ἐρειπωμένα παλιὰ κτήρια τῆς Ἀθήνας καὶ σὲ καλύβες στὴν ἐπαρχία. Εἴτε μιὰ ἑλληνικὴ πατριαρχικὴ οἰκογένεια (ἀφοῦ θέλουμε καὶ αὔξηση τῆς γεννητικότητας, κι ὄχι 1 παιδὶ ἀνὰ νέο ζευγάρι). Χωρὶς μαζικοδημοκρατικὸ ἀτομικισμό. Τὸ ἀντέχει;

Ἀναρωτιέμαι, λοιπόν, πόσοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γουστάρουν τὰ γραφόμενά του περὶ νέων εἶναι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν παιδιά.

Ἔτσι εἶναι, βέβαια, ἡ «σκεπτόμενη Ἀριστερά». Πάει γύρω-γύρω-γύρω τὴν κριτική της στὴν ἑλληνικὴ οἰκογένεια, ὥσπου νὰ φτάσει –ἀπὸ τὰ ἀριστερά– στὴν ἀγγλοσαξωνικὴ ὀνείρωξη περὶ νέων ποὺ ἀπογαλακτίζονται στὰ 18 τους καὶ βγάζουν τὸ πρῶτο τους ἑκατομμύριο στὰ 30. Μοῦ θυμίζει πολὺ κάτι φιλελέδες μὲ πομπῶδες ὕφος ἀστοῦ, ποὺ ὁλημερὶς κι ὁλονυκτὶς βρίζουν τὴν νεοελληνικὴ οἰκογένεια ἐπειδὴ αὐτὴ δὲν διασπάστηκε σὲ Ν ἄτομα ὅπως ἡ μεταπολεμικὴ δυτικὴ οἰκογένεια.

Ὥσπου νὰ γίνει βέβαια μιὰ σοβαρὴ κριτικὴ στὶς ἐλλείψεις, τὶς ἀνάγκες καὶ τὶς εὐκαιρίες ποὺ ἔχει σὲ κάθε τομέα –γεωργικὸ ἢ τεχν(ολογ)ικό– ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία, ἂς ἀερολογοῦμε ἀτελείωτα.

Το κείμενο του Ππαπαδόπουλου - Τετράδη

Οι μισοί νέοι ζουν από χαρτζιλίκια. Οι άλλοι μισοί από φιλότιμο

Σε μια εποχή που η φτώχεια αφορούσε στο 80% των Ελλήνων και πάνω από το ένα πέμπτο του πληθυσμού μετανάστευε, η μεγαλύτερη ντροπή ήταν να μη μπορείς να θρέψεις τους γονείς σου. Σήμερα, με το 70% του πληθυσμού να τα βγάζει πέρα, ακόμα και δύσκολα, η μεγαλύτερη ντροπή είναι να πας να δουλέψεις στα χωράφια ή στην οικοδομή. Η σύνταξη της γιαγιάς να είναι καλά!

Η έρευνα της διαΝΕΟσις είναι αποκαλυπτική για το θέμα. Οι μισοί Έλληνες από 18 μέχρι 35 ετών στηρίζονται οικονομικά από τους γονείς και άλλους συγγενείς. Τραγικό, λέει η έρευνα. Τραγικό, λένε και τα ΜΜΕ. Μόνο που το τραγικό δεν είναι η οικονομική δυσπραγία στον νεανικό πληθυσμό 18- 25 ετών, που είναι πραγματικά παρούσα.

Το τραγικό είναι που θεωρείται νεανικός πληθυσμός η ηλικία 25-35! Σε μια κοινωνία, που κρατάει τα παιδιά της σε ανώριμη, ανήλικη κατάσταση πολύ πέρα από την εφηβεία και την ενηλικίωση! Τις περισσότερες φορές όχι εξ αιτίας οικονομικής δυσπραγίας όπως καμώνεται υποκριτικά η κοινωνία. Εξ αιτίας της παιδολατρείας που μαστίζει τις ελληνικές οικογένειες.

Οι απόγονοι κρατιώνται αιχμάλωτοι μέσα στο «ασφαλές» ευνουχιστικό κουκούλι του μπαμπά και της μαμάς. Που δεν αντέχουν στην ιδέα ότι «το παιδί» είναι ανεξάρτητο, αυτόνομο, έξω και μακριά από τη δική τους επιρροή. Ότι δεν το εξουσιάζουν υπερπροστατευτικά.

Το «παιδί», που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να έχει μάθει ότι είναι υποχρέωσή του να κάνει οποιαδήποτε δουλειά για να ζήσει τον εαυτό του και τα πιο αδύναμα μέλη της οικογένειάς του, έχει αντιθέτως μεγαλώσει από τα γενοφάσκια του με τη νοοτροπία ότι όλοι του χρωστάνε και στην ακραία περίπτωση ότι του «έχουν κλέψει τα όνειρα και το μέλλον του»! Δεν πάμε καλά!

Αυτά συμβαίνουν σε ένα μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας. Σε αντίθεση με ένα άλλο ποσοστό, που τα παιδιά βγαίνουν στην πιάτσα και δουλεύουν σε ό,τι βρούν, όχι μόνο για να ζήσουν αλλά και γιατί ντρέπονται να τους τρέφουν ο μπαμπάς και η μαμά.

Αυτά τα παιδιά, που δεν είναι πια παιδιά από τα 18, έμαθαν από το σπίτι τους ότι η ζωή δεν τους χρωστάει τίποτε παρά μόνο αυτά που οι ίδιοι θα πάρουν απ αυτήν. Με το μόνο τρόπο που ξέρει η ζωή: Με ιδρώτα και αίμα.

Έτσι, η ελληνική κοινωνία είναι σχεδόν διχασμένη. Σε εκείνη που ανατρέφει μαμόθρεφτα, υπερπροστατευμένα και ευνουχισμένα, έτοιμα για κάθε δικιολογία προκειμένου να μην ιδρώσουν τη φανέλα της επιβίωσης, κατεστραμμένα από τους γονείς τους, που εγκληματούν επάνω τους.

Και σε εκείνη που μεγαλώνει τη γενιά του αύριο, τη οικογένεια του αύριο, τους δημιουργούς του αύριο, το αυριανό μέλλον. Αυτούς που δεν φοβούνται να ρισκάρουν, να κουραστούν, να ξενιτευτούν, να αγωνιστούν ενάντια στο μεγαλύτερο και πιο επικίνδυνο θηρίο, αλλά και στο πιο γλυκό βραβείο: Τη ζωή. Το «κάτι έκανα εδώ που ήρθα».

Το δεύτερο σκέλος που δεν τολμάει κανείς να πεί και να γράψει είναι ότι στην Ελλάδα το πρόβλημα στους μισούς νέους δεν είναι τόσο η αδυναμία να βρουν δουλειά όσο η αδυναμία να βρουν δουλειά σ αυτό που σπούδασαν και σ αυτό που θα’ θελαν να κάνουν στη ζωή τους.

Κι εδώ την ευθύνη την έχει η ελληνική οικογένεια. Επειδή δεν είναι λίγες φορές που άκουσα με τα αυτιά μου τη μάνα να λέει με αγωνιστικό και περήφανο ύφος ως άλλη Μπουμπουλίνα: «Δεν τον σπούδασα εγώ μηχανικό το γιό μου για να πάει να σκάβει τα χωράφια.»

Προφανώς τα χωράφια για τις μισές ελληνικές οικογένειες είναι ντροπή και όνειδος. Όπως η οικοδομή, το μαστοριλίκι, το χαμαλίκι. Είναι καλά μόνο για τους γέρους που απέμειναν, «για τους χωριάτες» και για τους Αλβανούς. Χωρίς τους οποίους δεν θα υπήρχαν χωράφια και σπίτια Ελλήνων!

Κι αυτή δεν είναι μόνο νοοτροπία παιδοφιλικής υπερπροστασίας. Είναι κάτι χειρότερο: Ταξικό κόμπλεξ. Απάρνηση της ρίζας. Των παππούδων και των γιαγιάδων. Που είναι ωραίοι μόνο για τα γλέντια και τα φαγοπότια. «Εμείς τώρα πια δεν είμαστε χωριάτες. Κι αν είμαστε, τα παιδιά μας δεν θέλουμε να είναι χωριάτες». Μεγάλη ντροπή!

Πάνω από τη μισή ελληνική γη είναι εγκαταλελειμμένη και ακαλλιέργητη. Ελάχιστοι νέοι δουλεύουν τη γη. Οι καφετέριες όπου «οι μισοί Έλληνες ηλικίας 18- 35 ετών δηλώνουν ότι υποστηρίζονται οικονομικά από γονείς, παππούδες, γιαγιάδες και άλλους συγγενείς» είναι γεμάτες. Την ώρα που γονείς και συγγενείς σπέρνουν, ποτίζουν, θερίζουν, κλαδεύουν. Ή παίρνουν τη σύνταξη από μια ζωή δουλειάς.

Δύσκολη η ζωή στα χωριά. Και στις πόλεις επίσης αν θες να δουλέψεις. Όπως θέλουν και δουλεύουν πάνω από 1.000.000 Αλβανοί, Γεωργιανοί, Βούλγαροι, Ουκρανοί, Πακιστανοί, Σριλανκέζοι, Ρουμάνοι σ αυτή τη χώρα. Σε χωράφια, οικοδομές, δρόμους, σπίτια, ξεχερσώνοντας, φυτεύοντας και ξεσκατώνοντας τους παππούδες και τις γιαγιάδες των «άνεργων» υπερπροστατευμένων ελληνόπουλων. Τα «παιδάκια» των ελληνίδων μανάδων και πατεράδων δεν είναι γι αυτές τις παρακατιανές δουλειές! Ο ρατσισμός στην πράξη σε όλο του το μεγαλείο!

Η έρευνα της διαΝΕΟσις δείχνει αυτό που συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, χωρίς να δείχνει την πραγματικότητα. Δείχνει αριθμούς αλλά δεν δείχνει αιτίες. Πόσοι από τους νέους που δηλώνουν ότι τους τρέφουν οι συγγενείς θα μπορούσαν να βρούν μια οποιαδήποτε δουλειά, αλλά ψάχνουν μόνο για τη δουλειά που τους αρέσει ή είναι βολεμένοι με το χαρτζιλίκι;

Πόσοι από τους νέους που έχουν δουλειά, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκείνοι που την κάνουν επειδή αρνούνται να ζουν σε βάρος των οικογενειών τους; Πόσοι από τους συγγενείς προτρέπουν τους γόνους τους να ζούν από το χαρτζιλίκι προκειμένου να μην κάνουν μια δουλειά που δεν αρέσει στους συγγενείς ή στο status που έχουν χτίσει για τον εαυτό τους;

Πόσο είναι γαλουχημένοι οι νέοι με τη νοοτροπία να φύγουν από το σπίτι και να αναζητήσουν τη δική τους τύχη, το δικό τους μέλλον μακριά από την προστασία της οικογένειάς τους; Η έρευνα δε μας λέει πόσο ναρκισιστική και εσωστρεφής έγινε η ελληνική οικογένεια και κοινωνία στα χρόνια της ευμάρειας από το 1998 μέχρι το 2010. Δεν μας λέει ποιος δημιούργησε αυτές τις νοοτροπίες σε γονείς και παιδιά και «παιδιά», που μας δίνουν σήμερα αυτά τα αποτελέσματα.

Δεν μας δείχνει σε κοινωνικό επίπεδο γιατί η μισή κοινωνία παράγει παιδιά μαχητές και ανεξάρτητα που δεν φοβούνται να ορμήσουν και να επιβιώσουν και η άλλη μισή παράγει υπερπροστατευμένα μαμόθρεφτα, που ζουν χαρτζιλικωμένα, χωρίς να κοπιάζουν να βρούν δουλειά, έχοντας γι αυτό και χιλιάδες επιθετικές δικιολογίες, παπαγαλισμένες από τους γονείς τους. Γι αυτούς τους δεύτερους υπάρχει μια διαρκής ομερτά στήν ελληνική κοινωνία. Σαν να τους προστατεύει.

Υπάρχει αναμφισβήτητα ένας ικανός αριθμός νέων που έχουν όλη τη διάθεση να ζήσουν παλεύοντας και παρ όλα αυτά δεν τους αρκούν τα μεροκάματα και υποχρεώνονται να τσοντάρουν από το σπίτι. Πόσοι πραγματικά είναι αυτοί; Είναι καλά κρυμμένο στην έρευνα της διαΝΕΟσις.

Όποιος συναναστρέφεται με μετανάστες που δουλεύουν εδώ, χωρίς καμιά εξασφάλιση για το μέλλον και με μεγάλη ανασφάλεια, θα ακούσει με αποφασιστικότητα από τα χείλη τους τη μόνιμη φράση: «Δεν βρίσκει δουλειά μόνο όποιος δεν θέλει να δουλέψει». Μπορεί να ηχεί υπερβολικό. Αλλά, αυτοί πάντα βρίσκουν. Και ζουν.

Παλιά, στην Ελλάδα του χωραφιού και της οικοδομής και των χαμάληδων του λιμανιού, οι γονείς μεγάλωναν τα παιδιά με την ηθική ότι «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή». Εδώ και κάτι χρόνια σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας έχει εκλείψει η ντροπή. Και δεν φταίνε οι νέοι γι αυτό. Οι νέοι είναι τα θύματα των γονιών τους. Έτσι τους έμαθαν.

ΠΗΓΗ:https://chronographiae.wordpress.com/

Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ