2017-09-10 09:48:17
Φωτογραφία για ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ
ΕΛΕΙΨΕ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ                                            Του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…» (Ἰωάν. 3,16)

ΟΣΟΙ εἶσθε ἐδῶ, θὰ διαβάζετε διάφορα περιοδικὰ καὶ βιβλία, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν ἀγαπᾶτε τὸ ἅγιο καὶ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ὑπάρχουν Χριστιανοὶ ποὺ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο μόνο μιὰ φορὰ τὴ ᾿βδομάδα, τὴν Κυριακὴ στὴν ἐκκλησία. Ὑπάρχουν ἄλλοι ποὺ ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο δυὸ – τρεῖς φορὲς τὸ χρόνο, ὅταν πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία τὰ Χριστούγεννα καὶ τὴ Λαμπρή. Ὑπάρχουν δὲ καὶ Χριστιανοὶ ποὺ οὐδέποτε ἀκοῦνε τὸ Εὐαγγέλιο, παρὰ μόνο μιὰ φορά, ὅταν εἶνε στὸ μέσον τοῦ ναοῦ νεκροὶ στὸ φέρετρο… Ἐσεῖς σὲ ποιά κατηγορία ὑπάγεσθε; Ξέρω ὅμως, ὅτι καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ σατανικὰ χρόνια ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ποὺ ἀγαποῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ διαβάζουν καθημερινῶς. Ἔτσι ἦταν ἄλλοτε, στὰ εὐλογημένα χρόνια, στὴ Μικρὰ Ἀσία. Μαζευόταν στὸ σπίτι ἡ οἰκογένεια ὅταν πιὰ βασίλευε ὁ ἥλιος, καὶ πρὶν πέσουν νὰ κοιμηθοῦν ἔπιανε ὁ πατέρας καὶ διάβαζε τὸ Εὐαγγέλιο· κι ἀκούγανε τὰ παιδιά, καὶ ἅγιαζε ὁ τόπος. Τότε τὸ σπίτι ἤτανε ἐκκλησία. Μάλιστα.


Τὸ Εὐαγγέλιο λοιπὸν εἶνε γεμᾶτο νοήματα πολύτιμα. Ἂν ἀνοίξουμε τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, θὰ δοῦμε μπροστά μας ἕνα διαμάντι πρώτου μεγέθους, ποὺ φωτίζει. Λένε, ὅτι τὸ διαμάντι καὶ μέσα στὸ σκοτάδι λάμπει· τὴ νύχτα τὴν κάνει μέρα. Ἕνα τέτοιο διαμάντι ἀπείρου ἀξίας, ἕνα χωρίο στὸ ὁποῖο συγκεφαλαιοῦται ὅλο τὸ βάθος τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ μας, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Τί λέει;

* * *

«Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3,16). Ὁ Κύριος ἐδῶ ὁμιλεῖ περὶ ἀγάπης. Ὑπάρχουν λογιῶν – λογιῶν ἀγάπες· ἀγάπες ποὺ καῖνε καὶ ἀγάπες ποὺ δροσίζουν, ἀγάπες τοῦ διαβόλου καὶ ἀγάπες τοῦ Θεοῦ. Διαλέξτε καὶ πάρτε.

Χωρὶς ἀγάπη δὲ᾿ ζῇ ὁ κόσμος. Ἀγαπάει ὁ πατριώτης τὸν πατριώτη του, ὁ φίλος τὸ φίλο του, ὁ συγγενὴς τὸ συγγενῆ του, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα του κ᾿ ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα της, ἀγαποῦν τὰ παιδιὰ τὸν πατέρα κι ὁ πατέρας τὰ παιδιά του· προπαντὸς ὅμως ἀγαπάει ἡ μάνα τὸ παιδί, καὶ δίνει γι᾿ αὐτὸ τὰ πάντα. Ἀλλὰ πέρα καὶ πάνω ἀπὸ τὶς ἀγάπες αὐτὲς εἶνε μιὰ ἄλλη ἀγάπη, ποὺ δὲν τὴ νιώθουμε καὶ γι᾿ αὐτὸ εμαστε δυστυχεῖς. Ὅλες τὶς ἄλλες ἀγάπες τὶς γευόμεθα στὸν κόσμο αὐτόν, καὶ στὸ τέλος μᾶς πικραίνουν καὶ μᾶς φαρμακώνουν· ἀλλ᾿ αὐτὴ δὲν τὴ γευόμεθα. Ποιά εἶνε ἡ ἀγάπη αὐτή; Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Γι᾿ αὐτὴν ἀκούσαμε σήμερα· «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…».

Ὁ Θεός, ἀδελφοί μου, ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Ποῦ φαίνεται αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Τυφλὸς ὅποιος δὲ᾿ βλέπει τὸν ἥλιο, μὰ πιὸ τυφλὸς ἐκεῖνος ποὺ δὲ᾿ βλέπει τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ. Ὅπου κι ἂν στραφοῦμε, συναντοῦμε τὰ δείγματα μιᾶς ἀπείρου ἀγάπης του. Ὁ ἥλιος ποὺ μᾶς φωτίζει καὶ μᾶς θερμαίνει, τὸ νεράκι ποὺ μᾶς ποτίζει, ὁ ἀέρας καὶ τὸ ὀξυγόνο ποὺ χωρὶς αὐτὸ δὲ᾿ ζοῦμε, τὰ δέντρα μὲ τοὺς καρπούς, τὰ πουλιὰ ποὺ κελαηδοῦν, τὰ ψάρια στὴ θάλασσα, τὰ ζῷα ποὺ μᾶς ὑπηρετοῦν, τὰ πάντα τοῦ Θεοῦ εἶνε. Κι ἂν ῥίξουμε μιὰ ματιὰ στὸν ἑαυτό μας, πάλι θὰ δοῦμε τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τὰ μάτια, τὰ αὐτιά, ὅλες οἱ αἰσθήσεις, ἡ καρδιά, ὁ ἐγκέφαλος, τὸ μυαλὸ ποὺ λύνει προβλήματα καὶ κάνει ἐφευρέσεις, ὅλα τοῦ Θεοῦ εἶνε.

Ἐκτὸς ὅμως ἀπὸ αὐτὲς τὶς ὑλικὲς εὐεργεσίες, ὑπάρχουν, ἀδελφοί μου, ἄλλες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη μεγαλύτερες καὶ σπουδαιότερες, ἀνεκτίμητες. Δὲν εἶνε αὐτὰ ποὺ βλέπουμε. Εἶνε κάτι ἄλλο· καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς ὑπενθυμίζει σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο.

Τί εἴμεθα ὅλοι μας; Βγάλε τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες μας, βγάλε ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ μπιχλιμπίδια ποὺ φέρουμε. Ἂν μᾶς ξεγυμνώσῃ ὁ ἄγγελος, τί εμεθα; Σκουλήκια βρώμερα καὶ ἀκάθαρτα. Τί εμεθα; Κἂν βασιλεῖς, κἂν μεγιστᾶνες, κἂν στρατηγοί, κἂν πλούσιοι, κἂν μεγάλοι… Ὅ,τι νά ᾿σαι, ἕνα βρωμερὸ σκουλήκι εἶσαι, ἁμαρτωλὸς εἶσαι. Τί μᾶς ἁρμόζει; Νὰ γίνουν τὰ ἄστρα ἀστροπελέκια καὶ νὰ μᾶς κάψουν, νὰ φουσκώσῃ ἡ θάλασσα καὶ νὰ μᾶς πνίξῃ, νὰ σεισθῇ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ μὴ μείνῃ λίθος ἐπὶ λίθον. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ. Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε! Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεός, μᾶς ἀγαπᾷ ὁ Θεός. Καὶ ἡ ἀγάπη του ποῦ ἔφθασε; Ἂν τὸ πῶ, δὲν τὸ αἰσθανόμεθα, κάποιος σως καὶ θὰ χασμουρηθῇ. Δὲν ὑπάρχει μέτρο, δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ ζυγίσῃς ἐκείνη τὴν ἄπειρον ἀγάπη. Εἶνε ἡ ἀγάπη ποὺ θὰ δοῦμε στὶς 14 Σεπτεμβρίου. Τὰ λουλούδια, τὰ ζῷα, τὰ πουλιά, ἡ θάλασσα, ὁ ἥλιος, τὰ ἄστρα, ὅλα φωνάζουν ἀγάπη. Ὅταν ὅμως ῥίξῃς τὸ βλέμμα στὸ σταυρό, τότε ἡ ἀγάπη φθάνει σὲ τέτοιο ὕψος, ποὺ ἰλιγγιᾷ ὁ νοῦς, ἰλλιγιοῦν καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι, καὶ ὁ ἄνθρωπος πέφτει προσκυνεῖ καὶ λέγει· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ.

Ὤ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας! Δὲν ἔστειλε ἐδῶ στὸν κόσμο κάποιον ἄγγελο ἢ ἀρχάγγελο· ἔστειλε τὸ μονάκριβο παιδί του, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ποὺ δέχτηκε νὰ σταυρωθῆ. Πῶς, ἀδελφοί μου, νὰ περιγράψω αὐτὸ τὸ μυστήριο; Μὲ ποιά γλῶσσα νὰ σᾶς κάνω νὰ αἰσθανθῆτε αὐτὴ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἀπέθανε πάνω στὸ σταυρὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ σᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο;

Μιὰ σκιὰ τῆς μυστηριώδους αὐτῆς ἀληθείας εἶνε αὐτὸ ποὺ συνέβη στοὺς Ἑβραίους ὅταν ἦταν στὴν ἔρημο. Γιὰ τὴν ἀχαριστία τους ὁ Θεὸς εἶχε τότε ἐπιτρέψει οἱ πέτρες νὰ γίνουν φίδια. Τοὺς δάγκωναν, καὶ μένανε νεκροί. Τρόμος καὶ φόβος τοὺς ἔπιασε. Πῶς σώθηκαν; Κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ στήθηκε τότε, 1500 χρόνια πρὸ Χριστοῦ, μέσα στὴν ἔρημο ἐκείνη ὁ τίμιος σταυρός. Κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη, μόλις ὁ Ἑβραῖος ἔρριχνε τὰ μάτια του στὸ σταυρό, τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν ἐξουδετερώνετο, δὲν μποροῦσε νὰ τοῦ κάνῃ τίποτε.

Μὰ κάτι τέτοιο συμβαίνει καὶ σ᾿ ἐμᾶς. Ὅλοι, ἀδέρφια μου, εἴμαστε δαγκωμένοι μὲ δαγκώματα χειρότερα ἀπὸ τῶν φιδιῶν. Ὅλους μᾶς δαγκώνει ὁ νοητὸς ὄφις. Χύνει μέσα μας τὸ φαρμάκι ποὺ λέγεται ἁμαρτία. Καὶ τὸ μόνο ἀντίδοτο ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξουδετερώσῃ τὸ φαρμάκι αὐτό, εἶνε ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Διὰ μέσου τοῦ σταυροῦ σῴζεται ὁ ἄνθρωπος.

Ὦ ἄνθρωπε ἀχάριστε, γκρινιάρη, βλάσφημε! Ἔχεις μυαλό, ἔχεις καρδιά, ἔχεις μάτια; Κάθησε κάτω, πάρε μολύβι καὶ σὲ μιὰ κόλλα κάνε δύο στῆλες. Στὴ μία γράψε εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ ποὺ δέχθηκες ἀπὸ μικρὸς μέχρι τώρα – μερικοὶ εἶδαν καὶ θαύματα στὴ ζωή μας. Καὶ στὴ διπλανὴ στήλη γράψε, τί προσέφερες ἐσὺ στὸ Θεὸ ἔναντι ὅλων αὐτῶν. Κάποιος ἅγιος λέει, ὅτι ὄχι μιὰ ζωή, ἀλλὰ χίλιες ζωὲς νὰ εἴχαμε καὶ νὰ τὶς θυσιάζαμε, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος τῆς ἀγάπης πρὸς τὸ Χριστό. «Τί ἀνταποδώσωμεν τῷ Κυρίῳ περὶ πάντων ὧν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν;…» (Παρακλητ. ἦχ. βαρύς, Κυριακή, αἶν.).

* * *

Ἀδελφοί μου! «Οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον…». Ἀπὸ τότε ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς τὰ λόγια αὐτὰ πέρασαν αἰῶνες. Ῥῖξτε μιὰ ματιὰ στὸ σημερινὸ κόσμο, ποὺ καυχᾶται γιὰ τὰ ἐπιτεύγματά του. Ἐπληθύνθη ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐπιστήμη. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ζοῦμε στὶς πιὸ εὐτυχεῖς ἡμέρες. Καὶ ὅμως ὁ κόσμος σήμερα εἶνε δυστυχέστερος. Γιατί; Ἔχει τηλέφωνα, ἀεροπλάνα, πυραύλους, τὰ πάντα· τί τοῦ λείπει; Δὲν ὑπάρχει ἀγάπη. Ἔλειψε ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλο. Μέσα στὶς καρδιὲς ὁ διάβολος ἔχυσε τὸ φαρμάκι του. Φαρμάκωσε φτωχούς, πλουσίους, ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά, κλῆρο, λαό· φαρμάκωσε τὰ ἔθνη, φαρμάκωσε τὰ πάντα. Πικρὸ φαρμάκι πίνει ὁ κόσμος. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ ἄλλα; Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια, ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου, ὁ διάβολος κρέμασε τώρα τὸ σπαθί του. Ἔπεσε; Ἀλλοίμονο. Αὐτὸ συμβαίνει σήμερα. Κι ὅπως τὰ παλιὰ τὰ χρόνια ἔβαλε τὸν Κάϊν νὰ μισήσῃ καὶ νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀδερφό του, ἔτσι καὶ τώρα ἔρριξε τὸ φαρμάκι του καὶ ὁ κόσμος μισεῖται θανασίμως. Ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα, ὤ συμφορά! Μιὰ προφητεία λέει, ὅτι θ᾿ ἀραιώσῃ ὁ κόσμος τόσο, ποὺ θὰ περπατᾷς 100 χιλιόμετρα καὶ ἄνθρωπο δὲ᾿ θὰ βλέπῃς.

Ὦ ἀδέρφια μου· τὴν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως, ποὺ θὰ κτυπήσουν οἱ καμπάνες καὶ ὁ σταυρὸς τοῦ Κυρίου μας σὰν ἥλιος θ᾿ ἀκτινοβολῇ, ὅσοι πιστεύετε ἀκόμα, ἄντρες καὶ γυναῖκες, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία νὰ γονατίσουμε μπροστὰ στὸν Ἐσταυρωμένο καὶ νὰ ποῦμε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42)· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

 

                       «ΚΑΙΝΗ ΚΤΙΣΙΣ»  

                                Mητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«Ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (Γαλ. 6,15)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε Κυριακή, ἡμέρα δηλα­δὴ ἀφιερωμένη στὸν Κύριο ἡ­μῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀπὸ τὸν ὁ­ποῖο καὶ πῆρε τὸ ὄ­νομα· εἶνε ἡ ἡμέρα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἡμέρα δηλα­δὴ ἀφιερωμένη στὴν δημόσια λα­τρεία, στὴν προσευχή, στὴ μελέτη τῆς ἁγίας Γρα­φῆς, στὴ φιλανθρωπία, στὴν ἀνάτασι τῆς ψυχῆς.

Εἶνε ὅμως γιὰ μᾶς ἡ ἡμέρα αὐτὴ ὄντως ἡ­μέρα τοῦ Κυρίου; Ἐὰν ἦταν, μόλις χτυποῦν οἱ καμπάνες, θὰ ἔ­διναν ὅλοι τὸ παρὼν στὸ προσ­κλητήριο τῶν οὐ­ρα­νῶν, θὰ ἦταν ὅλοι μέσα στὶς ἐκκλησίες, ἐνῷ τώρα οὔτε τὸ 2% δὲν ἐκ­κλησιάζεται· κι ἂν συμπέσῃ καὶ τίποτα ἔκ­τακτο, τότε οὔτε τὸ 2% δὲν ἐκκλησιάζεται ἀλλὰ μένουν οἱ ἐκκλησίες ἀδειανές.

Τὴν Κυριακὴ π.χ. ποὺ γίνονται ἐκλογές, θὰ δῆτε τὸ ἐκκλησίασμα νά ᾽νε ἀ­ραιό, ἐνῷ τότε ἀκριβῶς θὰ ἔπρεπε, ἂν εἴ­μαστε ὀρ­θόδοξο κρά­τος, νὰ εἶνε στὴν ἐκκλησία καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν κομμάτων καὶ οἱ ὑποψήφιοι πολιτευταὶ καὶ ὅ­λοι οἱ ψηφοφόροι, γιὰ νὰ παρακαλέσουν τὸ Θεὸ νὰ φωτίσῃ τί τέλος πάντων πρέπει τὰ ψη­φίσουν γιὰ νὰ δῇ αὐτὸς ὁ τόπος καλύτερες ἡμέρες. Καὶ ὅμως εἶνε ἀπόντες. Γιατί; Φταίει τὸ κράτος, γιατὶ ἀγνοεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Κυρι­ακῆς· ἀ­γνοεῖ ἀκόμη ὅτι, ὅπως ἡ θεία λειτουργία ἀρχίζει εἰς τὸ ὄνομα «τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁ­γίου Πνεύματος», ἔτσι καὶ τὸ Σύνταγμά μας –μοναδικὸ στὸν κόσμο– ἀρχί­ζει «Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμο­ουσίου καὶ ἀ­διαιρέτου Τριάδος». Αὐτὴ τὴν ἐ­πικεφαλίδα τοῦ συν­τάγματος τὴν εἶχαν κόψει, ὁ Πλαστήρας ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὴν ἐπανέφερε. Ἀγνοοῦν λοιπὸν τὴν Κυ­ριακή, ἀγνοοῦν καὶ τὸ Σύν­ταγμα. Τὸ κράτος ἀσεβεῖ. Γιατὶ ἐρω­τῶ· θὰ ὥ­ριζε ὡς ἡ­μέρα ἐκλογῶν π.χ. τὴν 25η Μαρτίου; Ποτέ· θὰ ἐθεωρεῖτο ἀσέβεια στὴν ἐ­θνικὴ ἑ­ορ­τή. Εἶνε λοιπὸν ἀσέβεια στὴν ἐθνικὴ ἑορτή, καὶ δὲν εἶνε ἀσέβεια στὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς;

Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀπὸ ἐκλογὲς χωρὶς προσ­ευχὴ καὶ χωρὶς τὸ Θεὸ δὲν θὰ προκύψῃ καλό. Μέσα ἀπὸ τὶς κάλπες –νὰ τὸ θυμᾶστε– θὰ βγοῦν δαίμονες ὅλων τῶν χρωμάτων καὶ δὲν θὰ δοῦμε ἄσπρες ἡμέρες ὅπως περιμένουμε.

Μὰ τί ἔπαθα; Ἐγὼ ἄρχισα ἀπὸ τὸ ῥητὸ ὅτι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔ­τε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις» (Γαλ. 6,15). Μήπως ξέφυγα ἀπὸ τὸ θέμα; Δὲν ξέφυγα.

Οἱ Ἕλληνες ἔχουμε προτερήματα, ἀλ­λὰ ἔ­χουμε καὶ ἐλαττώματα. Ἕνα μεγάλο ἐ­λάττωμά μας εἶνε, ὅτι ἔχουμε βουλώσει τὰ αὐτιά μας καὶ δὲν ἀκοῦμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Στὸ Ψαλτήρι εἶνε γραμμένο· «Μὴ πεποίθατε ἐπ᾿ ἄρ­χον­τας, ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων, οἷς οὐκ ἔ­στι σω­τη­ρία» (Ψαλμ. 145,3)· μὴ δώσετε τὴν ἐμπιστοσύνη σας σὲ ἄρχοντες καὶ μὴ νομίσετε ὅτι ἀπ᾽ αὐ­τοὺς θὰ προέλθῃ ἡ σωτηρία. Ἐμεῖς ὅμως τὸ ἄλφα ἢ τὸ βῆτα πολιτικὸ πρόσωπο τὰ ἀποθεώσαμε καὶ νομίσαμε ὅτι αὐτοὶ θὰ μπορέσουν νὰ μᾶς σώσουν, ἔχουμε δηλαδὴ τὴν ἁ­μαρτία ὅ­τι καταντήσαμε κατ᾿ οὐσίαν εἰδωλολάτρες· ἀνυψώσαμε σὲ ὕψος Θεοῦ πρόσωπα ποὺ νομί­σαμε ὅτι θὰ μπορέσουν νὰ προσφέρουν βο­ήθεια στὸ ταλαίπωρο ἔθνος μας. Κλείσαμε λοι­πὸν τ᾽ αὐτιά μας καὶ δὲν ἀ­κού­σαμε τὸ λόγο αὐ­τὸ τοῦ Δαυΐδ. Τὰ κλείσαμε ὅ­μως καὶ σ᾽ αὐ­τὸ ποὺ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος.

Τί εἶπε ὁ Παῦλος; ὅτι «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ», μέσα στὴν χριστιανικὴ πίστι μας, δὲν ἰσχύει τί­ποτε ἄλλο, δὲν ἰσχύει «οὔτε περιτομὴ οὔτε ἀκροβυστία». Αὐτὰ τὰ λόγια εἶνε «χαρτονόμισμα» καὶ «λίρα» μεγάλης ἀξίας, ποὺ θά ᾽πρε­πε νὰ ἔχω ὥρα νὰ τὸ κάνω λιανὰ γιὰ νὰ τὸ καταλάβετε. Τί ἦταν ἡ «περιτομὴ» καὶ τί ἦταν ἡ «ἀκροβυστία»; Θὰ πῶ μόνο τὰ ἑξῆς.

* * *

Στὴν ἐποχὴ τοῦ Παύλου ὑπῆρχαν δύο κόμματα, ὄχι πολιτικὰ ἀλλὰ θρησκευτικά· τὸ ἕνα ἦταν τὸ κόμμα τῆς περιτομῆς, τὸ ἄλλο ἦταν τὸ κόμμα τῆς ἀκροβυστίας. Τὸ ἕνα ἦταν κόμμα ἰουδαΐζον, τὸ ἄλλο ἦταν κόμμα ἑλληνίζον. Τὸ ἕνα κόμμα, ἡ περιτομή, ἔλεγε ὅτι, γιὰ νὰ εἶ­νε κανεὶς εὐάρεστος στὸ Θεό, πρέπει νὰ κό­ψῃ ἀπὸ τὸ σῶμα του ἕνα κομμάτι δέρμα· τὸ ἄλλο κόμμα, ἡ ἀκροβυστία, ἔλεγε ὄχι. Τὸ ἕνα ἦταν κόμμα τῶν ἰουδαίων, τὸ ἄλλο κόμμα τῶν εἰδω­λολατρῶν. Τί λέει ὁ Παῦλος; Οὔτε τὸ ἕνα κόμ­μα θὰ σᾶς σώσῃ οὔτε τὸ ἄλλο· ἕνα μόνο θὰ σᾶς σώσῃ – ποιό; ἡ «καινὴ κτίσις». Δυὸ λέξεις εἶνε αὐτές, «καινὴ κτίσις», ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὶς ζυγίσουμε. Λόγια θεϊκά· ἂν μπορούσαμε κ᾽ ἐμεῖς νὰ τὶς νιώσουμε!

Τί θὰ πῇ «καινὴ κτίσις»; Τὸ ἁπλοποιῶ. Εἶνε σὰν νὰ κάθεσαι σ᾿ ἕνα σπίτι παλιό, ποὺ πέφτουν οἱ σοβᾶδες καὶ τρίζει ὁλόκληρο, καὶ σοῦ λέει κάποιος· Βγὲς ἔξω, νὰ σοῦ δώσω ἕ­να σπίτι καινούργιο νὰ μπῇς μέσα νὰ καθίσῃς. Κάτι τέτοιο ἐννοοῦν τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Παύλου. Τὸ παλιὸ τὸ σπίτι, ποὺ καθόμαστε κ᾽ εἶνε ἕτοιμο ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ γκρεμιστῇ καὶ νὰ μᾶς πλακώσῃ, ἐνῷ ὁ Θεὸς μᾶς προειδοποιεῖ νὰ βγοῦμε ἔξω καὶ λέει «Ἐξέλθετε ἐκεῖθεν» (Ἠσ. 52,11. Β΄ Κορ. 6,17), τὸ παλιὸ σπίτι εἶνε τὸ ἄθλιο ἐγώ μας, «ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος» κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Ἐφ. 4,22. Κολ. 3,9). Τὸ καινούργιο σπίτι, τὸ θεϊκό, εἶνε ἡ «καινὴ κτίσις». Δηλαδή· εἶνε ἡ νέα ζωή, ὄχι ἡ παλιά, ἡ νέα ζωὴ ποὺ δίδαξε καὶ ἔζησε στὴν ἐντέλεια ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, αὐτὴ ποὺ θὰ μείνῃ γιὰ πάντα, δηλαδὴ ἡ «αἰώνιος ζωή» (Ματθ. 19,29· 25,46. Μᾶρκ. 10,30. Λουκ. 18,30. Ἰω. 3,15-16,36· 5,24· 10,28· 17,3 κ.ἀ.). Ὅσο διαφέρει μιὰ καλύβα ἀπὸ ἕνα παλάτι, τόσο διαφέρει ἡ ζωὴ τῆς ἁμαρτίας ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς χάριτος, τὴ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου ποὺ καλούμεθα νὰ ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς στὸν αἰῶνα μας, αἰῶνα τῶν πυραύλων καὶ τῶν διαστημοπλοίων. Εἶνε ἡ ζωὴ ποὺ ἔζησαν οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι, οἱ ὅσιοι καὶ οἱ μάρτυρες ὅλων τῶν αἰώνων· εἶνε ἡ ὡραία ζωὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Νά τί θὰ πῇ «καινὴ κτίσις».

Αὐτὸ εἶνε τὸ καινούργιο σπίτι. Καὶ μᾶς τὸ δί­νει δωρεὰν ὁ Χριστός, μὲ μόνη διαφορὰ – τί; ὅτι πρέπει νὰ ἔχουμε τὸ κλειδάκι, μὲ τὸ ὁ­ποῖο θ᾽ ἀνοίξουμε γιὰ νὰ μποῦμε ἐκεῖ καὶ νὰ ζήσου­με τὴν καινούργια ζωή. Καὶ ποιό εἶνε, ἀ­δέρφια μου, τὸ κλειδάκι; Μία λέξις· ἡ πίστις. «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου» (Πράξ. 16,31). Νὰ πιστέψῃς στὸ Χριστό, αὐτὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὅσοι δηλαδὴ πιστεύουν, εἴ­τε εἶνε ἐκ τῆς περιτομῆς εἴτε εἶνε ἐκ τῆς ἀ­κροβυστίας, εἴτε προέρχονται ἐκ τῶν ἰουδαίων εἴτε προέρχονται ἐκ τῶν εἰδωλολατρῶν, ὁ­ποιασδήποτε χώρας, ὁποιασδήποτε γλώσσης, ὁποιουδή­ποτε χρώματος, ὅσοι πιστεύουν στὸ Χριστό, αὐτοὶ θὰ σωθοῦν, αὐτοὶ εἶνε ἡ «καινὴ κτίσις».

* * *

Θὰ μοῦ πῆτε· πῶς γίνεται νέα κτίσις – νέα δημιουργία ἕνας ἄνθρωπος βουτη­γμένος στὰ ἁμαρτήματα καὶ στὰ ἐ­λαττώματά του;

Πήγατε ποτέ, ἀγαπητοί μου, ἐκεῖ ποὺ δουλεύει ὁ σιδερᾶς νὰ δῆτε τί κάνει; Παίρνει ἕνα σίδερο γεμᾶτο σκουριά, ποὺ εἶνε γιὰ πέταμα, τὸ βάζει μέσα στὸ καμίνι, καίει ὅλη τὴ σκουριά, κι ἀπὸ τὸ σκουριασμένο σίδερο βγαίνει ἕνα νέο καθαρὸ μέταλλο. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς· ὁ καθένας μας εἶνε ἕνα παλιοσίδερο ποὺ τό ᾽φαγε ἡ σκουριά· πρέπει νὰ μποῦμε στὸ καμίνι. Καὶ τὸ καμίνι εἶνε τὸ Εὐ­αγ­­γέλιο καὶ ἡ ἁγία κολυμβήθρα· μέσα ἀπὸ τὴν πίστι καὶ τὸ βάπτισμα, ἀπ᾽ τὴ μετάνοια τὰ δάκρυα καὶ τὸν πόνο, βγαί­νει ὁ καινούργιος ἄνθρωπος, ἡ «καινὴ κτίσις».

–Μὰ ποιός τ᾿ ἀκούει αὐτὰ σήμερα; Ἂς μὴν τ᾿ ἀκοῦνε· ἐμεῖς εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ κηρύξουμε. Εἶνε ἀλήθεια ὅτι ὄχι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀλλὰ καὶ ἂν παρου­σιαζόταν ἕνας Χρυσόστομος ἢ Βασίλειος καὶ κήρυττε, ἐλάχιστοι θὰ τὸν ἄ­κουγαν καὶ θὰ πίστευαν. Ἂν πίστευαν οἱ ἄν­θρωποι στὸ Χριστὸ ὅπως πιστεύουν στοὺς δι­αφόρους πο­­λιτικούς, ἂν πίστευαν στὸν ἀληθινὸ Σωτῆρα ὅπως πιστεύουν στοὺς ψευτοσωτῆρες, ἡ κατάστασι θὰ ἦ­ταν πολὺ διαφορετική. Ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀκοῦ­με (συστήματα, ἰδεολογίες, κόμματα κ.λπ.) ξέ­ρετε τί εἶνε; μιὰ ἀσπιρίνη. Πονάει τὸ δόντι σου, παίρνεις μία ἀσπιρίνη καὶ νομίζεις ὅτι θεραπεύτηκε, ἀλλὰ σὲ λίγο πονάει πάλι. Τὸ φάρμα­κο ποὺ θεραπεύει ὁριστικὰ καὶ ξανακαινουργιώνει τὸν ἄνθρωπο εἶνε μόνο ὁ Χριστός.

Παλαιοὶ εἴμαστε καὶ παλαιοὶ θὰ μείνουμε, ἔστω κι ἂν ἀλλάξουμε ὅλα τὰ συστήματα. Ξέρεις πῶς μοιάζουν ὅλα αὐτά; σάν, ἐκεῖ ποὺ φορᾷς μιὰ μπλούζα πράσινη, νὰ βάλῃς μιὰ κίτρινη ἢ μιὰ μπλὲ ἢ μιὰ κόκκινη. Ὅσες μπλοῦ­ζες καὶ πουκάμισα ἂν ἀλλάξῃ κανείς, ὁ ἄνθρω­πος δὲν ἀλλάζει. Πέρα ἀπὸ τοὺς νόμους καὶ τὰ συντάγματα, πρέπει ν᾿ ἀλλάξῃ ἡ καρδιά μας. Αὐτὸ φωνάζει ὁ Παῦλος· Ἀλλάξτε τὶς καρδιές σας, ἀφοσιωθῆτε στὸ Θεό. Κι ὅταν ἀλλάξῃ ἡ καρδιά, τότε θὰ γίνῃ «καινὴ κτίσις»· «καινὴ κτί­σις» τὸ σπίτι μας, τὸ σχολειό μας, τὸ δικαστή­ριό μας, τὸ κράτος μας. Ὅλα εἶνε παλιά, ἔ­χουν φθαρῆ, τρίζουν· μόνο μέσα ἀπὸ τὸ Εὐ­αγγέλιο θὰ βγῇ ἕνας «ὄμορφος κόσμος, ἠθικός, ἀγγελικὰ πλασμένος», γιὰ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ δοξάζῃ Ἰησοῦν Χριστόν· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερ­υψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ