2017-12-12 21:01:15
Φωτογραφία για Δημοκρατία και συντήρηση ενός κοινού κόσμου
Σε προηγούμενη ανάλυσή μας [1] διαπιστώσαμε ότι ο όρος «συντηρητικός» περισσότερο ταυτίζεται με συγκεκριμένους σύγχρονους φιλελεύθερους (πράγμα που είχε ισχυριστεί και ο Παναγιώτης

Κονδύλης[2]), οι οποίοι το μοναδικό που καταφέρνουν να συντηρούν είναι οι ακραίες ανισότητες από οικονομική, πολιτική και πολιτισμική άποψη. To γεγονός αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την πλήρη αδιαφορία τους για τα κοινά και την προσκόλλησή τους στην ιδεολογία της προόδου, μια ιδεολογία που αποτελεί βάση της πολιτικής σκέψης του δέκατου όγδοου αιώνα, και ενθαρρύνει τη «βελτίωση» μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπως αναφέρει η Hannah Arendt, η Simone Weil και ο Christopher Lasch [3].

Στον 21ο αιώνα, κάτω από την απόλυτη κυριαρχία του πολιτισμικού μηδενισμού, οι πραγματικοί συντηρητικοί αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση, όντας αδύναμοι να συγκροτήσουν κάποια πολιτική οντότητα. Ποιοί είναι, όμως, αυτοί οι «πραγματικοί συντηρητικοί» και τί πρεσβεύουν; Αν εξετάσουμε ετυμολογικά τον όρο συντήρηση, αυτό που προκύπτει είναι μια σύνθετη λέξη: συν και τηρώ (τήρησις):


Από τον Επίκτητο μαθαίνουμε πως η λέξη τήρησις παραπέμπει στο «τηρέω» [4]. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιούσε αυτόν τον όρο αναφερόμενος στον θεϊκό νόμο, όχι όμως από κανονιστική σκοπιά, αλλά περισσότερο με στόχο να αναφερθεί σε ένα σύνολο αξιών, κοινών για όλους τους ανθρώπους, αξίες που προάγουν το «φυσικό δίκαιο», όπως αυτό κατέστη κατανοητό από τους Σοφιστές αλλά και μεταγενέστερους φιλοσόφους (βλ. Θωμάς Ακινάτης).Επιπλέον, η έννοια του φυσικού δικαίου αναφέρεται σε αυτό που αργότερα κάποιοι στοχαστές ταύτισαν με τον «κοινό νου» (senso comune), ή την κοινή σοφία (sapienza) των λαών και των εθνών [5].Το πρόθεμα συν παραπέμπει στο «μαζί», στο «συλλογικό», υποδηλώνοντας την από κοινού προσπάθεια υπεράσπισης και διαφύλαξης ενός συνόλου αξιών που προωθούν το φυσικό δίκαιο και το συνολικό συμφέρον (έναντι του ατομικού).

Στην εποχή του μηδενισμού, κάθε αξία αποτιμάται σε συσσώρευση κεφαλαιακή, κάθε νόρμα ρευστοποιείται με στόχο να μπορεί να καταναλωθεί σα να πρόκειται για αναλώσιμο υλικό. Ταυτόχρονα, η σημασία της εντοπιότητας παραγκωνίζεται κάτω από την ολοένα και αυξανόμενη πίεση για κεφαλαιακή εξάπλωση που οδηγεί στην ανάδυση ενός κίβδηλου και άεθνου κοσμοπολιτισμού (ο οποίος δεν θα πρέπει να σχετίζεται με τον κοσμοπολιτισμό των Σοφιστών, των Στωικών και των πρώτων Χριστιανών ή το λαϊκό οικουμενισμό της Weil). Την ίδια στιγμή το μοντέλο του κτητικού ατομικισμού (όρο που χρησιμοποιεί ο Macpherson [6] προκειμένου να περιγράψει τον σύγχρονο ατομικισμό – ως απόρροια του οικονομικού φιλελευθερισμού – ένας ατομικισμός που δεν πρέπει να συγχέεται με αυτόν του Ralph Waldo Emerson και David Henry Thoreau) ανάγει την ατομική ευτυχία (μέσω της κατανάλωσης) σε απώτερο στόχο και τη διευθέτηση όλων των υποθέσεων σε οικονομικούς παράγοντες, κατάλληλους για την προώθηση ευρείας κλίμακας «βελτιωτικών πολιτικών», κοινωνικών «ανοιγμάτων» και ενσωμάτωσης όλων των κοινοτήτων στο παγκόσμιο χωριό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η «συντήρηση» μετατρέπεται σε «βρώμικη λέξη»: συχνά ταυτίζεται με κάποιου είδους ψυχολογική εμμονή, δεδομένου ότι οι προοδευτικοί στοχαστές προσπαθούν να ταυτίσουν κάθε τάση ριζώματος στον παραδοσιακό τρόπο ζωής, στο οικείο περιβάλλον, με κάποια δήθεν νηπιακή νοσταλγία αυτών που -στα λόγια του Richard Hofstadter [7]- αρνούνται να εναρμονιστούν με τις αλλαγές, αυτών που, με άλλα λόγια, αρνούνται να προοδεύσουν, αφήνοντας πίσω την παλιά «παρωχημένη» μικρή κοινότητα «γεμάτη προκαταλήψεις», με στόχο να γίνουν ένα αναπόσπαστο κομμάτι του παγκόσμιου χωριού που συνεχώς μεταβάλλεται και αναπροσαρμόζεται στις ανάγκες της καινοτομίας και της αγοράς.

Συχνά ο όρος «συντηρητικός» αναφέρεται σε αυτούς που αυτοπροβάλλονται ως (δήθεν) λάτρεις του «προνεωτερικού». Σε πολλές περιπτώσεις οι κριτικές τους ενάντια στη νεωτερικότητα εμπνέονται από ένα σκληροπυρηνικό αντιφιλελεύθερο πνεύμα -όπως περιγράφει η Angela Nagle [8] (αναφερόμενη στην περίπτωση των Alt-Right και άλλες παρόμοιες ακροδεξιές υποκουλτούρες του διαδικτύου)-, ένα πνεύμα που απορρίπτει κάθε διαφωτιστικό ιδεώδες. Την ίδια στιγμή ενστερνίζονται και αναπαράγουν συγκεκριμένες πτυχές της προνεωτερικής σκέψης, κυρίως την ιδεολογία της «λευκής υπεροχής», η οποία βέβαια κάθε άλλο παρά ασύμβατη είναι με την εργαλειακότητα του μοντερνισμού. Στην πραγματικότητα, τα ολοκληρωτικά καθεστώτα βασίστηκαν πάνω σε αυτήν την ιδεολογία, και παρότι αμφισβήτησαν τη νεωτερική σκέψη, αναπαρήγαγαν όλο της το θεωρητικό και υλικό οπλοστάσιο (όπως η ταύτιση των «ανεπιθύμητων/κατώτερων» φυλών με θανατηφόρες ασθένειες, η χρήση ευγονικών μελετών και η μαζική εξόντωση πληθυσμών μέσω της τεχνολογίας [9]). Από την άλλη, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 60’ και προς τα τέλη της δεκαετίας του 70’ εμφανίζεται μια τάση να αντιμετωπίζονται με καχυποψία οι πολυπολιτισμικές και πολυθρησκευτικές κοινωνίες, στη βάση ότι αυτές είναι γεμάτες συγκρούσεις και εντέλει δομικά ασταθείς. Εκείνη την εποχή, όντας στην αυγή του μηδενιστικού μεταμοντερνισμού, πολλοί ταύτισαν αυτή τη «συντηρητική» καχυποψία και τον σκεπτικισμό με τον απομονωτιστικό εθνικισμό. Ως αποτέλεσμα, η τάση αυτή αποδυναμώθηκε σύντομα. Άλλοι πάλι «παραδοσιοκράτες» συσπειρώθηκαν γύρω από το πρόσωπο του Ronald Reagan, o οποίος παρότι εμφανίστηκε στο πολιτικό προσκήνιο ως υπερασπιστής της «σιωπηλής μειοψηφίας», των «οικογενειακών αξιών» και του Αμερικανικού πατριωτισμού, την ίδια στιγμή ενθάρρυνε πολιτικές που βασίστηκαν πάνω στον κτητικό ατομικισμό, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτές του New Deal. Αν πραγματικά υπάρχει κάτι που ωθεί στη διάλυση του κοινού κόσμου –δηλαδή στον εκμηδενισμό του κοινού χρόνου και τη διάβρωση του κοινού χώρου όπου πραγματώνεται το σύνολο των αξιών που όλες οι ανθρώπινες κοινότητες συντηρούν ώστε να συνεχίσουν να υπάρχουν ως τέτοιες-, δεν είναι άλλο παρά η απουσία της κοινής ευπρέπειας ως αποτέλεσμα του κτητικού ατομικισμού. Πέρα τούτου, ένα επιπλέον ρεύμα στις αρχές του 19ου αιώνα αναδύεται ένα ακόμα ρεύμα που αυτοπαρουσιάστηκε ως η μόνη αυθεντία υπέρ των παραδοσιακών αξιών. Πρόκειται για τους Αμερικανούς νεοσυντηρητικούς, που κατά την δεκαετία του ’60 εμφανίστηκαν στο προσκήνιο όντας (πρώην) φιλελεύθεροι, απογοητευμένοι από τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις των Kennedy και Johnson. Δεν πρόκειται, βέβαια, καν για συντηρητικούς, υποστηρικτές ενός φυσικού δικαίου. Στην πραγματικότητα, οι νεοσυντηρητικοί σήμερα απαρτίζουν (κατά κάποιον τρόπο) μια φιλελεύθερη φράξια του Ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ.

Πλέον έχουμε αρχίσει να συνειδητοποιούμε ότι η προσκόλληση στην πρόοδο, με την σταδιακή παρακμή του μοντερνισμού, δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα. Πράγματι σήμερα η πρόοδος, έχει απογοητεύσει τις προσδοκίες πολλών, κατηγορείται για την πρόκληση καταστροφών (κλιματικών και άλλων) και την εδραίωση ανισοτήτων, ενώ θεωρείται, έστω εν μέρει, υπεύθυνη για την κρίση που ζούμε. Μια κρίση που έχει παραταθεί πολύ και που τείνει να μετατραπεί σε μια χρόνια κατάσταση. Ήδη, σχεδόν επτά δεκαετίες πριν, η Simone Weil [10] μιλούσε για την αποτυχία της νεωτερικής επιστήμης να προσφέρει την ευτυχία στον άνθρωπο, επιχείρημα που είχε προηγουμένως ασπαστεί ο Leo Tolstoy [11], ο οποίος ταυτόχρονα εκφράζει έναν ιδιόμορφο πολιτισμικό συντηρητισμό, απορρίπτοντας τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τα μητροπολιτικά ήθη, δείχνοντας μια ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους ανθρώπους της επαρχίας, προς τον λιτό και ενάρετο τρόπο ζωής τους. Στα λόγια του Peter Wagner:

«εάν η κρίση ήρθε να μείνει για πάντα, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε διαφορετικά σε σχέση με το παρελθόν, αντιμετωπίζοντας μια βαθιά μεταβαλλόμενη οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, δεν γνωρίζουμε εάν το μεσοβασίλειό της προορίζεται να παραμείνει για πολύ» [12].

Δεν είναι τυχαίο ότι μοιάζει επίκαιρος ο γερμανικός εξπρεσιονισμός όπως εκφράζεται, για παράδειγμα, μέσα από την ταινία Metropolis του Fritz Lang (1927) [13]. Σε αυτή το ηθικό δίδαγμα δεν είναι η κατάργηση της αδικίας για την ανοικοδόμηση ενός άλλου καλύτερου κόσμου στον οποίο όλοι είναι ίσοι και δεν υπάρχουν διαφορές. Αντιθέτως «οι διαφορές και οι ανισότητες είναι καλές» αρκεί όμως να κρατάμε τους πολλούς (εργάτες) στα τάρταρα εκεί που ανήκουν με την βοήθεια ενός (δια)μεσολαβητή που θα ενεργεί ως σύνδεσμος μεταξύ αυτών και των σκεπτόμενων (στοχαστών). Το εγγενώς -Βικτωριανής κοπής- «ελιτιστικό», μήνυμα της ταινίας ανανεώνει και αναζωογονεί την ιδέα ότι πρέπει να υπάρχει μια ελίτ που να κρατά τους περισσότερους πόρους για τον εαυτό της και εν τω μεταξύ να «διαχειρίζεται» την κατώτερη (εργατική) τάξη.

Είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι στην πραγματικότητα εξαντλούνται οι βασικές έννοιες που συνόδευαν τον μοντερνισμό: η κοινωνικοποίηση, η ισότητα και η ελευθερία. Καθεμιά από αυτές, για διαφορετικούς λόγους, μοιάζει να χάνει το νόημά της. Και είναι δύσκολο κυρίως γιατί η κοινή γνώμη -την οποία σήμερα οι πολιτικές προσπαθούν με κάθε μέσο να παραβλέψουν- θεωρεί ότι η απάντηση στην κρίση των αξιών και στη γενική δυσφορία, βρίσκεται στην προσπάθεια να ανακατασκευαστούν οι προηγούμενες συνθήκες, επιτρέποντας έτσι μια γενική αποκατάσταση αυτών των αξιών. Μια κατανοητή και λογική αντίδραση, που όμως αποδεικνύεται ανώφελη, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η κρίση εξαρτάται και οφείλεται στην εγγενή εξάντληση εκείνων των αξιών και αρχών (πολιτικών και ηθικών) που υποτίθεται ότι πρέπει να αντιπροτείνουμε. Η απίθανη απόδειξη (probatio diabolica) ότι μπορεί να υπάρξει ένας άλλος, καλύτερος και δικαιότερος, κόσμος μπορεί περίφημα να υφάνει την πλοκή ενός παράδοξου και αλλόκοτου θεατρικού. Έργο στο οποίο καθένας ηθοποιός αγωνίζεται να αποδείξει ότι μόνο εκείνος έχει διαφορετική όψη, ενώ στην πραγματικότητα όλοι οι συντελεστές του δράματος έχουν την ίδια φάτσα. Ωστόσο, πέρα από τις αποδείξεις, μια ψύχραιμη ανάγνωση της πραγματικότητας δείχνει ότι η πολυπολιτισμικότητα, νοούμενη ως πολιτική των «ταυτοτήτων και της ετερότητας» συνδυαζόμενη με τον κτητικό ατομικισμό του φιλελευθερισμού, δεν έδωσε απάντηση στο μεγάλο ερωτηματικό εάν μπορεί να λειτουργήσει αυτός ο πλουραλισμός των αξιών που τόσο μας διαφημίζεται ως μονόδρομος (πόσο μάλλον από τη στιγμή που δεν υφίστανται σταθερές αξίες).

«Το γεγονός ότι οι λαϊκές τάξεις εξακολουθούν να είναι σχετικά προστατευμένες από τον φιλελεύθερο εγωισμό, δεν οφείλεται τόσο στη φερόμενη «φύση» τους, αλλά μάλλον στην συντήρηση ενός συγκεκριμένου τύπου κοινωνικού ιστού που μπορεί να τις κρατήσει μακριά από τις πιο επεμβατικές μορφές του καπιταλιστικού ατομικισμού. […] Όχι ότι ο άνθρωπος των λαϊκών συνοικιών είναι από τη φύση του (με την ρουσσωική έννοια του όρου) ένα ιδανικό ον –αντιθέτως είναι μια σύνθετη ύπαρξη, ικανή για το καλύτερο, αλλά και το χειρότερο– ωστόσο στις λαϊκές γειτονιές συντηρούνται ορισμένες δομές κοινής ζωής, παραμένει η ανθρωπολογία του δώρου, που αν και δέχεται σοβαρές επιθέσεις από τη σύγχρονη κοινωνία, επιτρέπει, μεταξύ γειτόνων, έστω και συμβολικές ανταλλακτικές σχέσεις».[14]

Η λεγόμενη φιλελεύθερη «δημοκρατία» από το 1945 και έπειτα ποτέ δεν είχε αμφισβητηθεί όσο σήμερα και μάλιστα στην καρδιά της δύσης που τη θεωρούσε δεδομένη και πίστευε ότι θα θριαμβεύσει σε πλανητικό επίπεδο. Η δημοκρατία σήμερα έχει ελάχιστες πιθανότητες να αποκτήσει μια ικανοποιητική μορφή και σταδιακά μετατρέπεται σε κενό νοήματος. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η πορεία εκδημοκρατισμού ανακόπηκε σε αρκετές χώρες του δυτικού κόσμου λόγω της ανόδου ολοκληρωτικών και φασιστικών καθεστώτων, ενώ στη συνέχεια αναδιοργανώθηκε σε έναν γραφειοκρατικό κοινοβουλευτισμό ο οποίος αναγνώρισε την έννοια της δημοκρατίας μέσα από τη συμμετοχή στις εκλογές. Αν και κατά την δεκαετία του ’60 υπήρξαν ορισμένες προσπάθειες να περιοριστεί η άνωθεν πολιτική κυριαρχία, αυτές δεν οδήγησαν σε μια συλλογική πολιτική αυτοδιάθεση, με την πλήρη έννοια του όρου, αλλά κυρίως ισχυροποίησαν έναν άλλο πυλώνα του κοινοβουλευτισμού, δηλαδή τη δυνητική ελευθερία για ίση πολιτική συμμετοχή. O λαϊκής καταγωγής πολιτικός, ο «ένας από εμάς», κάποιος που τέλος πάντων δεν θα ξεχάσει την καταγωγή του και θα καταλάβει τα πραγματικά προβλήματά μας, ρίζωσε στο μυαλό πολλών ανθρώπων, έγινε έστω ένα σοσιαλδημοκρατικό ενδεχόμενο. Έτσι για πολύ καιρό η διαμόρφωση του κόσμου μας υπήρξε και παραμένει «σχεδόν» στα χέρια μας, ώσπου φτάσαμε στο σήμερα όπου τ’ αρνί κι ας το βλέπει ο θεός, ο λύκος θα το τρώει.

John Constable – Flatford Mill (‘Scene on a Navigable River’) (1816–7)

Η διαφορά της δημοκρατίας (πολιτικό πεδίο) με τα άλλα πολιτεύματα είναι πως η πρώτη προσπαθεί να καταστήσει τους πολίτες ηθικά υπεύθυνους για κάθε τους πράξη, αντί να αντιλαμβάνεται ηθικής φύσης ζητήματα σαν μια επιταγή που πρέπει να εξαργυρωθεί μέσω πολιτικών που θυμίζουν κράτος πρόνοιας. Συνάμα προσπαθεί να μειώσει την ισχύ του βαθιά ριζωμένου κακού σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες/κοινότητες (κατά τον Reinhold Niebuhr [15]), που μπορεί να οδηγεί σε βίαιες εμφύλιες συγκρούσεις, καθότι το πολιτικό πεδίο βασίζεται πάνω στο λόγο (διαλέγεσθε και διαβουλεύβεσθε) και όχι στη βία, που αποτελεί προ-πολιτική μέθοδο διευθέτησης ανθρώπινων ζητημάτων [14]. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι πολίτες θα καταστούν απόλυτα ηθικοί, ή ότι θα εκμηδενιστεί η βία μια για πάντα. Αν υπάρχει μία ελπίδα να ελαχιστοποιηθεί η τέλεση ανήθικων πράξεων, μπορεί να προέλθει μόνο μέσω της αυτοδιδαχής που μας προσφέρει η καθημερινή ενασχόλησή μας με τη λήψη των αποφάσεων. Ας πούμε, παραδείγματος χάριν, ότι σε ένα δημοκρατικό πολιτικό σώμα οι πολίτες παίρνουν μια Α απόφαση, η οποία οδηγεί στο Α θετικό αποτέλεσμα. Στη συνέχεια μια Β απόφαση οδηγεί στο Β ηθικό αποτέλεσμα. Μεταξύ Α και Β υφίσταται κάποια απόσταση -από το σημείο Α στο σημείο Β- που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κάποιους στη διαπίστωση πως η απόσταση αυτή ισοδυναμεί με πρόοδο. Σε κάποια άλλη στιγμή θα μπορούσε να παρθεί μια απόφαση Γ η οποία οδηγεί στο Γ αποτέλεσμα, το οποίο ενδέχεται να είναι αρνητικό, αναιρώντας τόσο τα επιτεύγματα της Α όσο και της Β απόφασης. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει ότι η έννοια της προόδου δεν υφίσταται ως τέτοια, πράγμα που είχε υποστηρίξει ο Lawrence Goodwyn [16], καθότι είναι αδύνατο να μπορεί να γνωρίζει κανείς τις συνέπειες όλων των αποφάσεών του. Με άλλα λόγια, μέσω της ηθικής αυτοδιδαχής ο δημοκρατικός άνθρωπος συμμετέχει σε μια (σχεδόν ηρωική) μάχη ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, αναγνωρίζοντας ρητά πως πάντα θα βρίσκεται αντιμέτωπος με την fortuna και την ύβρι. Τούτη η αυτοδιδαχή, ωστόσο, δεν μπορεί να εγγυηθεί την απόλυτη επικράτηση του φυσικού δικαίου και την εξάλειψη του πολέμου, μπορεί όμως να μας παρέχει την δυνατότητα, την ελπίδα (με άλλα λόγια), πως ο πόλεμος θα ελαχιστοποιηθεί κατόπιν δικής μας επέμβασης. Τούτη η διαπίστωση, που βασίζεται στη θέση του Niebuhr, ότι η πολιτική βία ουδέποτε θα εξαλειφθεί, αποτελεί τη χαριστική βολή σε όσους ταυτίζουν τη δημοκρατία με την πρόοδο (και όχι με την ηρωική πράξη της ηθικής αυτοδιδαχής).

Εν αντιθέσει με τον ευπρεπή συντηρητισμό της δημοκρατίας, ο σύγχρονος κόσμος κινείται με βεβαιότητα στη κατεύθυνση της οικονομικής μεγέθυνσης, την οποία ακολουθεί η πολιτισμική μεγέθυνση καθότι ο Adam Smith [17] -παρότι αρχικά εμφανίζεται ως υπερασπιστής του παρτικουλαρισμού, τη στιγμή που αναπτύσσει λεπτομερώς τις οικονομικές του θεωρίες ο πολιτισμικός του ρεαλισμός ανατρέπεται, ενώ μιλά ξεκάθαρα υπέρ της πολιτισμικής μεγέθυνσης που απαιτείται με στόχο να υποστηριχθεί η ολοένα και αυξανόμενη παραγωγή υλικών αγαθών. Τί ακολουθεί, ωστόσο, τούτη την διαδικασία προοδευτικής μεγέθυνσης τόσο της οικονομίας όσο και του πολιτισμού; Τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από τη διάλυση των ριζών, τη διάλυση του κοινού τόπου και τη μετατροπή του σε χρηστικό μέσο για την εξυπηρέτηση ωφελιμιστικών κινήτρων. Ως εκ τούτου, τα συμβολικά αντικείμενα του πολιτισμού, τα οποία επηρεάζουν αυτό που η Arendt [18] ονόμαζε σκέψη (thinking) και κρίση (judgment) αντικαθίστανται από προϊόντα γρήγορης κατανάλωσης, ενώ κάθε κοινοτικός δεσμός διαλύεται στο βωμό του κτητισμού. Γνωρίζουμε, βέβαια, πως καμία δημοκρατία δεν μπορεί να συσταθεί χωρίς την ύπαρξη μιας συλλογικότητας που θα απαρτίσει το δημόσιο πεδίο, ή (για να το θέσουμε διαφορετικά) δίχως την ύπαρξη των εθιμικών στοιχείων που θα δομήσουν αυτή τη συλλογικότητα ως Α ή Β. Ήταν, λοιπόν, λανθασμένη η θέση του Orestes Brownson [19] που θεωρούσε τη δημοκρατία ασύμβατη με την πρόοδο;

Απεναντίας, οι πιστοί στην πρόοδο και στην ιστορική μεγέθυνση βασίζονται σε ένα δεδομένο που όμως, όπως είχε υποστηρίξει και ο Leo Tolstoy, δεν μπορεί καθόλου να αποδειχθεί: ότι δηλαδή σε παλαιότερες εποχές η ανθρωπότητα διέθετε (γενικά και αξιωματικά) λιγότερη ευημερία, και ότι αυτή η ευημερία μειώνεται όσο πάμε πίσω στο χρόνο και αντιστρόφως. Επομένως προέκυψε το αυθαίρετο συμπέρασμα ότι κάθε προσπάθεια να επιβραδυνθεί ή να εξουδετερωθεί η «κίνηση της ιστορίας» είναι τελικά ανώφελη, πόσο μάλλον να εκτραπεί προς μια άλλη κατεύθυνση. Ελάχιστοι ασχολήθηκαν με τη δημοκρατική ανάπτυξη, διότι σε αντίθεση με την παραπάνω αέναη πορεία, η «δημοκρατία μας» έφτασε στο απόγειο της έκφρασής της, ολοκληρώθηκε και βρήκε ταβάνι. Σε συνδυασμό με αυτό το δεύτερο, επίσης αυθαίρετο, επιχείρημα η οικονομία αντί να πάρει τη θέση που της αξίζει, έγινε το κέντρο του κόσμου μας, έτσι η δημοφιλία ενός κολοσσιαίου λάθους επικράτησε της αλήθειας. Δυστυχώς την όλο και πιο ξεκάθαρη αποτυχία της παλιάς θεωρίας δεν φαίνεται να ακολουθεί ο θρίαμβος μιας νέας, τουλάχιστον όχι ακόμη.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης γράφει: το άθροισμα όλων των διανθρώπινων σχέσεων σε ένα κράτος, «είναι το πραγματικό εθνικό κεφάλαιο». Πίσω από τα οικονομικά μεγέθη βρίσκονται λοιπόν τα κοινωνικά μεγέθη στο σύνολό τους, που καθορίζουν τα περιθώρια και τους κανόνες του παιγνιδιού για τα πρώτα. Γι’ αυτό ο Κόουλριτζ κατηγορεί τους οικονομολόγους που δέχονται την αυτονομία της οικονομίας:

«what they truly state, they do not truly understand in its ultimate grounds and causes» [αυτά που εκθέτουν πραγματικά δεν τα κατανοούν όντως ως προς τους βαθύτερους λόγους και τις βαθύτερες αιτίες τους] […]Πάνω από την πολιτική οικονομία βρίσκεται η πολιτική φιλοσοφία. [20]

Όμως ποιον κόσμο να συντηρήσουμε; Εάν πρώτα δεν τον αναγνωρίσουμε ώστε να τον αισθανθούμε και να δεθούμε μαζί του, θα είναι απλά ένας όλο και πιο αφηρημένος κόσμος που όσο περνάει ο χρόνος τόσο θα ξεφεύγει από χέρια μας, θα εξαφανίζεται. Η κύρια αδυναμία μας επομένως βρίσκεται στον εντοπισμό εκείνων των στοιχείων που θέλουμε και θεωρούμε ότι αξίζει να συντηρήσουμε. Συνεπώς, ο λόγος μας δεν μπορεί να ξεκινήσει με τω καιρώ εκείνω, να αποκοπεί από τον αιώνα που ζούμε, όμως θα πρέπει να επαναδιατυπώσει με καθαρότητα τις αρχές μας, να δώσει νέο σώμα και πνεύμα στη δημοκρατία, στις ιδέες της ελευθερίας, της εκκοσμίκευσης και της ανεκτικότητας. Ένας νέος ορθολογισμός μπορεί να βασιστεί στην ελπίδα αλλά και στην εμπιστοσύνη μας στον ανθρώπινο λόγο. Αυτή είναι μια συνειδησιακή διαδικασία που για να αποκτήσει νόημα πρέπει ταυτόχρονα να συνδυαστεί με την πράξη. Κατά τη γνώμη μας εάν δεν πιάσουμε το νήμα της μεγάλης αφήγησης που ξεκινάει από τον ουμανισμό και αν δεν δούμε κριτικά τον διαφωτισμό, θα αφήσουμε να πεθάνει ο κοινός μας κόσμος και θα ξυπνήσουμε σε έναν άλλο πολύ διαφορετικό πολιτισμό.

«Το μέλλον είναι ήδη εδώ: μέσα σε τριάντα χρόνια, η παγκόσμια πολιτική σκηνή θα κυριαρχείται από μακρο-πόλεις, μεγαλουπόλεις με τεράστια επιρροή, τόσο καλά διασυνδεδεμένες μεταξύ τους που δεν θα χρειάζεται να υποκύπτουν στην έννοια των συνόρων». […] Η άμεση τεχνοκρατία είναι μια μορφή αποτελεσματικής κυβέρνησης, είναι σε θέση να δώσει άμεσες απαντήσεις. Δεν είναι μια εναλλακτική της δημοκρατίας που είναι το σύστημα στο οποίο κινούμαστε: οι θεσμοί, οι νόμοι και η γραφειοκρατία είναι άλλα πράγματα. Φυσικά δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα συστήματα άλλων, πρέπει να τα προσαρμόσουμε στις ανάγκες μας» (Parag Khanna) [21]

Είναι σφάλμα να θεωρούμε ότι η πρόοδος είναι νόμος και έμφυτη ανθρώπινη ανάγκη, ταυτίζοντάς την με τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης που είναι μια από τις φύσει φιλοδοξίες της ανθρωπότητας. Διότι εάν νοήματα όπως η ελευθερία, η δημοκρατία, η ισότητα, οι ρίζες, ο κοινός τόπος και χρόνοςαρχίσουν να θεωρούνται απαρχαιωμένα, οπισθοδρομικά, αντίκες του παρελθόντος από τις οποίες πρέπει να απαλλαγούμε το συντομότερο δυνατόν, με στόχο να προοδεύσουμε και να ενσωματωθούμε στο «παγκόσμιο χωριό», ώστε να εισέλθουμε στο μέλλον με ταχείες και συγκεντρωτικές αποφάσεις που θα βασίζονται σε μεγάλης κλίμακας κοινωνικούς σχεδιασμούς, καθορισμένους από την άμεση τεχνοκρατία και την οικονομική αναγκαιότητα, τη μοναδική θεότητα στην εποχή μας, τότε ο κοινός μας κόσμος στο μέλλον θα μοιάζει όλο και περισσότερο με τη δυστοπική Metropolis του Fritz Lang ή με κάποια από τις διεστραμμένες φαντασίωσεις της Ayn Rand.

Συνδιαμόρφωση κειμένου: Γιώργος Κουτσαντώνης και Μιχάλης Θεοδοσιάδης

respublica.gr
_
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ