2018-12-06 21:10:17
Φωτογραφία για Κάφτονε Σταύρο κάφτονε...
Κάπου ανάμεσα στην οδό Θηβών στο σημείο που γίνεται Ρετσίνα και τις εγκαταλελειμμένες ράγες του ΟΣΕ για Θεσ/νικη, βρίσκεται μια γειτονίτσα. Όνομα δεν έχει `πράγμα παράξενο για τους Πειραιώτες που ονοματίζουν και το παραμικρό σημείο της πόλης τους.

Δέκα στενάκια είναι όλα κι όλα, στριμωγμένα ανάμεσα σε τρεις μεγαλύτερες, στιβαρές συνοικίες: Την Αγιασοφιά, την Κοκκινιά και τα Καμίνια.

Τα στίφη των αυτοκινήτων και τα πλήθη του κόσμου που ανεβοκατεβαίνουν βιαστικά την Θηβών, αδιαφορούν εντελώς για την γειτονίτσα μας`αγνοούν εντελώς την ύπαρξή της. Σήμερα μόνο μερικά ανταλλακτικατζήδικα διακόπτουν την ομοιομορφία των παλιών σπιτιών της και των μικρών της κήπων.

Μα αν πάμε πίσω καμιά ογδονταριά χρόνια, θα βλέπαμε στην ίδια θέση ένα μαχαλά, γεμάτο λάσπη, παράγκες κι αυτοσχέδια παραπήγματα.

Μια κρύα, ξάστερη βραδιά λοιπόν, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του '30, ένας ωραίος τύπος ντυμένος στην τρίχα, περπατούσε στα λασπωμένα σοκάκια της μικρής, ανώνυμης γειτονιάς της ιστορίας μας.


Πατούσε προσεκτικά, και προσπαθούσε στο λιγοστό φως να αποφεύγει τις λακκούβες, μην λερώσουμε ντε το καινούριο σκαρπίνι.

Ήτανε ο Στέλιος ο Κερομύτης, ρεμπέτης και μπουζουξής, μέλος της μεγάλης εκείνης Πειραιώτικης παρέας που θα άλλαζε τη μουσική μας για πάντα.

Εκεί που βάδιζε λοιπόν ο Στέλιος, δεν ήτανε καλός μαχαλάς, καθώς πρέπει δηλαδή.

Οι μισές και βάλε από τις παράγκες ήταν τεκέδες, και μάζευαν κάθε καρυδιάς καρύδι - ολάκερο το κοινό ποινικό έγκλημα μαζεμένο.

Ήταν από μία τέτοια παράγκα που άκουσε να λαλεί ένα μπουζούκι μέσα στην ησυχία.

Κοντοστάθηκε.

Το γνώριζε αυτό το μπουζούκι, αυτό το βαρύ, στακάτο ντουζένι το αντρίκειο, που λες και θα έσπαγε το τέλι.

-Μάρκο! φώναξε επιφυλακτικά, εσύ 'σαι ρε βλάμη;

-Ποιος είναι; αποκρίθηκε μια βραχνή φωνή.

-Εγώ ρε, ο Στέλιος ο Κερομύτης είμαι.

-Έλα μέσα..

Μπήκε στον τεκέ ο Στέλιος.

Γύρα - γύρα είχαν πιάσει τις γωνίες κάτι αρκουδόμαγκες, και ανάμεσο τους κι ο Μάρκος ο Βαμβακάρης να κουρδίζει το μπουζουκάκι του.

Αργούσε το χαρμάνι, περίμεναν οι μάγκες για το λουλά.

Ξάφνου πετάγεται ο Μάρκος:

-Κάτσε ρε συ Στελλάρα να δεις τι θα σκαρώσω τώρα, του λέει.

Και μέχρι να βγει ο τεκετζής με τον λουλά, να σου και σου γράφει ένα τραγουδάκι χαρούμενο, μισό - σκωπτικό,, μισό - εγκωμιαστικό, πιάνοντας στο στίχο ένα-ένα τους μάγκες που ήτανε εκείνη την ώρα μπροστά.

Το χαρήκανε, δεν το χαρήκανε, δεν ξέρω να σας πω.

Ξέρω όμως ότι το τραγουδάκι αυτό του ποδαριού, μεγάλωσε και θέριεψε, και ρίζωσε γερά στη μουσική μας παράδοση.

Κι έφτασε μετά από πολλά χρόνια, ένας από τους πνευματικούς γίγαντες του τόπου ο Μάνος Χατζιδάκις να ζητά από έναν άλλο γίγαντα, τον Γιώργο Ζαμπέτα να του παίξει στο μπουζούκι εκείνο το τραγούδι του τεκέ, λέγοντας: "Παίξε βρε Γιώργο μου εκείνο το εμπρηστικό ζεϊμπέκικο!"

Ένα... εμπρηστικό ζεϊμπέκικο που έφτασε να διασκευαστεί μέχρι και σε... εμβατήριο από την μπάντα του δήμου Ερμουπόλεως Σύρου.

Επειδή λοιπόν σπανίζουν πια οι άνθρωποι που μπορούν να γράφουν αριστουργήματα στο γόνατο, επειδή σπανίζουν οι άνθρωποι που η αγραμματοσύνη τους και η φτώχεια τους όχι απλά δεν τους εμποδίζει, αλλά τους βοηθά στην ζωή και στην έκφραση τους, σκέφτηκα να σας διηγηθώ αυτή την ιστορία.

Μια ιστορία από τις πολλές που είναι ενσωματωμένες στον αέρα της πόλης μου, μα που πια κανένας δεν δίνει σημασία.

https://www.youtube.com/watch?time_continue=46&v=clVAv2nf7i0

http://sioualtec.blogspot.com/2018/12/blog-post_24.html
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ