2019-03-20 15:05:28
Φωτογραφία για Οι κίνδυνοι από την κατάργηση των διακεκριμένων κλοπών και απατών - Ανάλυση Υπαστυνόμου
Πολλά έχουν γραφτεί και ειπωθεί για τις επερχόμενες αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα, με το σχετικό σχέδιο νόμου να έχει ανέβει για δημόσια διαβούλευση (http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?p=9834).

Ενδεικτικά, επιχειρούνται πρωτοφανείς τομές στην υπάρχουσα ύλη, με ένα νομικό θάρρος που δεν απαντάται συχνά στο πολιτικό γίγνεσθαι.  Πολλές οι αντιδράσεις, από κόμματα, κοινωνικούς φορείς, και άλλες συλλογικότητες, μεταξύ των οποίων (μερικά) συνδικαλιστικά όργανα της Αστυνομίας, εστιάζοντας όπως είναι φυσικό, στις εξόφθαλμες αλλαγές για τη χρήση μολότωφ (Άρθρο 272 Π.Κ. το οποίο μετατρέπεται σε πλημμέλημα, με την επισήμανση όμως ότι το σχετικά συναφές 270 Π.Κ., δηλαδή η χρήση τους,  παραμένει κακούργημα στις επιβαρυντικές του περιπτώσεις), την κατάργηση του "ιδιώνυμου" εγκλήματος των καταχραστών δημοσίου (Ν. 1608/1950), και άλλα.

 Θα ήθελα να σταθώ σε δύο σοβαρότατες αλλαγές κατά την άποψή μου, οι οποίες δεν έχουν τύχει της σχετικής προσοχής και αν υπερψηφισθούν, αναμένεται να επηρεάσουν τη τύχη εκατοντάδων χιλιάδων περιπτώσεων
. Ο λόγος για την κατάργηση των κακουργηματικών μορφών των περιπτώσεων δ και ε του Άρθρου 374 Π.Κ. και της παραγράφου 3 του Άρθρου 386 Π.Κ., δηλαδή της διακεκριμένης κλοπής από άτομο που διενεργεί κλοπές κατ'επάγγελμα, της διακεκριμένης κλοπής από δύο η παραπάνω άτομα που έχουν ενωθεί για να διαπράττουν κλοπές ή ληστείες και της κακουργηματικής απάτης με ζημία άνω των 30.000 ευρώ, όταν ο δράστης δρά κατ΄επάγγελμα.

Αρχικά, όλως συνοπτικά, ας δώσουμε τους ορισμούς από νομικής πλευράς, με μερικά παραδείγματα.

Διακεκριμένη κλοπή κατ'επάγγελμα_και κατά συνήθεια (374-ε΄Π.Κ.) , είναι η κλοπή που διαπράττεται από τουλάχιστον έναν δράστη, ο οποίος δρα κατ' επάγγελμα ή/και κατά συνήθεια (σύμφωνα δηλαδή με το Άρθρο 13-στ΄). Κατ'επάγγελμα τέλεση υπάρχει όπως αναφέρουν οι θεωρητικοί αλλά και η νομολογία μας, ενδεικτικά, όταν ο δράστης έχει διαμορφώσει υποδομή, όταν δρα με επιτηδειότητα βάσει οργανωμένου "σχεδίου δράσης", κλπ.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν απαιτείται η τέλεση περισσοτέρων κλοπών, αρκεί να υπάρχει το στοιχείο της υποδομής, το οποίο τρέπει και την συγκεκριμένη περίπτωση σε κακούργημα. Κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, και πάλι ενδεικτικά,  όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης έχει αποκτήσει σταθερή ροπή στη τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Για την κατ’ επάγγελμα τέλεση, αντικειμενικά απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση της πράξης, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη καταδίκη, υποκειμενικά δε, σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος. Επανειλημμένη τέλεση υπάρχει, και όταν το έγκλημα τελείται κατ’ εξακολούθηση, (ΑΠ 1730/2016, ΑΠ877/2015, ΑΠ1368/2003, κ.α.).

 Είναι νοητή η κατάφαση της κατ’ επάγγελμα τελέσεως ενός εγκλήματος, ακόμη και όταν διαπιστώνεται μία μόνο περίπτωση, εφόσον με αναγωγή στην υποκειμενική διάθεση του δράστη, βεβαιωνόταν ότι αυτός έδρασε για να πορισθεί τα οφέλη από το έγκλημα (ΟλΑΠ 1276/1993 κ.α.), ενώ αντίθετοι σε αυτή την άποψη εμφανίσθηκαν οι Μανωλεδάκης, Παρασκευόπουλος και Συμεωνίδου – Καστανίδου, αλλά και μέρος της παλαιότερης νομολογίας (ενδεικτικά ΑΠ 1149/1987, ΑΠ 983/1987, ΑΠ 633/1987, ΑΠ 544/1987 και ΑΠ565/1987).  Όπως σημειώνεται στη θεωρία, μπορεί και μια μεμονωμένη πράξη να αξιολογηθεί ως κατ’ επάγγελμα τελεσθείσα, αλλά εφόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη αυτής της ειδικής κατά περίπτωσης αξιόλογης υποδομής για την επανειλημμένη τέλεση της, κατά τρόπο που να εξασφαλίζει εισόδημα στο δράστη (Μπέκας – Παύλου, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, σελ 89, έκδοση 2011).

Για την κατά συνήθεια τέλεση της πράξης:  (ΑΠ1570/2007, ΣυμβΑΠ 937/2007, ΣυμβΑΠ 1539/2003), ενώ δεν συντρέχει η κατά συνήθεια τέλεση, όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά. Η υποκειμενική αυτή εσωτερική τάση του δράστη, δεν αποτελεί συγκυριακή αντίδραση ή στάση του, αλλά σταθερή ροπή, που χαρακτηρίζει το δράστη ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, χωρίς να χρειάζεται πάντως η ροπή αυτή να προκύπτει από προγενέστερες καταδίκες, ενώ είναι δυνατόν και κάποιες από αυτές να έχουν παραγραφεί αλλά μπορεί και να προκύπτει και από άλλα περιστατικά της ζωής του δράστη ή από την εν γένει προσωπικότητά του ((Μπέκας – Παύλου, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, σελ 90, έκδοση 2011). Αναφορικά με το στοιχείο της "υποδομής", σημειώνεται ότι όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, προκύπτει πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης για σκοπό πορισμού εισοδήματος (ΑΠ 486/2014, ΑΠ 502/2008, ΑΠ 1720/2007, κ.α.), τότε έχουμε κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος. 

- Η διακεκριμένη κλοπή από δύο ή παραπάνω άτομα (374-δ΄ Π.Κ.), είναι η περίπτωση όπου τουλάχιστον δύο άτομα, ενώνονται από κοινού με σκοπό να διαπράξουν κάποιες (πάντως όχι μία), κλοπές. Και εδώ ο νομοθέτης (μέχρι στιγμής), στάθμισε το γεγονός της ένωσης δύο (τουλάχιστον) εγκληματιών, οι οποίοι σκοπεύουν να διαπράξουν κλοπές. Ο συγκεκριμένος σκοπός βέβαια δεν προκύπτει από διάφορες αοριστολογίες και εκτιμήσεις, αλλά από αποδεικτικά στοιχεία ουδέτερης κατά προτίμηση φόρτισης, όπως η ύπαρξη σχεδίου δράσης, η στοχοποίηση συγκεκριμένων στόχων για μελλοντικές έκνομες ενέργειες, οι οποίες ναι μεν ανήκουν στο στάδιο των προπαρασκευαστικών ενεργειών και ως τέτοιες μένουν ατιμώρητες, αποδεικνύουν όμως από την άλλη, τον σκοπό διάπραξης περισσοτέρων κλοπών. Είναι δυνατή η ύπαρξη και των δύο περιστάσεων (δ και ε) στο πρόσωπο συγκεκριμένων εγκληματιών, χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι θα κατηγορηθούν για δύο κακουργήματα, αλλά για ένα.

-Η απάτη κατ'επάγγελμα άνω των 30.000 ευρώ (386 παρ 3 Π.Κ.):  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο δράστης, δρώντας κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια (βλ. παραπάνω), διαπράττει κακουργηματική απάτη, μόνο αν η ζημία ή το προσδωκόμενο όφελος ξεπερνά το ως άνω ποσό (η σε περίπτωση απόπειρας, το επιδιωκόμενο όφελος).

Με το νέο Π.Κ., επιδιώκεται η απάλειψη των ανωτέρω διατάξεων, η οποία θα επιφέρει κατά την άποψή μου, σοβαρό πρόβλημα στον τομέα της Δημόσιας Ασφάλειας, για τους κάτωθι λόγους:

- Λόγω της εφαρμογής του επιεικέστερου νόμου ως την αμετάκλητη καταδίκη του κατηγορουμένου, όσοι έχουν εκκρεμείς υποθέσεις με τα ως άνω κατηγορητήρια αποφυλακίζονται άμεσα, αφού δεν είναι δυνατή η προσωρινή κράτηση για πλημμελήματα (εκτός από την ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή). Πολλές δε υποθέσεις θα υποπέσουν σε παραγραφή, εξαιτίας της συντομότερης παραγραφής των πλημμελημάτων (5 χρόνια μέχρι να ασκηθεί δίωξη -κατά βασιν -και 3 χρόνια μετά την άσκηση της -σύνολο=8).

-Θα αυξηθούν δραματικά οι τέλεση κλοπών και απατών από τους γνωστούς κατ' επάγγελμα κλέφτες και απατεώνες. Ένας άνθρωπος ο οποίος για παράδειγμα θα ανοίξει 10 σπίτια σε μία εβδομάδα, ένας απατεώνας ο οποίος θα εξαπατήσει δέκα ηλικιωμένες και θα καρπωθεί ποσό 40.000 ευρώ σε μία μέρα, δύο κλέπτες οι οποίοι θα κάνουν ριφιφί σε ένα κοσμηματοπωλείο και θα αφαιρέσουν χρυσαφικά αξίας 100.000 ευρώ,   με τις προηγούμενες διατάξεις θα κατηγορούνταν για κατ΄επάγγελμα τέλεση της κλοπής (374 -δ΄), για κακουργηματική απάτη (386 παρ 3 ΠΚ) και για κακουργηματική κλοπή (374 περ ε ΄Π.Κ.) ενώ με το νέο σχέδιο νόμου θα τιμωρηθούν με φυλάκιση έως τρία έτη. Αν μάλιστα οι ιδιοκτήτες λείπουν στο εξωτερικό ή εκτός πόλης, δεν θα μπορεί ο αστυνομικός να τους συλλάβει, καθώς θα λείπει η δικονομική προϋπόθεση της έγκλησης (η κλοπή πλέον μετατρέπεται από αυτεπάγγελτο,  σε κατ' έγκληση αδίκημα).

- Η μετατροπή των συγκεκριμένων κακουργημάτων σε πλημμελήματα, θα οδηγήσει σε παραγραφή και τις σχετικές υποθέσεις για τις οποίες οι παθόντες έχουν ασκήσει και αγωγή αποζημιώσεως, βασιζόμενοι στο Άρθρο 937 παρ 2 ΑΚ, όπου ορίζεται ότι η απαίτηση από αδικοπραξία, αν αυτή αποτελεί συνάμα ποινικά κολάσιμη πράξη, που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Επειδή δε, γίνεται δεκτό ότι η διάταξη αυτή αναφέρεται στο χρόνο παραγραφής και όχι στο χρόνο αναστολής, υποθέσεις οι οποίες έχουν αναβληθεί στα πολιτικά δικαστήρια εν αναμονή της εκδίκασης από το ποινικό δικαστήριο, θα οδηγηθούν, αφενός μεν στην πλημμεληματική τιμωρία ή ποινική παραγραφή τους, και αφετέρου στην αστική παραγραφή τους. Παράδειγμα: Συμμορία κλεφτών, δικάζεται την επομένη ημέρα εφαρμογής του νέου Π.Κ., με ημερομηνία τέλεσης 6 έτη από τις πράξεις. Λόγω των ευνοικότερων διατάξεων, το κακούργημα μετατρέπεται σε πλημμέλημα και καταδικάζονται σε φυλάκιση έως τρία έτη με αναστολή (αφού η χορήγηση αναστολής είναι υποχρεωτική πλέον στα ελαφρά πλημμελήματα) και η αστική υπόθεση παραγράφεται, αφού με την τροπή της σε πλημμέλημα, η παραγραφή ακολουθεί το χρόνο παραγραφής της ποινικής υπόθεσης, ο οποίος είναι 5 έτη (δεν λογίζεται η αναστολή της παραγραφής όπου εν προκειμένω είναι 3 ετής). Σε περίπτωση δε που η υπόθεση εκδικασθεί και μετά τα 8 έτη από τον χρόνο τέλεσης, με το νέο Π.Κ. παραγράφεται τόσο η ποινική, όσο και η αστική πλευρά της υπόθεσης, με ότι αυτό συνεπάγεται για το αίσθημα δικαίου.

Όσον αφορά δε την μετακίνηση του αδικήματος της κλοπής, από αυτεπαγγέλτως διωκόμενο σε κατ'εγκληση, αυτό καταδεικνύει την άποψη του νομοθέτη ότι πλέον οι κλοπές, ως έγκλημα κατά της περιουσίας, δεν αποτελεί πλέον 'κρατική υπόθεση" αλλά προσωπική διαφορά, καθώς δεν υφίσταται αξίωση της πολιτείας για το κολασμό των συγκεκριμένων αδικημάτων. Πρόδηλο είναι δε, ότι συμπαρασύρονται και οι διατάξεις του Ν. 2225/94 περί άρσης απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, αφού πλέον δεν θα υφίσταται κακουργηματική κλοπή και συνεπώς δεν θα υπάρχει και νομική βάση για να διαταχθεί η ως άνω ειδική ανακριτική ενέργεια. Σε μία χώρα όπου ένα από τα βασικά εγκλήματα που δικάζονται στα εκάστοτε Εφετεία Κακουργημάτων να είναι οι διακεκριμένες κλοπές, οι οποίες σημειωτέον για να στοιχειοθετηθούν απαιτούν πολλές φορές την ενεργοποίηση των διατάξεων για τις ειδικές ανακριτικές ενέργειες (253Α ΚΠΔ κλπ), προκαλεί εύλογο προβληματισμό για τις αναπληρωματικές μεθόδους που θα πρέπει να επιστρατευτούν, έτσι ώστε να μην καταντήσει η κοινωνία ως "ανοχύρωτη πόλη".

-Από τα ανωτέρω, ανακύπτει ένας σαφής κίνδυνος γιγάντωσης της αυτοδικίας, ως μορφή επίλυσης διαφορών. Είναι εύλογο πλέον (αλλά όχι θεμιτό), να σκεφτεί κάποιο θύμα ληστείας, όπως έχει καταδείξει άλλωστε και το παρελθόν, ότι όπου παρουσιάζεται ατόνηση των θεσμών, να αναλαμβάνουν άλλοι αναρμόδιοι, μη θεσμικοί, την επιβολή του περί δικαίου αισθήματος, ο οποίος ανήκει και πρέπει να ανήκει αποκλειστικά στην συντεταγμένη Πολιτεία και όχι σε αυτόκλητους "τιμωρούς", και άλλους υπερασπιστές -κατά δήλωσή τους -των θεσμών.

Φανταστείτε κάποιος να έχει πέσει θύμα κλοπής ή απάτης με ζημία όχι παραπάνω από 120.000 ευρώ (που είναι το όριο για την κακουργηματική δίωξη των ως άνω αδικημάτων πλέον), να έχει πάρει 2-3 αναβολές στο πρωτόδικο ποινικό δικαστήριο, άλλες 2 -3 στο εφετείο, με αποτέλεσμα να έχουν περάσει 8 έτη από την τέλεση της πράξης, να έχει ασκήσει παράλληλα αγωγή στα πολιτικά δικαστήρια, αυτά να έχουν αναστείλει την εκδίκαση εν αναμονή της ποινικής εξέλιξης, και να έρθει αίφνης αντιμέτωπος με την εξέλιξη της παραγραφής τόσο των αστικών όσο και των ποινικών διαδικασιών που ξεκίνησε. Είναι σχεδόν βέβαι ότι το μυαλό του θα οδηγηθεί αν όχι στην αυτοδικία, πάντως σε μια σίγουρη αμφισβήτηση των θεσμών και του κράτους, με ότι κινδύνους αυτό συνεπάγεται.

Για τους λόγους αυτούς, όχι μόνο δεν πρέπει να καταργηθούν οι ως άνω διατάξεις, αλλά να ενισχυθούν, με την ταυτόχρονη δυνατότητα από το ποινικό δικαστήριο να εκδικάζει και τις αστικές αξιώσεις των παθόντων και για μεγαλύτερα ποσά από αυτό το 44 ευρώ. Άλλωστε, οι ποινικοί δικαστές δικάζουν και στα πολιτικά δικαστήρια, άρα δεν ανακύπτει θέμα φυσικού δικαστή και με μια στοχευμένη νομοθετική ρύθμιση, τουλάχιστον σε σοβαρές περιπτώσεις, να μην αναγκάζεται ο πολίτης να σύρεται από δικαιοδοσία σε δικαιοδοσία και από διαδικασία σε διαδικασία.

Του Υπαστυνόμου Β΄ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ Αργύριου 

Φοιτητή επί Πτυχίω Νομικής Δ.Π.Θ. 
_
bloko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ