2019-06-15 15:12:23
Φωτογραφία για Οσίου Πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου, ερμηνεία εις τους κανόνας της Πεντηκοστής.
Προλεγόμενα

Εν ταυτώ και Ερμηνεία

Εις την Ακροστιχίδα του Κανόνος της Πεντηκοστής[45]

Ακροστιχίς.

Πεντηκοστίν εορτάζομεν.

Ερμηνεία.

            Η Ακροστιχίς αυτή δεν είναι στίχος δωδεκασύλλαβος Ιαμβικός, ούτε έμμετρος, καθώς ήτον αι άλλαι ακροστιχίδες των λοιπών Κανόνων του Ιερού Κοσμά, αλλά είναι εννεασύλλαβος μόνο και άμετρος και κολοβός.  Διά ποίαν δε αιτίαν τούτο εποίησεν ο Μελωδός;  Αποκρίνομαι ότι την αληθινήν τούτου αιτίαν αυτός μόνος ηξεύρει ο Ασματογράφος, και το Πνεύμα το εν αυτώ. ημείς δε στοχαστικώς λέγομεν ότι ίσως τούτο εποίησεν από τον υπερβολικόν έρωτα όπου είχεν εις τα λόγια Γρηγορίου του Θεολόγου. υπό τούτου γαρ καταφλεγόμενος, δεν ήθελε να παραλλάξη τους εκείνου λόγους, αλλ’ αυτούς εκείνους γυμνούς και ξηρούς και με αυτάς τας λέξεις ηγάπα να προφέρη, όχι μόνον εις τα άλλα του συγγράμματα, αλλά και εις αυτάς ακόμη τας Ακροστιχίδας.


            Και τούτο δείκνυται από την παρούσαν Ακροστιχίδα, ήτις είναι αυτολεξεί ερανισμένη από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον του Θεολόγου, όπου το δεύτερον Προοίμιον του ούτω προφέρει. «Πεντηκοστήν εορτάζομεν, και Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν, και το Μυστήριον όσον; (ερωτηματικώς γαρ πρέπει να αναγινώσκεται) Ως μέγα τε και σεβάσμιον» (αποκριτικόν γαρ τούτο εστιν). Είπον δε δεύτερον Προοίμιον. διότι εσυνείθιζον οι παλαιοί ρήτορες να μεταχειρίζωνται και δύο Προοίμια, ως και ο Θεολόγος εν τω ανωτέρω της Πεντηκοστής λόγω δύο Προοίμια εμεταχειρίσθη, ως τινες λέγουσιν, ων το μεν πρώτον ούτως άρχεται, «Περί της εορτής βραχέα φιλοσοφήσωμεν» . το δε δεύτερον, «Πεντηκοσστήν εορτάζομεν».  Τούτο λοιπόν νομίζω να είναι αφορμή, δια την οποίαν η Ακροστιχίς του παρόντος κανόνος έμεινεν εννεασύλλαβος και κολοβή. διότι ο Ιερός Κοσμάς φιλογρηγόριος ων είπερ τις άλλος, ηθέλησε την αρχήν του λόγου εκείνου να γράψη εν τη Ακροστιχίδι, χωρίς να προσθέση τίποτε. όθεν κατά την κολοβήν Ακροστιχίδα κολοβά έγιναν και ελλιπέστα εν πολλαίς Ωδαίς τα Τροπάρια του Κανόνος. ώστε δια να φθάσουν εις τον συνήθη αριθμόν των οκτώ στίχων χρειάζονται να τριπλασιασθούν και να τετραπλασιασθούν. εάν δε εν μόνον Τροπάριον εστίν εν τη Ωδή, ως εν τη τρίτη και τη Πέμπτη και τη έκτη, χρειάζεται αυτό εξάκις να πολλαπλασιαθή ου χωρίς σχεδόν αηδίας και βάρους και των ψαλλόντων και των κανοναρχούντων και των ακουόντων.

            Καθώς λοιπόν ο Ιερός Κοσμάς τόσον πολλά ηγάπα τα του Θεολογου θελκτικά και σειρήνια λόγια, ώστε, δια να μεταχειρισθή ταυτα αυτολεξεί εις την Ακροστιχίδα, έπεσεν υπό μέμψιν παρά τοις πολλοίς ως άμετρος και ελλιπής, ούτω και εγώ, όστις μέλλων να ερμηνεύσω τον εις το Πνεύμα Κανόνα αυτού, ζητώ την βοήθειαν του Αγίου Πνεύματος. πλην όχι με άλλου τινός λόγια, αλλά με εκείνα του Θεολόγου, και δη βοώ μετ’ αυτού.  «Τα μεν ουν σωματικά του Χριστού πέρας έχει… τα δε του Πνεύματος βουλομένω λέγειν παρέστω μοι το Πνεύμα, και διδότω λόγον, όσον και βούλομαι. ει δε μη τοσούτον, όσος γε τω καιρώ σύμμετρος» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Διότι αν ο τόσον μέγας Κοσμάς δεν εντρέπεται να ιεροσυλή αυτολεξεί τα του θείου Γρηγορίου ρήματα, (τι λέγω δεν εντρέπεται; και σεμνύνεται ακόμη και εγκαλλωπίζεται εις την τοιαύτην ιεροσυλίαν) διατί εγώ να εντρέπωμαι αυτήν;  εγώ ο μηδέν ων; εγώ ο κεγχριαίος κατά το μέγεθος προς τοσούτον απειρομεγέθη άνδρα παραβαλλόμενος;  μάλλον μεν ουν εγώ πρέπει να καλλωπίζωμαι περισσότερον εις την τοιαύτην ιεράν και επαινετήν κλεψίαν.

            Με όλον τούτο το πράγμα τούτο δεν είναι κλεψία η ιεροσυλία, αλλά είναι δάνειον.μάλλον δε ουδέ δάνειον, αλλά δωρεά και χάρις. εκκεχυμένος γαρ είναι εις όλον το πλήρωμα των Χριστωνύμων ο της του Θεολόγου σοφίας Ωκεανός, όστις προσκαλεί τους θέλοντας να εξαντλήσουν από αυτόν δωρεάν, και να χορτάσουν από τα ρείθρα του όσον και αν δύνωνται.ου λέγω δε όσον και αν θέλωσιν.  αν γαρ εις την θέλησιν του ανθρώπου ηκολουθεί και η δύναμις, ίσως εγώ πρώτος ήθελα ανοίξη πλατέως το στόμα μου, και απορροφήση όλον τον του Θεολόγου Ωκεανόν. επειδή δε επιθυμώ και θέλω, η δύναμις μου όμως δεν είναι σύμμετρος με την θέλησίν μου, δια τούτο ανοίγω το στενόν στόμα της διανοίας μου, και απορροφώ ολίγας τινάς ρανίδας εκ των εκείνου λόγων προς ερμηνείαν του παρόντος Κανόνος[46]. 

Ερμηνεία εις τον κανόνα

ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Ποίημα όντα του Αγίου Κοσμά

Ώδή α’. Ήχος Βαρύς. Ο Ειρμός.

Πόντω εκάλυψε Φαραώ συν άρμασιν, ο συντρίβων πολέμους εν υψηλώ βραχίονι. άσωμεν αυτώ, ότι δεδόξασται.

Ερμηνεία.

            Σημειούμεν εδώ, ότι ο Ιεράρχης Κοσμάς ο κόσμος των Ιερών Μελωδών δεν προσαρμόζει τους Ειρμούς του παρόντος Κανόνος εις την υπόθεσιν της εορτής, καθώς προσήρμοζε τους περισσοτέρους δε μελουργεί, ψιλά περιέχοντας των Ωδών τα λόγια, καθώς και τον παρόντα. ούτος γαρ ο Ειρμός αναφέρει μόνην την εν τη Ερυθρά θαλάσση γενομένην θαυματουργίαν, και αυτά εκείνα τα της πρώτης Ωδής του Μωϋσέως μεταχειρίζεται λόγια. και βλέπε, αγαπητέ, ότι ο λόγος μου είναι αληθινός. ευρίσκεται εν τη πρώτη Ωδή «Πόντω εκάλυψεν αυτούς»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. ευρίσκεται εκεί «Κύριος συντρίβων πολέμους»; τούτο ευρίσκεται και εδώ. γράφεται εκεί «Μεγέθει βραχίονός Σου»; τούτο γράφεται και εδώ, με κάποιαν όμως παραλλαγήν. αντί γάρ του «Μεγέθει βραχίονος», γράφεται εδώ «Εν υψηλώ βραχίονι» . όπερ ο Ησαΐας καθαρώτερα λέγει. «Κύριε, υψηλός Σου ο Βραχίων» (Ησ. κστ’ 11) .γράφεται εκεί «Τω Κυρίω άσωμεν. ενδόξως γαρ δεδόξασται»; τούτο γράφεται και εδώ.

            Ταύτα λοιπόν πάντα συμμαζώξας εδώ ο Ιερός Μελωδός, ούτω λέγει. Ο Κύριος των απάντων, ο οποίος συντρίβει τους πολέμους με τον υψηλόν και ανίκητόν του βραχίονα, εσκέπασε με την Ερυθράν θάλασσαν τον βασιλέα Φαραώ, και τας αμάξας αυτού.  Πολέμους δε εδώ πρέπει να νοήσωμεν τους πολεμίους και εχθρούς, από το πάθος τους πάσχοντας κατά τρόπον συνεκδοχής. τούτους γαρ συντρίβει ο Κύριος, ένα μεν, διότι οι πόλεμοι δεν γίνονται κατά προηγούμενον θέλημα του Κυρίου, αλλά κατά το επόμενον: ήτοι κατά παραχώρησιν, ως δογματίζουσιν οι Ιεροί Θεολογοι. άλλο δε, διότι ο Κύριος λέγεται ειρηνάρχης και ειρηνοδότης και της ειρήνης αρχηγός και πρωταίτιος, ως ταύτην αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα. αν δε την ειρήνην αγαπά και θέλη ο Θεος, βέβαια εξ ανάγκης ακολουθεί ότι τους πολεμίους συντρίβει και αφανίζει, ως μη τούτους αγαπών και θέλων κατά το προηγούμενον αυτού θέλημα. η γαρ των εναντίων εισαγωγή των εναντίων είναι συντριβή.επειδή, κατά το κοινόν απόφθεγμα των φιλοσόφων, των εναντίων η αυτή είναι επιστήμη. ει δε λέγει ο Κύριος «Ουκ ήλθον βαλείν ειρήνη επί της γης, αλλά μάχαιραν», (ήτοι πόλεμον) (Ματθ. ι’ 34) τούτο υψηλότερον νοείται περί της Πίστεως, και ου κατά το πρόχειρον νόημα του πολέμου. και όρα την ερμηνείαν εις τούτο του θείου Χρυσοστόμου και του Ιερού Θεοφυλάκτου.

            Διατί δε λέγεται υψηλός ο του Κυρίου βραχίων; Δια να φανερωθή η συντριβή των τοιούτων πολέμων. εκείνοι γαρ όπου θέλουν να κτυπήσουν βαρύτερα, συνειθίζουν να σηκώνουν το χέρι των υψηλότερα.  Επειδή λοιπόν και ο Θεός κατοικεί εις τα υψηλά, ως λέγει ο Δαβίδ, «Ο εν υψηλοίς κατοικών» (Ψαλ. ριβ’ 5), δια τούτο ακολούθως και ο βραχίων αυτού είναι υψηλός. και επειδή είναι υψηλός, δια τούτο και πληγώνει και χειρότερα συντρίβει τους πληττομένους, όχι μόνον με το γενναίον και ανίκητον του βραχίονός του, αλλά και με το υψηλόν σηκωμα του αυτού βραχίονος του. ο Θεός γαρ, κατά την συμβολικήν Θεολογίαν[47], ια με την φυσικήν του φιλανθρωπίαν κατεβάζει τον βραχίονά του μη θέλων να κολάση τους αμαρτωλούς, και βάλλων το χέρι του υποκάτω εις το μάγουλόν του, καθώς κάμνουσιν εκείνοι όπου κοιμώνται, υπνώττει. όταν δε ιδή ότι αυξάνει η αμαρτία, και οι αμαρτάνοντες δεν αισθάνονται το βάρος της αμαρτίας, τότε εκείνος με βίαν μεν παρά φύσιν εξυπνά και υψώνει το χέρι του και συντρίβει τους αμαρτωλούς.

            Δια τούτο ο Δαβίδ, βλέπων τους μεν κακούς και αμαρτωλούς να τυραννούν τους ταπεινούς και δικαίους, τον δε Θεόν να μη τιμωρή τους κακούς μήτε να τους εκδική, αποτολμά να μέμφεται αυτόν ως κοιμώμενον, και να φωνάζη ποτέ μεν «Εξεγέρθητι. ίνα τι υπνοίς, Κύριε; ανάστηθι και μη απώση εις τέλος» (Ψαλμ. μγ’ 24), ποτέ δε «Ανάσταθι, Κύριε ο Θεός μου, υψωθήτω η χείρ Σου, μη επιλάθου των πενήτων σου» (Ψαλ. θ’ 35), διότι αν υψωθή η χειρ Σου κατά των αμαρτωλών και δυναστευόντων, δεν θέλει λησμονηθή ο πτωχός και δίκαιος έως τέλους, αλλά θέλει ευφρανθή, όταν ιδή εκδίκησιν, κατά το «Ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν» (Ψαλ. νζ’ 11).  Τούτο το νόμηαμ της υψώσεως της χειρός του Θεού θέλων να φανερώση και ο Ησαΐας, αφ’ ου ανωτέρω είπεν ότι ο Θεός εποίησε τα και τα, τιμωρών τους αμαρτωλούς, ακολούθως λέγει. «Επί πάσι τούτοις ουκ απεστράφη ο θυμός (του Θεού), αλλ’ έτι η χειρ (αυτού) υψηλή» (Ησ. θ’ 12) . ήτοι ακόμη έχει να τους τιμωρήση.

Τροπάριον.

            Έργω, ως πάλαι τοις Μαθηταίας επηγγείλω, το Παράκλητον Πνεύμα εξαποστείλας Χριστέ, έλαμψας τω κόσμω φως, φιλάνθρωπε.

Ερμηνεία.

            Οι μεν άλλοι άνθρωποι, λέγει, οι οποίοι υπόσχονται, δεν τελειώνουν τας υποσχέσεις των. διότι ή μετανοούν ότι υπεσχέθησαν, ή δύναμιν δεν έχουν εις το να πληρώσουν την υπόσχεσίν των. και ούτω τα υποσχεθέντα παρ’ αυτών μένουσιν άκυρα. Συ δε, Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, η αληθινή των επαγγελιών επαγγελία, και η υπόσχεσις των υποσχέσεων, υπεσχέθης εις τους αγίους Σου Μαθητάς προ της αναστάσεώς Σου να στείλης εις αυτούς το Παράκλητον Πνεύμα. εν οις έλεγες. «Συμφέρει ημίν ίνα εγώ απέλθω. εάν γαρ μη απέλθω, ο Παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς» . (Ιω. ιστ’ ζ), και πάλιν. «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσει υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16) .και πάλιν. «Όταν δε έλθη ο Παράκλητος, ον εγώ πέμψω ημίν παρά του Πατρός» (Ιω. ιε’ 26) .και πάλιν. «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς» (Λουκ. κδ’ 49), ήτοι το Πνεύμα το Άγιο[48].  Καθώς λοιπόν με τον λόγον υπεσχέθης, Κύριε, να στείλης το Πνεύμα Σου το Άγιον. ούτω σήμερον με το έργον ετελείωσας την υπόσχεσίν σου και πέμψας το Παράκλητον Πνεύμα, δι’ αυτού έλαμψας εις τον Κόσμον το φως της θεογνωσίας και πίστεως της Αγίας Τριάδος. ώστε οι το φως τούτο δεξάμενοι του γίου Πνεύματος ψάλλουσι με χαράν και ηδονήν της καρδίας εκείνο το χαρμόσυνον Τροπάριον «Είδομεν το φως το αληθινόν. ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον.  εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τριάδα προσκυνούντες. αύτη γαρ ημάς έσωσεν».

            Εκπλήρωσας λοιπόν σήμερον την υπόσχεσίν Σου, φιλάνθρωπε. διότι ούτε από αδυναμίαν έμελλες να μη τελειώσης αυτήν, παντοδύναμος γαρ είσαι. ούτε από μετάνοιαν, διότι η μετάνοια είναι μία δευτέρα βουλή, όπου κατηγορεί την πρώτην βουλήν. τούτε δε να γένη επί του Θεού είναι αδύνατον. καθότι ο Θεός καθώς είναι κατά την ουσίαν αναλλοίωτος, ούτως είναι και κατά την γνώσιν και τας βουλάς του, ως ψάλλει ο Δαβίδ. «Κύριος διασκεδάζει βουλάς εθνών, αθετεί δε λογισμούς λαών, και αθετεί βουλάς αρχόντων. η δε βουλή του Κυρίου εις τον αιώνα μένει» (Ψαλ. λβ’ 10-11).  Ει δε ακούομεν των θείων Γραφών να λέγουν ότι ο Κύριος μεταμελείται και μετανοεί, ούτω γαρ γράφεται δια τον Σαούλ. «Και Κύριος μετεμελήθη, ότι εβασίλευσε τον Σαούλ επί Ισραήλ» (α’ Βασ. ιε’ 35), και δια του Ωσηέ λέγει Κύριος. «Τι σε διαθώμαι Εφραίμ; υπερασπιώ, Ισραήλ; τι σε διαθώ; ως Αδαμά θήσομαί σε και ως Σεβνείμ; μετεστράφη η καρδία μου εν τω αυτώ. συνεταράχθη η μεταμέλειά μου, ου μη ποιήσω κατά την οργήν του θυμού μου,… ότι Θεός εγώ ειμι και ουκ άνθρωπος» (Ωσ. ια’ 8-9) αν, λέγω, αι Γραφαί αναφέρουν ότι μετανοεί ο Θεός, ήξευρε ότι τούτο λέγουν, όπου ο Θεός φοβερίζει και οργίζεται δια να κακοποιήση τινάς. τότε γαρ μετανοεί: ήτοι μεταβάλλεται ο Θεός, νικώμενος από την αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα, ήτις δεν αφίνει αυτόν να φέρη εις έργον τους προτέρους φοβερισμούς όπου έκαμεν. όπου δεν υπόσχεται ο Θεός να δώση αγαθά, πως είναι δυνατόν να μετανοήση και να μη φέρη εις τέλος την υπόσχεσίν του, έχων μάλιστα κινούσαν αυτός εις τούτο την φυσικήν αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα;

Τροπάριον.

            Νόμω το πάλαι προκηρυχθέν και Προφήταις, επληρώθη. του Θείου Πνεύματος σήμερον, πάσι γαρ πιστοίς χάρις εκκέχυται.

Ερμηνεία.

            Σήμερον, λέγει, ετελειώθη δια της εκβάσεως και των έργων εκείνο όπου εκηρύχθη από τον Νόμον του Μωϋσέως και από τους Προφήτας, δηλαδή το περί της εκχύσεως και μεταδόσεως της χάριτος και δωρεάς του Αγίου Πνεύματος. επειδή κατά τα προκηρύγματα τούτων και τας προρρήσεις εξεχύθη σήμερον εις όλους τους πιστούς η χάρις του Αγίου Πνεύματος. Άξια δε σημειώσεως είναι εκείνα όπου γράφει ο Θεοφόρος Μάξιμος, ότι ούτε η χάρις του Πνεύματος δίδεται χωρίς να έχη δεκτικήν επιτηδειότητα ο μέλων ταύτην λαμβάνειν άνθρωπος, ούτε ο άνθρωπος δύναται να λάβη κανένα χάρισμα του Πνεύματος με φυσικήν μόνον δύναμιν χωρίς την υπερφυσικήν δύναμιν του Θεού. ούτω γαρ φησίν. «Ούτε η χάρις του Παναγίου Πνεύματος ενεργεί σοφίαν εν τοις αγίοις χωρίς την ταύτην δεχομένου νοός, ούτε γνώσιν, χωρίς της δεκτικής του λόγου δυνάμεως, ούτε πίστιν, άνευ της κατά νουν και λόγον των μελλόντων και πάσι τέως αδήλων πληροφορίας, ούτε ιαμάτων χαρίσματα, δίχα της κατά φύσιν φιλανθρωπίας, ούτε τι έτερον των λοιπών χαρισμάτων, χωρίς της εκάστου δεκτική εξεώς τε και δυνάμεως, ούτε μην πάλιν εν των απηριθμημένων άνθρωπος κτήσεται κατά δύναμιν φυσικήν, δίχα της χορηγούσης τάυτα θείας δυνάμεως. και δηλούσι τούτο πάντες οι άγιοι, μετά τας αποκαλύψεις των θείων ζητούντες των αποκαλυφθέντων τους λόγους» (Κεφάλαιον ιγ’ της στ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Ώστε, όποιος θέλει να λάβη πλουσιωτέραν την χάριν του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να κάμνη τον εαυτόν του δεκτικώτερον δια της εργασίας των εντολών, και της καθάρσεως των ποθών. η γαρ χάρις του Πνεύματος, ει και χάρις, όμως χύνεται εις τους πιστούς κατά την αναλογίαν της αυτών καθαρότητος και πίστεως. όθεν λέγει πάλιν ο αυτός θείος Μάξιμος. «Ο θείος Απόστολος τας διαφόρους ενεργείας του ενός Αγίου Πνεύματος χαρίσματα λέγει διάφορα, υφ’ ενός δηλονότι και του αυτού ενεργούμενα Πνεύματος. και τοίνυν κατά το μέτρον της εν εκάστω πίστεως δίδονται η φανέρωσις του Πνεύματος εν τη μετοχή του τοιούδε χαρίσματος, έκαστος των πιστών δηλονότι κατά την αναλογίαν της πίστεως και της υποκειμένης αυτώ κατά ψυχήν διαθέσεως συμμεμετρηημένην δέχεται του Πνεύματος την ενέργειαν» (Κεφάλαιον ψστ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).

            Που δε φαίνεται εν τω Νόμω η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος;  Εν τω Βιβλίω της Γενέσεως. «Πνεύμα, φησίν, επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’ 2) . όπερ ερμηνεύων ο μέγας Βασίλειος λέγει. «Μηδέν άλλο Πνεύμα Θεού, ή το Άγιον, το της Θείας και Μακαρίας Τριάδος συμπληρωματικόν ονομάζεσθαι» (Ομιλία β’) . και πάλιν. «Τό, Επεφέρετο (το Πνεύμα το Άγιον) εξηγείται αντί του ενέθαλπε και εζωογόνει την των υδάτων φύσιν, κατά την εικόνα της επωαζούσης όρνιθος, και ζωτικήν τινα δύναμιν ενιείσης τοις υποθαλπομένοις» (Ομιλία β’ εις την Εξαήμερον) . ομοίως και περί του Ιωσήφ γράφεται. «Μη ευρήσομεν τοιούτον, (οιός έστιν ο Ιωσήφ) ος έχει Πνεύμα Θεού εν αυτώ;» (Γεν. μα’ 38), εν τη Εξόδω δε πάλιν είπεν ο Θεός προς Μωϋσήν. «Και συ λάλησον πάσι τοις σοφοίς τη διανοία, ους ενέπλησα πνεύματος σοφίας και αισθήσεως» (Εξ. κη’ 3), και περί του Βεσελεήλ γέγραπται. «Και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης» (Εξ. λα’ 3) . και προς τον Μωϋσήν είπεν ο Θεός. «Και καταβήσομαι και λαλήσω εκεί μετά σου. και αφελώ από του πνεύματος του επί σοι και επιθήσω επ’ αυτούς» (τους εβδομήκοντα δηλ. άνδρας τους πρεσβυτέρους) (Αριθ. ια’ 17) .και ο Μωυσής είπε. «Τις δώη πάντα τον λαόν Κυρίου Προφήτας, όταν δω Κύριος το Πνεύμα αυτού επ’ αυτούς;» (αυτόθι 29).

            Με τα λόγια λοιπόν ταύτα επροκηρύχθη από τον Νόμον η μετάδοσις του Αγίου Πνεύματος. επροκηρύχθη δε αύτη και από διαφόρους Προφήτας. από τον Ιωήλ. «Εκχεώ από του Πνεύματος μου επί πάσαν σάρκα» (την πιστεύσασαν δηλαδή, κατά την ερμηνείαν Γρηγορίου του Θεολόγου) (Ιω. γ’ 2). από τον Μιχαίαν. «Ουκ έσται ο επακούων αυτών, εάν μη εγώ εμπλήσω ισχύν εκ Πνεύματος Αγίου» (Μιχ. γ’ 7-8) . από τον Ησαΐαν. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν, και ετέκομεν Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» (Ησ. κστ’ 18) . από τον Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 12) . και πάλιν. «Το Πνεύμα Σου το Άγιον μη αντανέλης απ’ εμού» (αυτόθι 12) .  από τον Ιώβ. «Πνεύμα θείον το περιόν μοι εν ρινί» (Ιώβ κζ’ 3) . και πάλιν. «Πνεύμα Θείον το ποιήσάν με, πνοή δε Παντοκράτορος η διδάσκουσά με» (Ιώβ. λγ’ 4) . και από τον Ιεζεκιήλ. «Και δώσω υμίν καρδίαν καινήν, και πνεύμα καινόν δώσω εν υμίν, και αφελώ την καρδίαν την λιθίνην εκ της σαρκός υμών, και δώσω υμίν καρδίαν σαρκίνην, και το Πνεύμα μου δώσω εν υμίν» (Ιεζ. λστ’ 26).  Ούτως εκπροκηρύχθη υπό του Νόμου και των Προφητών η μετάδοσις της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, την οποίαν εορτάζομεν σήμερον[49].

Ωδή γ’. Ο Ειρμός.

            Την εξ ύψους δύναμίν τοις Μαθηταίς, Χριστέ, έως αν ενδύσησθε έφης, καθίσατε εν Ιερουσαλήμ. εγώ δε ως εμέ Παράκλητον άλλον, Πνεύμα το εμόν τε και Πατρός αποστελώ, εν ω στερεωθήσεσθε.

Ερμηνεία.

            Ο Ειρμός αυτός ερανίσθη τόσον από το ρητόν του Ευαγγελιστού Λουκά το λέγον «Και ιδού εγώ αποστέλλω την επαγγελίαν του πατρός μου εφ’ υμάς. υμείς δε καθίσατε εν τη πόλει Ιερουσαλήμ έως ου ενδύσησθε δύναμιν εξ ύψους» (Λουκ. κδ’ 49). όσον και από το ρητόν του Ιωάννου λέγοντος «Και εγώ ερωτήσω τον πατέρα, και άλλον παράκλητον δώσω υμίν, ίνα μένη μεθ’ υμών εις τον αιώνα» (Ιω. ιδ’ 16).  Ταύτα λοιπόν τα δύο ρητά αυτολεξεί λελουργεί ο Ιεράρχης Κοσμάς εις τον παρόντα ειρμόν. διό λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, Συ προείπας εις τους Μαθητάς Σου ταύτα. Σεις, ω Μαθηταί μου, καθίσατε εις την Ιερουσαλήμ έως όπου να ενδυθήτε δύναμιν εξ ύψους.  Δενείπεν έως ου να δεχθήτε ή να λάβετε, αλλά να ενδυθήτε, φανερώνων με την λέξιν ταύτην το από κάθε μέρος του σώματος φυλακτικόν της του Πνεύματος πανοπλίας και δυνάμεως.  Καθίσατε έως να ενδυθήτε όχι ανθρωπίνην δύναμιν, αλλά ουράνιον την του Αγίου Πνεύματος. καθώς ερμηνεύει ο Ιερός Θεοφύλακτος. εγώ δε θέλω αποστείλει εις εσάς άλλον Παράκλκητον, το Πνεύμα δηλαδή το Άγιον, με το οποίον θέλετε στερεωθή εις την πίστιν, υπομένοντες κάθε πειρασμόν όπου μέλλετε να δοκιμάσετε δια την πίστιν.  Το δε «Ως εμέ» είναι προσθήκη του Ποιητού.  Διατί δε τούτο επρόσθεσεν; Άκουσον.

            Επειδή μερικοί ακούοντες τον Κύριον να λέγη ότι θέλω σας στείλει άλλον Παράκλητον, επεχείρουν να χωρίσουν αυτόν τον Παράκλητον κατά την ουσίαν από τον Μονοεγενή Υιόν του Πατρός. δια τούτο «Άλλον Παράκλητον» ειπών ο Μελωδός, επρόσθεσε το «Ως εμέ», ίνα δια μεν του «Άλλον» φανερώση την διαφορετικήν υπόστασιν όπου έχει ο Υιός από το Πνεύμα. δια δε του «Ως εμέ» φανερώση την ταυτότητα της ουσίας όπου έχει ο Υιός με το Πνεύμα το Άγιον.  Ερανίσθη δε τούτο ο Μελωδός από τον Θεολόγιον Γρηγόριον, ούτως ερμηνεύοντα το «Άλλος» . «Δια τούτο μετά Χριστόν μεν (κατήλθε το Πνεύμα το Άγιον), ίνα Παράκλητος ημίν μη λείπη. άλλος δε, ίνα συ την ισοτιμίαν ενθυμηθής. το γαρ άλλος, άλλος οίος εγώ καθίσταται. τούτο δε συνδεσποτείας, αλλ’ ουκ ατιμίας όνομα. το γαρ άλλος ουκ επί των αλλοτρίων, αλλ’ επί των ομοουσίων οίδα λεγόμενον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).  Επί δε των ομοφυών (κατά τον Σχολιαστήν Νικήταν) άλλον και άλλον λέγομεν. οίον, άλλος εστίν ο Πέτρος, και άλλος εστίν ο Παύλος. επί δε των ετεροφυών, άλλο και άλλο λέγομεν. οίον, άλλο εστί βους, και άλλο ίππος».  Παράκλητος δε άλλος ερρέθη το Πνεύμα το Άγιον από τον Χριστόν, διότι και ο Χριστός Παράκλητος ονομάζεται παρά τη πρώτη Επιστολή του Ιωάννου λέγοντος. «Εάνν τις αμάρτη, Παράκλητον έχομεν προς τον Πατέραα,  Ιησούν Χριστόν δίκαιον» (α’ Ιω. β’ 1).  Παράκλητος δε θέλει να ειπή παρηγορητής.  Τις δε άλλος του Υιού και του Πνεύματος έσται παρηγορητικώτερος; Βέβαια ουδείς.

            Δια τούτο ο Χρυσορρήμων πανηγυρίζων εις την εορτήν ταύτην, λέγει. «Εκλήθη το Πνεύμα το Άγιον Παράκλητον. Διατί; Αλλ’ η δια το παρακαλείν ανθρώπους, τουτέστι παραμυθήσθαι. παρακαλεί δε, ουχ ως δεύτερον Θεού, αλλ’ ως Θεός. και γαρ Θεού ίδιον το παρακαλείν. λέγει γαρ ο Απόστολος. «Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών» . Και ο Ησαΐας λέγει προς την Ιερουσαλήμ. «Παρεκάλεσέ σε ο ονομάσας σε. νόησον τοίνυν».  Παρακαλεί ο Πατήρ. παρακαλεί ο Υιός. «Πνεύμα γαρ, φησί, Κυρίου επ’ εμέ ου ένεκεν έχρισέ με. ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με. παρακαλέσαι τους πενθούντας».  Όρα και εις την ερμηνείαν της Ακροστιχίδος του Ιαμβικού Κανόνος της παρούσης εορτής, ίνα μάθης ότι Παράκλητος είναι και ως τας παρακλήσεις ημών δεχόμενος ως Θεός, τόσον ο Χριστός, όσον και το Πνεύμα το Άγιον.

Τροπάριον.

            Η του Θείου Πνεύματος επιδημήσασα δύναμις, την μερισθείσαν πάλαι φωνήν, κακώς ομονοησάντων, εις μίαν αρμονίαν θείως συνήψε, γνώσιν[50]συνετίζουσα πιστούς της Τριάδος, εν η εστερεώθημεν.

Ερμηνεία.

            Καλή μεν είναι η ομόνοια και συμφωνία. αλλ’ όταν γίνεται δια καλόν και συμφέρον πράγμα. όταν δε αυτή γίνεται δια κακόν και βλαβερόν πράγμα, τότε η τοιαύτη ομόνοια και συμφωνία είναι κακή.  Με τοιαύτην κακήν ομόνοιαν και συμφνωίαν εσυμφώνησαν εκείνο περί των οποίων γράφει ο Σολομών «Υιέ, μη σε πλανήσωσιν άνδρες ασεβείς λέγοντες. Ελθέ μεθ’ ημών, κοινώνησον αίματος, κρύψωμεν δε εις γην άνδρα δίκαιον αδίκως, καταπίωμεν δε αυτόν ώσπερ Άδης ζώντα, κοινόν δε βλαάντιον κτησώμεθα πάντες, και μαρσίππιον εν γενηθήτω ημίν» (Παρ. α’ 10).  Καλή δε και θεοφιλής είναι η ομόνοια εκείνων, οίτινες παρά τω Μιχαία λέγουσι. «Δεύτε αναβώμεν εις τον οίκον Κυρίου, και εις τον οίκον του Θεού Ιακώβ» (Μιχ. δ’ 2), ομοίως και η των αδελφών παρά τω Δαβίδ (Ιδού δη τι καλόν, ή τι τερπνόν, αλλ’ η το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό» (Ψαλ. ρλβ’ 1). Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η ομόνοια κατά την γνώμην και τον σκοπόν των ομονοούντων γίνεται ή δια καλόν ή δια κακόν.

            Ούτω χάριν λόγου οι παλαιοί εκείνοι Γίγαντες ωμονόησαν και εσυμφώνησαν να οικοδομήσουν τον πύργον της Χαλάνης εις τον κάμπον του Σεναάρ.  αλλ’ επειδή η ομόνοιά των ήτον δια κακόν (δια υπερηφάνειαν γαρ τούτο εποίησαν, και δια να αφήσουν όνομα εις τον Κόσμον), τούτου χάριν εσύγχυσεν ο Θεός τας γλώσσας των, και ο ένας του άλλου δεν άκουε την φωνήν. «Και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι. και είπαν. δεύτε οικοδομήσωμεν εαυτοίς πόλιν και πύργον, ου έσται η κεφαλή έως του Ουρανού. και ποιήσωμεν εαυτοίς όνομα προ του διασπαρήναι ημάς επί προσώπου πάσης της γης.  Και είπε Κύριος. Ιδού γένος εν, και χείλος εν πάντων. δεύτε, και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσαν, ίνα μη ακούωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον».  Ούτω και την σήμερον ομονοούσι και συμφωνούσιν οι του Σωτήρος Απόστολοι. αλλά η τούτων ομόνοια και δια το αγαθόν, επειδή αυτοί δεν ακτασκευάζουν πύργον, ως οι Γίγαντες, ίνα δι’ αυτού καταβιβάσωσι τον Θεόν τιμωρήσοντα αυτους, αλλ’ ίνα ανθρώπους εις Ουρανούς αναβιβάσωσι. διό και αι γλώσσαι αυτών δεν συγχέονται, αλλά μάλλον συνετίζονται εις το να γνωρίζουν των Εθνών απάντων τας διαλέκτους.

            Ταύτα λοιπόν ηξεύρων ο Ιερός ούτος Μελωδός, ούτω λέγει. Η δύναμις του Αγίου Πνεύματος, η οποία εσύγχυσε το παλαιόν τας γλώσσας των πυργοπιοούντων, αυτή και τώρα ελθούσα εις τους αγίους Αποστόλους, τας διαιρεθείσας τότε φωνάς ήνωσε θείως: ήτοι θεοπρεπώς και παραδόξως εις μίαν αρμονίαν.  Εκ της αρμονίας δε ταύτης και ενώσεως τι εκατώρθωσεν;  Εσυνέτισεν ημάς την μίαν γνώσιν της Αγίας Τριάδος. όταν γαρ ημείς βλέπωμεν τας γλώσσας τότε μεν διαιρουμένας απ’ αλλήλων, νυν δε πάλιν ενουμένας εις μίαν αρμονίαν, δεν κατανοούμεν εκ του θαύματος τούτου το Μυστήριον της Αγίας Τριάδος, ήτις και διαιρείται κατά τας υποστάσεις, και πάλιν ενίζεται κατά την ουσίαν; Ναι βέβαια.  Όθεν ο Χρυσορρήμων Πατήρ, πανηγυρίζων εις την εορτήν είπεν. «Επειδή τότε οι Γίγαντες εθεομάχουν, και πύγον εβούλοντο κατασκευάσαι, γλώσσας ο Θεός αποστείλας, εμέρισε την κακήν συμφωνίαν. αποστέλλει δε και νυν ενεργείας γλωσσών, ίνα συνάψη την διαμερισθείσαν οικουμένην. και ην πράγμα ξένον. γλώσσαι την οικουμένην έτεμον, γλωσσαι την οικουμένην συνήψαν».

Ωδή δ’. Ο Ειρμός.

            Κατανοών ο Προφήτης την επ’ εσχάτων σου Χριστέ έλευσιν, ανεβόα. την σην εισακήκοα Κύριε δυναστείαν, ότι πάντας του σώσαι, τους Χριστούς σου ελήλυθας.

Ερμηνεία.

            Ο παρών Ειρμός είναι σαφής και απλούς. επειδή συντίθεται από μοναχά τα λόγια της τετάρτης Ωδής του Αββακούμ «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου  και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην» (Αβ. γ’ 1-2), και «Εξήλθες εις σωτηρίαν λαού σου. του σώσαι τους χριστούς σου ελήλυθας».  Ταύτα λοιπόν μελουργών ο Θεσπέσιος Μελωδός, ούτω λέγει. Ω Θεάνθρωπε Ιησού Χριστέ, ο Προφήτης Αββακούμ κατανοών την παρουσίαν όπου έμελλες να κάμης εις ημάς επ’ εσχάτων των χρόνων δια της ενανθρωπήσεώς Σου, και καταπλαγείς το απόρρητον του μυστηρίου, έλεγεν. Εισακήκοα την δυναστείαν και δύναμιν της Θεότητός Σου, Κύριε, ότι συ ήλθες εις τον κόσμον δια να σώσης τους χριστούς Σου.  Χριστοί δε ωνομάζοντο οι Βασιλείς, και Ιερείς και οι Προφήται, επειδή αυτοί μόνοι εχρίοντο με το άγιον έλαιον του χρίσματος. τούτους όμως τώρα δεν ονομάζει χριστούς ο Προφήτης, αλλά όλους απλώς πιστούς Χριστιανούς, οι οποίοι εχρίσθησαν με το χρίσμα του αγίου μύρου, όταν εβαπτίσθησαν. η εχρίσθησαν δια της πίστεως με το αίμα του Μονογενούς Υιού του Θεού, το οποίον έχυσε δια την ημών σωτηρίαν. επίτηδες γαρ ο Μελωδός επρόσθεσεν εδώ από λόγου του το Πάντας, όπερ εν τη Ωδή του Αββακούμ δεν ευρίσκεται, δια να δείξη με αυτό ποίους ο Προφήτης χριστούς ωνόμασε, δηλαδή όλον απλώς το πλήρωμα των πιστών Χριστιανών.  Όρα και την ερμηνείαν του Τροπαρίου το λέγοντος «Χρίει τελείων την βρότειον ουσίαν» εν τη εννάτη Ωδή του Ιαμβικού Κανόνος των Θεοφανείων.

Τροπάριον.

            Ο εν Προφήταις λαλήσας, και δια νόμου κηρυχθείς, πρώην τοις ατελέσι, Θεός αληθής ο Παράκλητος, τοις του Λόγου υπηρέταις και μάρτυσι, γνωρίζεται σήμερον.

Ερμηνεία.

            Ο Παράκλητος, λέγει, το παρηγορητικόν Άγιον Πνεύμα, το οποίον ελάλησε μεν εν τοις Προφήταις αινιγματωδώς και κρυφίως. εκηρύχθη δε πρότερον δια του παλαιού Νόμου σκιωδώς εις τους ατελείς Ιουδαίους και νηπίους κατά τον νουν[51], εκείνος, λέγω, ο ίδιος Παράκλητος φανερούται σήμερον εις τους υπηρέτας και μάρτυρας του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, όχι δι’ αινιγμάτων, όχι σκιωδώς, αλλά ενεργώς και πεπαρρησιασμένως εις αυτούς κατελθών εν είδει πυρίνων γλωσσών. «Ώφθησαν, φησί, γλω΄σσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα εάκστον αυτών» (Πραξ. β’ 3). Τούτο δε ερανίσθη ο Μελδός από τον εις την Πεντηκοστήν λόγον Γρηγορίου του Θεολόγου, όπου εκείνος φησί περί του Αγίου Πνεύματος «Τούτο (το Πνεύμα) ενήργει πρώτον εν τοις Πατράσι (τοις προς του Νόμου δηλ.) και εν τοις Προφήταις…, έπειτα εν τοις του Χριστού Μαθηταίς, και τούτοις τρισσώς και κατά καιρούς τρεις, πριν δοξασθήναι Χριστόν τω πάθει, μετά το δοξασθήναι τη αναστάσει, μετά την εις Ουρανούς ανάβασιν, η αποκατάστασιν. αλλά το μεν πρώτον, αμυδρώς. το δε δεύτερον, εκτυπώτερον. το δε νυν, τελειώτερον, ουκέτι ενεργεία παρόν ως το πρότερον, ουσιωδώς δε, ως αν είποι τις, συνγγινόμενόν τε και συμπολιτευόμενον.  έπρεπε γαρ, Υιού σωματικώς ημίν ομιλήσαντος, και αυτό φανήναι σωματικώς».

            Έφη δε και ο Θεοφόρος Μάξιμος. «Έστι μεν εν πάσιν απλώς το Πνεύμα το Άγιον, καθ’ ο πάντων εστί συνεκτικόν, και τωνν φυσικών σπερμάτων ανακινητικόν, και δι’ αυτού προς συναίσθησιν των πλημμελώς παρά τον θεσμόν της φύσεως πεπραγμένων άγον τον αισθανόμενον. προσδιωρισμένως δε εν πάσι. τοις εν Νόμω, καθότι της των εντολών έστιν υποδεικτικόν παραβάσεως, και της κατά Χριστόν προαγορευθείσης επαγγελίας φωτιστικόν. εν δε πάσι τοις κατά Χριστόν προς τοις ειρημένοις και ως υιοθετικόν, ως δε σοφίας ποιητικόν εν ουδενί των ειρημένων εστίν απλώς, πλην των συνιέντων, και εαυτούς δια της ενθέου πολιτείας αξίους ποιησαμένων της αυτού θεοτικής ενοικήσεως. πας γαρ μη ποιών τα θεία θελήματα, καν πιστός ή ασύνετον έχει την καρδίαν, ως πονηρών λογισμών εργαστήριον, και το σώμα κατάχρεων αμαρτίαις, ως δια παντός μολυσμοίς παθών ενεχόμενον» (Κεφάλαιον ογ’ της Γ’ εκατοντάδος των Θεολογικών).  Αλλά και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος λέγει. Πως ην εν τοις Προφήταις το Πνεύμα το Άγιον; Λογιζώμεθα τοίνυν εν μεν τοις αγίοις Προφήταις έλλαμψιν ώπσερ τινά πλουσίαν και δαδουχίαν γεννέσθαι του Πνεύματος, παιδαγωγείν ισχύουσαν εις την των εσομένων κατάληψιν, και των κεκρυμμένων την γνώσιν. εν δε τοις πιστεύουσιν εις Χριστόν ου διαδουχίαν απλώς την από του Πνεύματος, αλλ’ αυτό κατοικείν και ναοί Θεού χρηματίζομεν» (Τόμος Δ’ βιβλίον ε’, κεφάλαιον ζ’ εις τον Ιωάννην προκειμένου ρητού «Τούτο δε έλεγε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν»).  Υπηρέτας δε και μάρτυρας του Θεού Λόγου, τους Αποστόλους ονομάζει ο Μελωδός, καθώς και αυτός ο Σωτήρ ούτω τους καλεί. υπερέτας μεν γαρ ονομάζει αυτούς, εν οις λέγει «Όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. ιβ’ 26) (υπηρέτου δε και διακόνου δεν είναι σχεδόν διαφορά) . μάρτυρας δε ονομάει ,εν οις λέγει προς αυτούς «Υμείς δε εστέ μάρτυρες τούτων» (Λουκ. κδ’ 48), και πάλιν «Και υμείς δε μαρτυρείτε ότι απ’ αρχής μετ’ εμού εστέ» (Ιω. ιε’ 27).

Τροπάριον.

            Σήμα Θεότητος φέρον, τοις Αποστόλοις εν πυρί, Πνεύμα κατεμερίσθη, και ξέναις εν γλώσσαις ενέφηνεν, ως πατρόθεν θείον σθένος, ερχόμενόν εστιν αυτοκέλευστον.

Ερμηνεία.

            Το Τροπάριον τούτο ερανίσθη ο Μελωδός από τον περί του Αγίου Πνεύματος Ηρωϊκόν τρίτον λόγον του Θεολόγου Γρηγορίου, τον εις τα απόρρητα, ή περί αρχών περιεχόμενον, εν ω λέγει.

            Οις ρα’ (τοις Αποστόλοις δηλ.) και εν γλώσσησι πυρός μετέπειτα μερίσθη (το Πνεύμα δηλ.)

            Σήμα φέρον Θεότητος, οτ’ εκ χθονός άλτο Σαωτήρ.

            Και γαρ πυρ Θεόν οίδα κακοίς, ως φως αγαθοίσιν.

            Όθεν εξηγεί εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς διατί το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εις τους Αποστόλους εν είδει πυρίνων γλωσσών.  Με πυρ, λέγει, εμερίσθη εις τους Αποστόλους το Πνεύαμ το Άγιον. διότι έφερε το σημείον της Θεότητος, το οποίον είναι το πυρ συμβολικώς δηλαδή και ομοιωματικώς: ήτοι κατά την Συμβολικήν Θεολογίαν. «Κύριος, έλεγεν ο Μωϋσής εις τον λαόν του Ισραήλ, Κύριος ο Θεός σου πυρ καταναλίσκον εστί (Δευτ. δ’ 24), και ο Μαλαχίας λέγει περί του Θεού. «Αυτός εισπορεύεται ως πυρ χωνευτηρίου» (Μαλ. γ’ 2), και ο Παύλος. «Και γαρ ο Θεός ημών πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. ιβ’ 29), και Κύριλλος ο Αλεξανδρείας. « Εν είδει του πυρός η θεία τε και απόρρητος εικάζεται φύσις» . ο δε Θεολόγος Γρηγόριος πορσθέτει και τι καταναλίσκει, ήγουν την μοχθηρίαν. «Πυρ καταναλίσκον την μοχθηρίαν» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν), και εις το άγιον Βάπτισμα ο αυτός λέγει. «Οίδα πυρ αναλωτικόν της ύλης και της μοχθηράς έξεως».  Καθό λοιπόν εφάνη το Πνεύμα το Άγιον εν πυρί, κατά τούτο έδειξεν ότι είναι Θεός[52]. καθό δε πάλιν εφάνη εν γλώσσαις ξέναις και αρρήτοις, κατά τούτο έδειξε το Πνεύμα το Άγιον ότι πρόεισι και εκπορεύεται από τον Πατέρα ως μία θεία και άρρητος και ενυπόστατος δύναμις. καθώς και η γλώσσα εκ του νου λαμβάνουσα τα νοήματα, απαγγέλλει αυτά εις τους έξω[53]. σθένος γαρ και δύναμις, ου μόνον λέγεται ο Υιός κατά το «Χριστόν Θεού δύναμιν», (α’ Κορ. α’ 24) αλλά και το Πνεύμα το Άγιον κατά το «Ιησούς ουν υπέστρεψεν εν τη δυνάμει του Πνεύματος» (Λουκ. δ’ 14).  Και ο Πατήρ δε δύναμις ονομάζεται κατά το «Απ’ άρτι όψεσθε τον Υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως» (Ματθ. κστ’ 64), τουτέστι του Πατρός, κατά την ερμηνείαν του μεγάλου Αθανασίου.

            Πλην δια να μη υποπτεύση τινάς ότι εις την τιμήν και δόξαν του Αγίου Πνεύματος ακολουθεί ελάττωσις, με το να ακούη ότι έρχεται από τον Πατέρα, δια τούτο επρόσθεσεν ο Μελωδός το «Αυτοκέλευστον», και λέγει τρόπον τινά. Μη ταραχθήτε, αγαπητοί αναγνώσται, μηδέ εις υπονοίας εμβήτε αναξίας του Πνεύματος, ακούοντές μου να λέγω ότι το Πνεύμα το Άγιον έρχεται από τον Πατέρα. διότι αν και έρχεται από τον Πατέρα, αλλά όμως δεν έρχεται δουλικώς, αλλά έρχεται αυτοδεσπότως και αυτοκελεύστως, ως Θεός τω Πατρί και τω Υιώ ομοούσιος και ομότιμος. αν και το «Ερχόμενον» δηλοί ακόμη ότι ως Κύριον έρχεται.  Ερανίσθη δε τα λόγια ταύτα ο Μελωδός από τον περί του Αγίου Πνεύματος τρίτον λόγον Ηρωϊκόν, τον εις τα απόρρητα Γρηγορίου του Θεολόγου, ούτω λέγοντα. 

            Πνεύμα μέγα τρομέωμεν, ο μοι Θεός. ω Θεόν έγνων.

            Πατρόθεν ερχόμενον, θείον μένος, αυτοκέλευστον.

            Ο αυτός δε Θεολόγος Γρηγόριος κοντά εις τα άλλα θεία ονόματα όπου προσαρμόζει τω Αγίω Πνεύματι και ταύτα προσθέτει.  «Ερχόμενον μεν ως Κύριον, πεμπόμενον δε ως ουκ αντίθεον», και πάλιν. «Το Πνεύμα το Άγιον ην αεί αυτοκίνητον, αεικίνητον, αυτεξούσιον, αυτοδύναμον, παντοδύναμον» (Λόγος εις την Πεντηκοστήν).

            Ο μεν ουν Μελωδός εδώ εκ των δύο τούτων τα δύο ταύτα συμπεραίνει: ήτοι εκ μεν του Πυρός ότι είναι Θεός το Πνεύμα το Άγιον, εκ του Θεολόγου τούτο ερανισθείς. και εκείνος γαρ εκ τούτου τούτο το ίδιον συμπεραίνει. εκ δε του είδους των γλωσσών, ότι εκ Θεού έρχεται το Πνεύμα το Άγιον.  Ο δε Θεολόγος άλλως ερμηνεύει το είδος των γλωσσών. φησί γαρ.  «Εν γλώσσαις δε (εφάνη το Πνεύμα το Άγιον) δια την προς τον Λόγον οικείωσιν. μεριζομέναις δε, δια το των χαρισμάτων διάφορον. καθεζομέναις, δια το βασιλικόν και την επί τοις αγίοις ανάπαυσιν. επεί και θρόνος Θεού τα Χερουβίμ. εν υπερώω δε, …δια την ανάβασιν των δεξομένων και την χαμόθεν έπαρσιν».  Τι δε δηλοί το «Δια την προς τον λόγον οικείωσιν»;  Άκουσον του Σχολιαστού Νικήτα. «Ώσπερ η γλώσσα οικείον εστιν όργανον προς τον απλώς λόγον. ούτω και οι Απόστολοι οικείοι ήσαν προς τον του Ευαγγελίου λόγον, ως όργανα εξηχούντα τούτον. ει δε βούλει, λόγον ενταύθα νόησον τον Λόγον του Θεού τον ενυπόστατον, τουτέστι τον Χριστόν.  Οικείωσιν ουν έχει προς τούτον τον Λόγον οιονεί τις γλώσσα το Πνεύμα. τοσούτον γαρ ωκείωται τω Χριστώ το Πνεύμα, ότι και Χριστού Πνεύμα λέγεται.  «Ει τις γαρ, φησί, Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστι αυτού» (Ρωμ. η’ 9).

Ωδή ε’. Ο Ειρμός.

            Τον δια τον φόβον σου ληφθέν Κύριε, εν γαστρί των Προφητών, και κυηθέν επί της γης πνεύμα σωτηρίας, αποστολικάς καρδίας κτίζει καθαράς, και εν τοις πιστοίς ευθές εγκαινίζεται. φως γαρ και ειρήνη, διότι τα σας προστάγματα.

Ερμηνεία.

            Το παρόν Τροπάριον ερανίσθη ο Μελωδός τόσον από τον Ησαΐαν, όσον και από τον Δαβίδ. ο μεν γαρ Ησαΐας λέγει. «Δια τον φόβον Σου, Κύριε, εν γαστρί ελάβομεν και ωδινήσαμεν και ετέκομεν. Πνεύμα σωτηρίας Σου, ο εποιήσαμεν επί της γης» . (Ησ. κστ’ 17-18), ο δε Δαβίδ. «Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί, ο Θεός, και Πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου» (Ψαλ. ν’ 11)[54].  Όθεν λέγει ο Ασματογράφος. Ω Κύριε των απάντων, το Άγιον σου Πνεύμα, το οποίον είναι τη αληθεία Πνεύμα σωτηρίας, αυτό ελήφθη: ήτοι συνεληφθη μεν δια τον φόβον Σου μέσα εις την νοητήν κοιλίαν των Προφητών, ήτις εστίν η χωρητική δύναμις του νοός κατά τον Ευσέβιον, ή κατ’ άλλους η καρδία. εγεννήθη δε επί της γης: ήτοι των γηϊνωτέρων ανθρώπων. διότι εκείνο το Πνεύμα όπου ωδίνησαν και εκοιλοπόνησαν αι ψυχαί των Προφητών δια τον φόβον του Κυρίου, τούτο εγέννησαν εις τους υλικωτέρους και παχυτέρους ανθρώπους δια μέσου του λόγου και της διδασκαλίας, ίνα και εκείνους πνευματικούς ποιήσωσι.  Τούτο, λέγω, το Άγιον Πνεύμα ελθόν σήμερον εις τους αγίους Σου Αποστόλους, έκτισε καθαράς τας καρδίας των, καθώς λέγει ο Προφητάναξ, και εις τα έγκατα των πιστών Χριστιανών ευθές εγκαινίζεται, κατά τον αυτόν Προφητάνακτα. επειδή η χάρις του Παναγίου Πνεύματος δεν εδόθη μόνον εις τους Αποστόλους, αλλά δια των Αποστόλων εδόθη και εις όλους τους πιστούς Χριστιανούς κατά το ακόλουθον ομοίωμα.

            Οι θείοι Απόστολοι άναψαν εν τη ημέρα της Πεντηκοστής ως τόσαι λαμπάδες από τας πυρίνας γλώσσας του Αγίου Πνεύματος. καθώς δε από μίνα λαμπάδα εμπορεί να ανάψη άλλη, και από εκείνην άλλη κατά μετάδοσιν, και καθεξής να φθάσουν αι λαμπάδες έως εις ένα πολυάριθμόν και σχεδόν άπειρον αριθμόν, τοιουτοτρόπως και όλοι οι πιστοί Χριστιανοί, και μάλιστα οι Αρχιερείς άναψαν ως άλλαι λαμπάδες από τας πρώτας λαμπάδας των Αποστόλων, και επληρώθησαν από τα φωτιστικά χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. καθώς ταύτην την ομοίωσιν αναφέρει ο Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (Λόγος ει την Πεντηκοστήν)[55].  Ποία δε είναι η καθαρά καρδία; Άκουσον του Θεοφόρου Μαξίμου λέγοντος. «Καρδία εστί καθαρά, η παντάπασιν ανείδεον των Θεώ την μνήμην παραστήσασα, και μόνοις τοις αυτού έτοιμον ενσημανθήναι τύποις, δι’ ων proskynitis
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ