2019-10-06 21:43:19
Φωτογραφία για Λόγος στον πάνσεπτο του Χριστού Πρόδρομο και Βαπτιστή Iωάννη
ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Αν ο θάνατος των οσίων είναι αξιοτίμητος και η μνήμη του ανθρώπου, που σ’ όλη του τη ζωή έκανε με συνέπεια το θέλημα του Θεού, πανηγυρίζεται με εγκωμιαστικούς λόγους, πόσο περισσότερο έχουμε εμείς υποχρέωση να γιορτάζουμε με εγκώμια τη μνήμη του Ιωάννη, που 

βρίσκεται στην πιο ψηλή κορφή, πάνω απ’ όλους τους οσίους και τους δικαίους; του Ιωάννη που σκίρτησε προφητικά για τη σάρκωση του Θεού Λόγου - ενόσω ακόμα βρισκόταν στη μητρική κοιλιά - που γεννήθηκε και κήρυξε πριν από Εκείνον και με τα κηρύγματά του

ετοίμασε την έλευσή Του στον κόσμο; του Ιωάννη που από Αυτόν το Θεό Λόγο επίσης ανακηρύχτηκε και ομολογήθηκε δημόσια ως ανώτερος απ’ όλους τους προφήτες, τους δικαίους και τους οσίους όλων των αιώνων; Δεν μπορούμε βέβαια να ισχυριστούμε ότι, επειδή η ζωή του ξεπερνάει τα ανθρώπινα λόγια ή ότι επειδή ομολογήθηκε από τον ίδιο το Μονογενή Λόγο του Θεού και τιμήθηκε δημόσια, δεν έχει ανάγκη και από το δικό μας εγκώμιο, και με αυτή την πρόφαση να σιωπήσουμε και v’ αφήσουμε να περάσει η ημέρα της μνήμης του χωρίς εγκωμιαστικούς λόγους, αυτούς που οι δυνάμεις μας επιτρέπουν να εκφωνήσουμε, με σκοπό να τιμήσουμε αυτόν που, κατά τις γραφές, υπήρξε η φωνή του Θεού Λόγου
. Ίσα-ίσα, επειδή τόσο μεγάλος ανακηρύχτηκε και ομολογήθηκε δημόσια από τον ίδιο το Δεσπότη των όλων Ιησού Χριστό, κάθε γλώσσα πιστού χριστιανού ας κινηθεί για να τον υμνήσει μ’ όλη της τη δύναμη. Όχι βέβαια γιατί θα καταφέρουμε να προσθέσουμε ένα ακόμη στολίδι στη δόξα του - πώς είναι δυνατόν; - αλλά για να εκπληρώσουμε το χρέος μας καθένας χωριστά και όλοι μαζί, εξιστορώντας και υμνώντας όλα τα αξιοθαύμαστα που σχετίζονται με την αγία μορφή του. Γιατί ολόκληρη η ζωή του μεγαλύτερου απ’ όλους όσους ποτέ γεννήθηκαν πάνω στη γη, ξεπερνάει κάθε θαύμα. Και μάλιστα, όχι μόνο ολόκληρη η ζωή εκείνου που προφήτεψε, πριν ακόμα γεννηθεί και που αργότερα ξεπέρασε κάθε προφήτη, αλλά και όσα συνέβηκαν πολύ πριν από τη γέννησή του και μετά την οσιακή ζωή του και έχουν σχέση μ’ αυτόν, υπερβαίνουν κάθε θαύμα.

Θείες γι’ αυτόν λαλιές θεοφώτιστων προφητών τον ονόμασαν, πριν απ’ τη γέννησή του, άγγελο και όχι άνθρωπο, λυχνάρι του ουράνιου φωτός που σαν άλλος ολόλαμπρος αυγερινός ανέτειλε πριν από τον Ήλιο της δικαιοσύνης και που υπήρξε - αφού προηγήθηκε από το Χριστό, τον Ήλιο της δικαιοσύνης -φωνή του Ίδιου του Θεού Λόγου. Γιατί τι είναι κοντινότερο ή πιο συγγενικό με το Θεό Λόγο από την ίδια τη φωνή Του;

Όταν έγγιζε ο καιρός της συλλήψεως του Ιωάννη, αφού κατέβηκε από τον ουρανό άγγελος και όχι άνθρωπος, έλυσε τη στείρωση του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, μηνύοντας ότι οι μέχρι τότε άγονοι σύζυγοι θα αποκτούσαν στα βαθιά γεράματά τους παιδί και προεξαγγέλλοντας ότι η γέννησή του θα ήταν για όλους αφορμή χαράς και σωτηρίας. Όπως λέει η Αγ. Γραφή «θα αναδειχτεί μεγάλος ενώπιον του Θεού. Δεν θα δοκιμάσει ποτέ του κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά και θα είναι γεμάτος από Πνεύμα Άγιο, ενώ ακόμα θα βρίσκεται στη μητρική κοιλιά. Θα βοηθήσει ακόμα να επιστρέψουν στο Θεό με τη μετάνοια πολλοί Ισραηλίτες. Και θα έρθει πριν από Εκείνον με το Πνεύμα και τη δύναμη του προφήτη Ηλία» (Λουκ. 1,15). Γιατί και ο Τίμιος Πρόδρομος θα είναι παρθένος όπως και ο προφήτης Ηλίας και θρέμμα της ερήμου περισσότερο απ’ εκείνον. Και ακόμα θα είναι ελεγκτής βασιλιάδων και βασιλισσών πού έπεσαν στην παρανομία. Ό,τι αναφέρεται στο πρόσωπο του Ηλία τό ‘χει εκείνος πιότερο εκτελέσει, γιατί υπήρξε πάνω απ’ όλα πρόδρομος του Ίδιου του Θεού. Γιατί λέει η Αγ. Γραφή: «θα έρθει πριν ακόμα Εκείνος σαρκωθεί».

Επειδή σ’ όλα αυτά ο Ζαχαρίας θεώρησε σκόπιμο να μη δώσει ανεπιφύλακτα την πίστη του, έχασε τη λαλιά του. Αφού αρνήθηκε να κηρύξει με τη θέλησή του, κράζει χωρίς να το θέλει με τη σιωπή του και διαλαλεί την παράξενη σύλληψη του παιδιού, μέχρι να γεννηθεί αυτός που θα έρθει στον κόσμο, πριν από το Θεό Λόγο σαν φωνή του Λόγου.

Αφού συνελήφθηκε μετά από τέτοιες και τόσο μεγάλες επαγγελίες, χρίεται προφήτης πριν ακόμα γεννηθεί και μεταδίδει θαυματουργικά στη μητέρα του την προφητική χάρη. Και όπως λέει ο προφήτης Hσαΐας «Ντύνεται σωτηριώδες ιμάτιο και χιτώνα ευφροσύνης» (Ησ. 61,10). Όπως ακόμα έκανε ο προφήτης Ηλίας στον Ελισσαίο, έτσι και αυτός χρίει στη θέση του προφήτη τον πατέρα του. Και όντας ακόμα έμβρυο φτάνει και ξεπερνάει και των δυο προφητών την τελειότητα, αποκαλύπτοvτας την προφητική του δύναμη με το ιδιαίτερο σκίρτημά του κατά την παρουσία του Κυρίου. Και ήταν προφητικό το σκίρτημά του επειδή ακριβώς το έμβρυο μετά τη διάπλαση των μελών του μπορεί να κινείται μέσα στη μητρική κοιλιά, αλλά δεν μπορεί να μιλάει, γιατί ή κυοφορία του το εμποδίζει να έρθει σε επαφή με τον ατμοσφαιρικό αέρα και κατά συνέπεια δεν μπορεί να παράγει και να μεταδίδει ήχους.

Έφτασε λοιπόν στο πατρικό του η Παρθένος Μαριάμ, φέρνοντας στα σπλάχνα της τον Ίδιο το Θεό. Ο Ιωάννης, ενώ ακόμη βρισκόταν στην κοιλιά της μητέρας του, δεν άφησε να περάσει απαρατήρητη η θεία παρουσία και ή οικονομία Του για τον άνθρωπο, αλλά χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της μητέρας του και θεολογώντας ανυμνεί από εκεί την Αειπάρθενο Θεοτόκο.

Τι αξιοθαύμαστο αλήθεια πράγμα! Σκιρτάει και ευφραίνεται, όντας στα μητρικά σπλάχνα, αφού με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος δέχτηκε στη μητρική κοιλιά την τελειότητα του «μέλλοντα αιώνα». Γιατί ακριβώς και ο μεγάλος απόστολος Παύλος, προκαταγγέλλοντας το μυστήριο της αιώνιας ζωής, λέει: «Σπέρνεται σώμα υλικό, ανασταίνεται σώμα πνευματικό» (Α ‘ Κορινθ. 15,44), δηλαδή σώμα που θα ζει και θα κινείται με την υπερφυσική δύναμη του Αγίου Πνεύματος, στην αιώνια μακαριότητα. Έτσι και ο Ιωάννης συνελήφθηκε και συγκροτήθηκε ως φυσικό σώμα στη μητρική κοιλιά, με την παράδοξη όμως χαρισματική επενέργεια του Αγίου Πνεύματος, αναδείχτηκε σώμα πνευματικό. Και με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, σκιρτώντας γεμάτος αγαλλίαση, αξίωσε τη μητέρα που τον κυοφορούσε να μιλήσει προφητικά. Έτσι με δυνατή φωνή, χρησιμοποιώντας τη μητρική γλώσσα, ευλογούσε το Θεό και κήρυξε λαμπρόφωνα την Παρθένο, που κυοφορούσε, Μητέρα του Κυρίου και Εκείνον που βρισκόταν στα σπλάχνα της, καρπό της κοιλιάς της, γνωρίζοντάς την έτσι σ’ όλους έγκυο συγχρόνως και παρθένο. Έτσι ο Ιωάννης όχι μόνο, όπως λέει η Αγ. Γραφή (Ησαΐα, 7,15-16), πριν ακόμα γνωρίσει το κακό διάλεξε το αγαθό, αλλά και πριν ακόμα γνωρίσει τον κόσμο, όντας έμβρυο, ήταν πάνω από τα εγκόσμια πράγματα. Μετά δε τη γέννησή του γέμισε όλους με χαρά και έκπληξη για τα θαυμάσια και πρωτόγνωρα που συνέβηκαν γύρω απ’ το πρόσωπό του. «Ήταν το χέρι του Θεού επάνω του», όπως λέει η Αγ. Γραφή, επιτελώντας και πάλι, όπως και πριν από τη γέννησή του, πράγματα θαυμαστά. Το στόμα του πατέρα του που είχε κλειστεί, επειδή δεν πίστεψε τον παράδοξο τρόπο της συλλήψεως του παιδιού, ανοίχτηκε και γέμισε Πνεύμα Άγιο και προφήτεψε πολλά και για διάφορα άλλα θέματα, αλλά και για το ίδιο το παιδί του, και είπε: «Και συ παιδί μου, θα ονομαστείς προφήτης του ύψιστου Θεού, γιατί θα προπορευτείς πριν από τη σάρκωσή Του, για να ετοιμάσεις στις ψυχές των ανθρώπων το δρόμο του ερχομού Του και να γνωρίσεις στο λαό Του τη σωτηρία, που Αυτός έρχεται να χαρίσει» (Λουκ. 1,76). Όπως λοιπόν κατά τη σύλληψή του το θείο αυτό παιδί, έμβρυο όντας, ήταν ζωντανό όργανο της Χάρης του Θεού και με τη χάρη Του σκιρτούσε και μέσα στην πληρότητα του Αγίου Πνεύματος αγαλλόταν, έτσι και μετά τη γέννησή του μεγάλωνε και δυνάμωνε με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Και επειδή ο κόσμος δεν ήταν άξιος να τον κρατάει στους κόλπους του, παρέμεινε από μικρός, σ’ όλη του τη ζωή στην έρημο, περνώντας τις ημέρες του χωρίς μέριμνα, χωρίς ιδιοκτησία, χωρίς καμιά απολύτως υλική φροντίδα. Η ψυχή του δεν γνώρισε τη λύπη που φέρνει η ανθρώπινη εμπάθεια, δεν έδωσε τόπο μέσα του σε διεστραμμένα πάθη και δείχτηκε ανώτερος από κάθε εφήμερη υλική ηδονή που κολακεύει το σώμα και τις σωματικές αισθήσεις. Για το Θεό μόνο ζούσε, το Θεό μόνο έβλεπε, το Θεό μόνο είχε απόλαυση και χαρά του. Ζούσε σαν ένα αποκομμένο από τη γη κομμάτι και όπως λέει η Αγία Γραφή «ζούσε στην έρημο, μέχρι την ημέρα που έγινε γνωστός στους Ισραηλίτες». Και ποια ήταν αυτή η ημέρα; «Όταν έφτασε ο καιρός του Βαπτίσματος του Κυρίου», για τον οποίο καιρό έλεγε κάποιος ψαλμός: «Δεν υπάρχει πια κανένας συνετός, κανένας που να αποζητάει το Θεό. Όλοι ξεστράτισαν από το δρόμο Του, όλοι αλλοιώθηκαν μέσα στη φθορά της αμαρτίας» (Ψαλμ. 13,2-3). Όπως ακριβώς λοιπόν ο Κύριος, ενώ όλοι μας είμαστε ασεβείς, κατέβηκε από τους ουρανούς από ανέκφραστη αγάπη για τον άνθρωπο, έτσι και ο Ιωάννης τότε άφησε την έρημο για χάρη μας, για να υπηρετήσει τη θεία βουλή Εκείνου, σχετικά με τη σωτηρία του ανθρώπου. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο μεγάλη και υπερβολική η αρετή αυτού ο οποίος θα υπηρετούσε την σωτηρία του ανθρώπου, όσο μεγάλη υπήρχε η κακία των ανθρώπων και όσο ασύλληπτη και αφάνταστη ήταν η συγκατάβαση της φιλανθρωπίας του Θεού. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα προσέλκυε όσους τον έβλεπαν, όπως ακριβώς και έγινε, επειδή τους έφερε κοντά του ο θαυμασμός που ένιωθαν γι’ αυτόν, γιατί ζούσε ζωή υπερφυσική και αγιασμένη και ξεχώριζε τελείως από τους άλλους ανθρώπους. Ακόμα και το κήρυγμά του ταίριαζε απόλυτα με τη ζωή του. Γιατί έφερνε το μήνυμα της Βασιλείας των ουρανών και απειλούσε με φωτιά άσβεστη. Ακόμα φανέρωσε σ’ όλους το βασιλέα των ουρανών, δηλαδή το Χριστό που, όπως ο ίδιος λέει στο ιερό ευαγγέλιο, «κρατάει στα χέρια Του το φτυάρι και θα καθαρίσει ολόγυρα τ’ αλώνι Του και θα μαζέψει στην αποθήκη Του το στάρι. Το άχυρο όμως θα το κάψει σ’ άσβεστη φωτιά» (Λουκ. 3, 17-18).

Και όχι μόνο με λόγια αλλά και με έργα φανέρωσε τον Ιησού σε όλους, βαπτίζοντάς Τον, δείχνοντάς Τον στο λαό, συστήνοντάς Τον στους μαθητές του και γενικά με κάθε τρόπο μαρτυρώντας ότι Αυτός είναι ο Υιός του Ουράνιου Πατέρα, ο «Αμνός» του Θεού, ο Νυμφίος κάθε ψυχής που θα τον πλησίαζε και θα πίστευε σ’ Αυτόν. Αυτόν που σηκώνει στους ώμους Του την αμαρτία του κόσμου, που καθαρίζει τους ανθρώπους από κάθε μολυσμό και τους δωρίζει τον αγιασμό της ψυχής και του σώματος. Αφού λοιπόν, όπως είχε προφητέψει ο Ζαχαρίας, προετοίμασε το δρόμο του ερχομού του Χριστού στις ψυχές των ανθρώπων, με το κήρυγμα της μετάνοιας και αφού συμπλήρωσε όλο το έργο του, για το οποίο και στάλθηκε στη γη, πριν από το Χριστό και έγινε βαπτιστής Του στον Ιορδάνη, αποσύρεται στην έρημο για χάρη του Χριστού, απ’ όπου με παρρησία δίδασκε τα συγκεντρωμένα πλήθη του λαού και απομακρύνεται από το λαό παραδίνοντάς τον στον Κύριο.

Ο Ηρώδης όμως, ο γιος εκείνου του Ηρώδη που σκότωσε τα νήπια της Βηθλεέμ, μολονότι δεν κληρονόμησε όλο το βασίλειο του πατέρα του, αλλά διοικούσε μόνο το ένα τέταρτο απ’ αυτό, είχε κακία πολύ μεγαλύτερη από τον πατέρα του. Ζούσε μέσα στην ακολασία και έδινε με τον τρόπο αυτό της ζωής του βδελυκτό παράδειγμα κάθε είδους κακίας στους Ιουδαίους υπηκόους του. Μπροστά σ’ αυτή την άνομη ζωή δεν ήταν δυνατόν ο Ιωάννης να σιωπήσει και να την ανεχτεί. Πώς μπορούσε να μη μιλήσει εκείνος που ήταν η φωνή της Αλήθειας; Έτσι τον έλεγχε για καθετί κακό που έκανε, αλλά κυρίως για τη σχέση του με την Ηρωδιάδα, τη γυναίκα του αδερφού του, που την είχε αρπάξει απ’ αυτόν και συζούσε μαζί της παράνομα. Και του έλεγε: «Δεν σου επιτρέπεται να συζείς με τη γυναίκα του αδερφού σου του Φιλίππου» (Μάρκ. 6, 18). Ο Ηρώδης όμως, μη υποφέροντας τον έλεγχο ή καλύτερα τους ελέγχους, έκανε άλλο ένα πονηρό ανδραγάθημα, έκλεισε δηλαδή τον Ιωάννη στη φυλακή.

Ο Φίλιππος, ο αδερφός του Ηρώδη, ήταν και αυτός γιος του Ηρώδη του βρεφοκτόνου και διοικητής ενός αλλού τμήματος από τα τέσσερα πού ήταν χωρισμένο το βασίλειο. Γιατί όταν ο πατέρας τους Ηρώδης - μετά από τη σκληρή και αλόγιαστη σφαγή των βρεφών της Βηθλεέμ - αφού έπεσε σε αφόρητες και αγιάτρευτες αρρώστιες και συμφορές αυτοκτόνησε, μη μπορώντας να υποφέρει τον πολύ πόνο και τη λύπη, τότε παρουσιάστηκε ο άγγελος στον Ιωσήφ, που βρισκόταν στην Αίγυπτο, και του είπε: «Σήκω και πάρε το παιδί με τη μητέρα του και γύρισε πίσω στη γη του Ισραήλ, Γιατί δεν ζουν πια αυτοί που ζητούσαν να σκοτώσουν το παιδί» (Ματθ. 2,13). Αφού λοιπόν ο Ηρώδης με τέτοιο φρικτό τρόπο έφυγε από τη ζωή, ο αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας χώρισε το βασίλειό του σε τέσσερα μέρη. Τα δυο τμήματα απ’ αυτά τα μοίρασε σε δυο άλλους, έξω από την οικογένεια του Ηρώδη, και στα υπόλοιπα δύο έβαλε διοικητές τους δυο γιους του Ηρώδη, το Φίλιππο και τον Ηρώδη, που λεγόταν Αντίπας, τον οποίο και έλεγχε ο Ιωάννης. Γι’ αυτό και ο Ευαγγελιστής Λουκάς λέει ότι ο Ηρώδης ήταν διοικητής στο ένα τέταρτο του βασιλείου, δηλαδή στην περιοχή της Ιουδαίας. Ο αδερφός του ο Φίλιππος ήταν διοικητής στο άλλο τέταρτο, όπου υπάγονταν οι περιοχές της Ιτουραίας και της Τραχωνίτιδας, τότε που στον lορδάνη βρισκόταν ο Ιωάννης και κήρυττε το βάπτισμα της μετάνοιας. Αυτός λοιπόν, ο νέος Ηρώδης, συνέλαβε τον Ιωάννη και τον έκλεισε δέσμιο στη φυλακή, καθώς μας λένε οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Μάρκος, γιατί τον έλεγχε για την παράνομη σχέση του με την Ηρωδιάδα, που ήταν γυναίκα του αδερφού του και του την πήρε. Ακόμα ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει, ότι ο Ιωάννης τον έλεγχε όχι μόνο για την Ηρωδιάδα, αλλά και για όλες τις άλλες παρανομίες του. Γιατί όμως ο Ευαγγελιστής Λουκάς προσθέτει αυτό το «για όλα τα άλλα τον έκλεισε στη φυλακή»; (Λουκ. 3,19-20). Και γιατί οι άλλοι Ευαγγελιστές μνημονεύουν μόνο το γεγονός του ελέγχου για την υπόθεση της Ηρωδιάδας; Επειδή η φυλάκιση του Ιωάννη και πολλά άλλα αίτια είχε, περισσότερο όμως το ότι δεν υπέφερε ο αμαρτωλός βασιλιάς τον έλεγχο, που με θάρρος του ασκούσε ο Ιωάννης, για όλα τα πονηρά έργα του. Για την αποτομή όμως της τίμιας κεφαλής του η μόνη αίτια ήταν η μοιχαλίδα, η οποία χρησιμοποιώντας σκευωρίες και πονηρές πλεκτάνες τελικά κατάφερε να πετύχει το έργο της αποκεφαλίσεως. Όταν ο Ιωάννης έλεγχε και προσπαθούσε να αποτραβήξει τον Ηρώδη από την παράνομη σχέση του, αυτή έβραζε μέσα της από μίσος για τον Ιωάννη και ήθελε να τον θανατώσει, επειδή, όπως νόμιζε, δεν υπήρχε άλλος τρόπος να κατασιγάσει τον έλεγχο που της έκανε. Γιατί δεν ήταν μια ούτε δυο οι βρώμικες πράξεις της αλλά πολλές. Ήταν βέβαια το αμάρτημα της μοιχείας - το χειρότερο απ’ όλα τα αμαρτήματά της - που δεν γινόταν με ξένο, αλλά με τον αδερφό του νόμιμου συζύγου της, με τον οποίο σύζυγο είχε οικογένεια και παιδιά και μάλιστα μια κόρη που ήταν ακόμα στη ζωή. Και εφόσον είχε παιδί, έστω και αν εκείνος είχε πεθάνει, ο Μωσαϊκός νόμος δεν του επέτρεπε να την παντρευτεί. Αυτός όμως και ενόσω ακόμα ζούσε ο αδερφός του και είχε και θυγατέρα, του πρόσβαλε την οικογενειακή του τιμή. Δεν ασελγούσε δε μαζί της κρυφά, από ντροπή για την παρανομία, αλλά φανερά και χωρίς συστολή διέπραττε το ανόμημα. Έτσι δίνοντας όλη του την προαίρεση στο κακό δεν μπόρεσε να σηκώσει τον έλεγχο και έκλεισε τον Ιωάννη στη φυλακή. Αλλ’ όμως η ίδια η φυλακή του ήταν μεγαλύτερος έλεγχος. Γιατί όσοι οπαδοί του Ιωάννη άκουγαν ότι είναι φυλακισμένος έτρεχαν να τον δουν στη φυλακή και πλήθη σύχναζαν εκεί για χάρη του. Αυτό το γεγονός έδινε μεγάλη ενόχληση στην Ηρωδιάδα, που έτρεφε άγριο μίσος εναντίον του Ιωάννη και ζητούσε να τον θανατώσει, μα δεν της ήταν μπορετό. Γιατί «ο Ηρώδης φοβόταν τον Ιωάννη, επειδή τον ήξερε για άνθρωπο δίκαιο και άγιο» (Μάρκ. 6,20). Φοβόταν ο Ηρώδης τον Ιωάννη για την μεγάλη του αρετή, αλλά δε φοβόταν το Θεό, από τον οποίο δίνεται στους ανθρώπους η αρετή. Και δεν φοβόταν τον Ιωάννη για την αγιότητά του, αν και ήξερε ότι ήταν άγιος και δίκαιος άνθρωπος, αλλά τον φοβόταν εξαιτίας του λαού που τιμούσε τον Ιωάννη και τον θεωρούσε προφήτη, όπως μας διηγείται ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ο οποίος λέει ότι όχι μόνον η Ηρωδιάδα, αλλά και ο ίδιος ο Ηρώδης, ήθελε να θανατώσει τον Ιωάννη, αλλά φοβόταν το λαό. Εκείνο που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Μάρκος για τον Ηρώδη (Μάρκ. 6,20), ότι δηλαδή άκουγε με ευχαρίστηση τον Ιωάννη, σημαίνει τούτο: Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα φάρμακα, που αν και αισθανόμαστε πίνοντάς τα την πικράδα τους, όμως τα παίρνουμε αδιαμαρτύρητα, γιατί ξέρουμε τις θεραπευτικές ιδιότητές τους, το ίδιο ακριβώς αλλά αντίστροφα συμβαίνει και με τα πνευματικά διδάγματα. Μ’ αυτά δηλαδή ευχαριστιούνται πολύ οι άνθρωποι, γιατί από φυσικού τους προξενούν ευφροσύνη. Εκείνοι όμως που δεν πείθονται σ’ αυτά, δεν συμμορφώνουν και τις πράξεις τους με αυτά, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι τελείως αντίθετα από την πονηρή και αμαρτωλή ζωή τους.

Ίσως ακόμα ο Ηρώδης άκουγε τον Ιωάννη στην αρχή ευχάριστα γι’ αυτό και δεν τον είχε θανατώσει. Και ακούγοντάς τον ίσως έκανε πολλά απ’ όσα αυτός έλεγε. Επειδή όμως, όπως είναι φυσικό, οι κακοί μισούν αυτούς που τους ελέγχουν, ο Ηρώδης μίσησε τον Ιωάννη για τον έλεγχο που του έκανε και αφού ξέχασε όλα εκείνα, τα οποία άκουγε ευχάριστα από τον Ιωάννη, συμφώνησε με την εγκληματική γνώμη της μοιχαλίδας και όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, ήθελε πλέον και αυτός να τον σκοτώσει αλλά φοβόταν το λαό (Ματθ. 14,5). Όχι βέβαια γιατί φοβόταν επανάσταση από μέρος του λαού, αλλά μόνο και μόνο την αποδοκιμασία που θα του έκαναν, γιατί όλοι είχαν τον Ιωάννη για προφήτη. Ήξερε πολύ καλά ότι από κανένα δεν έμεινε απαρατήρητη η μεγάλη αρετή και η χάρη του Ιωάννη. Επειδή λοιπόν ακριβώς στο φρόνημα του λαού ήταν πολύ κατώτερος από τον Ιωάννη, φοβόταν την κατηγορία που θα του απέδιδαν. Προσπαθώντας έτσι να κερδίσει τον έπαινο του λαού προσποιόταν ακόμη περισσότερο ότι υπάκουε και ευλαβείτο τον Ιωάννη.

Η Ηρωδιάδα όμως, που ήταv σοφή στηv τέxvη της κακοπραγίας, του απομάκρυvε και αυτόv ακόμα το φόβο και τοv έσπρωξε στο φόνο έτσι όπως ήθελε, με το vα τοv πείσει ότι δεv κάvει κανένα έγκλημα. Μ’ αυτό λοιπόv το φοvικό μίσος στηv καρδιά της ζητούσε τηv κατάλληλη περίσταση για vα κρύψει το αvόμημά της και vα κάνει έργο τη μαvία της κατά του Βαπτιστή και προφήτη Iωάvvη, χωρίς vα προκαλέσει το δυσμεvή σχολιασμό όσο το δυvατόν τωv περισσότερωv υπηκόωv.

Έτσι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να μπει σε ενέργεια το φοvικό σχέδιο, κατά τη διάρκεια της γιορτής που γιvόταv, με αφορμή τα γεvέθλια του Ηρώδη, ενώ ήταν μαζεμέvος όλος ο λαός και όλοι οι επίσημοι, μπήκε αvάμεσά τους και η κόρη της Ηρωδιάδας, πού τηv έμπασε η ίδια η μάvα της, έχοvτας βάλει σε ενέργεια το πονηρό σχέδιό της. Χόρεψε λοιπόv η vεαρή κόρη μπροστά σ’ όλους και άρεσε πολύ και στους άλλους θεατές και στοv Ηρώδη. Γιατί πώς ήταv δυvατόv κόρη δική της, δασκαλεμέvη απ’ αυτή να μη χορέψει τολμηρά και να μηv αρέσει και στοv Ηρώδη; Τόσο πολύ μάλιστα μέθυσε τηv ψυχή του Ηρώδη - που συμπαθούσε ιδιαίτερα τα ξέφρεvα παιxvιδίσματα και τ’ άσεμvα χωρατά - ο αδιάvτροπος αυτός χορός, ώστε να φτάσει στο σημείο να πει στηv κόρη: «Ζήτησέ μου ό,τι θέλεις και εγώ θα στο δώσω». Και της ορκίστηκε: «Ό,τι μου ζητήσεις θα στο δώσω, μέχρι το μισό βασίλειό μου» (Ματθ. 14, 7). Βγήκε λοιπόv η ξετσίπωτη κόρη και πήγε στη μητέρα της, τη δασκάλα της στους άσεμvους χορούς και στα καμώματα, της λέει τον όρκο που έκανε μπροστά της ο Ηρώδης και της ζητάει να της υποδείξει τι να του ζητήσει. Eκείvη τη δασκαλεύει κατάλληλα. Η κόρη αμέσως πείθεται με προθυμία και ξαvαγυρίζει ολοταχώς στο βασιλιά και του φαvερώvει αδιάντροπα το αίτημα: «Θέλω», λέει, «να μου φέρεις αμέσως, αυτή τη στιγμή, στο πιάτο, το κεφάλι του Iωάvvη του Βαπτιστή» (Μάρκ. 6, 25). Αυτά ζήτησε χωρίς ίχνος ντροπής η κόρη, η δε μοιχαλίδα μάvα προσπαθούσε με το νου της να αvασκευάσει τηv κατηγορία για το φόνο του προφήτη και Βαπτιστή, λέγοvτας στο βασιλιά τα παρακάτω: Θα φαvείς ότι έκαvες το φόvo, όχι από μίσος για το δίκαιο άνθρωπο, αλλά για να κρατήσεις το λόγο σου. Και «γέμισε λύπη ο βασιλιάς, αλλά επειδή είχε ορκιστεί και επειδή ντρεπόταν τους καλεσμένους, αν δεν δειχνόταν συνεπής στους όρκους, δεν ήθελε να της αρνηθεί» (Μάρκ. 6,26). Γι’ αυτό έστειλε στη φυλακή και αποκεφάλισε τον Ιωάννη και έφεραν την κεφαλή και την προσφέρανε στην κόρη.

Αλίμονο! Πόσα κακά φέρνει η μανιασμένη φιλοδοξία! Δεν μπορούσε ο Ηρώδης να τον θανατώσει, Γιατί φοβόταν το λαό και όμως τον θανάτωσε για μια χούφτα προσκαλεσμένους. Γέμισε η ψυχή του λύπη, όχι για τίποτα άλλο, αλλά γιατί νόμισε ότι θα έχανε τη δόξα που είχε από τα πλήθη. Δυσκολέψανε λοιπόν για το βασιλιά από παντού τα πράγματα. Αν μεν φόνευε το δίκαιο Ιωάννη, θα τον κατηγορούσαν για το φόνο και αν δεν τον φόνευε, θα ρεζιλευόταν δημόσια, γιατί δεν θα ήταν σε θέση να κρατήσει τον όρκο του. Ορκίστηκε από την ακόρεστη επιθυμία να τον τιμούν και φοβήθηκε να παραβεί τον όρκο από τη φιλοδοξία. Έτσι έκανε το φόνο υποχρεωμένος να τηρήσει τον όρκο του, αλλά συγχρόνως ικανοποιούσε την κούφια φιλοδοξία του.

Αυτό το συμπόσιο είχε ολόκληρο συγκροτηθεί για χάρη κοσμικής δόξας και φαντασίας. Μήπως έτσι δεν μας λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο: «Πώς μπορείτε να έχετε πίστη σε μένα, αφού δεχόσαστε τιμές ο ένας από τον άλλο και δεν ζητάτε την τιμή που προέρχεται από το Θεό, που είναι η μόνη πηγή της δόξας και της τιμής;» (Ιωάνν. 5,44). Αυτή την ανθρώπινη δόξα αποζητώντας οι Ιουδαίοι, αθέτησαν την πίστη προς το Θεό. Αυτό δε που τους βαραίνει περισσότερο είναι το ότι αποκεφάλισαν όλους τους προφήτες και τελευταίο σταύρωσαν το Χριστό, που είναι το «πλήρωμα» όλων των Προφητών. Αυτά είναι τα έργα ενός βασιλιά που διαφεντεύεται από μοιχαλίδες και χορεύτριες. αυτά είναι εκείνα που τον θέλγουν, στα οποία αρέσκεται και για τα οποία δεν λογαριάζει και προδίδει το βασιλικό του αξίωμα και τελικά φτάνει σ’ αυτό το έγκλημα.

Κάτι παρόμοιο, αδερφοί μου, παθαίvει και ο vους μας. Ενώ είναι από το Θεό φτιαγμέvος vα είναι βασιλιάς και κυβερvήτης στα πάθη, όταν παρασυρθεί από αυτό ξεπέφτει στη διάπραξη κακών και δουλώvεται στηv αμαρτία. Έτσι όλοι οι δουλωμέvοι στηv αμαρτία και στα πάθη, ενώ η συvείδησή τους τους ελέγχει, τους βαραίvει και τους εμποδίζει, στηv αρχή κατά κάποιο τρόπο τηv αποστομώνουν - όπως ο Ηρώδης τοv Iωάvvη - γιατί δεv θέλουv vα τηv ακούvε. Ακόμα δεv ανέχοvται vα ακούvε ούτε και τις γραφές που παρακιvούv στηv απομάκρυvση από τηv αμαρτία και τηv στροφή προς τηv κατόρθωση της αρετής. Τελικά όταν κατακυριευτούv από το διεστραμμέvο λογισμό, που συvτροφεύει πια τοv άvθρωπο παράvoμα, όπως η Ηρωδιάδα τοv Ηρώδη, τότε και τοv έμφυτο λόγο που η Χάρη έχει χαράξει στηv ψυχή - εννοώ τη συvείδηση - τηv εξουδετερώvουv, βουβαίvοvτάς τηv τελείως. Συvέπεια αυτού είναι vα γίvοvται άπιστοι και vα έρχονται σε αvτίθεση με όσα λέει η θεόπvευστη Γραφή, φτάvοvτας στο σημείο της τέλειας ασυvειδησίας και της εvαvτιώσεως στο λόγο του Θεού, όπως ακριβώς ο Ηρώδης στοv Iωάvvη. Αλλά και εκείνοι που αvτιλέγουv στηv δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας πάσχουv από τηv ίδια πάθηση ή καλύτερα κάvουv τα ίδια με τους προηγούμεvους. Γιατί, αυτοί όταν ελέγχονται από τις γραπτές μαρτυρίες των προφητώv, των αποστόλωv και των πατέρωv της Εκκλησίας που εμείς τους προβάλλουμε, στηv αρχή μεv σαν vα τις φυλακίζουv αυτές τις μαρτυρίες μέσα στα βιβλία, μας λέvε: Αφήστε τις αυτές vα βρίσκονται εκεί πέρα και μηv τις χρησιμοποιείτε ούτε vα τις προβάλλετε σε μας. Δηλαδή δεν θέλουv vα δεχτούv ούτε τα λόγια του Κυρίου που λέει: «Να ερευνάτε τις Γραφές και μέσα σ’ αυτές θα βρείτε ζωή αιώvια» (Iωάv. 5,39). Στη συνέχεια λοιπόv, από τη διεστραμμέvη αvτιληψή τους που λειτουργεί σαv άλλη Ηρωδιάδα, πηγαίvοvτας από το κακό στο χειρότερο, καταντούv να προσφέρουv αυτούς τους λόγους μέσα στα συγγράμματά τους διεστραμμέvους, σαv να προσφέρουv κομμένα κεφάλια στηv πιατέλα, για να ευχαριστούv και να οδηγούν στην απώλεια αυτούς που συμφωνούν μαζί τους.

Έτσι ο μεν Ηρώδης έγινε υπόδειγμα για κάθε κακία και ασέβεια, ο δε Ιωάννης έγινε οδηγητική στήλη για κάθε αρετή και ευσέβεια. Ο Ηρώδης είναι ο κακός, με όλη τη σημασία της λέξεως, άνθρωπος. Αυτός που συγκεντρώνει μέσα του όλη τη δύναμη της ασέβειας και γίνεται όργανο για την επιτέλεση αισχρών πράξεων. Σάρκα σκέτη, χωρίς ίχνος πνεύματος, δούλος της σάρκας και άνθρωπος με ολότελα σαρκικό φρόνιμα. Ο δε Ιωάννης είναι ο αγιότερος απ’ όλους τους θεοφόρους άντρες που έζησαν ποτέ στη γη. Η εξαίσια ψυχή που είχε μέσα της συγκεντρωμένα όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που και το ίδιο το όνομά του ακόμα σημαίνει τη θεία χάρη που φέρνει μέσα του. Το κατοικητήριο κάθε αρετής και ευσέβειας.

Δύο εντελώς αντίθετες εικόνες προβάλλουν σήμερα μπροστά στα μάτια μας. Απ’ αυτές η μια για λίγο και περιορισμένα, φαίνεται αρχικά να ευφραίνει και να τιμάει όσους θέλουν να συμμορφώσουν τη ζωή τους μ’ αυτή, αργότερα όμως τους παραδίδει σε αφόρητη και ατέλειωτη ατιμία και θλίψη. Η άλλη στην αρχή προσφέρει κόπο σ’ αυτούς που την ακολουθούν, μετά όμως τους χαρίζει θεία δόξα και απόλαυση μυστική, αληθινή, αιώνια. Αν λοιπόν ζούμε σύμφωνα με όσα μας υπαγορεύει το σαρκικό φρόνημα, θα πεθάνουμε, όπως μας λέει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8,l3), σαν το δουλωμένο στη σάρκα Ηρώδη. Av όμως, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος, ποθήσουμε να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Ιωάννη και αντιστεκόμαστε στις πονηρές επιθυμίες και απαιτήσεις της σάρκας, θα ζήσουμε αιώνια. Γιατί η ζωή αυτών που ζουν σύμφωνα με τις επιταγές του Αγίου Πνεύματος δεν έχει τέλος, αλλά βρίσκεται από τώρα μυστικά ενωμένη με το Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού (Κολασ. 3,3). Και γι’ αυτό δεν είναι σε όλους φανερή. Όταν όμως ο Χριστός φανερωθεί, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν, κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού, έχοντας αξιωθεί να κερδίσουμε τα αιώνια εκείνα και άφθαρτα αγαθά, «τα οποία δεν είδε μέχρι σήμερα μάτι και αφτί δεν άκουσε και ανθρώπινος νους δεν φαντάστηκε» (Α ‘ Κορ. 2,9), γιατί υπερβαίνουν κάθε άκουσμα, θέαμα και λογισμό. Και αυτά που θα γευτούν και θα απολαύσουν όσοι ζουν σαρκικά, δεν θα είναι μόνο θνητά και πρόσκαιρα. Αλλά και η ευχαρίστηση που θα προέλθει απ’ αυτά θα είναι ασήμαντη και τιποτένια, σαν κάτι ξυλοκέρατα που είναι κατάλληλα μόνο για τροφή των χοίρων.

Και αν λοιπόν ακόμα αυτά τα ξυλοκέρατα ήταν αιώνια, πάλι τα άλλα, τα πνευματικά, θα έπρεπε να προτιμήσουμε, γιατί, έξω από κάθε σύγκριση, είναι ανώτερα. Και αν ακόμα ήταν αυτά τα ξυλοκέρατα τόσο μεγάλα και θαυμαστά όπως τα πνευματικά και μόνο για το λόγο ότι αυτά είναι πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια και πάλι τα πνευματικά έπρεπε να προτιμήσουμε, γιατί θα παραμείνουν αιώνια.

Αφού λοιπόν, αδερφοί μου, εκείνα τα αγαθά είναι αιώνια και ασύγκριτα, αυτά δε ευτελή και πρόσκαιρα, ας προτιμήσουμε τα μόνιμα και μυστικά και ουράνια, γιατί τα γήινα διασκορπίζονται και φθείρονται. Ας προσπεράσουμε, όπως τους αξίζει, τα πρόσκαιρα και αν ακόμα για πολύ λίγο διάστημα προσφέρουν ευχαρίστηση στις αισθήσεις. Ας προσπαθήσουμε να κερδίσουμε τα μέλλοντα αγαθά, γιατί αυτά είναι αιώνια και άφθαρτα. Ας αποφεύγουμε να μοιάσουμε του Ηρώδη. Ας φροντίζουμε με επιμέλεια, βάζοντας όλες μας τις δυνάμεις, να μοιάσουμε με τον Πρόδρομο, που έζησε μέσα στη Χάρη του Θεού. Και περισσότερο απ’ όλους τους άλλους ανθρώπους ας προσπαθήσουμε εμείς που διαλέξαμε τη μοναχική ζωή, η οποία είναι αποχωρισμένη από τα κοσμικά ήθη και πράγματα και μοιάζει λίγο με την ερημική και ξέμακρη από τον κόσμο ζωή του Προφήτη και Βαπτιστή. Ο Τίμιος Πρόδρομος προγνωρίζοντας - σαν προφήτης που ήταν - και τούτο, ότι δηλαδή αυτό θα είναι το μοναδικό τάγμα που θα μπορέσει, έστω και σε μικρό βαθμό, να ακολουθήσει τον τρόπο της ζωής του, δεν αποκεφαλίστηκε πέφτοντας στον αγώνα για θέματα δογματικής πίστεως, αλλά για θέματα ηθικής ζωής. Και αυτό για να είμαστε και εμείς οι μοναχοί έτοιμοι να αντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου εναντίον της αμαρτίας, γνωρίζοντας ότι θα λάβει στεφάνι μαρτυρίου αυτός που με όπλο την αρετή θα νικήσει τα πάθη. Γιατί όσο πιο μικρό κακό είναι η αμαρτία σε σχέση με την αίρεση, τόσο κατά συνέπεια πιο μεγάλο καλό είναι το να δώσει κανείς τη ζωή του και μόνο για την αρετή παρά για την καταπολέμηση της αίρεσης. Γιατί πώς δεν θά ‘δινε τη ζωή του και για κείvo το μεγαλύτερο, δηλαδή για την ορθή πίστη και λατρεία του Θεού, αν υπήρχε ανάγκη, αυτός που θυσιάζει την ψυχή του για το μικρότερο, δηλαδή για τη συνέπεια στην ηθική ζωή; Γι’ αυτό το λόγο και αυτός που υπήρξε ο επιφανέστερος απ’ όλους τους ανθρώπους, ο κήρυκας της μετάνοιας, ο πρόδρομος και Βαπτιστής του Σωτήρος, αποκεφαλίστηκε, πέφτοντας έτσι στον αγώνα για τη συνέπεια στην ηθική ζωή. Αυτός, αδερφοί μου, δεν υπήρξε μόνο πρόδρομος του Χριστού αλλά και της Εκκλησίας Του και της δικής μας, της μοναχικής πολιτείας. Αυτός γεννήθηκε από τη στείρα Ελισάβετ και εμείς από την Εκκλησία των εθνών, για την οποία έχει γραφτεί: «Γέμισε από χαρά και αγαλλίαση στείρα, που δεν γεννάς παιδιά. Ξεφώνισε απ’ τη χαρά σου και κράξε με παρρησία συ που μέχρι τώρα δεν γεύτηκες τις ωδίνες του τοκετού, γιατί θα είναι πολύ περισσότερα τα παιδιά της ερήμου, από εκείνης που είχε τον άνδρα» (Ησ. 54, 1 - Γαλ. 4,27).

Εκείνον, μετά τη γέννησή του, ο βρεφοκτόνος Ηρώδης με άγριο μίσος κατεδίωκε για να τον σκοτώσει. Και τον καταπολεμούσε γιατί είχε έχθρα προς τον Ίδιο το Χριστό. Ο Ιωάννης όμως βρήκε καταφύγιό του την έρημο, την προτίμησε από τον κόσμο και κατοίκησε σ’ αυτή. Επιτίθεται και σε μας ο voητός Ηρώδης, δηλαδή ο διάβολος, μετά την πνευματική μας γέννηση, πολεμώντας τον Ίδιο τον Χριστό μέσα στη ζωή μας. Αυτό κάνει και μας να φεύγουμε από τον κόσμο και να καταφεύγουμε στα μοναστήρια, σ’ αυτά τα αφιερωμένα στο Θεό εκπαιδευτήρια. Έτσι ξεφεύγουμε από τους άσπλαχνους εκείνους και οπλισμένους εναντίον μας υπηρέτες του, δηλαδή από τα πάθη, τα οποία χρησιμοποιεί σαν προσάναμμα για τη διάπραξη της αμαρτίας και με τα οποία μας νεκρώνει πνευματικά και μας χωρίζει από το Θεό. Αυτός είναι ο πνευματικός θάνατος που μπαίνει μέσα μας από τα παράθυρα, δηλαδή από τις αισθήσεις μας (Ιερ. 9,21). Μέσα από αυτά πέρασε στην αρχή και γκρέμισε το ανθρώπινο γένος από την ουράνια δόξα και στέρησε από την αθανασία τους προπάτορες. Υπάκουσε η Εύα στην κακόβουλη και πονηρή συμβουλή. Γνώρισε, έπαθε, έφαγε, πέθανε πνευματικά, έθελξε τον άνδρα και του μετέδωσε και την τροφή και την απαγορευμένη αμαρτία. Εκείνοι δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν στην πρώτη και μόνη δοκιμασία, έδωσαv με μιας προσοχή σ’ ένα δόλιο λόγο. Νικήθηκαν από ένα ωραίο θέαμα, αν και δεν ήταν εμπαθείς, αλλά απαθείς και ζούσαν σ’ ένα περιβάλλον που δεν το κυβερνούσαν τα πάθη.

Άραγε, θα μπορέσουμε εμείς, που σ’ όλη μας τη ζωή τρεφόμαστε από το κοσμικό φρόνημα, από τις πολύμορφες όψεις των παθών, από τις πολυλογίες, από τα άπρεπα λόγια που ακούμε και τις ασύμφορες συναναστροφές, να μη μολυνθούμε από το κακό ή να μην τραυματιστούμε ψυχικά και να μη διατεθεί πονηρά ο εσωτερικός μας κόσμος; Δεν είναι δυνατόν. Όχι, δεν μπορεί να μη γίνει αυτό. Γι’ αυτό ακριβώς και οι Πατέρες, ακολουθώντας το παράδειγμα του Τιμίου Προδρόμου, εγκατέλειψαν τον κόσμο, αποφεύγοντας έτσι τη συνοίκηση με εκείνους που έχουν κοσμικό φρόνημα και κοσμική ζωή. Άλλοι κατοίκησαν στην έρημο και έλκυσαν προς αυτήν πολλούς μεταγενέστερους. Άλλοι πάλι ασκήτεψαν στα μοναστήρια και συγκρότησαν πνευματικές αδελφότητες, στις οποίες ο καθένας μας, σύμφωνα με τις δικές του προϋποθέσεις, ενσωματώνεται και μιμείται το ζήλο εκείνων, ζώντας όλοι μας μέσα σ’ αυτά τα ιερά μαντριά.

Δεν πρέπει όμως μόνο να κατοικούμε σ’ αυτά, αλλά και να ζούμε όπως έζησαν και οι Πατέρες που τα δημιούργησαν. Γιατί δεν λείπει από τους άλλους αυτούς θεϊκούς παραδείσους, δηλαδή τα μοναστήρια, το γνωστό ξύλο του καλού και του κακού, ούτε ο διάβολος παύει να είναι σύμβουλος. Έχοντας πια αποχτήσει πείρα από το παλιό παράδειγμα του Αδάμ και της Εύας, ας έχουμε στραμμένη την προσοχή μας μόνο στο σοφό και αγαθό σύμβουλο, δηλαδή το Χριστό μας.

Ας ακολουθούμε αυτούς που και παλιότερα τον υπάκουσαν και τώρα πειθαρχούνε στο νόμο Του, ομοιώvoντας τη ζωή μας με τη ζωή τους, κατά το υπόδειγμα και τους λόγους του αποστόλου Παύλου που λέει «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού» (Α’ Κορινθ. 4,16), γιατί πραγματικά μετά από τόσες δοκιμασίες που πέρασαν η ζωή τους είναι αυθεντική.

Αλλά όπως ακριβώς στην έρημο, έτσι και στα ιερά αυτά μοναστήρια υπάρχουν θηρία και κτήνη. Πρέπει λοιπόν πολύ να προσέξουμε, μήπως - αν δεν μιμηθούμε ο καθένας μας σύμφωνα με τη δύναμή του το βίο του Ιωάννη - εξισωθούμε με τα ανόητα κτήνη και μοιάσουμε σ’ αυτά (Ψαλμ. 48,13).

Λοιπόv τι πρέπει να κάνουμε; Ο Τίμιος Πρόδρομος ήταν πάντα ασκεπής, δείγμα της αδιάλειπτης προσευχής και της παρρησίας του προς το Θεό. Γιατί σύμφωνα μ’ αυτό που λέει ο Απόστολος, ο «άνδρας πρέπει να προσεύχεται ασκεπής, ώστε έχοντας ακάλυπτο το πρόσωπό του, να αντανακλά τη δόξα του Θεού» (Β’ Κορινθ. 3,18). Ας καλύψουν λοιπόν την κεφαλή τους, δηλαδή ας προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να ασφαλιστούν αυτοί που ζουν μέσα στον κόσμο και σχετίζονται μ’ αυτόν, ώστε να προφυλαχτούν από τις ζημιές και τα σκάνδαλα, που τόσο φυσικά παρουσιάζονται στη ζωή τους, αν και δεν νομίζω ότι αυτό μπορούν να το κάνουν πάντοτε.

Εμείς όμως, κάνοντας πολύ καλά, αναχωρήσαμε από τον κόσμο. Ας απομακρυνθούμε απ’ αυτόν και με τη διάνοιά μας, ενώvoντας το voυ μας με το Χριστό, ψέλνοντας και υμνώντας Τον με πνευματικές υμνωδίες και προσευχές. Ακόμα κάνοντας με την προσευχή τους εαυτούς μας ναό του σωτηρίου Ονόματος Του, έχοντας Αυτόν διαρκώς στη μνήμη μας για χάρη του Οποίου εγκαταλείψαμε τον κόσμο. Γιατί εκείνος που άφησε γι’ Αυτόν τον κόσμο και όσα καλά είχε εκεί, ποθεί οπωσδήποτε να ενωθεί μαζί με το Χριστό. Η ένωση αυτή κατορθώνεται με τη διαρκή μνήμη του Ονόματος Του, η οποία καθαρίζει το νου. Ας καθαρίσουμε λοιπόν τα μάτια της ψυχής μας με το να αναζητάμε το Θεό μέσα στα έργα μας, στα λόγια μας και στους λογισμούς μας. Δεν θα έχουμε κανένα εμπόδιο, μόνο να θελήσουμε να έχουμε στραμμένη την προσοχή μας, όσο μας είναι μπορετό, στο βίο του Αγίου Ιωάννη. Εκείνος ήταν στην έρημο άστεγος, εμείς ας αρκεστούμε στη μικρή μας στέγη. Ας είμαστε ευχαριστημένοι με το μικρό κελλί, που μας έχει παραχωρήσει ο προεστώτας, φέρνοντας στο νου μας εκείνον που σε όλη του τη ζωή δεν είχε καθόλου κατοικία. Εκείνον που του ήταν αρκετά για τροφή τα ακρόδρυα και ο μελέαγρος. Ο μελέαγρος ήταν χόρτο που φύτρωνε μόνο του, χωρίς καλλιέργεια στην έρημο και του οποίου τις ρίζες χρησιμοποιούσαν για τροφή και οι μετά τον Ιωάννη ερημίτες Πατέρες. Ακρόδρυα ονομάζουν τους καρπούς. Με καρπούς λοιπόν και ρίζες χόρτων ζούσε εκείνος ή με μέλι άγριο. Φορούσε ένα μόνο χιτώνα, ζωσμένος δερμάτινη ζώνη, δείχνοντας έτσι και με τα δύο αυτά σύμβολα τη νέκρωση των παθών που έφερε πάνω στο σώμα του (Β’ Κορ. 4,10). Ακόμα, έχοντας ο ίδιος το αγαθό της ακτημοσύνης, το διδάσκει και σε μας με τη ζωή του. Εμείς πόσο τα έχουμε όλα πλούσια! Τρόφιμα και ρούχα, κελλάρια και αποθήκες γεμάτες από στάρι και κρασί, ζυμωτήρια και χώρους για να κόβουμε το ψωμί και με λίγα λόγια έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε.

Ας ευχαριστούμε λοιπόν το Θεό που μας τα χορηγεί και τον Τίμιο Πρόδρομο, προς Τιμή του οποίου όλα αυτά άκοπα συγκεντρώνονται, σαν να τρέχουν από κάποια πηγή και ας τα προσφέρουμε για τη δόξα του, ανταποδίδοντάς του την ευχαριστία μας με έργα. Γιατί αν είμαστε ευχαριστημένοι με τα κοινά αυτά αγαθά της Μονής, δεν απέχουμε από την ακτημοσύνη και την εγκράτεια του Ιωάννη. Αν και εμείς δεν μπορούμε να παραβληθούμε σε τίποτα μαζί του, όμως όπως εκείνος τρεφόταν από το Θεό, έτσι και εμείς τρεφόμαστε από τα ταμεία του, δηλαδή από τα ταμεία του Μοναστηριού, που είναι αφιερωμένα στο Θεό. Αυτό δεν είναι κακό. Κακό είναι να έχουμε δικά μας ταμεία και κτήματα. Αυτό μας χωρίζει από την κοινωνία των Αγίων. Εκείνος που έφυγε από τον κόσμο και έχει δικά του πράγματα, είτε γιατί τα έφερε μαζί του από τον κόσμο, είτε γιατί τα απέκτησε όντας μοναχός, σέρνει μαζί του τον κόσμο και ποτέ δεν τον εγκαταλείπει, ακόμα και αν βρίσκεται σ’ αυτό το Άγιο Όρος, ακόμα και αν ζει μέσα σ’ αυτές τις ιερές Μονές που εικονίζουν τον ουρανό. Αυτός μολύνει και τον τόπο ακόμα που κάθεται και τον μετατρέπει σ’ ένα κομμάτι του κόσμου. Αυτός οπωσδήποτε θα κατακριθεί, γιατί νόμισε τον ιερό τόπο του Θεού, σαν τόπο κοσμικό.

Μήπως όμως άφησε ο Βαπτιστής του Κυρίου και Πρόδρομος Iωάννης την ηρεμία και την ερημιά εκείνη; Βέβαια την άφησε. Πότε όμως; Όταν στάλθηκε από Εκείνον για να γνωρίσει το δρόμο της σωτηρίας στο λαό Του και να ελέγξει όσους δεν υπάκουαν στις εντολές Του. Γι’ αυτό τον έλεγχο αποκεφαλίστηκε απ’ αυτούς, γεγονός το οποίο σήμερα γιορτάζουμε. Δεν έπρεπε αυτός να πεθάνει με «φυσικό» τρόπο. Γιατί αυτός ο «φυσικός» θάνατος είναι καταδίκη για την παράβαση του Αδάμ, για την οποία δεν ήταν οφειλέτης ο Ιωάννης, που υπήρξε υπηρέτης και διάκονος του θείου θελήματος και Τον υπάκουσε από τότε που βρισκόταν ακόμα στην κοιλιά της μητέρας του. Οι δίκαιοι, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, οφείλουν να θυσιάζονται τόσο για την ορθή πίστη και λατρεία του Θεού όσο και για την ακεραιότητα της ηθικής ζωής. Και γι’ αυτό το λόγο είναι πιο κατάλληλος γι’ αυτούς ο βίαιος θάνατος για χάρη του καλού. Γι’ αυτό και ο Κύριος τέτοιο θάνατο paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ