2020-01-29 18:26:18
Φωτογραφία για Μεγάλου Βασιλείου,  Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων (μετάφραση και κείμενο)
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ:

ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ, ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΞ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πολλοὶ λόγοι, ἀγαπητά μου παιδιά, μὲ κάνουν νὰ σᾶς δώσω αὐτὲς τὶς συμβουλές. Πιστεύω ὅτι εἶναι οἱ καλύτερες καὶ θὰ σᾶς ὠφελήσουν, ἂν τὶς κάνετε κτῆμα σας. Ἔχω προχωρημένη ἡλικία. Ἀσκήθηκα στὴ ζωὴμὲ πολλοὺς τρόπους. Γνώρισα ἐπὶ πολλὰχρόνια τὶς βιοτικὲς μεταβολές, ποὺ συμπληρώνουν τὴν ἀνθρώπινη μόρφωση. Ἔτσι, ἔχω κάμποση πείρα στὰ ἀνθρώπινα πράγματα. Μπορῶ, λοιπόν, σ᾿ αὐτοὺς ποὺπρωτομπαίνουν στὸ στάδιο τῆς ζωῆς, νὰ δείξω τὸν ἀσφαλέστερο δρόμο. Ἀπὸ τὴν ἄποψη τῆς συγγένειας, ἔρχομαι εὐθὺς μετὰτοὺς γονεῖς σας. Γι᾿ αὐτό, σᾶς ἀγαπῶὅμοια μ᾿ἐκείνους. Καὶ σεῖς μὲ βλέπετε σὰν πατέρα σας, ἔτσι θαρρῶ. Ἄν, λοιπόν, δεχθῆτε μὲ προθυμία τὰλόγια μου, θὰ ἀνήκετε στὴ δεύτερη κατηγορία ἐκείνων ποὺ ἐπαινεῖ ὁ ἀρχαῖος ποιητὴς Ἡσίοδος, γράφοντας ὅτι εἶναι ἄριστος ἄνθρωπος ὅποιος μονάχος του ξεχωρίζει τὸ σωστὸ κι εἶναι καλὸς ἄνθρωπος ὅποιος συμμορφώνεται μὲ τὶς σωστὲς ὑποδείξεις
. Ἐνῷὅποιον δὲν εἶναι ἱκανὸς νὰτὸ κάνει αὐτό, τὸν χαρακτηρίζει σὰν ἄνθρωπο ἄχρηστο. Καὶ μὴν ἀπορήσετε ποὺἔρχομαι νὰπροσθέσω κάτι δικό μου σὲ ὅσα διαβάζετε ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους στὰ σχολεῖα σας καὶ μάλιστα νὰσᾶς πῶὅτι αὐτὸ τὸδικό μου εἶναι ὠφελιμότερο ἀπὸ ὅσα ἐκεῖνοι σᾶς διδάσκουν. Ἀκριβῶς αὐτὸ εἶναι τὸνόημα τῆς συμβουλῆς μου: δὲν πρέπει νὰ παραδώσετε στοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τὸ τιμόνι τοῦ νοῦ σας, γιὰνὰ σᾶς πᾶνε ὅπου αὐτοὶθέλουν. Δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθεῖτε σὲ ὅλα. Πρέπει νὰ πάρετε ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅ,τι εἶναι χρήσιμο καὶ νὰ μὴ δώσετε προσοχὴ στὰὑπόλοιπα. Ἔρχομαι, λοιπόν, ἀμέσως νὰ σᾶς ὑποδείξω ποιὰ εἶναι τὰ ἄχρηστα μέσα στὰ συγγράμματά τους καὶ πῶς νὰ ξεχωρίζετε τὰ πρῶτα ἀπὸ τὰ δεύτερα.

ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ

Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θεωροῦμε ἐντελῶς ἀσήμαντο πρᾶγμα τὴν ἐδῶκάτω ἀνθρώπινη ζωή. Δὲν λογαριάζουμε καὶ δὲν λέμε καλὸ ὅ,τι μᾶς ἐξυπηρετεῖ σ᾿αὐτὴμονάχα τὴ ζωή. Τὴν ἔνδοξη καταγωγή, τὴν εὐρωστία τοῦ κορμιοῦ, τὴ σωματικὴ καλλονή, τὸὡραῖο ἀνάστημα, τὶς τιμὲς ποὺ δίνουν οἱἄνθρωποι, ἀκόμα καὶ τὸ βασιλικὸἀξίωμα κι ὁτιδήποτε ἄλλο προσφέρει ὁ παρὼν κόσμος, δὲν θὰ τὰ θαρροῦμε μεγάλα καὶζηλευτὰ πράγματα. Δὲν μᾶς κάνουν ἐντύπωση ὅσοι τὰ ἔχουν. Οἱδικές μας ἐλπίδες πᾶνε πολὺμακρύτερα. Οἱ πράξεις μας εἶναι μιὰπροετοιμασία γιὰ κάποιαν ἄλλη ζωή. Ἀκριβῶς, λοιπόν, ὅσα μᾶς χρειάζονται γι᾿ αὐτὴ τὴν ἄλλη ζωή, αὐτὰ ἀγαπᾶμε, αὐτὰλαχταρᾶμε, περιφρονώντας ὅσα δὲν φθάνουν ὡς ἐκεῖ. Ποιὰ εἶναι αὐτὴἡ ἄλλη ζωή; Ποῦ καὶ πῶς θὰ τὴζήσουμε; Αὐτὸ τὸ θέμα εἶναι ἀνώτερο τῆς τωρινῆς ἀφορμῆς, γιὰ νὰτὸ περιγράψω. Καὶ σεῖς, ἐξ ἄλλου, δὲν ἔχετε ἀκόμη ὅλη τὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰἀφομοιώσετε τὴν περιγραφή του. Θὰ σᾶς δώσω ὅμως ἕνα σκιαγράφημά του, ποὺ θὰσᾶς εἶναι ἀρκετό. Ἂς πάρουμε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰὅλη τὴν εὐτυχία, ποὺ σωρεύθηκε στὸν κόσμο αὐτὸν ἐδῶ ἀπὸ τὴν πρώτη ἡμέρα του. Ὅλη, λοιπόν, αὐτὴ ἡ γήινη εὐτυχία δὲν φθάνει οὔτε τὸ μικρότερο ἀπὸ τὰ ἀγαθὰ τῆς ἄλλης ζωῆς. Ὅλα τὰκαλὰ τοῦκόσμου τούτου εἶναι τόσο κατώτερα ἀπὸ τὸ ἐλάχιστο ἀνάμεσα σ᾿ἐκεῖνα τὰ ἀγαθά, ὅσο κατώτερα εἶναι ἡ σκιὰ καὶτὸ ὄνειρο ἀπὸτὴν πραγματικότητα. Ἤ, γιὰνὰ χρησιμοποιήσω ἕνα πιὸσυνηθισμένο παράδειγμα, ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς δυὸζωές, γιὰ τὶς ὁποῖες μιλᾶμε, εἶναι ὅσο κι ἡ διαφορὰ σὲ ἀξία ἀνάμεσα στὴν ψυχὴκαὶ στὸσῶμα.

Ὁδηγός μας στὴν ἐδῶκάτω ζωὴ εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, ποὺἡ γλώσσα της ἔχει πολὺ μυστήριο. Ὅσο ὁἄνθρωπος ἔχει ἀκόμα μικρὴ ἡλικία, εἶναι φυσικὸνὰ μὴκαταλαβαίνει τὴ βαθιά της σημασία. Τί κάνει, λοιπόν; Προγυμνάζεται μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σὲἄλλα κείμενα, ὄχι ἐντελῶς ξένα, ποὺμοιάζουν μὲ καθρέφτες καὶ σκιές. Συμβαίνει δηλαδὴ ὅ,τι καὶ στὸν στρατό. Οἱ στρατιῶτες ἀποκτοῦν τὴν πολεμικὴ πείρα πρῶτα μὲτὶς κινήσεις τῶν γυμνασίων, ποὺ εἶναι ἕνα εἶδος παιχνίδι. Ὕστερα, γνωρίζουν τὸν ἀληθινὸπόλεμο. Ἔχουμε κι ἐμεῖς μπροστά μας μιὰ μάχη. Τὴ μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅλες. Γιὰ νὰἑτοιμασθοῦμε, πρέπει νὰ γυμνασθοῦμε, νὰκοπιάσουμε. Πῶς θὰ γίνει αὐτὴ ἡπρογύμναση; Μὲ τὸ νὰ γνωρίσουμε καλὰ τοὺς ποιητές, τοὺς πεζογράφους, τοὺς ρήτορες κι ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ θὰμᾶς προσφέρουν κάτι γιὰ νὰδυναμώσουμε τὴν ψυχή μας. Θυμηθῆτε τί κάνουν τὰβαφεῖα. Πρῶτα ἑτοιμάζουν μὲ διάφορους τρόπους τὸ ὕφασμα ποὺ θὰβάψουν. Καὶ μονάχα ἀφοῦγίνει αὐτὴἡ προεργασία, τότε παίρνουν καὶ μεταχειρίζονται τὸ κόκκινο ἢ ἄλλο χρῶμα γιὰ νὰκάνουν τὸ βάψιμο. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ γίνεται καὶ σὲμᾶς. Πρῶτα θὰ ἑτοιμάσουμε τὴ συνείδησή μας μὲ τὴν κοσμικὴ σοφία κι ὕστερα θ᾿ἀκούσουμε τὰ ἱερὰ καὶβαθιὰ νοήματα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας. Πρῶτα θὰ συνηθίσουμε νὰβλέπουμε τὸν ἥλιο μέσα στὸ νερὸ κι ὕστερα θ᾿ ἀτενίσουμε τὸν ἴδιο τὸν ἥλιο.

ΟΙ ΚΑΡΠΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΛΛΩΜΑ

Ἂν οἱδυὸ διδασκαλίες ἔχουν κάποια συγγένεια, θὰἦταν ὠφέλιμη ἡ γνώση καὶ τῶν δυό. Ἀλλὰ ἔχουν καὶμεγάλη διαφορά. Γι᾿ αὐτό, ἂν τὶς βάλουμε τὴ μιὰ πλάι στὴν ἄλλη καὶ τὶς συγκρίνουμε, θὰ δοῦμε καθαρὰὅτι ἡμιὰ ὑπερέχει τῆς ἄλλης. Μὲ τί ὅμως νὰ τὶς παρομοιάσουμε, ὥστε νὰ δώσουμε μιὰπετυχημένη εἰκόνα τους; Ἡ κύρια ἀξία τοῦ φυτοῦεἶναι τὸὅτι κάνει καρπούς. Ἀλλὰκαὶ τὰφύλλα του προσφέρουν ἕνα στόλισμα, καθὼς παίζουν κάτω ἀπὸ τὴν πνοὴτοῦ ἀέρα γύρω στοὺς κλάδους. Κάτι ἀνάλογο γίνεται καὶ στὴν ψυχή. Ὁ καρπός της, ἡἀξία της εἶναι ἡ ἀλήθεια. Εἶναι ὅμως ὡραῖο πρᾶγμα νὰ τὴν τριγυρίζει κι ἡ κοσμικὴ σοφία, σὰν φυλλωσιά, ποὺ σκεπάζει ὄμορφα τοὺς καρπούς. Αὐτὸ συνέβη μὲ τὸν μεγάλο Μωϋσῆ, τὸν περιβόητο γιὰ τὴ σοφία του, καθὼς ἀναφέρει ἡ παράδοση. Πρῶτα –λένε- γύμνασε τὸν νοῦ του στὶς ἐπιστῆμες τῆς ἀρχαίας Αἰγύπτου κι ὕστερα σίμωσε γιὰ νὰδεῖ τὸν ἀληθινὸΘεό. Παρόμοιο συνέβη καὶ μὲ τὸν σοφὸ Δανιήλ, αἰῶνες ἀργότερα. Πρῶτα διδάχθηκε στὴ Βαβυλώνα τὴ σοφία τῶν Χαλδαίων κι ὕστερα ἔπεσε στὴσπουδὴ τῆς θείας διδασκαλίας.

Η ΠΕΤΡΑ ΣΤΟ ΑΛΦΑΔΙ

Ἀρκετὰσᾶς ἐξήγησα τὸ ὅτι αὐτὰτὰ κοσμικὰμαθήματα δὲν εἶναι ἀνώφελα γιὰ τὴν ψυχή. Ἂς ἔλθουμε τώρα νὰ δοῦμε καὶ τὸ πῶς πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνετε. Ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸτὰ πολύμορφα ἔργα τῶν ποιητῶν. Δὲν πρέπει νὰ δίνετε σημασία σὲ ὅλα, χωρὶς ἐξαίρεση, τὰ διδάγματά τους. Ὅταν σᾶς ἐξιστοροῦν κατορθώματα, ἢ σᾶς ἐκθέτουν λόγια καλῶν ἀνθρώπων, νὰ τὰδέχεστε μὲ ἀγάπη, νὰ κοιτᾶτε νὰτοὺς μιμηθῆτε, νὰ τοὺς μοιάσετε, ὅσο μπορεῖτε. Ὅταν ὅμως φέρνουν στὴ μέση κακοὺς ἀνθρώπους, πρέπει νὰ ἀποφεύγετε τὶς τέτοιες εἰκόνες, φράζοντας τ᾿ αὐτιά σας ὅμως ὁ Ὀδυσσέας, πού, καθὼς διηγεῖται ὁ Ὅμηρος, ἤθελε ν᾿ ἀποφύγει τὴ μελῳδία τῶν Σειρήνων. Γιατί; Διότι ἅμα συνηθίσει κανεὶς στὰ ἁμαρτωλὰλόγια, περνᾶ καὶ στὰ ἁμαρτωλὰἔργα. Γι᾿αὐτό, λοιπόν, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰπροφυλάσσουμε τὴν ψυχή μας. Διότι ὑπάρχει κίνδυνος, μαζὶ μὲ τὴ γλύκα τῶν λόγων νὰ πάρουμε μέσα μας καὶ κάτι θανάσιμο, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Εἶναι μέλι, ποὺ ἔχει καὶδηλητήριο. Δὲν θὰ ἐπαινέσουμε, ἔτσι, τοὺς ποιητές, ὅταν παριστάνουν ἀνθρώπους ποὺἀσεβοῦν, ποὺ ἐμπαίζουν, ποὺ παραδίνονται στὴν ἀκολασία, ποὺ παρασύρονται ἀπὸ τὸ πιοτό, οὔτε ὅταν περιορίζουν τὴν εὐτυχία σὲ πλούσια τραπέζια καὶ σὲ ἄσεμνα τραγούδια. Καὶ δὲν θὰ δώσουμε καμιὰσημασία, ὅταν κάνουν λόγο γιὰ θεοὺς καὶ μᾶς λένε ὅτι οἱ θεοὶ αὐτοὶεἶναι πολλοὶ κι ἀλληλομισοῦνται. Διότι, καθὼς ξέρετε, οἱ ψεύτικοι θεοὶ τῆς εἰδωλολατρίας πολεμᾶνε ὁἀδελφὸς τὸν ἀδελφὸ κι ὁπατέρας τὰ παιδιά του κι ἐκεῖνα τοὺς γονεῖς τους, μὲ ὑπουλότητα. Θ᾿ ἀφήσουμε στοὺς ἀνθρώπους τοῦ θεάτρου τὶς μοιχεῖες τῶν θεῶν, τοὺς ἔρωτές τους, τὶς ἀσύστολες σαρκικές τους σχέσεις καὶπρὸ παντὸς τοῦ μεγαλύτερου ἀπ᾿ ὅλους θεοῦΔία, ὅπως λέγουν αὐτοί. Εἶναι πράγματα ὅλα αὐτά, ποὺ καὶ γιὰτὰ ζῷα ἂν τὰἔλεγε κανεὶς θὰ κοκκίνιζε. Τὰ ἴδια ἔχω νὰπῶ καὶγιὰ τοὺς πεζογράφους καὶ μάλιστα ὅταν γράφουν γιὰνὰ διασκεδάσουν.

Ἐπίσης δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς ρήτορες τῶν δικαστηρίων, ποὺ ἡ τέχνη τους εἶναι τὸ ψέμα. Διότι τὸ ψέμα δὲν εἶναι ὠφέλιμο οὔτε στὰδικαστήρια οὔτε πουθενὰ ἀλλοῦ, μιὰκαὶ προτιμήσαμε, σὰν χριστιανοί, τὸν σωστὸ κι ἀληθινὸδρόμο τῆς ζωῆς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς προστάζει νὰ μὴ καταφεύγουμε στὰ δικαστήρια. Ἀπ᾿ ὅσα μᾶς διδάσκουν οἱ παρὰ πάνω, θὰ διαλέγουμε καὶθὰ παίρνουμε μονάχα ὅ,τι εἶναι ἔπαινος τῆς ἀρετῆς καὶ κατάκριση τῆς κακίας. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τ᾿ἄλλα ζῷα, τὰ λουλούδια εἶναι καλὰ μονάχα γιὰ τὸ ἄρωμά τους καὶτὸ χρῶμα τους. Γιὰ τὶς μέλισσες ὅμως, ὑπάρχει σ᾿αὐτὰκαὶ κάτι ἄλλο: τὸ μέλι. Ἔτσι κι ἐδῶ. Ὅσοι στὰσυγγράμματα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων δὲν ἀναζητοῦν μονάχα τὴγλύκα καὶ τὴ χάρη τοῦ λόγου, μποροῦν ν᾿ἀποκομίσουν καὶ κάποια ὠφέλεια γιὰ τὴν ψυχή. Πρέπει, λοιπόν, αὐτὰ τὰσυγγράμματα νὰ τὰ σπουδάζουμε ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῶν μελισσῶν. Οἱ μέλισσες δὲν πετᾶνε σὲὅλα τὰλουλούδια μὲ τὸν ἴδιο τρόπο. Κι ὅπου καθίσουν, δὲν κοιτᾶνε νὰ τὰπάρουν ὅλα. Παίρνουν μονάχα ὅσο χρειάζεται στὴ δουλειά τους καὶ τὸ ὑπόλοιπο τὸ παρατοῦν καὶ φεύγουν. Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἂν εἴμαστε φρόνιμοι. Θὰ πάρουμε ἀπ᾿ αὐτὰ τὰκείμενα ὅ,τι συγγενεύει μὲ τὴν ἀλήθεια καὶ μᾶς χρειάζεται καὶ τὰ ὑπόλοιπα θὰτὰ ἀφήσουμε πίσω μας. Κι ὅπως, κόβοντας τὸ τριαντάφυλλο, ἀποφεύγουμε τ᾿ ἀγκάθια τῆς τριανταφυλλιᾶς, ἔτσι κι ἀπὸ τὰκείμενα αὐτὰ θὰ πάρουμε ὅ,τι εἶναι χρήσιμο καὶ θὰ φυλάξουμε τὸν ἑαυτό μας ἀπ᾿ ὅ,τι εἶναι ἐπιζήμιο. Ἀπὸτὴν πρώτη, λοιπόν, στιγμὴ πρέπει νὰἐξετάζουμε τὰ διδάγματα χωριστὰ καὶ νὰτὰ προσαρμόσουμε στὸν σκοπό μας, φέρνοντας, κατὰ τὴδωρικὴ παροιμία τὴ σχετικὴμὲ τοὺς κτίστες, τὴν πέτρα στὸ ἀλφάδι.

Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ

Στὴν ἄλλη ζωή, θὰ φθάσουμε μὲ τὴν ἀρετή. Τὴν ἀρετή, ποὺἐξύμνησαν κι οἱ ποιητὲς κι οἱ πεζογράφοι, ἄλλα πιὸ πολὺοἱ φιλόσοφοι. Ἔτσι, μεγαλύτερη προσοχὴπρέπει νὰ δώσουμε στὰ συγγράμματα αὐτῶν τῶν τελευταίων. Δὲν εἶναι μικρὸτὸ κέρδος, ὅταν οἱ ψυχὲς τῶν νέων συνηθίσουν καὶ κάνουν δική τους τὴν ἀρετή. Ὅσα ὁἄνθρωπος ἀφομοιώνει στὴν τρυφερὴ ἡλικία του, μένουν ἀσάλευτα. Διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀκόμα ἁπλὴτότε καὶ ὅ,τι δέχεται, ἐντυπώνεται πολὺ βαθιὰμέσα της. Τί ἄλλο τάχα σκέφθηκε ὁ Ἡσίοδος ἀπὸτὸ νὰπροτρέψει τοὺς νέους στὴν ἀρετή, ὅταν φιλοτεχνοῦσε τοὺς στίχους του, ποὺ ὅλοι τους τραγουδοῦν; Σκέφθηκε ὅτι ὁδρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι στὴν ἀρχὴκακοτράχαλος καὶ δυσκολοδιάβατος κι ἀνηφορικός. Ὅτι τὸν διανύει κάποιος μὲ πολὺν ἱδρώτα καὶπολὺ κόπο. Ὅτι, γι᾿ αὐτὸν τὸν λόγο, δὲν μπορεῖ ὁ καθένας νὰβάλει τὸ πόδι του σ᾿ αὐτὸν τὸν δρόμο, μὲ τὴν ἀποτομιὰ ποὺδείχνει, κι οὔτε, ἂν τὸν περπατήσει, θὰ φθάσει εὔκολα στὴν κορυφή. Ὅτι σὰν φθάσει ὅμως ἐκεῖπάνω, βλέπει πὼς στὴν πραγματικότητα ἦταν ἕνας δρόμος ἴσιος, ὄμορφος, εὔκολος, καλοδιάβατος καὶ πιὸεὐχάριστος ἀπὸ τὸν ἄλλο, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν κακία καὶ ποὺ ὁ ἴδιος ποιητὴς εἶπε ὅτι μονομιᾶς μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸν διαβεῖ, διότι βρίσκεται κοντά μας. Ἐγὼ τὸ πιστεύω: ὉἩσίοδος ἱστόρησε ὅλα αὐτὰ γιὰνὰ μᾶς παροτρύνει στὴν ἀρετή, νὰ σπρώξει τὸν καθένα στὸκαλό, νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴ τὸβάλουμε κάτω μπροστὰ στοὺς κόπους καὶνὰ μὴσταματήσουμε πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦδρόμου. Κι ὅποιος ἄλλος μὲτέτοιο τρόπο τραγούδησε τὴν ἀρετή, ἂς γίνει ὁ λόγος του καλόδεχτος ἀπὸ μᾶς, μιὰκι ὁδηγεῖστὸν ἴδιο σκοπό.

Ἄκουσα κάποτε νὰμιλᾶ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε τὴ δύναμη νὰἐμβαθύνει στὸ νόημα τῶν ποιητῶν. Ἔλεγε, λοιπόν, ὅτι ὅλη ἡ ποίηση τοῦ Ὁμήρου δὲν εἶναι ἄλλο παρὰἕνας ὕμνος τῆς ἀρετῆς. Ὅλα, στὸν Ὅμηρο, ἐκτὸς ἀπὸὅ,τι εἶναι περιθωριακό, ἀποβλέπουν σ᾿ αὐτό. Ἔτσι, λόγου χάρη, συμβαίνει μὲ ὅσα γράφει γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, ποὺ σώθηκε γυμνὸς ἀπὸτὸ ναυάγιο καί, στὴν ἀρχή, μὲ μόνη τὴν ἐμφάνισή του, προκάλεσε τὸν σεβασμὸτῆς βασιλοκόρης Ναυσικᾶς. Ἡγύμνια του δὲν ἦταν ντροπή, διότι ἀντὶ γιὰροῦχα ἦταν ντυμένος μὲ τὴν ἀρετή. Κι ὕστερα προκάλεσε ἀγαθὴ ἐντύπωση καὶστοὺς ἄλλους Φαίακες, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ παρατήσουν τὴν τρυφηλὴ ζωή τους καὶ νὰπροσπαθοῦν, θαυμάζοντάς τον, νὰ τὸν μιμηθοῦν. Καὶ στὸ στόμα κάθε Φαίακος, τότε, ἄλλη εὐχὴ δὲν ὑπῆρχε παρὰνὰ γίνει δεύτερος Ὀδυσσεας, ἔστω καὶ θαλασσοδαρμένος. Διότι -ἔλεγε ὁἑρμηνευτὴς ἐκεῖνος τοῦ ποιητικοῦ νοήματος- μὲ αὐτὰ ὁ Ὅμηρος διδάσκει ξάστερα τὰ ἑξῆς: Ἄνθρωποι γυμνασθῆτε στὴν ἀρετή, ποὺκολυμπᾶ μαζί σας στὸ ναυάγιο, κι ὅταν πατήσετε στὴ στεριὰ γυμνοί, θὰσᾶς παραστήσει πιὸ τιμημένους ἀπὸ τοὺς ἀμέριμνους Φαίακες. Καί, πραγματικά, αὐτὸ εἶναι. Ὅλα τὰ ἄλλα, ποὺ τυχὸν ἔχουμε, ἀνήκουν ἐξ ἴσου στοὺς ἰδιοκτῆτες τους καὶσὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἄνθρωπο. Πέφτουν πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, ὅπως τὰζάρια. Ἡ μόνη ἀναφαίρετη ἰδιοκτησία εἶναι ἡἀρετή. Τὴν ἔχει δική του ὁ καθένας κι ὅσο ζῆ κι ὅταν φύγει ἀπ᾿αὐτὸν ἐδῶτὸν κόσμο. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁΣόλων, θαρρῶ, εἶπε στοὺς πλουσίους τό:

Δὲν θ᾿ἀνταλλάξουμε μαζί τους τὸν πλοῦτο

μὲ τὴν ἀρετή. Πάντα ἐκείνη μένει,

ἐνῷ τὸ χρῆμα συχνὰ ἀπ᾿ τὸν ἕνα στὸν ἄλλο περνᾶ.

Παρόμοια εἶναι κι ὅσα λέγει ὁ Θέογνις. Ὁ κάθε θεὸς γέρνει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους τὸν ζυγὸμὲ διαφορετικὸ πάντα τρόπο, ὥστε:

ἄλλοτε νὰπλουτοῦν κι ἄλλοτε νὰ μὴν ἔχουν τίποτε.

Ἀλλὰκι ὁ σοφιστὴς Πρόδικος, ὁ Κεῖος, ἐκφράζεται παρόμοια κάπου στὰ συγγράμματά του, φιλοσοφώντας γύρω ἀπὸτὴν ἀρετὴ καὶτὴν κακία. Ἂς δώσουμε, λοιπόν, καὶσ᾿ αὐτὸν προσοχή, διότι εἶναι ἀξιόλογος ἄνθρωπος. Διηγεῖται τὰ ἑξῆς, ἀπὸ ὅσο θυμᾶμαι, διότι δὲν ἔχω ἀποστηθισμένο τὸν λόγο του, ποὺ εἶναι πεζὸς κι ὄχι σὲστίχους. Ὅταν ὁ Ἡρακλῆς ἦταν ἀκόμα πολὺνέος, σχεδὸν τῆς ἡλικίας σας, σκεφτόταν ποιὸν δρόμο νὰ πάρει, τὸν κοπιαστικὸ τῆς ἀρετῆς ἢτὸν πολὺεὔκολο. Τὸν σίμωσαν, λοιπόν, δυὸ γυναῖκες, ἡἈρετὴκι ἡ Κακία. Ἡ διαφορά τους φάνηκε εὐθύς, μὲ τὴν ἐξωτερική τους ἐμφάνιση, πρὶν ἀκόμα ἀρθρώσουν λέξη. Ἡ μιὰ ἦταν στολισμένη φανταχτερὰ ἀπὸ τὴν κομμωτικὴτέχνη, σὰν καλλονή, ἀλλὰμὲ πλαδαρὲς σάρκες ἐξ αἰτίας τῆς τρυφηλῆς ζωῆς, κι ἀπὸπίσω της ἔρχονταν ὅλα τὰπάθη τῆς ἡδονῆς. Τὰἔδειχνε ὅλα αὐτὰκαὶ τὰσυνόδευε μὲ πολλὲς ὑποσχέσεις, προσπαθώντας νὰ τραβήξει πρὸς τὸμέρος τῆς τὸν Ἡρακλῆ. Ἡ ἄλλη ἦταν ἰσχνή, ἀτημέλητη, μὲ σοβαρὸβλέμμα κι ἔλεγε πράγματα ἐντελῶς διαφορετικά. Δὲν ὑποσχόταν τίποτε τὸ ἀναπαυτικὸ καὶτὸ εὐχάριστο. Ὑποσχόταν μονάχα χίλιους δυὸ κόπους κι ἱδρώτα καὶ κινδύνους παντοῦ, σὲστεριὲς καὶ θάλασσες. Καὶ τὸ βραβεῖο, γιὰ ὅλα αὐτά, θὰἦταν νὰγίνει ὁ Ἡρακλῆς θεὸς - ἔλεγε ὁΠρόδικος. Κι ὅπως ξέρετε, ὁ Ἡρακλῆς, στὸτέλος αὐτὴν ἀκολούθησε.

ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ

Ὅλοι, λοιπόν, σχεδὸν οἱ ἀξιόλογοι γιὰτὴ σοφία τους ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο κι ἄλλος περισσότερο, κι ὁ καθένας μὲτὸν τρόπο του, ἔχουν ἐξυμνήσει, στὰ ὅσα ἔγραψαν, τὴν ἀρετή. Αὐτοὺς πρέπει νὰ πιστεύουμε καὶ νὰπασχίζουμε νὰ ἐφαρμόσουμε στὴ ζωή μας τὰ λόγια τους. Διότι ὅποιος στηρίζει μὲ πράξεις τὴ φιλοσοφία, ποὺ ἄλλοι τὴν περιορίζουν στὰ λόγια

αὐτὸς μονάχα ἔχει νοῦ,

σὰν σκιὲς οἱ ἄλλοι γυροφέρνουν.

Ἔχουμε, σ᾿αὐτὴτὴν περίπτωση, μιὰ θαυμαστὴσὲ ὀμορφιὰ προσωπογραφία καὶ πλάι της τὸ ἴδιο πρόσωπο στὴν πραγματικότητα, ἐξίσου ὡραῖο με τὴν ἀπεικόνισή του. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ μὲ φουσκωμένα λόγια ἐξυμνοῦν τὴν ἀρετὴ μπροστὰστοὺς ἄλλους, ἀλλὰστὴ δική τους ζωὴ προτιμοῦν τὴν ἀκολασία ἀπὸτὴ σωφροσύνη, τὴν πλεονεξία ἀπὸ τὸδίκιο. Μὲ τί μοιάζουν αὐτοί; Μοιάζουν μὲ τοὺς ἠθοποιοὺς ποὺ παίζουν δράματα καὶ παρουσιάζονται στὴ σκηνὴ συχνὰ σὰν βασιλιάδες καὶ μεγάλοι ἄρχοντες, χωρὶς νὰ εἶναι οὔτε τὸἕνα οὔτε τὸ ἄλλο στὴν πραγματικότητα καί, καμιὰ φορά, οὔτε ἐλεύθεροι πολίτες, ἀλλὰδοῦλοι. Ὁμουσικὸς θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι καλὰ κουρντισμένη ἡ λύρα του; Ὁκορυφαῖος του χοροῦ, στὴν τραγῳδία, θὰ δεχόταν νὰ μὴν εἶναι ὁ χορὸς ἐναρμονισμένος μαζί του; Ὄχι. Ὑπάρχουν ὅμως ἄνθρωποι ποὺ θέλουν νὰ διαφωνοῦν μὲ τὸν ἑαυτό τους, κι ἡ ζωή τους νὰ ἔρχεται σὲἀντίθεση μὲ τὰ λόγια τους, νὰ συμβαίνει σ᾿αὐτοὺς αὐτὸποὺ λέγει ὁ Εὐριπίδης· ἡ γλώσσα μου ὁρκίσθηκε ἀλλὰὄχι κι ὁνοῦς, καὶποὺ νὰθέλουν νὰ φαίνονται κι ὄχι νὰεἶναι στ᾿ἀλήθεια καλοί; Ἀλλὰ κάτι παρόμοιο θὰ ἦταν τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς ἀδικίας, ἂν πρέπει νὰ πιστέψουμε στὸν Πλάτωνα, τὸνὰ δίνει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι σωστὸς ἄνθρωπος καὶ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν εἶναι.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ, ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Ὅσα, λοιπόν, λόγια ὁδηγοῦν πρὸς τὸκαλό, πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε, ὅπως εἴπαμε παραπάνω. Ἀλλὰ καὶ σπουδαῖες πράξεις τῶν ἀρχαίων σώθηκαν στὴ μνήμη ὡς τὶς ἡμέρες μας ἢ καταγραμμένες στὶς σελίδες τῶν ποιητῶν καὶ τῶν πεζογράφων. Ἂς μὴπαραμελήσουμε καὶ τὴ δική τους ὠφέλεια. Κάποτε, λόγου χάρη, ἕνας χυδαῖος ἄνθρωπος ἔβριζε τὸν Περικλῆ, ἐνῷ ὁμεγάλος πολιτικὸς δὲν ἔδινε καμιὰ σημασία. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁἄνθρωπος ἐκεῖνος περιέλουζε μὲ βρισιὲς τὸν Περικλῆ, ἀλλ᾿αὐτὸς ἔμενε ἀδιάφορος. Ὅταν, λοιπόν, ἔπεσε τὸ βράδυ καὶ σκοτείνιασε κι ἐκεῖνος ἀποκαμωμένος ἀπομακρυνόταν, ὁ Περικλῆς, πιστὸς στὴν ἄσκηση τῆς φιλοσοφίας, πρόσταξε νὰ τοῦ φωτίσουν τὸδρόμο ποὺ περπατοῦσε. Μιὰἄλλη φορά, πάλι, ἕνας ἄνθρωπος ὀργισμένος ἐναντίον τοῦ Εὐκλείδη, τοῦφιλοσόφου ἀπὸ τὰ Μέγαρα, τὸν ἀπείλησε, καὶ μάλιστα μὲ ὅρκο, ὅτι θὰτὸν σκότωνε. Ἀλλὰ κι ὁ Εὐκλείδης τοῦ ὁρκίσθηκε ὅτι θὰτὸν ἱκανοποιοῦσε καὶθὰ τὸν ἔβγαζε ἀπὸ τὴν ὀργή του. Τί σπουδαῖο θὰἦταν ἂν ὅσοι παρασύρονται στὸ πάθος τοῦθυμοῦ ἔφερναν στὸν νοῦτους τέτοια περιστατικά! Διότι δὲν πρέπει νὰ πιστεύουμε στὴν τραγῳδία, ποὺ διδάσκει ὅτι ἡ ὀργὴ ὁπωσδήποτε ἀρματώνει τὸ χέρι ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ μας καὶνὰ ἐρεθιζόμαστε ἀπ᾿αὐτή. Κι ἂν αὐτὸεἶναι δύσκολο, πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴ λογικὴἐναντίον της καὶ νὰ τῆς κόβουμε τὰφτερά.

Ἂς γυρίσουμε πάλι στὰ παραδείγματα σπουδαίων πράξεων. Ὅρμησε κάποιος ἐναντίον τοῦ φιλοσόφου Σωκράτη καὶ τὸν χτυποῦσε ἀλύπητα στὸ πρόσωπο. Ἀλλὰ ἐκεῖνος δὲν ἔφερε ἀντίσταση. Ἄφησε τὸν μεθυσμένο νὰ χορτάσει τὴν ὀργή του, ἕως ὅτου ἡ ὄψη του εἶχε μελανιάσει καὶ πρησθεῖἀπὸτὰ χτυπήματα. Ὅταν τὸ ξύλο σταμάτησε καμιὰ φορά, ὁ Σωκράτης ἔκανε μονάχα αὐτό: ἔγραψε στὸ μέτωπό του «ὁ τάδε τό ῾κανε», ὅπως ἐπιγράφουν στοὺς ἀνδριάντες τὸ ὄνομα τοῦ γλύπτη. Ἦταν ἡ μόνη του ἐκδίκηση. Τὰπαραδείγματα αὐτὰ ἔχουν σχεδὸν τὴν ἴδια ἐπιδίωξη μὲ τὴν Ἁγία Γραφή μας. Γι᾿ αὐτὸ εἶπα ὅτι εἶναι γιὰ τὴν ἡλικία σας πολὺ ἀξιομίμητα. Λόγου χάρη, τὸ τελευταῖο περιστατικό, ἐκεῖνο τοῦΣωκράτη, μοιάζει μὲ ὅ,τι παραγγέλλει ὁ Κύριος: ἂν σὲ χτυπήσει κανεὶς στὸ ἕνα μάγουλο, στρέψε του καὶ τὸ ἄλλο, ἀντὶνὰ ὑπερασπίσεις τὸν ἑαυτό σου. Ὅσο γιὰ τὰ περιστατικὰ τοῦΠερικλῆ ἢτοῦ Εὐκλείδη, θυμίζουν τὴν ἐντολὴ νὰ ὑπομένουμε ὅποιους μᾶς κάνουν κακὸ καὶ νὰ βαστᾶμε μὲπραότητα τὴν ὀργή τους, νὰ μὴν καταριόμαστε ἀλλὰ νὰ ἀπαντᾶμε μὲεὐχὲς στοὺς ἐχθρούς μας.

Ὅποιος προγυμνασθεῖ στὰ ἀρχαῖα ἐκεῖνα παραδείγματα, δὲν θὰ δυσπιστήσει στὶς ἐντολὲς τοῦΕὐαγγελίου σὰν ἀκατόρθωτες. Δὲν θὰλησμονήσω καὶ τὴν πράξη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, ποὺἀφοῦἔπιασε αἰχμάλωτες τὶς πανέμορφες, ὅπως λέγεται, κόρες τοῦΔαρείου, δὲν καταδέχθηκε οὔτε νὰτὶς κοιτάξῃ, θαρρώντας ντροπὴ γιὰ τὸν νικητὴ ἀνδρῶν νὰνικηθεῖ ἀπὸ γυναῖκες. Αὐτὸσυμπίπτει μὲ τὸ εὐαγγελικό: ὅποιος ρίξει βλέμμα ἐπιθυμίας σὲ γυναίκα, ἔστω κι ἂν δὲν κάνει μοιχεία στὴν πράξη, μὲτὸ νὰδεχθεῖ ὅμως τὴ μοιχεία στὴν ψυχή του, εἶναι ἔνοχος. Ὅσο γιὰ τὸπαράδειγμα τοῦ Κλεινία, μαθητῆ τοῦφιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα, εἶναι δύσκολο νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι τυχαίως συμπίπτει μὲ αὐτὴτοῦ φιλοσόφου καὶ μαθηματικοῦ Πυθαγόρα. Τί ἔκανε ὁΚλεινίας; Ἂν ὁρκιζόταν, θὰ γλίτωνε πρόστιμο τριῶν ταλάντων. Ἀλλὰπροτίμησε νὰ πληρώσει αὐτὸ τὸ ὑπέρογκο ποσὸ γιὰνὰ μὴπάρει ὅρκο, ἔστω κι ἂν ὁ ὅρκος θὰ ἦταν ἀληθινός. Κι αὐτὸ τὸ ἔκανε, ἴσως διότι ἄκουσε τὴν ἐντολή, ποὺἀπαγορεύει τὸν ὅρκο.

ΤΟ ΤΙΜΟΝΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Ἀλλὰ ἂς κάνουμε πάλι πίσω, σὲ ὅ,τι ἔλεγα στὴν ἀρχή. Στὸὅτι δηλαδὴδὲν πρέπει νὰ τὰ ἀφομοιώνουμε ὅλα χωρὶς διάκριση, ἄλλα μονάχα ὅσα ὠφελοῦν. Διότι εἶναι ντροπή, νὰ ἀπωθοῦμε τὶς βλαβερὲς τροφές, ἐνῷστὰ μαθήματα, ποὺ εἶναι ἡ τροφὴτῆς ψυχῆς, νὰ μὴδίνουμε καμιὰ σημασία, ἀλλὰνὰ τὰπαίρνουμε καὶ νὰ τὰ καταπίνουμε σὰν τὸὁρμητικὸποτάμι. Ὁ καπετάνιος δὲν παρατᾶτὸ καράβι του ὅπως λάχει στοὺς ἀνέμους, ἀλλὰ τὸκατευθύνει πρὸς τὸ λιμάνι. Ὁτοξότης σκοπεύει τὸν στόχο του. Ὁ χαλκιὰς κι ὁ χτίστης ἐργάζονται σύμφωνα μὲ τὸν προσανατολισμὸ καὶ σχεδιασμὸ τῆς ἐργασίας τους. Ἐμεῖς εἴμαστε τάχα κατώτεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἐπαγγελματίες τουλάχιστο στὸ νὰ ξεχωρίζουμε τὸσυμφέρον μας; Ὅπως ὁ ἐπαγγελματίας ἔχει ἕνα στόχο στὴν ἐργασία του, ἔτσι κι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ ἔχει ἕνα δικό της στόχο. Καὶ σ᾿αὐτὸν ἔχουν τὰμάτια τοὺς ὅλοι ὅσοι δὲν θέλουν νὰμοιάζουν μὲ ἄλογα ζῷα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμαστε τὸ ἴδιο πρᾶγμα μὲπλοῖα, ποὺδὲν ἔχουν ἔρμα, τὸτιμόνι τῆς ψυχῆς μας δὲν θὰ τὸμεταχειρίζεται ἡ λογικὴ καὶθὰ γυροφέρνουμε μέσα στὴ ζωὴἄσκοπα. Στοὺς γυμναστικοὺς ἀγῶνες καὶ στοὺς μουσικοὺς ἐπίσης διαγωνισμούς, ὅποιος λαβαίνει μέρος, ἔχει ὑπόψη του τὸἀντίστοιχο στεφάνι. Ὅποιος ἀθλεῖται στὴν πάλη ἢ στὸπαγκράτιο, δὲν χάνει τὸν καιρό του νὰπαίζει κιθάρα ἢ αὐλό.

Παράδειγμα ὁ χεροδύναμος ἀθλητὴς Πολυδάμας, ποὺ πρὶν κατεβεῖ στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες, ἀναχαίτιζε καταμεσὶς τοῦδρόμου τὰ ἅρματα ποὺ ἔτρεχαν καὶμ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο δυνάμωνε τοὺς μῦς του. Ἐπίσης ὁ Μίλων ὁΚροτωνιάτης δὲν μετατοπιζόταν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀλειμμένο σκουτάρι κι ἀντιστεκόταν στὸσπρώξιμο ὅπως τὰ κολλημένα μὲ μολύβι ἀγάλματα. Μ᾿ἕνα λόγο, γυμνάζονταν γιὰ νὰεἶναι ἕτοιμοι στὰ ἀγωνίσματά τους. Ἂς ὑποθέσουμε ὅμως ὅτι τοὺς ἔτρωγε ἡ περιέργεια κι ἄφηναν τὸν κουρνιαχτὸ τῶν γυμναστηρίων γιὰ τὶς μελῳδίες τοῦ Μαρσύα, τοῦ αὐλητῆ ἀπὸ τὴΦρυγία, καὶ τοῦ μαθητῆ του, τοῦ Ὄλυμπου. Τί θὰ συνέβαινε τότε; Θὰ κέρδιζαν τὸν κότινο; Θὰ δοξάζονταν; Θὰ προκαλοῦσαν τὸν θαυμασμὸ μὲ τὴν σωματική τους ἀλκή; Ἀλλὰ οὔτε κι ὁ Τιμόθεος, ὁ περίφημος αὐλητὴς ἀπὸ τὴΘήβα, παράτησε τὴ μουσικὴ γιὰνὰ χάνει τὸν καιρό του στὶς παλαῖστρες. Διότι ἂν ἔκανε κάτι τέτοιο, δὲν θὰμποροῦσε νὰ τοὺς ξεπεράσει ὅλους στὴν τέχνη τῶν ἤχων καὶ νὰ ἔχει τέτοια ἱκανότητα σ᾿ αὐτήν, ὥστε, ἀνάλογα μὲ τὸκέφι του, ἄλλοτε οἰστρηλατοῦσε τὴν ψυχὴμὲ τὴσοβαρὴ κι αὐστηρὴ ἁρμονία κι ἄλλοτε, γλυκαίνοντας τοὺς τόνους, τὴ χαλάρωνε καὶτὴν ἐπράϋνε. Χάρη στὴν τέχνη του, καθὼς λένε, ἀκόμα καὶ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, παίζοντας ἕνα φρυγικὸμέλος, τὸν ἔκανε νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ τὸτραπέζι σὲ πολεμικὸ συναγερμὸκι ὕστερα τὸν ξανάφερε ἀνάμεσα στοὺς συνδαιτημόνες του, ἁπαλαίνοντας τὸ μουσικό του παίξιμο. Τόση εἶναι ἡ δύναμη καὶστὴ μουσικὴ καὶ στὸν ἀθλητισμό, ποὺ δίνει ἡ προσαρμοσμένη στὸν σκοπό της ἄσκηση.

Καὶ μιὰποὺ ὁλόγος γιὰ στεφάνια κι ἀθλητές. Τί τραβοῦν αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι! Αὐξαίνουν τὴ δύναμή τους μὲ πολὺ ἱδρώτα καὶκόπους στὰ γυμναστήρια. Ὁ προπονητής τους ἀκόμα καὶ ξύλο τοὺς δίνει. Ἡδίαιτά τους δὲν εἶναι καθόλου ζηλευτή. Εἶναι ἡγνωστὴ τῶν γυμναστῶν. Κι ἀπὸ κάθε ἄλλη ἄποψη -γιὰ νὰμὴ μακρηγορήσουμε- περνοῦν ζωὴδύσκολη, ποὺ εἶναι προετοιμασία γιὰ τὸν ἀγώνα. Κι ἀφοῦἔτσι ἑτοιμασθοῦν, τότε μπαίνουν γυμνοὶ στὸστάδιο καὶ περνοῦν ὅλους τοὺς κόπους καὶτὶς λαχτάρες, γιὰ νὰ κερδίσουν ἕνα στεφάνι ἀπὸ ταπεινὸχορτάρι καὶ νὰ ἀναγορευθοῦν νικητές. Κι ἐμεῖς, τώρα, ποὺπεριμένουμε τόσο θαυμαστὰ στὸν ἀριθμὸ καὶστὴν ἀξία στεφάνια, ἀπερίγραπτα μὲ λέξεις, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ πετύχουμε μὲ ἡμίμετρα, μὲ μαλθακὴζωή, μὲ ἔλλειψη περιορισμῶν; Ἂν ἦταν ἔτσι, ἡἀμεριμνησία θὰ ἦταν πολύτιμο πρᾶγμα στὴζωή.

Ὁ Σαρδανάπαλος, ὁ Ἀσσύριος ἐκεῖνος βασιλιάς, ποὺ ἦταν ὀνομαστὸς γιὰτὴν τρυφηλὴ ζωή του, θὰ ἔπρεπε νὰἦταν ὁπιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος. Ἐπίσης ὁ Μαργίτης, ποὺ καθὼς ἀναφέρει ἕνα ποίημα ἀποδινόμενο στὸν Ὅμηρο, δὲν ἦταν ἱκανὸς οὔτε νὰὀργώνει οὔτε νὰ σκάβει οὔτε τίποτε ἄλλο παρόμοιο νὰ κάνει. Ἀλλὰ ἂς κοιτάξουμε μήπως εἶναι μεγάλη ἀλήθεια αὐτὸποὺ εἶπε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑφτὰσοφούς, ὁ Πιττακός, ὅτι τὸνὰ γίνει κανεὶς καλὸς ἄνθρωπος εἶναι δύσκολο πράγμα. Πραγματικά, θ᾿ ἀποκτήσουμε μὲπολλοὺς κόπους τὰ ἀγαθά, πού, καθὼς προείπαμε, τίποτε τὸ ἀνθρώπινο δὲν τοὺς μοιάζει. Δὲν πρέπει, λοιπόν, νὰ εἴμαστε ἀμελεῖς καὶ μὲλιγόχρονη ἀκηδία νὰ χάσουμε τὶς ἐλπίδες πολὺ ἀκριβῶν πραγμάτων. Ἔτσι, θὰ ἦταν σὰν νὰθέλουμε νὰ τιμωρηθοῦμε καὶσ᾿ αὐτὸν ἐδῶ τὸν κόσμο, πρᾶγμα πολὺ βαρὺγιὰ κάθε συνετὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰκαὶ στὰκριτήρια, ποὺ ὑπάρχουν, εἴτε κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, εἴτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦτοῦ σύμπαντος. Διότι, ὅποιος χωρὶς νὰ θέλει δὲν ἐξεπλήρωσε τὸ καθῆκον του, ἴσως συγχωρηθῇ κάπως ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀλλὰὅποιος διάλεξε συνειδητὰ τὸκακό, εἶναι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητος καὶ θὰ τιμωρηθεῖ ἀπανωτά.

ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΔΑΚΡΥΤΟΣ ΗΝΙΟΧΟΣ

Ἀλλά, θὰπεῖ κανείς: Τί πρέπει, λοιπόν, νὰ κάνουμε; Ἁπλούστατα: τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ παραμερίσουμε τὸ κάθε τι καὶνὰ μεριμνήσουμε γιὰ τὴν ψυχή. Δὲν πρέπει νὰ εἴμαστε ὑποταγμένοι στὸ σῶμα, χωρὶς ἀπόλυτη ἀνάγκη. Ἀλλὰ νὰπαρέχουμε στὴν ψυχὴ ὅ,τι τὸ πιὸκαλό, χρησιμοποιώντας τὴ σωστὴ σκέψη καὶλύνοντας τὴν ἔτσι ἀπὸ τὰδεσμὰ τῶν παθῶν τοῦσώματος, ποὺ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ἡ φυλακή της. Καί, παράλληλα κάνοντας τὸ σῶμα ἀνώτερο ἀπὸ τὰπάθη. Λόγου χάρη, παρέχοντας στὸστομάχι ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο κι ὄχι ὅ,τι εἶναι εὐχάριστο. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ποὺ ψάχνουν σὲστεριὲς καὶ σὲ θάλασσες, γιὰ νὰβροῦν σπουδαίους μαγείρους καὶ τραπεζοποιούς, λὲς καὶ τοὺς πρόσταξε νὰτὸ κάνουν κάποιος ἀπαιτητικὸς ἡγεμόνας, σὰν φόρο στὴ βουλιμία του. Εἶναι ἄνθρωποι γιὰ κλάματα. Δεινοπαθοῦν ὅπως οἱ κολασμένοι στὸν ᾅδη. Καὶ γιὰποιὸ λόγο; Ὅπως λέγει ἡ παροιμία, κουβαλοῦν νερὸ μὲ κόσκινο σὲ τρύπιο πιθάρι κι οἱ κόποι τους τέλος δὲν ἔχουν. Κι ἡπερίσσια περιποίηση τῶν μαλλιῶν καὶτοῦ ντυσίματος εἶναι, κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦΔιογένη, ἀπασχόληση ἀνθρώπων ἀδίκων ἢ δυστυχισμένων. Τὸ νὰεἶναι κανεὶς κομψευόμενος ἢ καὶ τὸνὰ λέγεται τέτοιος, εἶναι τὸἴδιο περίπου σὰν νὰ μιμεῖται τὶς ἑταῖρες ἢ νὰἐπιβουλεύεται τὴν οἰκογενειακὴ τιμὴτοῦ πλησίον του.

Τί διαφορά, γιὰ τὸν φρόνιμο ἄνθρωπο, ἀνάμεσα στὸπολυτελὲς καὶ στὸ ἁπλῶς πρακτικὸ ροῦχο, μιὰ καὶ τὸτελευταῖο κάνει τὴ δουλειά του, προστατεύοντας τὸ σῶμα ἀπὸτὸ χειμωνιάτικο κρύο κι ἀπὸ τὸ κάμα τοῦκαλοκαιριοῦ; Καὶ γιὰ ὅλα τὰἄλλα, πάλι, τὸ ἴδιο ἰσχύει: νὰμὴ ξεπερνοῦν τὸ μέτρο τῆς λογικῆς ἀνάγκης κι οὔτε νὰ κολακεύουν τὸ σῶμα σὲ βάρος τοῦ συμφέροντος τῆς ψυχῆς. Ὁἄνθρωπος ποὺ ἀξίζει νὰ λέγεται ἄνθρωπος, θεωρεῖ ἴδια ντροπὴ τὸνὰ εἶναι κομψευόμενος καὶ ὑπηρέτης τοῦκορμιοῦ, ὅπως καὶ τὸνὰ εἶναι ὑποδουλωμένος σὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο πάθος. Ὅποιος κάνει τὸ πᾶν γιὰ τὴν ἐκζήτηση στὴ σωματική του ἐμφάνιση, ἀποδείχνει ὅτι δὲν ἔχει συνείδηση τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης ἀξίας. Δὲν καταλαβαίνει τὸ σοφὸ γνωμικό, ποὺλέγει: ἄνθρωπος δὲν εἶναι ὅ,τι φαίνεται ἀπ᾿ ἔξω. Πρέπει, μὲὑψηλότερη σκέψη, νὰ καταλαβαίνουμε τί πραγματικὰ εἴμαστε ὁ καθένας.

Γιὰ νὰγίνει αὐτό, χρειάζεται ψυχὴ καθαρὴπιὸ πολὺἀπ᾿ὅ,τι γιὰνὰ δεῖκανεὶς τὸν ἥλιο μὲγερὰ μάτια. Καὶ τί σημαίνει, μὲ λίγα λόγια, καθαρὴ ψυχή; Περιφρόνηση τῶν σωματικῶν ἀπολαύσεων. Δηλαδὴ νὰμὴν τρέφουμε τὴν ὅρασή μας μὲ τὰ ἄτοπα θεάματα τῶν θαυματοποιῶν. Νὰ μὴν ἐκθέτουμε γυμνὰτὰ σώματα, πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ τὴν ἡδονὴἄμεσα. Νὰμὴν ἀκοῦμε μεθυστικὰτραγούδια γιὰ τὴν ψυχή, μὲ ἄσεμνο περιεχόμενο, μιὰ καὶ τέτοια μουσικὴ δίνει ζωὴσὲ πάθη ποὺ ὑποδουλώνουν κι ἐξευτελίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ἄλλη εἶναι ἡμουσικὴ ποὺ ταιριάζει σὲ μᾶς. Μιὰμουσικὴ ποὺ εἶναι καλύτερη κι ὑψώνει στὸκαλύτερο. Ἐκείνη ποὺ μεταχειριζόταν κι ὁ Δαβίδ, ὁ ποιητὴς τῶν ψαλμῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ νὰκατασιγάσει τὴν ἐξαλλοσύνη τοῦ βασιλιὰ Σαούλ. Κάτι παρόμοιο λέγεται καὶ γιὰτὸν φιλόσοφο καὶ μαθηματικὸ Πυθαγόρα. Κάποτε συναπάντησε μεθυσμένους, ποὺ βρίσκονταν σὲ εὐθυμία. Πρόσταξε, λοιπόν, τὸν αὐλητή, ποὺτοὺς συνόδευε, ν᾿ ἀλλάξει σκοπὸ καὶνὰ παίξει δωρικὴ μελῳδία. Τότε, κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή της, ἦλθαν στὰ συγκαλά τους, πέταξαν τὰστεφάνια καὶ τράβηξαν γιὰ τὰσπίτια τους γεμάτοι ντροπή. Ἄλλοι πάλι, κάτω ἀπὸτοὺς ἤχους τοῦ αὐλοῦ, μεταβάλλονται σὲ Κορύβαντες καὶ Βάκχες. Τόσο διαφέρει στὴν ἐπίδρασή της ἡκαλὴ ἀπὸ τὴν ἀνήθικη μουσική. Λοιπόν, τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ ἀποφεύγετε ἀπ᾿ ὅσα καταφάνερα αἰσχρὰ πράγματα ὑπάρχουν, εἶναι ἡ μάθηση τῆς μουσικῆς ποὺ ἔχει σήμερα πέραση. Καὶ τὸ νὰ ἀνακατεύετε τὴν ἀτμόσφαιρα μὲ λογιῶν-λογιῶν ἀναθυμιάσεις, ποὺ ἡδονίζουν τὴν ὄσφρηση, ἢ τὸνὰ φορᾶτε ἀρώματα, ντρέπομαι ἀκόμα καὶνὰ τὰἀπαγορέψω. Ὅσο γιὰ τὶς ἡδονὲς τῆς ἐπαφῆς καὶ τῆς γεύσεως, τί νὰ πῶ ἄλλο ἀπὸ τὸ ὅτι ὑποχρεώνουν ὅσους τοὺς ἔχουν δοθεῖνὰ ζοῦνε σὰν κτήνη, ἔχοντας ἐνδιαφέρον μονάχα γιὰ τὴν κοιλιὰ κι ὅ,τι εἶναι κάτω ἀπὸτὴν κοιλιά;

Ἂς τὸπῶ, σύντομα: ὅποιος δὲν θέλει νὰ βουλιάξει στὸβόρβορο τῶν σωματικῶν ἡδονῶν, πρέπει νὰπεριφρονήσει ὅλο τὸ σῶμα, ἢ νὰτὸ φροντίζει τόσο μονάχα ὅσο τοῦχρειάζεται γιὰ νὰ τὸ ἔχει βοηθὸστὴ φιλοσοφία, ὅπως λέγει ὁ Πλάτων κι ὅπως λέγει ὁΠαῦλος συμβουλεύοντας νὰ μὴφροντίζουμε γιὰ τὸ σῶμα κατὰ τρόπο ποὺ νὰ δίνει λαβὴ σὲ ἐπιθυμίες. Ὅσοι φροντίζουν γιὰ νὰ εἶναι καλὰ τὸσῶμα καὶτὴν ψυχή, ποὺ θὰ χρησιμοποιήσει τὸ σῶμα, τὴν παραμελοῦν σὰν ἀνάξια λόγου, εἶναι ἴδιοι με ὅσους νοιάζονται πολὺ γιὰ τὰ ἐργαλεῖα, ἀλλὰδὲν τοὺς νοιάζει γιὰ τὴν τέχνη, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ. Τὸ ἀντίθετο πρέπει νὰ γίνεται. Νὰ τιμωροῦν τὸ σῶμα. Νὰ καταπτοοῦν τὶς ὁρμές του σὰν θηρία. Νὰ παίρνουν τὴν ὀρθὴ σκέψη σὰν βούρδουλα καὶ νὰ μαστιγώνουν καὶ νὰ ἀποκοιμίζουν τὴν τρικυμία τῆς ψυχῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸτὸ σῶμα. Κι ὄχι ἀμολώντας κάθε χαλινάρι γιὰ τὴν ἡδονή, ν᾿ ἀφήνουν τὴν ψυχὴστὸ κατάντημα ἄτυχου ἡνιόχου, ποὺ τὸν πᾶνε κατὰκρημνῶν ἀτίθασα κι ὁρμητικὰ ἄλογα. Ἂς θυμοῦνται καὶ τὸἑξῆς ἀπὸτὴ ζωὴτοῦ Πυθαγόρα: κάποτε, σὰν εἶδε ἕνα φίλο του, ποὺ μὲ τὴν καλοφαγία καὶτὶς σωματικὲς ἀσκήσεις, εἶχε κάνει κορμὶἐντυπωσιακό, τοῦ εἶπε: Δὲν παύεις, φίλε μου νὰ φτιάχνεις τὴ φυλακή σου πιὸ δύσκολη; Λένε καὶ γιὰτὸν Πλάτωνα: προβλέποντας τὶς ζημιές, ποὺθὰ τοῦπροκαλοῦσε τὸ κορμί, ἐγκαταστάθηκε ἐξεπίτηδες στὴν Ἀκαδημία, τόπο τῆς Ἀττικῆς νοσηρό, γιὰνὰ κόψει ἔτσι τὴν ὑπερβολικὴ εὐαισθησία τοῦ σώματος, ὅπως κόβουν τὸ περίσσιο φύλλωμα τοῦ ἀμπελιοῦ. Ἐγὼμάλιστα ἄκουσα τοὺς γιατροὺς νὰ λένε ὅτι ἡ πολλὴὑγεία εἶναι κάτι τὸ ἐπικίνδυνο.

Μιά, λοιπόν, ποὺ ἡπερίσσια φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα εἶναι καὶστὸ ἴδιο ἄχρηστη καὶ στὴν ψυχὴ ἐμπόδιο, εἶναι σωστὴ ἀφροσύνη τὸ νὰ ἐξαρτᾶμε ὅλα ἀπὸ τὸσῶμα καὶνὰ εἴμαστε σκλάβοι του. Κανένα ἄλλο ἀνθρώπινο πρᾶγμα δὲν ἀξίζει τόσο θαυμασμὸ ὅσο ἡ ἄσκηση στὴν περιφρόνηση τοῦ σώματος. Δὲν καταλαβαίνω, λόγου χάρη, τί θὰ τὸν χρειασθοῦμε τὸν πλοῦτο, ὅταν ἔχουμε καταπατήσει τὶς σωματικὲς ἡδονές. Ἐκτὸς ἂν εἶναι εὐχαρίστηση νὰ ἀγρυπνεῖ κανεὶς πάνω ἀπὸθαμμένους θησαυρούς, ὅπως οἱ μυθικοὶδράκοντες, ποὺ ἀναφέρει ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει καλλιεργηθεῖ κι ἀπόκτησε ἐλεύθερο φρόνημα ὡς πρὸς αὐτά, δὲν μπορεῖνὰ κάνει, ἢ νὰ πεῖ ποτὲκάτι τὸ ποταπὸ καὶ τὸ αἰσχρό. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος προσέχει μονάχα τὸἀναγκαῖο. Τὰ ὑπόλοιπα, ἔστω κι ἂν εἶναι σὰν τὸ χρυσάφι τοῦ Πακτωλοῦ ποταμοῦ, ἢσὰν τὸχρυσάφι ποὺ βγάζουν τὰ μερμήγκια, ποὺἀναφέρει ὁἩρόδοτος, τὰ κανονίζουν οἱ ἀνάγκες τῆς φύσεως κι ὄχι ἡ ἀπληστία τῶν ἡδονῶν. Ὅσοι ξεπερνοῦν τὰ σύνορα τῆς ἀνάγκης, μοιάζουν μὲ ἀνθρώπους ποὺ γλιστροῦν σὲ κατήφορο καὶ μὴν ἔχοντας ποὺνὰ στηρίξουν τὰ πόδια τους ἐξακολουθοῦν ἀενάως νὰ πέφτουν. Ὅσο πιὸ πολλὰ ἀποκτοῦν, τόσο περισσότερα χρειάζονται, γιὰ νὰ ἱκανοποιοῦν τὶς ἐπιθυμίες ὅπως λέγει κι ὁ νομοθέτης Σόλων:

Στὸν ἀνθρώπινο πλοῦτο τέρμα φανερὸ δὲν ὑπάρχει.

Ἀλλὰκι ὁ Θέογνις ἂς ἔρθει στὴ μέση γιὰνὰ μᾶς διδάξει σ᾿ αὐτὸ τὸ ζήτημα:

Δὲν ποθῶοὔτε εὔχομαι νὰ γίνω πλούσιος. Ἄμποτε μὲλίγα νὰ ζῶ, χωρὶς δεινά.

Ἄξιος θαυμασμοῦεἶναι κι ὁΔιογένης, ποὺ περιφρονοῦσε ὅλα μαζὶ τὰἀνθρώπινα ἀγαθὰ κι ἔλεγε ὅτι εἶναι πλουσιώτερος κι ἀπὸ τὸν βασιλιὰτῆς Περσίας, διότι στὴ ζωή του εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ λιγότερα πράγματα. Οἱ πολλοὶ ὅμως τίποτε δὲν θαρροῦν ἀρκετὸ καὶθὰ ἤθελαν νὰ ἔχουν τὰ τάλαντα τοῦ Πυθίου κι ἀπέραντα χωράφια κι ἀναρίθμητα κοπάδια. Ἀλλὰνομίζω ὅτι τὸν πλοῦτο, ὅταν δὲν τὸν ἔχουμε, δὲν πρέπει νὰ τὸν ποθοῦμε. Κι ὅταν τὸν ἔχουμε, νὰ μὴκαυχώμαστε γιὰ τὸ ὅτι εἶναι δικός μας, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὅτι ξέρουμε νὰτὸν χρησιμοποιοῦμε. Σωστὰ μίλησε ὁ Σωκράτης σ᾿ἕνα πλούσιο, ποὺ καυχιόταν γιὰ τὸ βιός του, ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι δὲν θὰ τὸν θαύμαζε πρὶν διαπιστώσει ἂν ἤξερε νὰ τὸν χρησιμοποιήσει. Θὰ ἦταν γιὰγέλια ὁ Φειδίας κι ὁ Πολύκλειτος, ἂν καυχιόντουσαν γιὰ τὸ χρυσάφι καὶτὸ φίλντισι, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἕνας ἔφτιαξε τὸἄγαλμα τοῦΔία γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Ἠλείας κι ὁἄλλος τὸἄγαλμα τῆς Ἥρας γιὰτοὺς Ἀργείους. Διότι θὰ εἶχαν καυχηθεῖ γιὰ πλοῦτο ποὺ δὲν ἦταν δικός τους καὶ διότι δὲν θὰ λογάριαζαν τὴν τέχνη τους ποὺ ἔδωσε νόημα κι ὀμορφιὰ στὸχρυσάφι. Ἐμεῖς τώρα εἴμαστε λιγότερο καταγέλαστοι ἂν παραδεχθοῦμε ὅτι ἡ ἀρετὴ δὲν εἶναι ἀρκετὸ στολίδι τοῦἑαυτοῦτης;

Ἂς ποῦμε, λοιπόν, ὅτι καταπατήσαμε τὸν πλοῦτο καὶ περιφρονήσαμε τὶς ἡδονὲς τῶν αἰσθήσεων. Θὰ ἐπιζητήσουμε ὅμως τὴν κολακεία καὶ τὰ χάδια καὶ θὰ ἀντιγράψουμε τὴ φιλοκέρδεια καὶ τὴν εὐστροφία τῆς ἀλεποῦς, ποὺἀναφέρει ὁμύθος τοῦ λυρικοῦ ποιητῆ Ἀρχιλόχου; Ὁφρόνιμος ἄνθρωπος τίποτε ἄλλο δὲν πρέπει νὰ ἀποφεύγει περισσότερο ἀπὸ τὴζωὴ τῶν ἐπιδείξεων, ἀπὸ τὸ νὰτὸν ἐπηρεάζει τὸ τί θὰπεῖ γι᾿αὐτὸν ὁ κόσμος, ἀπὸ τὸ νὰμὴν ἔχει πυξίδα τῆς ζωῆς του τὴ λογική. Ἂν τὰἔχει ἀποφύγει αὐτά, τότε δὲν φοβᾶται νὰ πάει ἀντίθετα πρὸς τὴγνώμη ὅλης τῆς κοινωνίας, νὰ τὸν κατηγορήσουν, νὰ κινδυνέψει γιὰ χάρη τοῦ ἀγαθοῦ, νὰσταθεῖ ἀκλόνητος στὴν ὀρθὴ ἀπόφαση. Ἕνας ποὺδὲν ζῆἔτσι, δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν ὁμηρικὸ Πρωτέα, ποὺὅταν ἤθελε γινόταν φυτὸ ἢ ζῷο ἢ φωτιὰἢ νερὸἢ ὁτιδήποτε ἄλλο πράγμα. Διότι ἕνας τέτοιας λογῆς ἄνθρωπος ἄλλοτε ἐξυμνεῖ τὸδίκιο σὲ ὅσους τὸ τιμοῦν, ἄλλοτε θὰπεῖ τὰἀντίθετα, ὅταν δεῖ ὅτι κυριαρχεῖἡ ἀδικία, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν οἱκόλακες. Κι ὅπως τὸ χταπόδι ἀλλάζει χρῶμα ἀνάλογα μὲ τὸν βυθό, ἔτσι κι αὐτὸς θ᾿ ἀλλάζει γνῶμες ἀνάλογα μ᾿ ἐκεῖνες τῶν γύρω του.

Ο ΒΙΑΣ, Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΚΙ ΕΜΕΙΣ

Αὐτὰ ὅλα θὰτὰ διδαχθοῦμε τελειότερα στὴν Ἁγία Γραφή μας. Ἀλλὰ πρὸς ὥρας τὰ περιγράφουμε, σὰν σκιαγράφημα τῆς ἀρετῆς ἀπὸ τὴν κοσμικὴ σοφία. Ὅσοι μ᾿ ἐπιμέλεια μαζεύουν τὴν ὠφέλεια ἀπὸκάθε τι, μοιάζουν μὲ ποτάμια ποὺ παίρνουν στὸδιάβα τους νερὸ ἀπὸ παραποτάμους κι ὁλοένα γίνονται μεγαλύτερα. Εἶναι σωστὴἡ ὑπόμνηση τοῦ Ἡσιόδου γιὰ τὸλίγο ποὺ προστίθεται στὸ λίγο, ὄχι μονάχα σχετικὰ μὲ τὸ χρῆμα, ἀλλὰ καὶμὲ τὴγνώση. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν κι ἡγνώση γίνεται περισσότερη καὶ μεγάλη. Ὅταν ὁφιλόσοφος Βίας ἀποχαιρετοῦσε τὸν γιό του, ποὺ ἔφευγε γιὰ τὴν Αἴγυπτο, καὶ τὸπαιδὶ τὸν ρώτησε μὲ ποιὰ πράξη του θὰ τὸν εὐχαριστοῦσε περισσότερο, τοῦ ἀποκρίθηκε: Ἀποκτώντας ἐφόδιο γιὰ τὰγηρατιά σου. Καὶ μὲ τὴλέξη ἐφόδιο ἐννοοῦσε τὴν ἀρετή, περιγράφοντάς τη σύντομα, μιὰ καὶ τὴν ὠφέλεια τῆς τὴν περιόριζε στὸ μῆκος τοῦ ἀνθρώπινου βίου. Ἀλλὰγιὰ μένα, ἔστω κι ἂν πρόκειται γιὰ τὰγηρατιὰ τοῦ μυθικοῦ Τιθωνοῦ ἢτοῦ μακρόβιου βασιλιὰ τῆς Ταρτησσοῦ, τοῦ Ἀργανθωνίου ἢ καὶτοῦ Μαθουσάλα, ποὺ ἀναφέρει ἡ ΠαλαιὰΔιαθήκη καὶ λέγει ὅτι ἔζησε ἐννιακόσια ἑβδομῆντα χρόνια, ἔστω ἀκόμα κι ἂν πρόκειται νὰ ὑπολογίσουμε ὅλο τὸν χρόνο ἀπὸτότε ποὺ πρωτοφάνηκε ὁ ἄνθρωπος, βλέπω τὸ διάστημα αὐτὸ σὰν παιδιάστικη, γιὰ γέλια ἔκταση. Διότι ἀτενίζω τὸν μακρὸ κι ἀγέραστο αἰῶνα, ποὺτέλος δὲν ἔχει, τὴν ἡλικία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς.

Συμβουλεύω ν᾿ ἀποκτοῦμε ἐφόδιο γιὰ τὴν ἀτελεύτητη αὐτὴ ζωή, κινώντας, σύμφωνὰ μὲτὴ γνωστὴἔκφραση, πάντα λίθον, ὥστε νὰπαίρνουμε ἀπὸ παντοῦ ὠφέλεια γιὰμιὰ τέτοια προοπτική. Βέβαια εἶναι ζήτημα ποὺθέλει κόπο κι ἔχει δυσκολίες. Ἀλλὰδὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ ἀποθαρρυνθοῦμε καὶ νὰτὸ ἀμελήσουμε. Ἀλλὰνὰ θυμηθοῦμε τὸ παράγγελμα τῶν Πυθαγορείων, ποὺλέγει ὅτι ὁ καθένας πρέπει νὰδιαλέγει τὸν ἄριστο τρόπο ζωῆς καὶ νὰβρίσκει χαρὰ μέσα του, συνηθίζοντάς τον. Ἔτσι, θὰ ἐπιχειρήσουμε τὸ καλύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Εἶναι ντροπὴ νὰ ἀδιαφορήσουμε γιὰ τὴν τωρινὴ εὐκαιρία κι ὅταν περάσει ὁ καιρὸς νὰ πασχίζουμ thriskeftika
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ