2020-02-22 09:47:58
Φωτογραφία για Όταν ο Παρθενώνας κάηκε και λεηλατήθηκε…
Μοιραστείτε το άρθρο

Στην ιστορία των Αθηνών, μια από τις τραγικότερες σελίδες της είναι η επιδρομή των Ενετών. Η πόλη είχε την ατυχία να υποστεί πολλές λεηλασίες στα ερεβώδη χρόνια του Μεσαίωνα. Κανείς, όμως, δε θα φανταζόταν ότι ένας πολιτισμένος Βενετσιάνος, ο διάσημος Φραντσέσκο Μοροζίνι, Αρχιστράτηγος της τότε κοσμοκρατόρισσας Βενετίας, θα αποτολμούσε να καταστρέψει το γλυπτικό αριστούργημα όλων των αιώνων, τον Παρθενώνα.



Φραντσέσκο Μοροζίνι (26/02/1619 – 06/01/1694)

Το μοιραίο αυτό γεγονός συντελέστηκε το 1687. Οι Ενετοί, πραγματοποιώντας το φιλόδοξο σχέδιό τους να κυριεύσουν ολόκληρη την Ελλάδα και να κυριαρχήσουν στη Μεσόγειο, έφτασαν μπροστά στην Αθήνα.

Αλλά ας δώσουμε καλύτερα τον λόγο σ’ έναν συγγραφέα της εποχής εκείνης, τον Βενετσιάνο Φραντσέσκο Φανέλλι, ο οποίος το 1717 εξέδωσε ένα σπουδαίο βιβλίο, σπανιότατο στις μέρες μας, με τον τίτλο “Atene Attica”, δηλαδή “Αθήνα της Αττικής”, ίσως για να γίνεται διάκριση από την “Αθήνα της Ιταλίας”, όπως ονομαζόταν τότε η Φλωρεντία.

“Atene Attica”, το βιβλίο του Φραντσέσκο Φανέλλι

Στο βιβλίο αυτό, λοιπόν, διαβάζουμε την ακόλουθη περιγραφή της εκστρατείας:

“Ο Δόγης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας Φραντσέσκο Μοροζίνι, με τον στόλο και τον στρατό του, έφτασε και άραξε κατά τις αρχές του Σεπτεμβρίου στις Σπέτσες και κατόπιν, στην Αίγινα.

Ο Μοροζίνι σκόπευε να καταλάβει την Εύβοια, αλλά επειδή η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη και ο χειμώνας που ξεκινούσε δεν ήταν ευνοϊκός για μια τόσο δύσκολη επιχείρηση, συγκάλεσε στη ναυαρχίδα του πολεμικό συμβούλιο. Ύστερα από πολλές διαβουλεύσεις, αποφασίστηκε να καταλάβουν την Αθήνα. Έτσι, ο ενετικός στόλος, κατ’ ανάγκην, θα ξεχειμώνιαζε στο Πόρτο Λεόνε, όπως αποκαλούνταν τότε ο Πειραιάς.

Διέταξε ο Μοροζίνι δύο στολάρχους του, τον Βενιέρο και τον Πιζάνι, να πλέουν στα παράλια της Εύβοιας, για να εμποδίσουν τον Πασά της Χαλκίδας να στείλει ενισχύσεις στον Πασά των Αθηνών. Ο Μοροζίνι, συνοδευόμενος από τον περίφημο Σουηδό Στρατηγό Όθωνα Γουλιέλμο Φον Καίνιξμαρκ (1639-1688), ο οποίος ήταν μισθοφόρος της Βενετίας, αποβιβάστηκαν έξαφνα στον Πειραιά.

Εκεί τότε παρουσιάστηκαν ενώπιόν τους και δήλωσαν υποταγή οι Αθηναίοι πρόκριτοι αδελφοί Γάσπαρη, ο Σπυρίδων Περούλης και ο ιατρός Αργυρός Μπονάλδης, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Του εξέθεσαν ότι οι Τούρκοι τραβήχτηκαν μέσα στο Κάστρο, δηλαδή μέσα στην Ακρόπολη, όπου είχαν συγκεντρώσει πολεμοφόδια και προμήθειες, αποφασισμένοι να αντισταθούν στους Ενετούς. Οι Τούρκοι, μάλιστα, είχαν μηνύσει στον Σερασκέρη των Θηβών, που ήταν ο στρατιωτικός Διοικητής της, να τους στείλει βοήθεια.

Τότε, ο Μοροζίνι διέταξε να αποβιβαστούν 8.800 στρατιώτες και 870 ιππείς. Γενικός αρχηγός της επιχείρησης ήταν ο Καίνιξμαρκ. Εφοδιασμένοι με όλα τα αναγκαία για τον πόλεμο, προχώρησαν και σε τρεις μέρες έσκαψαν τάφρους και προχώματα κι έστησαν τα κανόνια τους, τα οποία την τέταρτη μέρα άρχισαν να ρίχνουν αδιάκοπα πάνω στον Ιερό Βράχο, ενώ το πεζικό προήλαυνε.

Την ώρα που το πεζικό των Ενετών σφυροκοπούσε και γκρέμιζε τις πύλες της Ακρόπολης, που ήταν ζωσμένη με τριπλή σειρά αρχαιοτάτων τειχών, παρουσιάστηκαν ξαφνικά μερικά σώματα Τούρκων ιππέων. Αλλά αμέσως οι Ενετοί τους επιτέθηκαν και τους έτρεψαν σε άτακτη φυγή. Οι υπόλοιποι Τούρκοι που είχαν παραμείνει μέσα στην Ακρόπολη, βλέποντας τους ιππείς τους να φεύγουν, άρχισαν να τους βρίζουν και να τους καταριούνται.

Μετά την αταξία αυτή, μια βόμβα έπεσε πάνω στον περιφημότατο Ναό της Αθηνάς, που κοσμούσε την κορυφή του ενδοξότατου αυτού λόφου των Αθηνών, μέσα στον οποίο οι Τούρκοι νόμιζαν ότι είχαν καλά εξασφαλίσει τις πολύτιμες περιουσίες τους, τα πολεμοφόδιά τους και τις οικογένειές τους.

Ο Παρθενώνας πήρε αμέσως φωτιά και τυλίχτηκε στις αδηφάγες φλόγες, που κατέστρεψαν κατά μέγα μέρος την οροφή του Ναού, ο οποίος, αν και είχαν περάσει τόσοι αιώνες από την ένδοξη δημιουργία του, αν και είχε υποστεί διάφορες εσωτερικές και εξωτερικές περιπέτειες και επιδρομές βαρβάρων, λόγω του όγκου του και της στιβαρής αρχιτεκτονικής του, είχε καταφέρει να διατηρηθεί ως η κορωνίδα των μνημείων του μεγαλείου των Ελλήνων. Τώρα, όμως, ο Παρθενώνας φλεγόταν ανηλεώς…

Μετά την έκρηξη αυτή, οι Τούρκοι ύψωσαν λευκή σημαία, για να διαπραγματευτούν ειρήνη. Τους απεσταλμένους τους, Γαζή Μεχμέτ Αγά και Αχμέτ Κοφτάν, τους υποδέχτηκε ο Μοροζίνι στο στρατόπεδό του. Μετά τις συνηθισμένες διατυπώσεις, οι Τούρκοι παραδέχτηκαν ότι η ανατίναξη της Ακρόπολης, του Κάστρου όπως το αποκαλούσαν, αλλά και η αργοπορία της βοήθειας που ανέμεναν από τη Θήβα, τους ανάγκασε να προτείνουν την παράδοση της Ακρόπολης με έντιμους όρους στους Ενετούς, όπως είπαν χαρακτηριστικά.

Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε να φύγουν οι Τούρκοι σε πέντε μέρες, αφήνοντας εκεί σκλάβους τους μαύρους και τους Χριστιανούς. Οι Οθωμανοί που υποχρεώθηκαν να φύγουν από την Αθήνα, θα πήγαιναν στη Σμύρνη με πλοία, που θα τα ναύλωναν με δικά τους έξοδα. Καθένας από αυτούς, θα έπαιρνε μαζί του μόνο όσα θα μπορούσε να φορτωθεί επάνω του. Όταν τελείωσε η προθεσμία, την 1η Οκτωβρίου, οι Τούρκοι βγήκαν από την Ακρόπολη συντεταγμένα”.

Στις ακόλουθες σελίδες, ο Ενετός ιστορικός έγραφε, χωρίς ντροπή και δίχως καμία επίγνωση του ολέθρου που είχαν προξενήσει οι συμπατριώτες του στο μνημειώδες κτίσμα, τα εξής:

“Το μέγα όνομα της Αθήνας εξήγειρε στον Μοροζίνι και στους άλλους Ναυάρχους την ευγενική επιθυμία να επισκεφτούν την πόλη και να θαυμάσουν τις έξοχες αρχαιότητες, τις τόσο κοσμοξακουσμένες. Ένα τάγμα ιππικού, λοιπόν, διέτρεξε τα εφτά μίλια, που χωρίζουν την Αθήνα από το λιμάνι, για να προϋπαντήσει τους Ναυάρχους, καθώς οι Τούρκοι από τις γειτονικές επαρχίες συνέχιζαν τις επιδρομές.

Ύστερα από λίγο, το πεζικό με τα εφόδιά του ανέβηκε και εγκαταστάθηκε στο Κάστρο, όπου έγινε δεκτό με ευχαρίστηση από τους κατοίκους. Στρατιωτικός Διοικητής της πόλης διορίστηκε ο Κόμης Πομπέι από τη Βερόνα. Το πυροβολικό μοιράστηκε στον δρόμο από τον Πειραιά προς την Αθήνα, για να προστατεύσει την κατοχή μας από τις επιδρομές των Τούρκων.

Στον Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη έγινε η επίσημη τελετή ενώπιον του Μοροζίνι και των υπολοίπων επισήμων, για να ευχαριστήσουν τον Θεό για τη νίκη που τους έδωσε. Δυστυχώς, την εποχή εκείνη η πανούκλα έκανε θραύση στην πόλη και φυσικά, μεταδόθηκε και στα στρατεύματά μας. Ο Μοροζίνι, τότε, διέταξε να φύγει ο στόλος με τον στρατό μακριά από τον Πειραιά, για να μη μολυνθεί”.

Ο Ενετός ιστορικός δεν έγραφε τίποτε για την κατάσταση του Παρθενώνα πριν από τον βομβαρδισμό του. Από άλλους ιστορικούς, όμως, μαθαίνουμε ότι οι Τούρκοι τον είχαν μετατρέψει σε τέμενός τους. Ήταν το περίφημο “Τζαμί του Κάστρου της Αθήνας”, γεμάτο αφιερώματα.

Τόσο είχε διαφημιστεί σε όλη την Ανατολή, ώστε οι Δερβίσηδες που τον είχαν επισκεφτεί, θεωρούνταν διάσημοι θεολόγοι! Παντού μέσα στο αρχαίο αυτό αρχιτεκτονικό θαύμα του Παρθενώνα ήταν κρεμασμένα κομμάτια μεταξωτά πανιά και κουρέλια από σημαίες, κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, ακόμη και κάθε λογής περίεργα μικροαντικείμενα, που τα είχαν κουβαλήσει οι προσκυνητές από τις πατρίδες ή τα ταξίδια τους: βαλσαμωμένα ψάρια, τύμπανα ιθαγενών και ένα σωρό άλλα. Άπειρα καντήλια και λυχνάρια προσπαθούσαν να τον φωτίσουν. Από τα λυχνάρια αυτά, μάλιστα, οι Τούρκοι είχαν κρεμάσει ελάσματα χάλκινα και επιχρυσωμένα, τα οποία, όταν φυσούσε ο άνεμος, κροτάλιζαν και χτυπούσε το ένα πάνω στο άλλο, αντηχώντας μια ποικιλία ήχων, που μεγάλωνε τον φόβο και τη μυστικοπάθεια των Οθωμανών προσκυνητών. Όλα αυτά, η βόμβα του Μοροζίνι τα τίναξε στον αέρα.

Ο βομβαρδισμός του Παρθενώνα από τον Φραντσέσκο Μοροζίνι, όπως απεικονίστηκε σε γκραβούρα του Βιντσέντσο Μαρία Κορονέλλι (1650 – 1718)

Αποφάσισαν, λοιπόν, οι Ενετοί να εγκαταλείψουν την πόλη, όχι εξαιτίας της πανούκλας, όπως έγραφε ο Φανέλλι, αλλά επειδή ο Μοροζίνι κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κρατηθεί στην Αθήνα, όταν όλη η χώρα βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων.

Φαντάζεστε την απελπισία των δυστυχισμένων κατοίκων, οι οποίοι με ενθουσιασμό είχαν δεχτεί τους Ενετούς και που γνώριζαν πια ότι επρόκειτο να τιμωρηθούν παραδειγματικά την επομένη από τους εκδικητικούς Τούρκους, που θα επέστρεφαν πίσω στην πόλη.

Οι πρόκριτοι πήγαν με κλάματα στον Ενετό Αρχιστράτηγο Μοροζίνι για να τους επιτρέψει να μεταφέρουν τα ιερά αντικείμενα της κοινότητας σε δυο καράβια, το ένα με προορισμό τη Ζάκυνθο και το άλλο, με προορισμό το Ναύπλιο, για να μπορέσουν έπειτα να μεταφέρουν τις οικογένειές τους στην Αίγινα και τη Σαλαμίνα.

Ο Φανέλλι έγραφε ακόμη:

“Τον Μάρτιο άρχισε η αποχώρηση του πυροβολικού προς την παραλία, όπου οι κάτοικοι είχαν προηγουμένως μεταφέρει τα πράγματά τους για το μπαρκάρισμα. Αρχηγοί οδηγοί των Αθηναίων ήταν ο Πέτρος Γάσπαρης για εκείνους που θα πήγαιναν στην Κούλουρη της Σαλαμίνας, ο Σπυρίδων Περούλης για εκείνους που θα πήγαιναν στο Ναύπλιο και ο Δημήτρης Γάσπαρης για όσους θα μετέβαιναν στην Αίγινα.

Οι Τούρκοι κάτοικοι θλίβονταν γα την αναχώρηση των Ελλήνων συμπολιτών τους, αλλά χαίρονταν για τη φυγή των Ενετών. Οι πρόκριτοι Τούρκοι προσπαθούσαν με χίλιες υποσχέσεις και δολώματα να εμποδίσουν τον εκπατρισμό των Ελλήνων.

Αλλά οι Έλληνες, όχι μόνο δεν τους άκουσαν, αλλά έπεισαν πολλούς από τους νεότερους να ακολουθήσουν τις επιχειρήσεις του Μοροζίνι να κατακτήσει την Εύβοια. Μάλιστα, όσοι από τους Αθηναίους έλαβαν μέρος στον αγώνα αυτόν, έδειξαν αντρεία και αφοσίωση στη Βενετία, προ πάντων ο Πέτρος Γονάς, που έλαβε μέρος με το ιδιοσυντήρητο σώμα του από εκατό άντρες.

Όταν τελείωσε η θλιβερή περιπέτεια, η Γερουσία της Βενετίας εισάκουσε τις παρακλήσεις του Μιχαήλ Περούλη, αντιπροσώπου των Αθηναίων, και διέταξε να τους δοθούν κτήματα κοντά στο χωριό Ίρια, στην περιφέρεια του Ναυπλίου και ακόμη να τους παραχωρηθούν σπίτια, βοηθήματα και ετήσιοι μισθοί”.

Εδώ τελειώνει η διήγηση του Φανέλλι. Λησμόνησε, όμως, να προσθέσει πως ο Μοροζίνι, ο κακός αυτός δαίμονας των Αθηνών, που κατέστρεψε τον Παρθενώνα και ανάγκασε τους Αθηναίους να φύγουν από τον τόπο τους, όταν ετοιμαζόταν να αποχωρήσει, θέλησε να πάρει μαζί του και μερικά βαρύτιμα αναμνηστικά από τη δύστυχη πόλη.

Διάλεξε, λοιπόν, δίχως καμία αισχύνη, το άγαλμα του Ποσειδώνα και την Άπτερο Νίκη, μαζί με μερικά άλλα μοναδικά αριστουργήματα, τα οποία του φάνηκαν κατάλληλα για να κοσμήσουν τον θρίαμβό του. Και πράγματι, διέταξε να τα αφαιρέσουν από τα σπλάχνα της Ακρόπολης.

Δυστυχώς, εκείνοι που ανέλαβαν να εκτελέσουν την ύπατη αυτή ιεροσυλία του Παρθενώνα ήταν αδέξιοι κι έτσι, τα μαρμάρινα έργα τέχνης σωριάστηκαν καταγής και έγιναν κομμάτια.

Επομένως, ο Μοροζίνι περιορίστηκε να αρπάξει ένα πελώριο μαρμάρινο λιοντάρι, ύψους τριών μέτρων που στόλιζε το λιμάνι του Πειραιά και που σώζεται ως σήμερα στην είσοδο του Ναυστάθμου της Βενετίας. Στη θέση εκείνη, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας είχε στήσει αψίδα κατά τη θριαμβευτική υποδοχή που έκανε στον Μοροζίνι.

Το Λιοντάρι του Πειραιά στον ναύσταθμο της Βενετίας

Και οι άλλοι Ενετοί Αξιωματικοί λεηλάτησαν ό,τι πρόλαβαν από την Αθήνα. Ο πιστός γραμματέας του Αρχιστράτηγου, ονόματι Σαγκάλο, άρπαξε το υπέροχο κεφάλι της Απτέρου Νίκης.

Πρέπει να ομολογήσουμε ότι οι αλλόθρησκοι Τούρκοι, παρ’ όλη τη βάρβαρη απάθειά τους, δεν προκάλεσαν στα αρχαία ελληνικά αριστουργήματα την καταστροφή που επέφεραν οι τάχατες πολιτισμένοι Ευρωπαίοι, από τον Μοροζίνι μέχρι και τον Λόρδο Έλγιν.

Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 14/06/1928…

Το άρθρο, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 14/06/1928

Μοιραστείτε το άρθρο...

Let's block ads! (Why?)



ΠΗΓΗ

Όταν ο Παρθενώνας κάηκε και λεηλατήθηκε ΠΕΡΙΕΡΓΑ - STRANGE
periergaa
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ