2014-10-23 10:55:35
Φωτογραφία για Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΟΡΥΦΗΣ
Η οικονομία, οι κλιματικές αλλαγές και η αντιμετώπιση του ιού Έμπολα θα βρεθούν στο επίκεντρο των εργασιών της Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε. σήμερα και αύριο στις Βρυξέλλες, μετά το πέρας των οποίων θα ακολουθήσει η Σύνοδος των χωρών της Ευρωζώνης, με αποκλειστικό θέμα συζήτησης την τόνωση της ανάπτυξης. «Παρά την ανάκτηση της σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ και παρά τις διαρθρωτικές προσπάθειες των κρατών-μελών, η κατάσταση της οικονομίας και της απασχόλησης εξακολουθούν να ανησυχούν την Ε.Ε.», αναφέρει σε ενημερωτικό του έγγραφο προς τον Τύπο το Συμβούλιο της Ε.Ε., ενώ ο πρόεδρος της Ε.Ε., Χέρμαν Βαν Ρόμπεϊ στην καθιερωμένη, προ των Συνόδων, επιστολή του προς τους Ευρωπαίους ηγέτες, χαρακτηρίζει την κατάσταση της οικονομίας και της απασχόλησης στην Ευρώπη «δύσκολη».

Το θέμα της οικονομίας θα απασχολήσει τους Ευρωπαίους ηγέτες, τη δεύτερη ημέρα της Συνόδου, παρουσία του Προέδρου της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, του απερχόμενου Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο και του επερχόμενου Προέδρου, Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ
. Όπως ανέφερε Ευρωπαίος αξιωματούχος, «Οι συζητήσεις τόσο των «28» ηγετών της Ε.Ε., όσο και των «18» ηγετών της Ευρωζώνης, θα επικεντρωθούν στο τρίπτυχο: επενδύσεις, «έξυπνη εφαρμογή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων». Όπως εξήγησε, ο ίδιος αξιωματούχος, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφωνούν ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες προσπάθειες για την τόνωση της ανάπτυξης στην Ε.Ε.. Σε αυτό το πλαίσιο οι ηγέτες θα συζητήσουν τρόπους προσέλκυσης των ιδιωτικών και των δημόσιων επενδύσεων, σε συνδυασμό με την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.

Κορυφώνεται η διαμάχη για την πολιτική των περικοπών

Πάντως, τα μαύρα σύννεφα της αναιμικής ανάπτυξης πυκνώνουν όλο και περισσότερο πάνω από την Ευρωζώνη και επαναφέρουν τους φόβους μιας νέας ύφεσης. Ενώ πολλοί ήλπιζαν ότι η κρίση έχει ξεπεραστεί, επιστρέφει, με τη συζήτηση πλέον, για τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτιών της. Από τη μια πλευρά βρίσκονται χώρες όπως η Ιταλία και η Γαλλία οι οποίες θέλουν λιγότερες περικοπές και στοχευμένες κρατικές επενδύσεις προκειμένου να δοθεί ώθηση στην ανάπτυξη. Τα ηνία της άλλης πλευράς κρατά κυρίως η Γερμανία αλλά και η Μεγ. Βρετανία, η Ολλανδία και η Φιλανδία, οι οποίες εκτιμούν ότι η έξοδος από την κρίση περνά κυρίως μέσα από ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας.

Τα πολιτικά άκρα ως μέσο άσκησης πιέσεων

Στην παρούσα φάση η Ευρώπη θα «πρέπει να επενδύσει στην ανάπτυξη και να μην επικεντρώνει μόνον σε σκληρά μέτρα και περικοπές», διατείνεται ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι, εκτιμώντας ότι η ακολουθούμενη πολιτική ουσιαστικά δεν έχει λύσει ακόμη το πρόβλημα της Ευρωζώνης. Στο απολύτως ίδιο μήκος κύματος και ο επίσης σοσιαλιστής Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ. «Παντού υπάρχει ανασφάλεια. Η ανάπτυξη υποχωρεί στις ΗΠΑ ενώ η Ευρώπη δεν έχει βρει ακόμη τρόπο για να επιστρέψει στην ανάπτυξη. Γι΄ αυτό αγωνίζομαι, για την ανάπτυξη». 

Ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας Εμμανουέλ Μακρόν μάλιστα προειδοποίησε μέσα από συνέντευξή του προς την Frankfurter Allgemeine Zeitung για τον κίνδυνο μιας ύφεσης όπως εκείνη τη δεκαετία του 1930. «Θα έπρεπε να μάθουμε από τα λάθη μας. Οι τότε πολιτικές συνέπειες ήταν καταστροφικές», είπε ο Γάλλος υπουργός, αναφερόμενος, εμμέσως πλην σαφώς, στην άνοδο του Εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία. Σήμερα ωστόσο ο Εμμανουέλ Μακρόν έχει κατά νου την ίδια του τη χώρα και την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν.

Η ακαμψία της Γαλλίας

Στη βάση των όσων προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, η Γαλλία θα έπρεπε να προχωρήσει σε ακόμη μεγαλύτερες περικοπές προκειμένου να μειώσει το έλλειμμά της κάτω από το επιτρεπόμενο όριο του 3%. Με το έλλειμμα να ξεπερνά σήμερα το 4%, η Κομισιόν θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, να αναγκάσει το Παρίσι να προχωρήσει σε μεγαλύτερες περικοπές. Εντούτοις, ήδη το 2013 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φάνηκε ιδιαίτερα υπομονετική με τη Γαλλία, δίνοντάς της παράταση δυο ετών. Τώρα όμως η γαλλική κυβέρνηση ζητά και νέα παράταση. 

Ο Γκούντραμ Βολφ από το think tank Bruegel των Βρυξελλών, είναι υπέρ της χαλάρωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής των περικοπών, καθώς «εξακολουθούμε να ζούμε σε εξαιρετικές συνθήκες». Άλλωστε λόγω των χαμηλών στην παρούσα φάση επιτοκίων, η ανάληψη νέων χρεών, όπως λέει, δεν θα δημιουργούσε ιδιαίτερο πρόβλημα. Αυτό όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να ισχύσει μόνον για τις χώρες που έχουν και τις οικονομικές δυνατότητες να το πράξουν, όπως η Γερμανία. Η Γαλλία, αντίθετα, «απώλεσε μεγάλο μέρος της εμπιστοσύνης» επειδή «έκανε σχετικά λίγα» κατά τα δυο αυτά επιπλέον χρόνια που της δόθηκαν. Σε περίπτωση που η Κομισιόν επιδείξει εκ νέου συμβιβαστική διάθεση, θα πρέπει «να συνδυάσει την ευελιξία όσον αφορά την τήρηση των κανόνων με αυστηρούς όρους», λέει ο ειδικός.

Ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός του Σόιμπλε

Ακόμη όμως και στις περιπτώσεις που χώρες με υγιή οικονομικά και δημοσιονομικά στοιχεία ξοδεύουν περισσότερα, δημιουργείται το εύλογο ερώτημα πού ακριβώς θα έπρεπε να επενδυθούν. Όταν αυτά διοχετεύονται στην κατανάλωση το αποτέλεσμα είναι συνήθως ένα πυροτέχνημα, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα. Αυτό το βίωσε η ίδια η Γαλλία το 2009/2010. Όπως σημειώνει ο Γκούντραμ Βολφ: «Η επιδιόρθωση μιας γέφυρας είναι μια καλή επένδυση επειδή τα επόμενα χρόνια οι οδηγοί θα αλλάξουν λιγότερα αμορτισέρ και θα έχεις λιγότερα μποτιλιαρίσματα. Όταν απλά αυξάνεις τις συντάξεις, τότε αυτό δεν συνιστά επένδυση στο μέλλον, αλλά οπισθοδρόμηση».

Ο Γερμανός υπ. Οικονομικών Β. Σόιμπλε όμως είναι αρκετά επιφυλακτικός όσον αφορά τις νέες επενδύσεις. Ο ίδιος επιμένει στο στόχο του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού στη Γερμανία για την ερχόμενη χρονιά, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να στείλει και το μήνυμα ότι η Ευρώπη θα πρέπει να επιμείνει, παρά τις ενστάσεις, στο δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης καθώς αυτός αποδίδει καρπούς, όπως δείχνει το γερμανικό παράδειγμα. Ο Γκούντραμ Βολφ είναι αρκετά επιφυλακτικός: «Ο ισοσκελισμένος προϋπολογισμός δεν συνιστά σημαντικό μήνυμα. Στην παρούσα φάση δεν δικαιολογείται καν από οικονομική σκοπιά. Πρόκειται περισσότερο για έναν πολιτικό στόχο», στόχο που θα έπρεπε να αναπροσαρμόσει τώρα η γερμανική κυβέρνηση.

Ζητούμενο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις

Την άποψη ότι η δημοσιονομική εξυγίανση από μόνη της δεν αρκεί εκφράζουν εδώ και καιρό, εκτός από την καγκελάριο Μέρκελ, και πολιτικοί ηγέτες από χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντ. Κάμερον και ο Σουηδός ομόλογός του Φρ. Ράινφελντ. Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι το βασικό ζητούμενο είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, η οποία δεν κοστίζει. Ο ειδικός του Bruegel συμφωνεί: «Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πιο σημαντικές από τους δημοσιονομικούς κανόνες». Η Ισπανία είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα καλό παράδειγμα χώρας που κατάφερε να σημειώσει σημαντική πρόοδο χάρη στις μεταρρυθμίσεις.

Οι μεταρρυθμίσεις αυτές συνεπάγονται συνήθως ένα πολιτικό κόστος. Στο πεδίο αυτό όμως οι κυβερνήσεις Μέρκελ δεν επέδειξαν ιδιαίτερο θάρρος. Από το 2005 οπότε και ανέλαβε για πρώτη φορά την καγκελαρία, η Α. Μέρκελ επωφελήθηκε περισσότερο από τις μεταρρυθμίσεις που είχαν δρομολογήσει και υλοποιήσει οι προκάτοχοί της, αντί να προχωρήσει σε δικές της. Αντιθέτως προχώρησε στην υλοποίηση δημοφιλών μέτρων όπως τις συντάξεις για τις μητέρες και τον κατώτατο μισθό. Με τον τρόπο αυτό κέρδισε αναμφίβολα την εύνοια των ψηφοφόρων, η ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας όμως δέχθηκε όλα αυτά τα χρόνια πλήγμα. Σε αυτό το πεδίο η Γερμανία σίγουρα δεν αποτελεί πρότυπο.

Αντίστροφη μέτρηση για τα αποτελέσματα των stress tests

Από τον Νοέμβριο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αναλαμβάνει την εποπτεία των μεγάλων τραπεζών της Ευρωζώνης. Προηγουμένως, όμως, θα δημοσιοποιηθούν τα αποτελέσματα των stress tests, τα οποία αναμένονται με ενδιαφέρον. Η ώρα της αλήθειας για 130 μεγάλες τράπεζες θα σημάνει την ερχόμενη Κυριακή 26 Οκτωβρίου, οπότε η ΕΚΤ θα δημοσιοποιήσει τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής, στα οποία υποβάλλονται τα συστημικής σημασίας χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης.

Ήδη οι φημολογίες δίνουν και παίρνουν. Ονόματα διαφόρων τραπεζών κάνουν την εμφάνισή τους σε διάφορα δημοσιεύματα, με την υποσημείωση πως δεν διαθέτουν επαρκή ίδια κεφάλαια ή βρίσκονται στο όριο της απόρριψης από το κεντρικό ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Για την ημέρα μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων, μερίδα αναλυτών προβλέπει, μάλιστα, αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές.

Σταδιακά η Τραπεζική Ένωση θα εξελιχθεί σε ένα είδος ασφαλιστικού φορέα τραπεζών

Για άλλους τα stress tests συνιστούν αναγκαία δοκιμασία στην πορεία προς την Τραπεζική Ένωση, η οποία θα βάλει τέλος στον φαύλο κύκλο των τραπεζικών και κρατικών κρίσεων χρέους. Σε τρεις πυλώνες θα στηριχθεί η Τραπεζική Ένωση: στην εποπτεία, την εκκαθάριση και την εγγύηση των καταθέσεων. Σταδιακά η Τραπεζική Ένωση θα εξελιχθεί σε ένα είδος ασφαλιστικού φορέα τραπεζών, εκτιμούν πολλοί ειδικοί, παραπέμποντας στην ανάγκη να μπουν στο μικροσκόπιο της ΕΚΤ οι ισολογισμοί των τραπεζών προτού αρχίσει η διαδικασία της εποπτείας.

Μεταξύ αυτών είναι και ο Χανς-Πέτερ Μπούργκχοφ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χοενχάιμ: «Όποιος θέλει να τεθεί υπό την κοινή επιτήρηση, θα πρέπει να πάρει πρώτα το πράσινο φως. Θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι για τα άλλα μέλη της κοινότητας ένα απρόβλεπτο ρίσκο». Κι αυτό είναι προς το συμφέρον και της ΕΚΤ, η οποία, σε τελική ανάλυση δεν θέλει να αναλάβει την ευθύνη για παλαιότερα ρίσκα των τραπεζών.

Για το βασικό σενάριο του τεστ αντοχής, οι τράπεζες θα πρέπει να μπορούν να διατηρήσουν κύρια βασικά ίδια κεφάλαια 8% μέχρι το 2016 και για το ακραίο σενάριο ο Δείκτης Κύριων Βασικών Πρωτοβάθμιων Κεφαλαίων θα πρέπει να είναι στο 5,5%. Ωστόσο, το θέμα δεν είναι τόσο απλό, εκτιμά ο Γερμανός οικονομολόγος και πρόεδρος του ZEW, Κλέμενς Φουστ και διευκρινίζει: «Εν μέρει υιοθετούνται οι εκτιμήσεις των ιδίων των τραπεζών. Η εμπειρία από την πρόσφατη κρίση κατέδειξε ότι το σταθμισμένου ρίσκου ποσοστό ιδίων κεφαλαίων δεν συνιστά ασφαλή δείκτη».

«Δεν είναι επαρκώς θωρακισμένες οι τράπεζες»

Όπως τονίζει ο Γερμανός οικονομολόγος, τα μοντέλα διαχείρισης κινδύνου, με στοιχεία από το παρελθόν, δεν είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνονται στις μελλοντικές κρίσεις. Ο ίδιος εκτιμά πως θα ήταν καλύτερα να απαιτηθεί από τις τράπεζες να χρηματοδοτήσουν τουλάχιστον το 3% των συνολικών τους επενδύσεων με ίδια κεφάλαια. Πρόκειται για τον δείκτη μόχλευσης (leverage ratio) των τραπεζών, δηλαδή τον λόγο συνολικών κεφαλαίων προς συνολικό ενεργητικό.

Σε stress tests που διενήργησε το ινστιτούτο ZEW, κατέστη σαφές ότι σε περίπτωση κρίσης, το κεφαλαιακό κενό είναι μεγαλύτερο, εάν ο υπολογισμός των ιδίων κεφαλαίων γίνει επί τη βάσει του δείκτη μόχλευσης. Με λίγα λόγια, σε αυτό το μοντέλο, είναι πιο ακριβής η απεικόνιση των κεφαλαιακών αναγκών. Αντίθετα, στο μοντέλο της ΕΚΤ καταδεικνύεται ότι οι τράπεζες ανταποκρίνονται στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.

Όπως λέει ο Κλέμενς Φουστ: «Αποδεικνύουμε μάλιστα ότι στις δέκα μεγαλύτερες τράπεζες έχει σημειωθεί μείωση των ιδίων κεφαλαίων σε απόλυτους αριθμούς. Απλώς, το ποσοστό των ιδίων κεφαλαίων έχει αυξηθεί εξαιτίας της μείωσης των πιστώσεων και των επενδύσεων».

Η πραγματικότητα αυτή καταδεικνύει και το δίλημμα, με το οποίο είναι αντιμέτωπη η ΕΚΤ. Από τη μία πλευρά «μοιράζει» χρήμα στις τράπεζες για να αυξήσει τη ρευστότητα και τις πιστώσεις στις επιχειρήσεις, με στόχο την ενίσχυση της ανάπτυξης, ενώ από την άλλη θέτει ως ρυθμιστική αρχή αξιώσεις στις τράπεζες για αύξηση του ποσοστού των ιδίων κεφαλαίων τους.

Το θεμελιώδες, ωστόσο, ερώτημα που τίθεται στα stress tests είναι εάν οι τράπεζες είναι επαρκώς θωρακισμένες έναντι νέων κρίσεων. «Όχι επαρκώς» είναι το συμπέρασμα του ZEW. Και αυτό γιατί σε περίπτωση απωλειών κατά 10% της αξίας των χρεογράφων που έχουν στα συρτάρια τους οι τράπεζες, θα προκύψει ένα κεφαλαιακό κενό της τάξεως των 150 δισ. ευρώ.

ΑΜΠΕ/Deutsche Welle

''The New Daily Mail'' 
TheNewDailyMail
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ