2017-05-05 12:31:04
Φωτογραφία για ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΙΑΤΡΩΝ ΒΙΟΠΑΘΟΛΟΓΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΑΠΟ 7-4-17 ΤΟΥ Κ. ΡΙΖΟΥ
Η απάντηση του κ. Ρίζου διακατέχεται από έντονο πνεύμα υποτίμησης του Ιατρικού Εργαστηρίου. Το παρουσιάζει σχεδόν σαν ένα super-market που το προσωπικό του σαν απλοί εντολοδόχοι εκτελούν εξετάσεις οι οποίες μπορεί να έχουν σχέση με την κατάσταση του ασθενούς ή και όχι. Οι κλινικές πληροφορίες είναι κάτι που ποτέ δεν φθάνει στο συγκεκριμένο εργαστήριο γιατί πολύ απλά δεν αφορούν το εργαστήριο αλλά τους κλινικούς ιατρούς. Σε απάντηση της ανωτέρω ανάρτησης του κ. Ρίζου και προς αποκατάσταση της αλήθειας στα μάτια κάθε πολίτη που απευθύνεται στις δομές υγείας, οφείλουμε να παραθέσουμε τα ακόλουθα: 

Για τον κ. Ρίζο ο κώδικας ιατρικής δεοντολογίας αποτελεί «αντιεπιστημονικούς και ανυπόστατους ισχυρισμούς» και προς τούτο επικαλείται την παρ.3. του νόμου 3418/2005. Η εν λόγω παράγραφος που σκοπίμως αναφέρει, δεν αφορά τους ιατρούς Βιοπαθολόγους ούτε την έννοια της εργαστηριακής διάγνωσης
. Αντίθετα, ο κ. Ρίζος αποφεύγει εσκεμμένα να αναφέρει την παρ.1 του υπόψη νόμου σύμφωνα με την οποία «Ιατρική πράξη είναι εκείνη που έχει ως σκοπό τη με οποιαδήποτε επιστημονική μέθοδο πρόληψη, διάγνωση, θεραπεία και αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου». Καθίσταται σαφές ότι οι εργαστηριακές εξετάσεις που εκτελούνται στα Βιοπαθολογικά εργαστήρια και στόχο έχουν την διάγνωση αποτελούν ιατρικές πράξεις και ως εκ τούτου εκτελούνται υποχρεωτικά υπό την πλήρη και άμεση εποπτεία ιατρού και μόνο, και από κανέναν άλλο επιστήμονα. 

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι η ανακοίνωση του ΙΣΑ αναφέρεται στην ιατρική πράξη της εργαστηριακής διάγνωσης βασιζόμενη στον νόμο του ελληνικού κράτους και όχι δανειζόμενη τη φράση από το NHS όπως υποστηρίζει ο κ. Ρίζος. Άλλωστε το NHS αναφέρει: «Up to 70% of all diagnoses in NHS patients depend on laboratory tests» και τούτο για να καταδείξει την αξία των εργαστηριακών εξετάσεων στην εξαγωγή διάγνωσης. Τα παρακάτω σχόλια/ερμηνείες όπως: «δεν υπάρχει εργαστηριακή διάγνωση» είναι αυθαίρετα συμπεράσματα του κ. Ρίζου. Αντίθετα, το εν λόγω άρθρο υποστηρίζει: “The value of laboratory medicine in patient care is unquestioned. ‘A detailed study by the Lewin Group for the Centers for Disease Control and Prevention in the USA concluded Laboratory Μedicine is an essential element of the health care system. It is integral to many clinical decisions, providing physicians, nurses, and other health care providers with often pivotal information for the prevention, diagnosis, treatment and management of disease’”[1]. 

Εν συνεχεία ο κ.Ρίζος κάνει αναφορά στο παρακάτω κείμενο το οποίο παρατίθεται αυτούσιο από το πρωτότυπο: “At the core of the discipline is the provision of results of measurements and observations to the cause of disease, the maintenance of health and the conversion of these data into specific and general patient- and disease-related information at the laboratory-clinician interface.” [2] Δεδομένου ότι στο κείμενο αυτό δεν γίνεται καμία αναφορά στην έννοια βιομόρια διαφαίνεται ότι σκόπιμα χρησιμοποιείται ο όρος αυτός για ουσίες όπως οι ορμόνες, η αιμοσφαιρίνη, οι πρωτεΐνες οξείας φάσης κ.ά. έτσι ώστε να χάσουν την ιατρική τους υπόσταση. Αντίθετα το κείμενο καταδεικνύει ως «πυρήνα» της Κλινικής Χημείας και Εργαστηριακής Ιατρικής την παροχή αποτελεσμάτων μετρήσεων και παρατηρήσεων προς την κατεύθυνση της αναζήτησης αιτίας νόσου, την διατήρηση υγείας και την μετατροπή των δεδομένων σε συγκεκριμένες ασθενο-κεντρικές και νοσο-κεντρικές πληροφορίες στον δίαυλο επικοινωνίας κλινικής-εργαστηρίου. Η ελεύθερη μετάφραση από τον κ. Ρίζο καταλήγει με λογικά άλματα στο πολύ βολικό ότι οι εργαστηριακές πράξεις δεν είναι ιατρικές πράξεις. Σας παραθέσαμε το πρωτότυπο, τα συμπεράσματα δικά σας. 

Ο κ. Ρίζος θεωρεί ότι από μόνος του είναι σε θέση να ορίσει τι αποτελεί ιατρική πράξη και τι όχι, αλλά προχωράει και ακόμη παραπέρα στο σημείο να ορίσει ότι ο κλινικός ιατρός και μόνον αυτός συμμετέχει στη διαγνωστική διαδικασία. Σκοπίμως αναφέρεται στο προσωπικό του εργαστηρίου ως «εργαστηριακοί» χρησιμοποιώντας μόνο τον επιθετικό αυτό προσδιορισμό για να μειώσει την αξία και τον ρόλο του ιατρού Βιοπαθολόγου. Σύμφωνα με το εργαστήριο που οραματίζεται ο κ. Ρίζος, οι «εργαστηριακοί» παραμένουν αμέτοχοι και δεν εκφράζουν την άποψή τους ούτε καλούνται να δώσουν την κατεύθυνση στον κλινικό ιατρό ή τη συμβουλή τους στη δημιουργία του κατάλληλου διαγνωστικού αλγορίθμου για την διερεύνηση του ασθενούς. Αντίθετα παραθέτει ως μοναδικό εργαλείο του «εργαστηριακού» τις «γνώσεις και την εμπειρία του». Σε ποιες γνώσεις και ποια εμπειρία αναφέρεται ο κ. Ρίζος αφού η εκπαίδευση χημικών και βιολόγων επουδενί δεν περιλαμβάνει Φυσιολογία, Παθοφυσιολογία, Παθολογία ή Νοσολογία γνωστικά αντικείμενα απαραίτητα για την αξιολόγηση και ερμηνεία των εργαστηριακών αποτελεσμάτων. Αναγνωρίζοντας ο κ. Ρίζος την ανάγκη για ιατρικό υπόβαθρο στην ερμηνεία και αξιολόγηση του αποτελέσματος καταλήγει παρακάτω στο: «η (κλινική) ερμηνεία του εργαστηριακού αποτελέσματος, δηλαδή η συσχέτιση του αποτελέσματος με τον ασθενή, το ιστορικό, τα συμπτώματα, και τη νόσο από την οποία πιθανών πάσχει, γίνεται από τον κλινικό γιατρό» Η αλήθεια είναι όμως ότι στην εποχή μας οι κλινικοί ιατροί έχουν στη διάθεσή τους τεράστιο πλήθος εξετάσεων και τούτο αυξάνει τον κίνδυνο λανθασμένης ή άστοχης επιλογής εξέτασης που μπορεί να οδηγήσει σε καθυστέρηση της διάγνωσης με επιπρόσθετο οικονομικό κόστος. Γι’ αυτό το λόγο κρίνεται απαραίτητος ο συμβουλευτικός ρόλος του ιατρού Βιοπαθολόγου ως προς την επιλογή εργαστηριακών εξετάσεων από τον κλινικό στην κατεύθυνση βελτιστοποίησης της παρεχόμενης ιατρικής φροντίδας [3]. Ακριβώς επειδή πολύ λίγες εξετάσεις είναι παθογνωμονικές και η ευαισθησία και η ειδικότητα των εξετάσεων εξαρτάται από παραμέτρους όπως η μέθοδος ανίχνευσης που χρησιμοποιεί το εργαστήριο, η προέλευση των αντιδραστηρίων ή το είδος του εκάστοτε αυτόματου αναλυτή, οι οποίες δεν είναι γνωστές στον κλινικό ιατρό, η συμβολή του ιατρού Βιοπαθολόγου κρίνεται καθοριστική στην καθοδήγηση για την εξαγωγή κλινικά ερμηνεύσιμων αποτελεσμάτων. 

Βέβαια, δεν αρκεί μονάχα η τεχνικά άρτια εκτέλεση της εξέτασης αλλά και η γνώση των ενδογενών περιορισμών αυτής (η θετική/αρνητική προγνωστική αξία μιας εξέτασης επηρεάζονται από τον επιπολασμό της νόσου στον υπό εξέταση πληθυσμό). Ο ιατρός Βιοπαθολόγος οφείλει να μεταδώσει αυτές τις πληροφορίες -που ως ιατρός μόνο αυτός κατέχει- και μαζί με τον κλινικό να δημιουργήσουν έναν αποδοτικό διαγνωστικό αλγόριθμο και όχι να εκτελείται μία ατέρμονη λίστα μη σχετικών εξετάσεων η οποία οδηγεί μόνο σε σύγχυση, παρερμηνείες και ζημία . 

Όσον αφορά στο αναλυτικό στάδιο, επισημαίνεται ότι οι επιστήμονες κλήθηκαν να στελεχώσουν τα Βιοπαθολογικά εργαστήρια όταν οι αντιδράσεις ανίχνευσης ουσιών σε βιολογικά υγρά γίνονταν χειροκίνητα. Πλέον, όμως, στη σύγχρονη εποχή της αυτοματοποίησης οι αντιδράσεις γίνονται σε κλειστά συστήματα και οι χημικές αντιδράσεις αυτόματα. Ο δε ποιοτικός έλεγχος γίνεται κατά κανόνα με στατιστικά εργαλεία και στατιστικούς κανόνες που είναι ενσωματωμένοι στους αυτόματους αναλυτές. 

Το απίστευτο θράσος είναι ότι οι βιοεπιστήμονες υποστηρίζουν ότι ούτε το μετα-αναλυτικό στάδιο δεν είναι ιατρική πράξη· αφού βέβαια σε ένα εργαστήριο χωρίς ιατρούς η μόνη πράξη που εκτελείται στο μετα-αναλυτικό στάδιο είναι η τυφλή επικύρωση των αποτελεσμάτων. Η αλήθεια είναι ότι τα καθήκοντα του ιατρού Βιοπαθολόγου -στα πλαίσια του μετα-αναλυτικού σταδίου- είναι η καθοδήγηση του κλινικού ως προς την ανασκόπηση των αποτελεσμάτων, η ερμηνεία αυτών καθώς και η παροχή οδηγιών για τα περαιτέρω διαγνωστικά βήματα [3]. Επιστήμονες χωρίς καμία ιατρική γνώση δεν μπορούν να σταθούν κριτικά απέναντι στα αποτελέσματα και να ανακαλύψουν το τυχαίο λάθος. Έτσι χωρίς να θέλουμε να καταφύγουμε σε περιπτωσιολογία έχουμε γίνει μάρτυρες να επικυρώνονται αποτελέσματα κλινικής χημείας μη συμβατά με τη ζωή, να δίνεται μεμονωμένα θετικό HBeAg (το οποίο δεν υπάρχει σε καμία φάση της φυσικής πορείας της Ηπατίτιδας Β) ή σε μεσήλικα από PCR ΕΝΥ Escherichia coli K1 (αίτιο μηνιγγίτιδας των νεογνών). Το χειρότερο είναι ότι στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, οι μη ιατροί επιστήμονες οι οποίοι επικύρωσαν τα εν λόγω αποτελέσματα δεν υπέπεσαν σε κάποιο επιστημονικό σφάλμα, η τεχνική εκτέλεση της εξέτασης ήταν άρτια, απλώς η παντελής έλλειψη ιατρικού υποβάθρου δεν τους προφύλαξε. Σε περίπτωση που ιατρός υποπέσει σε αντίστοιχο λάθος -λόγω επιστημονικής ανεπάρκειας- και τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του ασθενούς, τότε αναπόφευκτα θα υποστεί νομικές κυρώσεις. Κι αυτό διότι η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος του ιατρού εκτός από τα επαγγελματικά δικαιώματα δημιουργεί και υποχρεώσεις από τις οποίες μπορούν να προκύψουν ποινικές, αστικές και πειθαρχικές ευθύνες, κάτι που δεν ισχύει για τους μη ιατρούς επιστήμονες. 

Εμείς ως ιατροί Βιοπαθολόγοι δεν θεωρούμε λειτουργικό και ασφαλές ένα “results-only laboratory” όπως επιδιώκεται από το προτεινόμενο σχέδιο νόμου. Καλούμε τους αρμοδίως υπεύθυνους να μην πέσουν στην παγίδα ότι ένα τέτοιο εργαστήριο είναι επαρκές, βασιζόμενοι στην λανθασμένη υπόθεση ότι ο κλινικός ιατρός είναι πλήρως ικανός να ερμηνεύσει κάθε εργαστηριακό αποτέλεσμα[4]. Υποστηρίζουμε ότι την ευθύνη κάθε ιατρικού εργαστηρίου πρέπει να την έχει ιατρός Βιοπαθολόγος ο οποίος αποφασίζει ποιες εξετάσεις πρέπει να είναι διαθέσιμες στον κλινικό ιατρό όλο το 24ωρο, είναι γνώστης του ιατρικού επείγοντος και καταρτίζει το κατάλληλο διάγραμμα εργασίας έτσι ώστε να λαμβάνει απόλυτη προτεραιότητα, αποφασίζει ποιες καινούριες εξετάσεις πρέπει να ενταχθούν στο εργαστήριο και ποιες είναι πεπαλαιωμένες χωρίς κανένα διαγνωστικό σκοπό και ως εκ τούτου πρέπει να καταργηθούν. 

Στη σχεδιαζόμενη αναμόρφωση του χώρου της υγείας προσβλέπουμε στην αναβάθμιση του Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου και όντας σε συνεχή επικοινωνία με τις κλινικές ειδικότητες, χωρίς καμία τάση απομονωτισμού, σκοπεύουμε πάντα τα βέλτιστα αποτελέσματα για την υγεία του ασθενούς. Ελπίζουμε κάποιοι να μην προσδοκούν αναβάθμιση του ρόλου τους μέσω της υποβάθμισης της δομής στην οποία εργάζονται.- 

1. Annals of Clinical Biochemistry 2011; 48: 487–488 

2. Clin Chem Lab Med 2010;48(7): 999–1008 

3. Am J Clin Pathol 2011;135: 11-12 

4. J Clin Pathol 2013;66: 432–437 

Οι ειδικοί και ειδικευόμενοι Ιατροί Βιοπαθολόγοι: 

Αλεξανδρίδου Μαρία 

Ανδρικογιαννόπουλος Πέτρος 

Αντωνάτου Πανωραία 

Βυζουκάκη Ροδάνθη 

Γκίκα Μερόπη 

Δημητρίου Μαρία 

Καζής Γεώργιος 

Καλογιάννη Αθανασία 

Καστρινάκης Γεώργιος 

Κλεισαρχάκη Μαρία 

Κόκκαλη Ελευθερία 

Κόκκινου Δήμητρα 

Κολιτσόπουλος Γεώργιος 

Κούκια Μαρίνα 

Κουτράκη Μαρία 

Κουτσουρελάκη Μαριάννα 

Μαζαράκη Παναγιώτα 

Μανδραπήλια Αικατερίνη-Iωάνν 

Μαντζαβίνη Αναστασία 

Μαυραγάνης Αθανάσιος 

Μεγαρχιώτη Αποστολία 

Μελισσινού Ειρήνη 

Μιμήνας Ιωάννης 

Μπέλτσος Χαράλαμπος 

Μπλέτσα Αναστασία 

Μπριαμάτος Διονύσιος 

Οικονομίδης Γεώργιος 

Πανοπούλου Άννα-Δανάη 

Παπαδημητρίου Χαράλαμπος 

Παπαιωάννου Βασιλική 

Παπαρρίζου Ζωή 

Παφτούνος Σπυρίδων 

Πετροπούλου Δήμητρα 

Πρωτοπαπαδάκης Ευτύχιος 

Ράπτης Βασίλειος 

Ραφαηλίδης Χαράλαμπος 

Ρόμπολα Ειρήνη 

Σκιαδάς Θεόδωρος 

Σταμούλης Βασίλειος 

Τζανάτου Αμαλία 

Τζιώνα Ιωάννα 

Τζουμακίδου Ελένη 

Τσιάρα Παναγιώτα 

Τσούρα Μαρία 

Τσώνου Δήμητρα 

Χαρίσης Γεώργιος 
medispin
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ