2017-11-26 15:00:19
Φωτογραφία για Φυλετική και «έκφυλη» επιστήμη
Συντάκτης: Σπύρος Μανουσέλης

 

Μολονότι το πρόβλημα των φυλετικών ταυτοτήτων και των διακρίσεων μεταξύ των ανθρώπων θεωρείται οριστικά λυμένο, τουλάχιστον από επιστημονική άποψη, τείνει να επανέρχεται στη σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία δημιουργώντας οξύτατα κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά προβλήματα, όπως π.χ. η μεταναστευτική πολιτική μιας χώρας, η αντιμετώπιση των προσφύγων ή των μειονοτήτων, καθώς και οι συγκρουσιακές σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. 

Με ποια επιστημονικοφανή ιδεολογήματα οι δυτικές κοινωνίες επιχείρησαν και επιχειρούν να διαχειριστούν αυτό το διαχρονικό ανθρώπινο πρόβλημα;

Από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα στη Δύση, η κυρίαρχη ιδεολογία του κοινωνικού δαρβινισμού περιγράφει τη βιοπολιτική ιστορία του είδους μας, καθώς και τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις ως έναν λυσσαλέο αγώνα για την «επιβίωση των καταλληλότερων» ανθρώπινων πληθυσμών.


Χάρη σε αυτό το ρατσιστικό ιδεολόγημα, ο λευκός άνθρωπος πίστεψε ότι κυριαρχεί αυτοδικαίως πάνω στους άλλους ανθρώπους, αφού ανήκει στην τελειότερη βιολογικά και πνευματικά ανθρώπινη «φυλή».

Αραγε, τα όσα γνωρίζουμε για την ανθρώπινη βιολογική εξέλιξη και ιστορία δικαιολογούν αυτή την αυταπάτη;

 Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας (VIIΙ) 

Σύμφωνα με τον κοινωνικό δαρβινισμό που, όπως είδαμε (βλ. «Εφ.Συν.» 4 και 11-11-17), είναι μία ιδεολογική και άρα παραπλανητική εκδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, η διαστρωμάτωση της κοινωνίας σε τάξεις όσο και οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ «διαφορετικών» ανθρώπινων ομάδων είναι, υποτίθεται, η αντανάκλαση των φυλετικών προδιαγραφών και εγγενών βιολογικών ορίων αυτών των ανθρώπων.

Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για κληρονομικές και γονιδιακές προδιαγραφές, τις οποίες καμία αλλαγή στις κοινωνικές συνθήκες ή στην παιδεία των φορέων τους, δηλαδή στη ζωή των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε ποτέ να τις αλλάξει.

Πρόκειται για το κοινότοπο αλλά εξαιρετικά διαδεδομένο ιδεολόγημα της μη μεταβλητότητας της ανθρώπινης φύσης η οποία, μολονότι παραμένει επιστημονικά αδιαφανής, καταφέρνει με τρόπο σχεδόν μαγικό να καθορίζει τις ανυπέρβλητες βιολογικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Αυτές οι βιολογικές διαφορές υπήρξαν το γνωστικό αντικείμενο που οι πρώτες φυλετικές θεωρίες επιχείρησαν να περιγράψουν λεπτομερώς και να αναλύσουν ποσοτικά.

Ετσι, ήδη από τον 17ο αιώνα, διάφορες θεωρίες επιχείρησαν:

(1) να εξηγήσουν με επιστημονικά και όχι με θρησκευτικά επιχειρήματα τις ανατομικές και πνευματικές ιδιαιτερότητες των ανθρώπων σε σχέση με τα κατώτερα ζωικά είδη (πιθήκους) και

(2) να δικαιολογήσουν «εξελικτικά» την ανωτερότητα της λευκής φυλής σε σχέση με τις άλλες εμφανώς πρωτόγονες φυλές των «υπανθρώπων» που συναντούσαν οι Ευρωπαίοι στις μακρινές αποικίες τους.

 Οι φυλετικές διαφορές του ανθρώπινου είδους 

Πράγματι, η έννοια της «φυλής» ή της «ράτσας» υιοθετείται από τη νεωτερική επιστήμη για να περιγράψει τα άγνωστα, μέχρι τότε, ζωικά και φυτικά είδη αλλά και τους παράξενους ανθρώπινους πληθυσμούς που ο δυτικοί άνθρωποι συναντούσαν στις εξερευνήσεις τους στα πέρατα της Γης.

Για παράδειγμα, στο περίφημο ταξινομικό έργο του «Systema Naturae» ο μεγάλος Σουηδός ταξινόμος Κάρολος Λινναίος χωρίζει το ανθρώπινο γένος (Homo) σε δύο βιολογικά είδη: στους ανθρώπους (Homo sapiens) και στους τρωγλοδύτες (Homo troglodytes), το δεύτερο είδος περιλαμβάνει τους ανθρωπόμορφους πιθήκους.

Ωστόσο, πρώτη φορά το 1758, ο Λινναίος εισάγει στη δέκατη έκδοση του βιβλίου του τη νέα ταξινομική κατηγορία «φυλή» για να περιγράψει -με βάση κυρίως τη γεωγραφική καταγωγή και το χρώμα του δέρματος- τα διάφορα υποείδη ή ράτσες του είδους μας (Homo sapiens): Αμερικανούς, Ασιάτες, Αφρικανούς, Ευρωπαίους και τους διάφορους τερατώδεις ανθρώπους (Monstruosus).

Πώς όμως εξηγείται η εντυπωσιακή ποικιλομορφία (σωματική και πολιτισμική) του ανθρώπινου είδους και ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στα βιολογικά-σωματικά και τα πνευματικά-πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ανθρώπων;

Αραγε, είχαν δίκιο οι «πολυγενετικές» θεωρίες που ισχυρίζονταν ότι οι ανθρώπινες «φυλές» ήταν διαφορετικά ζωικά είδη που προήλθαν από ξεχωριστές διεργασίες δημιουργίας ή, αντίθετα, αποτελούσαν διαφορετικές ποικιλίες που προέκυψαν σταδιακά από ένα μόνο πρωταρχικό είδος, όπως υποστήριζαν οι «μονογενετικές»;

Κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, η οξύτατη διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς των μονογενετικών και πολυγενετικών θεωριών δεν ήταν μόνο επιστημονική αλλά είχε και σοβαρές πολιτικές επιπτώσεις: ανάλογα με το ποια από τις δύο εξηγήσεις υιοθετούσε ο λευκός αποικιοκράτης όφειλε να αλλάξει τη στάση του απέναντι στις φυλές των «αγρίων» και στα ανθρώπινα δικαιώματα που αυτές διέθεταν εκ φύσεως ή όχι.

Διόλου περίεργο λοιπόν ότι οι οπαδοί της πολυγενετικής προέλευσης των ανθρώπινων φυλών οδηγούνταν σε μία ρατσιστική ανάγνωση της ανθρώπινης ιστορίας και οι φυσικές ανισότητες μεταξύ των ανθρώπινων φυλών όχι απλώς δικαιολογούσαν τη βαρβαρότητα των αποικιοκρατών αλλά επέβαλλαν την εξάλειψη των «υπανθρώπινων φυλών».

Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι και οι πρώτες μονογενετικές θεωρίες για την προέλευση των ανθρώπινων φυλών δεν προσέφεραν μία αντικειμενική ή απαλλαγμένη από τις δυτικές ιδεοληψίες περιγραφή των «άλλων» ανθρώπων.

Η μονογενετική ερμηνεία των ανατομικών και ανθρωπολογικών δεδομένων υποστήριζε ότι οι σημερινές ανθρώπινες φυλές προέκυψαν όχι από τη βιολογική εξέλιξη και τη σταδιακή διαφοροποίηση του αρχικού ανθρώπινου είδους αλλά από τον εκφυλισμό και την υποβάθμιση του πρωταρχικού και τέλειου είδους των λευκών ανθρώπων της καυκάσιας φυλής.

Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, λοιπόν, τα εμπειρικά δεδομένα της επιστήμης διαπλέκονται και ερμηνεύονται κατά το δοκούν υπέρ της κυρίαρχης φυλετικής ιδεολογίας της εποχής!

Το πρόβλημα με τις μονογενετικές θεωρίες ήταν ότι δεν διέθεταν κανέναν εύλογο βιολογικό μηχανισμό ικανό να εξηγεί και να επιβεβαιώνει με παλαιοντολογικά δεδομένα τον εκφυλισμό της πρωταρχικής και τέλειας λευκής φυλής που δημιουργήθηκε κάπου στον Καύκασο και από εκεί εξαπλώθηκε σε όλο τον πλανήτη.

Μία εξάπλωση και προσαρμογή σε νέες αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες που, όπως εσφαλμένα υπέθεταν, είχε ως συνέπεια τον σταδιακό εκφυλισμό της πρωταρχικής... άριας φυλής.

Είναι σαφές ότι η δυτική σκέψη δεν ήταν ακόμη σε θέση να απαλλαγεί από τις θρησκευτικές εμμονές της υπέρ μιας άχρονης, αμετάβλητης και τέλεια σχεδιασμένης -από τον Θεό ή τη φύση- πραγματικότητας.

Μόνο μετά την ανάπτυξη των εξελικτικών ιδεών του Δαρβίνου, η επιστημονική σκέψη θα ανακαλύψει τους ακριβείς μηχανισμούς που διαμορφώνουν τη ζωική και την ανθρώπινη ποικιλομορφία, ανατρέποντας κάποιες ιδιαίτερα επίμονες μεταφυσικές αλλά και κοινωνικές προκαταλήψεις αιώνων.

 Αναζητώντας τα «φυλετικά» γονίδια 

Αν στη βιολογία ως «φυλή» ορίζεται η ομάδα ή ο πληθυσμός των ζώων που, ενώ ανήκουν στο ίδιο είδος, παρουσιάζουν ορισμένα διακριτά βιολογικά χαρακτηριστικά (φυλή = υποείδος), τότε το γεγονός ότι, επί αιώνες, οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε μία κοινά αποδεκτή φυλετική ταξινόμηση των ανθρώπινων ομάδων οφείλεται προφανώς στην ανυπαρξία διακριτών «φυλών» μέσα στο ανθρώπινο είδος.

Ωστόσο, κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, οι ειδικοί άρχισαν να προσφεύγουν στη συγκριτική και στατιστική ανάλυση του ανθρώπινου DNA θεωρώντας ότι, σε τελευταία ανάλυση, στα γονίδια θα πρέπει να αναζητηθούν οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Μία από τις πιο συστηματικές μελέτες πραγματοποιήθηκε από τον Ρίτσαρντ Λιούοντιν (R. Lewontin), τον διάσημο γενετιστή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.

Αυτός ο προοδευτικός και ιδιοφυής ερευνητής κατάφερε, κατά τη δεκαετία του 1970-1980, να επινοήσει μία αποτελεσματική μέθοδο ακριβούς συσχέτισης της ορατής ανθρώπινης ποικιλομορφίας με τα γονίδιά μας. Κατάφερε δηλαδή να αναλύσει και να συσχετίσει στατιστικά τις γενετικές διαφορές ανάμεσα στις ανθρώπινες «φυλές».

Το εντυπωσιακό συμπέρασμα των ερευνών του -που επιβεβαιώθηκαν κατόπιν από πολλές άλλες σχετικές μελέτες- ήταν ότι η γενετική ποικιλομορφία μεταξύ διαφορετικών και γεωγραφικά απομακρυσμένων πληθυσμών είναι ελάχιστη, ενώ η γενετική ποικιλότητα μεταξύ ατόμων του ίδιου πληθυσμού που ζει στον ίδιο τόπο είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερη!

Επιπλέον, οι πρόσφατες έρευνες γεωγραφικής γενετικής, όπως αυτές του διάσημου Ιταλού Λ.Κ. Σφόρτσα (L.C. Sforza) και των μαθητών του, επιβεβαίωσαν ότι οι διαφοροποιήσεις στη γενετική και ανατομική ποικιλομορφία δεν παρατηρούνται σε γεωγραφικά προκαθορισμένα «πακέτα», δηλαδή στις τοπολογικά διαφορετικές «φυλές» του ανθρώπινου πληθυσμού: οι περισσότερες γονιδιακές παραλλαγές είναι σταθερά κατανεμημένες σε όλους τους υπάρχοντες ανθρώπινους πληθυσμούς που ζουν σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη μας.

Εχοντας ξεπεράσει τις ιδεολογικές προκαταλήψεις του παρελθόντος, η σύγχρονη έρευνα σχετικά με τις «φυλετικές» διαφορές του ανθρώπινου είδους επικεντρώνεται κυρίως στην ιατρική και κλινική μελέτη των γονιδιακών διαφορών που εμφανίζουν ορισμένες ομάδες και μικροί ανθρώπινοι πληθυσμοί.

Οι ειδικοί μελετούν αυτές τις γενετικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό ενός πληθυσμού με σκοπό να ανακαλύψουν τους βιολογικούς μηχανισμούς που διευκολύνουν ή εμποδίζουν την εμφάνιση ορισμένων ασθενειών.

Βέβαια, στις κοινωνίες όπου κυριαρχούν τα συμφέροντα των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών ακόμη η ιατρική-θεραπευτική έννοια της «φυλής» ή της «φυλετικής» προδιάθεσης για ορισμένες ασθένειες μπορεί να αποδειχθεί εξίσου παραπλανητική ή και επικίνδυνη με τις κοινές ρατσιστικές προκαταλήψεις.

Το βέβαιο είναι ότι, σήμερα, η απίστευτη γενετική και μορφολογική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δεν μπορεί πλέον να εξηγείται με απλοϊκά και ύποπτα κοινωνικά ιδεολογήματα, όπως είναι οι ανθρώπινες «φυλές».

Φυλετικές θεωρίες στην ΕλλάδαΠροσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, στην πολιτική, στη λογοτεχνία και την ιστορία της Τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα

εκδ. ΠΕΚ, σελ.520

Στη Δύση, για πάνω από έναν αιώνα, η έννοια της «φυλετικής ταυτότητας» και η ταύτισή της με τον λαό και το έθνος αποτέλεσαν ευρύτατα αποδεκτές και επιστημονικά νομιμοποιημένες κοινωνικές ιδεολογίες με τεράστια απήχηση στο ευρύ κοινό, ώστε σε πολλές χώρες τροφοδότησαν κρατικές πολιτικές για τη βελτίωση της φυλετικής ποιότητας. Οι φυλετικές θεωρίες απορρίφθηκαν διεθνώς και επίσημα μόνο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λόγω της σύνδεσής τους με τα εγκλήματα του ναζισμού. Τον Σεπτέμβριο κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης και τις εκδόσεις της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης το βιβλίο «Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα».

Τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα που συνθέτουν αυτή την ανθολογία συνιστούν μία πρώτη προσπάθεια να μελετηθεί η διάδοση των φυλετικών θεωριών στην Ελλάδα και τα πολλαπλά νοήματα που παίρνει στον χρόνο η έννοια της φυλής.

Ετσι, οι περισσότερες από τις μελέτες που περιλαμβάνονται στην ανθολογία ιχνηλατούν τις διαδρομές μέσα από τις οποίες διαδόθηκαν οι φυλετικές θεωρίες στον τόπο μας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα και αναδεικνύουν τις προσαρμογές τους στα ελληνικά ζητούμενα. Πράγματι, η ανάγνωση αυτών των κειμένων καθιστά απολύτως σαφές ότι οι ξένες φυλετικές θεωρίες όχι μόνο ενσωματώθηκαν από τον τοπικό εθνικισμό, αλλά τέθηκαν συστηματικά στην υπηρεσία του.

Επιπλέον, αρκετά κείμενα δείχνουν και το πώς επέδρασαν οι ευρωπαϊκές κυρίως φυλετικές θεωρίες στη διαμόρφωση νέων εξειδικεύσεων στο ελληνικό Πανεπιστήμιο: τροφοδοτώντας επιστημονικές και επαγγελματικές αντιπαραθέσεις, στηρίζοντας επιστημονικοφανείς προτάσεις για την υιοθέτηση ρατσιστικών ή και ευγονικών πολιτικών.

Αλλα κείμενα εξετάζουν πώς οι φυλετικές θεωρίες επιβιώνουν στις σημερινές εκδοχές της διαπλοκής του εθνικισμού με τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, όπως αποτυπώνονται στον νομικό, επιστημονικό, λαϊκιστικό ή θρησκευτικό λόγο.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι την επιμέλεια αυτής της σημαντικής ανθολογίας ανέλαβαν οι Εφη Αβδελά, Δημήτρης Αρβανιτάκης, Αννα-Ελίζα Δελβερούδη, Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, Σωκράτης Πετμεζάς και Τάσος Σακελλαρόπουλος.

Ετιέν Μπαλιμπάρ, Ιμάνουελ ΒαλερστάινΦυλή, έθνος, τάξη - Οι διφορούμενες ταυτότητεςμτφρ. Αγγελος Ελεφάντης, Ελένη Καλαφάτη εκδ. «Νήσος», σελ. 362

Mόλις επανακυκλοφόρησε, μετά από πολύ μεγάλο χρονικό κενό που ήταν εξαντλημένο, σε δεύτερη έκδοση και βάσει της πρόσφατης αναθεώρησής του ο τόμος των Μπαλιμπάρ και Βαλερστάιν που, ενώ εκδόθηκε το 1988, αποτέλεσε έκτοτε τον κεντρικό άξονα για τη συζήτηση διεθνώς μιας σειράς ζητημάτων, τα οποία είναι ακόμη και σήμερα απολύτως επίκαιρα και κρίσιμα. Οπως διευκρινίζεται από τον Μπαλιμπάρ στον πρόλογο του βιβλίου, τα διαφορετικά δοκίμια «είναι στιγμές της προσωπικής μας δουλειάς για τα οποία ο καθένας μας αναλαμβάνει την ευθύνη. Αλλά οι περιστάσεις το έφεραν έτσι ώστε τα δοκίμια αυτά να αποτελέσουν στοιχεία ενός διαλόγου που πύκνωσε τα τελευταία χρόνια και που σήμερα θέλουμε να κάνουμε γνωστό τον απόηχό του. Πρόκειται για τη συνεισφορά μας στην αποσαφήνιση ενός καίριου προβλήματος: ποια είναι η ιδιαιτερότητα του σύγχρονου ρατσισμού; Πώς μπορεί να συνδεθεί με την ταξική διαίρεση μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα και με τις αντιφάσεις του κράτους-έθνους; Πώς, αντίστοιχα, το φαινόμενο του ρατσισμού μπορεί να μας οδηγήσει ώστε να ξανασκεφθούμε τη συνάρθρωση του εθνικισμού με την πάλη των τάξεων; Στην ανίχνευση αυτών των ερωτημάτων εγγράφεται και η δική μας συνεισφορά, σε μία συζήτηση που έχει αρχίσει εδώ και πάνω από μία δεκαετία στο πλαίσιο του ‘‘δυτικού μαρξισμού’’, για τον οποίο μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα βγει επαρκώς ανανεωμένος και συγχρονισμένος με την εποχή του».

Το κοινό ερώτημα που έθεσαν οι συγγραφείς αυτού του καταπληκτικού βιβλίου είναι αν και πώς ακριβώς μπορεί να συγκροτηθεί ένας αποτελεσματικός αριστερός αντίλογος στις ανανεωμένες θεωρητικές αντιλήψεις και πρακτικές του σύγχρονου «νεορατσισμού», ο οποίος εκδηλώνεται απροκάλυπτα ως «διαφοριστικός» ρατσισμός που καταδικάζει στο περιθώριο και στην ανυπαρξία τον «άλλο», ο οποίος δεν διαφοροποιείται πλέον από εμάς βιολογικά αλλά κοινωνικά και πολιτισμικά!

Μία από τις μεγάλες αρετές αυτού του βιβλίου είναι ότι αναδεικνύει επαρκώς τη συνεχή εξέλιξη των ρατσιστικών ιδεών και των άκρως ρευστών τρόπων που αυτές οι ιδέες επιβάλλονται κοινωνικά.

http://www.efsyn.gr/arthro/fyletiki-kai-ekfyli-epistimi
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ