2018-04-23 10:35:31
Φωτογραφία για Κωνσταντίνος Καραμανλής 23 Απριλίου 1998: Είκοσι χρόνια χωρίς τον Εθνάρχη
Ο Μακεδόνας πολιτικός πέρασε από όλα τα αξιώματα, γράφοντας ιστορία στην πολιτική ζωή αυτού του τόπου Ηταν αυτός, που έβαλε την Ελλάδα στην Ευρώπη και διετέλεσε τέσσερις φορείς Πρωθυπουργός της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας και δύο φορές Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια το 1998, σε ηλικία 91 ετών. Πέρασαν ήδη 20 χρόνια, η απουσία του είναι κάτι παραπάνω από αισθητή τόσο στο εσωτερικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής (8 Μαρτίου 1907 – 23 Απριλίου 1998), γεννήθηκε στην τουρκοκρατούμενη ακόμα Πρώτη Σερρών το 1907. Ήταν πρωτότοκος γιος δημοδιδασκάλου, του Γεώργιου Καραμανλή, ο οποίος πολέμησε στον Μακεδονικό Αγώνα και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την καλλιέργεια και το εμπόριο καπνού. Μητέρα του ήταν η Φωτεινή Δολόγλου.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε τρεις αδελφούς και τρεις αδελφές που κατά σειρά γέννησης ήταν η Όλγα (1911), ο Αλέκος (1914), η Αθηνά (1917), η Αντιγόνη (1921), ο Γραμμένος (1925) και ο Αχιλλέας (1929).


Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο της Πρώτης Σερρών, στη συνέχεια στο ημιγυμνάσιο της Νέας Ζίχνης, κωμόπολης της περιφέρειας, και ύστερα (1920) στο Γυμνάσιο Σερρών.

Το 1923 μετακινήθηκε στην Αθήνα. Αρχικά φοίτησε στο Λύκειο Μεγαρέωςγια να αποφοιτήσει από το 8ο Γυμνάσιο Αθηνών (στην Κυψέλη). Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1925-1929) απ' όπου έλαβε το πτυχίο της νομικής στις 13 Δεκεμβρίου του 1929.

Αφού υπηρέτησε στρατιωτική θητεία 4 μηνών ως μέλος πολύτεκνης οικογένειας, άσκησε δικηγορία στις Σέρρες από το 1930 έως το 1935. Με έντονη ροπή στον δημόσιο βίο και ενδεικτικά μίας ισχυρής προσωπικότητας, έθεσε υποψηφιότητα και εξελέγη σε ηλικία 28 ετών πληρεξούσιος Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στις εκλογές για τη συντακτική συνέλευση του 1935, από την οποία απέσχε το Κόμμα Φιλελευθέρων. Η εδραίωσή του στην τοπική πολιτική επιβεβαιώθηκε όταν επανεξελέγη βουλευτής στις εκλογές για τη Γ' αναθεωρητική Βουλή του Ιανουαρίου του 1936, οπότε συμμετείχαν και οι βενιζελικοί και ίσχυσε σύστημα απλής αναλογικής.

Δείτε εδώ τη δήλωση του Καραμανλή για τη Μακεδονία μας

Η Δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936 διέκοψε την πολιτική του σταδιοδρομία. Επανήλθε στις Σέρρες, όπου άσκησε τη δικηγορία έως το 1941. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής παρέμεινε στην Αθήνα χωρίς να αναμιχτεί ενεργά στην πολιτική. Συμμετείχε το 1942-1943 σε μία άτυπη ομάδα πολιτικού προβληματισμού, την οποία αποτελούσαν αξιόλογοι μετέπειτα πολιτικοί και τραπεζίτες, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Γεώργιος Μαύρος, ο Πέτρος Γαρουφαλιάς, ο Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Ξενοφών Ζολώτας.

Η αξιολόγησή του για την αποτελεσματικότητα της ομάδας ήταν αρνητική. Θεωρούσε ότι ο προβληματισμός της δεν ήταν πολιτικά αλλά μάλλον ακαδημαϊκά προσανατολισμένος. Αξιοσημείωτα στοιχεία ήταν ότι, εκτός του ιδίου, οι υπόλοιποι ανήκαν στον φιλελεύθερο ή και στον σοσιαλιστικό χώρο, ένδειξη της δυνατότητάς του να δυνδιαλέγεται, και ότι ορισμένοι από αυτούς, ο Ζολώτας και ο Αγγελόπουλος, θα χρησιμοποιούνταν από τον ίδιο αργότερα σε κορυφαίες θέσεις στον δημόσιο τραπεζικό τομέα, ο Ζολώτας ήταν στην ουσία ο ιθύνων νους της ελληνικής αναπτυξιακής πολιτικής από το 1953 και μετά.

Το καλοκαίρι του 1944 ο Καραμανλής προσπάθησε να εμπλακεί πιο ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, διαφεύγοντας με πλωτό μέσο στη Μέση Ανατολή, όπου είχε σχηματιστεί νέα εξόριστη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου μετά το Συνέδριο του Λιβάνου. Η μετάβασή του εντούτοις καθυστέρησε πολύ, ώστε όταν τελικά ο Καραμανλής βρέθηκε στο Κάιρο τον Οκτώβριο, η Αθήνα είχε μόλις απελευθερωθεί από τους Γερμανούς και ο ίδιος υποχρεωτικά θα επέστρεφε στο τέλος του ίδιου μήνα.

Υπουργικές θητείες 1946-1952

Στις εκλογές του 1946 επανεξελέγη βουλευτής Σερρών με το Λαϊκό Κόμμα στη Δ' αναθεωρητική Βουλή. Το καλοκαίρι ήταν κρίσιμο για τη ζωή του, καθώς μεταβαίνοντας στις Η.Π.Α. έγινε δυνατή, μετά από χειρουργική επέμβαση, η απαλλαγή του από το πρόβλημα της επιδεινούμενης ωτοσκλήρυνσης, που τον βασάνιζε έως τότε.

Παράλληλα, συμμετείχε σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Στη συνέχεια συμμετείχε ως υπουργός Εργασίας για ένα τρίμηνο στις κυβερνήσεις Τσαλδάρη και Μαξίμου (Νοέμβριος 1946 - Φεβρουάριος 1947), Μεταφορών (Μάιος - Νοέμβριος 1948) και Κοινωνικής Πρόνοιας στην κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων υπό τους Σοφούλη και, στη συνέχεια, Διομήδη (Νοέμβριος 1948 - Ιανουάριος 1950). Ως Υπουργός Εργασίας ήρθε αντιμέτωπος με σύνθετα εργατικά ζητήματα, ενώ φρόντισε για την αποφυλάκιση αντιφρονούντων συνδικαλιστών.

Παράλληλα, προώθησε την πρόβλεψη για σημαντική αύξηση των συντάξεων (25%) και ευνόησε την καθιέρωση ενιαίου φορέα.

Ως Υπουργός Μεταφορών, αποκατέστησε εντός έξι μηνών πλήρως το συγκοινωνιακό δίκτυο που είχε πληγεί από τον Πόλεμο και τις εμφύλιες συγκρούσεις.

Παράλληλα, ήρθε σε σύγκρουση με τη βρετανική εταιρία Πάουερ και άλλες ξένες ιδιωτικές εταιρίες ηλεκτροδότησης (πάνω από τετρακόσιες), οι οποίες προσέφεραν ακριβές και κακής ποιότητας υπηρεσίες, ενώ αρνούνταν να προχωρήσουν στις απαραίτητες επενδύσεις. Ο Καραμανλής προώθησε νομοθεσία όπου το κράτος μπορούσε πλέον να επιδιώξει επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων. Η στάση αυτή ενίσχυσε το πολιτικό προφίλ του λόγω εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αλλά η νομοθεσία περί αναθεώρησης εγκαταλείφθηκε από τα μεγάλα κόμματα και κόστισε στον Καραμανλή τη θέση του στο Υπουργείο Μεταφορών, λόγω πιέσεων του βρετανικού παράγοντα προς τους Τσαλδάρη και Σοφούλη.

Μεγάλη δημοσιότητα απέκτησε λόγω της δράσης του στο Υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας, όπου μετακινήθηκε το 1948. Στο τελευταίο αυτό υπουργείο, στο οποίο η παρουσία του ήταν σχετικά μακροχρόνια, επικέντρωσε την προσπάθειά του στη διαχείριση του προγράμματος που αφορούσε την εγκατάσταση στα αστικά κέντρα και στη συνέχεια την επανεγκατάστασή τους στις επαρχίες των προσφύγων του εμφυλίου πολέμου.

Συγκεκριμένα, δημιούργησε το Πρόγραμμα «Πρόνοια-Εργασία» για τον επαναπατρισμό και την απασχόληση των 700.000 προσφύγων της υπαίθρου. Επιπλέον, χορήγησε στους πολίτες 60.000 όπλα μέσω Κέντρων Ασφαλείας για την ασφάλεια των παλιννοστούντων και την αποσυμφόρηση του στρατιωτικού έργου, παρά τις επιφυλάξεις του Σοφοκλή Βενιζέλου για τυχόν χρήση τους σε κομμουνιστική εξέγερση. Εντός ενός έτους επαναπατρίστηκαν 486.000 πρόσφυγες, ενώ άλλοι 236.000 ανέμεναν επαναπατρισμό.

Καθώς διακρίθηκε για τη διοικητική του ικανότητα, το επόμενο βήμα του, μετά την επανεκλογή του ως βουλευτή Σερρών στις εκλογές του Μαρτίου του 1950, όπου το Λαϊκό Κόμμα ηττήθηκε, ήταν η ανάληψη του υπουργείου Εθνικής Άμυνας για βραχύ διάστημα (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος 1950) σε νέα βραχύβια κυβέρνηση συνασπισμού Λαϊκών-Φιλελευθέρων.

Αποχώρησε από το Λαϊκό Κόμμα τον Νοέμβριο του 1950. Κατόπιν διάφορων εσωκομματικών κινήσεων, προσχώρησε τελικά στο κόμμα του «Ελληνικού Συναγερμού», που ίδρυσε ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος τον Αύγουστο του 1951, με τον οποίο και επανεξελέγη βουλευτής Σερρών τον Σεπτέμβριο του 1951 και τον Νοέμβριο του 1952, οπότε ο Συναγερμός επικράτησε στις εκλογές με συντριπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Στο διάστημα αυτό ο Καραμανλής ήταν πλέον αρκετά διακεκριμένος, αλλά όχι ακόμα πρώτης σειράς κοινοβουλευτικός.

Το σύντομο πέρασμά του από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας συνιστούσε διάκριση, αλλά πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ο στρατός ήταν θεσμικά αυτόνομος υπό τον αρχιστράτηγο Παπάγο και ο πολιτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων ανύπαρκτος. Στη συνέχεια ο Καραμανλής είχε πρωταγωνιστήσει στην αναζήτηση εναλλακτικού κομματικού σχήματος στον συντηρητικό πολιτικό χώρο, συμμετείχε μάλιστα στην ηγετική ομάδα του Λαϊκού Ενωτικού Κόμματος, μαζί με τους Στέφανο Στεφανόπουλο και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, αλλά όπως και ο ίδιος ο Καραμανλής παραδεχόταν, το εγχείρημα δεν είχε απήχηση στο εκλογικό σώμα και οι συμμετέχοντες επιβίωσαν πολιτικά μόνο αφότου ο στρατάρχης Παπάγος αναμίχτηκε προσωπικά στην πολιτική ως επικεφαλής νέας πολιτικής κίνησης.

Ο Μακεδόνας πολιτικός δεν ανήκε στον στενό κύκλο συνεργατών του Παπάγου, ούτε στην ηγετική ομάδα του Συναγερμού, στην οποία δέσποζε αρχικά ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης και κατόπιν ο Στεφανόπουλος και ο Κανελλόπουλος.

Πρωθυπουργία 1955-1963

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως Πρωθυπουργός με τον Υφυπουργό Εσωτερικών Ευάγγελο Καλαντζή σε εκδήλωση στη Σχολή Βασιλικής Χωροφυλακής.

Απέκτησε πανελλήνια εμβέλεια ως υπουργός Δημοσίων Έργων (Νοέμβριος 1952-Οκτώβριος 1955) και Συγκοινωνιών (Δεκέμβριος 1954-Οκτώβριος 1955), στην κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού υπό τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Παπάγο (Κυβέρνηση Αλέξανδρου Παπάγου 1952), προωθώντας με ενεργητικότητα ένα ευρύτατο πρόγραμμα δημοσίων έργων, με ασυνήθιστη ταχύτητα και τραχύτητα για την ελληνική κρατική μηχανή και τα ελληνικά πολιτικά ήθη.

Στις 5 Οκτωβρίου του 1955, ο βασιλιάς Παύλος, την επομένη του θανάτου τού πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπάγου μετά από πολύμηνη ασθένεια, ανέθεσε την εντολή σχηματισμού νέας κυβέρνησης από το κόμμα της πλειοψηφίας στον Καραμανλή. Ο διορισμός του προκάλεσε γενική έκπληξη στην κοινή γνώμη, η οποία ανέμενε ότι η διαδοχή θα κριθεί μεταξύ των δύο αντιπροέδρων της κυβέρνησης, του Στέφανου Στεφανόπουλου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Ο Καραμανλής, αν και διακεκριμένος υπουργός, δεν διέθετε ακόμα ηγετική εικόνα και δεν θεωρούταν υποψήφιος για τη διαδοχή, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν ορισμένες ενδείξεις στον Τύπο των Αθηνών, ιδίως το τελευταίο εικοσαήμερο προ του θανάτου τού Παπάγου.

Υπήρχαν τρεις βασικοί λόγοι που οδήγησαν τον βασιλιά στην επιλογή του Καραμανλή.

Οι δύο αντιπρόεδροι ήταν μεταξύ τους ανταγωνιστικοί και η επιλογή του ενός ή του άλλου θα μπορούσε να δοκιμάσει τη συνοχή του Συναγερμού. Στο επικρατούν αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής, το στέμμα εκτιμούσε ότι η συνοχή του Συναγερμού αποτελούσε το μόνο αξιόπιστο πολιτικό ανάχωμα έναντι της αριστεράς, σε αντίθεση με το κέντρο που ήταν πολυδιασπασμένο, με τμήματά του να πραγματοποιούν ή να επιδιώκουν συνεργασίες με την αριστερά. Επίσης, οι δύο αντιπρόεδροι δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς.

Ο Στεφανόπουλος βαρυνόταν ως υπουργός Εξωτερικών με τον ανεπιτυχή χειρισμό του Κυπριακού, που είχε οξυνθεί μετά και το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955, ο δε Κανελλόπουλος, όπως άλλωστε και ο Στεφανόπουλος, δεν διέθετε την εικόνα ισχυρού πολιτικού που θα ήταν σε θέση να ελέγξει την κατάσταση και να δώσει συγκεκριμένη κατεύθυνση στο κυβερνητικό έργο. Ο βασιλιάς πίστευε ακόμα ότι όποια άλλη επιλογή θα ήταν κατ' ανάγκη προσωρινή, ενώ ο Καραμανλής, νέος σε ηλικία 48 ετών, θα μπορούσε να δώσει την εικόνα ανανέωσης του πολιτικού προσωπικού, το οποίο αναλωνόταν συχνά σε ατέρμονες διαμάχες μεταξύ γνωρίμων με προφανείς επιπτώσεις στην κυβερνητική σταθερότητα. Η επιδίωξη της κυβερνητικής σταθερότητας είχε ιδιαίτερη βαρύτητα στον πολιτικό προβληματισμό της εποχής και διαπερνούσε τη σκέψη των πολιτικών παραγόντων, κοινοβουλευτικών και μη. Η οικονομική ανάπτυξη, τόσο καθεαυτή όσο και ως μέσο για την κοινωνική σταθεροποίηση και την ανακοπή της ανόδου της αριστεράς, αποκτούσε κεντρική σημασία, και προϋπόθεσή της ήταν η κυβερνητική σταθερότητα.

Τέλος, ο χειρισμός του Κυπριακού ήταν ένας ακόμα κρίσιμος παράγοντας, που βάραινε στην επιλογή του βασιλιά. Ο στρατάρχης Παπάγος είχε επιδιώξει να θέσει το ζήτημα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα στο διμερές πλαίσιο των ελληνοβρετανικών σχέσεων, ελπίζοντας σε φιλική διευθέτηση του ζητήματος. Η ωμή απόρριψη του αιτήματός του από τον Βρετανό υπουργό Εξωτερικών, τον Σεπτέμβριο του 1953, ώθησε τον Παπάγο σε διεθνοποίηση του ζητήματος μέσω προσφυγής στον Ο.Η.Ε. Η προσφυγή δεν τελεσφόρησε, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπισε την αρνητική στάση των Η.Π.Α., που έδιναν έμφαση στην ανάγκη διατήρησης της βρετανικής παρουσίας στην ανατολική Μεσόγειο και της ελληνοτουρκικής συνεργασίας ως προϋπόθεσης για την αποτελεσματική λειτουργία της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Ο τουρκικός παράγοντας αποκτούσε βαρύνουσα σημασία για τη δυτική στρατηγική και η τουρκική αντίθεση οξύνθηκε, επηρεάζοντας αρνητικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και την ελληνική μειονότητα.

Η ελληνική κοινή γνώμη και τμήματα των πολιτικών δυνάμεων της μη κομμουνιστικής αντιπολίτευσης υιοθέτησαν σταδιακά κριτική στάση έναντι τόσο της αμερικανικής πολιτικής όσο και αυτού που θεωρούσαν ως αποτυχημένη πολιτική προώθησης της εθνικής διεκδίκησης από την κυβέρνηση του Συναγερμού. Αυτό που τίθετο υπό αμφισβήτηση δεν ήταν ένας μεμονωμένος χειρισμός εξωτερικής πολιτικής, αλλά το θεμέλιο της μετεμφυλιακής πολιτικής διευθέτησης.

Ο Καραμανλής, τον Σεπτέμβριο του 1955, επέκρινε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου την πολιτική της κυβέρνησης Παπάγου ως μαξιμαλιστική. Βασική παραδοχή της θέσης του ήταν ότι η Αθήνα δεν μπορούσε να επιδιώξει άμεσα την αυτοδιάθεση, δηλαδή την ένωση, αλλά έπρεπε να αρκεστεί για ένα απροσδιόριστο διάστημα σε καθεστώς ευρείαςαυτοκυβέρνησης της Κύπρου υπό βρετανική κυριαρχία.

Η αμερικανική συναίνεση ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την επιτυχία των επιδιώξεων της Αθήνας και η Ουάσινγκτον είχε ταχθεί εξαρχής εναντίον της ελληνικής πολιτικής διεθνοποίησης του θέματος. Συνεπώς η ελληνική πολιτική έπρεπε να κατατείνει στην επίτευξη του περιορισμένου, αλλά εφικτού στόχου της αυτοκυβέρνησης με την αμερικανική συμπαράσταση, ώστε να αποφευχθεί μια μείζων εμπλοκή στο εξωτερικό πεδίο με διαλυτικές συνέπειες και στο εσωτερικό. "Καλούμεθα να επιλέξωμεν μεταξύ μιας αδιαλλάκτου πολιτικής με κίνδυνον να επαυξήσωμεν τας σημερινάς μας δυσχερείας και μιας ηπίου πολιτικής με αποτέλεσμα να υποστώμεν εθνικήν ταπείνωσιν και να απογοητεύσωμεν τον ελληνικόν λαόν.Από το αδιέξοδον αυτό δεν δυνάμεθα να εξέλθωμεν ει μη μόνον εάν προκαλέσωμεν μιαν άμεσον παρέμβασιν της Αμερικής, η οποία να ικανοποιή ουσιαστικώς και ηθικώς την Ελλάδα".

Οι αντιλήψεις του στέμματος συνέτειναν προς την εκδοχή των αντιλήψεων του Καραμανλή για την ανάγκη διευθέτησης του Κυπριακού εντός του συμμαχικού πλαισίου, όπως άλλωστε και οι αντιλήψεις του αμερικανικού παράγοντα, ισχυρού στο ελληνικό μετεμφυλιακό πλαίσιο. Οι Αμερικανοί σημείωναν με ικανοποίηση τη σχετική θέση του Καραμανλή τον Σεπτέμβριο του 1955 και λάμβαναν υπόψη την πιθανότητα ανόδου του στην πρωθυπουργία. Ανεξάρτητα δε από το γεγονός του χρόνου που επέλεξε ο βασιλιάς για τον διορισμό του Μακεδόνα πολιτικού, καθώς είναι πιθανό ότι οι Αμερικανοί δεν προεξοφλούσαν την προώθηση του Καραμανλή στην πρωθυπουργία ευθύς μετά τον θάνατο του Πανάγου, ο αμερικανικός παράγοντας υποδέχτηκε με ικανοποίηση τον διορισμό του Καραμανλή, καθώς εκτιμήθηκε ότι αποτελούσε τη μόνη διαθέσιμη λύση για την επίτευξη πολιτικής σταθερότητας, την οποία κατά τις αντιλήψεις της Ουάσινγκτον δεν πρόσφερε το πολυδιασπασμένο κέντρο, και την πρόσδεση της Ελλάδος στον δυτικό συνασπισμό. Ο αμερικανικός παράγοντας λάμβανε επίσης υπόψη ότι ο Καραμανλής είχε επιδείξει διοικητική ικανότητα και πειθαρχημένη και αποτελεσματική εργασία, αναγκαία στοιχεία για την επιτυχή προώθηση ενός προγράμματος οικονονικής ανάπτυξης που θα επιτύγχανε σε μακροπρόθεσμη βάση κοινωνική σταθερότητα και εξουδετέρωση της αριστεράς.

Έτσι, ο Καραμανλής έγινε για πρώτη φορά πρωθυπουργός σχηματίζοντας την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1955 και εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956, οπότε σχημάτισε νέα κυβέρνηση, την Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή 1956. Σε αυτές επανίδρυσε το κόμμα του Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (Ε.Ρ.Ε.) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με την εφαρμογή του λεγόμενου «τριφασικού» εκλογικού συστήματος, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,3%, Δημοκρ. Ένωση 48,15%). Η Ε.Ρ.Ε. επωφελήθηκε και από την ψήφο του στρατού, που δόθηκε μαζικά υπέρ της, καθώς εξασφάλισε 10 έδρες.

Το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για τον Καραμανλή, καθώς αυτός εξασφάλιζε τη συνέχιση της διακυβέρνησης, αλλά παράλληλα δεν ήταν πολιτικά επαρκές, καθώς η κυβέρνησή του θα αντιμετώπιζε την επόμενη διετία συνεχείς επικρίσεις αλλά και εγγενή αστάθεια, που προέκυπτε από το γεγονός ότι είχε μειοψηφήσει και ταυτόχρονα είχε υποστηριχτεί από τον στρατό. Ανεξάρτητα πάντως από τη λειτουργία του εκλογικού συστήματος υπέρ του, ο Καραμανλής είχε επιτύχει την προσωπική του καθιέρωση ως ηγέτη της δεξιάς. Είχε συγκεντρώσει την προτίμηση ψηφοφόρων ανήσυχων από τη συνεργασία του κέντρου με την κομμουνιστική αριστερά μόλις επτά χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και είχε κληρονομήσει τη δεξιά από τον Ελληνικό Συναγερμό προς όφελος του κόμματός του χωρίς σημαντικές απώλειες. Η Ε.Ρ.Ε. είχε πλειοψηφήσει στην ύπαιθρο και τα μικρά αστικά κέντρα και ήταν πολύ ισχυρή στη βόρεια Ελλάδα, στην οποία είχε διεισδύσει το 1951-1952 ο συναγερμός.

Εκλογές 1958

Οι επόμενες εκλογές έγιναν πρόωρα τον Μάιο του 1958. Ήταν απόρροια των οξύτατων προβλημάτων εξωτερικής πολιτικής που αντιμετώπιζε η κυβέρνηση, με σημαντικότερα το Κυπριακό και την εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς στην Ελλάδα, στην οποία αντιτίθετο ευρύ φάσμα της κοινής γνώμης, σε συνδυασμό με την προσπάθεια τμήματος της κεντρώας αντιπολίτευσης να αξιοποιήσει εσωκομματικές αντιδράσεις στην ηγεσία Καραμανλή. Σε πολιτικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά και διπλωματικούς εκπροσώπους στην ελληνική πρωτεύουσα της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και όχι της Ουάσινγκτον, αποκτούσε βαρύτητα η άποψη ότι το Κυπριακό θα μπορούσε να επιλυθεί φιλικά εντός του πλαισίου των συμφερόντων της Ατλαντικής συμμαχίας, αν σχηματιζόταν κυβέρνηση ευρύτερης βάσης στην Ελλάδα με τη συμμετοχή τμήματος τουλάχιστον της κεντρώας αντιπολίτευσης.

Εκτός αυτών, αυλικοί κύκλοι, αλλά πιθανότατα όχι οι ίδιοι οι βασιλείς, απέβλεπαν σε αποδυνάμωση του Μακεδόνα πολιτικού και στον εξαναγκασμό σε σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού με μερίδα του κέντρου. Η κρίση ξέσπασε την 1η Μαρτίου του 1958, μετά την παραίτηση δύο υπουργών, του Γεώργιου Ράλλη και του Παναγή Παπαληγούρα, συνεργατών πριν αλλά και μετά του Καραμανλή, και την αποχώρηση άλλων 13 βουλευτών, που στέρησαν έτσι την Ε.Ρ.Ε. από την κοινοβουλευτική της αυτοδυναμία.

Ο Καραμανλής αντιμετώπισε την κρίση με αυτοπεποίθηση, ζητώντας από τον βασιλιά εκλογές. Αν και έγινε συζήτηση για την ανάγκη σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας, η κοινοβουλευτική αριθμητική ευνοούσε τον Καραμανλή, καθώς δεν μπορούσε να προκύψει κυβερνητικό σχήμα χωρίς τη συναίνεσή του, ενώ και οι διαφωνούντες εμφανίστηκαν αβέβαιοι για την εκλογική τους απήχηση, αλλά και απροετοίμαστοι για την προβολή εναλλακτικής λύσης, αλλά και οι Αμερικανοί έγινε σαφές ότι δεν ευνοούσαν ασταθείς κυβερνήσεις συνασπισμού. Εξάλλου και ο αρχηγός των Φιλελευθέρων Γεώργιος Παπανδρέου δεν μιλούσε για κυβέρνηση συνεργασίας, όπως ο συναρχηγός του Σοφοκλής Βενιζέλος, αλλά για τη διεξαγωγή εκλογών με εκλογικό σύστημα που, όπως πίστευε, θα ήταν ευνοϊκό για το κόμμα του και την ηγεσία του, αφού υποτίθεται ότι τα μικρά κεντρώα κόμματα θα εξαναγκάζονταν σε προσχώρηση στους Φιλελευθέρους ή, σε αντίθετη περίπτωση, θα εξαφανίζονταν.

Οι προσδοκίες του Παπανδρέου βασίζονταν στο εκλογικό σύστημα που είχε συμφωνήσει με τον Καραμανλή στο τέλος Φεβρουαρίου του 1958και είχε αποτελέσει αιτία της διαφωνίας του Ράλλη με τον πρωθυπουργό. Προκειμένου να αποτραπεί νέα συνεργασία του κέντρου με την Ε.Δ.Α., θα καθιερωνόταν σύστημα ενισχυμένης αναλογικής.

Στη δεύτερη κατανομή των εδρών θα συμμετείχαν μόνο κόμματα που θα είχαν συγκεντρώσει στην επικράτεια το 25% των ψήφων, ή συνασπισμοί δύο κομμάτων με 30%, ή περισσοτέρων με 40%.

Οι διατάξεις αυτές θα απέτρεπεαν συνασπισμούς μικρότερων κομμάτων του κέντρου. Το αποτέλεσμα των εκλογών εξέπληξε τους εμπνευστές του συστήματος, τον Παπανδρέου περισσότερο από τον Καραμανλή. Ο τελευταίος εξασφάλισε νέα κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 41,2% των ψήφων και 171 έδρες. Η επιβολή και στο κόμμα και στον χώρο της δεξιάς γενικά ήταν πλέον αναμφισβήτητη, καθώς το εκλογικό σχήμα των διαφωνούντων με την ηγεσία του περιορίστηκε στο 2,9% και 4 μόνο έδρες.

Οι απώλειες της Ε.Ρ.Ε. ήταν μικρότερες απ' όσο υποδήλωνε η πτώση του ποσοστού της, καθώς αυτή τη φορά δεν είχε ψηφίσει ο στρατός, μετά από απαίτηση της αντιπολίτευσης. Η μεγάλη έκπληξη για το μετεμφυλιακό πολιτικό σύστημα προήλθε από την επίδοση της Ε.Δ.Α., η οποία με 24,4% των ψήφων και 79 έδρες αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, σε βάρος των Φιλελευθέρων (20,7%).

Η Ε.Δ.Α. επωφελήθηκε από τη γενική δυσαρέσκεια για την περιοριστική οικονομική πολιτική. Ενδεικτικό ήταν ότι εξασφάλισε υψηλά ποσοστά και στις αγροτικές περιφέρειες, σ' έναν κοινωνικό χώρο όπου έως τότε κινούταν προνομιακά η δεξιά και δευτερευόντως το κέντρο. Επίσης είχε επικρατήσει κατά κράτος στις λεγόμενες λαϊκές συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων και είχε γενικά υψηλή επίδοση στο σύνολό τους. Είχε επωφεληθεί από το ευρύ αντιαμερικανικό ρεύμα που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία, αλλά και από την έκδηλη κρίση των Φιλελευθέρων, που αδυνατούσαν να κινηθούν σε συνθήκες μαζικής πολιτικής και παρέμεναν κόμμα προσκολλημένο στο παρελθόν και σε συμφωνίες κορυφής ως μέθοδο πολιτικής επικράτησης.

Στο σημείο αυτό ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τον Καραμανλή, ο οποίος επωφελούταν από το γεγονός ότι ήταν ο κύριος φορέας του αντικομμουνισμού σε μία εποχή που ο ψυχρός πόλεμος και οι αναμνήσεις του εμφυλίου διαπερνούσαν σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας και ιδίως του στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας. Εμφανιζόταν να αποτελεί τη μόνη βιώσιμη πολιτική λύση για την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης και ήταν σε θέση υποκειμενικά να προσδώσει στην παράταξή του ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη συνοχή και πειθαρχία.

Το 1959 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνυπέγραψε τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος με εγγυήτριες δυνάμεις την Ελλάδα, την Τουρκία και τη Μ. Βρετανία.

Στις 14 και 15 Φεβρουαρίου του 1961 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφθηκε το Λονδίνο, όπου είχε σημαντικές συνομιλίες με τον Βρετανό ομόλογό του Χάρολντ Μακμίλαν, καθώς η μεν Ελλάδα ετοιμαζόταν να υπογράψει συμφωνία σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ., το δε Ηνωμένο Βασίλειο ετοιμαζόταν να υποβάλει αίτηση ένταξης σε αυτήν.

Στις 22 Μαΐου συναντήθηκε στην Αθήνα με τον αντιπρόεδρο των Η.Π.Α. Λίντον Τζόνσον, ο οποίος έδωσε τη διαβεβαίωση ότι θα συνεχιστεί η αμερικανική βοήθεια προς την Ελλάδα. Από τις 12 έως τις 16 Απριλίου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέφτηκε τον Καναδά, συζητώντας στην Οττάβα οικονομικά κυρίως θέματα με τον Καναδό πρωθυπουργό Τζον Ντιφενμπέικερ.

Στη συνέχεια επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. Η χρονική και πολιτική συγκυρία της επίσκεψης του Έλληνα πρωθυπουργού στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα μπορούσε ίσως να ήταν χειρότερη: έφτασε στην Ουάσινγκτον, προερχόμενος από τον Καναδά, την ημέρα που έγινε η εισβολή στην Κούβα χιλιάδων αντιπάλων του Φιντέλ Κάστρο, με ορμητήριο το Μαϊάμι και αμερικανική υποστήριξη.

Παρ' όλη την ενασχόλησή του όμως με την κρίση αυτή, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι όχι μόνο συναντήθηκε με τονΚωνσταντίνο Καραμανλή στις 17 Απριλίου, αλλά και βρήκε τον χρόνο να έχει μαζί του δύο συνολικά μακρές συνομιλίες. Θερμό ήταν το κλίμα όχι μόνο στις πολιτικές συζητήσεις αλλά και στη δεξίωση στην ελληνική πρεσβεία. Πριν από τη λήξη της επίσκεψης, στις 20 Απριλίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός κατέθεσε στεφάνι στο εθνικό κοιμητήριο του Άρλινγκτον. Στο κοινό ανακοινωθέν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του ελληνικού λαού "δια την απόφασιν των Ηνωμένων Πολιτειών να εξακολουθήσουν υποστηρίζουσαι τας προσπαθείας της Ελλάδος όσον αφορά την εκτέλεσιν των προγραμμάτων της οικονομικής αναπτύξεως".

Εκλογές 1961

Οι επόμενες εκλογές επρόκειτο να διεξαχθούν στις 29 Οκτωβρίου του 1961. Η διεξαγωγή τους επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις προηγούμενες και την εκλογική επιτυχία της Ε.Δ.Α. Η επίδοση της τελευταίας δημιούργησε κλίμα ιδιαίτερης ανησυχίας και στην κυβέρνηση και στο στέμμα και στο σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Η ενοποίση των δυνάμεων του κεντρώου χώρου ως στρατηγική επιλογή για τον περιορισμό της εκλογικής δύναμης της κομμουνιστικής αριστεράς πραγματοποιήθηκε μόλις την παραμονή της προκήρυξης των εκλογών υπό την ηγεσία του Γεώργιου Παπανδρέου και τη συμμετοχή του Σοφοκλή Βενιζέλου.

Η Ε.Ρ.Ε. εξασφάλισε το 50,8% των ψήφων και 176 έδρες, έναντι 33,7% και 100 εδρών της συνεργασίας Ένωσης Κέντρου-Προοδευτικών και 14,6% και 28 εδρών του εκλογικού σχήματος ΠΑΜΕ που είχε συγκροτήσει η Ε.Δ.Α.

Τα αποτελέσματα καταγγέλθηκαν από την ηγεσία της Ένωσης Κέντρου και της Ε.Δ.Α. ως προϊόν βίας και νοθείας και αποτέλεσαν την αφετηρία του ανένδοτου αγώνα που κήρυξε η ηγεσία της Ένωσης Κέντρου. Η δικαστική διερεύνηση δεν απέδειξε νοθεία των αποτελεσμάτων, αλλά κοινή πεποίθηση ήταν ότι στην προεκλογική περίοδο είχαν παρέμβει για να επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα, σε έκταση ασυνήθιστη για τα ελληνικά πολιτικά ήθη, ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας.

Η παρέμβαση δεν αφορούσε μόνο την αριστερά, αλλά είχε επηρεάσει και την Ένωση Κέντρου, η οποία μετά από κάποια περίοδο επιφυλακτικής παρατήρησης των τεκταινομένων είχε καταγγείλει στον βασιλιά τις παρεμβάσεις και τελικά μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων τα αμφισβήτησε[.

Στις 31 Αυγούστου του 1962, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδέχθηκε για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Λίντον Τζόνσον, ο οποίος υποσχέθηκε δάνειο με ευνοϊκούς όρους και χορήγηση αεροσκαφών F 104.

Η τελευταία φάση της πρώτης πρωθυπουργίας του Καραμανλή συνυφαίνεται με την οξεία πολιτική κρίση, που έχει ως αφετηρία της τις αμφισβητούμενες εκλογές του Οκτωβρίου του 1961. Ο Καραμανλής υποστήριξε ότι ούτε ο ίδιος είχε σχεδιάσει και επιχειρήσει παρέμβαση του κρατικού μηχανισμού στις εκλογές ούτε, εν πάση περιπτώσει, η αλλοίωση του αποτελέσματος ήταν τέτοια ώστε να θέτει υπό αμφισβήτηση την επικράτησή του.

Στις 28 Φεβρουαρίου του 1963 ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ, άρχισε περιοδεία στη Δυτική Ευρώπη με στόχο, κυρίως, τη σύσφιξη των σχέσεων με την Ε.Ο.Κ. και την προώθηση οικονομικών επιδιώξεων. Πρώτος σταθμός της περιοδείας η Ολλανδία. Ακολούθησε το Λουξεμβούργο και τέλος η Γαλλία, όπου έγινε δεκτός από τον Σαρλ ντε Γκωλ.

Η Ελλάδα πρώτο συνδεδεμένο μέλος της ΕΟΚ (1962)

Στρατηγικός στόχος του ριζοσπαστικού ρεύματος του ελληνικού φιλελευθερισμού ήδη από τη δεκαετία του 1930, με βάση και τις παραδόσεις του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, ήταν η συμπόρευση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Οι λόγοι ήταν πολιτισμικοί, αλλά και οικονομικοί[18]. Μετά τη δημιουργία της ΕΟΚ και της ΕΖΕΣ, υπήρξε έντονος προβληματισμός, σε ποια από τις δύο θα έπρεπε να επιδιώξει να ενταχθεί η χώρα. Τελικά, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέλεξαν την πρώτη κυρίως διότι έδινε έμφαση στα αγροτικά προϊόντα , ενώ η δεύτερη ιδιαιτέρως στη βαριά βιομηχανία που η Ελλάδα δεν διέθετε.

Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις -με τη συμμετοχή ιδίως των Ε. Αβέρωφ, Γ. Πεσμαζόγλου και Ξ. Ζολώτα- υπογράφηκε η Συμφωνία Σύνδεσης και η Ελλάδα κατέστη το πρώτο συνδεδεμένο μέλος με την ΕΟΚ, την 1η Νοεμβρίου 1962. Η Συμφωνία προέβλεπε :

α)κατάργηση εισαγωγικών δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών

β) κατάργηση δασμών και περιοριστικών μέτρων σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών

γ) σταδιακή υιοθέτηση, του κοινού εξωτερικού δασμολογίου της ΕΟΚ

δ) αυτόματη κατάργηση των δασμών πάνω στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. ε) εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική στ) οικονομική χορηγία προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.

Η Συμφωνία εκτελέσθηκε πράγματι –όχι χωρίς δυσχέρειες- μέχρι την 21η Απριλίου 1967, οπότε και ανεστάλη. Θεωρείται πως αποτέλεσε το πρώτο αποφασιστικό βήμα, προς την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που συντελέσθηκε το 1979.

Οικονομικό έργο

Όταν ο Καραμανλής ανέλαβε πρωθυπουργός τον Οκτώβριο του 1955, η Ελλάδα ήταν μία φτωχή γεωργική χώρα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν περίπου 300 δολάρια. Η ελληνική πολιτική τάξη και η πλειοψηφία της ελίτ της οικονομικής σκέψης είχαν καταλήξει ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 ότι η εκβιομηχάνιση ήταν η μόνη οδός που θα οδηγούσε στην ευημερία και την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Τόσο εκείνη την εποχή όσο και εκ των υστέρων φαίνεται ότι η επιλογή αυτή δεν δικαιώθηκε, ούτε μπορούσε να δικαιωθεί. Στελέχη της Αμερικανικής Οικονομικής Αποστολής και της αμερικανικής διοίκησης, όπως και οικονομολόγοι διεθνούς εμβέλειας, όπως ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, προειδοποιούσαν για το ανέφικτο της στρατηγικής αυτής, επισημαίνοντας το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς, την έλλειψη κεφαλαίου, αλλά και επιχειρηματικού ταλέντου και δεξιοτήτων αναγκαίων για την ανάληψη επιχειρηματικών σχεδίων που απαιτούσαν πειθαρχία, υπομονή και ενδεχομένως παράδοση άσχετη με την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας και την κουλτούρα του ελληνικού επιχειρηματικού κόσμου.

Παρά ταύτα η επιλογή της εκβιομηχάνισης μπορεί να κατανοηθεί στο πλαίσιο των αντιλήψεων και παραστάσεων της εποχής. Η βιομηχανία ήταν συνώνυμη με μία ισχυρή οικονομία που μπορούσε να γενικεύσει την ευημερία, ταυτιζόταν με ανώτερο επίπεδο τεχνικής εξέλιξης, οι δυνατότητες του τομέα υπηρεσιών δεν είχαν ανιχνευτεί σε όλη τους την έκταση και η παραγωγική βάση ήταν συνώνυμη της μεταποίησης.

Η επιλογή της εκβιομηχάνισης δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες με ευρύ γεωργικό τομέα, και αποτέλεσε μέρος και προτεραιότητα της αναπτυξιακής στρατηγικής. Τα παραδείγματα της Ισπανίας, της Γαλλίας, αλλά και της Ιταλίας, που διέθετε βιομηχανικό τομέα, αλλά απέβλεψε στην επέκτασή του, είναι πολύ χαρακτηριστικά και αναδεικνύουν το γεγονός ότι η σύλληψη της ελληνικής αναπτυξιακής στρατηγικής εντασσόταν σε γενικότερες διεθνείς τάσεις.

Από το 1951 έως το 1955 οι κυβερνήσεις του κέντρου και του Συναγερμού είχαν επιτύχει η πρώτη τη σταθεροποίηση των δημοσίων οικονομικών, εν όψει της περικοπής της αμερικανικής βοήθειας, και η δεύτερη τη νομισματική σταθεροποίηση με την υποτίμηση της δραχμής. Η κυβέρνηση του Συναγερμού είχε επίσης προσπαθήσει να προσελκύσει κεφάλαια και επενδύσεις από το εξωτερικό, είτε εισάγοντας προστατευτική νομοθεσία για τους ξένους επενδυτές είτε αναζητώντας βοήθεια και χρηματοδότηση αναπτυξιακών έργων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη. Τα αποτελέσματα ήταν περιορισμένα και τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας παρέμεναν έντονα.

Η γεωργία αδυνατούσε να συντηρήσει τον πληθυσμό της υπαίθρου, καθώς ο κλήρος ήταν μικρός και κατατεμαχισμένος και τα παραδοσιακά γεωργικά προϊόντα, όπως ο καπνός και η σταφίδα, δεν έβρισκαν πάντα αγορές για να εξαχθούν. Οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών, ο τιμάριθμος παρέμενε σε υψηλά επίπεδα, καθώς η επίπτωση της υποτίμησης του 1953 δεν είχε απορροφηθεί.

Η στρατηγική του Καραμανλή για την ανάπτυξη βασίστηκε στο δόγμα της νομισματικής σταθερότητας. Η ελληνική οικονομία έπρεπε να κινηθεί σε πλαίσιο σταθερότητας, χωρίς πληθωρισμό και ελλείμματα του δημόσιου τομέα, να αυξήσει την παραγωγικότητά της και να αναζητήσει κεφάλαια για μεγάλα επενδυτικά σχέδια. Οι αμοιβές θα κινούνταν αυξητικά, αλλά ο ρυθμός της αύξησης των μισθών και των ημερομισθίων δεν θα υπερέβαινε αλλά θα υπολειπόταν κατά τι του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας, ώστε να δημιουργείται το αναγκαίο πλεόνασμα για επενδύσεις. Το κράτος θα έπαιζε παρεμβατικό ρόλο, έχοντας στη διάθεσή του ποικίλα μέσα. Έχοντας υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του τραπεζικού συστήματος, θα ρύθμιζε με νομισματικά αλλά και πιστωτικά μέτρα τη ροή χρήματος και θα υποβοηθούσε τις επενδύσεις.Θα αναζητούσε ξένους επενδυτές, στους οποίους θα παρείχε ευνοϊκούς όρους, ενώ σε περιπτώσεις απροθυμίας θα αναλάμβανε το ίδιο τη σύσταση βασικών βιομηχανιών.

Έως το 1963 το ελληνικό οικονομικό τοπίο είχε μεταβληθεί και η Ελλάδαείχε εξελιχτεί σε μία ταχέως αναπτυσσόμενη χώρα, η οποία εκτός από το πρόβλημα της φτώχειας, σύμφυτο με μία στάσιμη οικονομία, θα αντιμετώπιζε και το ζήτημα της διαχείρισης των προσδοκιών της ανάπτυξης, ταυτόχρονα με την ανάγκη να διατηρήσει και να εμβαθύνει την αναπτυξιακή διαδικασία. Με δύο συμβάσεις με ξένους επενδυτές, τη γαλλική Πεσινέ το 1960 και την αμερικανική ΕΣΣΟ-Πάππας το 1962, η Ελλάδα θα αποκτούσε βιομηχανία αλουμινίου και δεύτερο διυλιστήριο σε συνδυασμό με συγκρότημα πετροχημικών αντίστοιχα.

Ήδη από το 1958 είχε αποκτήσει το πρώτο διυλιστήριό της με την παραχώρηση των εγκαταστάσεων Ασπροπύργου στο συγκρότημα Νιάρχου. Με επένδυση του κράτους συστήθηκαν βιομηχανίες ζάχαρης, λιπασμάτων, ενώ και στον τομέα των υπηρεσιών έγιναν βήματα επέκτασης, στις μεταφορές με την παραχώρηση των αεροπορικών συγκοινωνιών στο συγκρότημα Ωνάση, που ίδρυσε την Ολυμπιακή Αεροπορία, και τον τουρισμό με την ανάπτυξη του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και του δικτύου υπηρεσιών του.

Η προσέλκυση του απόδημου ελληνικού ναυτιλιακού κεφαλαίου άρχισε να αποδίδει καρπούς και η ναυτιλιακή άνθιση δεν απέδωσε μόνο στους άδηλους πόρους ναυτιλιακό συνάλλαγμα, αλλά και επενδυτικό κεφάλαιο στη βιομηχανία, τις τράπεζες και τις υπηρεσίες γενικότερα. Τέλος, σειρά δημόσιων έργων επέκτεινε το οδικό δίκτυο και τα λιμάνια. Στη διάρκεια της οκταετίας η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε με ετήσιο ρυθμό 6-7% και το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε από 305 σε 565 δολάρια.

Αν και το έργο αυτό δεν ήταν ευκαταφρόνητο, υπήρχαν και αρνητικές όψεις στο "ελληνικό οικονομικό θαύμα". Η ύπαιθρος εγκαταλείφθηκε, αν και οποιαδήποτε διαδικασία εκσυγχρονισμού θα οδηγούσε στο ίδιο αποτέλεσμα. Η διαδικασία αυτή όμως, συμπυκνωμένη χρονικά σε ιστορικά βραχύ διάστημα, ήταν τραυματική.

Οικονομικά είχε τη θετική της όψη, με την ενίσχυση των άδηλων πόρων μέσω του μεταναστευτικού συναλλάγματος, αλλά ταυτόχρονα δημιούργησε αυξανόμενες πιέσεις στις ασθενικές υποδομές των πόλεων και έθεσε με ένταση αιτήματα αναδιανομής εισοδήματος και κοινωνικών υπηρεσιών και εκπαίδευσης.

Αυτό που αποκτούσε σημασία ήταν η στρατηγική κατεύθυνση της ελληνικής οικονομίας στη συνέχεια και η δυνατότητά της να αξιοποιήσει το αναπτυξιακό θεμέλιο που είχε τεθεί κατά τη δεκαετία 1953-1963, αν θα αποκτούσε την εκλέπτυνση και τον εξαγωγικό δυναμισμό, που θα σήμαιναν την εδραίωση της Ελλάδας στον αναπτυγμένο κόσμο.

Ο Καραμανλής εξακολουθούσε στο διάστημα αυτό να δίνει έμφαση στην ανάγκη συνέχισης της ανάπτυξης, η οποία επέβαλε την εξακολούθηση της πολιτικής της νομισματικής σταθερότητας, που απέκλειε ευρεία πολιτική αναδιανομής. Ταυτόχρονα εμφανιζόταν αντίθετος στο αίτημα πολιτικού ανοίγματος, καθώς η πολιτική και κοινωνική κινητοποίηση ισοδυναμούσε από την οπτική του με απαρχή πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που συνιστούσε χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής πολιτικής.

Η σύγκρουση του Καραμανλή με το παλάτι

Οι προστριβές μεταξύ Καραμανλή και Στέμματος άρχισαν να δημιουργούνται από το 1961. Μετά τις εκλογές του έτους εκείνου που κατηγορήθηκαν για "βία και νοθεία" και την έναρξη του "ανένδοτου αγώνα" της Ένωσης Κέντρου, οι επιθέσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης κατά των ανακτόρων κορυφώθηκαν και οι βασιλείς εξέφραζαν παράπονα στον πρωθυπουργό, ότι δεν τους προστάτευε όσο έπρεπε από τις επιθέσεις αυτές, όπως και από τις επιθέσεις για τη μεγάλη προίκα που δόθηκε στην πριγκίπισσα Σοφία. Από την άλλη πλευρά, ο Κ. Καραμανλής υποστήριζε ότι το Στέμμα όφειλε για το καλό του ν' αποφεύγει ενέργειες που το καθιστούσαν αντικείμενο αντιδικίας, είτε ενώπιον της Βουλής είτε ενώπιον των δικαστηρίων, με μηνύσεις που υποβάλλονταν κατά εφημερίδων κυρίως για "προσβολή της τιμής της βασιλικής οικογένειας".

Έτσι, η νευρικ Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ