2018-12-09 19:26:35
Φωτογραφία για Αστυνομική παγίδευση και κεκαλυμμένη αστυνομική δράση
Η έννοια και η σύγχρονη ποινική πραγματικότητα για τον agent provocateur)

*Του Υπαστυνόμου Β΄ΑΡΓΥΡΙΑΔΗ Αργύριου -Φοιτητή επί Πτυχίω Νομικής Δ.Π.Θ.

 

 Στη σύγχρονη εποχή, όπου το έγκλημα εφευρίσκει συνεχώς νέες ατραπούς για να πετύχει την εξάπλωση και απρόσκοπτη τέλεσή του, η ύπαρξη μιας οργανωμένης Αστυνομίας, ικανής να εισχωρήσει κατά τη γέννησή του και να το αποκόψει στη ρίζα του, φαντάζει ως απαραίτητη. Τα ιδιαίτερα δε τεχνάσματα που μετέρχονται συνεχώς οι εγκληματίες του είδους, σε συνδυασμό με την αλματώδη άνοδο της τεχνολογίας, καθιστούν το έργο των διωκτικών αρχών ολοένα και πιο απαιτητικό, με αποτέλεσμα να υπάρχει και η ανάλογη νομοθετική και νομολογιακή "αντίδραση".

 Το 1999, ψηφίστηκε ο νόμος 2713, που αναφέρονταν στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας. Στο άρθρο 5 του συγκεκριμένου νόμου, αναφέρεται ότι δεν είναι άδικη η πράξη αστυνομικού της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, που με εντολή του προϊσταμένου του εμφανίζεται ως συμμέτοχος της πράξης, για την οποία διενεργείται η σχετική έρευνα και είναι μεταξύ άλλων, τα αδικήματα που διαπράττουν αστυνομικοί και δημόσιοι υπάλληλοι, όπως εκβίαση, πλαστογραφία, αρπαγή κλπ
. Επίσης, στο άρθρο 253Α Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ), προβλέπεται μεταξύ άλλων, η λεγόμενη "ανακριτική διείσδυση", δηλαδή η συμμετοχή αστυνομικού μέσω κεκαλυμμένης δράσης εντός του δικτύου μιας εγκληματικής οργάνωσης, με σκοπό την εξάρθρωσή της και τον τερματισμό της εγκληματικής δραστηριότητάς της (πχ ναρκωτικά).

 Οι ανωτέρω διατάξεις, δέχονται σαφώς το ενδεχόμενο ότι ο μετέχων στη δραστηριότητα αυτή Αστυνομικός, ενδέχεται να διαπράξει κάποια ποινικά αδικήματα κατά τη παραμονή του εντός της εγκληματικής οργάνωσης (χωρίς όμως να κινδυνεύουν τρίτοι), και για το λόγο αυτό το άρθρο 253Α παρ. Α ΚΠΔ, περιορίζει την ανακριτική διείσδυση, στις πράξεις που είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση των εγκλημάτων, την τέλεση των οποίων τα μέλη της οργάνωσης είχαν προαποφασίσει, ενώ στο Ν. 2713/1999, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπεται ρητή άρση του αδίκου των πράξεων που θα επιχειρήσει ο αστυνομικός. Όλα αυτά, βέβαια, φαινομενικά έρχονται σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 46 παρ. 2 Ποινικού Κώδικα (ΠΚ), το οποίο τιμωρεί την προβοκατόρικη συμπεριφορά ατόμου, το οποίο προκαλεί σε άλλον την απόφαση να διαπράξει κάποιο έγκλημα με μοναδικό σκοπό να τον καταλάβει επ' αυτοφώρω. Στο πλαίσιο όμως της δικαιοπολιτικής στάθμισης, προκρίθηκε ότι οι πράξεις αυτές δεν έχουν άδικο χαρακτήρα, με την επισήμανση ότι στην περίπτωση του άρθρου 253Α ΚΠΔ απαιτείται η έκδοση Εισαγγελικής Διάταξης και Βουλεύματος, ενώ στην περίπτωση του άρθρου 5 Ν. 2713/1999 απλή σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος Εισαγγελέα. Με λίγα λόγια η Πολιτεία "δέχεται", υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ότι κάποιος υπάλληλός της, ενδέχεται να διαπράξει κάποια αδικήματα ήσσονος ή και ανάλογης απαξίας, με σκοπό την ανακάλυψη δραστών που έχουν διαπράξει πολλαπλάσιας βαρύτητας ανάλογα αδικήματα.

 Τα αδικήματα για τα οποία πρέπει να διενεργείται έρευνα, έτσι ώστε να δικαιολογηθεί η ως άνω κεκαλυμμένη δράση, είναι, για το μεν άρθρο 253Α ΚΠΔ η εγκληματική οργάνωση, παραχάραξη, ναρκωτικά, διάφορα σεξουαλικά εγκλήματα εναντίον ανηλίκων κλπ, ενώ για το Ν. 2713/99, τα αδικήματα των αστυνομικών και άλλων δημοσίων υπαλλήλων που προαναφέραμε, δηλαδή εγκλήματα ιδιαιτέρως σοβαρά και έντονα αποδοκιμαστέα από την έννομη τάξη.

Τι γίνεται όμως όταν τελείται ένα έγκλημα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ρητώς προβλεπομένων στις ως άνω διατάξεις και δεν υπάρχει άλλος τρόπος βεβαίωσής του, όπως πχ μια πλημμεληματική μαστροπεία ή απάτη;

Κατ' αρχάς είναι σαφές ότι επειδή η συγκεκριμένη δράση θα κείται εκτός σαφώς ορισθέντων νομοθετικών ορίων, ο αστυνομικός ο οποίος θα "εμφανισθεί" ως πελάτης κλπ, δεν θα προκαλέσει ο ίδιος την τέλεση της αξιόποινης πράξης σε κάποιον ανυποψίαστο αθώο, μόνο και μόνο για να τον καταλάβει επ' αυτοφώρω, αλλιώς θα αντιμετωπίσει τις ποινικές συνέπειες του άρθρου 46 παρ. 2 ΠΚ. Περαιτέρω, θα πρέπει σαφώς να έχει ενημερωθεί εκ των προτέρων ο αρμόδιος Εισαγγελέας, κατ' ανάλογη εφαρμογή του Ν. 2713/1999, ο οποίος δεν αξιώνει την έκδοση Διάταξης και Βουλεύματος όπως το 253Α ΚΠΔ, αλλά απλής "σύμφωνης γνώμης", καθώς ο Εισαγγελέας είναι ο κύριος της προανάκρισης, ενώ παράλληλα, θα πρέπει να έχει δοθεί εντολή από την προϊστάμενη αρχή του υπαλλήλου, δηλαδή από το Διοικητή της Υπηρεσίας ή κάποιον ιεραρχικά ανώτερο, που να εκπροσωπεί την Υπηρεσία (π.χ. ο προϊστάμενος του αρμόδιου Τμήματος, κλπ).

Αρκετοί θεωρητικοί εξέφρασαν τη γνώμη ότι η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 2713/1999 δεν είναι δυνατή, διότι με τον τρόπο αυτό, μέσω της εξακρίβωσης της δράσης των κατηγορουμένων, πλήττονται τα υπερασπιστικά τους δικαιώματα και έτσι, σύμφωνα με τα άρθρα 171 και 178 ΚΠΔ, υπάρχει απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα λόγω χρήσης απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου. Η νομολογία των Ελληνικών δικαστηρίων όμως, με γνώμονα τις σύγχρονες προκλήσεις, διαμόρφωσε μία τάση, η οποία επιτρέπει την κεκαλυμμένη δράση αστυνομικών με σκοπό την αποκάλυψη εγκλημάτων τα οποία δεν περιλαμβάνονται στις παραπάνω περιπτώσεις, με τις εξής προϋποθέσεις, οι οποίες συνάγονται ερμηνευτικά από τη μελέτη των επίμαχων αποφάσεων:

1) Οι δράστες να είχαν προαποφασίσει την τέλεση των αδικημάτων που τέλεσαν και να μην παρασύρθηκαν στη τέλεσή τους από τους Αστυνομικούς.

2) Να υπάρχει ρητή εντολή προϊσταμένου της Υπηρεσίας ή άλλου ιεραρχικά ανώτερου που να την εκπροσωπεί.

3) Ο αστυνομικός να προβαίνει μόνον στις απολύτως απαραίτητες πράξεις για την εξακρίβωση του εγκλήματος.

4) Να έχει ενημερωθεί προηγουμένως ο αρμόδιος Εισαγγελέας και να έχει εκφέρει σύμφωνη γνώμη, η οποία αρκεί να είναι προφορική και όχι γραπτή.

5) Η κεκαλυμμένη δράση να αποτελεί τον μόνο τρόπο αποκάλυψης της έκνομης δραστηριότητας, η οποία να είναι άλλως αδύνατη ή εξαιρετικά δυσχερής.

 Όπως αναφέρει ορθά ο Καθηγητής Παπαδαμάκης, η συμπεριφορά των Αστυνομικών δεν θα πρέπει να έχει τη μορφή πιεστικής - επιθετικής συμπεριφοράς, ούτε θα έπρεπε οι πολίτες να υποβάλλονται σε προληπτικά "τεστ αγνότητας", διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, προκαλούμενης έτσι απόλυτης ακυρότητας, λόγω παραβίασης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

 Οι ακόλουθες αποφάσεις είναι ενδεικτικές της τάσης που ακολουθεί η νομολογία, και κατ' εφαρμογήν αυτής, η καθημερινή αστυνομική πρακτική:

α. 100/2007 ΑΠ (ΠΟΙΝ):

Σε αυτή τη περίπτωση, Αστυνομικοί του Τ.Α. Κορίνθου, έχοντας πληροφορίες για δράση κυκλώματος τοκογλυφίας το οποίο λειτουργούσε εντός ενεχυροδανειστηρίου, εμφανίσθηκαν ως υποψήφιοι πελάτες, ζητώντας σχετικό δάνειο από τους τοκογλύφους, αφήνοντας ως ενέχυρο ένα ρολόι. Ακολούθως, ο Αστυνομικός που εμφανίσθηκε ως πελάτης, έλαβε δάνειο 1200 ευρώ με επιτόκιο 1% ημερησίως, αντί του 8% ετησίως, που ήταν το νόμιμο επιτόκιο, δηλαδή με προδήλως τοκογλυφικούς όρους. Στον Άρειο Πάγο όπου κατέληξε τελικώς η υπόθεση, οι κατηγορούμενοι προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι οι αστυνομικοί έδρασαν ως ηθικοί αυτουργοί - προβοκάτορες και έτσι οι καταθέσεις τους συνιστούν παράνομο αποδεικτικό μέσο και δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση με το σκεπτικό ότι οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη ειλημμένη την απόφαση να τελέσουν την πράξη αυτή, ενώ οι ενέργειες δε των αστυνομικών βοήθησαν στο να λάβει εξωτερική υπόσταση η ήδη ειλημμένη απόφαση.

 

β. 1028/1999 ΑΠ (ΠΟΙΝ) :

Εδώ ο κατηγορούμενος προσποιούμενος τον ιερέα, εξαπατούσε διάφορους πολίτες με τη χρήση παιγνιόχαρτων και τον ψευδή ισχυρισμό ότι μπορεί δήθεν να προβλέπει το μέλλον (πλημμεληματική απάτη). Αστυνομικός παρέλαβε προσημειωμένα χαρτονομίσματα από την Υπηρεσία του (κατόπιν σύνταξης σχετικής έκθεσης) και κατέλαβε επ' αυτοφώρω το δράστη.

γ. 1534/2008 ΑΠ (ΠΟΙΝ):

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η κατηγορούμενη εκβίαζε τον πρώην εραστή της, ότι αν δεν της καταβάλλει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, θα αποκάλυπτε την εξωσυζυγική σχέση τους στη σύζυγό του και τον κοινωνικό τους περίγυρο. Οργανώθηκε αστυνομική επιχείρηση, προσημειώθηκαν χαρτονομίσματα και η κατηγορούμενη συνελήφθη επ' αυτοφώρω για κακουργηματική εκβίαση.

δ. 1337/2016 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

Μία πρόσφατη απόφαση του Αρείου Πάγου, έρχεται να παγιώσει τον τρόπο που χειρίζεται το Ανώτατο Δικαστήριο τις περιπτώσεις της προσημείωσης χρημάτων με σκοπό την κατάληψη επ' αυτοφώρω του δράστη. Εδώ πρόκειται για τη γνωστή τακτική ορισμένων εξεταστών οδήγησης, να αξιώνουν διάφορα ποσά από τους υποψηφίους οδηγούς, μέσω ορισμένων δασκάλων οδήγησης. Οι Αστυνομικοί προσημείωσαν χρήματα και κατέλαβαν επ' αυτοφώρω τους δράστες. Και εδώ προβλήθηκε ισχυρισμός ότι οι αστυνομικοί έδρασαν ως ηθικοί αυτουργοί - προβοκάτορες και έτσι οι καταθέσεις τους συνιστούν παράνομο αποδεικτικό μέσο και δεν είναι δυνατόν να αξιοποιηθούν. O συγκεκριμένος ισχυρισμός απερρίφθη με το ίδιο αιτιολογικό, όπως και η πρώτη παρατιθέμενη απόφαση, αλλά και με το ενδιαφέρον σκεπτικό ότι, αρχικά, αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης λόγω εντολής του προϊσταμένου της Υπηρεσίας. Περαιτέρω, η απόφαση αναφέρει ότι "οι πράξεις των Αστυνομικών πρέπει να είναι απολύτως αναγκαίες για τη διακρίβωση των εγκλημάτων, την τέλεση των οποίων ο δράστης είχε προαποφασίσει και θα τελούσε και χωρίς την αστυνομική διείσδυση, ήτοι να μην είναι εκείνοι, οι οποίοι αποκλειστικά παρότρυναν τον κατηγορούμενο να τελέσει την αξιόποινη πράξη, διότι τότε πρόκειται για υφαρπαγή ενοχής".

ε. 942/2005 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

 Μία παλαιότερη απόφαση του Αρείου Πάγου, που ασχολήθηκε με το θέμα της προαγωγής γυναικών στη πορνεία, μέσα σε μπαρ. Αστυνομικός εμφανίσθηκε ως πελάτης, καταβάλλοντας προσημειωμένα χρήματα τα οποία κατέληξαν στον ιδιοκτήτη του μπαρ, με αποτέλεσμα ο ίδιος να συλληφθεί και καταδικαστεί αμετακλήτως για πλημμεληματική μαστροπεία.

στ. 1122/2014 ΑΠ (ΠΟΙΝ)

 Ακόμη μια σχετικά πρόσφατη απόφαση, θεωρεί ότι όταν η αξιόποινη πράξη είχε προαποφασισθεί από τους δράστες και θα είχε διαπραχθεί και χωρίς τη μεσολάβηση των αστυνομικών οργάνων, οι αστυνομικοί δεν θεωρούνται agents provocateurs και δεν είναι αναγκαία η τήρηση των ως διατυπώσεων της ανακριτικής διείσδυσης, σύμφωνα με το άρθρο 253Α ΚΠΔ. Η συγκεκριμένη υπόθεση, αφορούσε σε υπόθεση διακίνησης μεγάλης ποσότητας ναρκωτικών, πράξη για την οποία επιτρέπεται η ευθεία εφαρμογή του Ν. 2713/1999 (και όχι κατ'αναλογία όπως οι προηγούμενες περιπτώσεις), πλην όμως, από την παραδοχή που παρατέθηκε παραπάνω και επαναλαμβάνεται στην εν λόγω απόφαση, εξάγονται χρήσιμα συμπεράσματα για το τι θεωρείται πλέον ως ηθικός αυτουργός -προβοκάτορας.

 Οι ανωτέρω αποφάσεις είναι ενδεικτικές του κλίματος που έχει διαμορφωθεί στη νομολογία του Αρείου Πάγου, αλλά και των κατώτερων δικαστηρίων και είναι αρκετά χρήσιμες στην καθημερινή αστυνομική πρακτική. Υποθέσεις αστυνομικής παγίδευσης έχουν απασχολήσει και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και Ανώτατα Δικαστήρια άλλων χωρών, πλην όμως, θα αναφερθούμε μόνο σε μία που αφορά στη χώρα μας (η οποία καταδικάστηκε), καθώς άλλες έννομες τάξεις διαφέρουν νομολογιακά και νομοθετικά από τη δική μας πραγματικότητα. Στην υπόθεση "Πυργιωτάκης κατά Ελλάδος" - 21-2/2008 λοιπόν, με αριθμό προσφυγής 15100/06 στο ΕΔΔΑ, κρίθηκε ότι ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε κατόπιν πιεστικής συμπεριφοράς αστυνομικού, ο οποίος έδρασε ως agent provocateur, παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., δηλαδή το δικαίωμα της δίκαιας δίκης. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι ενδιαφέρον ότι ο Άρειος Πάγος δεν είχε διαγνώσει παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Στην πράξη βέβαια είναι αρκετά δυσχερές να εξακριβωθεί κατά πόσον ο Αστυνομικός υπερέβη τα νόμιμα όρια της προτροπής σε τέλεση αδικήματος και για το λόγο αυτό, προκρίνεται ως η πλέον αρμόζουσα λύση, τόσο η εκ των προτέρων καταγραφή των ενεργειών (π.χ. Έκθεση προσημείωσης), όσο και η κατά τη διάρκεια της συγκεκαλυμμένης δράσης, καταγραφή των δραστηριοτήτων του Αστυνομικού, με τεχνικά μέσα (π.χ. κοριός, κρυφή κάμερα, κλπ) πέραν από τα ήδη υπάρχοντα και εφαρμοζόμενα (π.χ. ένορκη κατάθεση). Δηλαδή να υπάρχει ένα α ν τ  ι κ ε ι μ ε ν ι κ ό  αποδεικτικό μέσο, όπως η αποτύπωση σε μαγνητοταινία όλων των δράσεων του Αστυνομικού που επιχειρεί ως "μυστικός", κάτι το οποίο θα εξασφαλίζει και τον ίδιο από τις τυχόν ανυπόστατες κατηγορίες σε βάρος του για υπερβολή κλπ,  παρά μια κατάθεσή του, η οποία θα αποτελεί και το μόνο αποδεικτικό μέσο, με ότι αυτό συνεπάγεται για την αποδεικτική της ισχύ και το κατά πόσο αυτή μπορεί να "σταθεί" κατά την κατ΄αντιδικία διεξαγωγή της δίκης.  Είναι καιρός πλέον η νομοθεσία να ακολουθήσει τη τεχνολογία, προς όφελος του κράτους δικαίου, τόσο προς εξασφάλιση μιας δίκαιης δίκης, όσο και προς εξασφάλιση των θεσμοθετημένων οργάνων της Πολιτείας, επιφορτισμένων με την τήρηση και την επιβολή της νομοθεσίας.

 

 
_
bloko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ