2019-06-02 21:39:27
Φωτογραφία για Το Ηπειρώτικο κομιτάτο και η δράση του στη σκλαβωμένη Ήπειρο (1906-1912)
Η Ήπειρος ήταν μία από τις περιοχές που έμεινε έξω από τα σύνορα του νέου ελληνικού

κράτους το 1830. Ωστόσο οι Ηπειρώτες δεν έμειναν αδρανείς. Το 1854 κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου στην Ήπειρο ξέσπασαν εξεγέρσεις που επεκτάθηκαν και στη γειτονική Θεσσαλία. Παρά τις αρχικές τους επιτυχίες οι επαναστάτες ηττήθηκαν στο Πέτα και η προσπάθειά τους είχε άδοξο τέλος.

Αλλά και το 1878 νέα εξέγερση των Ηπειρωτών, οι οποίοι θέλησαν να επωφεληθούν από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, καταπνίγηκε από τα οθωμανικά στρατεύματα. Οι επαναστάτες είχαν καταφέρει αυτή τη φορά να ελευθερώσουν προσωρινά τα Τζουμέρκα και το Δέλβινο. Το 1881 ένα μικρό κομμάτι της Ηπείρου ως το παλιό θρυλικό γεφύρι της Άρτας, ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό. Νέες ένοπλες επαναστατικές ομάδες συγκροτήθηκαν που συνέχισαν τον αγώνα για απελευθέρωση όλης της Ηπείρου. Η ατυχής έκβαση του πολέμου του 1897 καταρράκωσε το ηθικό των κατοίκων της.


Να σημειώσουμε ότι η καταστολή όλων των επαναστάσεων που αναφέραμε συνοδευόταν από θηριωδίες των οθωμανικών στρατευμάτων, τα οποία συνεπικουρούμενα από σώματα Αλβανών ατάκτων επιδίδονταν σε ακρότητες σε βάρος του πληθυσμού και συγκεκριμένα σε εκτελέσεις αμάχων, πυρπολήσεις χωριών, ληστρικές επιδρομές και μαζικούς βασανισμούς.

Από τις αρχές του 20ου αιώνα έγινε πιο ορατή από ποτέ και επιτακτικότερη η ανάγκη για τη δημιουργία μιας οργανωμένης συντονιστικής αρχής που θα προετοίμαζε τις συνθήκες για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και θα ενδυνάμωνε το αγωνιστικό φρόνημα των Ηπειρωτών. Εκείνη την εποχή είχε κάνει την εμφάνισή της στην Ήπειρο η αλβανική προπαγάνδα, την οποία στήριζαν η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό η ρουμανική προπαγάνδα, που προσπαθούσε να προσεταιριστεί τις ελληνοβλαχικές κοινότητες της Πίνδου.

Το οθωμανικό κράτος συμπράττοντας με διάφορες ληστρικές συμμορίες προσπαθούσε να καταφέρει ισχυρά πλήγματα στο ελληνικό στοιχείο της Ηπείρου και να περιορίσουν τις εθνικές του διεκδικήσεις. Θέλοντας να περιορίσουν την ξένη προπαγάνδα επιφανείς Ηπειρώτες της Διασποράς και σημαντικές προσωπικότητες που δεν κατάγονταν από την Ήπειρο ανέλαβαν δράση.

Έτσι άρχισαν να συγκροτούνται κατά τόπους αντιστασιακές ομάδες Ηπειρωτών, που είχαν την υποστήριξη των ελληνικών προξενείων και του ηπειρωτικού Τύπου που εκδιδόταν στην ελεύθερη Ελλάδα και κυρίως της εφημερίδας ‘’Η Φωνή της Ηπείρου’’ που εκδιδόταν στην Αθήνα από τον Γεώργιο Γάγαρη (1869- 1914) με καταγωγή από τον Γεροπλάτανο Πωγωνίου Ιωαννίνων. Η εφημερίδα αποκάλυπτε τις αθλιότητες των Οθωμανών στην Ήπειρο και ήταν λογικό οι ανταποκριτές της που ζούσαν εκεί να αρθρογραφούν χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα.

Ο ηρωικός θάνατος του Παύλου Μελά, το 1904 στη Στάτιστα (και όχι Σιάτιστα που γράφουν ορισμένοι), το σημερινό χωριό Μελάς της Καστοριάς, συγκλόνισε όλους τους Έλληνες και αποτέλεσε το έναυσμα για το ξεκίνημα του Μακεδονικού Αγώνα.

Ιδιαίτερη αίσθηση και συγκίνηση προκάλεσε στην Ήπειρο, καθώς οι ρίζες της οικογένειες Μελά, βρίσκονται στον Παρακάλαμο, που ανήκει σήμερα στον ακριτικό Δήμο Πωγωνίου του νομού Ιωαννίνων.

Στις 25 Μαρτίου 1906 ιδρύθηκε από επιφανείς Ηπειρώτες στην Αθήνα η «Ηπειρωτική Εταιρεία», γνωστή κυρίως ως «Ηπειρωτικό Κομιτάτο», που διαδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο στην περιοχή της Ηπείρου κατά τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.

Η προεδρία του Κομιτάτου, ανατέθηκε στον Αντισυνταγματάρχη Πυροβολικού Παναγιώτη Δαγκλή, απόγονο Σουλιωτών οπλαρχηγών του 1821. Ο Δαγκλής ασκούσε μεγάλη επιρροή στη βασιλική οικογένεια και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο στράτευμα.

Ιθύνων νους και ψυχή της όλης δράσης του Κομιτάτου, ήταν όμως ο Υπομοίραρχος της Χωροφυλακής Σπύρος Σπυρομήλιος από τη Χιμάρα, ο οποίος είχε ήδη αναπτύξει σημαντική δράση στη Μακεδονία, κυρίως εναντίον Βούλγαρων κομιτατζήδων στην περιοχή του Βερμίου. Σε μία μάλιστα μάχη, είχε τραυματιστεί σοβαρά.

Την ιδρυτική ομάδα πλαισίωναν διαπρεπείς Ηπειρώτες αξιωματικοί ο Ταγματάρχης Μηχανικού Χρήστος Μαλάμος, ο Υπολοχαγός Οικονομικού Χρήστος Χρόνης, ο Ανθυπίλαρχος Βασίλης Μελάς και ο Ανθυποπλοίαρχος Χαρίλαος Λιάμπεης.

Εκτός από τους στρατιωτικούς, αρκετά από τα ιδρυτικά μέλη του Κομιτάτου ήταν πολιτικοί και διανοούμενοι, όπως ο δημοσιογράφος και λογοτέχνης Χρήστος Χρηστοβασίλης, ο Υφηγητής Πανεπιστημίου Μιλτιάδης Πανταζής, ο δικηγόρος Περικλής Καραπάνος, ο πολιτικός Αυγερινός Αβέρωφ, ο δημοσιογράφος Γεώργιος Γάγαρης , ο γενικός διευθυντής των ΣΠΑΠ Γεώργιος Δούμας («Σιδηρόδρομοι – Αθηνών – Πειραιώς – Πελοποννήσου») και άλλοι.

Αμέσως μετά, ιδρύθηκαν οι τρεις διευθύνσεις του Κομιτάτου, στα τρία σημαντικότερα αστικά κέντρα της Ηπείρου, όπου υπήρχαν και προξενεία. Στα Γιάννενα (Α’), στην Πρέβεζα (Β’) και στο Αργυρόκαστρο (Γ’), την οργάνωση των οποίων ανέλαβε προσωπικά ο Σπυρομήλιος.

Το κύριο βάρος της δράσης, επωμίσθηκε η Α’ Διεύθυνση Ιωαννίνων την ηγεσία της οποίας ανέλαβε ο Υπολοχαγός Κωνσταντίνος Τσιριγώτης που, επίσημα, ήταν Γραμματέας του τοπικού Προξενείου. Η μετάδοση των πληροφοριών προς την ελεύθερη Ελλάδα, γινόταν μέσω κρυπτογραφικού κώδικα, ενώ η μεταφορά της αλληλογραφίας γινόταν από άτομα εμπιστοσύνης, ειδικούς ταχυδρόμους, χωρικούς, βοσκούς ,αγωγιάτες ή και με τη συμμετοχή αμαξάδων που τη μετέφεραν σε ειδικές κρύπτες.

Σημαντική δράση ανέπτυξε και η Διεύθυνση Πρέβεζας, όπου είχε τοποθετηθεί ο Υπολοχαγός Πυροβολικού Ιωάννης Παπαϊωάνου. Η δράση της Διεύθυνσης Αργυροκάστρου, όπου αποσπάστηκε το 1908 ο Υπολοχαγός Πεζικού Νικόλαος Κοντογούρης, ήταν περιορισμένη λόγω της έκρυθμης κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή.

Η οργάνωση του Ηπειρωτικού Κομιτάτου, βασίστηκε στα οργανωτικά πρότυπα της Φιλικής Εταιρείας.

Τα στελέχη οργανώνονταν σε μυστικές ομάδες που ιεραρχικά διακρίνονταν σε τρεις βαθμίδες: «εταίρους» «αδελφούς» και «ελευθερωτές» και ορκίζονταν πίστη και αφοσίωση στο πατριωτικό καθήκον. Κατά το πρώτο έτος της ύπαρξης του Κομιτάτου, οι μυημένοι στα Γιάννενα έφτασαν τους 300 και την ύπαιθρο τους 1.500, γρήγορα όμως αυτοί πολλαπλασιάστηκαν σε ολόκληρο το σαντζάκι Ιωαννίνων.

Το Κομιτάτο, εκτός από τις πληροφορίες που έστελνε στην Ελεύθερη Ελλάδα, άρχισε να μυεί, να οργανώνει και να εξοπλίσει μυστικά ομάδες σε όλη την Ήπειρο. Άτομα από την τάξη των «Ελευθερωτών», μετέφεραν όπλα και πυρομαχικά μέσα σε δέρματα ζώων. Η διαδρομή που ακολουθούσαν ήταν: Καλαρρύτες – Δρίσκος – Μονή Ντουραχάνης – Λίμνη Ιωαννίνων, όπου σε επιλεγμένες θέσεις κρύβονταν προσωρινά τα όπλα. Από εκεί μεταφέρονταν σε όλη την Ήπειρο.

Κατά τα δύο πρώτα χρόνια της δράσης του Κομιτάτου μεταφέρθηκαν στην Ήπειρο 1.450 όπλα, ενώ μέχρι τις παραμονές των Βαλκανικών πολέμων, σύμφωνα με το αρχείο Δαγκλή έφτασαν περίπου 15.000 όπλα.

Η συμβολή της Εκκλησίας

Η συμμετοχή της Εκκλησίας σε όλες αυτές τις ενέργειες, ήταν καθοριστική. Σημαντικότερη όλων, ήταν η συμβολή του μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης και μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνος Βλάχου, ο οποίος μυήθηκε το 1907 από τον Γραμματέα της Διεύθυνσης Αλέξανδρο Λειβαδέα. Μάλιστα για τη δράση του συνελήφθη από τους Τούρκους και φυλακίστηκε προσωρινά.

Σημαντική ήταν επίσης η βοήθεια που πρόσφεραν ο επίσκοπος Φωτικής Χρυσόστομος, ο ηγούμενος της μονής Αγίας Αικατερίνης Ιωαννίνων Άνθιμος Κτενιάδης, ο μητροπολίτης Παραμυθιάς, Φιλιατών και Γηρομερίου Ιερόθεος Ανθουλίδης, που έλαβε το προσωνύμιο «Λέων της Ηπείρου» και ο διάδοχός του από το 1909 Νεόφυτος Κοτζαμανίδης.

Ο ένοπλος αγώνας

Η Α’ Διεύθυνση Ιωαννίνων συγκρότησε ένοπλες ομάδες τόσο στην πόλη των Ιωαννίνων όσο και στην ύπαιθρο.

Σε όλη την κατεχόμενη Ήπειρο, διεξήχθησαν επιθετικές επιχειρήσεις εναντίον διωκτικών τμημάτων της οθωμανικής χωροφυλακής και ατάκτων ομάδων.

Στις 6 Αυγούστου 1906, σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τουρκικό απόσπασμα στα Ζαγοροχώρια, ο Γεώργιος (Α) λεπεντάτος από τη Σαμαρίνα των Γρεβενών, γνωστός ως καπετάν Αρκούδας (ή Ούρσας στα βλάχικα) λόγω του σωματότυπού του. Ο Καπετάν Αρκούδας, είχε πολύ σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα και το καλοκαίρι του 1906 με 8 συντρόφους του, έφτασε στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στο Ζαγόρι, μετά από εντολή που έλαβε για να συνδράμει τον ηπειρωτικό αγώνα. Ο θάνατος του, ήταν μια τεράστια απώλεια για το Ηπειρωτικό Κομιτάτο και όχι μόνο.

Σημαντική ήταν η δράση ενός οπλαρχηγού από το Αργυρόκαστρο, του Ιωάννη Πουτέτση ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Βοργίας, ενώ καθώς ήταν πολύ θρήσκος έλαβε τα προσωνύμια «Παπαγιάννης» και «Άγιος Κοσμάς».

Με ορμητήριο το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στα Πράμαντα, έδωσε σκληρές μάχες τόσο με τα τουρκικά στρατεύματα όσο και με ομάδες Αλβανών και Ρουμάνων ατάκτων.

Σημαντική ήταν και η δράση του Σπύρου Κρομμύδα, από την Ιερομνήμη, ο οποίος έδρασε στην περιοχή του όρους Ολύτσικα (Τόμαρος) και των Κουρέντων. Στις 2 Δεκεμβρίου 1908 με τους άνδρες του, κοντά στο χωριό Σουλόπουλο, αποδεκάτισε ένοπλη ομάδα του Νεοτουρκικού Κομιτάτου. Στη Θεσπρωτία, έδρασαν οι οπλαρχηγοί Κώστας Ζαρκάδης και Νικόλαος Κουτούπης από το Πόποβο, Γεώργιος και Αθανάσιος Καρράς από το Ζωτικό και ο Σουλιώτης Κολοβός.

Τα γεγονότα μετά το 1908

Η Επανάσταση των Νεότουρκων (Ιούλιος 1908), παρά τις εξαγγελίες τους, δεν άλλαξε τα πράγματα στην Ήπειρο, αντίθετα ευνόησε τους Αλβανούς, καθώς οι Τούρκοι τους εγγυήθηκαν μια σειρά από δικαιώματα που έθιγαν τις ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις. Η υποστήριξη των Αλβανών προς τους Νεότουρκους, οδήγησε τους τελευταίους στο να επιστρέψουν την ίδρυση αλβανικών σχολείων και τη δημιουργία χωροφυλακής κυρίως από Αλβανούς.

Η καθολική στράτευση που επιβλήθηκε από τους Νεότουρκους, λειτούργησε ως μπούμερανγκ γι’ αυτούς ,καθώς πολλοί Έλληνες που υπηρετούσαν στον Οθωμανικό Στρατό υπήρξαν πληροφοριοδότες των ελληνικών δυνάμεων, όπως ο Μικρασιάτης Νικόλαος Μιζαντζιόγλου ή Νικολάκης εφέντης, αξιωματικός του Βαχήπ Μπέη, ο Δημήτριος Παπαϊωάννου και ο Χρήστος Κωνσταντινίδης, οι οποίοι αποκάλυψαν θέσεις τουρκικών οχυρών και πυροβολείων στο Κομιτάτο.

Τον Αύγουστο του 1908 ιδρύθηκε στα Γιάννενα ο «Ελληνικός Πολιτικός Σύλλογος», με πρόεδρο τον Γεώργιο Τζαβέλλα, ο οποίος το 1909 απέκτησε τη δική του εφημερίδα που είχε τον τίτλο «Ήπειρος» και εκδότη τον Γεώργιο Χατζή Πελλερέν.

Το καλοκαίρι του 1909, η βραχύβια κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη, τερμάτισε κάθε επαναστατική δραστηριότητα και διέταξε τη διακοπή αποστολής οπλισμού και την ανάκληση όλων των αξιωματικών που υπηρετούσαν στα προξενεία. Η κυβέρνηση Ράλλη όμως έπεσε στις 15 Αυγούστου. Το Ηπειρωτικό Κομιτάτο αναδιοργανώθηκε, ενώ ο νέος πρόξενος στα Γιάννενα Άγγελος Τυπάλδος Φορέστης ενίσχυσε σημαντικά τον εξοπλισμό του. Σημαντική ήταν και η βοήθεια του Μητροπολίτη Ιωαννίνων Γερβάσιου Ωρολογά από το 1910 που ανέλαβε τα καθήκοντά του.

Ευνοϊκή διάθεση προς τους Έλληνες έδειξαν οι πρόξενοι στα Γιάννενα της Γαλλιάς Εντγκάρ Ντουσάπ και της Ρωσίας Νικολάι Τσελκούνοφ, όπως και ο Βρετανός διπλωματικός πράκτορας, Ταγματάρχης Γουίλις, σε αντίθεση με τον Πρόξενο της Αυστροουγγαρίας Μπιλίνσκι, που έφτασε στο σημείο να παρίσταται σε απαγχονισμούς Ελλήνων πατριωτών και να φωτογραφίζεται με τους Τούρκους εκτελεστές τους!

Στις 17 Ιουνίου 1909 στο νησί των Ιωαννίνων και τον Νοέμβριο του ίδιου έτους στη Μανολιάσα, ο Πουτέτσης με τους άνδρες του εξόντωσαν αλβανικά και ρουμανίζοντα στρατιωτικά τμήματα. Τον Δεκέμβριο του 1909, ένα άλλο τμήμα υπό τον Ι. Λέντζο δέχθηκε επίθεση στην Κρετσούνιστα (σήμερα Δεσποτικό), με αποτέλεσμα τον θάνατο του αρχηγού του.

Τον Ιούλιο του 1912, η Πύλη ικανοποίησε μια σειρά από αιτήματα των Αλβανών. Οι Έλληνες αντέδρασαν, καθώς γινόταν προσπάθεια εξαλβανισμού της Ηπείρου. Αλβανοί αξιωματούχοι διορίστηκαν σε πολλά μέρη, Αλβανοί κακοποιοί και φυγόδικοι στρατολογήθηκαν ως χωροφύλακες και οι αλβανικές συμμορίες δρούσαν ανενόχλητες.

Τον Ιούνιο του 1912, μπήκαν στην Ήπειρο τρία ανταρτικά σώματα υπό τους Κοντογεώργο, Περιστέρη και Επαμεινώνδα Παπανίκο.

Ο Πουτέτσης, έλαβε εντολή να μετακινηθεί στην περιοχή του Δέλβινου. Στις 13 Σεπτεμβρίου, στο χωριό Κρανιά, κατανίκησε και έτρεψε σε φυγή αλβανικές συμμορίες. Όμως στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, βρέθηκε περικυκλωμένος στο χωριό Τσούκα του Δέλβινου από τουρκικό απόσπασμα το οποίο βοηθούσαν και Αλβανοί άτακτοι. Σε άνιση μάχη που ακολούθησε, ο Πουτέτσης και αρκετοί συμπολεμιστές του σκοτώθηκαν.

Η μάχη της Κοσοβίτσας (12/11/1912)

Η απώλεια του Πουτέτση, λίγο πριν ξεκινήσουν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ήταν τεράστια. Τον αγώνα όμως, συνέχισαν άλλοι οπλαρχηγοί. Τον Νοέμβριο του 1912, ένα απόσπασμα Τουρκαλβανών κινήθηκε από το Αργυρόκαστρο προς το χωριό Κοσοβίτσα, με σκοπό να εξοντώσει τα σώματα των οπλαρχηγών Λιόντου, Κολοβού και Πάντου.

Το πρωί της 12ης Νοεμβρίου 1912, στα υψώματα μεταξύ Καστάνιανης και Κοσοβίτσας, δόθηκε σκληρή μάχη μεταξύ των Ελλήνων ανταρτών και των Τουρκαλβανών. Μετά από δίωρη μάχη, οι Έλληνες επικράτησαν. Η Κοσοβίτσα και τα γειτονικά χωριά (Σωτήρα, Λόγκος κ.ά.) γλίτωσαν από το μένος των Τουρκαλβανών, όσοι από τους οποίους επέζησαν, κατευθύνθηκαν προς τα Γιάννενα.

Οι αντάρτες του Λιόντου, προερχόμενοι κυρίως από τα χωριά Δημόκορη και Καστάνιανη, φωτογραφήθηκαν την επόμενη μέρα (13 Νοεμβρίου) στη Σωτήρα από τον Γιώργο Μπέη (1879-1945).

Βέβαια, λίγους μήνες αργότερα η Κοσοβίτσα, ο Λόγκος , η Σωτήρα και δεκάδες άλλες αμιγώς ελληνικά χωριά της Βορείου Ηπείρου, έμειναν εκτός ορίων του ελληνικού κράτους, καθώς τα σύνορα προέκυψαν από την ένωση σημείων ενός αυστριακού χάρτη Με το Ηπειρωτικό Κομιτάτο, που είναι άγνωστο στους περισσότερους και τη δράση του ως την απελευθέρωση της Ηπείρου, θα ασχοληθούμε και σε μελλοντικό μας άρθρο.

Πηγές: ΛΑΜΠΡΟΣ ΤΑΓΚΑΣ, «ΤΟ ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΚΟΜΙΤΑΤΟ», περ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ, τ. 185 Ιούνιος 2012

, «ΗΠΕΙΡΟΣ – 4000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1997.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ