2020-01-25 20:04:02
Φωτογραφία για Ο Ηράκλειος και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από Αβάρους, Πέρσες και Σλάβους (626)
Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος - Άβαροι: ένας επικίνδυνος εχθρός του Βυζαντίου -

Η συμμαχία τους με Σλάβους και Πέρσες - Η εκστρατεία του Ηράκλειου εναντίον των Περσών - Η πολιορκία της Πόλης - Ο σημαντικός ρόλος του μάγιστρου Βώνου στην απόκρουση των επιθέσεων - Το τέλος του αβαρικού κινδύνου - Ο Ακάθιστος Ύμνος

Στο άρθρο της περασμένης εβδομάδας για την εισβολή των βαρβάρων στην Ευρώπη, είχαμε αναφερθεί στους Αβάρους, μια ισχυρή τουρκική ή ουϊγουρική φυλή που έφτασε στην Ευρώπη γύρω στο 560 μ.Χ. Σύντομα δημιούργησαν μία αυτοκρατορία συμμαχώντας με άλλους λαούς (Σλάβους του Δούναβη,Γεπίδες και Βούλγαρους).

Ο Ηράκλειος (610-641)

Το 610 σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία ανέβηκε στο θρόνο ο Ηράκλειος, ο οποίος ενίσχυσε αποφασιστικά τον προοδευτικό εξελληνισμό του ύστερου ρωμαϊκού κράτους.

Ο Ηράκλειος γεννήθηκε γύρω στο 575 άγνωστο πού. Όταν ανέβηκε στον θρόνο της αυτοκρατορίας ήταν περίπου 35 ετών. Ευθυτενής και ιδιαίτερα ρωμαλέος, μετρίου αναστήματος, με αθλητική κορμοστασιά, ξανθά μαλλιά και γένια και γαλανά μάτια.


Η δράση του πριν την άνοδό του στον θρόνο του Βυζαντίου είναι τελείως άγνωστη. Φαίνεται ότι είχε αξιόλογη μόρφωση και του άρεσε ιδιαίτερα η μελέτη της αστρολογίας και των απόκρυφων επιστημών. Συνδέθηκε νωρίς με τον περίφημο Στέφανο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον οποίο διόρισε ‘’Μέγαν’’ και ‘’οικουμενικόν διδάσκαλον’’ στο Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινούπολης.

Σαν χαρακτήρας ήταν άστατος. Από μια φάση έντονης νευρικότητας περνούσε πολύ γρήγορα σε κατάσταση έντονου ενθουσιασμού. Ιδιαίτερα παράξενο ήταν το γεγονός ότι ο Ηράκλειος φοβόταν το νερό. Πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή της μάχης παραδειγματίζοντας τους άνδρες του και έδειξε αρκετές φορές δείγματα ιδιαίτερης στρατιωτικής ευφυΐας.

Από τον γάμο του με την ασθενική Φαβία, κόρη του Ρογά της Άφρου ,που μετονομάστηκε σε Ευδοκία ,απέκτησε την Επιφάνεια (611), η οποία σε ηλικία ενός έτους μετονομάστηκε κι αυτή σε Ευδοκία και ανακηρύχθηκε από τον Ηράκλειο Αυγούστα.Στις 3 Μαΐου 612 γεννήθηκε ο Ηράκλειος, ο νέος Κωνσταντίνος ο οποίος στο τέλος του έτους αυτού ή στις αρχές του 613 στέφθηκε συμβασιλέας και πριν συμπληρώσει το πρώτο έτος της ηλικίας του(!) μνηστεύθηκε τη Γρηγορία, κόρη του Νικήτα ξάδερφου του αυτοκράτορα.

Τον Αύγουστο του 612 είχε πεθάνει η Ευδοκία που έπασχε από επιληψία. Την ανατροφή των παιδιών του Ηράκλειου ανέλαβε η νεαρή, 16 μόλις ετών, ωραιότατη Μαρτίνα, κόρη της αδελφής του Μαρίας. Ο Ηράκλειος ερωτεύτηκε την ανιψιά του και στα τέλη του 613 ή στις αρχές του 614 παρά τη σφοδρή αντίδραση του Πατριάρχη και την εξέγερση της κοινής γνώμης που το θεώρησε αιμομιξία ,την παντρεύτηκε. Η Μαρτίνα παρά το νεαρό της ηλικίας της, έξυπνη και φιλόδοξη αποδείχθηκε άψογη και αφοσιωμένη σύζυγος. Άσκησε μεγάλη επιρροή στον Ηράκλειο που την αγάπησε με πάθος. Από τον γάμο τους γεννήθηκαν δέκα παιδιά. Τα πρώτα από αυτά είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας και πέθαναν νεότατα, κάτι που θεωρήθηκε απ’ το λαό ως θεία δίκη για την αιμομιξία.

Ο Ηράκλειος είχε μεγάλη αδυναμία στον αδελφό του Θεόδωρο ,στον οποίο έδωσε το ύπατο αυλικό αξίωμα του κουροπαλάτη και του ανέθεσε πολλές φορές την αρχιστρατηγία των βυζαντινών δυνάμεων.

Μεγάλη βοήθεια στον Ηράκλειο πρόσφερε ο Πατριάρχης Σέργιος. Καταγόταν από τη Συρία και ανήλθε στον θρόνο το 610 μετά τον θάνατο του Πατριάρχη Θωμά. Υπήρξε μεγάλος ιεράρχης αλλά και πολύτιμος φίλος και σύμβουλος του αυτοκράτορα.

Η περσική απειλή στην Ανατολή

Η ανατροπή του αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602) από τον Φωκά, έναν από τους χειρότερους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, πρόσφεραν στους Πέρσες τη μοναδική ευκαιρία να επαναλάβουν τις επιθέσεις τους στα ανατολικά σύνορα του Βυζαντίου, εμφανιζόμενοι ως εκδικητές και τιμωροί του Φωκά. Από το 606 ως το 610 πέτυχαν να αποκαταστήσουν την περσική κυριαρχία στα εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στη Βυζαντινή αυτοκρατορία από τον Χοσρόη Β’ με τη Συνθήκη του 591,αλλά και να επιβάλλουν την περσική κυριαρχία σε ολόκληρη σχεδόν τη Μεσοποταμία.

Κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηράκλειου (611-620) οι Πέρσες στρατηγοί Σαχίν και Σαρβαράζ εκμεταλλευόμενοι τη χαώδη κατάσταση στην οποία βρισκόταν η αυτοκρατορία, πέτυχαν να υποτάξουν τη Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Την άνοιξη του 614 κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ. Όσα ακολούθησαν ήταν απίστευτα. Καταστράφηκαν 300 εκκλησίες, μοναστήρια και άλλα εκκλησιαστικά ιδρύματα.

Χιλιάδες Χριστιανοί (από 34.000-90.000 ανάλογα με τη μαρτυρία), σφάχτηκαν με την ενεργό σύμπραξη των Ιουδαίων κατά τους χρονογράφους. Οι Πέρσες αφού αφαίρεσαν όλους τους θησαυρούς της πόλης συνέλαβαν και μετέφεραν στην Περσία 35.000 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τον Πατριάρχη Ζαχαρία που πέθανε κατά την αιχμαλωσία του. Μαζί με τον Πατριάρχη πήραν και τον Τίμιο Σταυρό, τον οποίο μετέφεραν στην περσική αυλή μετά από εντολή του Χοσρόη. Τέλη του 615 ή αρχές του 616 οι Πέρσες εισέβαλαν στη Μικρά Ασία και έφτασαν ως τη Χαλκηδόνα.

Η αβαροσλαβική απειλή

Κι ενώ στην Ανατολή προέλαυναν οι Πέρσες στα βόρεια και δυτικά της αυτοκρατορίας οι ελάχιστες βυζαντινές φρουρές είχαν να αντιμετωπίσουν άλλους εξίσου σημαντικούς αντιπάλους. Οι Άβαροι παρασύροντας στίφη Σλάβων, γύρω στο 614 κατέλαβαν τα Σάλωνα, αρχαία πρωτεύουσα της Δαλματίας (φυσικά δεν υπάρχει καμία σχέση με τα Σάλωνα της Φωκίδας, τη σημερινή Άμφισσα) και άλλες πόλεις. Ωστόσο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι τα Σάλωνα της Δαλματίας κυριεύθηκαν αργότερα. Είτε μεταξύ 622-626, είτε το πιο πιθανό, μεταξύ 631 και 639 όταν οι Κροάτες κατέβηκαν στα Βαλκάνια. Τα προηγούμενα χρόνια οι Βυζαντινοί εξασφάλισαν την ειρήνη με τους Αβάρους πληρώνοντας ιλιγγιώδη χρηματικά ποσά. Βέβαια υπήρχαν και σφοδρές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Υπολογίζεται ότι οι Βυζαντινοί σε χρονικό διάστημα 65 περίπου ετών (560-626) πλήρωσαν στους Αβάρους 6,5 εκατομμύρια χρυσά νομίσματα, χιλιάδες χρυσά νομίσματα για να απελευθερώσουν τους αιχμαλώτους (ένα χρυσό νόμισμα για κάθε αιχμάλωτο) ,ενώ οι Άβαροι στις επιδρομές τους αποκόμιζαν συνήθως πολλά λάφυρα.

Η εκστρατεία του Ηράκλειου εναντίον των Περσών

Η βασιλεία, η «τυραννία» όπως χαρακτηρίζεται από πολλούς ιστορικούς, του Φωκά (602-610), ήταν ολέθρια για το Βυζάντιο. Ο Ηράκλειος έπρεπε, πρώτα να επαναφέρει την ηρεμία και να αναδιοργανώσει το κράτος και στη συνέχεια, αφού πρώτα προετοιμάσει κατάλληλα τον στρατό, να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών. Παράλληλα, η εμφάνιση νέων λαών στα Βαλκάνια, ώθησε τους Βυζαντινούς σε διπλωματικές ενέργειες ώστε να τους προσεταιριστούν.

Η προετοιμασία του στρατού κράτησε δυο χρόνια. Ο Ηράκλειος, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής των στρατευμάτων του. Σκοπός του ήταν να συντρίψει τους Πέρσες και να ανακτήσει τους Αγίους Τόπους και τα ιερά κειμήλια που βρίσκονταν στα χέρια τους από το 614.

Πριν αναχωρήσει από την Κωνσταντινούπολη, τον Απρίλιο του 622, έστεψε διάδοχό του τον δεκάχρονο γιο του Ηράκλειο-Κωνσταντίνο και παρέδωσε τις υποθέσεις του κράτους, στα χέρια του ικανότατου μάγιστρου (πρωθυπουργού) Βώνου, ο οποίος είχε και την υποστήριξη του Πατριάρχη Σέργιου. Η εκστρατεία ξεκίνησε τη Δευτέρα του Πάσχα του 622.

Ο Ηράκλειος, που είχε σχεδιάσει προσεκτικά την εκστρατεία αυτή, δεν ήθελε να συγκρουστεί με τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Σκόπευε να κινηθεί προς την Υπερκαυκασία, όπου μπορούσε να εξασφαλίσει συμμάχους και να εισχωρήσει στις κεντρικές επαρχίες της Περσικής Αυτοκρατορίας.

Έφτασε έτσι στην Καισάρεια της Καππαδοκίας στρατολογώντας στην πορεία του άνδρες από τις βυζαντινές επαρχίες. Συνολικά, είχε 120.000 στρατιώτες. Ο Ηράκλειος έδωσε στην εκστρατεία του χαρακτήρα ιερού πολέμου. Δημιούργησε έτσι θρησκευτικό φανατισμό στους στρατιώτες του. Ήταν η πρώτη φορά που μια τέτοια εκστρατεία αποκτούσε και θρησκευτικό χαρακτήρα.

Το φθινόπωρο του 623, ο Ηράκλειος στα απόκρημνα αρμενικά εδάφη, συνέτριψε τον Σαρβαράζ. Συνέχισε την πορεία του στο περσικό τμήμα της Αρμενίας όπου κατέλαβε την πρωτεύουσά του Τίβιο (σήμερα Ντβιν). Κατευθύνθηκε έπειτα προς το σημερινό Αζερμπαϊτζάν, τμήμα της Περσίας τότε και από εκεί προς τη Νινευή, όπου κατέστρεψε τα ανάκτορα και τον ζωροαστρικό ναό, καθώς και την πόλη Θηβαρμαΐδα, ως αντίποινα για την καταστροφή της Ιερουσαλήμ το 614. Στις αρχές του χειμώνα του 624-25, αποσύρθηκε στην Αλβανία του Καυκάσου. Εκεί, ο στρατός του ξεκουράστηκε και ενισχύθηκε με τους σκληροτράχηλους Καυκάσιους Αλβανούς, οι οποίοι μισούσαν τους Πέρσες και ακολούθησαν πρόθυμα τον Ηράκλειο.

Την άνοιξη του 625, ο Ηράκλειος συνέτριψε τρεις μεγάλες περσικές στρατιές υπό τους στρατηγούς Σαχίν, Σαρβλάγ και Σαρβαράζ. Μάλιστα, ο τελευταίος ξέφυγε την τελευταία στιγμή «γυμνός και ανυπόδητος», μετά την πανωλεθρία του στο οχυρό Αρζές κοντά στη λίμνη Άρσησσα (σημ. Βαν), τα όπλα του δε περιήλθαν στην κατοχή των Βυζαντινών. Ο Ηράκλειος, αφού διαχείμασε με τον στρατό στην περιοχή της Άρσησσας, ξεκίνησε την 1η Μαρτίου του 626 πορεία 300 χλμ. Έφτασε στη Μαρτυρόπολη και την Άμιδα (σημ. Ντιγιάρμπακιρ), τις οποίες και κυρίευσε. Κατευθύνθηκε προς τον Ευφράτη, όπου είχε φτάσει πρώτος ο Σαρβαράζ. Η σύγκρουση των δύο στρατών έγινε στον ποταμό Σάρο στην Κιλικία, βόρεια των Αδάνων. Παρά τις σημαντικές τους απώλειες οι Βυζαντινοί υποχρέωσαν τους Πέρσες να κατευθυνθούν προς το νότο και κατέλαβαν τη Σεβάστεια. Ταυτόχρονα, ο Θεόδωρος, αδελφός του Ηράκλειου, πέτυχε στις αρχές Ιουλίου του 626 μεγάλη νίκη εναντίον του Σαχίν κοντά στα Σάταλα. Ο Πέρσης στρατηγός έπεσε σε κατάθλιψη και πέθανε λίγο αργότερα.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από Αβάρους, Σλάβους και Πέρσες (626)

Κι ενώ ο Ηράκλειος έδινε σκληρές μάχες εναντίον των Περσών, οι Άβαροι που μετά το 602 αποτελούσαν μάστιγα για τις βαλκανικές επαρχίες και κάθε χρόνο αύξαναν τον φόρο που εισέπρατταν από τους Βυζαντινούς για να συνάψουν ειρήνη (από 80.000 σολδίους το 574, έφτασε τις 120.000 το 604 και τις 200.000 σολδίους μεταξύ 623-626), αποφάσισαν το καλοκαίρι του 626 να επιτεθούν στην Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα, σε μία κίνηση αντιπερισπασμού, οι Πέρσες έστειλαν μία στρατιά υπό τον (γνωστό μας πλέον…) Σαρβαράζ, ο οποίος αναφέρεται συχνά και με το εξελληνισμένο όνομα Σαρβαραζάς, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου για να βοηθήσει τους Αβάρους. Πώς έγινε η συνεννόηση Αβάρων και Περσών, είναι άγνωστο. Ο Ηράκλειος βρισκόταν τότε στη Σεβάστεια. Αποφάσισε να μην επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη. Ανέθεσε την άμυνά της στον μάγιστρο Βώνο, τον Πατριάρχη Σέργιο και τον μικρό καίσαρα Ηράκλειο-Κωνσταντίνο, στους οποίους έδωσε οδηγίες. Έστειλε όμως τον ικανότατο, όπως φαίνεται, αδελφό του Θεόδωρο με 12.000 ιππείς, σύμφωνα με το «Πασχάλιο Χρονικό», για να ενισχύσει την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο ο Θεόδωρος βρισκόταν 1.000 χιλιόμετρα και πλέον, μακριά από την Κωνσταντινούπολη. Σύμμαχοι των Αβάρων, ήταν οι Σλάβοι. Οι Χρωβάτες (Κροάτες) και οι Σέρβοι, που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν πλέον από τους Βυζαντινούς και άλλες σλαβικές φυλές, τάχθηκαν στο πλευρό των Αβάρων.

Οι Άβαροι, στα τέλη Απριλίου-αρχές Μαΐου του 626, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη, την οποία πολιόρκησαν μάταια για 33 ημέρες. Έτσι κινήθηκαν εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

Στις 29 Ιουνίου 626, ισχυρότατη εμπροσθοφυλακή των Αβάρων (περίπου 30.000 άνδρες), έφτασε μπροστά τείχη της Κωνσταντινούπολης, διασκορπίζοντας πολίτες, στρατιώτες και «παλλικάρια». Η λέξη αυτή, εκείνη την εποχή σήμαινε τον ακόλουθο έφιππου πολεμιστή. Στις 8 Ιουλίου, οι Άβαροι επιτέθηκαν στη φρουρά και τους κατοίκους της Κων/πολης που βγήκαν από τα τείχη για ανεφοδιασμό. Την ίδια μέρα, 1.000 Άβαροι ιππείς, έφτασαν στις Συκεές (Γαλατά) και ανάβοντας φωτιές, ήρθαν σε επαφή με τους Πέρσες συμμάχους τους. Στο μεταξύ, οι προσπάθειες του πατρίκιου Αθανάσιου να πείσει τον χαγάνο (ηγεμόνα, αρχηγό) των Αβάρων με ειρηνευτικές προτάσεις, έπεσαν δύο φορές στο κενό.

Στις 29 Ιουλίου, οι Άβαροι με τον κύριο όγκο του στρατού τους έφτασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης. Ο Γεώργιος Πισίδης αναφέρει ότι ήταν 80.000, άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό των Αβάρων σε 2.500.000, το πιθανότερο όμως είναι ότι οι Άβαροι ήταν από 110.000-150.000. Στην πολιορκημένη Βασιλεύουσα, ο μάγιστρος Βώνος επιθεωρούσε τον στρατό του και τις οχυρώσεις, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος, επικεφαλής του κλήρου, κρατώντας την εικόνα της Θεοτόκου περιερχόταν τα τείχη, εμψυχώνοντας τους υπερασπιστές τους.

Την επόμενη ημέρα, ο χαγάνος έστησε τα πολιορκητικά μηχανήματα και στις 31 Ιουλίου άρχισε η βίαιη επίθεση εναντίον της Πόλης, με επίκεντρο κυρίως το τμήμα των τειχών, μεταξύ της Πόρτας του Πολυανδρίου και της Πόρτας του Πέμπτου, όπου επιτέθηκαν, κυρίως, οι σιδηρόφρακτοι Άβαροι. Κάποιοι Σλάβοι επιχείρησαν να καταλάβουν την εκκλησία και τη μονή της Πηγής, αλλά αποκρούστηκαν. Δεύτερη επίθεση με ελεπόλεις και άλλες πολιορκητικές μηχανές, αντιμετωπίστηκε με επιτυχία.

Ο Βώνος πρότεινε στον χαγάνο την πληρωμή μιας έκτακτης χορηγίας, μαζί με την ετήσια, αυτός όμως αρνήθηκε και έδωσε εντολή να ριχτούν στη θάλασσα τα μονόξυλα που είχαν κατασκευάσει οι Σλάβοι. Αυτό έγινε και τα μονόξυλα ρίχτηκαν κοντά στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου στον Κεράτιο Κόλπο, όπου τα νερά ήταν ρηχά και δεν μπορούσε να επέμβει ο βυζαντινός στόλος. Καθώς υπήρξε στασιμότητα, ο χαγάνος ζήτησε νέες διαπραγματεύσεις. Πενταμελής βυζαντινή πρεσβεία, έφτασε στον ηγεμόνα των Αβάρων, ταυτόχρονα με τριμελή περσική αντιπροσωπεία. Ο χαγάνος είπε στους Βυζαντινούς ότι οι Πέρσες θα του έστελναν 3.000 άνδρες για ενισχύσεις και ζήτησε την παράδοση της Κων/πολης, λέγοντας ότι οι πολιορκημένοι δεν είχαν καμία ελπίδα να γλιτώσουν, εκτός αν γίνονταν ψάρια για να κολυμπήσουν ή πουλιά για να πετάξουν. Ο πατρίκιος Γεώργιος, κατηγόρησε τους Πέρσες ότι αποκρύπτουν τις ήττες τους απ’ τον Ηράκλειο και το ότι ο Θεόδωρος έρχεται να ενισχύσει τους πολιορκημένους.

Τόνισε επίσης, ότι η Πόλη δεν παραδίδεται. Το ίδιο βράδυ, οι Πέρσες πρέσβεις, προσπαθώντας να περάσουν από κάποιο σημείο του Βοσπόρου για να πάνε στο στρατόπεδό τους, αιχμαλωτίστηκαν από τους Βυζαντινούς.

Ο πρώτος αποκεφαλίστηκε, ο δεύτερος ακρωτηριάστηκε και έχοντας δεμένο στο λαιμό του το κεφάλι του πρώτου στάλθηκε στον χαγάνο, ενώ ο τρίτος οδηγήθηκε με πλοίο στη Χαλκηδόνα όπου αποκεφαλίστηκε. Το κεφάλι του, μαζί με μια χλευαστική επιστολή, ρίχτηκε στη στεριά, όπου βρίσκονταν τα περσικά στρατεύματα.

Εκείνη τη μέρα αλλά και τις επόμενες, 4 και 5 Αυγούστου, οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στα τείχη της Πόλης, ενώ διεξάγονταν και επιχειρήσεις στη θάλασσα.

Πιθανότατα το βραδύ της Δευτέρας 4 Αυγούστου, σλαβικά μονόξυλα κατόρθωσαν να αποβιβάσουν στη Χαλκηδόνα 4.000 Πέρσες, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αρμένιου επισκόπου και ιστορικού Σέβεου. Οι Βυζαντινοί όμως εξόντωσαν τους Πέρσες και βύθισαν τα μονόξυλα.

Στις 6 Αυγούστου, οι Άβαροι κατέλαβαν την εκκλησία των Βλαχερνών και οχυρώθηκαν εκεί. Στη θάλασσα, ο σλαβικός στολίσκος ενισχυμένος με βουλγαρικό πεζικό, επικέντρωσε την προσπάθειά του στο Χρυσό Κέρας.

Την Πέμπτη 7 Αυγούστου 626, έγινε η ναυμαχία που έκρινε την τύχη της πολιορκίας. Ο Βυζαντινός στόλος κατέστρεψε ολοκληρωτικά, τον σλαβικό και «η θάλασσα κοκκίνισε από το αίμα των Σλάβων», γράφουν σχεδόν όλες οι πηγές. Ο χαγάνος είχε δώσει εντολή στα μονόξυλα να επιτεθούν όταν δουν συνθηματικές φωτιές στο «Πτερόν» (ακραίο σημείο των τειχών), για να αποσπασθεί η προσοχή των Βυζαντινών.

Ωστόσο ο Βώνος, σύμφωνα με τον Πατριάρχη Νικηφόρο, πληροφορήθηκε το «σύνθημα» κι έδωσε εντολή ν’ ανάψουν νωρίτερα οι φωτιές. Οι Σλάβοι έπεσαν έτσι σε ενέδρα των Βυζαντινών και αποδεκατίστηκαν. Σύμφωνα με το «Πασχάλιο Χρονικό», τη φωτιά άναψαν Αρμένιοι ναύτες στο λιμάνι του Αγίου Νικολάου και οι Σλάβοι έπεσαν σε ενέδρα των Αρμενίων. Ο χαγάνος απελπισμένος, έμεινε στη σκηνή του και έδωσε εντολή να λυθεί η πολιορκία. Στις 7 Αυγούστου οι Άβαροι έκαψαν τις πολιορκητικές μηχανές, ενώ οι σύμμαχοί τους έντρομοι διασκορπίζονταν. Στις 8 Αύγουστου ολοκληρώθηκε η αποχώρηση των Αβάρων. Ο χαγάνος ζήτησε διαπραγματεύσεις. Είχε φτάσει όμως ήδη ο Θεόδωρος επικεφαλής του «Θεοφύλακτου στρατού».

Οι Βυζαντινοί καταδίωξαν τους Αβάρους ως τα βόρεια σύνορα της Χερσονήσου του Αίμου και εγκατέστησαν στρατιωτικό τμήμα «υπό στρατηγόν» στο Βελέγραδο (Βελιγράδι), την παλαιά Σιγγιδόνα. Οι Άβαροι από τότε, δεν ενόχλησαν ποτέ ξανά το Βυζάντιο.

Οι Πέρσες υπό τον Σαρβαράζ επωφελήθηκαν και επέστρεψαν «μετ’ αισχύνης» (ντροπής) στις βάσεις τους, 2.000 χιλιόμετρα μακριά.

Σύσσωμη η βυζαντινή ηγεσία και ο λαός κατευθύνθηκαν στην Παναγία των Βλαχερνών για να ευχαριστήσουν τη Θεοτόκο στην οποία απέδωσαν τη νίκη. Τότε ψάλθηκε για πρώτη φορά τμήμα του Ακάθιστου Ύμνου, που λέγεται ότι γράφτηκε από τον Σέργιο ή τον Γεώργιο Πισίδη. Με διαταγή του Ηράκλειου, στην περιοχή των Βλαχερνών χτίστηκε «μονότειχον» πάχους 3,70 μέτρων με 20 πύργους, στο οποίο περιλήφθηκε και η ομώνυμη εκκλησία.

Ο Ηράκλειος συντρίβει τους Πέρσες

Στα μέσα του 626, ο Ηράκλειος συμμάχησε με τους Χαζάρους, που ζούσαν στις στέπες, βόρεια του Καυκάσου. Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τους «δυτικούς Τούρκους» και άλλοι ότι ήταν οι δυτικότεροι υποτελείς του μεγάλου τουρκικού χαγανάτου. Ο Χοσρόης, αντικατέστησε τον Σαρβαράζ με τον Ραζάτη. Βυζαντινοί και Πέρσες, συγκρούστηκαν κοντά στα ερείπια της αρχαίας Νινευή, στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, όπου περίπου πριν 960 χρόνια, ο Μέγας Αλέξανδρος συνέτριψε τον Δαρείο Γ’. Η τελική μάχη έγινε στις 12 Δεκεμβρίου 627. Σε κάποια φάση της σύγκρουσης, ο Ραζάτης κάλεσε τον Ηράκλειο σε μονομαχία. Αυτός αποδέχτηκε την πρό(σ)κληση και αποκεφάλισε τον Ραζάτη μ’ ένα χτύπημα του σπαθιού του.

Ακολούθως, σκότωσε άλλους δύο Πέρσες διοικητές και συνέχισε να μάχεται, αν και τραυματίας, ως το βράδυ, οπότε ολοκληρώθηκε η συντριβή των Περσών. Στην κατοχή των Βυζαντινών, περιήλθαν πλούσια λάφυρα. Ο Ηράκλειος κατευθύνθηκε προς τη Δασκαγέρδη (σήμ. Εσκιμπαγκτάντ) όπου βρισκόταν τα ανάκτορα του Χοσρόη τα οποία και πυρπόλησε.

Παράλληλα, μοίρασε στους στρατιώτες του τους αμύθητους θησαυρούς του Χοσρόη και λίγο αργότερα μπήκε θριαμβευτικά στην ανυπεράσπιστη Κτησιφώντα.

Αν και ζήτησε από τον Χοσρόη να υπογράψουν ειρήνη αυτός δεν δέχτηκε. Τον Φεβρουάριο του 628, ο φιλάργυρος Χοσρόης Β’, ανατράπηκε από τον γιο του Καβάζη Β’ Σειρόη. Κλείστηκε σ’ ένα δωμάτιο των ανακτόρων όπου υπήρχαν μεγάλες ποσότητες από χρυσάφι κι ασήμι.

Δεν του έδιναν όμως τροφή, ώσπου πέθανε από ασιτία.

Ο Σειρόης, υπέγραψε ειρήνη με τους Βυζαντινούς. Έτσι οι αιματηροί Βυζαντινοπερσικοί πόλεμοι έληξαν. Ο Τίμιος Σταυρός επιστράφηκε στον Ηράκλειο, ο οποίος τον μετέφερε στην Ιερουσαλήμ.

Ο Ηράκλειος έμεινε στον θρόνο ως τον θάνατό του, το 641. Να συγκρατήσουμε απ’ όλα όσα αναφέραμε, ότι επρόκειτο για τον πρώτο θρησκευτικό πόλεμο των μεσαιωνικών χρόνων, τη συμβολή της διπλωματίας (συμμαχία με Αλβανούς του Καυκάσου, Χαζάρους κλπ) στις νίκες των Βυζαντινών και βέβαια, το γεγονός ότι αν η Κωνσταντινούπολη έπεφτε τότε στα χέρια των Αβαροσλάβων, το μέλλον της Ευρώπης θα ήταν τελείως διαφορετικό Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. Ζ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ

«ΒΥΖΑΝΤΙΟ, η πραγματική ιστορία της χιλιόχρονης Αυτοκρατορίας», ΤΟΜΟΣ 4, ΓΝΩΜΩΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ (Συγγραφέας Δρ Γεώργιος Καρδαράς).
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ