2020-11-18 23:06:40
Φωτογραφία για ΤΑ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ & ΑΛΜΠΟΥΜ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ
Μιχάλης Οικονόμου, Άγιος Ανδρέας.

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - [Κι ήτανε τόσο η θάλασσα]

Κι ήτανε τόσο η θάλασσα βαθιά αποκοιμισμένη,

που ’βλεπες μες στα βάθη της ανάποδα χτισμένη

την όμορφην ακρογιαλιά, τα σπίτια, το ξωκλήσι.

τον πύργο τον απάτητο, τη μαρμαρένια βρύση.

 Μιχάλης Οικονόμου, Ξωκκλήσι

Τάκης Βαρβιτσιώτης - Όταν χιονίσει 

Στον Τάσο Γιανναρά 

Όταν χιονίσει είπε το πουλί

Κάθε φτερό μου θα υψωθεί / Ανάλαφρο στα ουράνια

Όταν χιονίσει είπε η αδελφή

Θ' ανοίξουμε τη θύρα / Στη χλωμή εποχή

Όταν χιονίσει είπε ο άνεμος

Θα φέρω κλωνάρι άστρα / Για τη θλιμμένη μου μνηστή

Όταν χιονίσει είπε η βροχή

Κάθε μου θύμηση θα γίνει / Κι ένας καθρέφτης για την πρώτη πρώτη αυγή

Όταν χιονίσει είπε το λουλούδι

Θα κλείσουμε τα μάτια μας για ν' ανοιχτούν


Καινούργια μάτια πιο βαθιά μέσα στη γη

Όταν χιονίσει αποκρίθηκε η σιωπή

Θα ψάλουμε στο ερημοκλήσι / Μια λειτουργία μυστική

Όταν χιονίσει αποκριθήκαν οι σταυροί

Από τα δάκρυά μας θ' ανθίσει / Μι' αγριοτριανταφυλλιά λευκή 

Αλφαβητάριο (1955) 

Μιχάλης Οικονόμου, Ξωκκλήσι με κυπαρίσσια

Άγγελος Βλάχος - Το εκκλησάκι

Εἰς το βουνό ψηλά ἐκεῖ

εἶν᾿ ἐκκλησιά ἐρημική,

το σήμαντρό της δε χτυπᾶ,

δεν ἔχει ψάλτη οὔτε παπά.

Ἕνα καντήλι θαμπερό

και ἕναν πέτρινο σταυρό

ἔχει στολίδι μοναχό

το ἐκκλησάκι το φτωχό.

Ἀλλ᾿ ὁ διαβάτης σαν περνᾶ

στέκεται και το προσκυνᾶ

και με εὐλάβεια πολλή

τον ἄσπρο του σταυρό φιλεῖ.

Ἐπάνω στο σταυρό ἐκεῖ

εἶναι εἰκόνα μυστική

μ᾿ αἷμα την ἔγραψε ὁ Θεός

και την λατρεύει ὁ λαός.

Μιχάλης Οικονόμου, Εκκλησάκι στην Ύδρα

Νίκος Γκάτσος  - Μια Παναγιά

Μια Παναγιά

μιάν αγάπη μου έχω κλείσει

σ’ ερημοκλήσι

αλαργινό.

Κάθε βραδιά

της καρδιάς την πόρτα ανοίγω

κοιτάζω λίγο

και προσκυνώ.



Πότε θα ΄ρθει πότε θα ΄ρθει

το καλοκαίρι

πότε τ’ αστέρι

θ’ αναστηθεί

να σου φορέσω στα μαλλιά

χρυσό στεφάνι

σαν πυροφάνι

σ’ ακρογιαλιά.



Μια Παναγιά

μιάν αγάπη μου έχω κλείσει

σ’ ερημοκλήσι

αλαργινό.

Κάθε βραδιά

της καρδιάς την πόρτα ανοίγω

δακρύζω λίγο

και προσκυνώ

 Τέτσης Παναγιώτης-Εκκλησάκι, 1992

Ἰωάννης Γρυπάρης  - Κάποιο τάμα Για να   ξοφλήσω κάποιο τάμα

ξεκίνησα προσκυνητής.

Ξυπόλητη μαζί μου ἀντάμα

βουλήθηκες να περπατεῖς,

μα ἀπόκαμες μεσοστρατίς.

Κι ἐγώ στα   χέρια μου σε πῆρα

και δρόμο παίρνω και περνῶ.

Βλέπω αντικρύ την ἅγια θύρα

και το ξωκλήσι στο βουνό...

Να σε κοιτάξω δε γυρνῶ.

Σταλικοπόδιασα τοῦ δρόμου

Σφαλᾷ το μάτι μου θαμπό,

δίπλα με σένα, στο πλευρό μου

στα σκαλοπάτια σ᾿ ἀκουμπῶ

τῆς ἐκκλησιᾶς, που δε θα μπῶ.

 Κοσμαδόπουλος Γεώργιος-Εντυπώσεις από τη Μύκονο

Ανδρέας Δαβουρλής -Τα παλιά ξωκλήσια

Στα παλιά ξωκλήσια

δεν οδηγούν πια μονοπάτια,

είν'' αδιάβατα,

έχουν χορταριασμένα ξώθυρα

και υγρά ντουβάρια,

λερά απ' τη σκουριά μανουάλια,

ορφανά από κεριά.

Ετοιμόρροπα είναι κι από πείσμα

αντιστέκονται στους καιρούς.

Η αγιότητα τους περισσεύει 

και η γαλήνη τους μας ξεπερνά. 

Αλειτούργητα στέκουν, με σβηστά καντήλια

κι αγιαστήρια με άκαφτο λιβάνι.

Μοιάζουν βράχια καρφωμένα

στα ριζά, στις πλαγιές των βουνών,

σε ράχες και δύσβατους γκρεμούς,

μα και σιμά στη θάλασσα.

Μες τα πουρνάρια και τα αρμυρίκια ξεχασμένα,

κρατούν την πίστη μας όρθια !

από τη συλλογή Ελεύθεροι λογισμοί, 2017

 Κοσμαδόπουλος Γεώργιος-Church on the coast, Mykonos

Κική Δημουλά

«Η ποίηση βοηθάει όσο το κερί σ’ ένα σκοτεινό ξωκλήσι με φευγάτους όλους τους αγίους, παρηγορεί αυτούς που την αγαπούν, γιατί βρίσκουν κομματάκια από σκισμένες φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Αυτούς που πιστεύουν στη μαγεία της, τους βγάζει από τα σώματά τους και τους σταθεροποιεί σε μια αιώρηση, ωφελεί κυρίως τη γλώσσα που περισυλλέγει από τους μεγάλους κάδους της βιασύνης τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του αγιασμού, μια γουλιά όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος, η ποίηση ωφελεί όσο μια παυσίπονη σταγόνα σε ένα ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο.» Το μικρό εκκλησάκι της Κεφαλονιάς, Κ. Παρθένης (περ.1920-1925)

Γεώργιος Δροσίνης - Ἑσπερινός

Στο ρημαγμένο παρακκλήσι

τῆς Ἄνοιξης το θεῖο κοντύλι

εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει

με τ᾿ ἀγριολούλουδα τ᾿ Ἀπρίλη.

Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στη δύση,

μπροστά στοῦ ἱεροῦ την πύλη

μπαίνει δειλά να προσκυνήσῃ

κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι.

Σκορπάει γλυκειά μοσκοβολιά

δάφνη στον τοῖχο ριζωμένη -

θυμίαμα που καίει ἡ Πίστις -

και μία χελιδονοφωλιά,

ψηλά στο νάρθηκα χτισμένη,

ψάλλει το Δόξα ἐν Ὑψίστοις..

 Λύτρας Νικόλαος-Εκκλησία Αγίου Μάρκου, Τήνος 

Μάνος Ελευθερίου - ΟΙ ΦΙΛΟΙ, ΠΑΛΙ

Ξωκλήσια σαν τις συλλαβές στα δόντια της ψυχής

και σαν νησιά με στέρνες και με δεντρολίβανο,

δύσκολοι φίλοι, χαμένοι φίλοι,

τους βρήκα να παραμιλούν και να μαλώνουν με σκιές,

λινό της ξενιτείας εβάραινε τον ύπνο τους

και θέλεις από στέρηση, θέλεις από το άδικο

και την καταλαλιά

μια νύχτα στην Καισαριανή κι ένα πρωί στο Πέραμα

ξερίζωσα τούτες τις φαρμακερές κλωστές

απ’ τη ζωή μου

καθώς τραβούν οι ναύτες τα δίχτυα στη στεριά.

 Αργυρός Ουμβέρτος-Τοπίο με εκκλησάκι, Μύκονος

Ο. Ελύτης - Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ’ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ

Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου

 Αναλογίστηκα που πάω        κι είπα        για να μη μ' έχει

του χεριού της η ερημιά         να βρω εκκλησάκι να 'χω να

μιλήσω.

Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο

σωθικό         και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό

 στις Ευτυχίες          Όμως τίποτα       κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη       στο μάκρος της αφρόσκονης          έως ψηλά πά-

νω από το κεφάλι μου η πλαγιά          χρησμολογούσε και

σισύριζε       με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά

εντομάκια          Ναι ναι συμφωνούσα        οι θάλασσες αυ-

τές θα εκδικηθούνε        Μ ι α  μ έ ρ α  ο ι  θ ά λα σ –

σ ε ς  α υ τέ ς  θ α  ε κ δ ι κ η  θ ο  ύ ν ε

Όπου      απάνου κει     από τον ερειπιώνα της αποσπα-

σμένη    φάνηκε      να κερδίζει σε ύψος      κι όμορφη που

 δε γίνεται άλλο      μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο

σείσιμό της      η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ πε-

ρίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι

να του αντισταθεί ο αέρας      κι από μια τρομοκρατη-

μένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να

πεταρίσει

Άι  θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον

ουρανό        κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω     μεγαλωμένη τη διχάλα

των ποδιών       κι όλο το μέσα μέρος      με το λίγο

 ακόμη σάλιο της θαλάσσης      Ύστερα μου 'ρθε η μυ-

ρωδιά της       όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια για-

μπολη

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί      Που

 μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.

 Αργυρός Ουμβέρτος-Τοπίο με εκκλησία

Αργύρης Εφταλιώτης - Όνειρο

Εἶδα πῶς γύρισα ἀπ' τα ξένα

Και στ' ὥριο βρέθηκα σπιτάκι

Ποῦ μια φορά μικρό παιδάκι

Περνοῦσα χρόνια βλογημένα.

Ἄχ, ζοῦσε το σπιτάκι ἀκόμα!

Τα γιασουμιά του γύρω ἀνθοῦσαν,

Μα ἀδέρφια μέσα πια δεν ζοῦσαν,

Τἀδέρφια τἆχε φάει το χῶμα!

Κ' εἶδα πῶς τἆχαν ἀσπρισμένα

Ὀγδόντα χρόνια τα μαλλιά μου,

Κ' εἶταν ἀδύνατη ἡ λαλιά μου,

Κ' εἶταν τα μάτια μου σβυσμένα.

Κ' εἶδα πῶς πλάγιασα στο μέρος

Ποῦ μια φορά μικρός κοιμούμουν,

Κι ἄν εἶναι ἀλήθεια συλλογιούμουν

Πῶς τυραννιέμαι τώρα γέρος.

Κ' εἶδα πῶς ἔρριχτε μια ἀχτίδα

Κι' ὁ ἥλιος προς το παραθύρι,

Σα να ζητοῦσε πρι να γύρῃ,

Στο θάνατο να δώσῃ ἐλπίδα.

Και σιγανά ψυχομαχοῦσα

Σε πρῶτο και στερνό κρεββάτι,

Κι ἀπό το   φύσημα τοῦ μπάτη

Να πάρω ἀναπνοή ζητοῦσα.

Και λόγιαζα με θλίψη γύρω,

Και κοίταζα τη στέγη ἀπάνω,

Κ' εἶπα, καιρός μου να πεθάνω,

Καιρός στ' ἀδέρφια μου να σύρω.

Κ' εἶδα πῶς πέθανα με εἰρήνη,

Και πῶς με πῆγαν δίχως θρῆνο

Στο ρημοκκλήσι, ποῦ κ' ἐκεῖνο

Πιο ἔρμο ὡς τώρα εἶχε γίνει.

Στ' ἀδέρφια μ' ἔφεραν κ' ἐμένα,

Να με χαροῦν τα κόκκαλά τους,

Ποῦ τούς ξεχνοῦσα στα καλά τους,

Και γύριζα στα μαῦρα ξένα.

Μαλέας Κωνσταντίνος-Εκκλησάκι με Δέντρα, περ. 1920

Κ.Π.Καβάφης  -Στην εκκλησία

Το ποίημα γράφτηκε το 1912 και αναφέρεται στην ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική τελετουργία, η σοβαρότητα και η λαμπρότητα της οποίας θυμίζουν στον Αλεξανδρινό ποιητή την ένδοξη εποχή του Βυζαντίου.

Tην εκκλησίαν αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,

τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,

τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·

με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,

μες τες λειτουργικές φωνές* και συμφωνίες,*

τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες

και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό -

λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό -

ο νους μου πηαίνει* σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.*

Κ.Π. Καβάφης, Ποιήματα, τόμ. 1, Ίκαρος

 Λύτρας Νικόλαος-Το παληό εκκλησάκι

Πέτρος Καζακίδης-Το Αιγαίο 

(ο δρόμος του Ήλιου, περικοπή 1η)

Γέμισαν ψαροπούλια οι σταυροί απ’ τα ξωκλήσια.

Πάνω τους προσκυνούν το λευκό τ’ Αγίου

και το Γαλάζιο του ορίζοντα.

Κι η θάλασσα

του Γραίγου, του Γαρμπή και του Μαϊστρου

λουλούδι του Αιολικού Θεού

σαν γέρνει σ’ Ουρανό τα γαλανά τα πέταλά,

πάντα θα του φιλά το μέτωπο, να τον τιμήσει

που σμίξανε.

Κι ο Ήλιος,

της Χρυσοποίκιλτης Ανατολής ο Γιος,

σαν κάθε Μέρα θα διαβαίνει το ποτάμι της Δημιουργίας

από Εκεί,

απ’ το Αιγαίο.

Θα συναντά ζευγάρια Θεών ενωμένα

να γιορτάζουν για την τόση Ομορφιά που φτιάξαν

και θα τους στεφανώνει με την Ελλάδα.

 Πολύκλειτος Ρέγκος - Παραπορτιανή Μυκόνου 

Αρετή Μαυροπούλου  - Θεού πνοή

Είσαι παντού παρών

ο ορατά ανεύρετος

αλλά αόρατα

πάντα συμπάσχων..

Εσύ ο παντογνώστης

της εύλαλης σιωπής μου

ο ακατάληπτος.

Μια ζωή μου δώρισες

να σε αναζητώ

στις χίλιες σιωπές

να σε ψάχνω

στα ταπεινά ξωκλήσια

στα αγιοκέρια

που ευωδιάζουν.

Να σε χάνω

κάποτε κάποτε

να σε βρίσκω πάλι

στις εικόνες των Αγίων

που δακρύζουν

στις ρυτίδες των απελπισμένων.

Να σε οσφρίζομαι

στην αλμύρα της Θάλασσας

στο Ανοιξιάτικο αγέρι

στην ευωδιά του γιασεμιού

στους πορφυρένιους ροδανθούς

που χαμογελούν.

Ξόδεψα μια ζωή ολάκερη

να σε αναζητώ

στα χρυσαφένια στάχυα

μα ένα δεν κατάφερα

να μάθω γιατί σωπαίνεις τόσο.

Να σε χάνω κάποτε κάποτε

να σε βρίσκω πάλι

στις τεθλασμένες του μυαλού μου

γιατί μόνο εσύ με αφουγκράζεσαι

  John Pike - «Παρεκκλήσι Ψαρά, Μύκονος»

Ουίλιαμ Μπλέικ  - Ο κήπος του έρωτα

Στον κήπο του Έρωτα πήγα,

Και είδα εκείνο που δεν είχα ξαναδεί:

Ένα Ξωκλήσι είχε χτιστεί καταμεσής,

Εκεί που έπαιζα συχνά πάνω στη χλόη.

Και στο Ξωκλήσι οι πόρτες ήτανε κλειστές,

Και «Απαγορεύεται» έγραφε πάνω από την πύλη•

Κι έτσι επέστρεψα στου Έρωτα τον Κήπο

Που είχε πολλά υπέροχα λουλούδια,

Και τον βρήκα κατάμεστο από μνήματα

Και ταφόπλακες εκεί που περίμενα λουλούδια•

Και Ιερείς με μαύρα ράσα περπατούσαν,

Και έδεναν τους πόθους μου και τις χαρές μ’ αγκάθια.

Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

 Η Παναγιά η Γοργόνα στη Σκάλα Συκαμνιάς.

πηγή φωτογραφίας 

Στρατής Μυριβήλης - Η Παναγιά η Γοργόνα

 Κατάμπροστα στο ψαραδολίμανο, μέσα στο μάτι του πουνέντη, ορθώνεται πάνω σε θεώρατη θαλασσοβραχιά το ξωκλήσι της Παναγιάς της Γοργόνας. Τούτο τον όγκο της πέτρας τόνε κράζουν οι χωριανοί «της Παναγιάς τα Ράχτα». Ο βράχος είναι ριζωμένος στον πάτο. Σηκώνει την χήτη του μες από τα νερά σα θεριό που ξενέρισε το μισό και εκεί πέτρωσε. Οι άνθρωποι ρίξανε ριχτίμι στην προέχταση του βράχου. Έτσι έκαναν εύκολα το μόλο του λιμανιού, και το διαφεντεύουν από τις αγροκαιριές της Ανατολής. Όσο γέρνει η μέρα σκουραίνουν οι ίσκοι μέσα στα νερά και τα ράχτα ροδίζουνε στον ήλιο με το χρώμα του ξερού τριαντάφυλλου. Τη νύχτα ο όγκος τους ξεκόβει ψηλός και σκοτεινός μες από την ισάδα της ακρογιαλιάς και του νερού. Στέκεται σα δραγάτης και ξαγρυπνά πάνω από τα μαγαζάκια και τα λίγα σπίτια της Σκάλας. Οι περαστικοί τρατάρηδες ανεβαίνουν και ανάβουν φωτιές εκεί πάνω, στις γούβες και στα σπηλάδια, να βράσουν την κακαβιά. Οι μεγάλοι ίσκοι τους κουνιούνται με την αντιλαμπή στ’ ασβεστωμένα ντουβάρια της Παναγιάς και πάλι χάνουνται. Το ξωκλήσι δεν είναι να πεις τίποτα παλαιικό χτίσμα, απ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα που μαστόρεψε η βυζαντινή αρχιτεχτονική σ’ όλη την Ελλάδα. Είναι τετράγωνο και γερό, χτισμένο με πολλή ευλάβεια και λίγο γούστο από κάτι θεοφοβούμενους μαστόρους και ναύτες, πάνε τώρα εβδομήντα ή ογδόντα χρόνια.

Περνούσαν με μια μπρατσέρα, κι ο εργολάβος τους μαζί, συμφωνημένοι στα βορεινά του νησιού, σ' ένα κεφαλοχώρι, να χτίσουν κάποιο σαπουνάδικο. Στο δρόμο τους πήρε αλακάπα ένα άγριο μπουρίνι. Πήγαν να μπατάρουν εκεί απέξω στον κάβο - Κόρακα, σαν αντίκρισαν ξάφνου της Παναγίας τα ράχτα. Γλίτωσε μας, τάχτηκε ο εργολάβος, και μεις θα σου χτίσουμε ένα ξωκλήσι. Μεμιάς καταλάγιασε ο καιρός, οι μαστόροι και το τσούρμο απάγγιασαν στο μικρό λιμάνι της Παναγιάς. Δέσανε πρυμάτσα και κάμαν το τάμα τους. Γι' αυτό το κλησάκι τούτο μοιάζει τόσο πολύ με μικρό λαδομάγαζο.

Έχει ένα καμπανάκι κρεμασμένο από σιδερένια καμάρα. Από σκέτο σίδερο είναι κι ο διπλός σταυρός πάνω στη σκεπή. Έχει ακόμα κ’ ένα ψηλό κατάρτι για τη σημαία, σιδεροδεμένο με χυτό μολύβι στο βράχο και στις γωνιόπετρες, εκεί πίσω στη ράχη της αχιβάδας. Αυτό το ξύλο είναι λάφυρο από τη ναυμαχία της «Έλλης» και το παρακύλησε το κύμα ως εδώ γύρω. Το περιμάζεψαν οι χωριανοί, και σα λευτέρωσε ο «Αβέρωφ» το νησί, το σήκωσαν εκεί και ισάρισαν μια μεγάλη γαλανόλευκη να παίζει χαρωπά με τον αγέρα κάθε Κυριακή, να τη βλέπουν και να καμαρώνουν.

Κ. Μαλέας Εκκλησάκι από την Σαντορίνη

ΒΙΚΤΟΡ ΟΥΓΚΟ - Η σιγή

Γέρο κισσέ και καλαμιά και χλόη, πού ανθίζεις;

Ερημοκλήσια που η ψυχή σκέπτεται το Θεό,

μέλισσα που ακατάπαυστα λογάκια ψιθυρίζεις

στον πιστικό που πλάγιασε σε χόρτο δροσερό·

ω άνεμοι, ω κύματα, ω δάση που γεννάτε

τα όνειρα σε σκεπτικό διαβάτη βραδινό,

καρποί που πέφτετε χρυσοί στα δέντρα από κάτω,

κι αστέρια όπου πέφτετε από τον ουρανό·

γη με τα στάχυα, θάλασσα με τα μαργαριτάρια,

κύματα με τους στεναγμούς, τραγούδια των πουλιών,

κάμποι που αναστενάζετε μες από τα χορτάρια,

και μολυντήρια παγερά των τοίχων των παλιών·

φύση, που έχεις νέα μορφή σε κάθε νέο βήμα,

φύλλα, φωλιές, βαγιόκλαρα που η αύρα σάς κινεί,

μη κάνετε καμιά βοή, γύρω σ’ αυτό το μνήμα,

όπου κοιμάται το παιδί κ’ η μάνα του θρηνεί!

Μετάφραση: Θεόδωρος Βελλιανίτης

 Αγήνωρ Αστεριάδης Αγία Παρασκευή 

Κωστής Παλαμάς  -Το ξωκλήσι

Είπες: Μπορεί να ’ρθείς, είπες: μπορεί

και να μην έρθεις αύριο στο ξωκλήσι

το ερημικό που θα σε καρτερεί

ανοιγμένο για σε να λειτουργήσει.

Έρθεις δεν έρθεις, ο ύμνος θα ψαλεί,

το ερημικό ξωκλήσι θα γιορτάσει,

τ’ ορθρινό του τραγούδι το πουλί

με τη φωνή του ψάλτη θα ταιριάσει.

Τα κεράκια θα τρέμουν αναμμένα

σα να είναι από τα χέρια τα δικά σου,

του λιβανιού τα κρίνα φουντωμένα

θα ’χουν την ευωδιά της παρθενιάς σου.

Δίχως να ’ρθείς θα σ’ έχουν εκεί φέρει

κι η δέηση κι η λατρεία, μακαρισμένη.

Πνεύμα, με κάποιον άγγελο —ποιός ξέρει;—

τη λειτουργία θ’ ακούς γονατισμένη.

Η Παναγιά στο τέμπλο της θα στέκει,

με την αόρατή σου παρουσία,

χάρη κι εσύ της Παναγιάς παρέκει

για τη θυσία, τη μυστική θυσία…

  Μαρία Πωπ Η Πέρδικα 

Α. Παπαδιαμάντης - Η Φόνισσα 

{....}

Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδας των Βαΐων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικόν πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδος γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύματα, εις το ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας. Επάνω της κορυφής εκείνης ίστατο ερημικόν, άποπτον, ως φανός την ημέραν λάμπων, το εξωκκλήσιον του Αγίου Αντωνίου. Η Φραγκογιαννού διήλθεν έξωθεν, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, κι ενώ είχε σκοπόν να εισέλθη, την τελευταίαν στιγμήν εδίστασε, κι εξηκολούθησε τον δρόμο της. «Δεν είμαι άξια», είπε μέσα της, «να μπω σ' ένα ξωκκλήσι που τόσο συχνά λειτουργιέται... Ας πάω καλύτερα στον Αϊ-Γιάννη τον Κρυφό».

Μετά τούτο έφθασε εις τον ελαιώνα, επεθεώρησεν εν προς εν όλα τα ελαιόδενδρα διά να ιδή αν ήσαν φουκωμένα ήδη. Ήτο ήδη προς τα μέσα Απριλίου, το δε Πάσχα ήρχετο όψιμον. Παρεκάλει μέσα της τον Χριστόν «να δώση λαδάκι, για ν' αναπλέψ' η φτώχεια». Από δύο ετών, τω όντι, δεν είχαν καρπίσει οι ελιές, είχε δε αναφανή και μία ύπουλος ασθένεια, φθείρουσα τον καρπόν, και μαυρίζουσα τους κλώνας των δένδρων.

Αφού έμεινεν επ' ολίγον εις τον ελαιώνα, εσηκώθη, στρέφουσα πολλάκις την κεφαλήν οπίσω, ως διά ν' αποχαιρετίση τα ελαιόδενδρα και απεμακρύνθη. Έφθασε κάτω εις το ρεύμα και ήρχισε να το ανέρχεται, καθώς πολλάκις συνήθιζε. Φέρουσα το καλάθιον της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε κι έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρόνια και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πίτταν το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κι αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις τις γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

...................................................................................................................................... Επάνω, εις την κορυφήν του ρεύματος, εις ένα ζυγόν σχηματιζόμενον μεταξύ δύο βουνών, ανάμεσα εις του Κονόμου τα ρόγγια και εις τον Μικρόν Ανάγυρον, εκεί ευρίσκετο από παλαιόν καιρόν το αρχαίον, έρημον μονύδριον, ο Άις Γιάννης ο Κρυφός. Ήτο πράγματι κρυφός, κείμενος όπισθεν του μικρού αυχένος, καλυπτόμενος από τα δύο βουνά, και από πυκνήν λόχμην. Είτε εκ του βορείου μέρους ήρχετο τις, όπως τώρα η Φραγκογιαννού από τ' Αχειλά το ρέμα, είτε εκ του μεσημβρινού, εκ της τοποθεσίας της καλουμένης του Κονόμου τα ρόγγια, και αν εγγύτατα διήρχετο πλησίον του παλαιού σεβάσματος, ήτο αδύνατον να υποπτεύση την ύπαρξίν του, αν δεν εγνώριζε καλώς τα μέρη, όπως τα εγνώριζεν η Φραγκογιαννού.

Ο περίβολος και τα ολίγα κελλία ήσαν ερείπιον από πολλού. Ο ναΐσκος ωρθούτο ακόμη, αλλ' ήτον έρημος και αλειτούργητος. Το καθολικόν εστεγάζετο ακόμη, αλλ' εις το άγιον βήμα η στέγη είχε καταρρεύσει προς το βόρειον, αι δε πλάκες της σκεπής και τα συντρίμματα είχον καλύψει το θυσιαστήριον· υπήρχε ξύλινον τέμπλον, πάλαι ποτέ γλυπτόν και χρυσωμένον, εφθαρμένον και δυσγνώριστον, αλλ' αι εικόνες έλειπον. Αι ολίγαι τοιχογραφίαι είχον φθαρή από την υγρασίαν, και τα πρόσωπα των Αγίων δεν διεκρίνοντο πλέον.

Μόνον δεξιόθεν του χορού υπήρχε μια τοιχογραφία παριστώσα τον Άγιον Ιωάννην τον Πρόδρομον μαρτυρούντα τον Χριστόν· «Ίδε ο Αμνός του θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Το πρόσωπον και η χειρ του Βαπτιστού, τεινομένη και δεικνύουσα, διεκρίνοντο οπωσούν καλώς. Το πρόσωπον τού Σωτήρος λίαν αμυδρώς εφαίνετο επί του υγρού τοίχου.

Τον Άϊ-Γιάννην τον Κρυφόν επεκαλούντο τον παλαιόν καιρόν όλοι όσοι είχον «κρυφόν πόνον» ή κρυφήν αμαρτίαν. Η γραία Χαδούλα εγνώριζε την δοξασίαν ή το έθιμον τούτο, και διά τούτο ενθυμήθη να έλθη σήμερον εις τον παλαιόν, έρημον ναΐσκον, όπως προσφέρη τας ικεσίας της. Προέκρινε τον ναόν τον αλειτούργητον, αφού και εις την ενοριακήν εκκλησίαν, όπου εσύχναζεν όλην την σαρακοστήν, ετόλμα μόνον να εισέρχεται μάλλον εις τον νάρθηκα, όπισθεν του ενός φύλλου της γυναικείας πύλης, του κλεισμένου με τον σύρτην –ως να ησθάνετο την ανάγκην να είν' ετοίμη προς φυγήν, άμα την εδίωκέ τις! Και δεν εφοβείτο τόσον μη την διώξη ο Παπανικόλας, ο αυστηρός και ασκητικός εφημέριος, ή ο κυρ Δημητρός ο επίτροπος, όστις πάντοτε εγόγγυζε και ήτο τραχύς προς τας γραίας, αίτινες επέμενον μη θέλουσαι ν' ανέρχωνται εις τον γυναικωνίτην, και απήτουν να έχουν διαρκώς μικρόν, περίφρακτον με σειράς στασιδίων διαμέρισμα, εις την βορειοδυτικήν γωνίαν του ναού· αλλ' εφοβείτο τον Αρχάγγελον, τον αγριωπόν, όστις ήτο ζωγραφισμένος μεγαλωστί επί της βορείας πύλης του ναού, με την ρομφαίαν του την φλογίνην εις την χείρα.

Εισήλθεν εις τον έρημον ναΐσκον, άναψεν εν κηρίον, το οποίον είχεν εις το καλάθι της μαζί με ολίγα πυρεία, κ' έκαμε τρεις στρωτάς γονυκλισίας εμπρός εις την τοιχογραφίαν την ημιεφθαρμένην. Είτα, ανακυκλούσα εις τον νουν την έμμονον ιδέαν, ήτις της είχε κολλήσει, χωρίς να την εκφράζη μεγαλοφώνως, είπε με φωνήν, την οποίαν θα ηδύνατο ν' ακούση τις, αν παρίστατο μάρτυς της σκηνής εκείνης: «Αν έκαμα καλά, Αϊ-Γιάννη μου, να μου δώσης σημείο σήμερα... να κάμω μία καλή πράξη, ένα ψυχικό, για να γαληνιάσ' η ψυχή μου κ' η καρδούλα μου!...».

............................................................................................................................................

.................................................................................................................................................

Εις ολίγα λεπτά της ώρας κατήλθε την ακτήν, κι έφθασεν εις τα χαλίκια του αιγιαλού, εις την άμμον. Αντίκρυσε τον αλίκτυπον βράχον, επάνω εις τον οποίον εφαίνετο ο παλαιός ναΐσκος του Αγίου Σώζοντος. Ο λαιμός της άμμου, ο ενώνων τον μικρόν βράχον με την στερεάν, μόλις ανείχεν ένα δάκτυλον υπεράνω του κύματος. Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κι εδίστασε. «Τάχα δεν θα ... ξαναγίνη ρήχη σε λίγη ώρα; είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμα;»

Αλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες, ο εις στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον. Ο πολίτης δεν ήτον ο δραγάτης τον οποίον είχεν αφήσει οπίσω, με τον ένα χωροφύλακα, ήτον άλλος, κ' εφόρει φράγκικα. Αυτή λοιπόν ήτο η ενέδρα, την οποίαν είχεν υποπτεύσει ευλόγως αυτή, με την οποίαν ηθέλησαν να την βάλουν εις τα στενά; Ιδού ότι τώρα την έφθαναν.

Η Φραγκογιαννού έτρεξεν, έκαμε τον σταυρόν της, κι επάτησεν επάνω εις το πέραμα της άμμου. Η άμμος ήτον ολισθηρά. Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν ωπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε.

Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινε. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδε. Οι πόδες της εγλιστρούσαν.

Ο βράχος του Αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.

Το κύμα την έφθασεν έως το γόνυ, είτα ως την μέσην. Η άμμος εγλιστρούσε. Εγίνετο βάλτος, λάκκος. Το κύμα ανήλθεν έως το στέρνον της.

Οι δύο άνδρες, οίτινες την εκυνήγουν, έρριψαν μίαν τουφεκιάν διά να την πτοήσουν. Είτα ηκούσθησαν αι φωναί των, φωναί αλαλαγμού και βεβαίας νίκης.

Η Φραγκογιαννού απείχεν ακόμη ως δέκα βήματα από τον Αϊ-Σώστην.

Δεν είχε πλέον έδαφος να πατήση· εγονάτισεν. Εις το στόμα της εισήρχετο το αλμυρόν και πικρόν ύδωρ.

Τα κύματα εφούσκωσαν αγρίως, ως να είχον πάθος. Εκάλυψαν τους μυκτήρας και τα ώτα της. Την στιγμήν εκείνην το βλέμμα τη Φραγκογιαννούς αντίκρυσε το Μποστάνι, την έρημον βορειοδυτικήν ακτήν, όπου της είχον δώσει ως προίκα ένα αγρόν, όταν νεανίδα την υπάνδρευσαν και την εκουκούλωσαν, και την έκαμαν νύφην οι γονείς της.

— Ω! να το προικιό μου! είπε.

Αυταί υπήρξαν αι τελευταίαι λέξεις της. Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατο εις το πέραμα του Αγίου Σώστη, εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν, εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.

 https://www.sansimera.gr/

 Μαρία Πωπ Κοντά στη Μαλακάσα

Τάκης Παπατσώνης  - Άσπρο ελληνικό ερημοκλήσι…

Ἄσπρο ἑλληνικό ἐρημοκλήσι δαρμένο

ἀπό τὴν ἀντηλιά!.. Γύρω-γύρω σου ἀμπέλια, μποστάνια

καρποφόρες συκιές· καὶ, κάπου κάπου, μοναχική,

καὶ κάποια ἐλιά… Χρυσοφρυγανισμένα τὰ χορτάρια

ἀχνίζουνε -ἄχυρο πιὰ!.. Κι ἀντίς γι’ ἀγγέλους, τὰ τζιτζίκια

σοῦ κανοναρχοῦνε τὸ κάθε ἀπομεσήμερο ἕως ἀργά

μὲ τὸ δικό τους τρόπο τὸν Παρακλητικό Κανόνα..

Ἀνεστραμμένο σου θρονί ὅλο αὐτό τὸ γαλάζιο

ἑνου ἁπλοῦ οὐρανοῦ, ποὺ πάλαι γίνηκε τὸ Μέτρο τῶν Δωριέων

καὶ που ἀναπαύεται στεριωμένος στὰ χρυσάφια

τοῦ εὐλογημένου μας πελάγους…

  Γιούλη Ρήττα-Φαρατζή Σαντορίνη - πανσέληνος

Γιάννης Ρίτσος -  Εαρινή Συμφωνία

(απόσπασμα)

Άκου τα σήμαντρα

των εξοχικών εκκλησιών.

Φτάνουν από πολύ μακριά

από πολύ βαθιά.

Απ’ τα χείλη των παιδιών

απ’ την άγνοια των χελιδονιών

απ’ τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ’ τ’ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

Άκου τα σήμαντρα

των εαρινών εκκλησιών.

Είναι οι εκκλησίες

που δε γνώρισαν τη σταύρωση

και την ανάσταση.

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες

του Δωδεκαετούς

που ‘χε μια μάνα τρυφερή

που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι

έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι

που ‘χε στα μάτια του το μήνυμα

της επερχόμενης Μαγδαληνής.

Χριστέ μου

τι θα ‘τανε η πορεία σου

δίχως τη σμύρνα και το νάρδο

στα σκονισμένα πόδια σου;

Ιωάννα Ξέρα 

  Γιάννης Ρίτσος  - T άσπρο ξωκλήσι

T άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά,

κατάγναντα στον ήλιο,

πυροβολεί με το παλιό,

στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά,

στον πλάτανο δεμένη,

τηνε κουρντίζει ολονυχτίς

για του Αϊ-Λαού τη σκόλη.

 Πίνακας -  Βασίλης Δημακόπουλος 

Γιώργος Σεφέρης -  Μποτίλια στο πέλαγο

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι

και παραπάνω

το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·

τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι

λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα

κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·

και παραπάνω ακόμη πολλές φορές

το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά

ώς τον ορίζοντα ώς τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,

να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.

Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη

και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.

Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα

και το παίξαμε στα ζάρια.

Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

 Λύτρας Νικόλαος-Aghios Sozon, Tinos

Γ. Σεφέρης  - ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937

{...}

Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή τους. βραδιάζει.

Κράτησα τη ζωή μου. στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά. μελανιασμένες λαγκαδιές. o χιονισμένος

κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν

μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι’ οι

δρόμοι.

Απόσπασμα 

 Miki de Goodaboom Little Church in Elounda (2012)

ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙΑ 

Παναγιά η Κακαβιώτισσα - Λήμνος

 Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου 

Η Παναγιά η Κακαβιώτισσα, όπως ονομάστηκε η εκκλησία από το βουνό Κάκαβο στο οποίο βρίσκεται, είναι κοντά στο χωριό του Ζεματά, μόλις 4 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά από το λιμάνι της Μύρινας. Το εκκλησάκι εκτιμάται ότι χτίστηκε το 1300 και εκεί επέλεξαν ερημίτες μοναχοί να ασκητέψουν, ενώ μέχρι και σήμερα αποτελεί ένα σημείο απόλυτης ησυχίας και μοναδικής αισθητικής. Το 1305 το εκκλησάκι περιήλθε στην ιδιοκτησία της μονής Μεγίστης Λαύρας, όταν μοναχοί από τον Άγ. Ευστράτιο που ανήκαν στη μονή, εγκαταστάθηκαν στο εξωκλήσι για να προστατευθούν από τις επιδρομές Τούρκων.... 

Διαβάστε όλο το άρθρο: http://www.mixanitouxronou.gr

Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες

Παναγιά η Κακαβιώτισσα στη Λήμνο - Η μοναδική εκκλησία στον κόσμο που έχει για σκέπη έναν βράχο

Παναγία η Καταφυγιώτισσα - Παλαιά Φώκαια

Φωτογραφία - Βασίλης Γκανάς 

Το ειδυλλιακό ξωκλήσι που εικονογράφησε ο Δ. Μυταράς

"Aγαπάς, σέβεσαι ορισμένα πράγματα και κάποια στιγμή αρχίζεις να τα ξεχωρίζεις. Τι είναι το ένα; Τι είναι το άλλο; Τι είναι η θρησκεία; Πόσο ουσιαστικό αυτό είναι στη ζωή ενός ανθρώπου; Τι του δίνει ή τι δεν του δίνει; 

Ζωγράφισα το εσωτερικό μιας μικρής εκκλησίας κοντά στο σπίτι μου στο Σούνιο. Βρίσκεται επάνω σε μια μικρή χερσόνησο, όπου η θάλασσα περιβάλλει το χώρο. Πιστεύω ότι αν υπάρχει Θεός βρίσκεται εκεί. Η φύση είναι ζωντανή, γεμάτη σκίνα και άγρια λουλούδια. Οι άνεμοι είναι καθημερινά γύρω σου και αισθάνεσαι την παρουσία τους. Τα πουλιά γεμίζουν τον ουρανό: γλάροι, χελιδόνια, κοτσύφια και σπουργίτια. 

Όλα αυτά τα ζωγράφισα μέσα στο εκκλησάκι. Προσωποποιημένοι άνεμοι με τα ονόματά τους, δέντρα, καράβια και πουλιά, είναι όλα εκεί. Και στη μέση ο Χριστός είναι η δυνατή παρουσία ενός αληθινού νέου, γεμάτου φλόγα επαναστάτη. 

Μίλησε συγκλονιστικά και πλήρωσε πολύ ακριβά γι' αυτό. Μάταια προσπαθούμε να κάνουμε πράξη το λόγο του. Το εκκλησάκι αυτό είναι μια προσευχή που πάντα χρωστούσα. Όταν σταθείς εκεί, θα αισθανθείς την επαφή με τον Θεό καθώς φυσούν οι άνεμοι…”

Δημήτρης Μυταράς                                                                                                        πηγή 

 Φωτογραφία - Βασίλης Γκανάς 

Φωτογραφία - Βασίλης Γκανάς 

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες εδώ:

ΠΑΝΑΓΙΑ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΤΙΣΣΑ - Το ειδυλλιακό ξωκλήσι που εικονογράφησε ο Δ. Μυταράς - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΌ ΆΛΜΠΟΥΜ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΑΝΑ

Ο Χάρος - η Σπηλιά του Χάρου - Μεσσηνία 

 Φωτογραφία - Αντώνης Κοντίτσης 

Ο Χάρος - η Σπηλιά του Χάρου: σπηλιά ευρύχωρη που έχει μετατραπεί σε εκκλησία αφιερωμένη σήμερα στον αρχάγγελο Μιχαήλ, από τον οποίο προέκυψε η επωνυμία Χάρος (ο αρχ. Μιχαήλ μεταφέρει τις ψυχές). Παλιότερα, ίσως ήταν αφιερωμένη στην Αγία Αικατερίνη. Έτσι την αναφέρει ο B. de S. Vincent το 1829. Ο Γ. Αναπλιώτης γράφει ότι ήταν αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, κάτι το οποίο δεν επιβεβαιώνεται.[1] Στο εσωτερικό της υπάρχουν ορισμένες αξιόλογες αγιογραφίες βυζαντινής εποχής, σύμφωνα με έγγραφο της Εφορίας Βυζ. Αρχαιοτήτων. 

Όμως, έχουν υποστεί βανδαλισμούς από παρεπιδημούντες είτε επισκέπτες είτε διαχειμάζοντες ποιμένες.[2] Κατά τη δεκαετία 1960-70 χαρακτηρίστηκε προστατευόμενο μνημείο και το 1975 διαμορφώθηκε σε ναό, χωρίς να θιγούν οι υπάρχουσες αγιογραφίες. Λειτουργιέται στις 6 Σεπτεμβρίου στην «ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος του αρχαγγέλου Μιχαήλ».

Από το «Εν Αβία», του Θοδωρή Μπελίτσου , σελ. 82.

[1] Αναπλιώτης: 1970, σ. 64. 

[2] Κοτσώνης Ανδρέας: 1992, σσ. 93-95.

Φωτογραφία - Αντώνης Κοντίτσης 

Δείτε περισσότερες φωτογραφίες :

ΤΟ ΕΚΚΛΗΣΑΚΙ ΤΗΣ ΣΠΗΛΙΑΣ - Ο ΧΑΡΟΣ ( ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ) ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΒΑ ΑΒΙΑΣ

Παναγία η Χοζοβιώτισσα - Αμοργός 

 Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου 

Τριακόσια σκαλιά χωρίζουν το σημερινό επισκέπτη από την είσοδο του Μοναστηριού. Άλλα 900 χρόνια τον χωρίζουν από την ίδρυση του. Αυτό που ενώνει όλους ανεξαιρέτως τους επισκέπτες είναι το δέος και ο θαυμασμός μπροστά σ' αυτό το σημαντικό έργο, ένα μνημείο ύμνος στην ανθρώπινη πίστη και θέληση. Σ' ένα κακοτράχαλο τοπίο απίστευτης ομορφιάς και αγριάδας, άνθρωποι πιστοί νίκησαν τις αδυναμίες τους και κατάφεραν αυτό που σήμερα φαντάζει σαν ένα μικρό θαύμα. Χτισμένο πάνω σε απότομους βράχους κρέμεται στο κενό πιασμένο λες από το αόρατο χέρι του θεού.

Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου 

Δείτε περισσότερα :

ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΧΟΖΟΒΙΩΤΙΣΣΑ ΚΑΙ ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΒΑΛΣΑΜΙΤΗΣ ΑΜΟΡΓΟΥ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ

Αγία Θεοδώρα - Αρκαδία 

 Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου

 Ο ναός της Αγίας Θεοδώρας αποτελεί μοναδικό φαινόμενο και είναι από τα πιο δημοφιλή και αξιόλογα αξιοθέατα της Αρκαδίας. Η εκκλησία κτίστηκε μεταξύ του 1050-1100 προς τιμήν της οσιομάρτυρος Θεοδώρας. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Βάστα της Μεγαλόπολης σε μια κατάφυτη ειδυλλιακή ρεματιά με πυκνό δάσος από θεόρατες βελανιδιές. Η οδική πρόσβαση γίνεται από το Ίσαρι μετά από μια πανέμορφη κατηφορική διαδρομή.

 Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου

Η Αγία Θεοδώρα στο βιβλίο "Ρεκόρ Γκίνες" Guinness World Records ΕΛΛΑΔΑ Θαυμαστό ναΐδριο τιτλοφορείται από το βιβλίο Γκίνες ο ναός της Αγίας Θεοδώρας στο χωριό Βάστα Μεγαλόπολης Αρκαδίας. Ο εν λόγω ναός αφιερωμένος στη μνήμη της Αγίας Θεοδώρας χτισμένος τον 12ο αιώνα δημιουργεί θαυμασμό και ερωτηματικά στον επισκέπτη-προσκυνητή. Ο ναός είναι κτισμένος σε πετρώδες έδαφος με τοίχους πάχους 70 εκατοστών και περιβάλλεται από 17 αιωνόβια δέντρα που αγκαλιάζουν το ναό. Τα δέντρα και τα κλαδιά πλέκονται στη σκεπή και στους τοίχους για να προστατεύσουν το ναό από τα στοιχεία της φύσης και από κάθε βέβηλο χέρι. Κι ενώ περιμένεις μετά από τόσες εκατονταετίες που πέρασαν, να δεις μόνο ερείπια διαπιστώνεις πως ο ναός βρίσκεται σε θαυμάσια κατάσταση. 

Φωτογραφία - Νέλλα Θεοτοκάτου

Δείτε περισσότερα 

ΑΓΙΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΗΣ ΝΕΛΛΑΣ ΘΕΟΤΟΚΑΤΟΥ

Τρία εκκλησάκια από τα Κύθηρα 

Φωτογραφίες -Κείμενα :Παναγιώτης από τα Κύθηρα 

i Ερημοεκκλησάκι Αγίας Πελαγίας

Ερημοεκκλησάκι Αγίας Πελαγίας στην τοποθεσία Φανοκοπεία Λιμνιώνας Κύθηρα εξαιρετικά δύσκολη πρόσβαση και πολλά αγκάθια στην περιοχή!! Οι μοναδικές εικόνες που υπάρχουν έχουν τοποθετηθεί από τον Παναγιώτη : Μία της Αγίας Πελαγίας και μια της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας

proskynitis
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ