2013-10-09 18:08:04
Φωτογραφία για «Πλημμύρισε» παλαμίδα το ’63 το Ηράκλειο
της Κορίνας Καφετζοπούλου

Στέκεται εκεί, στο ίδιο σημείο, εδώ και 68 χρόνια. Φαίνεται λίγο βαρύς αλλά δεν είναι, χαμογελάει και μάλιστα αληθινά. Έχει συνταξιοδοτηθεί εδώ και αρκετό καιρό αλλά τί να κάνει; Να κάθεται στα καφενεία ή στο σπίτι;

Τώρα βοηθά τους γιους που συνεχίζουν, ως τρίτη γενιά, το ιχθυοπωλείο που έστησε ο πατέρας του στην οδό Καρτερού στο Ηράκλειο, μέσα στην καρδιά της πόλης, εκεί που μέχρι σήμερα βρίσκουμε αλλαγμένη κατά πολύ την κεντρική ψαραγορά.

Ο κ. Νίκος Ρωμάνος ή άλλιώς Βούης

Μικρό παιδάκι, 12 χρονών, πήγε ο κ. Νίκος Ρωμάνος στον «πάγκο» που είχε ο πατέρας του, Μιχάλης από τα Μάλια. Ήταν ένα χρόνο, μετά τον πόλεμο, το 1945.

Όταν πήγε, η πρώτη του δουλειά ήταν να μάθει να κάνει χωνιά, η δεύτερη να σπάει το πάγο για να παγώνουνε τα ψάρια εφόσον περίσσευαν και η τρίτη; Κάθε Κυριακή να καθαρίζει τα ψάρια και να παίρνει ένα φράγκο σε κάθε κομμάτι.


Μέχρι σήμερα κανείς δεν τους γνωρίζει με το κανονικό τους όνομα στην ευρύτερη περιοχή! «Βούης» ήταν και είναι το παρατσούκλι τους. «Βούης», ο μανάβης της ψαραγοράς που έκανε την αρχή για την οικογενειακή επιχείρηση λίγο μετά το 1900.

Ο Μιχάλης Ρωμανός, λίγο μετά το 1900 θα αποκτήσει "πάγκο" στην ψαραγορά της οδού Καρτερού

Μανάβηδες λέγονταν οι έμποροι που αγόραζαν τα ψάρια από τους ψαράδες. Ήταν πολλοί εκείνη την εποχή οι ψαράδες κι έκλειναν συμφωνίες με τους εμπόρους, πουλούσαν τις ψαριές τους, ενώ οι μανάβηδες φρόντιζαν και για τη συντήρηση των καϊκιών.

Η ψαραγορά όπως ήταν παλιά. Απο αριστέρα: Ο Στέλιος Μαραγιάκης (Λιανό Κοθώνι), ο Βούης, ο Διονύσης και ο Δημήτρης Κατερίνης

«Η υποχρέωση των ψαράδων ήταν να στέλνουν στο μανάβη τους τα ψάρια. Εγώ, εκείνη την εποχή, ήμουνα ο μανάβης τους. Καμιά φορά άμα έβλεπα ψάρια που μου άρεσαν, ρωτούσα: "Ποιος είναι ο μανάβης;" Την εποχή εκείνη ήταν κάμποσοι, τώρα ελάχιστοι», λέει στο MadeinCreta o κ. Νίκος.

Τρεις ανεμότρατες και δυο γρι-γρι «είχε» ο κ. Νίκος στις καλές εποχές και χρονιές. Και μάλιστα μια ήταν η καλύτερη, 68 χρόνια τώρα. Το 1963, όπως μας διηγείται, οπότε το Ηράκλειο και τα Χανιά «πνίγηκαν» στην παλαμίδα - κατά κυριολεξία. Όλη η Ελλάδα εκείνη τη χρονιά έφαγε παλαμίδα Κρήτης.

Πάνω στο κατάρτι του Πανορμίτη ο «Λαμπάδας», φυσιογνωμία του Ηράκλειου, που δε ζει πια. Εκεί ανέβαινε μόνο όποιος είχε μάτια αετού. Μόλις έβλεπε τα ψάρια να «παίζουν» πάνω στη θάλασσα έδινε το σύνθημα: «Καλάρετε!»

«Το 1963 είχε πέσει εδώ παλαμίδα κι όλα τα γρι- γρι της Ελλάδος είχαν έρθει στο Ηράκλειο και στα Χανιά. Ένα καΐκι, άμα κάλερνε, έπιανε 10-15 τόνους παλαμίδα! Αφού δεν είχαμε τελάρα να τα βάλουμε μέσα κι ερχότανε τα φορτηγά και τα φόρτωναν χύμα για να πάνε στον Πειραιά!

Οι καλύτερες ψαριές ήταν το βράδυ. Όσοι είχαν καλή όραση παρακολουθούσαν τη θάλασσα μόλις "έβλεπαν τη φωτιά να πλησιάζει" (τα ψάρια δηλαδή τη νύχτα να φωτίζουν) έδιναν το σύνθημα για να πέσουν τα δίχτυα. Πόση παλαμίδα, όμως, να φάει το Ηράκλειο;».

«Εκτός από τα γρι-γρι, το λιμάνι του Ηρακλείου είχε ανεμότρατες και πεζότρατες που ήθελαν δέκα άντρες για να τραβάνε τα δίκτυα από την άμμο. Όταν βγήκαν τα εργαλεία, δύο άτομα έκαναν τη δουλειά τους».

Με την ώρα, ο κ. Νίκος που στην αρχή ήταν «σφικτός», άρχισε να εξιστορεί τα παλιά, να λέει για την πορεία της δουλειάς, να θυμάται τα «μικρά και τα ασήμαντα».

Πιο παλιά το μαγαζί, στις 9 το πρωί ,είχε κλείσει διότι είχαν ξεπουλήσει και τώρα στην ίδια ώρα κάνει σεφτέ.

Περίεργα τα ωράρια των ψαράδων, χειρότερα και από του φούρναρη που ξυπνάει αξημέρωτα.

Η δουλειά στη ψαραγορά ξεκινούσε μετά τα μεσάνυχτα. Μέχρι τις 02.00 είχαν αγοράσει οι χονδρέμποροι.

Οι πρώτοι πελάτες της λιανικής εμφανίζονταν μόλις έκλειναν τα μπουζουξίδικα και μετά όσοι ξυπνούσαν το πρωί για να πάνε για δουλειά.

Τις Κυριακές, όταν ήταν μικρός, καθάριζε τα ψάρια για το χαρτζιλίκι του. Και σχεδόν κάθε αργά, μόλις τέλειωνε με τους χονδρέμπορούς έπαιρνε τα στενά για να βγει στο Κούλε. Πόσες φορές δε γύρισε μούσκεμα πίσω στο μαγαζί...

Η ψαραγορά εκεί, το οικοδομικό τετράγωνο της Καρτερού και από την πίσω πλευρά, είχε μαζεμένους τους "μανάβηδες". Διπλά –δίπλα ήταν οι πάγκοι. Αρκετά χρόνια πριν ήταν πίσω από τον Άγιο Τίτο.

Καθώς μιλούσαμε, εμφανίστηκαν και οι παλιές φωτογραφίες που για κάποιο λόγο ήταν φυλαγμένες. Δεν τον ρωτήσαμε πόσο καιρό είχε να τις δει. Όμως για κάθε φωτογραφία είχε και μια ιστορία, από τη χρονιά του 1963.

Λίγο πριν τους αποχαιρετήσουμε στη κουβέντα μπήκε και ο κ. Φώτης, που πήγε εκεί 15 χρονών πριν 30 χρόνια. Εκεί μεγάλωσε και αυτός δίπλα στον κ. Νίκο. «Όταν ήρθα εδώ εγώ είχαμε τρεις ανεμότρατες και δυο γρι-γρι.μανάβης ψαριών κεντρική αγορά Ηρακλείου Καρτερού Λιμάνι ψαραγορά Βούης Νίκος Ρωμανός

Εφιαλτικές βραδιές να ξεφορτώνεις τόσα ψάρια. Με κορόιδευαν ότι έχουν μακρύνει τα χέρια μου!

Ήταν και τα κασόνια βαριά, 30 – 40 κιλά το κάθε κασόνι. Ειδικά τη Δευτέρα που ήταν έξω διήμερο τα ψαράδικά, εγώ έβλεπα εφιάλτες τα βράδια αφού ήξερα τί με περιμένει».

Όσο για τον κ. Νίκο τώρα έχει κόψει το καθημερινό "πήγαινε –έλα" στο Κούλε. Δεν είναι η απόσταση, αλλά ότι δε γνωρίζει κανέναν πια.

«Να πάω πού στο λιμάνι, να κάνω τί; Είχαμε 13 ανεμότρατες και 7 γρι-γρι τώρα δεν έχουμε τίποτα από αυτά. Στο λιμάνι δεν γνωρίζω κανένα, είναι όλοι καινούριοι, οι παλαιοί έχουνε πεθάνει. Μόνο έναν ξέρω από τα Χανιά, είναι και κουμπάρος μου, αν τον βρω έχει καλώς.

Αν όχι πάω τη βόλτα μου μέχρι το τέλος του Κούλε. Χρόνια την έκανα αυτή τη βόλτα και μου αρέσει. Όταν ξεπουλούσα τη χονδρική, 02.00 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, στις 02.30 ήμουνα στο άκρο του Κούλε….»

madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ