2013-10-17 16:44:16
Φωτογραφία για Το Αίμα του Λεβιάθαν ...!!!
…κι ο κλήρος πέφτει στον πιο νέο,

που ήταν αταξίδευτος Όταν υπηρετούσα τη θητεία μου, γνώρισα κάποιον που ήταν ναυτικός. Ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ, λίγο πριν πέσουμε για ύπνο, μας διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία…

Ο Λευτέρης θά ‘ταν δεν θά ‘ταν είκοσι δύο χρονών, όταν μπάρκαρε πρώτη φορά σ’ εμπορικό. Από παιδί αγαπούσε τη θάλασσα· ήταν η μοίρα του συνήθιζε να λέει στους φίλους του, όταν ονειρεύονταν το μέλλον, σούρουπο μεσοκαλόκαιρο, κάτω από ένα δένδρο στο χωριό τους, κάπου εκεί στα Γρεβενά. Νεαρός δόκιμος, μόλις είχε βγει απ’ τη σχολή μηχανικών εμπορικού ναυτικού, ξεκίνησε το παρθενικό του ταξίδι κάποια μέρα του Νοέμβρη, μ’ ένα εμπορικό που κατευθυνόταν αδειανό στη Βραζιλία, για να φορτώσει καφέ.

«Ωραία που θα ‘ναι η Βραζιλία» σκεφτόταν, όταν η πατρώα στεριά άρχισε να ξεμακραίνει, ενώ μπρος στα φτερωμένα μάτια του πετάριζαν ονειρικές ακτές, αχανείς σμαραγδένιες ζούγκλες και μελαψές γυναίκες με φιδίσια κορμιά που λικνίζονταν σε λάγνους εξωτικούς ρυθμούς οργιαστικών τύμπανων.


Στην αρχή, όλα ήταν όμορφα και το ταξίδι του φαινόταν σαν όνειρο. Ο καπετάνιος και οι άλλοι ναυτικοί του φέρονταν με καλοσύνη, ακόμη και με συμπάθεια θα μπορούσε να πει κανείς κι έτσι κύλησαν οι πρώτες δύο εβδομάδες. Κάποιο απόγευμα, μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του, ο καπετάνιος τον κάλεσε στο σαλόνι των αξιωματικών. Μόλις έφτασε εκεί, είδε το τραπέζι στρωμένο με πράσινη τσόχα, μ’ ένα ποτήρι κι ένα ζευγάρι ζάρια επάνω. Ήταν εκεί όλοι οι ναύτες που δεν είχαν βάρδια εκείνη την ώρα. Συνηθιζόταν, όπως είπε ο πλοίαρχος, να παίζουν ένα παιχνίδι, για το καλό. «Και τι θα ποντάρουμε καπετάνιο;», ρώτησε το παλικάρι. «Τις ψυχές μας» του αποκρίθηκε εκείνος, στ’ αστεία, «όλη μας τη ζωή σε μια ζαριά», συνέχισε, μ’ έναν τόνο που στον Λευτέρη φάνηκε να κρύβει κάποιον σκοτεινό υπαινιγμό, όμως απώθησε γρήγορα τούτη τη σκέψη, λέγοντας στον εαυτό του πως άρχισε ήδη να τον πιάνει η δεισιδαιμονία που χαρακτηρίζει παραδοσιακά τους μαρνέρους.

Εκτός απ’ τον ίδιο τον καπετάνιο και τον υποπλοίαρχο, όλοι οι άλλοι έριξαν με τη σειρά από μια φορά τα ζάρια. Τελικά ήρθε και η σειρά του Λευτέρη. Έβαλε τα ζάρια στο ποτήρι, τα κούνησε ζωηρά και τα έριξε. Ήρθαν άσσοι, τα μάτια του φιδιού. Ο πλοίαρχος έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλός, κοιτώντας επίμονα τα ζάρια στο τραπέζι, σάμπως να τον υπνώτιζε το βλέμμα του ερπετού. Μετά, κοίταξε τον υποπλοίαρχο με κάποιο ακαθόριστα δυσοίωνο τρόπο και μάζεψε τα ζάρια απ’ το τραπέζι. «Τέρμα τα παιχνίδια,» έκανε κάπως απότομα, «γυρίστε στις δουλειές σας».

Ο Λευτέρης παραξενεύτηκε από τη συμπεριφορά του καπετάνιου εκείνο το βράδυ, μα δεν έδωσε τελικά και πολλή σημασία. Οι παλιοί μαρνέροι με τα χρόνια αποκτούν πολλές παραξενιές, είχε ήδη προλάβει κι αυτός ν’ ακούσει κάποιες ιστορίες. Προσπάθησε όμως πολύ να πείσει τον εαυτό του, πως ήταν η ιδέα του ότι ο πλοίαρχος και ο υποπλοίαρχος άλλαξαν συμπεριφορά, από την άλλη μέρα. Έγιναν απόμακροι, του απευθύνονταν με κοφτό τρόπο και λίγο ως πολύ, φαίνονταν να τον αποφεύγουν. Σαν νέος που ήταν στο καράβι, σκέφτηκε πως δεν ήθελαν να του δώσουν πολύ αέρα και δεν το συνέδεσε με το περιστατικό με τα ζάρια. Ωστόσο, θα έπαιρνε όρκο ότι αισθανόταν τα μάτια τους ν' ακουμπούν στην πλάτη του, όταν δεν κοιτούσε, τα 'νιωθε να σέρνονται σαν παγερά πλοκάμια στο σβέρκο του, μα όταν γυρνούσε να δει, όλοι φαίνονταν ιδιαίτερα απασχολημένοι με άλλα πράγματα.

Οι μέρες περνούσαν, χωρίς τίποτε το ξεχωριστό να συμβαίνει. Το καράβι ήταν παλιό, έτριζε ανατριχιαστικά όταν το έπιανε η θάλασσα κι υπήρχε πάντοτε πολλή δουλειά να γίνει στο μηχανοστάσιο. Έτσι έφτασε και η Πρωτοχρονιά, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει. Κείνη τη νύχτα είχε χασοφεγγαριά κι η θάλασσα ήταν ήρεμη, όμως είχε πέσει ομίχλη, κάνοντας το γέρικο σκαρί να μοιάζει σαν να έπλεε στον ουρανό. Όλο το πλήρωμα μαζεύτηκε για το πρωτοχρονιάτικο δείπνο. Έφαγαν βασιλικά, ήπιαν και κόκκινο κρασί, για το καλό του χρόνου. Ο πλοίαρχος ύψωσε το ποτήρι κι έκανε την πρόποση: «Ό,τι ανήκει στη θάλασσα, να δοθεί στη θάλασσα», είπε κι όλοι ύψωσαν τα ποτήρια πίνοντας σ’ αυτήν την παράξενη ευχή, που του Λευτέρη του έφερε μια ανατριχίλα στη ραχοκοκαλιά, όπως και η σκοτεινιά που αντίκρισε στη ματιά του καπετάνιου, την ώρα της γιορτής. Δεν είχε βάρδια εκείνη τη νύχτα και πήγε στην καμπίνα του, ζαλισμένος ελαφρά από το κρασί, κάνοντας όνειρα για τη χρονιά που μόλις είχε μπει. Τα χαράματα το πλοίο χτύπησε σε ύφαλο κι άρχισε να μπάζει νερά. Όλοι οι ναύτες πρόλαβαν να μπουν στις βάρκες, εκτός από τον Λευτέρη, που ο υποπλοίαρχος είχε κλειδώσει μέσα στην καμπίνα του την ώρα που κοιμόταν…

Το καράβι δεν βούλιαξε από μόνο του, αλλά μετά από εντολή της πλοιοκτήτριας εταιρείας, γιατί βλέπετε ήταν παλιό και κόστιζε πολλά η επισκευή του, ενώ αντίθετα ήταν πολύ καλά ασφαλισμένο. Οι ασφαλιστικές, όταν σ’ ένα ναυάγιο υπήρχαν θύματα, πλήρωναν σχεδόν πάντα, ενώ όταν διασώζονταν όλοι, έφερναν προσκόμματα, με βάσιμες υποψίες πως το ναυάγιο ήταν δόλια ενέργεια. Οι πλοιοκτήτες λοιπόν, με την συνενοχή των πλοιάρχων και κάποιων ανώτερων αξιωματικών, φρόντιζαν να κάνουν τα ναυάγιά τους πιο πειστικά, θυσιάζοντας έναν ναύτη, για κάθε πλοίο που βούλιαζαν. Προνόμιο του καπετάνιου ήταν να διαλέξει το θύμα αυτής της αποτρόπαιης, σχεδόν τελετουργικής ανθρωποθυσίας, που ανάμεσα στους θαλασσινούς έμεινε με το στυγερό όνομα «Το αίμα του Λεβιάθαν», του αναφρικιαστικού δαίμονα του βυθού…

Είναι γνωστό ότι στους μαρνέρους αρέσει να λένε ιστορίες. Ήταν αλήθεια, ήταν ψέμα, δεν μπορώ να κρίνω, όμως πολλοί εφοπλιστές πλούτισαν από τέτοια ναυάγια, πολλοί καπεταναίοι καζάντισαν πιότερα απ’ όσα δικαιολογούσε ο μισθός τους κι οι συμφωνίες με το Μέγα Δαίμονα θέλει να σφραγίζονται πάντοτε με αίμα. Τούτη πάντως είναι μια τρομαχτική ιστορία, μολονότι δεν έχει τίποτε το μεταφυσικό ή ανεξήγητο. Σκέφτομαι όμως τον τρόμο και την απόγνωση, όταν τα νερά αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν και βρίσκεις την πόρτα σου κλειδωμένη από τα έξω, εκείνη την φρικαλέα ατέλειωτη στιγμή της συνειδητοποίησης, πως είσαι ήδη νεκρός και κάποιοι το ‘ξεραν, προτού εσύ το μάθεις. Μέσα στ’ αυτιά μου αντηχούν ανέλπιδα χτυπήματα σε αμπαρωμένη σιδερένια πόρτα, ξεψυχισμένα παρακαλετά στην Παναγιά και μια μακρόσυρτη πένθιμη οιμωγή, που σιγά σιγά σβήνουν, καθώς το ατσάλινο κήτος βουλιάζει αργά στην παγωμένη αγκαλιά της σκοτεινής αβύσσου…

Great Chaos

Πηγή: Το Αίμα του Λεβιάθαν - RAMNOUSIA
communenews
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ