2014-05-20 13:28:05
Φωτογραφία για «Πήγαμε στη μάχη με μαναράκια και χαχαλόβεργες…»
Ήταν ημέρα Τρίτη, 20 Μαΐου σαν και σήμερα περίπου στις 3 το μεσημέρι. Ο καιρός «έκαιγε» την… πέτρα και τα πρώτα γερμανικά αεροπλάνα άφηναν από τον ουρανό τους πρώτους αλεξιπτωτιστές στην περιοχή Σταυρωμένου ανατολικά του Ρεθύμνου.

«Έπεσαν», γράφει σε βιβλίο του ο ιστορικός Μάρκος Πολιουδάκης, «από πάνω και ανατολικά του λόφου «Κεφάλα» και ακριβώς στις θέσεις των Αυστραλών του 2/1 τάγματος, όπως και της 4ης και 6ης πυροβολαρχίας του 2/3 συντάγματος αυστραλιανού πυροβολικού. Οι δυνάμεις αυτές των αλεξιπτωτιστών ήταν τα τμήματα πολυβόλων του τάγματος αλεξιπτωτιστών 7 και ο 4ος λόχος του 1ου τάγματος αλεξιπτωτιστών καταδρομέων. Ο πρώτος λόχος του 1ου τάγματος προσγειώθηκε δίπλα στον 4ο κοντά στο αεροδρόμιο. Οι Αυστραλοί τους υποδέχτηκαν με φονικό πυρ. Οι διοικητές των λόχων και σχεδόν όλοι οι αξιωματικοί σκοτώθηκαν από τους Αυστραλούς…».

Ο Γερμανός Φραντζ Κουρόβσκι σε βιβλίο του γράφει ανάμεσα στα άλλα για την πρώτη μέρα: «Ώρα 15.15΄ τα στούκας με τις σειρήνες ουρλιάζοντας έκαναν επίθεση στο Ρέθυμνο
. Όμως, αντί να εκμεταλλευτούν οι αλεξιπτωτιστές τη σύγχυση που δημιουργούσαν τα στούκας, κάθονταν στα αεροδρόμια έτοιμοι να ξεκινήσουν… Ο 4ος λόχος ήταν οι πρώτοι που προσγειώθηκαν στο Ρέθυμνο. Καθώς κατέβαιναν τους υποδέχτηκε πυκνό πυρ. Οι πρώτοι νεκροί κρέμονταν κιόλας από τα αλεξίπτωτα και οι λίγοι που επιζούσαν προσγειώθηκαν μόλις 800 μέτρα ανατολικά του αεροδρομίου. Αλλά ο λοχαγός Μοράβετζ μαζί με πολλούς αξιωματικούς του 4ου λόχου είχαν σκοτωθεί…»

«ΑΚΟΥΕΣ ΤΣΙ ΣΕΙΡΗΝΕΣ…»

Εκείνη τη μέρα ο Στέλιος Κραουνάκης από την Λαμπινή Αγίου Βασιλείου, ήταν στην πόλη του Ρεθύμνου, όπου δούλευε «ως ψευτομαραγκός». Είχε αφηγηθεί στα πρώτα χρόνια του 2000 για την πρώτη μέρα της εισβολής :«Εγώ ‘μουνε στο λιμάνι όντε-ν-αρχίξανε και πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές και στα «Μπιτσαξίδικα» ήτονε όλο υπόγεια. Παντού γερμανικά αεροπλάνα κι ο ουρανός σκεπασμένος ίσαμε τα Χανιά. Άκουες τσι σειρήνες και τσι κόρνες απ΄τ΄ αεροπλάνα κι είχαμε πάθει ούλοι ζημιά στ’ αυχιά. Εθώριες το-γ-κόσμο και δεν είχες πώς περάσεις απού τα γυναικόπαιδα που τραβούσανε προς το-γ-Κάστελο, τσ΄Αρμένους και τα πλησιέστερα χωριά…»

Ο Στέλιος Κραουνάκης, ηλικίας τότε 35 χρόνων, γύρισε στο χωριό για να βρεθεί κοντά στην οικογένειά του, που στο μεταξύ είχε βρει καταφύγιο σε περιοχή έξω από το χωριό, όπου βρίσκονταν και άλλες από την Λαμπινή. Συνεχίζει την αφήγησή του: « Σμίγω χωριανούς, μονομεριάσαμε πέντε-δέκα άτομα, Κραουνάκηδες, Ρουκουνάκηδες, Περδικάκηδες, Τζαγκαράκηδες και άλλοι. Λένε:

-Μαχιάσαμε τσι Γερμανούς στο-ν- Άη Γιώργη στα Περβόλια Εμείς ίντα κάνομε ‘παέ; Παίρνομε και πάμενε στσ΄Αρμένους, αλλά δεν ήβραμε όπλα και πολεμοφόδια. Αναγκαστικά πηγαίναμε στη μάχη με μαναράκια, χαχαλόβεργες, πέτρες κι ότι έβανε ο νους σου! Ούλοι μας πηγαίναμε με αγάπη στη μάχη για να εξοντώσομε το Γερμανό και να ελευτερώσομε την Ελλάδα μας…

Πάμενε στα «Κασαπιά» στο Ρέθεμνος και μας-ε-λένε οι αξιωματικοί:

-Μπροστά παιδιά και μη φοβάστε…

Μπαίνομε τετράδες, τραβούμε και πάμε προς τα Περβόλια. Θα ‘μαστονε κιαμιά τρακοσαρέ και μέχρι να πάμενε στο παλιό νοσοκομείο κοιτάζομενε και δε θωρούμενε παρά λίγους. Οι άλλοι, οι πλια πολλοί, είχανε φύγει. Λέω:

-Τι θα κάνω δα; Πουτάνα Κραουνοστελή έμπα ‘δα στη μάχη!

Να γροικάς τα γερμανικά ταχυβόλα και πολυβόλα κι εγώ να πολεμώ μ’ ένα-γ-ξύλο! Είχα τη-ν-όρεξη και τη μπόρεση και μπήκα στη μάχη γιατί εγώ επήγα για να σκοτωθώ. Ο εχτρός ήτανε στα διακόσα-τρακόσα μέτρα κι είχες να κάμεις με γερμανικά ταχυβόλα… Δε γατέχω α’ μπορείς να καταλάβεις τη φωτιά και το-ν-τρόμο που ‘χανε οι μέρες τση μάχης…»

ΣΤΗΝ «ΠΕΡΑ ΒΡΥΣΗ»

Ο φόβος για όσα μπορούσαν να ακολουθήσουν μετά την κατάληψη, υποχρέωσαν την Καλλιόπη,σύζυγο του Κραουνάκη, να βρει ασφαλή περιοχή για την ίδια και τα παιδιά τους περιοχή στην «Πέρα Βρύση», όπου είχαν καταφύγει και άλλες οικογένειες του ίδιου χωριού. Λέει η ίδια: «Εκείνοσάς ο Μάης του ’41 ήταν η αρχή για τα βάσανα που τραβήξαμε απού τσι σκύλους τσι Γερμανούς. Ο άντρας μου επολέμανε στο Ρέθεμνος κι επαέ ούλοι οι χωριανοί επιάνανε τα ρυάκια. Έρχεται η πεθερά μου η Αργυρή και μου λέει:

-κακορίζικο εφύγανε ούλοι οι χωριανοί και θ΄απομείνεις μοναχή στο χωριό, μόνο πάρε να πάς στη-μ-«Πέρα Βρύση». Εκειά μας ήβρενε ο άντρας μου, εκειά ψήναμε κι εκειά ξωμέναμε, γιατί οι Γερμανοί μας είχανε επιτάξει το σπίτι και μέναμε ‘κειδά κοντά τριάντα. Στου Γιάννη του Ρουκουνάκη το καφενείο εκάθουντονε δεκαπέντε με είκοσι, το καφενείο του Ανδρέα του Καλλιτσουνάκη ήτανε γεμάτο, τα πάνω σπίτια, του Θανάση του Ρουκουνάκη άλλοι, εκάθουντονε Γερμανοί σε παραπάνω από δέκα σπίτια, αξιωματικοί και στρατιώτες…»

ΟΙ ΜΑΧΕΣ

Ο Γερμανός στρατηγός Στούντεντ σε αναφορά του ανάμεσα στα άλλα σημειώνει: Στο Ρέθυμνο, όπου οι εχθρικές δυνάμεις υπερέβαιναν τις προσδοκίες μας, προσγειώθηκε κατά λάθος πρώτα ένας λόχος βαρέων πολυβόλων και μάλιστα μπροστά ακριβώς από μια αυστραλιανή πυροβολαρχία, η οποία τον εξόντωσε. Οι συσκευές ασυρμάτου είχαν πάθει βλάβες κατά την πτώση και έτσι δεν υπήρχε από την αρχή σύνδεσμος μεταξύ Αθηνών και Ρεθύμνου…»

Στην αναφορά του διοικητή των πυροβόλων λογχαγού Κίλλεϋ επισημαίνονται και τα εξής: «Πυροβόλησα τρεις Γερμανούς με το ρεβόλβερ μου. Αυτοί είχαν συρθεί πλησίον μας περί τα δέκα πόδια από διαφορετικές κατευθύνσεις. Ήταν λάθος τους το να πέσουν στην κορυφή, γιατί τους πυροβολούσαμε πριν φτάσουν στο έδαφος…»

Ο λοχίας Μπράουν υπογραμμίζει σε σημείωμά του: «Τέσσερις αλεξιπτωτιστές κατέβαιναν δεξιά μπροστά μου. Πυροβόλησα τους τρεις κοντά, αυτοί εξακοντίστηκαν κάτω με τη σειρά και πάλι πυροβόλησα τον πρώτο. Στην έξαψή μου αμέλησα τον τέταρτο, που μόλις κατέβηκε με πυροβόλησε πολλές φορές με το αυτόματό του. Πολλές σφαίρες χάθηκαν, αλλά μια μου τρύπησε το κράνος κι άλλη μια διαπέρασε τη μύτη μου, πετώντας χάμω… Δεκαέξι από εμάς σκότωσαν 209 Γερμανούς σε 2,5 ώρες…» Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ