2014-08-04 10:21:58
Φωτογραφία για Ιάσων Αθανασιάδης: Ένα μήνα κρατούμενος στο Ιράν
Esquire, Ιούνιος 2010

Kαθώς τον τραβούσαν προς τα έξω σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τριγύρω, και είδε πρόσωπα: Ταξιδιώτες, επισκέπτες, συγγενείς που περίμεναν συγγενείς, άρτι αφιχθέντες που περίμεναν αποσκευές, πρόσωπα βιαστικά και περαστικά. Κανένα τους δεν τον κοιτούσε, καθώς οι άγνωστοι τον έπαιρναν μακριά. Προσπαθούσε να αναγνωρίσει κάποιον ξένο.

Και όταν την είδε, φώναξε:

«Είμαι Έλληνας», «Τηλεφωνήστε στην εφημερίδα μου», «Τηλεφωνήστε στον πρέσβη».Τα πρόσωπα γύρισαν, και μια σιωπή απλώθηκε, κι οι άντρες τον έπιασαν από τις μασχάλες και τον τράβηξαν πιο δυνατά, κι εκείνος συνέχιζε να φωνάζει, ακόμα κι όταν οι κραυγές του άρχισαν να γίνονται άναρθρες απ’ τον πόνο, ακόμα κι όταν τα πρόσωπα άρχισαν να γίνονται θολές ροδαλές μουντζούρες από τις γροθιές των αγνώστων.

Χάθηκε μέσα στο αυτοκίνητο που με τη σειρά του χάθηκε στους δρόμους της Τεχεράνης, και πια μόνο ένα πράγμα μπορούσε να ευχηθεί:


Εκείνη να τον είχε ακούσει.

1.

Οι εκλογές της 12ης Ιουνίου του 2009 ήταν εξαιρετικά κρίσιμες για το Ιράν: Ο μεταρρυθμιστής (και ζωγράφος, και αρχιτέκτονας) Μιρ-Χοσεΐν Μουσαβί εμφανιζόταν να έχει σημαντικές πιθανότητες να κερδίσει τον ακραία συντηρητικό Μαχμούντ Αχμεντίνετζαντ και να εγκαινιάσει μια νέα εποχή εκδημοκρατισμού και εκμοντερνισμού για τη χώρα. Οι υποστηρικτές του ήταν πολλοί και ένθερμοι και διψασμένοι για αλλαγή.

Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη, οι πόλεις έβραζαν, το πάθος ξεχείλιζε.

Η Αμερικανική εφημερίδα Washington Times αποφάσισε να στείλει ένα συντάκτη για να καλύψει την κρίσιμη εκλογή, και επέλεξε έναν freelancer που είχε ζήσει στην Τεχεράνη, μιλούσε Περσικά και είχε επαφές και διασυνδέσεις στη χώρα.

«Έφτασα στο Ιράν 11 Ιουνίου ξημερώματα» μου λέει ο Ιάσων Αθανασιάδης. «Είχα χάσει ένα πάρτι που είχε διαρκέσει μια εβδομάδα: Κάθε βράδυ ήταν όλοι στους δρόμους, και οι «πράσινοι» του Μουσαβί, και οι άλλοι του Αχμεντινετζάντ, αλλά σε κλίμα ήσυχο. Έβλεπες χορούς, έβλεπες και αντιπαράθεση, αλλά χωρίς βία. Μια ατμόσφαιρα που θύμιζε το 1997, πριν εκλεγεί ο Χαταμί, όταν όλοι ένιωθαν ότι κάτι θα αλλάξει. Καθώς πηγαίναμε προς την Τεχεράνη απ’ το αεροδρόμιο, βλέπαμε πράσινες σημαίες στο δρόμο. Ήταν 5 η ώρα το πρωί, κι όμως υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που φώναζαν συνθήματα».

Ο Ιάσων Αθανασιάδης είναι Έλληνας, γεννημένος στην Αθήνα το 1979 και μεγαλωμένος στου Ζωγράφου, από Ελληνίδα μητέρα που διδάσκει Ρωμαϊκή και Ελληνιστική Ιστορία στη Φιλοσοφική και Άγγλο πατέρα, που ασχολείται κυρίως με το νεοπλατωνισμό και δουλεύει στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Έχει μετατρέψει την αγάπη του για την Ανατολή, την κουλτούρα και τους λαούς της σε επάγγελμα, και κάνει ρεπορτάζ από τις χώρες της περιοχής για μερικά από τα μεγαλύτερα media του κόσμου.

Το Ιράν, λοιπόν, δεν του ήταν καθόλου ξένο. Είχε ζήσει τρία χρόνια εκεί, κάνοντας μεταπτυχιακό στη Σχολή Διεθνών Σπουδών της Τεχεράνης, είχε φίλους, ήξερε τη γλώσσα. Και ένιωθε άνετα. «Πήγα σκοπεύοντας να κάνω socializing», μου είπε, «να δω τους φίλους μου, να γράψω 4-5 άρθρα και μετά να φύγω για την Κύπρο, για να καλύψω τον απόπλου ενός πλοίου που θα πήγαινε να σπάσει το εμπάργκο του Ισραήλ στη Γάζα». Σκόπευε να μείνει μόνο λίγες μέρες. Η βίζα του, άλλωστε, ήταν η μικρότερη δυνατή: Διαρκούσε μόνο επτά ημέρες.

Την πρώτη μέρα ο Ιάσων έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. «Είχα από μια καλή πηγή την πληροφορία ότι θα έβγαινε ο Αχμαντινετζάντ από τον πρώτο γύρο», μου είπε, «πράγμα που μου προκάλεσε έκπληξη. Αποφάσισα να πάω στην Κομ, μια πολύ συντηρητική πόλη στο βόρειο Ιράκ, ώστε να πιάσω το σωστό σφυγμό των οπαδών του Αχμεντινετζάντ, και ώστε το ρεπορτάζ μου να είναι εστιασμένο στη σωστή πλευρά. Επέστρεψα στην Τεχεράνη το βράδυ της μέρας των εκλογών, και οι Αχμαντινετζαντικοί είχαν ήδη βγει στους δρόμους και πανηγύριζαν». Την επόμενη μέρα άρχισαν τα προβλήματα.

«Την επόμενη ξύπνησα περί τις 11. Με πήρε ένας φίλος με το αυτοκίνητό του και κατεβήκαμε στο κέντρο. Κοντά στο Υπουργείο Εσωτερικών όπου γινόταν η καταμέτρηση των ψήφων, είχαν ήδη αρχίσει επεισόδια. Ο κόσμος ήταν μαζεμένος, πολύ οργισμένος, και πολλοί είχαν βγει σε μπαλκόνια και παράθυρα και παρακολουθούσαν. Υπήρχε ηλεκτρισμός στην ατμόσφαιρα, η κατάσταση ήταν πολύ τεταμένη».

«Μπήκαμε κατά λάθος σε ένα αδιέξοδο και βρεθήκαμε μπροστά σε παιδιά που έσπαγαν πέτρες για να έχουν πολεμοφόδια στον επερχόμενο πετροπόλεμο. Φύγαμε από εκεί, μπήκαμε σε μια κύρια οδό και γρήγορα μπλοκαριστήκαμε στην κίνηση. Δεν κινείτο τίποτα, γιατί μπροστά είχαν ήδη αρχίσει τα επεισόδια».

«Εκεί είδαμε και για πρώτη φορά τους μπασίτζ, κάτι σαν την ομάδα Ζ της Τεχεράνης, πάνω σε μηχανές ανά δύο, με μαύρη στολή και body armor. Λειτουργούσαν ως εξής: Ο μπροστά οδηγούσε και ο πίσω χτυπούσε».

«Τους είδαμε να έρχονται από τα πεζοδρόμια, καθώς στο δρόμο τα αυτοκίνητα ήταν ακίνητα. Μου έκανε τρομερή εντύπωση το ότι χτυπούσαν γυναίκες με τρομερή μανία. Και ήταν ακατανόητο, καθώς δεν γίνονταν επεισόδια εκείνη την ώρα. Φαντάζομαι ξαναμμένοι από το ξύλο που είχε πέσει πιο μπροστά στην πλατεία, έριχναν και καμία εκεί πίσω πριν επιστρέψουν. Έβλεπα γυναίκες να σωριάζονται μέσα στα κανάλια δίπλα στους δρόμους που είναι σκαμμένα για να κατεβάζουν το λιωμένο χιόνι από το Αλμπόρζ στο βορρά, προς τη νότια Τεχεράνη».

Μετά από αυτή την επεισοδιακή βόλτα ο Ιάσων επέστρεψε στο σπίτι του φίλου του και έστειλε ένα κείμενο στην εφημερίδα. Καθώς η νύχτα έπεφτε τα πράγματα έγιναν χειρότερα, αλλά λιγότερο μαζικά. «Κόσμος ήταν μαζεμένος σε γωνίες, συνθήματα ακούγονταν», θυμάται. «Υπήρχαν και κάποιοι που τραβούσαν τους κάδους απορριμάτων στη μέση του δρόμου και τους έβαζαν φωτιά. Οπότε στη συνέχεια ερχόταν η αστυνομία και σκόρπιζαν, και έμπαιναν στα σπίτια τους. Γιατί στο Ιράν υπάρχει αυτός ο άτυπος νόμος: Ποτέ δεν μπαίνεις στο σπίτι του άλλου. Ακόμα και ο Χομεϊνί το σεβάστηκε».

Την επόμενη μέρα, και καθώς είχε πια ανακοινωθεί πως ο Μαχμούντ Αχμεντίνετζαν ήταν ο νικητής των εκλογών με ποσοστό 62,46%, τα πράγματα έγιναν ακόμα δυσκολότερα.

«Μετά την τρίτη μέρα απαγόρευσαν τη δημοσιογραφία» λέει ο Ιάσων. «Είπαν ότι οι ξένοι δημοσιογράφοι απαγορεύεται να βγαίνουν έξω και μπορούν να κάνουν κάλυψη μόνο με όσα βλέπουν στην τηλεόραση. Το Ίντερνετ είχε κοπεί εντελώς σε πολλές συνοικίες, και σε άλλες ήταν πολύ αργό. Οι σελίδες των μεταρρυθμιστών είχαν μπλοκαριστεί, και μεγάλο μέρος της ενημέρωσης ερχόταν από τους Ιρανούς του εξωτερικού, στην Αμερική, στην Αυστραλία και κυρίως από το Ντουμπάι και το Άμπου Ντάμπι. Αυτοί δεν κοιμούνταν καθόλου και ήταν διαρκώς στα τηλέφωνα με τους συγγενείς, και μετέδιδαν νέα και πληροφορίες. «Η πορεία θα γίνει εκεί» ή «η συγκέντρωση έχει ακυρωθεί», ή «σύλλαβαν αυτόν».

«Τα πράγματα γίνονταν τόσο γρήγορα που έβγαιναν διαρκώς αποκαλύψεις: Πιάσανε αυτό το στέλεχος των μεταρρυθμιστών. Ο τάδε Αγιατολάχ από την Κομ που είναι υπέρ μας έχει πάρει ένα αυτοκίνητο και έρχεται στην Τεχεράνη. Φήμη. Διαψεύστηκε. Ο Χαταμί είναι σε ένα τζαμί στο κέντρο και έβγαλε το τουρμπάνι του και το πέταξε στο πάτωμα. Γίνεται χαμός –διαψεύδεται κι αυτό. Όλα αυτά έκαναν τον κόσμο να εξοργίζεται πιο πολύ».

«Υπήρχε δε και παραπληροφόρηση. Είχαν μπει κυβερνητικοί στο Twitter και ανακοίνωναν πχ «ακυρώθηκε αυτή η πορεία, αλλά θα συγκεντρωθούμε εκεί», και στο «εκεί» είχαν συγκεντρωθεί δικοί τους, και σκοπευτές, περιμένοντας να κάνουν συλλήψεις».

Καθώς περνούσαν οι μέρες και η κατάσταση εξακολουθούσε να παραμένει έκκρυθμη, τα μέτρα του καθεστώτος γίνονταν ακόμα πιο αποφασιστικά.

«Κάποια στιγμή έκοψαν και τα κινητά. Όλα τα κινητά, σε ολόκληρη την Τεχεράνη. Δεν μπορούσες να μιλήσεις –αλλά δούλευαν πάντα οι σταθερές γραμμές. Ο κόσμος γύρισε σε παλιότερες μορφές επικοινωνίας, όπως τα χαρτάκια στα πλήθη. Πήγαινες στο πλήθος και σου περνούσαν χαρτάκια που έγραφαν, για παράδειγμα «Αύριο στις 12 συγκέντρωση στην πλατεία Χαφτε Τιρ, προώθησέ το» και το έδιναν στους επόμενους. Ή και ακόμα πιο πρωτόγονες μεθόδους που θύμιζαν επανάσταση του ’99, όπως το σπρέι στους τοίχους. «Αύριο στις 4 στο τάδε μέρος», έγραφαν, για να το διαβάσουν όλοι».

Εκείνες τις ημέρες ο Ιάσων τις πέρασε στους δρόμους, παρακολουθώντας με πολλή προσοχή τα τεκταινόμενα. Δεν ήταν ώρες να πάρει ρίσκα: «Είχα ήδη αποφασίσει ότι δεν πρόκειται να φωτογραφήσω, καθώς είχαν ήδη σπάσει αρκετές κάμερες συναδέλφων», λέει. «Αγόρασα τοπικά πουκάμισα και παντελόνια ώστε να μην ξεχωρίζω υπερβολικά, μιλούσα μόνο περσικά με τους γύρω μου, κι όταν με έβρισκε η αρχισυντάκτριά μου από τη Ουάσινγκτον στο τηλέφωνο δεν της μιλούσα ποτέ Αγγλικά μέσα στο πλήθος». Μα οι μέρες περνούσαν, η κατάσταση δεν εκτονωνόταν, και η βίζα έληγε.

«Δεν ήθελα να φύγω», μου λέει, «αλλά θα ήταν ηλίθιο να προσπαθούσα να μείνω παράνομα –και ποτέ δεν θα μου ξαναέδιναν βίζα. Οπότε σκέφτηκα να επιστρέψω στην Αθήνα, να πάω κατευθείαν στην πρεσβεία για να μου βγάλουν νέα βίζα και να επιστρέψω στην Τεχεράνη».

Δύο μέρες αργότερα τα επεισόδια θα έφταναν στην κορύφωσή τους, εκείνο το μοιραίο Σάββατο που δολοφονήθηκε η Νέντα Αγα-Σολτάν, και την είδαμε όλοι να ξεψυχάει στο YouTube.

Ο Ιάσων δεν θα μάθαινε την είδηση του θανάτου της, ούτε των δεκάδων (σύμφωνα με μαρτυρίες) άλλων νεκρών εκείνης της ημέρας. Γιατί εκείνο το Σάββατο ήταν ήδη στη φυλακή.

2.

Το Διεθνές Αεροδρόμιο Ιμάμ Χομεϊνί είναι σχετικά καινούριο (άνοιξε το 2005), είναι αχανές και πολυτελές, και βρίσκεται στο πολύ βολικό για τα αεροπλάνα υψόμετρο των 1007 μέτρων. Οι Ιρανοί το ονειρεύονταν με κάποια αφέλεια ως νέο κόμβο της Μέσης Ανατολής, που θα αντικαθιστούσε το Ντουμπάι στις Διεθνείς Πτήσεις.

Στις 17 Ιουνίου το απόγευμα ο Ιάσων Αθανασιάδης έκανε check-in στην πτήση που θα τον οδηγούσε στο Ντουμπάι κι από εκεί στην Αθήνα, έγραψε ένα τελευταίο κείμενο σε ένα καφέ του αεροδρομίου, και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς την πύλη. Εκεί εμφανίστηκε ξαφνικά ένας κύριος χωρίς στολή ή διακριτικά, και τον ρώτησε το όνομα που αναγράφεται στο διαβατήριό του.

«Φόουντεν», ήταν το όνομα –το όνομα του πατέρα του.

«Δεν θα ταξιδέψετε απόψε», είπε ο κύριος. «Ελάτε μαζί μου».

---

Κάθε φορά που συλλαμβάνεται ένας ξένος στο Ιράν, ακολουθείται η ίδια πρακτική: Οι αρχές υποστηρίζουν πως δεν έχουν το συγκεκριμένο πρόσωπο στην κατοχή τους, την ώρα που προσπαθούν να το αναγκάσουν με κάθε τρόπο να υπογράψει μια ομολογία στη φυλακή. Όταν υπογραφεί η ομολογία, παραδέχονται πως τον είχαν στην κατοχή τους μα να: Παραδέχεται ότι είναι ένοχος.

«Ήρθαν δυο άλλοι να με παραλάβουν, επίσης χωρίς στολή και διακριτικά», θυμάται ο Ιάσων Αθανασιάδης. «Καθώς με τραβούσαν έξω από το αεροδρόμιο αποφάσισα πως αν δεν κάνω κάτι θα υπάρχει πρόβλημα».

Και έτσι άρχισε να φωνάζει.

Οι δύο άνδρες με τον Έλληνα ανάμεσά τους διέσχιζαν την αίθουσα υποδοχής, δίπλα από τα baggage claims, όταν ο Ιάσων άρχισε να φωνάζει «είμαι Έλληνας», «πάρτε τηλέφωνο τους Washington Times» και «πάρτε την πρεσβεία» προς οποιονδήποτε ενδιαφερόταν να ακούσει. Οι άνθρωποι είχαν μείνει κοκαλωμένοι τριγύρω, μια ησυχία απλώθηκε, και το μόνο πράγμα που ακουγόταν ήταν οι φωνές, οι οποίες σιγά σιγά γίνονταν ακατάληπτες, καθώς οι Ιρανοί αστυνομικοί άρχισαν να τον χτυπούν στο πρόσωπο για να σταματήσει.

Εκείνη την ώρα στο χώρο υποδοχής βρισκόταν μια Αμερικανίδα, παντρεμένη με Ιρανό, που ήταν εκεί και περίμενε τα παιδιά τους που σπούδαζαν στις ΗΠΑ και επέστρεφαν εκείνο το βράδυ. «Η γυναίκα είχε τρομερά κότσια», λέει ο Ιάσων σήμερα. «Με ακολουθούσε από πίσω καθώς με τραβούσαν προς τα έξω, με ένα μπλοκάκι στο χέρι, και έγραφε το όνομά μου γράμμα-γράμμα. Πήρε τηλέφωνο την εφημερίδα, και οι Times επικοινώνησαν με τον Έλληνα πρέσβη στην Τεχεράνη».

Ο Νίκος Γαριλίδης, ο πρέσβης, θα έσπευδε λίγη ώρα αργότερα στο αεροδρόμιο –μα εκεί οι υπεύθυνοι θα αρνούνταν ότι ο Ιάσων είχε εμφανιστεί καν. Έτσι, το βράδυ της 17ης Ιουνίου, κανένας Έλληνας και κανένας γνωστός του Ιάσωνα Αθανασιάδη δεν ήξερε ότι ένα πολιτικό αυτοκίνητο διέσχιζε την Τεχεράνη οδηγώντας τον στη διαβόητη φυλακή Εβίν.

3.

Η Τεχεράνη δεν το καλύτερο μέρος του κόσμου για έναν ξένο. Πάρε την ιστορία της Κλοτίλ Ραϊς, ας πούμε, μιας 24χρονης καθηγήτριας από τη Γαλλία, που συνελήφθη τον ίδιο καιρό με τον Ιάσονα, κατηγορήθηκε για κατασκοπία, φυλακίστηκε επίσης στην Εβίν, και εκεί είδε δύο συγκατηγορούμενούς της να εκτελούνται τον περασμένο Ιανουάριο. Απελευθερώθηκε τελικά μετά από προσπάθειες της Γαλλικής κυβέρνησης που κράτησαν δέκα μήνες.

Ή θυμίσου την υπόθεση τριών Αμερικανών, της Σάρα Σουρντ, του Σέιν Μπάουερ και του Τζόσουα Φάταλ, που συνελήφθησαν επίσης τον ίδιο καιρό, κάνοντας πεζοπορία στα σύνορα με το Ιρακινό Κουρδιστάν (η κατηγορία ήταν ότι μπήκαν στο έδαφος του Ιραν χωρίς άδεια) και έμειναν επίσης για δέκα μήνες στην Εβίν.

Και υπάρχουν και Έλληνες: Ο Άγγελος Αλεξίου πέρασε 14 μήνες στη φυλακή για λαθρεμπόριο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα τον περασμένο Ιανουάριο. Ή θυμήσου την απίθανη ιστορία ενός Έλληνα ιπτάμενου φροντιστή που εργαζόταν στην Ιρανική αεροπορική εταιρία Kish Air και που απελάθηκε από τη χώρα επειδή προειδοποίησε επιβάτες ότι θα ζητήσει τη σύλληψή τους, καθώς διαμαρτύρονταν έντονα για το ότι οι οθόνες του αεροσκάφους έγραφαν «Αραβικός Κόλπος» αντί για «Περσικός».

Πρόκειται, δε, για την πιο εχθρική χώρα στη Γη για τους δημοσιογράφους: Σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων (Committee to Protect Journalists), το Μάρτιο βρίσκονταν στις Ιρανικές φυλακές 52 δημοσιογράφοι, νούμερο που αποτελεί παγκόσμιο ρεκόρ.

Ο Ιάσων Αθανασιάδης ήταν και ξένος, και δημοσιογράφος, και φυλακισμένος. Τα πράγματα δεν έμοιαζαν καθόλου ευοίωνα γι’ αυτόν.

4.

Η φυλακή Εβίν βρίσκεται στα βόρεια της Τεχεράνης, κοντά σε ένα χωριό που λέγεται Νταρακέ, στο οποίο πηγαίνει πολύς κόσμος εκδρομή, για να περπατήσει στα βουνά κάθε Πέμπτη και Παρασκευή, που είναι το Ιρανικό Σαββατοκύριακο. «Όταν ζούσα στην Τεχεράνη πήγαινα εκεί και περπατούσα», θυμάται ο Ιάσων. «Ήταν η μοναδική ευκαιρία να βγεις από την Τεχεράνη και να αναπνεύσεις λίγο». Στο δρόμο κάθε φορά περνούσε μπροστά από την Εβίν.

Το κελί στο οποίο τον έβαλαν βρισκόταν στο τμήμα 209 της φυλακής. Ήταν ένα δωμάτιο τρία επί δύο, με ένα μικρό σιδερόφρακτο παράθυρο ψηλά, μόνιμο φωτισμό 24 ώρες το 24ωρο, και μια γεννήτρια ντίζελ απ’ έξω που έστελνε μέρος των αναθυμιάσεών της στο εσωτερικό. Η ζέστη ήταν αφόρητη, και ο Ιάσων δεν είχε τρόπο να υπολογίσει την ώρα πέρα από τη Φαζρ, τη Ζορ και τη Μαγκρέμπ, τις τρεις προσευχές που ακούγονταν από έξω. Το φαγητό ήταν καλό, ένας χυλός με κρέας ή κοτόπουλο και γιαούρτι, αλλά ο Ιάσων επέλεξε να τρώει μόνο μία φορά την ημέα για να συνηθίσει ο οργανισμός του, στο ενδεχόμενο που θα ήθελε να κάνει απεργία πείνας στο μέλλον.

Και ύστερα, υπήρχαν οι άνθρωποι.

Η Σοφία Κουτλάκη, Ελληνίδα παντρεμένη με Ιρανό, έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Among The Iranians», το οποίο περιγράφει την Ιρανική κοινωνία από την οπτική ματιά του Δυτικού που την έχει ζήσει από κοντά. Στο βιβλίο (και, πιο αποσπασματικά,στο blog της amongtheiranians.blogspot.com) περιγράφει την εικόνα μιας κοινωνίας με κώδικες συμπεριφοράς πολύ διαφορετικούς από τους δικούς μας. Οι Ιρανοί, γράφει, αποφεύγουν πάση θυσία τη σύγκρουση στις καθημερινές τους επαφές, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να κρύβουν έντεχνα τα αληθινά τους συναισθήματα. Όλες οι συνομιλίες και οι ανταλλαγές απόψεων γίνονται με μια ευγένεια που ενίοτε μπορεί να είναι και απολύτως ψεύτικη. («Αν ακούσεις τον Αχμεντίνετζαντ να μιλάει με τον Ραφσαντζάνι», μου είπε ο Αθανασιάδης, «νομίζεις ότι ακούς δυο φίλους. Ή μάλλον όχι φίλους –οι φίλοι δε μιλάνε τόσο μελιστάλαχτα μεταξύ τους»). Για κάποιον εξωτερικό παρατηρητή, ειδικά κάποιον από κουλτούρες σαν τη δικιά μας, όπου η γνώμη μας είναι κάτι που διατρανώνουμε φωναχτά και οι τσακωμοί κάτι που ενίοτε επιδιώκουμε, η κοινωνία τους μοιάζει βασισμένη στην υποκρισία και τον ψυχαναγκασμό. Είναι όμως ένας τρόπος συμπεριφοράς που έχει τις ρίζες του σε συνήθειες και έθιμα (και συμπλέγματα) αιώνων. Ως ξένος, πρέπει να μάθεις να τον χειρίζεσαι.

Να χωνέψεις, ας πούμε, την υπόθεση με το τσάι.

«Είσαι στην Εβίν, σε μια από τις χειρότερες φυλακές του κόσμου», λέει ο Ιάσων, «και έχεις πέντε φορές τη μέρα να περνάει ο τύπος με το τσάι, και σε ρωτάει «θέλετε τσαγάκι»; Εγώ έλεγα όχι, και με κοιτούσαν περίεργα, γιατί στο Ιράν εντάξει να μη φας –αλλά να μην πιείς τσάι; Ο διπλανός μου λοιπόν συμπεριφερόταν σαν διευθυντάκος στο γραφείο του που είχε επίσκεψη. «Περάστε, πώς είστε, ήσαστε καλά σήμερα;» έλεγε στον τσαγά κάθε μέρα».

Ο Ιάσων Αθανασιάδης, γνώστης της ντόπιας ιδιοσυγκρασίας, ήξερε τους κώδικες συμπεριφοράς του συγκεκριμένου λαού, βεβαίως, παρ’ όλα αυτά μια φορά δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τους κώδικες, και θύμωσε. Και αντέδρασε.

«Οι φρουροί ήταν απλά παιδιά», θυμάται, «χωρίς μόρφωση, από την επαρχία κυρίως, πολύ πιστοί. Είναι πιθανό να μην ήταν καν κανονικοί φρουροί, αλλά μπασίτζ που τους είχαν πει να πάνε στη φυλακή Εβίν για να βοηθήσουν. Φοβούνταν κιόλας γιατί ζούσαν στην κοινωνία, δεν ήταν κανονικοί φύλακες. Θυμάμαι έναν τύπο που είχε έρθει στην υπηρεσία του φορώντας μια άσπρη χειρουργική μάσκα και γελοία γυαλιά ηλίου, για να μην τον γνωρίσει κανένας κρατούμενος. Έμοιαζε σαν να είναι αυτός στη φυλακή».

«Γίνεται να πείτε στον ανακριτή ότι θέλω να πάρω ένα τηλέφωνο τη μητέρα μου», του είπα, μιλώντας απ’ το παραθυράκι της πόρτας. «Επίσης θέλω να μιλήσω με τον Έλληνα πρέσβη, και να δω τον ανακριτή». «Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί τους», μου είπε. «Εγώ σίγουρα δεν μπορώ», του είπα, «αλλά εσύ έχεις περισσότερες ελπίδες αν δοκιμάσεις. Ένα τηλεφωνηματάκι κάνε, είμαι τόσο καιρό εδώ μέσα, δεν έχει έρθει κανείς να με δει». «Πόσο καιρό είσαι, δηλαδή», με ρώτησε. «Δέκα μέρες». «Είναι άτομα εδώ μέσα που είναι χρόνια και δεν έχουν πάει σε δίκη». «Καλά εντάξει, κάνε όμως κάτι αν μπορείς». «Θα προσπαθήσω», μου είπε, αλλά με έναν τρόπο που κατάλαβα ότι δεν είχε καμία διάθεση. Εκεί εκνευρίστηκα και κλώτσησα τη μεταλλική πόρτα. Ταράχτηκε, πήγε πίσω, κι εγώ δεν συνέχισα γιατί σκέφτηκα ότι δεν αποσκοπεί όλο αυτό πουθενά, και πήγα και έκατσα πίσω και έκανα ότι τον αγνοώ. Αυτός έκλεισε το πορτάκι, και μετά από μία ώρα ήρθε για το φαγητό. Άνοιξε την πόρτα και μου το έδωσε, όπως πάντα. Χωρίς να πάρει καποια προφύλαξη, χωρίς να με χτυπήσει ή να μου πει τίποτα. Παρ’ όλο που είχα συμπεριφερθεί βίαια. Εκεί τον παραδέχτηκα».

Εκτός από τις ώρες τις αναμονής στο κελί, οπού το μόνο πράγμα που υπήρχε να κάνει κάποιος ήταν να διαβάσει το Κοράνι, τις επισκέψεις του τσαγά και του φρουρού για το φαγητό, η καθημερινότητα του Ιάσονα στη φυλακή περιλάμβανε τις ανακρίσεις. Γιατί, παρ’ όλο που δεν υπήρξε ποτέ επίσημο κατηγορητήριο για τα εγκλήματά του, υπήρχαν ανώνυμοι και βλοσυροί ανακριτές που θα προσπαθούσαν να τον κάνουν να τα ομολογήσει.

«Ο πρώτος ανακριτής δεν ήξερε τίποτα», θυμάται. «Εγώ ήμουν γυρισμένος στον τοίχο με τα μάτια δεμένα, κι αυτός μου έκανε ερωτήσεις γενικού περιεχομένου, για τα τρία χρόνια που είχα ζήσει στη χώρα, ποιους είχα γνωρίσει, τέτοια πράγματα. Ήταν φανερό πως δεν είχε πληροφορίες για την υπόθεση, δεν είχε καν το φάκελό μου».

«Ένα βράδυ, καθώς καθόμουν με το πρόσωπο γυρισμένο στον τοίχο, αισθάνθηκα ότι υπήρχαν πολλά άτομα πίσω μου. Και υπέθεσα ότι ήταν σημαντικά άτομα, γιατί είχε αλλάξει ο τόνος του ανακριτή, μου μιλούσε πιο θεατρικά. Μου έκανε και μία ερώτηση του στιλ «τι κάνεις όλη μέρα στο κελί», και το απάντησα «διαβάζω το Κοράνι». «Α, πολύ ωραία», μου απάντησε, «διαβάζεις αραβικά;» αν και ήξερε την απάντηση. «Ναι, φυσικά», είπα. «Απάγγειλέ μας ένα στίχο». Και του απήγγελα δυο-τρεις στίχους. Κατάλαβα ότι τους άρεσε πάρα πολύ.

Και μετά μου έδειξαν τις αποδείξεις».

«Οι αποδείξεις ήταν μια φωτογραφία που είχε παρθεί στο διάλειμμα ενός συνεδρίου το 2005 ή ‘06 στο Κομ, όπου είχα πάει ως φοιτητής. Σε ένα πηγαδάκι με πολλά άτομα βρέθηκα με έναν Άγγλο διπλωμάτη που ήταν υπεύθυνος για τα media στην Βρετανική πρεσβεία. «Να, απόδειξη ότι έχεις επαφές με την Βρετανική πρεσβεία». «Πράγματι, τους απάντησα, «είμαι Άγγλος υπήκοος, και δημοσιογράφος, κι αυτός ο κύριος είναι υπεύθυνος για τα media. Φυσικά έχω επαφές με την Αγγλική πρεσβεία». Μετά μου έδειξε και με εκτύπωση μηνυμάτων SMS μεταξύ δυο ατόμων, σε μισο-περσικά και μισο-αγγλικά. Ήταν από έναν αριθμό που πράγματι χρησιμοποιούσα όταν ήμουν στο Ιράν, αλλά ανήκε σε ένα φίλο. Τον καιρό που είχαν σταλθεί αυτά τα μηνύματα, βεβαίως, δεν ήμουν εγώ στη χώρα. «Μπορείτε να ελέγξετε τις ημερομηνίες των βιζών που έχω πάρει», τους είπα. Τα μηνύματα ήταν μια αδέξια ερωτική συνομιλία, που είχε μέσα και λίγη περσική ποίηση, λίγο κωδικοποιημένο αίσθημα, ώστε κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί πως ήταν δύο που μιλάνε σε κώδικα. Αλλά απλά φλέρταραν Ιρανικά. «Δεν ξέρω τόσο καλά Περσικά, και σίγουρα δεν ξέρω ποίηση», τους είπα. Δεν μου έδειξαν άλλες αποδείξεις».

Δέκα μέρες μετά, και καθώς η φυλακή είχε αρχίσει να γεμίζει με αντικαθεστωτικούς από τις ταραχές έξω, ο Ιάσων μεταφέρθηκε σε μια άλλη πτέρυγα της φυλακής που μέχρι τότε ήταν κλειστή. «Εκεί που με πήγαν ήταν σαν νοσοκομείο», θυμάται. «Τόσο στενό που δεν μπορούσα να κοιμηθώ τα βράδια, με τρομερά έντονο φωτισμό περιτρυγιρισμένο με γυαλί οπότε είχε αντανάκλαση 24 ώρες το 24ωρο».

Σ΄αυτή την πτέρυγα ξεκίνησε και η κανονική ανάκριση. «Τότε ήρθαν οι πραγματικοί ανακριτές, που είχαν διαβάσει το φάκελό μου και ήξεραν την υπόθεση. Ήταν άνθρωποι με παιδεία, διαβασμένοι, και μ’ αυτούς μπήκαμε και σε φιλοσοφικές συζητήσεις, για την δυτικοτοξικοποίηση και τον Ιρανό φιλόσοφο Τζαλάλ Άλ-Ε Αχμάντ, για τον μαρξιστοισλαμιστή Αλί Σαριατί, για βιβλία, για γεωπολιτικά θέματα. Αυτοί μου επέτρεπαν να γυρνάω και να τους κοιτάζω. Φορούσαν, ωστόσο, χειρουργικές μάσκες».

Κάποια μέρα ήρθαν και του είπαν πως η δουλειά τους είχε τελειώσει. «Μου είπαν «κλείνουμε την υπόθεση, αλλά εμείς φυσικά δεν έχουμε καμία επιρροή στο δικαστικό τομέα, που είναι ανεξάρτητος στο Ιράν. Εμείς είμαστε απλώς υπάλληλοι». Και έφυγαν. Ποτέ δεν έμαθα από ποιά υπήρεσία ήταν, ή την ιδιότητά τους. Ήμουν μόνο έρμαιο σε ό,τι ήθελαν να κάνουν, και ταυτόχρονα, αν και τυφλός, έπρεπε να είμαι διαρκώς τρομερά ευγενικός».

«Πριν φύγουν, με ρώτησαν αν μπορούν να κάνουν κάτι άλλο για μένα. Ζήτησα να πάω να κάνω ένα ντους, γιατί ήταν Ιούλιος και ήμουν πέντε μέρες άπλυτος. Οι ανακριτές πήγαν στο φύλακα, ο οποίος ήταν ένας αρκετά απότομος και βάναυσος τύπος, και του ζήτησαν να με αφήσει. «Α, σήμερα δεν σας το προτείνω», είπε αυτός. «Είναι Παρασκευή και δεν έχουμε προλάβει να ζεστάνουμε το νερό».

Τρεις ημέρες μετά, κι αφού δεν είχε έρθει κανείς να τον δει, ο Ιάσων άρχισε πάλι να ανησυχεί.

«Είδα τον υπεύθυνο της πτέρυγας, και του ζήτησα να πάρω τηλέφωνο τη μητέρα μου. «Έχω να της μιλήσω είκοσι μέρες και πεθαίνει από την αγωνία. Εγώ είμαι καλά. Είμαι μαζί σας, με προσέχετε, αυτοί δεν το ξέρουν όμως». Μου είπε ότι είναι πολύ δύσκολο, ότι θα πρέπει να βρουν μεταφραστή για να ακούσει τη συζήτηση, αλλά να μην ανησυχώ, κάτι θα γίνει».

«Δύο ώρες αργότερα ήρθε ένας τύπος χωρίς δόντια με μια γλυκιά προφορά από το Γιαζντ, μια πόλη στο κεντρικό Ιράν, και μου είπε: «μάζεψε τα πράγματά σου, απελευθερώνεσαι».

5.

Τις μέρες που είχαν μεσολαβήσει μια επανάσταση είχε ξεκινήσει, είχε καταπνιγεί βίαια, και είχε ξεφουσκώσει. Η Τεχεράνη ήταν πια ήσυχη, κι εκείνη τη μέρα ήταν μουντή και γκρίζα, καθώς μια αμμοθύελα απ’ το Ιρακ είχε φέρει και σκόνη πάνω από την πόλη.

Αλλά υπήρχε κάτι διαφορετικό στην ατμόσφαιρα.

«Ξαφνικά παρατήρησα από το παράθυρο πόσο τολμηρές ήταν οι εμφανίσεις των γυναικών», λέει ο Ιάσων. «Ακόμα και σε παραδοσιακές περιοχές της Νότιας Τεχεράνης όπως η Νάζι Αμπάντ και η Σαχρερέ από όπου περάσαμε, και όπου υποτίθεται ότι η αστυνόμευση των ηθών γίνεται από την ίδια την κοινωνία, έβλεπες γυναίκες με ρούχα μικροσκοπικά, με φουστάνια ροζ, ή με τα μαλλιά τους να φαίνονται (αλλά πάντα με μαντίλες, βέβαια), πράγματα που μπορείς να τα δεις στα εμπορικά κέντρα της Βόρειας Τεχεράνης, αλλά ποτέ σ’ αυτές τις περιοχές. Και κατάλαβα ότι είχε συμβεί μια πολιτική αλλαγή τόσο μεγάλη που ξαφνικά ο κόσμος δεν νοιαζόταν τόσο πολύ γι’ αυτά τα πράγματα».

Όταν το αυτοκίνητο έφτασε στο αεροδρόμιο ο Ιάσων συνάντησε τον Έλληνα πρέσβη, το Νίκο Γαριλίδη, που είχε έρθει να τον ξεπροβοδίσει (σ.σ. επικοινωνήσαμε με τον κύριο Γαριλίδη, ο οποίος αρνήθηκε να σχολιάσει τα γεγονότα εκείνης της ημέρας). Όλοι μαζί, ένα αλλόκοτο συνοθύλευμα επιφυλακτικών Ελλήνων και ευγενέστατων Ιρανών, κάθισαν να πιούν (τί άλλο;) ένα τσάι, περιμένοντας το αεροπλάνο.

Καθώς η ώρα πλησίαζε, οι αστυνομικοί ζήτησαν από τον πρέσβη να αποχωρήσει, και οι ίδιοι αποσύρθηκαν σε ένα άλλο δωματιάκι για να φάνε. Όταν επέστρεψαν, κάτι είχε αλλάξει.

«Μου είπαν να σηκωθώ», λέει ο Ιάσων, «οπότε πήρα τα πράγματά μου, βγήκαμε και αρχίσαμε να περπατάμε προς την πύλη. Και τότε με έστριψαν προς ένα άλλο σημείο, και αναγνώρισα ότι εκεί με είχε πάει ο κύριος που με είχε συλλάβει 19 μέρες νωρίτερα. Ήμουν στο τηλέφωνο με τη φίλη μου όταν συνέβη αυτό. «Δεν θέλω να σε ανησυχήσω», της είπα, «αλλά κάτι συμβαίνει τώρα». Εκεί που με πήγαν μου έκαναν πάλι φύλλο και φτερό την τσάντα, άνοιξαν τους φακούς των μηχανών, με ρωτούσαν τι είναι όλα τα πράγματα, και στη συνέχεια με διέταξαν να κλείσω το κινητό μου. «Όχι», τους είπα. «Κλείστο, είμαστε η αστυνομία και σου λέμε να το κλείσεις».

Αντί να το κλείσει, ο Ιάσων τηλεφώνησε στο Νίκο Γαριλίδη και του εξήγησε τί συμβαίνει.

Οι Ιρανοί ήταν προβληματισμένοι.

«Τους είχαν δώσει εντολές προφανώς να μη με χτυπήσουν, οπότε δεν μπορούσαν να μου πάρουν το κινητό δια της βίας. Φτάσαμε στο σημείο να μου πουν ότι αν αφήσω το κινητό στο τραπέζι ανοιχτό δεν θα το ακουμπήσει κανείς, και θα είμαστε εντάξει».

Μόλις το άφησε, φυσικά, οι Ιρανοί το πήραν και του έβγαλαν την κάρτα SIM και τη μπαταρία.

Στη συνέχεια, τον έβαλαν σε ένα κελί που δεν παραδέχονταν ότι είναι κελί. ««Γιατί με βάζετε σε κελί», τους ρώτησα. «Μα πώς λέτε ότι αυτό είναι κελί», μου είπαν, «ένας τόσο ωραίος χώρος». Ήταν ένα δωμάτιο τρεις-τέσσερις φορές μεγαλύτερο από το κελί μου στις φυλακές, αλλά το χρησιμοποιούσαν για να στοιβάζουν πολύ κόσμο –απλώς εκείνο το βράδυ έτυχε να είναι άδειο. Βρισκόταν ακριβώς κάτω από τους σωλήνες που έφερναν τις αποσκευές στο baggage claim, και είχε μια κανονική μεταλλική πόρτα με μπάρες. «Δείτε, έχει μοκέτα. Βγάλτε τα παπούτσια σας πριν μπείτε μέσα». Και επειδή δεν τα έβγαζα, με μάλωσαν. «Μα είναι συμπεριφορά αυτή;» μου είπαν. «Εσείς στην Ελλάδα έτσι συμπεριφέρεστε στα χαλιά σας;»

«Τελικά τα έβγαλα και τα παπούτσια, μπήκα μέσα, με έκλεισαν. Φυσικά έχασα την πτήση. Μου είπαν ψέματα ότι δήθεν λόγω της αμμοθύελλας δεν έφυγε το αεροπλάνο, αλλά εγώ άκουγα τις αναγγελίες στα περσικά, και καταλάβαινα πως είχε φύγει. Με διαβεβαίωσαν πως με είχαν βάλει στην επόμενη πτήση που έφευγε στις 4 το πρωί».

«Στις 3 ξύπνησα με την προσευχή στην απόλυτη ερημιά. Δεν υπήρχε κανείς, οπότε άρχισα να φωνάζω. Ήρθε αστυνομικός που δεν ήξερε τίποτα, οπότε αναγκάστηκα να περιμένω άλλες οκτώ ώρες εκεί. Το μεσημέρι ήρθαν και με πήραν, με έβαλαν πάλι σε ένα αυτοκίνητο και με πήγαν στην κεντρική Τεχεράνη. Νόμιζα ότι με πηγαίνουν πάλι στη φυλακή, αλλά τελικά με πήγαν σε ένα κτίριο γραφείων, όπου βρίσκονταν ένας συνταγματάρχης και μαζί του ο πρέσβης. Ο συνταγματάρχης ήθελε να υπογράψω μια ομολογία ότι έχω δράσει κατά της Ιρανικής δημοκρατίας, αλλά εγώ αρνήθηκα έντονα. «Αν το υπογράψεις θα σε αφήσουμε», μου είπε, κι εγώ πάλι αρνήθηκα. Τελικά βρήκαμε μια συμβιβαστική λύση: Υπέγραψα ένα πολύ γενικό χαρτί που έλεγε ότι «λόγω ελιππούς πληροφόρησης ο Ιάσων Αθανασιάδης παραβίασε κάποιους από τους κανόνες που διέπουν τη δημοσιογραφία στην Ισλαμική δημοκρατία του Ιράν, τους οποίους δεν γνώριζε». Αυτό το υπέγραψα, γιατί όντως το είχα κάνει: Στην Κομ είχα φωτογραφίσει χωρίς να έχω πέραν της δημοσιογραφικής κάρτας και τη δημοσιογραφικής βίζας και ένα χαρτί που έλεγε ότι την τάδε μέρα και ώρα στην τάδε γεωγραφική τοποθεσία ο τάδε θα φωτογραφίζει. Το είχα βγάλει, αλλά δεν το είχα μαζί μου».

Αντί για την επόμενη πτήση προς Αθήνα μέσω Ντουμπάι που ήταν στις 10:30 το βράδυ, ο Ιάσων με τον πρέσβη έκλεισαν την πρώτη πτήση προς Ντουμπάι που υπήρχε. Ήταν μια της Iran Air, γεμάτη με θρησκευτικούς προσκυνητές που είχαν επισκεφθεί την Κομ και τη Μασάντ, κυρίως Ιρακινοί Σιίτες. Ήταν τα γενέθλια του Ιμάμ Αλί, ξαδέρφου του Μωάμεθ οπότε στην πτήση μοίρασαν σε όλους από ένα κόκκινο ρόδο.

Ήταν όλοι πολύ ευγενικοί.

Μέσα στην ξηρή ατμόσφαιρα της καμπίνας, στη μιάμιση ώρα που διαρκεί η πτήση, το ρόδο μαράθηκε τελείως.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το Θοδωρή Γεωργακόπουλο. Μπορείς να το διαβάσεις ολόκληρο εδώ: http://www.georgakopoulos.org/work/non-fiction-story/iason/#ixzz39PC30SrF 

Follow us: @tgeorgakopoulos on Twitter
InfoGnomon
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ