2014-09-04 17:31:03
Φωτογραφία για Έλεγχος συμμορφώσεως της Διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις
Γράφει ο ΕΜΘ Επχιας (ΠΖ) Μπάτζιος Φώτιος

Γενικός Γραμματέας της ΕΣΠΕΔΜ

Έλεγχος συμμορφώσεως της Διοικήσεως στις δικαστικές αποφάσεις

Για να είναι αποτελεσματική η παροχή δικαστικής προστασίας δεν αρκεί η έγκαιρη επίλυση των διαφορών με δικαστικές αποφάσεις. Απαιτείται ακόμη η συμμόρφωση της Διοικήσεως προς το περιεχόμενο των αποφάσεων.

Ο κίνδυνος της μη εκτελέσεως των ακυρωτικών αποφάσεων γνωστός εξαρχής στον Έλληνα νομοθέτη, οδήγησε στη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 4 του ν. 3713/1928, σύμφωνα με την οποία «Αι διοικητικαί αρχαί δέον κατά τας εκάστοτε περιπτώσεις να συμμορφώνται δια θετικής ενεργείας προς το περιεχόμενον της αποφάσεως του Συμβουλίου ή απέχωσιν από πάσης ενεργείας, αντιτιθεμένης προς τα υπ’ αυτού κριθέντα. Ο παραβάτης, πλην της κατά το άρθρον 487 του ποινικού νόμου διώξεως, υπέχει και προσωπικήν ευθύνην προς αποζημίωσιν». Για τον ίδιο λόγο διατηρήθηκε η ρύθμιση αυτή στην ταυτάριθμη διάταξη του ν.δ/τος 170/1973, και ακολούθως αποτυπώθηκε και στο Σύνταγμα (άρθρο 95 παρ
. 5). Η τελευταία αυτή διάταξη επικρίθηκε ως περιττή με την παρατήρηση ότι, ούτως ή άλλως, η υποχρέωση της Διοικήσεως σε συμμόρφωση προς τις αποφάσεις όλων των δικαστηρίων και όχι μόνον του Συμβουλίου της Επικρατείας απορρέει από άλλες συνταγματικές αρχές και διατάξεις, όπως το άρθρο 20 παρ. 1. Μαρτυρεί πάντως εύγλωττα τη γνώση και την ανησυχία του συνταγματικού νομοθέτη για το πρόβλημα, ανησυχία που του υπαγόρευσε την ειδική αυτή αναφορά σε σχέση με τις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 50 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 επαναλαμβάνει την αρχική διάταξη του ν. 3713/1928.

  Για την ασφαλέστερη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων συστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 1470/1984 (Α΄ 112), ήδη άρθρο 72 του π.δ/τος 18/1989, ειδική επιτροπή, στην οποία ανατέθηκε αφενός η υπόδειξη των ενδεδειγμένων ενόψει της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας ουσιαστικών, οργανωτικών ή διαδικαστικών μεταβολών στη νομοθεσία και στις κάθε μορφής κανονιστικές πράξεις και αφετέρου η παρακολούθηση της συμμορφώσεως των αρμοδίων διοικητικών οργάνων κατά το στάδιο της εκτελέσεως των ακυρωτικών αποφάσεων του Δικαστηρίου. Πρόκειται για θεσμό ανάλογο με την Commision du Rapport του Γαλλικού Conseil d’ Etat, που αποβλέπει στη συνεργασία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, με στόχο την εδραίωση της νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Η δημιουργία της Επιτροπής κάλυψε και ένα κενό προστασίας του πολίτη που δημιουργήθηκε με τη νομολογία, ότι η σιωπηρή μη συμμόρφωση της Διοικήσεως στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αποτελεί παραδεκτά προσβαλλομένη με αίτηση ακυρώσεως παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας. Η Επιτροπή δεν ασκεί δικαιοδοτική λειτουργία. Οι πράξεις της έχουν διοικητικό χαρακτήρα (γνωμοδοτικό ή διαπιστωτικό), εξαιρούνται όμως του ακυρωτικού ελέγχου, λόγω της συνθέσεως της Επιτροπής από ισόβιους δικαστικούς λειτουργούς     Ήδη η Επιτροπή Συμμορφώσεως βαίνει προς κατάργηση. Με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής αναθεωρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 4 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος και προβλέφθηκε η υποχρέωση συμμορφώσεως προς όλες της δικαστικές αποφάσεις, καθώς και η αρμοδιότητα των δικαστηρίων να λαμβάνουν μέτρα για τον εξαναγκασμό της Διοικήσεως σε συμμόρφωση. Με το ν. 3068/2002 (Α΄ 274) προκρίθηκε, ενόψει των αναθεωρηθεισών αυτών διατάξεων, να ανατεθεί η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις σε δικαστικά όργανα της ανώτατης βαθμίδας, τα οποία ανήκουν στην ίδια κατά βάση δικαιοδοσία, από την οποία προέρχεται η δικαστική απόφαση, ως προς την οποία τίθεται ζήτημα συμμορφώσεως της Διοικήσεως. Όπως αναφέρεται στην οικεία εισηγητική έκθεση, «τα όργανα αυτά παρέχουν, λόγω και του υψηλού κύρους που διαθέτουν, όλα τα εχέγγυα, να εκπληρώσουν με επιτυχία το δύσκολο έργο του ελέγχου της συμμορφώσεως της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις». Με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως και 6 του νόμου αυτού προβλέπεται, όσον αφορά στις δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται μετά την έναρξη ισχύος του, η συγκρότηση τριμελούς συμβουλίου του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου και των ανωτάτων δικαστηρίων, στα οποία ανατίθεται η αρμοδιότητα για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων για τη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις των δικαστηρίων που υπόκεινται σε αυτά.

  Το τριμελές συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και δύο Συμβούλους της Επικρατείας, είναι αρμόδιο για τη λήψη των προβλεπομένων μέτρων για τη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και των λοιπών ειδικών δικαστηρίων. Το τριμελές συμβούλιο επιλαμβάνεται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου. Εάν διαπιστώσει καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμορφώσεως ή πλημμελή συμμόρφωση προς τα κριθέντα με δικαστική απόφαση, καλεί την αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση να εκθέσει μέσα σε ένα μήνα τις απόψεις της και να υποβάλει τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της. Ακολούθως, εάν μετά τη σχετική έρευνα, διαγνώσει ότι η καθυστέρηση, παράλειψη ή άρνηση συμμορφώσεως ή η πλημμελής συμμόρφωση προς τη δικαστική απόφαση είναι αδικαιολόγητη, καλεί την υπόχρεη προς συμμόρφωση αρχή να συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα σε εύλογη προθεσμία που το ίδιο ορίζει και η οποία δεν μπορεί να υπερβεί το τρίμηνο.

Κύρια χαρακτηριστικά της νέας νομοθετικής ρυθμίσεως είναι αφενός η γενίκευση του ελέγχου της συμμορφώσεως της Διοικήσεως σε όλες τις δικαστικές αποφάσεις, και αφετέρου ότι εάν το οικείο συμβούλιο διαπιστώσει ότι η αρχή που υποχρεούται σε συμμόρφωση, δεν συμμορφωθεί προς την απόφαση μέσα στην ταχθείσα από αυτό προθεσμία, το συμβούλιο βεβαιώνει τη μη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τη δικαστική απόφαση και προσδιορίζει ένα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον ενδιαφερόμενο, ως κύρωση για τη μη συμμόρφωση της Διοικήσεως προς τη δικαστική απόφαση. Εάν μετά την επιβολή της χρηματικής κύρωσης η Διοίκηση εξακολουθεί να μην συμμορφώνεται, μπορεί ύστερα από επανάληψη της σχετικής διαδικασίας να επιβληθεί από το τριμελές συμβούλιο και νέα χρηματική κύρωση. Οι αποφάσεις του τριμελούς συμβουλίου, με τις οποίες προσδιορίζεται χρηματικό ποσό ως κύρωση σε βάρος της Διοικήσεως, εκτελούνται κατά τις οικείες περί εντάλματος πληρωμής διατάξεις.

‘’Πηγή: ΣτΕ’’
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ