2015-01-16 11:34:30
Φωτογραφία για 5866 - Αναζητώντας ένα σύγχρονο ορθόδοξο λόγο (π. Βασίλειος Ιβηρίτης)
Προς μίαν αναδιατύπωση του λόγου της παραδόσεως 

Εισήγηση και συζήτηση από την 6η νεανική συνάντηση γνωριμίας και επικοινωνίας, που διοργάνωσε ο Νεανικός Επιμορφωτικός Όμιλος Σύρου(1), στη Ζίτσα Ιωαννίνων στις 21-26 Ιουλίου 1991, υπό τον γενικότερο τίτλο «Αναζητώντας την ταυτότητά μας»(2)

π. Βασίλειος Γοντικάκης

Πρώην καθηγούμενος Ι. Μ. Ιβήρων Αγίου Όρους

Νομίζω ότι εάν δεν έλεγα τίποτα, θα φανταζόσασταν και θα ξέρατε αυτά που ήθελα να πω. Αλλά επειδή πρέπει κάτι να πω, το κάνω.

Κατ' αρχήν, να ξεκαθαρίσω ότι δεν είμαι καθόλου προε­τοιμασμένος, δεν ξέρω τι να πω. Η παραμονή μαζί σας για δυο μέρες ήτανε πολύ θετική. Μου άρεσαν πολλά πράγματα, κυρίως όμως οι παρουσιάσεις των ομάδων που μετέχουν. Ιδιαίτερα, αυτοί που είπαν ότι όταν παίζουν συνήθως αποτυχαίνουν. Και επίσης η κοπελιά που είπε ότι «δεν νομίζουμε ότι έχουμε αποστολή να σώ­σουμε τον κόσμο, απλώς στη συντροφιά μας προσπαθούμε να βοηθήσουμε κάθε παιδί να προχωρήσει σε μια προσωπική συνά­ντηση με το Χριστό και όταν πέσουμε θέλουμε να σηκωνόμαστε».


Είχατε δίκιο την περασμένη φορά, στην Παναγία Σουμελά(3) όταν ζητούσατε να παίρνουν το λόγο περισσότερο οι νέοι. Από την άλλη μεριά, άκουσα τον κ. Βασιλειάδη(4) να λέει ότι δεν περιμέ­νουμε κάτι από τους γέρους, ούτε από τους μεσήλικες αλλά από εσάς τους νέους. Εγώ, επειδή αγαπώ τους νέους και δεν θέλω να τους υποτιμώ, θα έλεγα ότι δεν περιμένουμε τίποτε από τους νέ­ους κατά την ηλικία, γιατί αλίμονο αν τυχόν περιμέναμε κάτι από μια κατάσταση που σύντομα θα χάσουμε. Ένας νέος είναι νέος για λίγα χρόνια. Και ο άνθρωπος θέλει να είναι νέος στο διηνε­κές. Θέλει να ξεπεράσει τη βιολογία, το χώρο και το χρόνο. Έχει παράλογες απαιτήσεις, υπεράνθρωπες, που δεν ικανοποιούνται πουθενά αλλού, παρά μόνο μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Γι' αυτό λοιπόν, η αιωνία νεότης δίδεται μέσα στην Ορθόδοξη Εκ­κλησία και εκεί παίρνει νόημα η νεότης, η ώριμη ηλικία, τα γηρα­τειά και ο θάνατος. Και ο θάνατος παρουσιάζεται ως πλήρωμα ζωής.

Έτσι λοιπόν, ο Ορθόδοξος λόγος είναι ο ανθρώπινος λό­γος, ο θείος Λόγος, ο εν αρχή Λόγος, ο Θεός Λόγος «δι' ου τα πάντα εγένετο και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν» και ο έσχατος λόγος. Και αυτός ο οποίος έγινε άνθρωπος, Θεός ων για να κάνει τον άνθρωπο Λόγο είναι ο «Λογώσας» την αλογία ημών, Αυτός που μάζεψε τα συντρίμματα των λόγων και της υπάρξεώς μας και μας έκανε νέο άνθρωπο και μας διέστειλε και μας έδωσε τη δυνατότητα να γίνουμε κατά χάρη χώρα του αχωρήτου.

Οπότε ο Ορθόδοξος Λόγος είναι λόγος αιώνιος, εκκωφαντικός και εν σιγή λαλούμενος και προσωπικός. Ο Θεός Λόγος δεν έγινε σύστημα, ή θεολογία, ούτε φιλοσοφία, έγινε άνθρωπος και έτσι μπορεί ο κάθε άνθρωπος προσωπικά να γίνει Λόγος, να γίνει Θε­ός και να ανακεφαλαιώσει το όλον. Πόσοι θέλησαν να σώσουν τους ανθρώπους με ολοκληρωτικά συστήματα, να τους προσφέ­ρουν μια μαζική σωτηρία; Αυτά τα συστήματα, είτε θρησκευτικά είτε όχι, αποδείχθηκαν καταστροφή για τον άνθρωπο. Πόσοι θέ­λησαν να καταστρέψουν και να κλείσουν το στόμα του ενός Λό­γου ο οποίος ακούγεται εν σιγή; Στο τέλος δεν πέτυχαν τίποτε άλλο, παρά να υπογραμμίσουν το αδιάπτωτο του ενός αυτού Λό­γου. Και πόσοι άλλοι θέλησαν να σώσουν το Λόγο και παρουσιά­στηκαν σαν προφήτες μανιώδεις που θα τον κηρύξουν και θα τον σώσουν; Και δεν κατάφεραν τίποτε άλλο από το να υπογραμμί­σουν το τι δεν είναι ο Λόγος. Έτσι βοήθησαν πάλι τον Λόγο, ο ο­ποίος σώζει τον άνθρωπο.

~~~

Λέει ο Κύριος ότι «έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού και οι ακούσοντες ζήσονται». Το θέμα είναι αν μπορούμε να ακούσουμε τη φωνή αυτή για να ζήσουμε προσωπικά. Και αφού λέει ότι «πάντες οι εν τοις μνημείοις» θα ακούσουν αυτή τη φωνή, για να την ακού­σουμε πρέπει να είμαστε κατά κάποιον τρόπο πεθαμένοι. Ζητάει ο Λόγος μια απέκδυση του δικού μας θελήματος, των δικών μας ελπίδων, των δικών μας φόβων και του δικού μας θράσους. Αν θέλετε, όπως ο Μωυσής όταν βρέθηκε μπροστά στη φλεγόμενη και μη κατακαιομένη Βάτο άκουσε μια φωνή που του έλεγε «η γη εδώ είναι αγία και ο τόπος εδώ είναι άγιος και για να προχωρή­σεις πρέπει να λύσεις τον ιμάντα του υποδήματός σου», έτσι και εμείς καλούμεθα να απεκδυθούμε τους δερμάτινους χιτώνες της αυτοπεποιθήσεως, των δικών μας σχεδίων και θελημάτων, πα­θών, αρετών και υπολήψεως και στη συνέχεια, εάν είναι δυνατόν να απεκδυθούμε και της ίδιας μας της υπάρξεως κι έτσι, σαν ανύ­παρκτοι, να πλησιάσουμε τον όντως Όντα. Γι' αυτό λέει ο Κύριος ότι αν κάποιος θέλει να σώσει την ψυχή του, θα τη χάσει. Αν τη χάσει ένεκεν του Κυρίου και του Ευαγγελίου, θα την σώσει. Κι αυ­τή η σωτηρία και αυτή η εύρεση της ψυχής έχει μεγαλύτερες δια­στάσεις και αντοχή από την απώλεια. Και κάτι το οποίο γεννιέται από κάτι θνητό, από κάτι πρόσκαιρο, πρόκειται να χαθεί, να δια­λυθεί. Κάτι που γεννιέται από την κολυμβήθρα του θανάτου, «θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει». Και εμείς μπορούμε δια της ζωοφόρου νεκρώσεως να απαλλαγούμε, με τη βοήθεια του Θεού, α­πό τα κακά θελήματα, τις καλές και τις κακές πράξεις, την αυτοπεποίθηση, την ύπαρξή μας. Να νοιώσουμε ότι πραγματοποιείται σε μας αυτό που βλέπουμε στην εικόνα της Αναστάσεως: να νοιώθουμε ότι ο Θεός Λόγος «τα του θανάτου κλείθρα διασπάσας» μας τραβά από το χέρι, όπως τραβά τον Αδάμ και την Εύα, και να μας φέρνει σε μια καινή πολιτεία, «ένθα ουκ εστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος».

Με τον τρόπο αυτό ο άνθρωπος ως εκ νεκρών ζων πραγ­ματοποιεί αυτό που λέει ο Απ. Παύλος: «παραστήσατε εαυτούς τω Θεώ ως εκ νεκρών ζώντας». Αυτός ο άνθρωπος, ο εκ νεκρών ζων, καταλαβαίνει ότι ενώ εμείς πέσαμε, ο Θεός Λόγος τα πάντα εποίησε, έως ότου μας ανήγαγε εις την Βασιλεία Του και μας χά­ρισε τη ζωήν την αιώνιον, την Βασιλείαν την μέλλουσα. Το μεγά­λο γεγονός είναι ότι οι ακούσοντες ζήσονται και η ζωή είναι αυτή η κατά χάρη διαστολή, να πάρει ο άνθρωπος κατά χάρη τα μέτρα του Θεού, να ανακεφαλαιώσει το όλον.

Μας λέει: «οι ακούσαντες ζήσονται». Μπορούμε να πού­με ότι ο σκοπός της ζωής μας, άσχετα αν είμαστε άνδρες ή γυναί­κες, μορφωμένοι ή αμόρφωτοι, νέοι ή γέροι είναι να ακούσουμε τη φωνή αυτή. Αν την ακούσουμε, θα ζήσουμε. Και ελευθερωμέ­νοι δια της ζωοποιού νεκρώσεως, μπαίνουμε στην καινή πολιτεία της θείας περιχωρήσεως όπου ο καθένας ανακεφαλαιώνει το ό­λον. Γι' αυτό λέγει ο Κύριος ότι ο καλός ποιμήν «καλεί τα ίδια πρόβατα κατ' όνομα και εξάγει αυτά». Αυτή η κλήσις του ονό­ματός μας από τον καλό ποιμένα είναι η έξοδος στην ελευθερία της αγάπης και της περιχωρήσεως. Κι έτσι μπορεί να πραγματο­ποιηθεί στη συνέχεια αυτό που λέει ο Κύριος, «εισελεύσεται και εξελεύσεται και νομήν ευρήσει». Μπορούμε να μπούμε και να βγούμε, να βρίσκουμε νομή. Όπως λέει η ευχή «εν ταις εξόδοις και εν ταις εισόδοις ημών εις τον κόσμον τούτον». Και δια της θλίψεως και δια της χαράς και δια της ευλογίας και δια της δοκιμασίας βρίσκουμε νομή, τρεφόμαστε και προχωρούμε. Και λέει ο Κύριος ότι προχωρεί πάντα έμπροσθεν ο ποιμήν ο καλός και τα ίδια πρόβατα τον ακολουθούν γιατί γνωρίζουν τη φωνή του. «Αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσι, αλλά φεύξονται απ' αυτού». Γιατί οι αλλότριοι είναι ψεύτικοι. Και αν τυχόν για λίγο θαμπώνουν τους ανθρώπους, ένας άνθρωπος με δυνατή κράση θα τους αφήσει και θα φύγει. Όταν ακολουθείς τον Καλό Ποιμένα, ζεις σε μια ακατάπαυστη συνέχεια εκπλήξεων. Και η ζωή είναι τόσο μεγάλη και «η θύρα ανεωγμένη ην ουδείς δύναται κλείσαι». Και η χαρά τόσο μεγάλη που φαίνεται σαν θλίψη. Γι' αυ­τό μιλούμε για πένθος χαροποιόν. Και το φως είναι τόσο πολύ, που φαίνεται γνόφος. Και ο θάνατος σαν συμπεπυκνωμένη ζωή. Και το σκότος σαν συμπεπυκνωμένο φως, σαν πλησμονή θείας φωτοχυσίας. Και δεν τελειώνει αυτή η έκπληξις, δια της κενώσε­ως πλουτίζεις και δια της ταπεινώσεως υψώνεσαι. Ακριβώς σ' αυτό το σημείο δικαιώνεται ο μοναχισμός αλλά δικαιώνεται και η ύ­παρξη καθενός ανθρώπου. 

~~~

Όσα λέμε δεν είναι θεωρίες αλλά ο τρόπος υπάρξεως μέ­σα στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όσο γνώρισα, πουθενά δεν έχουμε αυτήν τη Θεία πολιτεία, πουθενά δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα: ο κάθε άνθρωπος, όχι επειδή είναι έξυπνος, ούτε επειδή είναι κα­λός, ούτε επειδή είναι νέος αλλά επειδή είναι άνθρωπος κι έχει την πνοή του Θεού μέσα του, κι έχει ένα δικό του όνομα, μπορεί να ανακεφαλαιώνει το όλον. Και ο άνθρωπος να μην είναι ένα κομμάτι του όλου αλλά, αν θέλετε, να νοιώθει ότι το όλον γίνεται ένα κομμάτι του καθενός ανθρώπου. Οπότε όταν φτάσει κανείς εκεί νοιώθει ότι φτάσαμε στο εν, το οποίο έχει τα πάντα. Φτάσα­με σε μια άλλη πολιτεία. Αυτό σώζει τον άνθρωπο, άσχετα αν εί­ναι στην Ανατολή ή στη Δύση. Άκουσα ότι ο Γκορμπατσώφ είπε στο Μητσοτάκη ότι αυτό που μας ενώνει είναι η Ορθοδοξία. Κι αυτό που ενώνει τη Δύση και την Ανατολή είναι η Ορθοδοξία. Κι αυτό που ενώνει τον άνθρωπο είναι η Ορθοδοξία. Κι αυτό που ζη­τάει κάθε άνθρωπος, είτε πιστός είτε άπιστος, είναι η Ορθοδοξία. Αυτό το ένα, το ελάχιστο που δίνει τα πάντα και αποκαλύπτει στον άνθρωπο τη θεία ευγένεια και τη θεϊκή του αποστολή.

Ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος για να δώσει τη δυνατότη­τα στον κάθε άνθρωπο να γίνει Θεός κατά χάριν. Όταν ο Άγιος Ι­γνάτιος ο Θεοφόρος πλησίαζε προς το πάθος, στην πορεία προς τη Ρώμη, έγραφε κάποιες επιστολές κι αυτές τον ανέδειξαν περι­πτωσιακό συγγραφέα αλλά μέγιστο, στο ύψος του Αποστόλου Παύλου. Και παρουσιάζεται ως ποιητής, ως ποιμήν, ως θεολόγος, ως άνθρωπος που διαρρηγνύει τα γινωσκόμενα και φέρνει την καινή λογική. Γι' αυτό οι χριστιανοί προσπαθούσαν να τον σώ­σουν, να τον έχουν μαζί τους όσο γίνεται περισσότερο και να μην αφήσουν να τον κατασπαράξουν τα θηρία. Κι αυτός γράφει: «..αφήστε με να πεθάνω για να ζήσω. Εκεί παραγενόμενος, άν­θρωπος έσομαι. Αν τυχόν μ' αφήσετε να πάθω, Λόγος γενήσομαι Θεού. Εάν ερασθήτε της σαρκός μου, πάλι γενήσομαι ηχώ. Αν τυ­χόν μ' αφήσετε να πάθω, να με φάνε τα θηρία, θα γίνω Λόγος Θε­ού, θα γίνω Χριστός κατά Χάρη, θα με ακούτε συνέχεια. Αν τυχόν επέμβετε ανθρώπινα και με σώσετε, θα γίνω ένα σύνολο ήχων χωρίς νόημα». Αποστολή του ανθρώπου είναι ν' ακούσει αυτή τη φωνή προσωπικά, να πει «ναι» στη θεία φωνή, όπως ανταποκρί­θηκε η Παναγία στον αρχαγγελικό ασπασμό, να είναι υπάκουος «τη ουρανίω οπτασία». Όπως λέει στον Απόστολος Παύλος, «εσύ πας να διώξεις τους χριστιανούς. Εγώ σε θέλω εδώ. Και επειδή σέβομαι την ελευθερία σου, σε θέλω μαζί μου». Και ο Παύλος είπε «ουκ απειθής εγενόμην τη ουρανίω οπτασία».

Αν ο καθένας ψάξει τη ζωή του, θα δει ότι μπορεί να έχει επιτυχίες ή αποτυχίες αλλά υπάρχει κάποια θεία επίσκεψη. Και τότε, νοιώθουμε ότι ο Καλός Ποιμήν μας καλεί κατ' όνομα. Ο Θε­ός δεν άφησε εποχή αμάρτυρον, σε κάθε εποχή είχε τους αγίους του. Ο Θεός δεν άφησε αμάρτυρον και χωρίς επίσκεψη κανέναν άνθρωπο. Το θέμα είναι να έχουμε ώτα και να ακούμε την κλήση του. Το κακό και επικίνδυνο είναι ότι μας σέβεται περισσότερο απ' ό,τι μας πρέπει. Λέει στην Αποκάλυψη «ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω. Εάν τις μου ανοίξη εισελεύσομαι» και θα δειπνήσω μαζί του. Εάν όχι, θα φύγω. Εμείς, αν θέλουμε, μπορού­με να πούμε: «Θεέ μου εγώ είμαι κουφός και άλαλος, δεν ακούω τίποτα. Γι' αυτό σε παρακαλώ, όταν έρθεις και χτυπάς την πόρτα μου και δεν ανοίγω, να την σπάσεις». Κι αν του το ζητήσουμε, θα τη σπάσει και θα μπει μέσα και τότε θα αρχίσει μια άλλη ζωή για μας. Οπότε αυτή η προσωπική συνάντηση με τον Θεό είναι σαν τη φανέρωση του Κυρίου που είπε: «μην πιστεύετε σ' αυτούς που σας λένε ιδού ώδε ή ιδού εκεί. Αν σας πουν εν τοις ταμείοις μη πιστεύσετε ότι είμαι εκεί και εν τη ερήμω μη εξέλθητε». Γιατί η πα­ρουσία του Υιού του Ανθρώπου είναι σαν την αστραπή που φωτί­ζει την υπ' ουρανόν. Υπάρχουν κάποιες μυστικές επισκέψεις ανάκουστες, αθόρυβες, που δεν τις παίρνει είδηση ο κόσμος, σαν την αστραπή που φωτίζει την υπ' ουρανόν μέσα στον καθένα. Το θέ­μα είναι να μην ξεχάσουμε αυτές τις προσωπικές συναντήσεις και φανερώσεις, να ησυχάσουμε σε μια γωνιά και να αφήσουμε αυτήν την εμπειρία σαν προζύμι να ζυμώσει όλο το φύραμα. Όταν αυτό γίνει, ο άνθρωπος μην κάνοντας τίποτα, τα κάνει όλα. Και κάνο­ντας όλα, κάνει το ένα που χρειάζεται. Και όπως λέει ο Αγ. Συμεών ο Θεολόγος, «όταν ακούει κανείς τον ένα Λόγο τότε ακούει όλους τους λόγους». Και όταν ακούει όλους τους λόγους δεν ακούει πα­ρά τον ένα Λόγο. Και όταν ακούει κανείς αυτόν τον ένα Λόγο δηλ. όλους τους λόγους, τότε καταλαβαίνει τους λόγους των ό­ντων, δηλ. την αιτία και το σκοπό της υπάρξεως των όντων. Τότε νοιώθει ότι όντας ακίνητος τα κάνει όλα και όντας κάπου είναι παντού.

Να ακούσουμε προσωπικά της φωνής Αυτού και να πούμε «ναι» στη φωνή αυτή. Το δύσκολο και επικίνδυνο είναι ότι μας σέβεται, χτυπάει σιγά την πόρτα και μας λέει ότι, αν θέλετε μπο­ρείτε να με αρνηθείτε, δεν διαπληκτίζομαι μαζί σας. Νομίζω ότι η θεϊκότης του σαρκωθέντος Λόγου μπορεί να φανερωθεί και στο γεγονός ότι λέει ο Κύριος: «εάν τις μου ακούση των ρημάτων και ου πιστεύσει, εγώ ου κρίνω αυτόν. Ο Λόγος ο εμός κρινεί υμάς εν τη εσχάτη ημέρα». Έχοντας αυτήν την παντο­κρατορία της αγάπης δεν διαπληκτίζεται. Γι' αυτό σκοπός είναι να γίνει κανείς κατά χάριν Λόγος, να γίνει κατά χάριν Θεός και τότε βλέπει ότι αποκαθίσταται η ενότης του σύμπαντος κόσμου. Και αυτή η ενότης του σύμπαντος κόσμου δεν μπορεί να διαταραχτεί, δεν μπορεί να διασπαστεί το σώμα του Χριστού. Και δεν μπορού­με να μαζευτούμε οι άνθρωποι της Ανατολής και της Δύσεως για να κάνουμε κάτι άλλο δικό μας. Η ενότης υπάρχει, η ζωή υπάρχει, η αιωνιότης υπάρχει, δεν διαλύεται, γι' αυτό όλοι ελπίζουμε -σε Ανατολή και σε Δύση. Κι αν οι Δυτικοί είναι καλοί και τακτοποιη­μένοι, με γεια τους με χαρά τους. Κι αν τυχόν εμείς είμαστε επι­πόλαιοι και διαλυμένοι, με γεια μας με χαρά μας. Δεν θα μας σώ­σει παρά αυτή η ζωηφόρος νέκρωση που θα μας χαρίσει την άλλη δύναμη, η οποία δεν είναι εκ του κόσμου τούτου. Τι να την κάνω την τάξη και την επιτυχία τη στιγμή που θα 'ρθει ο θάνατος και θα τα διαλύσει όλα; Όταν λέει ο Κύριος ότι: «πύλαι Άδου ου κατισχύσουσιν αυτής (της Εκκλησίας)» δεν μιλάει για Βατικανό, όπως δεν μιλάει για Κρεμλίνο. Κρεμλίνο και Βατικανό είναι το ί­διο πράγμα, στην ίδια κατηγορία, όπως οι αυστηροί αντιοικουμενιστές Προτεστάντες με τους δικούς μας αντίστοιχους Ορθοδό­ξους. Μιλάει για την Εκκλησία που είναι ο ίδιος ο Χριστός, που είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, ο Δεσπότης των επουρανίων και επι­γείων, που πράττει τα θεία ανθρωπίνως και τα ανθρώπινα θεϊκώς. Δεν μπορούμε να πούμε ότι εμείς τονίζουμε την Θεότητα του Κυ­ρίου και οι άλλοι την Ανθρωπότητα του Κυρίου. Τότε θα έπαυε να υπάρχει Εκκλησία. Μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία υπάρχει αυτή η Θεία Θεανθρώπινη ισορροπία. Αυτό το πράγμα, αν το νοιώσου­με, μας οδηγεί σε μια σιωπή, στο να παραλύσουν τα μέλη ημών τα επί της γης, στο να καταλάβουμε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Πί­στη, η παρηγοριά και ο λόγος δεν μεταδίδεται με απειλές ούτε με καυχήσεις, αλλά μεταδίδεται απ' αυτούς οι οποίοι είναι νεκροί και αεί ζώντες, από τον Άγιο Ιγνάτιο το Θεοφόρο ο οποίος θέλησε να πεθάνει για να ζήσει, να φύγει για να μείνει πάντα με την Εκκλη­σία, να σταματήσει να μιλά για να γίνει Λόγος του Θεού. Και υ­πάρχουν οι κεκοιμημένοι οι οποίοι είναι αεί ζώντες. Και υπάρ­χουν αυτοί οι οποίοι έχουν αγιάσει την ψυχή και το σώμα τους. Και αυτοί δεν παρέρχονται ποτέ.

Αυτό έχει να δώσει ο Ορθόδοξη Εκκλησία. Οπότε η Ορ­θόδοξη Εκκλησία είναι μη Ορθόδοξη Εκκλησία με την έννοια που έχουμε και την έννοια που πολλές φορές εμείς μιλάμε για την Εκκλησία. Πολλές φορές νοιώθω ότι αν η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αυτή η οποία παρουσιάζεται, τότε για να τη βρούμε την Εκ­κλησία πρέπει να την αρνηθούμε αυτή την Ορθοδοξία. Γιατί ο θεός δεν είναι Θεός, είναι υπέρθεος. Στη Θ. Λειτουργία, στην α­γία Αναφορά λέγεται ότι είναι άξιον και δίκαιον να υμνείται ο Θεός γιατί είναι ανέκφραστος, απερινόητος, αόρατος, ακατάλη­πτος. Αν ήταν νοητός, καταληπτός και ορατός δεν θα άξιζε τον κόπο να υμνείται. Αόρατος, ακατάληπτος, μπορούμε να πούμε και ανύπαρκτος - γι' αυτό ο όντως ων. Είναι ανύπαρκτος, με οποιαδή­ποτε έννοια μπορούμε να βάλουμε εμείς της υπάρξεως. Αυτός εί­ναι λόγος του Αγ. Μαξίμου του Ομολογητή που λέει: «δια το υπέρ είναι τον Θεόν» αρμόζει πιο πολύ το μη είναι από το είναι. Αν πω εγώ ότι ο Θεός υπάρχει και πιστεύω στο Θεό μ' ένα τρόπο ανθρώπινο, ίσως είμαι πιο μακριά από την ύπαρξη του Θεού απ' αυτόν που λέει δεν υπάρχει Θεός. Γιατί το είναι του Θεού είναι υπέρ-είναι. Οπότε η Ορθοδοξία είναι ο ίδιος ο Θεάνθρωπος, είναι μία, ελάχιστη αν θέλετε, διαλυμένη και ρακένδυτη αλλά πάμφωτη, που έχει τη δυνατότητα να δώσει το προζύμι που ζυμεί όλο το φύραμα της Δημιουργίας.

Χθες λέγαμε για τα δεινά της Ορθοδοξίας και για την ά­σχημη εικόνα που δίνει στους ξένους με το να έχουμε στο Παρίσι 5-6 Δεσποτάδες κι άλλους τόσους στη Ν. Υόρκη. Εμένα μ' αρέσει να μην είναι καλή η Ορθοδοξία, γιατί αν ήτανε καλή, θα μπλέκα­με την αλήθεια με το είδωλο, ενώ τώρα λέμε ότι παρουσιάζονται χίλιες αδυναμίες που δείχνουν τη δική μας κακομοιριά. Το θαύμα είναι ότι παρόλα ταύτα λειτουργεί η Θ. Λειτουργία, ο Λόγος σαρκούται, ο άνθρωπος γίνεται κατά χάριν Λόγος και υπάρχει το χαρμόσυνο μήνυμα: μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος. Ακριβώς τώρα γι' αυτό που λέμε Ανατολή - Δύση με τη δική μου νοοτροπία το βλέπω λίγο διαφορετικά. Είχα πάει τον Οκτώβριο του '89 στην Α­μερική, είδα την Ελληνορθόδοξη μειονότητα και λίγο τους Αμε­ρικάνους. Νοιώθω ότι ένας Ορθόδοξος αισθάνεται ντόπιος σε κάθε μέρος επειδή και στην πατρίδα του αισθάνεται ξένος. Ένας μόνιμος Αμερικάνος είναι «εμιγκρέ» στην Αμερική. Ένας αληθι­νά Ορθόδοξος είναι ντόπιος και τον αγαπάει ο τόπος και αυτός αγαπάει τον τόπο. Μιλούμε για τους αληθινούς ανθρώπους, τους ταπεινούς που είναι λόγος Θεού και φωνή παρηγοριάς για όλους. Στη συνέχεια λέμε ότι ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος, δεν έγινε θεολογία, ούτε σύστημα. Γι' αυτό και δεν έγραψε ο Κύριος τίποτα.

Σας σέβομαι, λέει ο Κύριος, σωματικά και πνευματικά. Δε σας μιλώ για πνευματικά, άϋλα αφήνοντάς σας στη σωματική πεί­να, ούτε σας κοροϊδεύω με το να σας δίδω το ψωμί που φθείρεται και να σας αφήνω ανοιχτή την πείνα την αιώνια. Δίδω το ψωμί και το ψάρι που σας τρέφει και σας στηρίζει το σώμα και στη συνέχεια αποκαλύπτει ότι αυτός είναι ο άρτος, «ο εκ του ουρανού καταβάς ίνα εξ αυτού τις φάγη και μη αποθάνη». Όχι σαν το μάν­να της ερήμου που το έφαγαν, ήταν ένα θαυματουργικό έδεσμα και πέθαναν, αλλά ένας άρτος που τον τρώει κανείς και δεν πε­θαίνει. Οπότε στη συνέχεια νομίζω πως ένας άνθρωπος ορθόδο­ξος όταν υπάρχει, όταν είναι λόγος Θεού, κηρύττει την ορθόδοξη θεολογία, όχι με όρους θεολογικούς, όπως και ο Κύριος μίλησε με όρους ανθρώπινους κι ο Απόστολος Παύλος έγινε «τα πάντα τοίς πάσι, ίνα πάντας τινάς σώση». Αν ένας είναι ταπεινός, αν ένας αγαπά, αν είναι ανίκανος να χτυπήσει, να πληγώσει τον άλλο, τότε ο άλλος καταλαβαίνει ότι δίπλα του υπάρχει κάτι θεϊκό. Και τυφλός αν είμαι, τη στιγμή που βρίσκομαι κάτω από τον ήλιο νιώθω τη θέρμη της υπάρξεώς του σ' όλη μου την ύπαρξη. Όταν βρίσκεσαι μπροστά σ' έναν άγιο τέτοιο, τότε καταλαβαίνεις πως, από την ουσία την απρόσιτη του Θεού, προχέεται η άκτιστη ενέρ­γεια ως χάρις, ως αγάπη, ως κάλλος.

~~~

Ήθελα να πω λίγα και λέω πολλά. Μια ερώτηση που ετέθη χτες ήταν, πως θα φερθούμε στους εκτός. Θέλει προσοχή μήπως πολλές φορές οι εκτός είναι εντός και οι εντός είναι εκτός. Λίγο πολύ θα έχετε μια τέτοια πείρα. Γνωρίζει κανείς έναν άνθρωπο, και η συμπεριφορά του ανθρώπου αυτού τον φανερώνει ως ορθό­δοξο. Βλέπει κανείς έναν άνθρωπο «εκτός» να έχει μια ταπείνωση, μια σεμνότητα, να σε διαλύει και πράγματι να νιώθεις μπρο­στά σου ότι έχεις κάποιο άγιο, ο οποίος μεταλαμπαδεύει, μεταγγί­ζει μια χάρη. Γι' αυτό λέμε ότι δεν είναι ορθοδοξία αυτό που πιθανώς νομίζουμε. Αυτός ο άνθρωπος ο εκτός έχει κάτι από το Θεό, όπως λέει ο Κύριος ότι υπάρχουν κι άλλα πρόβατα, «α ουκ έστι εκ της αυλής ταύτης, κακείνα δεί με αγαγείν και της φωνής μου ακούσουσιν». Ο καθένας έχει την πνοή του Θεού μέσα του, στην ορδοδοξία πράγματι φτάνει κανείς στο πλήρωμα, αλλά μπορεί εγώ να κατακριθώ. «Ο γνους και μη ποιήσας δαρήσεται πολλάς». Πολλά είδα και δεν κάνω τίποτε, κι ένας άλλος μακριά έχοντας αυτήν την πνοή του Θεού μπορεί να την αυξήσει και να αποκτήσει μια σεμνότητα, ένα ήθος, μια ταπείνωση, η ο­ποία να σε συγκλονίζει.

Ο Ντοστογιέφσκυ θεωρείται ότι κάνει μυθιστορήματα. Ό­μως μεταδίδει το ορθόδοξο μήνυμα. Δεν γλυτώνω από τον πει­ρασμό να αναφέρω κι άλλο όνομα, «εκτός», του Κάφκα, ο οποίος δεν είναι χριστιανός, κι όταν τον διαβάσεις, νιώθεις ένα πόνο. Λένε πολλά παιδιά, ας μην τον διαβάσουμε, γιατί είναι τόσος ο πόνος του που φέρνει κατάθλιψη. Εγώ νιώθω ότι κάθεσαι δίπλα σ' ένα αδελφό συμπαθή, ο οποίος δεν είναι αναιδής, δεν είναι επι­θετικός, δεν νομίζει ότι μπορεί να διορθώσει τον κόσμο και του οποίου τα κείμενα είναι μια καταγραφή ενός πόνου προσωπικού και τα κείμενά του είναι σα να παίρνεις μπαμπάκι και μαζεύεις το αίμα μιας πληγής και το βάζεις στην άκρη. Γι' αυτό είπε φεύγο­ντας, κάψτε τα. Δεν είχε αποστολή να τα τυπώσει, αλλά οι γνωστοί του τα κράτησαν.

Τελειώνω. Υπάρχει δυνατότης να σωθεί ο άνθρωπος. Υ­πάρχει δυνατότης να ελευθερωθούμε από την κακομοιριά της α­νατολής. Υπάρχει δυνατότης και η Δύση να ελευθερωθεί από την κακομοιριά της τάξεως και της επιτυχίας της. Αυτό είναι το μήνυ­μα που δίδει ο Χριστός ανιστάμενος εκ του τάφου.

Συζήτηση

Ερώτηση: Γέροντα, είπατε ότι πρέπει να σεβόμαστε τους άλλους ανθρώπους. Κάποιες φορές στις συντροφιές μας, μπερδευόμαστε όταν φερόμαστε προς τους έξω, οι οποίοι, όπως είπατε, πολλές φορές είναι μέσα στην εν Χριστώ κοινωνία, ίσως χωρίς εμείς να το καταλαβαίνουμε και προσπαθούμε να τους πείσουμε με το ζό­ρι, να τους φέρουμε κοντά στην εκκλησία, να τους κολλήσουμε στον τοίχο. Πέστε μας μια πιο σοφή στάση απέναντι σε αυτούς που, ίσως να μην είναι συνειδητοποιημένα μέλη της εκκλησίας και εμείς προσπαθούμε να τους μιλήσουμε. Με ποιον τρόπο μπορούμε να τους πλησιάσουμε;

Ομιλητής: Εάν είμαστε ταπεινοί και καθαροί, δεν έχουμε ανά­γκη από συμβουλές για το τρόπο προσέγγισης κάποιου. Ο καθέ­νας θα μιλήσει με το δικό του τρόπο και όλοι αυτοί οι τρόποι είναι διάφοροι. Και όταν αυτό βγαίνει αυθόρμητα, τότε ο άλλος παίρνει θετικό μήνυμα. Κάποιος μπορεί να μην πει τίποτε και η σιγή του θα είναι πράγματι λόγος και κάποιος άλλος μπορεί να βάλει τις φωνές, όπως πολλές φορές η μάνα βάζει φωνές στο παιδί. Δε σημαίνει ότι δεν είναι μάνα. Αλλά επειδή είναι μάνα και αγαπά, βά­ζει φωνές στο παιδί.

Λέω λοιπόν, ότι έχουμε ένα έργο μόνο να κάνουμε. Να γι­νόμαστε ορθόδοξοι, να γινόμαστε λόγος Θεού και στη συνέχεια, το πως θα κινηθεί κανείς είναι θέμα δικό του. Άλλωστε νομίζω ότι, για να φτάσουμε να ακούσουμε τη φωνή αυτή, που ανασταίνει τους νεκρούς, θα πρέπει να τελειώσουμε την «εγκύκλιο μόρφω­ση». Θα πρέπει να ελευθερωθούμε από την αγωγή που μας δίδε­ται και να βρούμε δια της μετανοίας, ο καθένας, το δικό του ρυθμό και το δικό του τρόπο έκφρασης και ομιλίας, εσωτερικής και εξω­τερικής.

Όταν είμαστε στο σχολείο παρακολουθούμε μαθήματα που τα έ­χουν ορίσει άλλοι και δίνουμε εξετάσεις που σχεδιάζουν άλλοι, και μας κρίνουν μέσα από αυτές τις εξετάσεις. Άλλοι πετυχαίνουν, οι πιο ευαίσθητοι κατακρεουργούνται ψυχολογικά. Ξέρετε όμως ότι δεν είναι οι αριστούχοι αυτοί που τελικά μας παρηγορούν. Στη χώρα μας έχουμε έναν αποτυχημένο φοιτητή της θεολογίας ο ο­ποίος έχει κάνει έξω φρενών τον πατέρα του επειδή δεν έχει πά­ρει πτυχίο. Εμάς όμως μας παρηγορεί και μας αναπαύει. Λέγεται Παπαδιαμάντης.

Ξέρετε, είναι δύσκολο ένας δάσκαλος ή ένας γέροντας να δίνει ελεύθερη αγωγή στον καθένα. Μπορεί να γίνει ένας δικτάτορας, αν θέλετε εντός εισαγωγικών, ή και ο δικτάτορας παίζει το ρόλο του γέροντα, αλλά τα απλοποιεί γιατί ισοπεδώνει τους άλλους. Αν τυχόν θέλεις να σεβαστείς τον καθένα σα γέροντας πρέπει να εί­σαι συνέχεια σταυρωμένος όρθια και ανάποδα, και αυτός ο σταυ­ρός είναι η τελική ανάπαυση και η τελική βοήθεια που σου δίνουν αυτοί στους οποίους δίνεις αγωγή, είναι η ελευθερία από κάποια πάθη δια της σταυρώσεως που σου προσφέρουν.

Το θέμα είναι εμείς να ησυχάσουμε σ' έναν τόπο. Ο πρώτος λό­γος του Κυρίου ήταν μετανοείτε. Να μπορούμε να μετανοούμε, να μπορούμε να λέμε ένα Κύριε ελέησον, να νιώσουμε ότι το κεφά­λαιο που έχουμε είναι ότι ο Θεός μας αγαπά προσωπικά και στη συνέχεια να νιώθουμε ότι είμαστε χάλια. Είμαι χάλια, αλλά όμως στέκομαι στα πόδια μου, γιατί κάποιος υπάρχει που κι εμένα, τον άθλιο, με αγαπά. Κι εφ' όσον μ' αγαπά και τον βρήκα αυτόν μέσα στην εκκλησία, αν πω κάτι σε κάποιον άλλον που αγαπώ θα βγει κάτι καλό. Εάν δεν αγαπώ αλλά απλώς νοιώθω ότι ο άλλος ανήκει σε άλλο κόμμα, σε άλλη παράταξη, και προσπαθώ να τον πάρω στην δική μου παράταξη για να την αυξήσω κατά ένα νούμερο, τό­τε δεν κάνω καλό ούτε στον εαυτό μου, ούτε στον άλλον.

Βλέπετε πολλές φορές με τους Ρωμαιοκαθολικούς λέμε ότι είναι 600 εκατομμύρια, οι ορθόδοξοι 200. Μα, να είναι και δισεκατομ­μύρια! Δεν μετρώνται έτσι τα θέματα της πίστης. Μετρώνται με ο­νόματα. Ο ιερεύς δε μνημονεύει 2000, αλλά ονόματα συγκεκρι­μένα. Είναι ο Παύλος, η Μαρία, ο Νικόλαος. Ξέρει ο Θεός και εί­ναι η μνήμη των ονομάτων. Ένα όνομα, δύο ονόματα σώζουν την οικουμένη. Και αν είμαστε χάλια, δια της χάριτος των αγίων που διεστάλλησαν, σωζόμαστε. Αυτοί τιμούν το ανθρώπινο γένος και μας δείχνουν το δρόμο και είναι οι πολικοί αστέρες.

Αν τυχόν νιώθω ότι υπάρχει αυτός που αγαπά τον κόσμο, υπάρχει αυτός που είναι ο δεσπόζων των επουρανίων και των επιγείων, υπάρχει αυτός ο οποίος στη λειτουργία του σύμπαντος κόσμου εί­ναι ο προσφέρων και προσφερόμενος και διαδιδόμενος και βλέ­πω έναν αδελφό ο οποίος πονάει, τότε τον πλησιάζω και του μιλώ. Και ο Θεός θα δώσει τη συνέχεια.

Υπάρχει μια συγγραφέας η Σιμόν Βέιλυ, όχι η πρόεδρος της ΕΟΚ, αλλά μια Εβραία συγγραφέας στην κατοχή, η οποία έζησε πολλά χρόνια στη φυλακή επί κατοχής και ήθελε να γίνει χριστιανή και είχε αλληλογραφία με έναν καθολικό παπά. Ο καθολικισμός δεν τη χωρούσε τη Σιμόν Βέιλυ και καλά έκαμε και δεν μπήκε σ’ αυτή τη φυλακή. Αν τυχόν δεν αλληλογραφούσε με τον καθολικό πα­πά, αλλά με το Γρηγόριο Νύσσης ή τον Μάξιμο τον Ομολογητή θά 'βρισκε τη σωτηρία της. Δεν μπορούσε αυτή να μπει από φυ­λακή σε φυλακή, αλλά στην ορθοδοξία θα έμπαινε. Λοιπόν, να είμαστε ορθόδοξοι κι είτε μιλάμε είτε σιωπούμε, είτε είμαστε ζωντανοί, είτε είμαστε πεθαμένοι, βοηθάμε όλο τον κό­σμο και βοηθιόμαστε από όλους. Είτε μιλάμε επιεικώς, είτε αυ­στηρά, μεταδίδουμε την ίδια χάρη που σώζει τον κόσμο.

Ερώτηση: Πώς θα ανοίξουμε τα αυτιά μας για να ακούσουμε τη φωνή του Θεού στη ζωή μας;

Ομιλητής: Να το πείτε εσείς αυτό. Να το πουν αυτοί. Κάποιος να απαντήσει. Μα λέει «πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής αυτού». Νομίζω ότι μπορούμε να ακούσουμε εάν μπορέσουμε να είμαστε κεκοιμημένοι και πεθαμένοι και ανύπαρ­κτοι. Όταν ένας είναι ανύπαρκτος, δηλαδή όντως ων, τότε, όπως λέει το Γεροντικό, όλη του η ύπαρξη γίνεται μία αίσθηση και δι' όλων ακούει τον ένα Λόγο. Κι όταν ακούει τους λόγους των όντων ακούει τον ένα Λόγο. Κι όταν ακούει τις παραλογίες του παραμορφωμένου λόγου, δι' αυτών πάλι γνωρίζει τον ένα Λόγο.

Το έργο της ζωής μας είναι το έργο της μετανοίας εν ειλι­κρίνεια και εν ελευθερία. Να απεκδυόμαστε σιγά-σιγά τους δερ­μάτινους χιτώνες της φθοράς και της απάτης που μοιάζουνε με ε­πιτυχία, που μοιάζουν με παρηγοριά και δεν είναι ούτε επιτυχία, ούτε παρηγοριά. Κι όταν κανείς απεκδυθεί αυτές τις φιλοδοξίες, αυτές τις ελπίδες και τους φόβους, τότε γίνεται ευαίσθητος στο να ακούει τον ένα Λόγο. Αλλά είπαμε ότι όλοι οι άλλοι λόγοι μας ο­δηγούν στον ένα Λόγο.

Ερώτηση: Είπατε, γέροντα, ότι αν είμαστε κουφοί και δεν ακού­με, να παρακαλέσουμε το Θεό να σπάσει την πόρτα και να μπει μέσα. Κι αν παρακαλούμε το Θεό να σπάσει την πόρτα και δεν την σπάει τι γίνεται;

Ομιλητής: Θα τη σπάσει. Παρακαλέστε και να είστε σίγουρος ότι θα μπει.

Ερώτηση: Θα ξαναγυρίσω στο ότι πολλοί, που είναι έξω θεωρητι­κά, είναι μέσα. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να μας προσεγγίσουν οπωσδήποτε. Τι γίνεται όμως όταν μας ζητήσουν να συμπροσευχηθούμε; Λέμε ότι είναι σχισματικοί, απέχουν από μας, δεν μπο­ρούμε να προσευχηθούμε. Είναι όμως μια ανάγκη. Είναι ό,τι πιο φυσικό θα μπορούσε να ζητήσει κανείς: να μιλήσουν δυο αδελφοί στο Θεό και η προσευχή να τους ενώσει. Θα θυμίσω το παράδειγ­μα του π. Γεωργίου Δράγα, από το Durham της Αγγλίας, που είχε μιλήσει στη Θεσσαλονίκη και είπε ότι τον παρακαλούν να κάνει λειτουργία κάποιοι ευαγγελιστές και δεν μπορεί να την τελέσει. Ο π. Γεώργιος Δράγας έχει πολλές προσκλήσεις από ευαγγελικούς. Θέλουν να γνωρίσουν τον λειτουργικό πλούτο. Αλλά δεν μπορεί να τελέσει λειτουργία και να συμπροσευχηθεί μ' αυτούς. Τι απα­ντάμε σ' αυτούς τους αδελφούς μας;

Ομιλητής: Να πούμε αρχικά ότι η ζωή μας είναι ένας σταυρός. Όταν λέμε ότι οι εκτός έχουν κάτι, πολλές φορές, μια χάρη που μας κρίνει, αυτό είναι κάτι που μας κρίνει και μας καταδικάζει. Αυτό που έχουν ανάγκη, άσχετα αν το ξέρουν ή όχι, είναι ότι θα πρέπει να έχουμε τη δυνατότητα να φυσήξουμε με τέχνη την ελά­χιστη αλλά αληθινή φλόγα που διακρίναμε μέσα στην ψυχή τους, ώστε να αυξηθεί, να γίνει πυρκαϊά. Και αυτή η πυρκαϊά πραγμα­τοποιείται και γίνεται κανείς παρανάλωμα του πυρός της Πεντη­κοστής, της χαράς της αλήκτου, μόνο μπαίνοντας μέσα στην ορ­θόδοξη Εκκλησία. Εάν βλέπω έναν αδελφό μου εκτός κι έχει ένα χάρισμα που μου πονάει, μου πληγώνει την καρδιά και παρασυρθώ από αυ­τόν, τότε και αυτόν κατέστρεψα και τον εαυτό μου. Αυτός περιμέ­νει εμάς, που έχουμε γίνει κοινωνοί -έστω και ελάχιστα- του πλη­ρώματος, να τον βοηθήσουμε για να προχωρήσει προς την ορθό­δοξη Εκκλησία, η οποία είναι μη ορθόδοξη Εκκλησία. Δηλαδή είναι η όντως Εκκλησία, την οποία δεν μπορούμε να καταλάβου­με ανθρωπίνως εμείς. Κι αυτό που λέω μη-ορθόδοξη εκκλησία, το λέω ζώντας όχι με ιεροκήρυκες αλλά με τους αγίους, το Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Αγ. Ιωάννη το Χρυσόστομο, το Γρηγόριο Νύσσης.

Νομίζω ότι μιλάμε αδελφικά και ό,τι λέγεται, λέγεται με α­γάπη. Η γνώμη μου δεν έχει καμιά αξία. Η ομιλία του κ. Βασιλειά­δη χτες μου άρεσε πολύ. Είναι μερικές όμως φράσεις οι οποίες χτυπούν άσχημα όπως «η επανάκτηση της καθολικότητας της εκ­κλησίας», «προς μία σύνθεση ανατολής και δύσεως». Δεν μου α­ρέσει, γιατί δεν αναπαύει τους καθολικούς. Δηλαδή δεν σώζει τον άνθρωπο. Ούτε να συναντηθούμε οι δύο παραδόσεις. Δυνάμει το σύνολο βρίσκεται μέσα στην ορθόδοξη εκκλησία. Αυτό δεν είναι κάτι που μας δίδει αφορμή να καυχώμεθα με τρόπο απαράδεκτο, αλλά να καυχώμεθα με το να διαλύσουμε τη ζωή μας. Να φτά­σουμε δια της ταπεινώσεως εις το μη είναι και δι' αυτού του τρό­που να δεχτούμε τη χάρη του αγίου Πνεύματος και να γίνουμε λόγος Θεού, που να χαρούμε κι εμείς τη ζωή μας και δι΄ αυτής της χαράς να δοθεί ένα μήνυμα χαράς, αισιοδοξίας και απελευθε­ρώσεως του ανθρώπου παντού, όπου βρίσκεται.

Νομίζω επίσης ότι θα πρέπει να διακρίνουμε το «ορθοδοξία» και «ορθόδοξοι» ή «ρωμαιοκαθολικοί» και «ρωμαιοκαθολικισμός». Ένας ρωμαιοκαθολικός μπορεί να βα­πτισθεί και να γίνει ορθόδοξος. Ο ρωμαιοκαθολικισμός, το Βατι­κανό, δε βαπτίζεται. Είναι αυτό που λέει ο Απόστολος Παύλος, «τω νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται κάποια λογική, ουδέ γαρ δύναται». Αυτό φανερώνεται ξεκάθαρα σήμερα, με τις αλλα­γές στις ανατολικές χώρες και με την προώθηση με μεσαιωνικότατο τρόπο της ουνίας εκ μέρους του Βατικανού. Οπότε φάνηκε τι είναι οι θεολογικοί διάλογοι και οι διάλογοι της αγάπης οι οποίοι διεξάγονται εκ μέρους του Βατικανού. Μέσα στο Ρωμαιοκαθολικισμό υπάρχουν εκατομμύρια ευαίσθητοι άνθρωποι, αλλά δεν εί­ναι οι υπάλληλοι του Βατικανού οι οποίοι βαπτίζονται. Αυτοί είναι θύματα ενός καθεστώτος. Όπως ήτανε θύματα του καθεστώτος στο Βορρά άλλοι υπεύθυνοι.

Τώρα φεύγουμε λίγο από το θέμα. Στη Σοβιετική Ένωση οι άνθρωποι πίστεψαν στο σύστημα ως σε θρησκεία. Είχανε τα δόγματά τους, είχανε τις τελετές τους, είχανε τους αγίους τους. Μια στιγμή έρχεται κάποιος, ο Γκορμπατσώφ, και αρχίζει να τα ξηλώνει όλα αυτά. Άλλος λέει ότι δεν τα ξηλώνει αυτός, αλλά συ­νέπεσαν οι ιστορικές συνθήκες. Θα μπορούσε όμως να ακολου­θήσει π.χ. τη γραμμή του Τσαουσέσκου, ή να ήταν ένας ηπιότερος Μπρέζνιεφ. Αλλά, αυτός τα διαλύει. Και βλέπουμε να συναντάται ο πάπας με τον Γκορμπατσώφ στο Βατικανό: ο άθεος αρχηγός του αθεϊστικού και κοσμικού συστήματος και ο βικάριος του Χρι­στού στη γη. Τι ειρωνεία αλήθεια! Ο μεν άθεος είναι ένθεος, ο δε ένθεος είναι δαίμονας ενόσω διατηρεί αυτό το οποίο διαλύει και διαιρεί τους ανθρώπους.

Αυτή η συνάντηση που γίνεται αυτή τη στιγμή εδώ δε θα χωρούσε στο Βατικανό. Το ξέρετε; Ήρθατε εδώ και λέτε με ελευ­θερία τα δικά σας. Οι φωνές σας, οι φωνές των υπευθύνων της συ­νάντησης... Πολλές φορές λέω στα παιδιά ότι όλα αυτά τα λέω ε­πειδή είμαι ορθόδοξος μοναχός και αυτά που σας λέω σαν μονα­χός, έχουμε μια σχέση με την εκκλησία. Και η Θ. Λειτουργία έχει μια σχέση με τον τρόπο υπάρξεως της εκκλησίας. Τα λάθη μας τονίζουν την ανοχή της αγάπης του Θεού που είναι πατέρας μας και δεν μας παίρνει στα σοβαρά. Και το επικίνδυνο είναι ότι μας αγαπάει. Μέσα σ' αυτό το κλίμα μπορούμε να αμαρτάνουμε, δη­λαδή μπορούμε να μετανοήσουμε. Όταν κάτι γίνεται με το ζόρι, όταν δεν υπάρχει ένα περιθώριο να σφάλλει κανείς, τότε δεν υ­πάρχει περιθώριο να διορθωθεί, να κλάψει και να πει «Κύριε ελέησον». Και δια του «Κύριε ελέησον», του «μνήσθητί μου Κύριε» να μπει στον Παράδεισο.

Το Βατικανό είναι μια κατάρα μεγαλύτερη από το Κρεμλί­νο. Γιατί το Κρεμλίνο, εξ αρχής, παρουσιάστηκε ότι κάνει αλλοιώσεις στην ιστορία. Εδώ θεωρεί ο πάπας ότι εξουσιάζει τον ουρανό και τη γη. Μα αυτά είναι θέματα τα οποία βασανίζουν ε­κατομμύρια ανθρώπους. Αυτοί είναι οι καταδυναστευόμενοι. Κι αν θέλει κανείς να δει τη σάρκωση της απιστίας, ας πάει στο ναό του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη: όλο το συγκρότημα και το σύστημα πάει να επιβληθεί με τη δύναμη, σαν το Μουσολίνι. Και μπαίνο­ντας μέσα στο ναό έχει γραμμές και λέει, εδώ τελειώνει η Πανα­γία των Παρισίων, εδώ ο καθεδρικός ναός του Λονδίνου* και με­τράει το μέγεθος και το κάλλος του ναού με τα μέτρα. Θεωρούν τον εαυτό τους καλύτερο, επειδή έχουν περισσότερα μέτρα. Μα αυτά είναι χαμένα πράγματα! Μα τότε δεν μπορεί να συγκριθεί π.χ. η Παναγία των Παρισίων με ένα ξωκλήσι ορθόδοξο.

Χθες, πήγαμε σ' ένα χωριό που έχει σαν εκκλησία το κα­θολικό μιας μονής. Εκεί είδαμε μια κυρα-Βασίλω, γιαγιά, η οποία είναι γριά παντοδύναμη. Βγαίνει πάνω στα κατσάβραχα, εξυπηρε­τεί όλους τους γείτονες, μεταφέρει νερό απ' την πηγή, για να μην πίνουν ζεστό νερό, σκάβει τους κήπους όλων, δεν την ξέρει κα­νείς. Για μένα η κυρά-Βασίλω είναι μέλος της βασιλείας των ου­ρανών. Η κυρά-Βασίλω είναι μια ελπίδα σωτηρίας του σύμπαντος κόσμου, γιατί ζει ως άνθρωπος. Ζει κενωτικά. Έχει διαγράψει τον εαυτό της, ζει για τα παιδιά της, για τα εγγόνια της και για όλο τον κόσμο. Διαλύει τον εαυτό της. Και εφόσον διαγράφει τον εαυτό της και ζει για τον άλλο, όλοι ζουν γι' αυτή και ο Θεός δεν την α­φήνει. Αυτό είναι το ήθος που σώζει και ελευθερώνει το πρόσωπο.

Είπε ο κ. Βασιλειάδης χθες ότι, πολλές φορές, γνωρίζουμε με δυτικό τρόπο την ορθοδοξία, γι' αυτό από αγάπη προς τους δυ­τικούς θα πρέπει να γίνουμε ορθόδοξοι. Αλλά το να γίνει κανείς ορθόδοξος, είναι τόσο δύσκολο όσο το να πάψει κανείς να ζει για τον εαυτό του και να ζει μόνο για τον υπέρ ημών αποθανόντα και για τους αδελφούς του. Αλλά, ενώ είναι τόσο δύσκολο, δεν υπάρ­χει άλλος δρόμος κι άλλη πόρτα που να μας μεταφέρει στην ό­ντως αιώνια ζωή. Κι αυτή η αιώνια ζωή δεν είναι η ζωή που θα αρ­χίσει μετά το θάνατο. Είναι η ζωή που άρχισε από τώρα. Δεν είναι η ζωή των εσχάτων και δεν είναι της ιστορίας είναι αυτή η ζωή που αγιάζει την ψυχή και το σώμα. Γι' αυτό βλέπετε ότι οι άγιοι μας, εάν τυχόν με πάθος υπεστήριξαν τη θεότητα του Κυρίου, με το ίδιο πάθος υπεστήριξαν και την ανθρωπότητα του Κυρίου. Λέει ο Αγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ότι ο Χριστός παρουσιάστηκε στους μαθητές μετά την ανάσταση και είπε: «ελάτε να με ψηλαφίσετε και να δείτε, ότι εγώ δεν είμαι άσαρκο δαιμόνιο, να μην έχω σάρκα και οστά». Έχω σάρκα και οστά, οπότε, νιώθει ο πιστός, ο ταπει­νός ότι είναι ελεύθερος του χώρου και του χρόνου και ταυτόχρονα έχει καταποθεί το θνητόν από την αθανασίαν και το φθαρτό από την αφθαρσία και έχει γεμίσει η κτίστη με άκτιστη χάρη. Και, ό­πως λέει ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, η ύλη είναι πλήρης χάρι­τος και οι λίθοι κεκράξονται, που λέει ο Κύριος, αν τυχόν αυτοί σιωπήσουν. Οι λίθοι ήδη κράζουν και κάθε κίνησις υλική έχει πνευματικό περιεχόμενο. Και λέει πάλι ο Αγ. Ιγνάτιος ότι εσείς χριστιανοί όσα κατά σάρκα πράσσετε, πνευματικά εστί, εν Ιησού Χριστώ γαρ πάντα πράσσετε. Όσα κάνετε κατά σάρκα σωματικά είναι πνευματικά, γιατί τα πράττετε εν Ιησού Χριστώ, ο οποίος εί­ναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπ agioritikesmnimes
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ