2015-03-21 06:05:06
Φωτογραφία για Σπηλιά του Κύκλωπα στην Μάκρη Αλεξανδρούπολης
Η επονομαζόμενη σπηλιά του Κύκλωπα διανοίγεται στην απόκρημνη νότια πλευρά... ενός φυσικού βραχώδους εξάρματος, νότια του χωριού της Μάκρης, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, περίπου 11χλμ. δυτικά της Αλεξανδρούπολης. Το σπήλαιο βρίσκεται βόρεια του λιμανιού της Μάκρης, ακριβώς κάτω από τον αρχαιολογικό χώρο της ομώνυμης προϊστορικής θέσης. Από το σπήλαιο, η θέα προς την ακτογραμμή του θρακικού πελάγους, από την

Αλεξανδρούπολη ανατολικά ως τα βουνά του Ισμάρου δυτικά, είναι εντυπωσιακή.

Η είσοδός του έχει διαστάσεις 5Χ3μ. Αποτελείται από έναν θάλαμο μήκους περίπου 10μ., μέγιστου πλάτους 3,5μ. και μέγιστου ύψους 4,5μ. Σε ψηλότερο επίπεδο διαμορφώνεται ένας ακόμη θάλαμος, ανατολικά του οποίου σχηματίζεται μία διακλάδωση που οδηγεί σε πολύ μικρότερο θάλαμο στο βάθος.

Η Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας ? Σπηλαιολογίας διενήργησε σύντομη ανασκαφική έρευνα στο εσωτερικό του σπηλαίου το 1991, ενώ ο χώρος γύρω από αυτό ερευνήθηκε στο πλαίσιο της ανασκαφής της ΙΘ΄ΕΠΚΑ σε συνεργασία με το ΑΠΘ.


Από τη σύντομη διερεύνησή του προκύπτει ότι κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο η περιοχή της τούμπας, ο χώρος γύρω από το σπήλαιο, αλλά και μέρος του εσωτερικού αυτού χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο του οικισμού, που βρίσκεται 500μ. βορειότερα, στο σημερινό χωριό. Οι λαξευμένοι τετράπλευροι τόρμοι εκατέρωθεν της εισόδου, φανερώνουν ότι πιθανώς την ίδια περίοδο το σπήλαιο έκλεινε με ξύλινη μπάρα.

Η κεραμική των προϊστορικών χρόνων από τη διαταραγμένη, εξαιτίας της επέμβασης στο χώρο κατά τη βυζαντινή περίοδο, επίχωση, καταδεικνύει την περιστασιακή χρήση του σπηλαίου, πιθανότατα την ίδια εποχή με την κατοίκηση της τούμπας.

Ο Οδυσσέας έφυγε µε δώδεκα καράβια από την Τροία. Όταν όµως ξανοίχτηκαν τα πλοία του στο Αιγαίο, οι θεοί έστειλαν άγριους ανέµους που τα έσπρωξαν βόρεια, στη χώρα των Κικόνων. Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του άρπαξαν απ’ τους Κίκονες ζώα και γλυκό κρασί και κάθισαν στην αµµουδιά να φάνε. Τότε όµως τους επιτέθηκαν όλοι οι Κίκονες µαζί κι έγινε άγρια µάχη. Πολλοί πολεµιστές σκοτώθηκαν κι οι άλλοι µπήκανε στα καράβια γρήγορα κι έφυγαν µέσα σε άγρια καταιγίδα.

Ταξίδεψαν νότια ως τον κάβο Μαλέα. Τότε άρχισε να φυσά βοριάς που έσπρωξε τα καράβια µακριά, στην Αφρική. Έτσι έφτασαν στη χώρα των Λωτοφάγων. Βγήκανε στη στεριά κι ο Οδυσσέας έστειλε τρεις απ’ τους συντρόφους του να δουν τι άνθρωποι ζούσαν σ’ αυτή τη χώρα. Οι σύντροφοί του πήγαν κι όταν συνάντησαν τους Λωτοφάγους, εκείνοι τους έδωσαν να φάνε λωτούς, που ήταν φρούτα µαγεµένα! Αµέσως ξέχασαν πατρίδα και συντρόφους και δεν ήθελαν να φύγουν από εκεί.Ανήσυχος ο Οδυσσέας πήγε να τους βρει. Τους πήρε µε το ζόρι κι αµέσως διέταξε τα καράβια να σαλπάρουν.

Μέρες πολλές ταξίδευαν, ώσπου οι άνεµοι τους έφεραν στο νησί των Kυκλώπων. Μόνο το πλοίο του Οδυσσέα πλησίασε εκεί. Τα άλλα έντεκα καράβια έµειναν σ’ ένα νησάκι απέναντι.

Άραξαν το καράβι κι ο Οδυσσέας µε δώδεκα συντρόφους βγήκαν έξω. Κοντά στη θάλασσα είδαν µια θεόρατη σπηλιά και µπήκαν µέσα. Παντού υπήρχαν δοχεία µε γάλα και καλάθια µε τυρί και πλήθος αρνάκια και κατσίκια. Έφαγαν και περίµεναν να ’ρθει ο νοικοκύρης. Όταν τον είδαν όµως τρόµαξαν. Ήταν πανύψηλος κι είχε ένα µονάχα µάτι στο µέτωπο. Ήταν ο Κύκλωπας Πολύφηµος, ο γιος του Ποσειδώνα. Έκλεισε την πόρτα της σπηλιάς µ’ ένα τεράστιο βράχο κι άναψε δυνατή φωτιά.

Τότε είδε τους ξένους και τους ρώτησε άγρια. «Ποιοι είστε εσείς»; «Ξένοι ναυαγοί, γυρίζουµε απ’ την Τροία», του είπε ο Οδυσσέας. Αµέσως ο Πολύφηµος άρπαξε δυο συντρόφους και τους έφαγε. Μετά έπεσε για ύπνο. Το πρωί έφαγε άλλους δύο, άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς, έβγαλε το κοπάδι, την ξανάκλεισε κι έφυγε. Τότε ο Οδυσσέας, ο πολυµήχανος, πήρε ένα µακρύ κλαδί, το έξυσε στην άκρη, ώστε να είναι µυτερό, και το έκρυψε στις στάχτες.

Το βράδυ γύρισε ο Πολύφηµος κι έφαγε κι άλλους δυο από τους συντρόφους. Τον πλησίασε τότε ο Οδυσσέας κρατώντας ένα ασκί µε γλυκό κρασί και του πρόσφερε να πιει. Εκείνος ήπιε, του άρεσε και ζήτησε κι άλλο. «Ποιο είναι το όνοµά σου» ρώτησε τον Οδυσσέα τότε. «Κανένα µε φωνάζουν», απάντησε εκείνος. «Εσένα, Κανένα, θα σε φάω τελευταίο», ξανάπε ο Κύκλωπας και συνέχισε να πίνει, ώσπου τελείωσε όλο το κρασί και µεθυσµένος αποκοιµήθηκε.

Σηκώθηκε τότε ο Οδυσσέας, άρπαξε το µυτερό κλαδί και, µε τη βοήθεια των συντρόφων του, το κάρφωσε στο µάτι του Πολύφηµου. Εκείνος πετάχτηκε ουρλιάζοντας και φώναζε βοήθεια. Οι άλλοι Κύκλωπες έτρεξαν έξω απ’ τη σπηλιά «Τι έπαθες, Πολύφηµε», ρωτούσαν. «Με τύφλωσε ο Κανένας». «Αφού κανένας δε σε τύφλωσε, τι φωνάζεις» του απάντησαν κι έφυγαν θυµωµένοι.

Τα ξηµερώµατα ο Κύκλωπας άνοιξε την πόρτα της σπηλιάς και κάθισε εκεί µε απλωµένα χέρια για να τους πιάσει. Όµως ο Οδυσσέας έδεσε τους συντρόφους του κάτω από την κοιλιά των πιο µεγάλων κριαριών κι ο ίδιος κρεµάστηκε απ’ τα µαλλιά του πιο µεγάλου ζώου. Ο Κύκλωπας χάιδευε στη ράχη τα κριάρια, καθώς έβγαιναν, και δεν κατάλαβε πως από κάτω ήταν οι άνθρωποι.

Όταν βγήκαν όλοι απ’ τη σπηλιά, έτρεξαν στο καράβι και ξεκίνησαν. Καθώς αποµακρύνονταν, φώναξε ο Οδυσσέας.

«Πολύφηµε, αν σε ρωτήσουν ποιος σε τύφλωσε, να πεις ο Οδυσσέας, ο γιος του Λαέρτη απ’ την Ιθάκη». Άρπαξε τότε ένα τεράστιο βράχο ο Κύκλωπας και τον έριξε στο καράβι, µα δεν το χτύπησε. Κι αµέσως σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και είπε: «Πατέρα, Ποσειδώνα, τον Οδυσσέα που µε τύφλωσε µην τον αφήσεις να γυρίσει στην Ιθάκη, µα αν είναι να γυρίσει, να περάσει χίλια βάσανα, να φτάσει µόνος, µε ξένο πλοίο, κι εκεί να τον βρουν καινούριες συµφορές».
Πηγή
Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ