2012-05-07 21:15:44
Φωτογραφία για Τρεις μετεκλογικές αλήθειες και επτά διαχρονικοί μύθοι
«Αυτήν τη Δευτέρα, η Ελλάδα θα ξυπνήσει σε μια εντελώς νέα πραγματικότητα»: αυτό είναι τις τελευταίες εβδομάδες το προσφιλέστερο «αναμάσημα» των τηλεκαφενείων σε ό,τι αφορά την επόμενη μέρα των εκλογών

Του Άγγελου Ν. Βάσσου

Αδιαμφισβήτητα, οι επικείμενες εκλογές είναι όντως κρίσιμες -παρά τα διαχρονικά φληναφήματα πολιτικών και πολιτικολογούντων, που εξευτέλισαν την έννοια της κρισιμότητας. Και είναι κρίσιμες γιατί, για πρώτη φορά εδώ και αρκετές δεκαετίες, ο κυρίαρχος λαός (όλοι εμείς) καλείται να λάβει αποφάσεις που όντως θα επηρεάσουν προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση το αύριό του -με τρόπο αντιληπτό άμεσα, όχι κάποια στιγμή στο μακρινό επέκεινα.

Είναι κρίσιμες και για ακόμη έναν λόγο: επειδή, μετά από δύο χρόνια παραμονής σε καθεστώς Μνημονίων, μετά από έναν διετή «βομβαρδισμό» πληροφοριών για τις άβολες αλήθειες που -πολύ βολικά- εδώ και δεκαετίες επιλέγαμε να αγνοούμε, ουδείς πολίτης (ή πολιτικός) μπορεί να δηλώνει ανίδεος για την «ταμπακέρα».



ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ, ΙΔΙΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ

Οι επικείμενες εκλογές είναι, λοιπόν, κρίσιμες: αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι την επομένη των εκλογών η Ελλάδα θα είναι μια άλλη χώρα. Ευτυχώς ή δυστυχώς, το πρωί της 7ης Μαΐου (αλλά και τα πρωινά που θα ακολουθήσουν μέχρι τις 17 Μαΐου -το αργότερο-, οπότε θα πρέπει να έχει σχηματιστεί η κυβέρνηση που θα παρουσιαστεί ενώπιον της Βουλής, στην πρώτη συνεδρίασή της μετά τις κάλπες) η χώρα μας θα είναι αντιμέτωπη με τα ίδια προβλήματα, με τις ίδιες δυσκολίες, αλλά και με τις ίδιες επιλογές που θα πρέπει να κάνει όσον αφορά το μέλλον της.

Τι απ’ όλα όσα κυκλοφορούν, ωστόσο, το τελευταίο διάστημα όντως ισχύει και τι είναι αποκύημα μιας μάλλον αισιόδοξης (ενίοτε ακόμη και ουτοπικής) φαντασίας; Η «ΜτΚ» επιχειρεί να ξεδιαλύνει το κουβάρι, ξεδιαλύνοντας τις αλήθειες από τους μύθους, μία ανάσα πριν μπούμε πίσω από το παραβάν της κάλπης.

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

Όποιο κι αν είναι το κυβερνητικό σχήμα που θα διαδεχθεί την κυβέρνηση του κ. Λουκά Παπαδήμου, τρεις είναι, στην πραγματικότητα, οι επιλογές μεταξύ των οποίων θα πρέπει να κινηθεί:

01. Παραμονή στο Μνημόνιο (και στο ευρώ), με διατήρηση των μέτρων όπως έχουν ήδη ψηφιστεί και με σταδιακή εφαρμογή των νέων μέτρων που έχουν προκριθεί για το άμεσο μέλλον. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός ότι, σε μονεταριστικό επίπεδο, τα Μνημόνια Ι και ΙΙ πέτυχαν -τυπικώς- τον στόχο τους (με δεδομένο ότι μέσα σε μόλις δύο χρόνια το έλλειμμα της χώρας υποχώρησε από το 15,6% του ΑΕΠ στο 9,1%, με την Ελλάδα να γλιτώνει δάνεια ύψους πολλών δισ. ευρώ για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων).

Αυτή είναι η καλή πλευρά: γιατί η κακή είναι ότι αυτές οι σημαντικότατες μειώσεις δεν επετεύχθησαν με πραγματική περιστολή των δημοσίων δαπανών, με αποκρατικοποιήσεις και με σειρά μεταρρυθμίσεων (κι εκείνες που έγιναν ήταν τόσο λίγες και τόσο σποραδικά κατανεμημένες στη διετία που παρήλθε, ώστε σχεδόν έχασαν τη δυναμική τους), αλλά με οριζόντιες μειώσεις μισθών και συντάξεων και με υπέρμετρη φορολόγηση (ίσως επειδή μετά από κάποιο σημείο η τρόικα έδωσε μεγαλύτερη σημασία στα μετρητά που έβρισκε κάθε φορά στο δημόσιο ταμείο και μικρότερη στα πραγματικά δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και του εγχώριου πολιτικού συστήματος). Είναι αυτή ακριβώς η συνταγή που οδήγησε στο υφεσιακό σπιράλ που βιώνουμε σήμερα (με ανεπίσημη ύφεση το 2012 περί το 5,5%, η οποία θα μπορούσε να προσεγγίσει ακόμη και το 7%, αν επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις για την πορεία του τουρισμού) -μια συνταγή που απειλεί να υποσκάψει και τα όποια θετικά αποτελέσματα επιφέρει το πρόγραμμα σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας.

02. Μονομερής καταγγελία του Μνημονίου από την Ελλάδα και έξοδος της χώρας από αυτό, με πιθανότερο επακόλουθο (σε δεύτερο χρόνο) την έξοδο της χώρας και από το ευρώ και την υιοθέτηση εθνικού νομίσματος. Πρόκειται για το σενάριο με τις υψηλότερες επισφάλειες, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει τη χώρα στη σωτηρία -ή στην καταστροφή... Άμεσα, το βέβαιον είναι ότι η χώρα θα αντιμετώπιζε ταμειακό πρόβλημα (για λόγους που θα εξηγήσουμε στις σελίδες 54-55). Βέβαιον είναι, επίσης, ότι η χώρα θα αποκλειόταν και από τις διεθνείς αγορές για άντληση νέων κεφαλαίων (ουδείς θα ήταν πρόθυμος να δανείσει έναν de facto αναξιόχρεο) -και μάλιστα άμεσα, μετά τον επικοινωνιακό/μιντιακό ορυμαγδό που θα συνεπαγόταν η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα στήριξης ΔΝΤ-ΕΚΤ-ΕΕ (εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κάποιος πρωτοσέλιδα του στιλ «Οι Έλληνες απορρίπτουν το πακέτο διάσωσης της Ε.Ε.» ή «Οι Έλληνες ψηφίζουν μαζικά κατά των μέτρων λιτότητας» στον βρετανικό και τον γερμανικό Τύπο).

Η (ακόμη μεγαλύτερη) έλλειψη ρευστότητας θα οδηγούσε άμεσα (και για ένα χρονικό διάστημα ενός-δύο χρόνων) σε εκτίναξη της ανεργίας, η οποία εκτιμάται ότι θα μπορούσε να «τσιμπήσει» ακόμη και ένα επιπλέον 8% στα ήδη υψηλά ποσοστά της (συνεπεία της έλλειψης εγχώριων κεφαλαίων για νέες επενδύσεις, αλλά και της απουσίας ενδιαφέροντος για επενδύσεις από το εξωτερικό, μετά τη μονομερή καταγγελία από τη χώρα μας της συμφωνίας με τους διεθνείς εταίρους της).

Σε δεύτερο χρόνο (μετά την παρέλευση της πρώτης διετίας), η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να δει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς, χρησιμοποιώντας πλέον αντί του ευρώ ένα «μαλακό» νόμισμα (το οποίο, μάλιστα, θα είχε τη δυνατότητα να υποτιμά κατά βούληση), θα μπορούσε να επιτύχει τιμές εξαιρετικά ανταγωνιστικές στο εξωτερικό.

Το αντεπιχείρημα ως προς αυτήν την επιλογή είναι ότι, επιστρέφοντας σε ένα λιγότερο «σκληρό» νόμισμα (π.χ., στη δραχμή), η Ελλάδα δεν θα είχε «σκληρό» συνάλλαγμα για να προμηθεύεται από το εξωτερικό τις πρώτες ύλες που έχει ανάγκη (κυρίως, πετρέλαιο). Ειδικά, δε, σε μια συγκυρία παρατεταμένης ενεργειακής αβεβαιότητας, όπως αυτή που διανύουμε τα τελευταία χρόνια, με τις τιμές του μαύρου χρυσού να κινούνται σταθερά πάνω από τα 100 δολάρια το βαρέλι, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε εύκολα να αποδειχθεί, όπως εκτιμά μερίδα οικονομολόγων, ο πιο αδύναμος κρίκος στην πρώτη οικονομική/πολιτική κρίση που θα ξεσπούσε διεθνώς, με απρόβλεπτες συνέπειες 03. Παραμονή στο Μνημόνιο (και στο ευρώ), με αλλαγή προς το ηπιότερο των μέτρων εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας και με επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής. Πρόκειται μάλλον για το πλέον αισιόδοξο σενάριο, καθώς η επιμήκυνση του χρόνου προσαρμογής (με επιμερισμό των μέτρων σε μεγαλύτερο διάστημα και, συνεπώς, με σχετική ελάφρυνση της επιβάρυνσης για κάθε νοικοκυριό) θα μπορούσε να δώσει «ανάσα» χρόνου, αλλά και ρευστότητας στην ελληνική οικονομία, ώστε να αναζητήσει τον δρόμο για την ανάπτυξη.

Η επιλογή αυτή, ωστόσο, έχει ως προϋπόθεση την ύπαρξη συναινούντων εταίρων (χρειάζεται, δηλαδή, να προϋπάρξει πραγματική βούληση εκ μέρους των δανειστών μας για αναδιαπραγμάτευση των όρων και του χρονοδιαγράμματος του Μνημονίου ΙΙ), αλλά και τη διαμόρφωση συνθηκών στην Ευρώπη, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι -εν δυνάμει- ευνοϊκότερες προς μια τέτοια κατεύθυνση (για παράδειγμα, με εκλογή του κ. Φρανσουά Ολάντ στη Γαλλία, ο οποίος -τουλάχιστον προεκλογικώς- έχει δεσμευτεί για χαλάρωση του γερμανικού ευρω-μοντέλου δημοσιονομικής πειθαρχίας).



Μνημόνια, πετρέλαιο, χρέος, Κινέζοι και άλλες ιστορίες...

Στο προαιώνιο δίλημμα «καλύτερα υγιής, νέος, όμορφος και πλούσιος ή άρρωστος, γέρος, άσχημος και φτωχός;», η απάντηση είναι μάλλον εύκολη και αυτονόητη Δυστυχώς, η απάντηση στο δίλημμα ενώπιον του οποίου βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία δεν είναι αντίστοιχα αυτονόητη... Το μόνο βέβαιον είναι ότι οι επιλογές σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι ξεκάθαρα θετικές ή αρνητικές -δεν υπάρχει, δηλαδή, ένα καλό και ένα κακό σενάριο, μεταξύ των οποίων καλούμαστε να επιλέξουμε. Σήμερα, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με προβλήματα, τα οποία επί δεκαετίες έκρυβε «κάτω από το χαλί» -προβλήματα των οποίων η επίλυση σήμερα (με τα φθηνά δανεικά, με τα οποία χρηματοδοτούσαμε τα ελλείμματά μας, να έχουν οριστικώς εκλείψει) δεν μπορεί πλέον να αναβάλλεται.

Βέβαιον είναι, επίσης, ότι δεν υπάρχει εύκολος δρόμος εξόδου από το σημερινό αδιέξοδο. Όποιος πιστεύει στα σοβαρά, μετά από όσα μάθαμε και βιώσαμε την τελευταία διετία, ότι υπάρχει τρόπος να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε όπως ξοδεύαμε στο παρελθόν, χωρίς να υπάρχουν πια φθηνά δανεικά από τις διεθνείς αγορές, αλλά με ένα χρηματοδοτικό πρόγραμμα-μαμούθ από ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ, το οποίο όμως θα μας παρέχεται «τιμής ένεκεν», χωρίς προϋποθέσεις και ανταλλάγματα, μάλλον πρέπει να το ξανασκεφθεί: «Οι προσκλήσεις για δωρεάν δείπνο τελείωσαν...», όπως ξεκαθάρισαν σε πρόσφατες δηλώσεις τους τόσο ο απερχόμενος πρόεδρος του Eurogroup, κ. Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ, όσο και η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κυρία Κριστίν Λαγκάρντ.

ΖΗΣΕ ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΣΟΥ...

Ζητούμενο σε αυτήν τη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται είναι να είμαστε όσο καλύτερα ενημερωμένοι γίνεται, ώστε, όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή (μία τέτοια στιγμή είναι και η εκλογική αναμέτρηση αυτής της Κυριακής), να μπορούμε να πάρουμε την ορθότερη για καθέναν μας απόφαση, βάσει γνώσης και όχι εικασίας.

Στο θολό τοπίο που κυριάρχησε μετά την είσοδο της Ελλάδας στην νέα πραγματικότητα της κρίσης, πολλά λέγονται, πολλά ακούγονται, πολλές «πληροφορίες» διακινούνται από στόμα σε στόμα και από τηλεκαφενείο σε τηλεκαφενείο. Τι απ’ όλα αυτά ισχύει όμως, σε όρους πραγματικότητας; Η «ΜτΚ» επιχειρεί να δώσει κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα που κυριάρχησαν (και) στο προεκλογικό τοπίο.

01. Τελικώς, τα Μνημόνια απέτυχαν;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό ίσως να μην είναι και τόσο εύκολη: μάλλον αποτελεί θέμα οπτικής (όχι υποκειμενικής θέσης, αλλά συγκεκριμένης οπτικής από την οποία προσεγγίζεις το ερώτημα).

Για να τοποθετηθεί κάποιος στο ζήτημα αυτό, θα έπρεπε προηγουμένως να έχει απάντηση στο ερώτημα «Ποιος ήταν ο σκοπός των Μνημονίων;». Σε αντίθεση με την κοινή αντίληψη, τα Μνημόνια δεν σχεδιάστηκαν ως απάντηση στα δομικά προβλήματα της χώρας. Αυτό που τόσο το Μνημόνιο Ι όσο και το Μνημόνιο ΙΙ επιχείρησαν να κάνουν ήταν να δώσουν στην ελληνική οικονομία τον «αέρα», το «μαξιλαράκι» που χρειαζόταν, ώστε να προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη προκειμένου να καταστεί βιώσιμη, προτείνοντας παράλληλα μια «βεντάλια» μέτρων, από τα οποία εμείς θα επιλέγαμε εκείνα που λειτουργούν καλύτερα στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας.

Τα λεφτά δόθηκαν -και δίνονται, μέχρι νεωτέρας… Η ελληνική πλευρά, ωστόσο, δεν κατάφερε σε αυτά τα δυόμισι χρόνια να προωθήσει αρκετά γρήγορα τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνταν. Έτσι, με δεδομένο ότι οι αριθμητικοί στόχοι των Μνημονίων (για μετρήσιμη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας) έπρεπε να επιτευχθούν, προκειμένου να συνεχίζεται απρόσκοπτα η χρηματοδότηση των καθημερινών αναγκών της χώρας (και όντως επετεύχθησαν, αν σκεφτεί κανείς ότι το έλλειμμα υποχώρησε πρωτοφανώς, από το 15,6% στο 9,1% του ΑΕΠ), η τήρηση των όρων των Μνημονίων βασίστηκε αποκλειστικά σε οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και επαχθή φορολογικά μέτρα, βυθίζοντας τη χώρα βαθύτερα στην ύφεση.

Στο διά ταύτα; Το Μνημόνιο πέτυχε, αλλά η χώρα δεν σώθηκε (κατά το γνωστό ρητό περί της εγχείρισης και του ασθενούς). Σε αυτήν την εξέλιξη, ωστόσο, σημαντική ήταν η συμβολή της ίδιας της Ελλάδας και όχι μόνο των διεθνών πιστωτών της.

02. Τι θα ήταν καλύτερο για τη σταθερότητα στη χώρα; Μια μονοκομματική ή μια πολυκομματική κυβέρνηση;

Προφανώς, ουδείς θα μπορούσε να δώσει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα -πολλώ δε μάλλον, την παραμονή μιας εκλογικής αναμέτρησης. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν έχει και τόση σημασία: σημαντικό δεν είναι τόσο το εάν η κυβέρνηση που θα προκύψει θα είναι ενός, δύο ή περισσοτέρων κομμάτων (χωρίς να αντιλέγει κανείς περί του ότι οι μονοκομματικές κυβερνήσεις είναι διεθνώς, κατά τεκμήριο, ισχυρότερες), αλλά το τι θα κάνει με την εξουσία που θα κληθεί να διαχειριστεί.

Θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι, σε περίπτωση σχηματισμού πολυκομματικής κυβέρνησης, ο διεθνής Τύπος θα κατακλυστεί από τη Δευτέρα και μετά από αναλύσεις, οι συντάκτες των οποίων θα αναρωτιούνται αν μία κυβέρνηση πολλών και ετερόκλητων εταίρων θα μπορούσε να πετύχει εκεί όπου απέτυχαν κυβερνήσεις ενός κόμματος.

Το επιχείρημα αυτό είναι, σαφέστατα, εύλογο. Αντίστοιχα εύλογο, ωστόσο, είναι και το να υποστηρίξει κάποιος ότι μια κυβέρνηση υποστηριζόμενη από πολλά κόμματα (ανάλογα, βεβαίως, και με τη σύνθεσή της) και με σημαντική πλειοψηφία στη Βουλή θα μπορούσε να διαπραγματευτεί στο εξωτερικό από ισχυρότερη θέση, διατεινόμενη (με αξιώσεις) ότι εκφράζει την πραγματική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Εύλογο θα ήταν, επίσης, το να ανακαλέσει κάποιος στη μνήμη του πραγματικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν από ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις.

Στο διά ταύτα: δεν είναι τόσο ο αριθμός των κομμάτων που στηρίζουν μια κυβέρνηση, ο οποίος παίζει ρόλο, όσο οι επιλογές που θα κάνει η κυβέρνηση αυτή (μονοκομματική ή πολυκομματική) επί μιας σειράς κρίσιμων ζητημάτων.

03. Ακόμη κι αν καταγγείλουμε μονομερώς τα Μνημόνια και αρνηθούμε να αποπληρώσουμε το χρέος μας (στερούμενοι έτσι εφεξής την πρόσβαση σε κεφάλαια από τις διεθνείς χρηματαγορές ή από χρηματοδοτικά προγράμματα βοήθειας), η Ελλάδα παράγει από μόνη της αρκετά, ώστε να μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς δανεικά.

Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει σταματήσει εδώ και πολλά χρόνια να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα, ικανά να χρηματοδοτήσουν την πληρωμή μισθών και συντάξεων και τη λειτουργία των κρατικών δομών (αστυνομία, πυροσβεστική, σύστημα υγείας, στρατός κοκ.). Το 2009, με τη χώρα να παράγει 55 δισ. ευρώ εθνικού πλούτου ετησίως, ξοδεύαμε κάθε χρόνο 90 δισ. Σήμερα, με τον ετησίως παραγόμενο εθνικό πλούτο να κινείται ακόμη περί τα 50 δισ. ευρώ, ξοδεύουμε στο ίδιο χρονικό διάστημα 75 δισ. (καλύτερα απ’ ό,τι πριν από μία διετία, αλλά και πάλι πάνω από τις δυνάμεις μας).

Πρακτικά, η εθελούσια αποκοπή της Ελλάδας από διεθνή χρηματοδοτικά προγράμματα (με δεδομένο ότι επί της ουσίας βρίσκεται ήδη εκτός αγορών) θα σήμαινε, άμεσα, την αδυναμία εκπλήρωσης μιας σειράς κρατικών υποχρεώσεων, με ό,τι αυτή η αδυναμία θα μπορούσε να συνεπάγεται για την κοινωνική συνοχή στη χώρα.

04. Δεν μπορούμε να πάρουμε δανεικά από τους Κινέζους ή από τους Ρώσους, με ευνοϊκούς όρους;

Σαφώς και μπορούμε. Μπορούμε, επίσης, να πάρουμε δωρεάν πετρέλαιο από τους φίλους μας στη Λατινική Αμερική, να βρούμε δικό μας πετρέλαιο και φυσικό αέριο σε Ιόνιο και Αιγαίο (και να γίνουμε το Κατάρ της νοτιοανατολικής Ευρώπης), να ανακαλύψουμε κοιτάσματα χρυσού και ουρανίου σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα και να γίνουμε ένα νέο «Ελ Ντοράντο» ή να ζητήσουμε από τον κόσμο να μας χαρίσει το χρέος, τιμής ένεκεν για τα φώτα του πολιτισμού που δώσαμε στην Εσπερία.

Η πραγματικότητα, ωστόσο, είναι ότι τόσο οι Ρώσοι όσο και οι Κινέζοι (μαζί και αρκετοί λατινοαμερικανικοί λαοί) έχουν σχηματίσει εσχάτως στους κόλπους του ΔΝΤ και σε διεθνή φόρα μέτωπο κατά του υπέρμετρου δανεισμού της χώρας μας, για ποσά και με όρους που μας θέτουν, ενίοτε, σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι των πιστωτών μας!

Όσο για τους υδρογονάνθρακες σε Αιγαίο και Ιόνιο; Πιθανότατα υπάρχουν (αν και, ενδεχομένως, όχι στην αφθονία που οραματιζόμαστε), θα περάσουν ωστόσο αρκετά χρόνια πριν καταφέρουμε να επενδύσουμε σ’ αυτούς για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών της χώρας.

05. Τη λύση στα αδιέξοδα θα δώσει όχι η καταγγελία, αλλά η αναδιαπραγμάτευση των Μνημονίων.

Οι σοβαρές στρεβλώσεις που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια της τελευταίας διετίας καθιστούν κάτι περισσότερο από αυτονόητη την ανάγκη αναδιαπραγμάτευσης όρων των Μνημονίων -πολύ απλά, είτε επειδή δεν ήταν εξ αρχής λειτουργικές είτε επειδή δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν στη δεδομένη ελληνική πραγματικότητα. Αυτή η ανάγκη έχει καταστεί αντιληπτή και από τους ξένους πιστωτές μας, οι οποίοι ανοίγουν πλέον «παράθυρο» για αλλαγές σε επιμέρους ζητήματα της συμφωνίας.

Αυτή η διαπιστωμένη ανάγκη, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η όποια αναδιαπραγμάτευση (όταν και όποτε γίνει) θα μπορούσε να αποτελέσει πανάκεια: οι όροι μπορεί να μεταβληθούν κατά τι, στον βαθμό, ωστόσο, που θα αποδειχθούν de facto μη λειτουργικοί. Στο πλαίσιο αυτό, η προσδοκία για αλλαγή όρων της συμφωνίας επί τα βελτίω, μόνο και μόνο για χάρη του δοκιμαζόμενου ελληνικού λαού (και με έναν τρόπο που θα έθετε σε αμφισβήτηση την έγκαιρη αποπληρωμή των δανεικών), κινείται περισσότερο στη σφαίρα του ευκταίου παρά του εφικτού (παραγνωρίζοντας παράλληλα και τη δυσκολία που έχει εκείνος που δανείζεται με την πλάτη στον τοίχο να επιβάλει όρους στον δανειστή του…).

06. Όλα θα αλλάξουν με την εκλογή του κ. Φρανσουά Ολάντ στην προεδρία της Γαλλίας.

Είναι αλήθεια ότι ο κ. Ολάντ έχει αναφερθεί σαφώς και πολλάκις στην ανάγκη χαλάρωσης της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, την οποία έχει επιβάλει η Γερμανία στις δοκιμαζόμενες χώρες της ευρωζώνης. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μάλλον λογικό και αναμενόμενο να κινηθεί αντιστοίχως, σε περίπτωση που αυτήν την Κυριακή οι Γάλλοι τον επιλέξουν ως διάδοχο του κ. Νικολά Σαρκοζί στη θέση του νέου προέδρου της πέμπτης γαλλικής δημοκρατίας.

Ας μην επιτρέψουμε ωστόσο στην φαντασία μας να καλπάσει: ουδείς ευρωπαίος ηγέτης θα δανείσει στην Ελλάδα εκατομμύρια ευρώ, προερχόμενα από τους φόρους που επιβάλλει στη δική του χώρα, αν δεν έχει προηγουμένως διασφαλίσει ότι θα λεφτά αυτά θα επενδυθούν με τρόπο που θα παράγει πλούτο και δεν θα σπαταληθούν σε επιδόματα έγκαιρης προσέλευσης, για «αέρα» επιδοτήσεις, για πρόωρες ή ακόμη και για «μαϊμού» συντάξεις, για μίζες ή για κομματικούς εγκάθετους. Δεν θα δώσει, εν ολίγοις, λεφτά της χώρας του, αν δεν βεβαιωθεί προηγουμένως ότι η δική μας χώρα έχει προχωρήσει στις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται.

Σε ό,τι αφορά, δε, ειδικά τη Γαλλία και τον κ. Ολάντ, αξίζει να φέρουμε στο μυαλό μας ότι προεκλογικά οι οίκοι αξιολόγησης είχαν προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση εκλογής του σοσιαλιστή υποψηφίου στην προεδρία θα υποβαθμίσουν τη γαλλική οικονομία, εξαιτίας των δηλώσεών του για μη αποδοχή του νέου δημοσιονομικού συμφώνου. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν απλώς θέμα χρόνου να αρχίσουν να αναρωτιούνται ορισμένοι στη Γαλλία (το κόμμα της κυρίας Μαρίν Λεπέν έκανε ήδη την αρχή προεκλογικά) για το σε ποιους δανείζει το Παρίσι, με ποιο επιτόκιο και με ποιους όρους αποπληρωμής.

Είπαμε: Ελλάς-Γαλλία, συμμαχία -αλλά όχι ομαδική αυτοκτονία...

07. Τα επιτόκια με τα οποία δανειζόμαστε είναι ληστρικά.

Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το ακριβώς αντίθετο: από το επιτόκιο του 22%, με το οποίο δανειζόμασταν το 1990, πέσαμε στο 7% το 2000 και περί το 3%-5% μετά την είσοδό μας στην ευρωζώνη. Αυτή ακριβώς η εύκολη πρόσβαση σε φθηνά δανεικά είναι που επέτρεψε διαχρονικά τον άφρονα δανεισμό από τη χώρα μας (δανεισμό που κατευθύνθηκε στην κατανάλωση και όχι στην πρωτογενή παραγωγή πλούτου), με τις συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε σήμερα. Το σημερινό, δε, επιτόκιο με το οποίο δανείζεται η χώρα μας (αφού προηγουμένως διεγράφησαν άνω των 100 δισ. εκ των χρεών της) είναι περί το 3,7%, με περίοδο αποπληρωμής στα 40 χρόνια -όροι, δηλαδή, πολύ ευνοϊκότεροι από τους αντίστοιχους με τους οποίους δανείζονται αρκετοί από τους δανειστές μας...


Πηγή
kostasxan.blogspot.com
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
οχι και Αχάριστοι !
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
οχι και Αχάριστοι !
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ