2016-07-17 17:10:49
Φωτογραφία για 8717 - Ο Γέροντας Παΐσιος ως δόκιμος και αρχάριος Μοναχός στην Ι. Μονή Εσφιγμένου
Στὰ μέσα Αὐγούστου τοῦ 1953 ὁ Ἀρσένιος ἔφθασε στὸ ἀσφαλὲς «λιμάνι» τοῦ Κοινοβίου τῆς Μονῆς Ἐσφιγμένου. Ἄνοιξε τὴν καρδιά του στὸν Ἡγούμενο Καλλίνικο, τοῦ φανέρωσε τὸν μεγάλο του πόθο νὰ ζήση ὡς ἀσκητὴς καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν δεχθῆ γιὰ λίγα χρόνια στὴν Μονή. Ὁ Ἡγούμενος τὸν δέχθηκε. Καὶ ἔτσι, τὸ Κοινόβιο τῆς Ἐσφιγμένου, μὲ τὸ αὐστηρὸ πρόγραμμα, τὰ κοπιαστικὰ διακονήματα, τὴν πνευματικὴ παρακολούθηση καὶ καθοδήγηση, θὰ γινόταν τὸ στέρεο πνευματικὸ ἔδαφος, ἀπὸ ὅπου ὁ παιδιόθεν ἐραστὴς τῆς ἐρήμου θὰ μποροῦσε νὰ κάνει μὲ ἀσφάλεια τὸ πνευματικὸ ἅλμα γιὰ τὴν ἔρημο.

Γιὰ νὰ τὸν γράψουν στὸ Δοκιμολόγιο τῆς Μονῆς, ζήτησαν ἕνα πιστοποιητικὸ ἀπὸ τὴν Ἀστυνομία Κονίτσης, καὶ ἔτσι ἔμαθαν οἱ γονεῖς του ὅτι εἶχε πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ τοὺς ἔστειλε καὶ ἐπιστολή, ὅπως εἶχε γράψει καὶ στὸν π. Παῦλο Ζησάκη, στὸν ὁποῖο ἔγραψε:

 

«Ἦρθα στὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἐσφιγμένου καὶ ἔμεινα. Ἐὰν ῥωτᾶς πῶς τὰ περνῶ, δόξα τῷ Θεῷ, πολὺ καλά... Ἔχει ἐναρέτους Πατέρας, καθὼς καὶ τάξη καλή. Καθὼς φαίνεται, ἦτο οἰκονομία Θεοῦ νὰ μείνω στὴν Ἱερὰν Μονὴν Ἐσφιγμένου καὶ ἐλπίζω στὸν Κύριο, ἵνα μὲ συναριθμήση καὶ ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ψωριάρικο πρόβατό Του, μαζὶ μὲ τὸ μικρὸ ποίμνιόν Του, τῆς Μονῆς».


Τὸ Κοινόβιο τῆς Ἐσφιγμένου ἦταν γιὰ τὸν Ἀρσένιο ἕνα ζωντανὸ Γεροντικό. Βρῆκε μέσα σ’ αὐτὸ ἀγωνιστὲς πατέρες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀναδειχθῆ «σπουδαῖοι στὴν πρακτικὴ καὶ θεωρητικὴ ζωή» καὶ μὲ ἐπίγνωση καλλιεργοῦσαν τὶς μοναχικὲς ἀρετές: ξενιτεία, ὑπακοή, ἐγκράτεια, ἀκτημοσύνη, ἡσυχία, φιλαδελφία.

Ἡ ξενιτεία ποὺ ἀσκοῦσαν ἦταν ἀπόλυτη. Δὲν εἶχαν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς συγγενεῖς τους, «οὔτε ἔβρισκε τόπο σὲ αὐτοὺς ἄκαιρη καὶ ἀνώφελη συναναστροφὴ καὶ συνομιλία, ἀργολογία ἢ παῤῥησία».Κανένας δὲν πλησίαζε ἕναν δόκιμο, γιὰ νὰ τὸν ῥωτήση σχετικὰ μὲ τὴν κατὰ κόσμον ζωή του. Ἀσκοῦσαν τὴν ἁγία σιωπή, ποὺ εἶναι«μητέρα τῆς προσευχῆς, σύζυγος τῆς ἡσυχίας, μυστικὴ πνευματικὴ ἀνάβαση». «Ὅταν πῆγα ὡς δόκιμος στὸ Κοινόβιο», ἔλεγε ὁ Ὅσιος ἀργότερα, «δὲν ἤξερα κανέναν. Ἦταν ἑξήντα Πατέρες στὸ Μοναστήρι, καὶ ἤμουν τελείως ἄγνωστος. Δὲν ὑπῆρχε ἀνθρώπινη παρηγοριά, καὶ αὐτὸ μὲ βοήθησε νὰ ζητῶ τὴν θεία παρηγοριά».

Ἐνῶ ἦταν πολλοὶ Πατέρες στὸ Μοναστήρι, ἐπικρατοῦσε τόση ἡσυχία, ποὺ θὰ νόμιζε κανεὶς ὅτι ζῆ ἐκεῖ ἕνας μόνος ἡσυχαστής. Ἕνα μεγάλο ῥολόϊ χτυποῦσε κάθε τέταρτο καί, διακόπτοντας γιὰ λίγο τὴν ἡσυχία, τοὺς κρατοῦσε σὲ ἐγρήγορση, καθὼς τοὺς ὐπενθύμιζε νὰ λένε τὴν εὐχή. Ἔτσι, ὅλοι ἔκαναν ἥσυχα τὴν διακονία τους ἔχοντας στὸν νοῦ τους τό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».

Ἡ ζωή τους ἦταν πολὺ ἁπλή, καὶ ὅλα στὴν Μονὴ ἦταν λιτὰ καὶ ἀσκητικά. Εἶχαν μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα πράγματα, καὶ ἔτσι ἡ ψυχή τους τρεφόταν μὲ ἀνώτερη χαρά, πνευματική. Στὸ κελλὶ εἶχαν ἕνα κρεββάτι, ἕνα τραπέζι, λίγες εἰκόνες, ἕνα καντηλάκι καὶ μία λάμπα πετρελαίου. Σόμπα δὲν εἶχαν· μερικοὶ τὸ βράδυ ἄναβαν λίγο τὴν λάμπα, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ζεσταθοῦν κάπως. Τὸ μόνο βιβλίο ποὺ εἶχαν στὸ κελλί τους ἦταν τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Γιὰ νὰ διαβάσουν ἄλλο βιβλίο, ἔπαιρναν εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο καὶ τὸ δανείζονταν ἀπὸ τὴν Βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς.

Ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν Θεία Κοινωνία ἀκολουθοῦσαν τὴν παλαιὰ τάξη τῆς τριήμερης ἄλαδης νηστείας, καὶ οἱ περισσότεροι Πατέρες ἀγρυπνοῦσαν τὴν παραμονὴ στὸ κελλί τους. Ἡ νηστεία καὶ ἡ ἄσκηση κορυφώνονταν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Τὴν πρώτη Ἑβδομάδα τῶν Νηστειῶν οἱ Πατέρες ἔμεναν ὅλη σχεδὸν τὴν ἡμέρα στὸν ναὸ τηρώντας ἐπακριβῶς τὸ Τυπικὸ τῶν Ἀκολουθιῶν. Ἀλλὰ καὶ τὶς ὑπόλοιπες ἑβδομάδες τῆς Τεσσαρακοστῆς οἱ Ἀκολουθίες ἦταν πολύωρες. Τράπεζα εἶχαν στὶς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα, καὶ τότε ἔτρωγαν μία σούπα νερόβραστη. «Γιὰ νὰ βγάλη κανεὶς μιὰ Σαρακοστὴ στὴν Ἐσφιγμένου, ἀνέβαινε στὸν Γολγοθᾶ πραγματικά», ἔλεγε ἀργότερα ὁ Ὅσιος Παΐσιος.

Μὲ τὴν ἴδια ἀκρίβεια τηροῦσαν καὶ τὶς ἀργίες τῆς Ἐκκλησίας. Παρόλο ποὺ τὸ Μοναστήρι ἦταν φτωχὸ καὶ οἱ προμήθειές τους λιγοστές, ἐὰν τὸ καΐκι ποὺ ἔφερνε προϊόντα ἀπὸ τὰ μετόχια τῆς Μονῆς ἔφθανε στὸν Ἀρσανᾶ ἡμέρα ἀργίας, οἱ Πατέρες δὲν πήγαιναν οὔτε νὰ τὸ ξεφορτώσουν. Προτιμοῦσαν νὰ πάρη ἡ θάλασσα τὰ σταφύλια ἢ τὸ λάδι, ἂν σηκωνόταν φουρτούνα, παρὰ νὰ παραβοῦν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σκανδαλίσουν καὶ τοὺς λαϊκοὺς ποὺ θὰ ἔβλεπαν καλόγερους νὰ ἐργάζονται ἡμέρα ἀργίας.

Μὲ συνέπεια οἱ Πατέρες συμμετεῖχαν στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες. Ὑπῆρχε μάλιστα γι’ αὐτὸ καὶ διακριτικὴ παρακολούθηση καὶ βοήθεια. Ἕνας προϊστάμενος κυκλοφοροῦσε τὴν νύχτα στοὺς διαδρόμους φορώντας παντόφλες φτιαγμένες ἀπὸ παλιὲς κουβέρτες, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλῆ. Καὶ ἄν, γιὰ παράδειγμα, ἄκουγε θόρυβο σὲ κάποιο κελλί, χτυποῦσε τὴν πόρτα καὶ ῥωτοῦσε:

-Τί κάνεις τέτοια ὤρα, ἀδελφέ;

-Κάνω μετάνοιες, ὥστε, ἂν ἀῤῥωστήσω καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω τὸν κανόνα μου, νὰ τὸν ἔχω κάνει ἀπὸ πρίν.

-Ὁ Θεὸς δὲν θὰ σοῦ ζητήσει λόγο, ἂν ἀῤῥωστήσης καὶ δὲν κάνεις κανόνα. Θὰ σοῦ ζητήσει λόγο, ἂν δὲν ἔρθης αὔριο στὴν Ἀκολουθία,ἔλεγε.

Ἤ, ἂν ἔβλεπε ὅτι κάποιος εἶχε ἀναμμένη τὴν λάμπα ἀργὰ τὸ βράδυ, χτυποῦσε καὶ ῥωτοῦσε:

-Τί κάνεις, ἀδελφέ;

-Ἄνοιξα τὸν Συναξαριστὴ καὶ θέλω νὰ τελειώσω τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.

-Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ τελειώσης τώρα ὅλο τὸ συναξάρι, διότι πέρασε ἡ ὥρα, καὶ τὸ πρωΐ στὴν Ἀκολουθία θὰ κοιμᾶσαι, τοῦ ἔλεγε.

Ὁ Ἡγούμενος ἔβαζε καὶ ἐπιτίμια, ὅταν χρειαζόταν. Γιὰ σοβαρὰ σφάλματα ἔβαζε ἀκόμη καὶ τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία. Μία μέρα ἕνας ἀδελφὸς τῆς Μονῆς πέρασε ἀπὸ τὴν Νέα Σκήτη, καὶ ὁ ἱερομόναχος ἀπὸ τὴν Καλύβη τοῦ Ἁγίου Δημητρίου τοῦ ἔδωσε ἕνα γράμμα γιὰ τὸν Ἀρσένιο. Ὁ ἀδελφὸς δὲν τὸ παρέδωσε στὸν Ἡγούμενο, ὅπως θὰ ἔπρεπε, ἀλλὰ ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἀρσένιο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ το διάβασε, τὸ πῆγε στὸν Ἡγούμενο. Τότε ἐκεῖνος κάλεσε τὸν μοναχὸ ποὺ μετέφερε τὸ γράμμα καὶ τοῦ ἔβαλε κανόνα νὰ μὴν κοινωνήση γιὰ 40 μέρες. Ὅταν ὁ Ἀρσένιος τὸ ἔμαθε, στενοχωρήθηκε ποὺ συνέβη αὐτὸ ἐξαιτίας του, καὶ πῆγε νὰ ζητήση συγχώρεση ἀπὸ τὸν ἀδελφό. Ἐκεῖνος τότε τοῦ μίλησε μὲ ἀγάπη· τοῦ εἶπε νὰ μὴν στενοχωριέται γι’ αὐτὸν καὶ τοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ καλογερικὴ τάξη.

Ἄλλη φορὰ ὁ Ἀρσένιος συμπόνεσε ἕναν δόκιμο, ὁ ὁποῖος εἶχε κανόνα νὰ ἀπέχη γιὰ ἕνα διάστημα ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία, καὶ γι’ αὐτὸ ζήτησε εὐλογία ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο νὰ μὴν κοινωνάη οὔτε καὶ αὐτός, ἐνῶ θὰ προετοιμαζόταν κανονικά. Μὲ τὴν θυσία του αὐτὴ ἔδινε λίγη παρηγοριὰ στὸν δόκιμο ποὺ διαφορετικὰ θὰ ἔνιωθε μόνος, ξεκομμένος ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς. Παρόλο ὅμως ποὺ ὁ Ἀρσένιος δὲν κοινωνοῦσε, ὁ Χριστὸς τὸν ἐπισκεπτόταν μὲ ἄλλον τρόπο, καὶ ἦταν αἰσθητὴ ἡ θεία Χάρις στὸ πρόσωπό του, τὸ ὁποῖο ἀκτινοβολοῦσε.

Πολλὰ ἦταν τὰ παραδείγματα ἀρετῆς ποὺ εἶχε καθημερινὰ μπροστά του ὁ δόκιμος Ἀρσένιος. Ἰδιαίτερα ὅμως θαύμαζε ἕναν συνομήλικό του δόκιμο, ὁ ὁποῖος εἶχε πολλὴ εὐλάβεια καὶ ταπείνωση καὶ ἦταν ὑπόδειγμα σὲ ὅλα. Καὶ μόνον ποὺ τὸν ἔβλεπε ὁ Ἀρσένιος, βοηθιόταν πολύ. Ἔνιωθε ὅτι ὅσο τὸν βοηθοῦσε αὐτὸς ὁ δόκιμος, δὲν τὸν εἶχαν βοηθήσει ὅλα τὰ συναξάρια ποὺ διάβαζε ἀπὸ μικρός, γιατὶ αὐτὸς ἦταν ἕνα ζωντανὸ συναξάρι, παράδειγμα πρὸς μίμησιν. Προσπαθοῦσε λοιπὸν νὰ τὸν μιμηθῆ, χωρὶς νὰ τὸν ζηλεύη, καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ φθάση ὁ ἀδελφὸς στὰ μέτρα τοῦ Ἁγίου ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του καὶ ὁ ἴδιος νὰ φθάση στὰ μέτρα τοῦ ἀδελφοῦ.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ συγκινοῦσε περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὸν Ἀρσένιο ἦταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἀδελφοσύνη ποὺ εἶχαν οἱ Πατέρες μεταξύ τους. Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἔχω ζἠσει σὲ μία κατάσταση πολὺ προχωρημένη στὸ Κοινόβιο! Τὸ Κοινόβιο τοῦ Ἐσφιγμένου ἦταν πραγματικὸ Κοινόβιο. Οἱ Πατέρες εἶχαν μία λεβεντιά, τὰ χαίρονταν ὅλα. Ὅλοι κοίταζαν πῶς νὰ κάνουν κάποια θυσία. Στὴν διακονία, στὴν Τράπεζα, σὲ ὅλα, ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ πνεῦμα, «πῶς νὰ ἀναπαύσουν τὸν ἀδελφό». Καθένας σκεφτόταν πρῶτα τὸν ἄλλο. Ξεκινοῦσαν ἀπὸ τό: «Εἶδες τὸν ἀδελφό σου, εἶδες τὸν ἴδιο τὸν Χριστό», καὶ εἶχαν στὸν νοῦ τους νὰ μὴν στενοχωρήσουν τὸν Χριστό. Γι’ αὐτὸ εἶχαν συνέχεια πανηγύρι καὶ ζοῦσαν τὸν Παράδεισο».

***

Βοηθὸς στὰ διακονήματα.

Στὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου, ὅπως καὶ σὲ ὅλα τὰ Κοινόβια τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὁ δόκιμος περνοῦσε πρῶτα ἀπὸ ὅλα σχεδὸν τὰ διακονήματα ὡς παραδιακονητής. Κάθε διακονητὴς παράλληλα μὲ τὸ διάκονημα τοῦ μάθαινε καὶ τὴν καλογερικὴ τάξη καὶ συμπεριφορά· νὰ σέβεται τὸν Ἡγούμενο καὶ τοὺς ἀδελφούς, νὰ λέη τὸ «εὐλόγησον» καὶ τὸ «νἆναι εὐλογημένο» καὶ νὰ κάνει ὑπακοή. Ἀκόμη, τὸν δίδασκε πῶς νὰ κάνει τὸν κανόνα του καὶ πῶς νὰ λέει τὴν εὐχή. Ἔτσι ὁ ἀρχάριος σιγὰ-σιγὰ «προσγειωνόταν» καὶ ἔμπαινε σὲ μία καλὴ πνευματικὴ σειρά· τὸν «πελεκοῦσαν» οἱ μεγαλύτεροι ἀδελφοὶ καὶ τελικὰ «τελείωνει τὸ ἔπιπλο» ὁ Ἡγούμενος.

Τὸ πρῶτο διακόνημα τοῦ Ἀρσενίου ἦταν βοηθὸς στὴν Τράπεζα καὶ στὸ μαγκιπεῖο (στὸν φοῦρνο). Ἂν καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἦταν συνηθισμένος σὲ βαρειὲς ἐργασίες, αἰσθανόταν μεγάλη κούραση καὶ συνέχεια παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν δυναμώνη, γιὰ νὰ ἐξυπηρετῆ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τοὺς ἀδελφούς, ποὺ καὶ αὐτοὶ κοπίαζαν πολύ. Σκεφτόταν ὅτι ὅσο πιὸ γρήγορα θὰ ἔπλενε ἐκεῖνος τὰ πιάτα καὶ τὰ μεγάλα μπακιρένια σκεύη καὶ ὅσο περισσότερο νερὸ θὰ κουβαλοῦσε ἀπὸ τὴν πηγή, τόσο περισσότερο θὰ ἀνακούφιζε τὸν διακονητή του.

Μὲ τὴν ἴδια προθυμία ἐξυπηρετοῦσε καὶ ἄλλους Πατέρες. Μία μέρα ἕνα ἀνήμπορο γεροντάκι τὸν παρακάλεσε νὰ τοῦ πηγαίνη λίγη σούπα στὸ κελλί, καὶ ὁ Ἀρσένιος τὴν πήγαινε μετὰ τὴν διακονία. Ὅταν ὅμως τὸν εἶδε ὁ ἀδελφὸς ποὺ ἔμενε στὸ διπλανὸ κελλί, τοῦ εἶπε: «Ἀρσένιε, μὴν τὸν καλομαθαίνης, γιατὶ θὰ σοῦ ζητάη συνέχει βοήθεια καὶ δὲν θὰ σὲ ἀφήνη νὰ ἡσυχάσης. Ἐγώ, ξέρεις τί ἔπαθα; Πῆγα μία φορὰ λίγο νὰ τὸν βοηθήσω, ἐπειδὴ ἦταν κρυωμένος, καὶ μετὰ δὲν μὲ ἔφηνε ἥσυχο· χτυποῦσε κάθε λίγο τὸν τοίχο. «Κάνε ἀγάπη », ἔλεγε,  «κάνε μου ἕνα τσάϊ». «Κάνε ἀγάπη, ἔλα, γύρισέ με λίγο». Ὕστερα ἀπὸ λίγο: «Κάνε ἀγάπη, βάλε μου ἕνα ζεστὸ τοῦβλο». Τοῦβλο-τσάϊ, τοῦβλο-τσάϊ, ποῦ νὰ προφθάσω νὰ κάνω τὰ πνευματικά μου!» Ὁ Ἀρσένιος τὸν ἄκουγε μὲ ἀπορία, διότι αὐτὴ ἡ ἀντιμετώπιση ἀποτελοῦσε ἐξαίρεση μέσα στὸ Κοινόβιο. Σχολίαζε ἀργότερα: «Εἶναι φοβερό. Τὸ γεροντάκι νὰ ὑποφέρη, νὰ βογγάη, νὰ ζητάη κάτι γιὰ νὰ ἀνακουφισθῆ, καὶ ἐγὼ νὰ μὴν θέλω νὰ πάω, γιὰ νὰ μὴν διακόψω τὰ πνευματικά μου! Αὐτὰ εἶναι ξερὰ πράγματα. Στὸν Θεὸ πιὸ πολὺ μετράει τὸ «τοῦβλο-τσάϊ» παρὰ οἱ μετάνοιες καὶ τὰ κομποσχοίνια».

Ὅταν ὁ Ἀρσένιος ἦταν παραδιακονητὴς στὴν Τράπεζα, γνώρισε καὶ ἕναν διὰ Χριστὸν σαλό, τὸν πατέρα Γεώργιο τὸν ἀναχωρητή, ὁ ὁποῖος περνοῦσε καμμιὰ φορὰ ἀπὸ τὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου, καὶ ὁ τραπεζάρης τοῦ ἔβαζε κάτι νὰ φάη. Ἐπειδὴ ὁ Ἀρσένιος ὡς ἀρχάριος εἶχε ἀκόμη κοσμικὰ κριτήρια, θεωροῦσε τὸν πατέρα Γεώργιο τρελλό, ὅπως καὶ μερικοὶ Πατέρες ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν καταλάβουν. Ὅταν ὅμως ὁ π. Γερμανός, ὁ πιὸ ἡλικιωμένος καὶ πιὸ ἐνάρετος πατέρας τῆς Μονῆς, τὸν ἄκουσε νὰ λέει ὅτι ὁ πατὴρ Γεώργιος εἶναι τρελλός, τοῦ ἔκανε αὐστηρὴ παρατήρηση, λέγοντάς του: «Ὁ πατὴρ Γεώργιος, εἶναι ἅγιος ἀλλὰ κάνει τὸν σαλό». Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ἀρσένιος τὸν εἶχε σὲ εὐλάβεια καί, παρατηρώντας τον, κατάλαβε καὶ μόνος του ὅτι εἶχε ἁγιότητα.

Ὅταν κάλεσαν τὸν Ἀρσένιο, γιὰ νὰ τοῦ ἀναθέσουν τὸ νέο του διακόνημα –παραδιακονητὴς στὸ Ἀρχονταρίκι-, εἶπε: «Νἆναι εὐλογημένο». Ἔπειτα ὅμως ὁ τραπεζάρης τὸν συμβούλεψε: «Δὲν ἔκανες καλὰ ποὺ εἶπες μόνο «νἆναι εὐλογημένο». Αὐτὸ ἔχει μέσα ὑπερηφάνεια, δείχνει αὐτοπεποίθηση, ὅτι δηλαδὴ ἐσὺ κάνεις ὑπακοή. Ἔπρεπε νὰ πῆς: «Νἆναι εὐλογημένο, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν θὰ τὰ καταφέρω· μὲ τὴν εὐχή σας θὰ προσπαθήσω». Αὐτὸ ἔχει ταπείνωση». Ἡ ὑπόδειξη αὐτὴ τὸν βοήθησε πολύ· τὸν ἔκανε νὰ σκεφθῆ πόσο λεπτὴ πνευματικὴ ἐργασία ἀπαιτοῦσε ἡ μοναχικὴ ζωή.

Στὸ νέο του διακόνημα ὁ Ἀρσένιος ἔμαθε νὰ στρώνει ἐπίσημα τραπέζαι, νὰ ἑτοιμάζει κεράσματα, νὰ πλένει σεντόνια μὲ καταστάλα, νὰ τὰ σιδερώνη βάζοντας ἀπὸ πάνω βαρειὲς πλάκες· δουλειὲς ποὺ δὲν εἶχε κάνει ποτέ. Καὶ ἐδῶ ἡ κούραση ἦτνα πολὺ μεγάλη, καθὼς τὸ Μοναστήρι ἦταν πολὺ φιλόξενο. Καθημερινὰ φιλοξενοῦσε 50-60 ἀνθρώπους, στοὺς ὁποίους προσέφεραν μεγάλη περιποίηση, ἐπειδὴ στὸ πρόσωπό τους ἔβλεπαν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ οἱ Πατέρες ἔτρωγαν φασόλια ποὺ εἶχαν μαμούνια –καὶ ἔῤῥιχναν ῥίγανη γιὰ νὰ μὴν φαίνονται- ἐνῶ στοὺς φιλοξενουμένους παρέθεταν ψάρια ποὺ μὲ κόπο εἶχαν ψαρέψει τὴν προηγούμενη νύχτα. Συχνὰ οἱ ἀδελφοὶ ποὺ διακονοῦσαν στὸ Ἀρχονταρίκι ἔμεναν ἐκεῖ ἕως ἀργά, γιὰ νὰ περιποιηθοῦν τοὺς ὑλοτόμους, ποὺ ἐπέστρεφαν τὸ σούρουπο ἀπὸ τὸ βουνό. Ἄλλες φορὲς πήγαιναν στὴν διακονία πρὶν τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν ἐγκαίρως τὸ κέρασμα. Ὁ Ἀρσένιος, παρόλο ποὺ ἦταν πολὺ σβέλτος καὶ ἔφευγε καὶ πρὶν τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία, καὶ ζημιὲς ἔκανε καὶ καθυστεροῦσε. Ἔχοντας ὅμως ἀνοιχτὰ τὰ μάτια του στὰ φωτεινὰ παραδείγματα ποὺ ὑπῆρχαν δίπλα του, ἄρχισε νὰ παρατηρῆ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐκινεῖτο ἕνας εὐλαβῆς παραηγουμενιάρης. Αὐτὸς οὔτε πολὺ γρήγορος ἦταν οὔτε ἔφευγε πρὶν τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία· προλάβαινε ὅμως νὰ ἑτοιμάση τὰ κεράσματα, γιατί, πρὶν ἀρχίση τὴν διακονία του, ἔκανε τὸν σταυρό του μὲ πίστη ὅτι ὁ Θεὸς θὰ τὸν βοηθήση, καὶ ἔτσι δεχόταν τὴν θεία βοήθεια. Ὁ Ἀρσένιος πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν μιμηθῆ καί, ἂν δὲν προλάβαινε νὰ ἑτοιμάση κάτι καὶ τὸν μαλώσουν, νὰ τὸ δεχθῆ ταπεινά.

Μετὰ τὸ Ἀρχονταρίκι, διακόνησε ὡς βοηθὸς στὸ νοσοκομεῖο κοντὰ σὲ ἕναν ἄλλον εὐλαβῆ καὶ ἀγωνιστὴ μοναχό, τὸν γερο-Δωρόθεο, ὁ ὁποῖος εἶχε καρδιὰ μάνας γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφούς, μεγάλους καὶ μικρούς. Ὅταν ἔβλεπε κανένα φιλάσθενο καλογέρι, τοῦ ἔλεγε: «Ἔλα ἐδῶ, ἔχω νὰ σοῦ πῶ ἕνα μυστικό», καὶ τοῦ ἔδινε ταχίνι μὲ κοπανισμένα καρύδια ἢ μὲ ζάχαρη. Καὶ τὰ γεροντάκια τὰ οἰκονομοῦσε μὲ λίγο φιδέ. Αἰσθανόταν ὡς ἀνάγκη νὰ φροντίζη ἰδιαίτερα τὸν κάθε ἀδελφό· δὲν τὸ ἔκανε τυπικὰ ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του. Ὁ δὲ Ἀρσένιος ἔνιωθε νὰ ἔχη πνευματικὴ συγγένεια μὲ τὸν γερο-Δωρόθεο· τὸν εἶχε γιὰ παράδειγμα καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὸν μιμηθῆ.

Ἔτσι, ὁ Ἀρσένιος διακονοῦσε σὲ κάθε διακόνημα μὲ ὅλη του τὴν καρδιάμ ἀλλὰ καὶ ὅπου ἀλλοῦ μποροῦσε νὰ βοηθήσει, πήγαινε πρόθυμα χωρὶς νὰ ὑπολογίζη τὸν κόπο. Ἡ προθυμία του σύντομα ἔγινε ἀντιληπτή, καὶ οἱ ἀδελφοὶ μὲ εὐκολία τοῦ ζητοῦσαν διάφορες ἐξυπηρετήσεις. Βιαστικὸς ὁ καθένας πάνω στὴν δουλειά, τοῦ ἔλεγε:«Ἀρσένιε, κάνε ἀγάπη, πήγαινε μέχρι ἐκεῖ». Τὸν ἔβρισκε ἔπειτα ἄλλος: «Ἀρσένιε, κάνε ἀγάπη, φτιάξε αὐτό». Τρέχοντας ὅμως συνέχεια, πότε ἐδῶ καὶ πότε ἐκεῖ, πολλὲς φορὲς ἔνιωθε μεγάλη κούραση. Μία μέρα ἕνας προϊστάμενος τὸν εἶδε κουρασμένο καὶ τὸν ῥώτησε:

-Τί συμβαίνει; Σὰν λίγο στενοχωρημένο σὲ βλέπω.

-Καταλαβαίνω, ὅτι μέσα στὸ Κοινόβιο πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς σὰν τὶς παλιὲς παντόφλες ποὺ εἴχαμε στὸ σπίτι μας ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καί, ὅποιος ἤθελε νὰ βγῆ ἔξω, τὶς φοροῦσε. Μικροὶ-μεγάλοι τὶς χρησιμοποιοῦσαν.

-Καὶ τί καλύτερο, ἀπὸ τὸ νὰ γίνει κανεὶς «παντόφλες τοῦ σπιτιοῦ» γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ;

Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ ἔδωσε φτερά· τὸν ἔφερνε στὸν νοῦ του καὶ χαιρόταν νὰ τρέχη πρόθυμα παντοῦ.

***

Πνευματικοὶ ἀγῶνες τοῦ δόκιμου Ἀρσενίου.

Μὲ ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο ὁ Ἀρσένιος δόθηκε στὰ πνευματικά. Ἂν καὶ ἦταν δόκιμος, πῆρε εὐλογία νὰ κάνει τὸν κανόνα τοῦ μεγαλόσχημου μοναχοῦ (τέσσερα τριακοσιάρια κομποσχοίνια μὲ μικρὲς μετάνοιες καὶ τριακόσιες ἐδαφιαῖες μετάνοιες). Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ κοινωνήση, ἔκανε καὶ ἄλλες ἐδαφιαῖες μετάνοιες ψάλλοντας τὴν πρώτη ᾠδὴ τοῦ Μεγάλου Κανόνος καὶ δύο ᾠδὲς ἀπὸ τὸ Θεοτοκάριο. Ὡς μελέτη, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἔδωσε καὶ τὸν Εὐεργετινὸ καὶ τὶς Κατηχήσεις τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἀπὸ τὰ βιβλία αὐτὰ ὁ Ἀρσένιος ἀντέγραφε ὅ,τι ἐνιωθε ὅτι θὰ τὸν βοηθοῦσε περισσότερο στὸν ἀγῶνά του, ὥστε νὰ τὸ ξαναδιαβάζη καὶ νὰ προσπαθῆ νὰ τὸ ἐφαρμόση. Ὅταν συγκεντρώνονταν πολλὰ σχετικὰ ἀποσπάσματα, τὰ ἀντέγραφε πάλι ταξινομώντας τα κατὰ θέματα. Ἔτσι τυπώνονταν καλύτερα στὴν μνήμη του καὶ τὰ ἔφερνε συνέχεια στὸν νοῦ του κάνοντας «μελέτη χωρὶς βιβλίο», ὅπως ἔλεγε.

Στὴν διάρκεια τῶν Ἀκολουθιῶν ἔκανε ἀγῶνα νὰ στέκεται ὄρθιος. Ὅταν πονοῦσαν τὰ πόδια του, ἔφερνε στὸν νοῦ του τὸν Χριστό, τὸν Ὁποῖο βασάνισαν σφίγγοντας τὰ ἄχραντα πόδια Του στὸ βασανιστικὸ ξύλο. Στὶς ἀρχὲς παρακολουθοῦσε μὲ προσοχὴ ὅσα διαβάζονταν καὶ ψάλλονταν, καὶ ἔτσι ἔμαθε τὸ Τυπικό. Ἀργότερα, ἄλλοτε ἔλεγε νοερὰ τὴν εὐχὴ καὶ ἄλλοτε προσπαθοῦσε νὰ ἐμβαθύνη στὰ θεῖα νοήματα τῶν τροπαρίων.

Παρὰ τὸν ἀγῶνα ὅμως ποὺ ἔκανε, ἄρχισε νὰ βλέπη στὸν ἑαυτό του κάποιες ἀδυναμίες ποὺ τὸν ἀνησύχησαν. Ἔβλεπε, γιὰ παράδειγμα, ὅτι αἰσθανόταν χαρὰ καὶ καμάρωνε, ὅταν οἱ λαϊκοὶ τὸν φώναζαν: «Πάτερ Ἀρσένιε» ἢ ὅταν τοῦ ἔλεγαν: «Τὴν εὐχή σου, Πάτερ». Σκέφθηκε: «Αὐτὰ δὲν τὰ εἶχα στὸν κόσμο, τώρα γιατί τὰ ἔχω; Γιὰ νὰ δῶ, τί ἔκανα στὸν κόσμο;» Καὶ εἶδε ὅτι στὸν κόσμο δὲν προσευχόταν βέβαια τόσο πολύ, ἀλλὰ παρακολουθοῦσε συνέχεια τὸν ἑαυτό του καὶ τὸν ἔβαζε στὴν θέση του. Τώρα, μέσα στὴν πνευματικὴ ἀσφάλεια τοῦ Κοινοβίου, εἶχε παραμελήσει αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἐργασία ποὺ εἶναι ἡ βάση τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Ἄρχισε λοιπὸν νὰ παρακολουθῆ καὶ πάλι τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ ἐξετάξη πρωΐ καὶ βράδυ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς πράξεις του. Μερικὲς φορὲς μάλιστα μετέβαινε στὸ βουνὸ Σαμάρεια, ποὺ βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὴν Ἐσφιγμένου καί, βλέποντας ἀπὸ ἐκεῖ το Μοναστήρι, ῥωτοῦσε τὸν ἑαυτό του: «Ποιό Μοναστήρι εἶναι αὐτό; Ξέρεις κανέναν ἀδελφό; Τὸν Ἀρσένιο τὸν ξέρεις; Σὲ ποιό κελλὶ μένει; Πῶς διάγει;» Ἔτσι, μὲ τὴν ἀντικειμενικότητα ἑνὸς μακρινοῦ παρατηρητῆ, ἔβλεπε πιὸ καθαρὰ τὴν ζωή του καὶ προσπαθοῦσε νὰ διορθωθῆ.

Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐμπόδισε τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὸ νὰ«προχωρήση μὲ ὑπερηφάνεια καὶ ἀναίδεια», ὅπως ἔλεγε, καὶ ἄρχισε μὲ περισσότερη ἐπίγνωση τὸν ἀγώνα τῆς προσοχῆς καὶ τῆς νήψεως. Στὶς παγκοινιὲς ποὺ γινόταν στὰ κτήματα, δούλευε γρήγορα καὶ σιωπηλά, λέγοντας συγκεντρωμένος τὴν εὐχή. Κάποτε τὸν ἔστειλαν μαζὶ μὲ ἄλλους δοκίμους καὶ νέους μοναχοὺς νὰ φυτέψουν λεῦκες σὲ ἕναν δρόμο κοντὰ στὴν Ἱερισσό, ὅπου ὑπῆρχε μετόχι τῆς Μονῆς. Τὴν ὥρα ποὺ φύτευαν, σταμάτησαν ἐκεῖ σχολικὰ αὐτοκίνητα μὲ παιδιά. Τότε ὁ Ἀρσένιος σκέφθηκε: «Ἀφοῦ ἔφυγα ἀπὸ τὸν κόσμο, δὲν κάνει νὰ δῶ ἀνθρώπους». Καὶ ἀγωνίσθηκε νὰ μὴν σηκώση τὰ μάτια του νὰ δῆ τὰ παιδιά.

Ὁ ἀγώνας τῆς νήψεως δὲν τοῦ ἦταν πολὺ δύσκολος, ἀφοῦ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ εἶχε μάθει νὰ ἐπιβάλλεται στὸν ἑαυτό του καὶ νὰ κόβη ἀκόμη καὶ τὶς καλὲς ἐπιθυμίες του. Ὑπῆρχε ὅμως κάτι ἄλλο ποὺ τὸν δυσκόλεψε πολύ· καὶ αὐτὸ ἦταν ἡ ἀδυναμία ποὺ εἶχε στὴν μητέρα του. Ἡ ἀνάμνησή της τὸν βασάνιζε, καὶ συχνὰ τὴν ἔβλεπε στὸν ὕπνο του. Τὸ ἐξομολογεῖτο στὸν Ἡγούμενο καί, κάνοντας ἰδιαίτερο ἀγώνα μὲ παρακολούθηση τῶν λογισμῶν καὶ πολλὴ προσευχή, μπόρεσε νὰ «νὰ ξεριζώση ἀπὸ τὴν καρδιά του», ὅπως ἔλεγε ἀργότερα, τὴν ἀνθρώπινη αὐτὴ ἀγάπη γιὰ τὴν μητέρα του. Καὶ ἄρχισε τότε νὰ ἀνάβη μέσα του ἡ φλόγα τῆς θεϊκῆς «γενικῆς ἀγάπης», ἡ ὁποία ἀγκαλιάζει ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους. Δέχθηκε «τὸ θεῖον καὶ ἐπουράνιον πῦρ, τὸ ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἦλθε βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ τὸ ὁποῖο στὴν συνέχεια θὰ τὸν πυρπολοῦσε ὁλόκληρο. Ἔλεγε ὁ Ὅσιος ἀργότερα: «Ἦταν ὀδυνηρὸ νὰ βγάλω τὴν μητέρα μου ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Ἔπειτα ὅμως ἔνιωθα μία χαρὰ θεϊκή. Κάνει κανεὶς μία θυσία, ξεκόβεται, καὶ σιγὰ-σιγὰ νιώθει τὴν πνευματικὴ ἀγάπη γιὰ ὅλον τὸν κόσμο».

Στὴν ἀποταγὴ τοῦ κόσμου τὸν βοήθησε καὶ ἕνα ἀνάγνωσμα ποὺ ἄκουσε στὴν Τράπεζα καὶ τὸ ὁποῖο ἀναφερόταν σὲ κάποιον πλούσιο ἄνδρα, ὀνόματι Κράτη. Αὐτός, ὅταν σὲ ἕνα ταξίδι του ἀντιλήφθηκε ὅτι κάποιοι ναῦτες ἤθελαν νὰ τὸν ῥίξουν στὴν θάλασσα, γιὰ νὰ πάρουν τοὺς θησαυρούς του, τοὺς πέταξε ὅλους τοὺς θησαυροὺς ἀπὸ μόνος του στὴν θάλασσα, καὶ ἔτσι σώθηκε.«Ὁ κράτης πέταξε τὸν «κράτει» καὶ ἔτσι σώθηκε», ἔλεγε τὸ ἀνάγνωσμα· δηλαδὴ πέταξε αὐτὸ ποὺ κρατοῦσε καὶ ποὺ συγχρόνως τὸν κρατοῦσε. Σκέφθηκε ὁ Ἀρσένιος: «Ἐγὼ δὲν ἀξίζει νὰ τὰ πετάξω ὅλα γιὰ τὸν Χριστό; Ὁτιδήποτε μὲ κρατάει μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστὸ θέλει πέταγμα».

Μεγάλο ἀγώνα ἔκανε καὶ ἐναντίον τῆς λύπης, ἐπειδὴ ὁ διάβολος, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀνάμνηση τῆς μητέρας του, τοῦ ἔφερνε συχνὰ λύπη καὶ ἀθυμία. Μία μέρα ἔνιωθε τόσο μεγάλη στενοχώρια, ποὺ παρακάλεσε ἕναν εὐλαβῆ Πατέρα νὰ κάνει γι’ αὐτὸν προσευχή. Ἐκεῖνος πῆγε στὸ Παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καὶ ἔκανε γιὰ τὸν Ἀρσένιο μία Παράκληση. Ἀμέσως ὁ πειρασμὸς ἔφυγε, καὶ ὁ Ἀρσένιος ἔνιωσε μέσα του θεία παρηγοριά. Ἔλεγε ἀργότερα:«Εἶχαν πολλὴ ἀγάπη οἱ Πατέρες, καὶ ἡ προσευχή τους εἶχε παῤῥησία στὸν Θεό».

Ἄλλοτε πάλι ὁ διάβολος τοῦ προκαλοῦσε φόβο. Μόλις ἔμπαινε τὸ βράδυ στὸ κελλί του, ἄκουγε νὰ τοῦ χτυπάη κάποιος τὴν πόρτα καὶ νὰ λέη: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων!» Ἀπαντοῦσε: «Ἀμήν»,ἀλλὰ κανένας δὲν ἔμπαινε μέσα. Ἄνοιγε τὴν πόρτα, καὶ δὲν ἔβλεπε κανέναν. Τὸν ἔπιανε τότε τόσος φόβος ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ μείνη στὸ κελλί του καὶ ἔβγαινε ἔξω. Ἕνα βράδυ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο κάποιος προϊστάμενος τῆς Μονῆς τὸν εἶδε νὰ κάθεται ἔξω. Τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον: «Παιδί μου, γιατί δὲν πᾶς στὸ κελλάκι σου; Βλέπεις κανέναν Πατέρα ἔξω; Οἱ Πατέρες μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο κάνουν προσευχὴ στὰ κελλιά τους». Ὁ Ἀρσένιος ἄρχισε νὰ κλαίη καὶ τοῦ εἶπε γιὰ τὸν πειρασμὸ ποὺ εἶχε. Ἀμέσως ἐκεῖνος πῆγε καὶ ἔφερε Τίμιο Ξύλο μέσα σὲ κεράκι καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε λέγοντας: «Πήγαινε, παιδί μου, ἥσυχος τώρα στὸ κελλί σου καὶ μὴ φοβᾶσαι». Μόλις ὁ Ἀρσένιος μπῆκε στὸ κελλὶ καὶ ἔκλεισε τὴν πόρτα, ἄκουσε πάλι μία δυνατὴ φωνή: «Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων!». «Ἀμήν», ἀπάντησε. Καὶ τότε ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκε μέσα κάποιος μὲ στολὴ ἀστυνομικοῦ, ὁ ὁποῖος ἄρχισε νὰ φωνάζη: «Ἔ, παλιοκαλόγερε, ἐσὺ ἀδιάβαστος (δηλαδὴ δόκιμος), τί τὸ ἔχεις αὐτὸ τὸ ξύλο;» Φώναζε καὶ γελοῦσε σαρκαστικά, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ τὸν πλησιάση, ἐπειδὴ εἶχε τὸ Τίμιο Ξύλο. Καί, μόλις ὁ Ἀρσένιος φώναξε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», ὁ δῆθεν ἀστυνομικὸς ἔγινε ἄφαντος.

Ἔτσι ὁ Ἀρσένιος, μὲ τὴν παρακολούθηση τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τὴν βοήθεια τῶν Γερόντων τοῦ Κοινοβίου, ξεπερνοῦσε τοὺς διαφόρους πειρασμοὺς καὶ προχωροῦσε ἔχοντας μπροστά του τὸν στόχο του:«Ἀρσένιε, δι’ ὃ ἐξῆλθες;». Ἀφοῦ ξεριζώθηκε ἀπὸ τὸν κόσμο, ἀγωνιζόταν νὰ ξεριζώση ἀπὸ μέσα του καὶ καθετὶ κοσμικό· νὰ χωρισθῆ ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλους, ὥστε νὰ γίνει ἀληθινὸς μοναχός,«πάντων χωρισθεὶς καὶ πάσι συνηρμοσμένος».

***

Ῥασοφόρος μοναχὸς Ἀβέρκιος.

Στὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου, ὅταν κάποιος πήγαινε νὰ γίνει μοναχός, ἔμενε ὡς δόκιμος ἀπὸ ἕνα ἕως τρία χρόνια. Βλέποντας ὅμως ὁ Ἡγούμενος τὴν ἀμείωτη ἀγωνιστικότητα τοῦ Ἀρσένιου, μετὰ ἀπὸ 7 μῆνες τοῦ πρότεινε νὰ τὸν κάνει κατ’ εὐθεῖαν μεγαλόσχημο. Ὁ Ἀρσένιος δίσταζε, καὶ γι’ αὐτὸ ὁ Ἡγούμενος ἔστειλε ἕναν Πατέρα νὰ συζητήσει μαζί του γιὰ τὸ θέμα αὐτό. Ἐκεῖνος τὸν ῥώτησε γιατί δὲν ἤθελε νὰ γίνει μεγαλόσχημος, καὶ ὁ Ἀρσένιος ἀπάντησε: «Δὲν καταλαβαίνω τί σημασία ἔχει νὰ γίνω ῥασοφόρος ἢ μεγαλόσχημος. Γιὰ μένα σημασία ἔχει νὰ κάνω μοναχὸ τὸν ἔσω ἄνθρωπο. Μοῦ ἀρκεῖ νὰ ζῶ καλογερικά».Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴ τὴν συζήτηση εἶδε ἕνα ὅραμα: Βρισκόταν μέσα στὸν ναὸ καὶ ἔβλεπε νὰ προχωροῦν ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ μπαίνουν ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη στὸ Ἰερὸ Βῆμα, ὅπου δεξιὰ στεκόταν ὁ Χριστός. Οἱ μοναχοὶ Τὸν προσκυνοῦσαν καὶ ὕστερα πήγαιναν στὴν Ἁγία Πρόθεση, ὅπου πλένονταν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔφευγαν πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ χάνονταν στὸν οὐρανό. Ὁ Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι αὐτὸ τὸ οἰκονόμησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ τοῦ δείξη πόσο μεγάλη σημασία ἔχει τὸ νὰ καρῆ κανεὶς μοναχός, διότι ἔτσι προσφέρεται ἑκουσίως στὸν Χριστὸ καὶ προχωρεῖ στὴν κάθαρση καὶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεό. Ανέφερε τὸ ὅραμα στὸν Ἡγούμενο καὶ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε συζητήσει. Παρακάλεσε ὅμως νὰ μὴν λάβη τὸ Μεγάλο Σχῆμα, γιατὶ δὲν αἰσθανόταν ἕτοιμος, ἀλλὰ καὶ δὲν ἤθελε νὰ δεσμευθῆ μὲ τὴν ὑπόσχεση νὰ μείνη διὰ βίου στὸ Μοναστήρι, ἀφοῦ ἄσβεστος παρέμενε μέσα του ὁ πόθος του γιὰ τὴν ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἔτσι, στὶς 17 Μαρτίου 1954 (π.ἡ.) ἐκάρη μοναχὸς μὲ ῥασοευχή, καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀβέρκιος.

Ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος, ποὺ ἀπὸ δόκιμος ἔκανε τὸν κανόνα τοῦ μεγαλόσχημου, μετὰ τὴν ῥασοευχὴ πῆρε εὐλογία νὰ κάνει καὶ τὸν κανόνα ἑνὸς ἀνήμπορου ἀδελφοῦ. Γιὰ νὰ προλαβαίνει ἔκανε ἀποβραδὶς τὰ κομποσχοίνια καὶ τὶς πιὸ πολλὲς μετάνοιες, καὶ ἄφηνε τὶ ὑπόλοιπες γιὰ τὰ μεσάνυχτα· γιὰ τὴν ὥρα δηλαδὴ ποὺ ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ ἔκαναν τὸν κανόνα τους, ὁπότε θὰ ἀνέβαινε στὸν Θεὸ καὶ ἡ δική του προσευχὴ μαζὶ μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἄλλων.

Βλέποντας ὁ διάβολος τὸ ἀγωνιστικό του πνεῦμα προσπάθησε τώρα νὰ τὸν ῥίξη ἀπὸ δεξιά· νὰ τὸν κάνη δηλαδὴ νὰ πιέση ἀδιάκριτα τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ ἐξαντληθῆ καὶ νὰ ἐγκαταλείψη τὸν ἀγώνα του. Μόλις λοιπὸν ἔπεφτε νὰ κοιμηθῆ, τοῦ ἔλεγε: «Κοιμᾶσαι; Σήκω. Τόσοι ἄνθρωποι ὑποφέρουν, τόσοι κινδυνεύουν. Κάνε καὶ ἄλλες μετάνοιες». Σηκωνόταν καὶ ἔκανε ὅ,τι μποροῦσε. Μόλις ὅμως ξαναέπεφτε νὰ κοιμηθῆ, ἐπαναλαμβανόταν τὸ ἴδιο: «Ὁ τάδε εἶναι ἄῤῥωστος, ἔχει ἀνάγκη, καὶ ἐσὺ κοιμᾶσαι; Σήκω. Κάνε τόσα κομποσχοίνια». Σηκωνόταν πάλι, καὶ αὐτὸ συνεχιζόταν ὅλη τὴν νύχτα. Καὶ τελικὰ ὁ πειρασμὸς τὸν ἔφερε σὲ τέτοια κατάσταση, ὥστε νὰ ἀποκάμη καὶ νὰ πῆ: «Καλύτερα νὰ ἔσπαζα τὸ πόδι μου, γιὰ νὰ ἤμουν δικαιολογημένος ποὺ δὲν θὰ ἔκανα μετάνοιες». Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ βλέπη κομποσχοίνι καὶ νὰ τρέμη. Ἔλεγε ἀργότερα:«Ἔνιωθα τὸν Χριστὸ σὰν νὰ μοῦ σφίγγη τὸν λαιμό, ἀλλὰ δὲν ἦταν ὁ Χριστός, ἦταν τὸ ταγκαλάκι. Αὐτὸ τὸ ἄγχος ἦταν σατανικό· ὁ Χριστὸς δὲν θέλει νὰ ὑποφέρουμε».

Γιὰ νὰ ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὴν πειρασμικὴ αὐτὴ κατάσταση, ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἡγούμενο. Ἐκεῖνος τὸν συμβούλεψε νὰ μὴν πιέζη τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ μὲ διάκριση νὰ κάνει ὅ,τι μπορεῖ. Ἔτσι, γιὰ ἕνα διάστημα ποὺ ἔνιωθε ἀγωνία καὶ σφίξιμο, ἔλεγε στὸν ἑαυτό του:«Δὲν μπορεῖς νὰ κάνης τριακόσιες μετάνοιες; Κάνε διακόσιες; Δὲν μπορεῖς διακόσιες; Κάνε ἑκατό; Δὲν μπορεῖς ἑκατό; Κάνε πενήντα. Δὲν μπορεῖς οὔτε αὐτές; Κάνε τρεῖς μετάνοιες στὸν Χριστὸ καὶ μία στὴν Παναγία. Αὐτές, ἀκόμη καὶ πεθαμένος νὰ ἤσουν θὰ τὶς ἔκανες». Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ μὲ τὰ κομποσχοίνια, καὶ ἔφθασε νὰ κάνει ἕνα μόνο ἑκατοστάρι κομποσχοίνι ἀφιερώνοντας τρία μέρη (75 δηλαδὴ κόμπους) στὸν Χριστὸ καὶ ἕνα μέρος (δηλαδὴ 25 κόμπους) στὴν Παναγία. Ἔτσι σύντομα τοῦ ἔφυγε τὸ ἄγχος, θερμάνθηκε καὶ πάλι ἡ καρδιά του, καὶ ἤθελε ἀπὸ φιλότιμο νὰ κάνει περισσότερα. Ἀλλὰ ὡς φρόνιμος ἀγωνιστὴς ἔβαζε φρένο στὸν ἑαυτό του, μήπως ὁ διάβολος τὸν σπρώξη πάλι στὴν ὑπερβολή. Ὅταν λοιπὸν εἶχε διάθεση νὰ κάνει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ καθορισμένα, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἔλεγε: «Χριστέ μου, Ἐσὺ ξέρεις τὴν καρδιά μου». Καὶ σταματοῦσε «γιὰ νὰ εἶναι σίγουρος», ὅπως ἔλεγε. Ἔτσι ἐκπαιδευόταν στὴν χρής τῶν πνευματικῶν «ὅπλων τῶν δεξιῶν καὶ τῶν ἀριστερῶν» γιὰ νὰ πολεμάη μὲ τέχνη τὸν πολυμήχανο διάβολον.

***

Διακονία μὲ ὑπομονὴ καὶ προθυμία.

Ἀφοῦ ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος πέρασε ἀπὸ τὰ βασικὰ διακονήματα, στὴν συνέχεια τὸν ἔστειλαν βοηθὸ στὸ ξυλουργεῖο. Ἐκεῖ διακονητὴς ἦταν ἕνας μοναχὸς μὲ δύσκολο χαρακτῆρα, ὁ γερο-Ἰσίδωρος. Ἐνῶ παλαιότερα ὑπῆρχαν 7 ξυλουργοὶ στὸ Μοναστήρι, τώρα εἶχε μείνει μόνο αὐτός, εἶχε γίνει καὶ προϊστάμενος, καὶ δὲν ὑπολόγιζε οὔτε καὶ τὸν Ἡγούμενο. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μείνει κοντά του περισσότερο ἀπὸ μία ἑβδομάδα, γιατὶ καὶ ἡ συμπεριφόρα του ἦταν σκληρὴ καὶ στὴν δουλειά του δὲν εἶχε καθόλου ὑπομονή. Ξεκινοῦσε νὰ φτιάχνη ἕνα παράθυρο, νευρίαζε καὶ τὸ ἄφηνε. Ἄρχιζε νὰ κάνει πόρτες, νευρίαζε καὶ τὶς ἄφηνε γιὰ νὰ κάνη στέγες. Τὶς περισσότερες δουλειὲς τὶς ἄφηνε στὴν μέση, ἀλλὰ καὶ ὅσες τελείωνε, εἶχαν μπαλώματα. Ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος στενοχωριόταν ποὺ οἱ δουλειὲς δὲν γίνονταν σωστά, ἀλλὰ δὲν μιλοῦσε. Ἀκόμη καὶ ὅταν κάποιος προϊστάμενος τὸν ῥωτοῦσε: «Πῶς ἔγινε ἔτσι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;»,σιωποῦσε. Σκεφτόταν: «Τί νὰ πῶ; Νὰ πῶ ὅτι ἔτσι πῆρε τὰ μέτρα ὁ γερο-Ἰσίδωρος; Τί θὰ κερδίσω; Μὲ τὴν σιωπὴ βάζω κανένα φράγκο στὸ ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ».

Μία φορὰ ὁ Ἐκκλησιαστικὸς τοὺς ζήτησε νὰ φτιάξουν κορνίζα γιὰ μία φορητὴ εἰκόνα, καὶ ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος ἔκανε τὴν κορνίζα μὲ πατούρα, γιὰ νὰ μπῆ τζάμι. Μόλις ὅμως τὴν εἶδε ὁ γερο-Ἰσίδωρος, ἔβαλε τὶς φωνές: «Τί τὴν θέλεις τὴν πατούρα; Δὲν χρειάζεται τζάμι ἡ εἰκόνα». Ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος ἀπάντησε: «Νἆναι εὐλογημένο», καὶ τὴν πῆγε χωρὶς τζάμι στὸν ναό. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἐκκλησιαστικός, τοῦ εἶπε: «Ἡ εἰκόνα θέλει τζάμι πλανεμένε, ποῦ εἶναι τὸ τζάμι;» Ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος εἶπε: «Εὐλόγησον», καὶ γύρισε στὸ ξυλουργεῖο νὰ τὸ πάρη. Ὁ γερο-Ἰσίδωρος ὅμως δὲν τὸ ἔδινε. «Αὐτὸς ποὺ σοῦ εἶπε ὅτι ἡ εἰκόνα χρειάζεται τζάμι, εἶναι πλανεμένος. Δὲν θὰ μπῆ τζάμι»,φώναζε νευριασμένος. Ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος λοιπὸν πήγαινε ἀπὸ τὸν ἕναν διακονητὴ στὸν ἄλλο λέγοντας μόνον «εὐλόγησον» καὶ «νἆναι εὐλογημένο».

Ὁ γερο-Ἰσίδωρος εἶχε πρόβλημα καὶ μὲ τὰ μάτια του καὶ γι’ αὐτὸ σημάδευε στραβά. Ἂν ὅμως ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος τοῦ ἔλεγε: «Γέροντα, αὐτὸ εἶναι στραβό», τοῦ ἀπαντοῦσε: «Στραβὸς εἶσαι ἐσύ;» Ἤ, ἂν ἔλεγε: «Γέροντα, ἔχει εὐλογία νὰ σημαδέψω;», τοῦ ἔλεγε: «Πάψε, ἐσὺ μόνον «εὐλόγησον, νἆναι εὐλογημένο» θὰ λές». Ἔτσι πολλὰ ξύλα κόβονταν λάθος, μὲ ἀποτέλεσμα ἄλλα νὰ ἀχρηστεύονται καὶ ἄλλα νὰ παιδεύεται νὰ τὰ ταιριάξη ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος, ἀφιερώνοντας μέχρι και 5 μέρες γιὰ δουλειὲς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὶς τελειώση σὲ μία μέρα.

Ἐνῶ ὅμως στὸ ξυλουργεῖο ἡ μία ταλαιπωρία διαδεχόταν τὴν ἄλλη, ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος κάθε βράδυ ἔβαζε μετάνοια στὸν γερο-Ἰσίδωρο καὶ τοῦ ἔλεγε «εὐλόγησον» μὲ πολλὴ ταπείνωση ἀλλὰ καὶ μὲ εὐγνωμοσύνη, διότι σκεφτόταν: «Ποῦ ξέρω ἐγώ, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ μὲ βοηθήση; Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν τὸν εὐχαριστήσω;».

Καὶ ἀκόμη ἔλεγε στὸν ἑαυτό του: «Καλὰ μοῦ κάνει· ξοφλάω τώρα, γιατὶ πείνασαν μαραγκοὶ ἐξαιτίας μου, ὅταν οἱ Κονιτσιῶτες περίμεναν καὶ δύο χρόνια, γιὰ νὰ τοὺς φτιάξω κάτι ποὺ χρειάζονταν, ἐνῶ ἄλλοι μαραγκοὶ δὲν εἶχαν δουλειά». Καὶ ἀργότερα ἔλεγε: «Πόσο μὲ βοήθησε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Μὲ χτύπησε σὰν χταπόδι, ἀλλὰ μοῦ ἔβγαλε ὅλες τὶς μελάνες ποὺ εἶχα μέσα μου».

Παρόλο ποὺ ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος κουραζόταν πολὺ στὸ ξυλουργεῖο, πῆρε εὐλογία νὰ βοηθάη καὶ ἄλλους διακονητὲς ποὺ ἦταν ἡλικιωμένοι ἢ φιλάσθενοι. Πολλὲς φορές, μόλις τελείωνε τὴν διακονία του στὸ ξυλουργεῖο, πήγαινε στὴν Τράπεζα καὶ ἔπλενε πιάτα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πήγαινε νὰ βοηθήση ἀλλοῦ. Σκεφτόταν: «Ὅσο περισσότερο ἐργασθῶ ἐγώ, τόσο περισσότερο θὰ ἀνακουφισθοῦν οἱ ἄλλοι. Γιατί νὰ μὴν κουρασθῶ; Στὸν τρατὸ κινδύνευε ἡ ζωή μου, ὅταν πήγαινα νὰ γλιτώσω τὸν ἄλλον, καὶ τώρα στὰ πιάτα καὶ στὰ σεντόνια θὰ τραβηχθῶ; Ἐκεῖ ἐξυπηρετοῦσα τοὺς ἄλλους στρατιῶτες ποὺ ἦταν κοσμικοί, καὶ ἐδῶ δὲν θὰ ἐξυπηρετήσω τοὺς Πατέρες;»

Καὶ ἀργότερα ἔλεγε: «Πόσες δουλειὲς ἔκανα τότε καὶ πετοῦσα! Ἔκανα τὸ ἕνα, γιὰ νὰ ξεκουρασθῆ ὁ ἕνας, ἔκανα τὸ ἄλλο, γιὰ νὰ ξεκουρασθῆ ὁ ἄλλος· καὶ αὐτὸ μοῦ ἔδινε τὴν μεγαλύτερη ξεκούραση καὶ τὴν μεγαλύτερη χαρά». Ἀπὸ ἀγάπη ὅμως προσπαθοῦσε νὰ κρύβη τὴν μεγάλη χαρὰ ποὺ ἔνιωθε, γιὰ νὰ μὴν τὸν δῆ κανένας λυπημένος ἀδελφὸς καὶ λυπηθῆ περισσότερο.

Ἡ πνευματική του λεπτότητα τὸν ἔκανε νὰ βρίσκη τρόπους γιὰ νὰ βοηθάη ἀθόρυβα. Μερικὲς φορὲς πήγαινε τὴν νύχτα καὶ καθάριζε κρυφὰ τοὺς ἰδιαίτερους χώρους. Καὶ ὅταν τὸ πρωΐ ῥωτοῦσαν ποιός εἶχε κάνει αὐτὴ τὴν δουλειά, ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος ἔλεγε τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀδελφοῦ, ποὺ ἀπέφευγε τὶς δουλειὲς καὶ ποὺ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ προϊστάμενοι τοῦ ἔκαναν συχνὰ παρατηρήσεις. Ἔτσι ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖνος βοηθήθηκε, διότι μετὰ σκεφτόταν: «Τί λόγο θὰ δώσω στὸν Θεό, ποὺ μὲ ἐπαινοῦν γιὰ πράγματα ποὺ δὲν ἔχω κάνει;» Ἀπὸ φιλότιμο λοιπὸν προσπαθοῦσε νὰ κάνη κάτι περισσότερο.

Ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος εἶχε ἀναλάβη νὰ φροντίζη καὶ δύο Παρεκκλήσια, τὰ ὁποῖα βρισκόνταν ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἦταν τὰ πιὸ μακρινά, ἀλλὰ πήγαινε κάθε μέρα, ἄναβε τὰ καντήλια, καθάριζε καὶ ἑτοίμαζε ὅ,τι χρειαζόνταν γιὰ τὶς Θεῖες Λειτουργίες. Ἦταν ἀνέκαθεν προσεκτικὸς μὲ τὰ ἱερὰ πράγματα, καθὼς τὴν εὐλάβεια τὴν εἶχε καὶ κληρονομικὴ ἀπὸ τὴν μητέρα του. Ὕστερα ὅμως ἀπὸ ἕνα θεῖο γεγονός, μὲ φόβο καὶ τρόμο πλησίαζε στὸ Ἱερὸ Βῆμα. Σὲ μία Ἀγρυπνία, ἐνῶ βοηθοῦσε τὸν Ἐκκλησιαστικό, ὅταν ὁ ἱερέας εἶπε στὴν Προσκομιδή: «Ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν ἤχθη», ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος ἄκουσε βέλασμα ἀπὸ τὴν ἁγία Πρόθεση. Καί, ὅταν ὁ ἱερέας εἶπε: «Θύεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ», ἄκουσε σπαρτάρισμα ἀρνιοῦ ἐπάνω στὸ ἅγιο Δισκάριο. Τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅπως ἔλεγε ἀργότερα, τὸν συγκλόνισε.

Οἱ ἐφημέριοι τῆς Μονῆς, ὅταν πήγαιναν νὰ λειτουργήσουν στὰ Παρεκκλήσια, τὸν ἔπαιρναν γιὰ ψάλτη, καὶ ἐκεῖνος πήγαινε μὲ χαρά. Ἰδιαίτερα χαιρόταν, ὅταν τὸν ἔπαιρνε μαζί του ὁ εὐλαβέστατος ἐφημέριος παπα-Σάββας, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει σὲ προχωρημένη κατάσταση ἐσωτερικῆς ἡσυχίας καὶ ἀδιάλειπτης προσευχῆς. Ἂν καὶ εἶχε προβλήματα μὲ τὴν ὑγεία του καὶ δυνατοὺς πόνους ἦταν πάντοτε χαρούμενος καὶ συνέχεια ἔλεγε: «Δόξα Σοι, ὁ Θεός». Ὅταν ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος τὸν ῥωτοῦσε: «Πῶς πάει ἡ ὑγεία σας;», ἀπαντοῦσε: «Δόξα τῷ Θεῷ, πολὺ καλά. Ἐγὼ τίποτα δὲν ὑποφέρω ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς Ἁγίους Μάρτυρας, ὅπως καὶ δὲν ἔχω κάνει τίποε ἐν συγκρίσει μὲ τοὺς Ὁσίους Πατέρες».

Μὲ τὸν παπα-Σάββα εἶχε ἰδιαίτερη πνευματικὴ ἐπικοινωνία καὶ ὁ εὐλαβῆς Ῥῶσος Πνευματικὸς παπα-Τύχων, ὁ ὁποῖος ἀσκήτευε στὴν Καψάλα καὶ τὸν καλοῦσαν μερικὲς φορὲς στὴν Μονὴ Ἐσφιγμένου, γιὰ νὰ ἐξομολογῆ τοὺς Πατέρες. Ὅταν ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος τὸν γνώρισε, ἐντυπωσιάσθηκε τόσο πολὺ ἀπὸ τὴν ἐξαϋλωμένη του πνευματική του κατάσταση, ὥστε τὸν ῥώτησε ἂν θὰ μποροῦσε καμμάι φορὰ νὰ τὸν συμβουλεύεται. Ἐκεῖνος ὅμως τοῦ εἶπε: «Ὄχι, πρέπει νὰ πηγαίνης στὸν Ἡγούμενο, διότι ὁ κοινοβιάτης πρέπει νὰ ἔχει κοινοβιάτη καθοδηγητή».

***

Ὑπακοὴ μέχρι αἵματος.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιροῦ τοῦ 1954, ἐνῶ ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος δὲν εἶχε συπληρώσει ἕναν χρόνο στὸ Μοναστήρι, περνοῦσε συνεχόμενα εἰκοσιτετράωρα χωρὶς νὰ ξεκουράζεται σχεδὸν καθόλου. Ἀφοῦ δούλευε ὅλη τὴν ἡμέρα στὸ ξυλουργεῖο, ὕστερα πήγαινε νὰ κουβάληση νερὸ στὸ Νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς, καὶ μετὰ τὸ Ἀπόδειπνο πήγαινε νὰ βοηθήσει στὸ Ἀρχονταρίκι. Ἐκεῖ ἔβαζαν τοὺς ξένους νὰ φᾶνε, ἀλλὰ αὐτοὶ ἀργοῦσαν νὰ τελειώσουν. Ἔλεγαν:«Ἐμεῖς εἴμαστε μαθημένοι νὰ τρῶμε στὶς δέκα τὸ βράδυ». Ἔτσι ὁ Πατὴρ Ἀβέρκιος κατέληγε νὰ πηγαίνη στὸ κελλί του λίγο πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα.

Ἔβαζε γιὰ ἕνα τέταρτο τὰ πόδια του ψηλά, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν λίγο ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, καὶ ἔπειτα ἄρχιζε νὰ κάνει ὄρθιος τὸ κομποσχοίνι τοῦ κανόνος, ἔχοντας τὰ πόδια του μέσα σὲ μία λεκάνη μὲ νερό, γιὰ νὰ μὴν νυστάζη. Μέχρι νὰ τελειώση τὸν κανόνα του, ἐρχόταν καὶ ἡ ὥρα γιὰ τὴν Ἀκολουθία· μόνο μισὴ ἢ μία ὥρα εἶχε περιθώριο γιὰ νὰ πλαγιάση λίγο. Πήγαινε στὴν Ἀκολουθία καὶ ἔπειτα ἔφευγε κατ’ εὐθεῖαν γιὰ τὸ ξυλουργεῖο, γιὰ νὰ ξεκινήση πάλι τὸ ἴδιο πρόγραμμα.

Μία μέρα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἀκολουθία μετὰ τὸν Ἑξάψαλμο καὶ πῆγε στὸ μαγκιπεῖο, γιατὶ ἀποβραδὶς τὸν εἶχαν εἰδοποιήσει ὅτι ἔπρεπε νὰ ζυμώση. Ἀφοῦ ζύμωσε μία μεγάλη ποσότητα ἀλεύρου, φώναξε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ ἔπλασαν τὰ ψωμιά, φούρνισε ὁ ἴδιος καὶ ξεφούρνισε. Μόλις τελείωσε, τὸν ἔστειλε ὁ Οἰκονόμος νὰ μαζέψη κουκκιὰ καὶ στὴν συνέχεια τὸν φώναξαν νὰ πελεκήση κορμοὺς ἀπὸ κυπαρίσσια. Καθὼς πελεκοῦσε, τοῦ ἦρθε αἷμα απὸ τοὺς βρόγχους, θάμπωσαν τὰ μάτια του καὶ λιποθύμησε. Ἕνας λαϊκὸς ποὺ βρέθηκε ἐκεῖ, τὸν βοήθησε νὰ συνέλθη καὶ τὸν συνόδεψε μέχρι τὸ Μοναστήρι.

Οἱ Πατέρες ποὺ τὸν εἶδαν σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση τοῦ εἶπαν νὰ πάη στ agioritikesmnimes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ