2018-04-29 08:32:04
Φωτογραφία για ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ 2018
ΤΟ ΜΕΓΑ ΟΝΟΜΑ

                            Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου

«Καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Πέτρος· Αἰνέα, ἰᾶταί σε Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34)

Θὰ ἀρχίσω, ἀγαπητοί μου, τὸ σύντομο κήρυ­γμά μου μὲ μία ἐρώτησι. Ὑπάρχει ἐδῶ κανεὶς ἀβάπτιστος; Θεὸς φυλάξοι. Ἀπὸ τὸ γερον­τότερο μέχρι τὸ μικρὸ παιδάκι, ὅλοι εἴμαστε βαπτισμένοι. Ἀβάπτιστος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μπῇ στὴν Ἐκκλησία· ἐὰν δὲν βαπτισθῇ ὁ ἄνθρωπος «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πα­τρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», δὲν ἀνοίγουν τὰ παλάτια τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἄλλωστε «εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος» στηρίζεται καὶ τὸ ἔθνος μας, ποὺ εἶνε τὸ μόνο μ᾽ αὐτὴ τὴν ἐπικεφαλίδα στὸ Σύν­ταγμά του (Σύνταγμα, Βουλὴ τῶν Ἑλλήνων, Ἀθήνα Νοέμ. 2006, σ. 25).

Εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, «τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ ἁγίου Πνεύματος», βαπτισθή­καμε. Τὴν ὥρα λοιπὸν τοῦ βαπτίσματος πήρα­με δύο ὀνόματα, ἕνα μικρὸ καὶ ἕνα μεγάλο.


⃝ Τὸ μικρὸ ὄνομά μας εἶνε αὐτὸ τὸ ἕνα, ποὺ μᾶς ἔ­δωσε ὁ ἱερεύς. Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἔχουμε δύο ἢ τρία ὀνόματα· αὐτὰ εἶνε φράγκικες καὶ προτεστάντικες συνήθειες. Καὶ τὸ ὄνομα ποὺ θὰ πάρῃ ὁ ὀρ­θόδοξος πρέπει νὰ εἶνε ὄχι ξενικὸ ἀλλὰ ὄ­νο­μα ἁ­γίου τῆς πίστεώς μας. Τὸ ὄ­νομα αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ κρατήσῃ σ᾽ ὅλη του τὴ ζωή, νὰ μὴν τὸ ἀλλάξῃ. Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ὅ­λα ἔγιναν μόδα, κινδυνεύουμε καὶ τὰ ὀνόμα­τά μας νὰ λησμονήσουμε. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔ­γι­νε Ντῖνος, ὁ Παναγιώτης Τάκης, ἡ Μαρία Μαίρη, ἡ Αἰκατερίνα Καίτη. Δηλαδὴ ξεβαφτιστήκαμε. Μὰ δὲν σὲ βάπτισαν ἔτσι. Ὁ καθένας πρέπει νὰ ὀ­νομάζεται μὲ τὸ ὄνομα ποὺ βγῆκε μέσα ἀπὸ τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου, ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα. Ἀκόμα νὰ γνωρίζῃ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του, ποὺ εἶ­νε ὁ προστάτης του. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ἀγωνίζε­ται, ἡ ζωή του νὰ εἶνε σύμφωνη μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου του. Τὰ χριστιανικά μας ὀνόματα μᾶς λένε, Φανῆτε ἄξιοι τῶν ἁγίων· φωνάζουν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. 11,1).

⃝ Τὴν ὥρα λοιπὸν ποὺ βαπτίστηκες πῆρες τὸ μικρό σου ὄνομα, ἀλλὰ κοντὰ σ᾽ αὐτὸ πῆρες κ᾽ ἕ­να ἄλλο μεγάλο ὄνομα, τὸ ὄνομα Χριστια­νός. Τὸ σκέφτηκες ποτὲ τί θὰ πῇ Χριστιανός; ὅτι, μέσα στὰ ἑκατομμύρια τοῦ κόσμου μὲ τὶς τόσες θρησκεῖες (μουσουλμάνους, βουδδιστὰς κ.λπ.), ἐσὺ ἔχεις τὸ ὄνομα Χριστιανός, ἐπάνω σου εἶ­νε αὐτὴ ἡ σφραγίδα ἡ βασιλική; Σκέφτηκες ὅ­τι ἔχεις ὄνομα ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ Χριστός, τὸ ὄνομά σου συνδέεται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύ­τερο ἀλλὰ καὶ δυνατώτερο. Γλυκύτερο, γιατὶ καν­είς ἄλλος δὲν ἀγάπησε τὸν ἄνθρωπο περισσό­τερο. Ὁ Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος γι᾽ αὐτὸν ποὺ «δὲν εἶ­χε ἄν­­θρωπο» (βλ. Ἰω. 5,7). Εἶνε αὐτὸς ποὺ ὁ Πιλᾶτος τὸν ἔδειξε καὶ εἶπε «Ἴδε ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 19,5). Τὰ λόγια του θαυμαστά· κάνουν καὶ τὸν πιὸ ἀπελπισμέ­νο νὰ θέλῃ νὰ ζήσῃ, κάνουν καὶ τὸν πιὸ εὐτυχισμένο νὰ θέλῃ νὰ πεθάνῃ γιὰ νά ᾽νε μαζί του στὴν ἄλλη τὴν πιὸ εὐτυχισμένη ζωή. Τὰ λόγια του βάλσαμο παρηγοριᾶς. Εἶπε κάποιος ὅτι, κι ἂν ἀκόμα σὲ ἄλλους πλανῆτες ὑπῆρχαν ὄντα λογικά, δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἄλλη θρη­σκεία ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Ἰησοῦν Χριστόν.

Ἀλλὰ τὸ ὄνομα Χριστὸς εἶνε καὶ τὸ δυνατώτερο.

Ἀπὸ ὅ­λους ὅ­­σους πέρασαν ἀπὸ τὴ Γῆ, ὁ πιὸ δυνα­τὸς εἶνε αὐτός. Ὄχι μόνο ὅσο ζοῦ­σε ἐδῶ ἀλ­λὰ καὶ μετὰ τὴν ἄνοδό του στοὺς οὐ­ρανούς, ὄχι πλέον ὁ ἴ­διος αὐτοπροσώπως ἀλ­λὰ καὶ μόνο ἡ ἐπίκλησι τοῦ ὀνόματός του ἔχει δύναμι· καὶ σήμερα ζῇ, θριαμβεύει, καὶ πάν­τα θὰ θριαμβεύῃ. Γνωρίζου­­με π.χ. ὅτι, ὅ­ταν ζοῦσε ἐδῶ, ἕ­ναν ἐπὶ 38 χρόνια παρά­λυτο τὸν θεράπευσε ἀμέσως· ἀλλὰ καὶ με­τὰ τὴν ἀ­νάληψί του, ὅ­πως εἴ­δαμε σήμερα, τὸ ὄ­νο­μά του «ἐνεργεῖ δυνάμεις» (Γαλ. 3,5), θαυματουρ­γεῖ δηλαδὴ. Προσ­έξατε τί λέει ὁ ἀπόστολος;

Σὲ κάποια πόλι τῆς Παλαιστίνης, στὴν Λύδδα, ἦταν ἕνας ἀσθενὴς ποὺ λεγόταν Αἰνέας. Ὀκτὼ χρόνια ἦ­ταν ξαπλωμένος σ᾽ ἕνα κρεβάτι, τελεί­­ως παράλυτος ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω· δὲν μποροῦ­­­σε νὰ κουνήσῃ καθόλου τὰ πόδια του. Αὐτὸς λοι­­πόν, ἐνῷ οἱ συγγενεῖς του ἦταν ἀπελπισμένοι, τί ἔγινε· θεραπεύθηκε! Πῶς; μὲ τί; Μιὰ μέ­ρα περνοῦσε μπροστά του ὁ ἀπόστολος Πέτρος καὶ τοῦ λέει· «Αἰνέα, ἰᾶταί σε (=σὲ θεραπεύει) Ἰησοῦς ὁ Χριστός» (Πράξ. 9,34). Καὶ μόλις ἀ­κούστηκε τὸ ὄνομα αὐτό, ἀμέσως ὁ παράλυτος σηκώ­θηκε ὄρθιος. Ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, δικαίωμά τους εἶνε· ἐμεῖς πιστεύουμε, καὶ γι᾽ αὐ­τὸ βρισκόμαστε ἐδῶ στὴν ἐκκλησία. Πιστεύου­με, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀληθινά, ὅτι τὸ ὄ­νομα τοῦ Χρι­στοῦ ἔχει δύναμι· καὶ μόνο ποὺ ἀκούστηκε, ἀ­μέσως θαυματούργησε. Τὸ εἶπε ὅμως μὲ πίστι – ποιός· ὄχι ὁ τυχόν, ἀλλὰ ὁ ἀπόστολος Πέτρος.

* * *

Αὐτὸ εἶνε, ἀδελφοί μου, τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φιλιπ. 2,9), τὸ μόνο ποὺ σῴζει, δὲν ὑ­πάρχει ἄλλο. Καὶ αὐτὸ τὸ ὄνομα πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσουμε. Ἐμᾶς πόσο μᾶς συγ­κινεῖ τὸ ὄνο­μα τοῦ Χριστοῦ; Τὸν ἀγαποῦμε ἆραγε ὅπως τοῦ ἀξίζει; Ἡ ἀπάντησι δὲν εἶνε εὐχάριστη. Αὐτὰ ποὺ εἶπα ὣς ἐδῶ ἦταν θεωρία, καὶ ὅ­σοι κάνατε στρατιῶτες ξέρετε ὅτι χρει­άζεται καὶ ἡ πρᾶξις.

Εἴ­παμε, ὅτι Χριστὸς εἶνε τὸ γλυκύ­τερο καὶ τὸ παν­τοδύναμο ὄνομα. Ἔχεις μέσα σου τὸ Χριστό; μὴ φοβᾶσαι τίποτα, θὰ εἶσαι ἐν ἀσφαλείᾳ. Ἀλλὰ τώρα μοῦ ἔρ­χε­ται νὰ κατεβῶ ἀπ᾽ τὸ βῆ­μα, νὰ φύγω καὶ νὰ κρυφτῶ. Τὸ μικρό μας ὄ­νομα πάει, τὸ «ξεβαφτίσαμε», ἀλ­λάξαμε τὰ ὀ­νό­μα­τά μας. Καὶ τὸ μεγάλο μας ὄ­νομα, τὸ ὄ­νομα «Χριστιανός», τί τὸ κάναμε; Λέμε θεωρητικὰ ὅτι πρέπει ν᾽ ἀγαποῦμε τὸ Χρι­στὸ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἀλλὰ στὴν πρᾶξι τί γίνεται;

Ἴσως παρεξηγη­θῶ σ᾽ αὐ­τὸ ποὺ θὰ πῶ, ἀλλὰ δὲ μ᾽ ἐνδιαφέρει. Δὲν εἶ­μαι ἐναν­τίον τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν· ὑπηρέ­τησα τὸ ἔθνος σὲ κρίσιμες στιγμὲς καὶ κανείς δὲν μπορεῖ νὰ μὲ κατηγορή­σῃ πὼς δὲν ἀγαπῶ τὴν πα­τρίδα. Ἐρωτῶ λοιπόν· πρέπει νὰ τιμοῦμε τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα; Πρέπει ἀσφαλῶς. Καὶ ὄν­τως, ὅπου κι ἂν πᾷς, δὲν θ᾽ ἀκούσῃς κακὸ λόγο γι᾽ αὐτόν· καὶ ἂν καταγγελθῇ κάποιος ὅτ­ι τὸν βλαστήμησε, ἀμέσως θὰ τὸν ἁρ­πάξουν νὰ τὸν τιμωρήσουν. Ὅταν ὅμως ὑ­βρίζεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ; Σὰν στρατιωτικὸς ἱερεὺς ἔκανα κάποτε τὸ ἑξ­ῆς σ᾽ ἕνα στρατηγό, ποὺ δὲν ἔδινε σημασία στὶς καταγγελίες μας γιὰ βλασφημία. Πῆγα στὸ γραφεῖο του καὶ τοῦ λέω· –Στρατηγέ μου, βλα­στημᾶνε τὸ Χριστό. –Ὤχ, λέει, ρὲ παιδί μου, ἄ­φησέ με τώρα… Ἄ, ἔτσι εἶσαι; Πέρασε κανένας μήνας καὶ τὸν παίρνω τηλέ­φωνο. –Στρατηγέ μου, λέω, ἔχω νὰ σᾶς καταγ­­γείλω, ὅτι ἕνας λοχίας εἶπε τὰ αἰσχρότερα λόγια γιὰ τὴ βασίλισσα τῶν Ἑλλήνων. –Τί;… πῶς;… λέει, καὶ νά­τος ἔφτασε ἀμέσως. Τότε τοῦ λέω· –Λάθος κα­ταλάβατε· δὲν βλαστημοῦν, δὲν τολμοῦν νὰ ποῦν λόγο κακὸ ἐναντίον τῶν βασιλέων καὶ τοῦ πρω­θυπουργοῦ – ποὺ τί εἶνε κι αὐτοί; ἄνθρωποι θνητοὶ εἶ­νε· τολμοῦν ὅμως καὶ προσβάλλουν Ἐκεῖνον ποὺ πιστεύουμε καὶ λατρεύουμε.

Καὶ μόνο στὸ στρατό; Ὅπου νὰ πᾷς, δὲν ὑ­πάρχει σημεῖο ποὺ νὰ μὴν ἀκούσῃς βλαστήμια· γί­ναμε τὸ πιὸ βλάστημο ἔθνος. Ποιοί φταῖ­νε; Ὅλοι· καὶ οἱ ἄρχοντες, καὶ ὁ κλῆρος, καὶ ὁ λαός. Ἂν ἤμασταν ὀρθόδοξο κράτος, ἔπρεπε νὰ μὴν εἶνε ἀνεκτὴ οὔτε ἡ παραμικρὴ προσ­βο­λὴ τῶν θείων ἀλλὰ νὰ τιμωρῆται παραδει­γματικῶς. Ἢ πιστεύουμε ἢ δὲν πιστεύουμε.

Πότε θά ᾽ρθῃ ἡ ἅγια μέρα, ποὺ ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ θὰ κάνουμε μιὰ εἰρηνικὴ ἐπανάστασι, ὄχι μὲ ὅπλα φονικά, ὥστε στὴν εὐλογημένη πα­τρίδα μας νὰ μὴν ὑπάρχῃ στόμα βλάσφημο!

Ξένος δημοσιογράφος ἔγραψε σὲ γερμανι­κὸ περιοδικό, ὅτι ἐπὶ ἕνα χρόνο ἔγινε ἔρευνα καὶ διαπίστωσαν, ὅτι οἱ Ἕλληνες, μόλις σηκώ­νουν τὸ τηλέφωνο, ἀντὶ γιὰ καλημέρα βλαστη­μοῦν. Ἀγνώριστοι γίναμε. Ποῦ εἶσαι Κολοκοτρώνη καὶ οἱ ἄλλοι ἥ­ρωες, ποῦ εἶστε πρόγονοι καὶ πατέρες μας ἀ­γράμματοι, ποὺ προτιμούσατε νὰ πεθάνετε παρὰ νὰ βλαστημήσετε τὸ Χριστό! Ὁ ξένος αὐτὸς δημοσιογράφος ἀνέφερε καὶ τὴν πληροφορία, ὅτι μιὰ τηλεφωνήτρια παραιτήθηκε γιατὶ δὲν μποροῦσε νὰ ὑ­ποφέρῃ ν᾽ ἀκούῃ νὰ βλασφημῆται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τῆς Παναγίας, καὶ τῶν ἁγίων.

Φοβᾶμαι, ἀδέρφια μου, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν θὰ τὸ ἀνεχθῇ αὐτό. Σὲ ἄλλα ἁμαρτήματά μας φαίνεται ἐπιεικής, ἀλλὰ στὸ ἁμάρτημα αὐτὸ δὲν θὰ φανῇ ἐπιεικής. Ἐδῶ ἔχεις ἕνα σκυλί, τοῦ πε­τᾷς ἕνα κόκκαλο, κ᾽ ἐπειδὴ δὲν ἔχει γλῶσσα νὰ μιλήσῃ κουνάει τὴν οὐρά του γιὰ νὰ σοῦ πῇ «Σ᾽ εὐχαριστῶ, ἀφέντη»· καὶ ἐμεῖς;… Ὁ Χριστὸς σοῦ ἔδωσε γυναῖκα, παιδιά, ὑγεία, σπίτι, πατρίδα ἐλεύθερη, κι ἀντὶ γιὰ εὐχαριστῶ τί ἀ­κούει; Ἁμαρτωλὸς εἶμαι, ἀνάξιος νὰ φιλήσω τὰ πόδια σας, ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σᾶς λέω ὅτι, ἐὰν δὲν μετανοήσουμε καὶ δὲν ληφθοῦν δρακόντεια μέτρα νὰ ξερριζωθοῦν οἱ γλῶσσες αὐτῶν ποὺ βλαστημοῦν, νὰ τὸ θυ­μᾶ­­στε, μιὰ νύχτα θὰ γίνῃ σεισμὸς στὴν Ἀθήνα, καὶ τότε δὲν θὰ προλάβουμε οὔτε νὰ ποῦ­με τὸ «Μνήσθητί μου, Κύριε» (Λουκ. 23,42).

Ὅλοι μας, ἄντρες γυναῖκες παιδιά, ν᾽ ἀγωνι­στοῦμε νὰ σβήσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλα­σφημία, καὶ ὅλες οἱ γλῶσσες νὰ γίνουν μιὰ κιθάρα, ποὺ νὰ ὑμνῇ καὶ νὰ δοξάζῃ εἰς αἰῶνας αἰώνων Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ψυχική παραλυσία!

Ἀκούσατε, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, τὸ ἱερὸ καὶ ἅ­γιο εὐαγγέλιο; 

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ περιέχει ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. 

Ἀλ­λὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸ θαῦμα αὐ­τό, πρέπει νὰ γίνῃ ἀτομικό, νὰ τὸ κάνουμε προσωπικό, νὰ τὸ μεταφέρουμε στὸν ἑαυτό μας· πρέπει δηλαδὴ νὰ ἐπαναληφθῇ καὶ σ᾿ ἐ­μᾶς. 

Πῶς θὰ γίνῃ αὐτό; Γιὰ νὰ ἐπαναληφθῇ τὸ θαῦμα,

πρέπει ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐνερ­γήσῃ ἐπάνω μας. 

Τότε δὲν θὰ χρειάζεσαι ἄλ­λη βεβαίωσι γιὰ νὰ πιστεύῃς. Θὰ ἔχῃς ἀκράδαντη βεβαιότητα. Μεγαλυτέρα ἀπόδειξις τῆς δυνάμεως τοῦ Χριστοῦ θὰ εἶσαι σύ ὁ ἴδιος.

Τί λέει, λοιπόν, τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο; 

Στὰ Ἰεροσόλυμα, κοντὰ στὴν προβατικὴ πύλη, τὴν πύλη δηλαδὴ ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ πρόβατα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ θυσιαστοῦν στὸ ναό, ὑ­πῆρχε μία δεξαμενὴ ποὺ λεγόταν Βηθεσδά. 

Τὸ νερὸ αὐτῆς τῆς δεξαμενῆς εἶχε μία θαυμα­τουργικὴ ἰδιότητα. Τί ἰδιότητα· κατὰ ἀραιὰ χρονικὰ διαστήματα, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, κατέ­­βαινε ἐκεῖ ἄγγελος Κυρίου καὶ τάραζε τὸ νερό. Τότε τὸ νερὸ ἀποκτοῦσε, προσωρινά, ἰ­αματι­κὴ ἰδιότητα. 

Αὐτὸ διαρκοῦσε πολὺ λίγο· ἀ­μέσως κατόπιν τὸ νερὸ ἐπανερχόταν στὴν προ­η­γουμένη φυσικὴ κατάστασι, ἦταν πάλι ἁ­πλὸ νερὸ ὅπως ὅλων τῶν ἄλλων πηγῶν. 

Ὅ­ποιος λοιπὸν ἀμέσως μετὰ τὴν κάθοδο τοῦ ἀγ­γέλου προλάβαινε νὰ πέσῃ πρῶτος μέσα στὸ ταρα­γμένο νερό, γινόταν ὑγιής, ὁποιαδήποτε καὶ ἂν ἦταν ἡ ἀσθένεια ἀπὸ τὴν ὁποία ἔπασχε. Αὐτὸ ἔδινε ἐλπίδα σὲ ὅλους ὅσοι εἶχαν ἀ­πελπισθῆ ἀπὸ τοὺς γιατρούς. Ἔτσι γύρω ἀπὸ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας ἦταν συγκεντρω­μένο ἕνα πλῆθος ἀσθενῶν, ποὺ ἔμεναν ἐκεῖ ξαπλωμένοι σὲ κρεβάτια ἢ φορεῖα. Εἴτε κρύο ἔκανε εἴτε ζέστη, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι ἄν­θρωποι δὲν ἀπομακρύνονταν ἀπὸ ᾿κεῖ. Γιὰ νὰ προστατεύωνται δὲ ἀπὸ τὴ βροχὴ καὶ τὸν ἥ­λιο, εἶχαν χτιστῆ γύρω ἀπ᾿ τὴ δεξαμενὴ πέντε στοές, πέντε ὑπόστεγα, ὅπου παρέμεναν οἱ ἀ­σθενεῖς καὶ ὅσοι τοὺς συνώδευαν. Ἀνάμεσα στὸ πλῆθος τῶν ἀσθενῶν, ποὺ πε­­ρίμεναν νὰ βροῦν τὴ θεραπεία τους, ἦταν καὶ ἕνας παράλυτος. Γιατρειὰ δὲν εἶδε ἀπὸ ἄν­θρω­πο. 

Ἀλλ᾿ οὔτε καὶ στὴ θαυματουργὸ κολυμ­βήθρα τόσον καιρὸ εἶχε βρῆ τὴ θεραπεία του. Τριανταοχτὼ χρόνια περίμενε ἐκεῖ μὲ ὑπομο­νή. Στὸ μακρὸ αὐτὸ διάστημα πολλοὺς συνασθενεῖς εἶδε νὰ πέφτουν στὸ ταραγμένο νερό, νὰ βγαίνουν καὶ νὰ φεύγουν γιὰ τὰ σπίτια τους θεραπευμένοι. Αὐτὸς λόγῳ τῆς παθήσεώς του δὲν ἦταν εὐκίνητος· πάντα κάποιος ἄλλος τὸν προλάβαινε. Ἦταν μόνος καὶ ἀβοήθητος. Ἔτσι τὸ μαρτύριό του συνεχιζόταν. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια ἀποτυχιῶν, τί ἐλπίδα ὑπῆρχε πλέον; Μᾶλλον ἔπρεπε νὰ τὸ πάρῃ ἀ­πόφασι, ὅτι ἐκεῖ θὰ τὸν βρῇ ὁ θάνατος καὶ τότε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα θὰ μετακομίσῃ στὸ κοιμητήριο· κι ἀντὶ νὰ μπῇ στὸ ἰαματικὸ νερό, θὰ τὸν βάλουν στὸ μαῦρο χῶμα. Ἐν τούτοις ἐξ­ακολουθοῦσε νὰ ἐλπίζῃ, νὰ ὑπομένῃ, νὰ παραμένῃ ἐκεῖ. Σὰν κάποιον νὰ περίμενε! Κάποιο μυστήριο ἔκρυβε ἡ ταλαιπωρία του.

Καὶ ἦρθε ἐπὶ τέλους ἡ στιγμὴ νὰ λυθῇ τὸ δρᾶμα του καὶ νὰ φωτιστῇ τὸ μυστήριο. Μετὰ ἀπὸ ἀγόγγυστη ὑπομονὴ τόσων ἐτῶν, ἦρθε κοντά του ὁ μέγας ἰατρός, τὸ ἄριστο φάρμακο, καὶ τότε βραβεύθηκε ἡ ἀρετή του. Ἦρθε κον­τά του ὁ Χριστός, ὁ παντοδύναμος καὶ πάνσοφος εὐεργέτης, τοῦ εἶπε ἕνα μόνο λόγο, καὶ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ λόγο ὁ παράλυτος ἀμέσως ἔ­γινε καλά. Μέγα τὸ θαῦμα· ἕνας ζωντανὸς νεκρὸς στάθηκε ὄρθιος· καὶ αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε ἕνα κουτάλι, πῆ­ρε δύναμι καὶ σήκωσε ὁλόκληρο κρεβάτι. Ὁ παραλυτικὸς αὐτὸς ἔμεινε ἐκεῖ τόσα χρόνια, γιὰ νὰ γίνῃ διδάσκαλός μας. Τριαν­ταοχτὼ χρόνια δὲν γόγγυσε οὔτε βλαστήμησε, ὅπως θὰ ἔκαναν ἄλλοι πού, ὄχι τόσο ἀλλὰ πο­λὺ λιγώτερο χρόνο ἔχουν στὸ κρεβάτι, καὶ τὰ βάζουν μὲ τὸ Θεό. Ὁ παραλυτικὸς εἶνε παράδειγμα ὑπομονῆς. Γι᾿ αὐτὸ ἦρθε κοντά του ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· διότι τὸν σπλαχνίσθηκε. Ἔπειτα ὁ παραλυτικὸς αὐ­τός, ὅταν γιατρεύτηκε, δὲν πῆγε στὸ σπιτάκι του, ἀλλὰ ποῦ πῆγε; στὸ ναό. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ἔγινε καὶ ἱεροκήρυκας, σαλπιγ­κτὴς τῶν θαυμάτων τοῦ Κυρίου.

* * *

Ἀλλὰ τώρα δὲν θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τὸν παραλυτικὸ τοῦ εὐαγγελίου· θέλω νὰ μιλήσω γιὰ τοὺς σημερινοὺς παραλύτους. –Μὰ ὑπάρχουν καὶ σήμερα παράλυτοι; Ὑπάρχουν. Καὶ δὲν ἐννοῶ μόνο τοὺς σωμα­τικῶς παραλύτους. Ἐννοῶ κυρίως τοὺς ψυ­χικῶς παραλύτους. Αὐτοὶ εἶνε περισσότερο ἀξιολύπητοι. Διότι πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ ἀσθένεια ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ ἀσθένεια, καὶ πάνω ἀπὸ τὴ σωματικὴ παραλυσία ὑπάρχει ἡ ψυχικὴ παραλυσία. Τί εἶνε ψυχικὴ παραλυσία; Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ὅτι εἶνε ἡ πλέον συχνὴ καὶ ἡ πλέον διαδεδομένη νόσος. Ἀπὸ ποῦ ν᾿ ἀρχίσω καὶ ποῦ νὰ τελειώσω; Μερικὲς φωτογραφίες τῶν σημερινῶν ψυχικῶς παραλύτων θὰ σᾶς παρουσιάσω καὶ θὰ τελειώσω. ⃝ Πρῶτο παράδειγμα. Ὁ παράλυτος ποὺ ἰάτρευσε ὁ Κύριος τριανταοχτὼ χρόνια εἶχε νὰ πάῃ στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ. Πῆγε μικρὸ παιδί, καὶ ξαναπῆγε τώρα, μετὰ τὴ θεραπεία του, μὲ ἄ­σπρα πλέον τὰ μαλλιά. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος δικαιολογεῖται· ἦταν ἀσθενής, δὲν εἶχε πόδια, καὶ παρέμενε ἀκίνητος ἐκεῖ παρὰ τὸ χεῖλος τῆς κολυμβήθρας. 

Οἱ σημερινοὶ ὅμως ψυχικῶς πα­ράλυτοι, ἐνῷ σωματικῶς εἶνε ὑγιέστατοι καὶ κινοῦνται καὶ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερά, ἔχουν ὅμως σαράντα καὶ πενήντα χρόνια νὰ πατήσουν τὸ πόδι τους στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ. Ἦρ­θαν νήπια, ὅταν τοὺς ἔφερε ἡ μάνα νὰ βαπτισθοῦν, καὶ θὰ ἔρθουν ἄλλη μιὰ φορά, ὅταν σηκωτοὺς θὰ τοὺς φέρουν νὰ τοὺς κηδεύσουν. Στὴν ἐκκλησία τώρα δὲν ἔρχονται· ἀλ­λοῦ πηγαίνουν εὐχαρίστως. Πές τους γιὰ κινηματογράφο, πές τους γιὰ θέατρο, νὰ δῇς πῶς τρέχουν. Λησμονοῦν τὸ Θεό, ποὺ μᾶς δίνει ὅλα τὰ ἀγαθά, καὶ τὴν ὑγεία καὶ τὴν ἀρτιμέλεια, καὶ δὲν ἔρχονται νὰ τοῦ ποῦν ἕνα εὐ­χαριστῶ. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ πόδια μᾶς δόθηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸ διάβολο. ⃝ Θέλετε ἄλλο παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτου; Οἱ προηγούμενοι ἔχουν παράλυτα τὰ πόδια, αὐτοὶ ἔχουν παράλυτα τὰ χέρια γιὰ τὸ Θεό. Πέστε λ.χ. στὸν ἄλλο, τὸ φιλάργυρο καὶ ἰ­διοτελῆ, νὰ ἐλεήσῃ. Ἀδύνατον. Αὐτός, ὅταν πρόκειται νὰ δώσῃ κάτι σὲ φτωχό, αἰσθάνεται παράλυτο τὸ χέρι. Τὸν παραλύει ὁ δαίμων τῆς φιλαργυρίας. Προτιμότερο νὰ τοῦ κόψουν τὸ χέρι παρὰ νὰ δώσῃ μιὰ δραχμή. Ἢ πέστε στὸ δειλὸ καὶ κρυπτοχριστιανὸ νὰ ὁμολογήσῃ τὴν πίστι του ὅταν χτυπᾷ ἡ καμπάνα ἢ ὅταν περνᾷ ἔξω ἀπὸ μιὰ ἐκκλησία. Ντρέπεται, φοβᾶται καὶ τὸν ἴσκιο του, καὶ σταυρὸ δὲν κάνει. Ἔ, σᾶς ἐρωτῶ· αὐτοὶ δὲν ἔχουν τὰ χέρια τους πα­ράλυτα; Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν πλησίον, νὰ ἐλεοῦν, νὰ ἐρ­γάζωνται τὸ ἀγαθό, καὶ ὄχι νὰ μουντζώνουν καὶ νὰ πληγώνουν. Λησμονοῦν, ὅτι τὰ χέρια δόθη­καν γιὰ νὰ ὁμολογοῦν τὴν πίστι, γιὰ νὰ δοξάζουν τὸ Θεό, καὶ ὄχι νὰ τὸν ἀρνοῦνται μὲ τὴ δειλία τὴν ἰδιοτέλεια καὶ τὶς τόσες ἄνομες πράξεις καὶ ἀπρεπεῖς χειρονομίες· τὰ χέρια δόθηκαν γιὰ νὰ ἐργάζωνται τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ ὄχι νὰ τὶς καταργοῦν εἴτε κλέβοντας εἴτε παλαμίζοντας τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο μὲ τοὺς ὅρ­κους. ⃝ Ἄλλο ἕνα παράδειγμα ψυχικῶς παραλύτων. Εἶνε αὐτοὶ ποὺ ἔχουν παράλυτη τὴ γλῶσσα. Ἡ γλῶσσα τοῦ ἀνθρώπου εἶνε τέλειο ὄργανο. Ὄχι μόνο ὡς μέλος καὶ ὄργανο τοῦ σώματος ἀλλὰ καὶ ὡς μέσο ἐπικοινωνίας. Λένε, ὅτι ἀ­νατομικῶς ὁ οὐρακοτάγκος ἔχει καλύτερη γλῶσσα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τί νὰ τὴν κά­νῃς; ἡ γλῶσσα του δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀρθρώσῃ λέξι. 

Ἐνῷ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ γλῶσσα του ὁμιλεῖ, συνεννοεῖται, ἐκφράζει τὰ συναισθήματα καὶ τὶς σκέψεις του. 

Πόσα λόγια λέει τὴν ἡμέρα; 100, 300, 500, 1.000, 2.000, 10.000, 20.000, 30.000 λέ­ξεις. Ψάχνω ὅμως μέσα στὶς τόσες αὐτὲς λέ­ξεις νὰ βρῶ διαμάντι, καὶ δὲν βρίσκω. Χαλί­κια καὶ κόπρια. 

Ἀκούγονται βλαστήμιες, αἰσχρο­λογίες, βωμολοχίες, λόγια βρωμερά· μόνο λό­για τοῦ Θεοῦ δὲν ἀκούγονται. Γιατί, ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ γλῶσσα; Σοῦ τὴν ἔ­δωσε νὰ τὸν δοξολογῇς, νὰ διαλαλῇς τὰ θαύματά του, νὰ λὲς τὸν καλὸ λόγο στὸν πλησίον σου. Ὅταν ἐσὺ τὴ χρησιμοποιῇς γιὰ τὸ διάβολο, δὲν εἶσαι παράλυτος στὸ καλό;

* * *

Ἀδελφοί μου, πρὶν τελειώσω συνιστῶ· Γόνατα καὶ πόδια παραλελυμένα, ἀνορθωθῆτε (πρβλ. Ἠσ. 35,3). Χέρια νεκρὰ καὶ καρδιὲς παγωμένες, θερμανθῆτε. Γλῶσσες καὶ στόματα, καθαρισθῆτε, πάρτε φωνή, αἰνεῖτε τὸν Κύριον· πέστε «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ