2018-08-26 09:28:51
Φωτογραφία για ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ ΜΑΤΘΑΙΟΥ 2018
H AΙΩΝΙΑ ΔΥΝΑΜΙΣ

«Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας» (Ματθ. 21,42

ΑΠΟ ὅλη τὴ σημερινὴ εὐ­αγγελικὴ περικοπή, ποὺ περιέχει τὴν παραβολὴ τῶν κα­κῶν γεωργῶν, πηγαίνω στὸν τελευταῖο στίχο· «Λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦν­τες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας»· λιθάρι, ποὺ τὸ παραπέταξαν οἱ χτίστες, αὐτὸ ἔγινε ὁ ἀκρογωνιαῖος λίθος τῆς οἰκοδομῆς (Ματθ. 21,42). Εἶνε μιὰ προφητεία τῶν Ψαλμῶν τῆς Πα­λαιᾶς Διαθήκης (Ψαλμ. 117,22), ποὺ ὁ Χριστὸς βεβαιώνει ἐδῶ ὅτι ἐκ­πλη­ρώ­θηκε στὸ πρόσωπό του.

* * *

Κανένα ἄλλο πρόσωπο, ἀγαπητοί μου, δὲν ἀπησχόλησε τόσο τὴν ἀνθρωπότητα καὶ δὲν ἀπέσπασε τόσο τὴν προσοχὴ ὅσο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Κανείς ἄλλος δὲν ἔγινε ἀντικείμενο τόσης μελέτης καὶ συζητήσεως, κανείς δὲν ἀπέκτησε τόσους πιστοὺς φίλους καὶ ἀφωσιωμένους λατρευτὰς ἀλλὰ καὶ τόσους σφοδροὺς ἐχθροὺς καὶ ἐμ­παθεῖς πολεμίους ὅσους αὐτός.


Ἄλλοι τὸν λάτρευσαν ὡς Σωτῆρα καὶ τὸν ἔ­βαλαν βασιλέα τῶν καρδιῶν καὶ Θεό τους· γονάτισαν ἐμπρὸς στὸ μεγαλεῖο του καὶ ἔψαλαν τὸ αἰώνιο κάλλος καὶ τὴν ἀμέτρητη δύναμί του. Ἄλλοι ὅμως τὸν δέχθηκαν ὡς ἁ­πλὸ προφήτη ἢ φιλόσοφο ἢ κοινωνιολόγο καὶ ἀ­να­μορφωτή· δὲν ἄ­φη­σαν ὅμως οἱ δυσ­τυχεῖς νὰ διεισδύσουν στὶς σκληρὲς καρδιὲς καὶ στὶς περιωρισμένες διάνοιές τους οἱ ἀ­κτῖνες τῆς Θεότητός του, ποὺ θὰ τοὺς ἔδιναν τὴν πίστι καὶ τὴ χάρι. Ἄλλοι τέλος τὸν φθό­νη­σαν, τὸν μί­­σησαν καὶ ἐξετόξευσαν ἐναντίον τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς Θεότητός του τὰ ἀνίσχυρα βέλη τῆς κακίας τους. Πράγματι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διὰ μέσου τῶν αἰώνων στάθηκε «σημεῖ­ον ἀντιλεγόμενον» (Λουκ. 2,34) καὶ «πέτρα σκαν­δάλου» (῾Ρωμ. 9,33· Α΄ Πέτρ. 2,7). Τὸ «σχίσμα» ἐξ αἰ­τίας του, τὸ ὁ­ποῖον «ἐγένετο» στὴν ἐποχή του (Ἰωάν. 7,43), παρατηρεῖται καὶ θὰ παρατηρῆ­ται μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων.

Τὸ πέρασμα τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν σκηνὴ τοῦ κόσμου ἀποτελεῖ τὸ μεγαλύτερο κοσμοϊστορικὸ γεγονός· ὅμοιό του δὲν ἔχει νὰ παρουσι­­άσῃ ἡ παγκόσμιος ἱστορία, ποὺ ἀπ’ αὐ­τὸ χωρίστηκε σὲ πρὸ Χριστοῦ καὶ μετὰ Χριστόν. Ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης δίχασε(!) τὴν ἀνθρωπότητα σὲ δύο μεγάλα καὶ ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα· στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἀπίστους· σ’ ἐ­κείνους ποὺ τὸν πίστεψαν, τὸν πιστεύουν καὶ θὰ τὸν πιστεύουν αἰωνίως ὡς τὸν μόνο ἀ­ληθινὸ Θεό, νικητὴ τοῦ θανάτου, ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς, μοναδικὴ πηγὴ τῆς εὐτυχίας τοῦ ἀν­θρώπου, καὶ σ’ ἐκείνους ποὺ τὸν θεώρησαν ὁριστικὰ νεκρό, ὡς μεγάλη μὲν φυσιογνωμία πάντως ὅμως ἄνθρωπο, ἢ καὶ ὡς πλαστὸ καὶ ἀνύπαρκτο πρόσωπο.

Ἀπὸ τὴν δευτέρα αὐτὴ παράταξι προῆλθαν οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, οἱ πολέμιοι τοῦ χριστιανισμοῦ. Πάντοτε τὸ σκοτάδι θὰ μισῇ τὸ φῶς, τὸ ψέμα τὴν ἀλήθεια, ἡ κακία τὴν ἀρετή, ἡ ἀπιστία τὴν πίστι. Ἀξίζει ν’ ἀφήσουμε νὰ παρελάσουν γιὰ λίγο μπροστά μας συντετα­γμένα τὰ παιδιὰ τῆς ἀπιστίας, οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ διαβάσουμε στὰ πανὼ ποὺ ὑ­ψώνουν τὰ ψεύτικα καὶ ἀπατηλὰ συνθήματά τους· ὄχι ὅλα, ἀλλὰ τὰ πλέον διακεκριμένα.

⃝ Πρῶτα – πρῶτα ἐμφανίζονται οἱ ὑλισταί· ἰ­σχνοί, ῥακένδυτοι, σὰ νὰ βγῆκαν μέσα ἀπὸ τὸν τάφο. Ὕλη καὶ μόνο ὕλη! φωνάζουν· δὲν ὑπάρχει Θεός, ἀνύπαρκτος ὁ Χριστός, μῦθος ἡ ἠ­θική του διδασκαλία, κατασκεύασμα καὶ ἡ μέλ­λουσα κρίσις… Δόγμα τους τὸ «Ἅρπαξε νὰ φᾷς καὶ κλέψε νά ’χῃς». Εἶνε ἄνθρωποι ποὺ ἀρνήθηκαν κάθε πνευματικὴ ἀξία. Γι’ αὐ­τὸ ἀκριβῶς δὲν ἀξίζει ν’ ἀσχοληθῇ κανεὶς καὶ πολὺ μαζί τους. Μέσα σὲ λίγο καιρὸ ἡ ἰδεολογία τους ἔδειξε πόσο κενὴ εἶνε.

⃝ Πίσω ἀπὸ αὐτοὺς ἀκολουθοῦν τὰ παιδιά τους, οἱ μαρξισταί. Αὐτοὶ διακηρύττουν, ὅτι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία εἶνε τὸ ὄπιο τοῦ λαοῦ· κάτω οἱ αἰώνιοι θεσμοί, κάτω τὸ Εὐαγγέλιο!… Γιὰ νὰ ἐκλείψῃ ἡ πίστις στὸ Χριστό, ποὺ ἦταν τὸ μέγα ἐμ­πόδιο στὰ σχέδιά τους, δὲν δίστασαν νὰ ἐξοντώσουν χιλιάδες Χριστιανούς.

⃝ Κατόπιν, πότε κρυφὰ καὶ πότε φανερά, ξεπροβάλλει ἀπὸ τὸ καταχθό­νιο κρησφύγετό του ὁ μασονισμός. Χωρὶς νὰ ἐκδηλώνεται φανερὰ ὡς ἐχθρὸς τοῦ χριστιανισμοῦ, ὑπονο­μεύει διαρκῶς τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Ἐ­πάνω στὰ ἐρείπια τοῦ χριστιανισμοῦ περιμένει νὰ οἰκοδομήσῃ τὴ νέα παγκόσμια θρησκεία, ποὺ θὰ συμ­περιλάβῃ ὅλες τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου γιὰ νὰ κυριαρχήσῃ στὴ γῆ.

Ὑλισμὸς – μαρξισμὸς – μασονισμὸς ἀποτελοῦν τὸ τρικέφαλο τέρας μὲ τὰ πολλὰ κέρατα καὶ τὰ ἀναρίθμητα πλοκάμια, τὸ ὁποῖο γέννησε ὁ καταχθόνιος σιωνισμὸς πρὸς πραγματοποίησιν τῶν σχεδίων του. Τὸ τέρας αὐτὸ εἶ­νε τὸ πιὸ ἐπικίνδυνο ἔκβρασμα τοῦ ᾅδου.

⃝ Ὑπερήφανα ἀκολουθοῦν ἔπειτα οἱ δῆθεν μορφωμένοι, αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι καλλιεργοῦν τὰ γράμματα καὶ τὶς τέχνες. Φοροῦν τὸν μανδύα τῆς ἐπιστήμης. Παρουσιάζονται ὡς σοφοί, ποὺ ἀπὸ τὴ μελέτη τους ἔβγαλαν τὸ συμπέρασμα· Καλὸς ὁ χριστιανισμός, ἀλ­λὰ δὲν ἀρκεῖ νὰ σώσῃ τὸν κόσμο· χρειάζεται καὶ συμπλήρωμα… Καὶ ἂν ρωτήσῃς, ποιό εἶνε τὸ συμπλήρωμα, οἱ ἀπαντήσεις τους δημιουρ­γοῦν πραγματικὴ σύγχυσι-βαβέλ. Ἡ «ἐπιστήμη», φωνάζουν, ἡ «τέχνη», ἡ «ποίησι», οἱ «μεγάλες ἀνακαλύψεις», ὁ «πνευματισμός». Καὶ οἱ ἴδιοι δὲν ξέρουν τί θέλουν. Ἡ ἀλαζονεία τῆς ἡμιμαθείας τοὺς κάνει νὰ ἀποφαίνωνται ἄναρθρα καὶ ἀνόητα, σὰν ἄλλη Πυθία.

⃝ Τέλος παρελαύνουν κ’ ἐκεῖνοι ποὺ λένε, ὅ­τι ὁ χριστιανισμὸς χρησίμευσε μὲν στὸ παρελθόν, ἀλλὰ τώρα πιὰ ξεθύμανε, δὲν ἀξίζει γιὰ τὴν ἐποχή μας, πρέπει πιὰ νὰ κηδευθῇ με­τὰ πάσης τιμῆς γιὰ τὶς ὑπηρεσίες ποὺ προσ­έ­­φερε, καὶ νὰ φροντίσουμε νὰ βροῦμε διάδο­χό του, ἄξιο καὶ κατάλληλο γιὰ τὴν ἐποχή μας, τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου πολιτισμοῦ καὶ τῶν καταπληκτικῶν ἀνακαλύψεων * * *

Αὐτοὶ περίπου εἶνε οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μὲ πάθος πολέμησαν καὶ πολεμοῦν τὴν Ἐκ­κλησία καὶ νόμισαν ὅτι θὰ τὴ διαλύσουν καὶ θὰ ἐπικρατήσουν. Πρὸς ὅλους αὐτοὺς ἀ­πευθυνόμεθα καὶ λέμε τὰ ἑξῆς.

Ἄπιστοι, μετανοῆστε! Ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ, σκεφθῆτε βαθύτερα καὶ μελετῆστε προσεκτι­κώτερα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴ διδα­­σκαλία του. Εἶνε ἐπικίνδυνο καὶ φοβερὸ νὰ πολεμᾶτε ΕΝΑ ΘΕΟ. «Σκληρὸν πρὸς κέντρα λακτίζειν» (Πράξ. 26,14). Δὲν μπορεῖτε, χριστομάχοι, ν’ ἀντιληφθῆτε τὴ δύναμι τοῦ Χριστοῦ; παραδειγματισθῆτε τοὐλάχιστον ἀπὸ τοὺς προ­­κατόχους σας. Δὲν ἀκοῦτε τὸν Ἰουλιανὸ τὸν Παραβάτη νὰ λέῃ «Νενίκηκάς με, Ναζωραῖε»; Δὲν ἀκούσατε τοὺς γονεῖς σας νὰ λένε πεθαίνοντας· «Καὶ ὅμως ὑπάρχει Θεός. Τί μᾶς περιμένει;…». Δὲ βλέπετε τοὺς θλιβεροὺς τάφους, ὅπου θαύτηκαν ὅλοι οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ σκουλήκια ἔφαγαν τὶς σάρ­κες τους; ῾Ρῖξτε ἕνα βλέμμα καὶ στὸν τάφο ποὺ ἑτοίμαζαν αὐτοὶ γιὰ νὰ κηδεύσουν τὸν χριστιανισμό· παραμένει κενός, ὅπως τὸ κενὸ μνημεῖο ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀναστήθηκε ὁ Χριστός.

Ὁ χριστιανισμός, ἀγαπητοί μου, δὲν εἶνε τυχαῖο πρᾶγμα, ὅπως νόμισαν οἱ ἐχθροί του. Ἀντλεῖ αἰωνία δύναμι ἀπὸ τὸν Θεῖο Ἱδρυτή του. Εἶνε ἡ μόνη πίστις ποὺ κηρύχθηκε μὲ λόγια, βεβαιώθηκε μὲ θαύματα, καὶ σφραγίσθηκε μὲ αἵματα. Φρουρεῖται ἀπὸ τάγματα καὶ στρατιὲς ἀγγέλων, καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ ἱστορία καὶ ἡ πραγματικότης δίνουν τὴν καλύτερη ἑρμηνεία τῶν ἀθανάτων λόγων· «ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ᾽ ὃν δ᾽ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν»· ὅποιος δηλαδὴ ἐναντιωθῇ στὸν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν αἰώνιο βράχο, θὰ γίνῃ κομμάτια· καὶ σ’ ὅποιον αὐτὸς πέσῃ πάνω του, θὰ τὸν κάνῃ θρύψαλα (Ματθ. 21,44).

* * *

Αὐτά, ἀγαπητοί μου, ἔχουμε νὰ ποῦμε πρὸς ὅλους τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεώς μας. Εἰδι­κῶς δὲ πρὸς τοὺς τελευταίους, αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴ γνώμη ὅτι «ὁ χριστιανισμὸς χρησίμευσε στὸ παρελθὸν καὶ τώρα ξεθύμανε», τοὺς παρακαλοῦμε νὰ κατεβοῦν ἀπὸ τὰ νεφε­λώματα τῶν σκέψεών τους, νὰ προσγειωθοῦν λίγο στὴν πραγματικότητα, καὶ τότε θ’ ἀντιληφθοῦν πόσο παραλογίζονται. Ἡ Ἐκκλησία κληρονόμησε αἰώνιο κῦρος. Εἶνε γιὰ τὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀνθρώπου ὅ,τι εἶνε γιὰ τὸ σῶμα τὸ ψω­μί, τὸ νερό, ὁ ἀέρας. Ὅσοι αἰῶ­νες κι ἂν περά­σουν, δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πῇ στὸν ἀέρα ἢ στὸ νερὸ ἢ στὸ ψωμὶ «Ξεθύμανες πιά, δὲ σὲ χρειάζομαι». Ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶνε ἀπαραίτητη γιὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου. Ἡ δύναμις καὶ ἡ ἀξία τῆς Ἐκκλησίας παραμένει ἀκατάλυτος καὶ αἰωνία. Αὐτὴ εἶνε τὸ φυτώριο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀπαραιτήτου ἀκρογωνιαίου λίθου κάθε ὡραίου καὶ ὑψηλοῦ οἰκοδομήματος οἱουδήποτε αἰ­ῶνος· διότι «Ἰησοῦς Χριστὸς χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13,8).

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Ομιλία εις την παραβολήν του Αμπελώνος και εις την ξηρανθείσαν συκήν

Με παρακινεί προς λόγον ο ενυπόστατος Λόγος του Θεού και Πατρός, ο οποίος δεν απεχωρίσθη από τους κόλπους τού Πατρός και με τρόπον ανέκφραστον εκυοφορήθη στην μήτραν της Παρθένου΄ αυτός μολονότι έγινε προς χάριν μου ωσάν εμένα, είναι απαθής ως προς την Θεότητα, και περιεβλήθη σώμα ομοιοπαθές με το ιδικόν μου΄ αυτός που επιβαίνει σε άρματα Χερουβικά και ανέβη σε πώλον όνου, ο βασιλεύς της δόξης, αυτός που επευφημείται από τα Σεραφίμ ως άγιος μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, αποδέχεται τα ψελλίσματα των παιδιών από την άκακο γλώσσα τους. Αυτός, ενώ είναι Θεός, έλαβε την μορφή του δούλου και διατηρεί αυτήν την μορφή του δούλου στο διηνεκές΄ ως Θεός είναι άϋλος και αόρατος, αλλά εδέχθη να λάβη σώμα ορατόν και ψηλαφητόν΄ ήλθεν εκουσίως προς το Πάθος, για να μας χαρίση την απάθειαν. Διότι επειδή είδε το πλάσμα των χειρών του, τον άνθρωπο, τον οποίον έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωσί του, να έχη δελεασθή από την απάτη του όφεως, να έχη παραβή την εντολήν του, να είναι υποδουλωμένος στην φθορά και υπεύθυνος για τον θάνατο, δεν άντεξε ο φύσει συμπαθής την στέρησι του ποθουμένου, αλλά με πολλούς τρόπους τον εκάλεσε προς επιστροφήν και μετάνοιαν. Τον επαίδευσε ως δούλον αχάριστον, ως νηπιόφρονα «πολυμερώς και πολυτρόπως» και εμηχανεύθη κάθε τρόπον, ώστε να αποτινάξη την δουλείαν τού τυράννου και να επανέλθη στον Πλαστουργόν του. Αλλ’ ήταν αδύνατον να επιστρέψη, αφού μια για πάντα είχεν υποδουλωθή πλήρως στην αμαρτία και την είχε συζευχθή με την προαίρεσί του. Γι’ αυτό ακριβώς ο υπεράγαθος Δεσπότης, αναλαμβάνει την φύσι μας, επειδή είδεν ότι είχεν εξασθενήσει.

Βλέποντας δηλαδή τον άνθρωπο να απειθή στις εντολές και τα σωτήρια προστάγματα, τί λέγει; Πρέπει να παιδαγωγήση με έργα αυτόν που ευρίσκεται σε άγνοια. Πρέπει να τον χειραγωγήση στις αρετές, ώστε να τις συνηθίση και να τις επιτελή μόνος του. Πρέπει να γίνω ορατός και έτσι να θεραπεύσω τον ασθενή. Πρέπει να επαναφέρω κοντά μου το πλανώμενον πρόβατον και να το οδηγήσω προς την αρχικήν του διαμονή στον Παράδεισο. Πώς όμως θα τον επιστρέψω αν δεν με ιδή; Πώς θα οδηγήσω αυτό που δεν παρακολουθεί τα βήματά μου;

Γι’ αυτό έγινεν άνθρωπος, για να διδάξη εμπράκτως με αυτά που έπραξε και έπαθε αυτόν που το αγνοούσε, με ποίον τρόπον να εργάζεται την αρετήν΄ ώστε βλέποντάς τον να κατεβαίνη κατ’ οικονομίαν προς χάριν μας από τις πατρικές αγκάλες στην γη, να έλθωμε και εμείς με την προαίρεσί μας από την μητέρα μας γη προς αυτόν΄ εφανέρωσε έτσι τον υπερβολικόν πλούτον της προς εμάς αγάπης του. Διότι κανείς δεν ημπορεί να δείξη μεγαλυτέραν αγάπην από αυτόν που θυσιάζει «την ψυχήν του υπέρ των φίλων αυτού». Πώς όμως θα δείξη την αγάπη του, αυτός που δεν έχει ψυχή; Γι’ αυτό αναλαμβάνει σάρκα, για να «οφθή επί γης και τοις ανθρώποις συναναστραφή». Γι’ αυτό αναλαμβάνει ψυχή, για να την θυσιάση υπέρ των φίλων του. Και φίλους εννοώ όχι αυτούς που τον αγαπούν, αλλά αυτούς που εκείνος ποθεί. Διότι εμείς τον εμισήσαμε, τον απαρνηθήκαμε και γίναμε δούλοι σε άλλον. Αυτός όμως έμεινε σταθερός, έχοντας αμετάβλητον την προς ημάς αγάπην του. Γι’ αυτό και έτρεξε κοντά μας. Ήλθε σ’ αυτούς που τον εμισούσαν. Κατεδίωξε αυτούς που απεμακρύνοντο, και όταν τους έφθασε δεν τους ήλεγξε με σκληρότητα, δεν τους επανέφερε κοντά του με μαστίγιον, αλλά έπραξε σαν ένας άριστος ιατρός που ενώ υβρίζεται, εμπτύεται και ραπίζεται από κάποιον μανιακόν, του προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες. Προσέφερε στην φύσι της ανθρωπότητος την πλέον αποτελεσματικήν θεραπεία, το δραστικώτερον και παντοδύναμον φάρμακο, την ιδία την θεότητά του. Αυτή ανέδειξε το ασθενικόν μας σαρκίον δυνατώτερον από τις αόρατες δυνάμεις. Όπως δηλαδή ο σίδηρος είναι απλησίαστος όταν ενωθή με την φωτιάν, έτσι και το χόρτο της ιδικής μας φύσεως επειδή ηνώθη με το πυρ της θεότητος έγινε απλησίαστον από τον διάβολο. Και επειδή «τα εναντία των εναντίων ιάματα», κάθε πάθος δηλαδή θεραπεύεται με το αντίθετό του, καθώς λέγουν οι μαθηταί των ιατρών, καταβάλλει και ο Θεός «τα ενάντια δια των εναντίων»: Την ηδονή με τις οδύνες, την υπερηφάνεια με την ταπείνωσι. Διότι όχι μόνον εταπείνωσε τον εαυτό του με το να γίνη άνθρωπος ενώ κατείχε τον πλούτον της Θεότητος, αλλά και ως άνθρωπος έζησε με ταπείνωσι.

Πράγματι: ποίος από τους ανθρώπους υπήρξε τόσον ταπεινός; Διότι «ούκ έχει πού τήν κεφαλήν κλίναι». Δεν είχεν υποζύγιον, ούτε δεύτερον υποκάμισον, ούτε άλλον χιτώνα. «Λοιδορούμενος ούκ αντελοιδόρει, πάσχων ούκ ηπείλει». «Ως αρνίον άκακον ήγετο (ωδηγείτο) του θύεσθαι, ούκ ερίζων, ουδέ κραυγάζων»΄ τον ερράπιζαν και έδιδε προθύμως την σιαγόνα σ’ αυτόν που τον εκτυπούσε΄ «ούκ απέστρεφε το πρόσωπόν του από αισχύνης εμπτυσμάτων». Ενώ τον αποκαλούσαν Σαμαρείτη και δαιμονισμένον και τον κατεδίωκαν, αυτός τα υπέμενε, ώστε να ακολουθήσωμε κι εμείς τα βήματά του. Όλα αυτά τα επιτελούσε με την ευδοκίαν τού Πατρός. Επειδή δηλαδή είναι Υιός ιδικός του μονογενής και ομοούσιος, μας εγνώρισε την αγάπην του Πατρός. Διότι τόσον πολύ μας ηγάπησεν ο Θεός και Πατήρ, ώστε έδωσε τον μονογενή Υιόν του ως λύτρον υπέρ ημών. Ω αγάπη ανυπέρβλητος! Τον Υιόν του τον μονογενή έδωσε, τον συμβασιλέα του, προς χάριν δούλων παρηκόων, προς χάριν των εχθρών που τον εβλασφημούσαν, ελάτρευαν τον νοητόν εχθρό και αυτόν ανεκήρυτταν Θεόν. Ω βάθος πλούτου της αγαθότητος του Θεού! Δεν προέβαλε αντίστασιν όμως ο μονογενής Υιός, δεν ηθέτησε την πατρικήν βουλή. Διότι αυτός ο ίδιος ήταν η βουλή και η θέλησις του Πατρός. Γι’ αυτό λοιπόν, επειδή ήταν κοινωνός και μέτοχος της φύσεως εκείνου (μία είναι η φύσις του Πατρός και του Υιού), υπηρετεί το θέλημα του Πατρός σαν ιδικό του και γίνεται άνθρωπος, και γίνεται υπήκοος στον Πατέρα μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού, θεραπεύοντας έτσι την ιδική μας παρακοήν. Επείγεται λοιπόν προς το Πάθος και βιάζεται να πιή το ποτήριον του θανάτου, το σωτήριον για όλον τον κόσμο. Έρχεται πεινασμένος για την σωτηρίαν της ανθρωπίνης φύσεως και δεν ευρίσκει σ’ αυτήν καρπόν΄ διότι αυτήν υποδηλώνει παραβολικώς το δένδρον της συκής… Σ’ αυτήν την συκήν, την φύσι της ανθρωπότητος, ήλθεν ο Σωτήρ οδηγούμενος από την πείνα του΄ και ζητούσε από αυτήν τον γλυκύτατον καρπόν, δηλαδή την γλυκυτάτη για τον Θεόν αρετήν, που είναι η προϋπόθεσις της σωτηρίας. Δεν ευρήκε όμως καρπόν, αλλά μόνον φύλλα, την τραχυτάτην και μοχθηροτάτην αμαρτίαν και τα κακά που φυτρώνουν από αυτήν. Γι’ αυτό την επιτιμά λέγοντας «ούκ έτι εκ σου καρπός ελεύσεται». Διότι η σωτηρία δεν θα προέλθη από άνθρωπον, ούτε η αρετή προέρχεται από ανθρωπίνην δύναμι. Εγώ θα πραγματοποιήσω την σωτηρίαν, χαρίζοντας δια του πάθους μου την ανάστασι΄ σας απαλλάσω δωρεάν από την τόσο σκληρά ζωήν. Πράγμα που βεβαίως έκαμε.

Έπειτα, ολοκληρώνοντας εμπράκτως την παραβολήν, εισέρχεται στον ναόν, επισκεπτόμενος τον πατρικόν οίκον, και ευρίσκει εκεί τους κακούς γεωργούς, τους αρχιερείς, οι οποίοι εκάθισαν μεν στον θρόνον του Μωϋσέως, απεδείχθησαν όμως λύκοι με ένδυμα προβάτου΄ αυτοί ομοιάζουν με την άκαρπον συκήν, επειδή δεν έχουν τον γλυκύτατον καρπόν, αλλά μόνο την τραχύτητα των φύλλων. Πρόσεχε λοιπόν την τραχύτητα της γλώσσης τους: «Εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς; Και τις σοι έδωκε την εξουσίαν ταύτην»; Βλέπεις ακαρπίαν ψυχής και απιστίας; Αντί να ειπούν «εύγε, διδάσκαλε αγαθέ, που ανέστησες τον Λάζαρο νεκρόν τετραήμερον, που εδίδαξες τους χωλούς να βαδίζουν σωστά, που εδώρησες στους τυφλούς την δύναμη της οράσεως, που εθεράπευσες τους παραλυτικούς και μας απήλλαξες από όλες τις ασθένειες, που εξεδίωξες τους δαίμονες, που διδάσκεις την οδό τής σωτηρίας, αυτοί λέγουν «εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;» Ω αχάριστοι! Και αν σας ειπή θα πιστεύσετε; Αφού στον Ιωάννην, προς τον οποίον ετρέχατε σαν ρεύμα ποταμού και εξομολογούμενοι τις αμαρτίες σας εθεωρούσατε ότι ελαμβάνατε το βάπτισμα, δεν επιστεύσατε, θα πιστεύσετε τώρα αν σας ειπώ εγώ;

Ω γενεά πονηρά και άπιστος! Σεις είσθε οι πονηροί γεωργοί, οι οποίοι κατατρώγετε τον αμπελώνα του Κυρίου Σαβαώθ. Ποίον από τους Προφήτες δεν εφονεύσατε; Σας έστειλεν ο Πατήρ τους δούλους μου τους Προφήτες, για να σας ζητήσουν τον καρπόν του αμπελώνος. Εξερρίζωσα τον αμπελώνα μου από την Αίγυπτο, χρησιμοποιώντας τον Μωϋσή, και τον εφύτευσα σε γόνιμον γην, αφού εξέβαλα τα έθνη που την εκατοικούσαν και σας την εκληροδότησα, συμφώνως με τους κανόνες της κληροδοσίας. Εφύτευσα τις ρίζες του με τον νόμο και τον λόγο των Προφητών και γέμισε όλη την γη΄ τα κλήματά του έφθασαν έως την θάλασσαν και οι παραφυάδες του κατέλαβαν τους ποταμούς των εθνών. Εσείς όμως κατηδαφίσατε τον φράκτη του, την βοήθεια του νόμου, και τώρα τον τριγούν οι δαίμονες που βαδίζουν στην οδό της ζωής, αφού τον ευρίσκουν αφύλακτον΄ ο ληστής, ο αγροιόχοιρος του δάσους τον ελεηλάτησε και τον κατέφαγε το άγριο μοναχικό θηρίο.

Αυτού του καλού αμπελώνος που είχα φυτεύσει, του καρποφόρου και αληθινού, σας εζητήθη ο καρπός από τους δούλους μου, τους Προφήτες, και σεις άλλον τον ερραπίσατε, άλλον τον κατεδικάσατε σε λάκκο γεμάτο βούρκο, και άλλον τον ελιθοβολήσατε. Ιδού λοιπόν, ήλθα εγώ ο Ίδιος ο Υιός και κληρονόμος: σεβασθήτε την ιδιότητα του Υιού, εντραπήτε το αξίωμά μου, το ότι έχω μίαν και την αυτήν φύσι με τον Πατέρα. «Εγώ εν τω Πατρί και ο Πατήρ εν εμοί» και όμως κατήλθα κοντά σας. Ευσπλαγχνίζομαι τον αμπελώνα μου. Αν και κατέβηκα στη γην, ωστόσο παραμένω στην αυλή του Πατρός μου. Αποδώσετέ μου τον καρπόν του αμπελώνος μου. Αλλά όντως, εσείς σαν κακοί γεωργοί θα ολοκληρώσετε το έργο των πατέρων σας. Εκείνοι έγιναν προφητοκτόνοι, σεις θα γίνετε θεοκτόνοι. Διότι στην κακίαν είσθε γενναιόδωροι. Εγώ είμαι ο κληρονόμος, ο λίθος ο ακρωγωνιαίος΄ αν και σεις θα με απορρίψετε, θα συντριβήτε, ενώ εγώ θα συνενώσω τους δύο λαούς, τα διεστώτα, τα επίγεια με τα επουράνια. Με εμένα οι άγγελοι και οι άνθρωποι θα γίνουν μία Εκκλησία, και ενώ είσθε εχθροί με τον Πατέρα μου, θα συμφιλιωθήτε μαζί του. Θα σας ειρηνεύσω και θα κάμω σπονδές ειρήνης το αίμα μου, που θα χυθή για την σωτηρίαν του κόσμου.

Ενώ υπαινίσσετο αυτά με παραβολές, δεν τους έπειθε. Διότι προετίμησαν να κλείσουν τους οφθαλμούς τους, ώστε να μη βλέπουν και τα ώτα τους, ώστε να μην ακούν. Γι’ αυτό δεν ανέτειλε γι’ αυτούς το φως του Ευαγγελίου. Ω παράλογος πώρωσις των ανιέρων ιερέων! Οι ίδιοι κατεδίκαζαν τους εαυτούς των, μη γνωρίζοντας τι λέγουν. Πράγματι οι ίδιοι υπέγραψαν την καταδίκη τους. Διότι όταν ηρωτήθησαν «τί ποιήσει τοις γεωργοίς εκείνοις», χωρίς να το θέλουν απεκρίθησαν αληθώς: «Κακούς, κακώς απολέσει αυτούς». Είναι όντως δίκαιον να πάσχη όποιος έγινε κακός με την ιδική του προαίρεσι. «Τον δε αμπελώνα εκδώσεται άλλοις γεωργοίς, οίτινες αποδώσουσι τον καρπόν εν καιρώ». Ως ιερείς που ήσαν και είχαν το αξίωμα της ιερωσύνης, προφητεύουν και χωρίς να γνωρίζουν τα αληθινά. Πράγματι ο αμπελώνας, ο λαός του Κυρίου, παρεχωρήθη στους γεωργούς εκείνους, οι οποίοι απέδωσαν στον Δεσπότην άφθονον και πλούσιον καρπόν. «Εις γαρ πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών». «Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων τα αγαθά». Αυτοί επήγαιναν ως πρόβατα μεταξύ των λύκων και μετέβαλαν τους λύκους σε πρόβατα΄ τους εθνικούς δηλαδή οι οποίοι στην αρχή τους κατεδίωκαν, τους μετέτρεψαν σε πρόβατα Χριστού και εδημιούργησαν «τω Κυρίω λαόν περιούσιον (εκλεκτόν), ζηλωτήν καλών έργων».

Ελάτε λοιπόν, αδελφοί, όσοι ελάβαμε το όνομα της πίστεως, όσοι έχουμε αξιωθή να ονομαζώμεθα λαός του Χριστού, ας μην αθετήσωμε την κλήσι μας, ας μη καταρυπώσωμε την πίστι με άτοπα έργα. Δεν αρκεί μόνο να ονομαζώμεθα πιστοί, αλλά ας δείξωμε την πίστι μας με έργα. Ένας πατέρας είχε, λέγει, δύο υιούς, και είπε στον ένα «πορεύου, εργάζου εις τον αμπελώνα» και εκείνος υπεσχέθη μεν, αλλά δεν εξεπλήρωσε την υπόσχεσι. Έπειτα λέγει και προς τον άλλον το ίδιο. Εκείνος ηρνήθη μεν με τα λόγια, εξετέλεσε όμως την προσταγή. Και έτσι ο μεν πρώτος κατηγορείτε, ενώ ο δεύτερος επαινείται. Και εμείς λοιπόν ας ενθυμηθούμε ποίον αποτασσόμεθα και με ποίον συντασσόμεθα στο βάπτισμα. Αποταχθήκαμε τον διάβολον και τους αγγέλους αυτού και κάθε τρόπον προσκυνήσεώς του΄ ας τηρήσωμε την αποταγήν αυτήν, ας μη επιστρέψωμεν όπως ο σκύλος στον εμετόν μας. Έργα του διαβόλου είναι: μοιχείες, πορνείες, ακαθαρσίες, φθόνοι, έριδες, φιλονεικίες, υποκρίσεις, υποκρισίες, καταλαλιές, ειρωνείες, θυμοί, μνησικακίες, κατακρίσεις, βλασφημίες, επωδές, επιλαλιές. Τα σημάδια της απιστίας είναι: ασπλαγχνίες, προσκολλήσεις στα κτίσματα, φιληδονίες, φιλαργυρίες, διασκεδάσεις και μέθες. Η πομπή του διαβόλου είναι: υπερηφάνειες, κενοδοξίες, η οίησις, έπαρσις, αλαζονεία, επίδειξις, ο καλλωπισμός του σώματος. Αφού αρνηθούμε κάθε σχέσι με όλα αυτά, σύμφώνα με την υπόσχεσι που εδώσαμε στον Χριστόν, ας ποθήσωμε τις αντίθετες προς αυτά αρετές΄ την αγνείαν, την σωφροσύνην, την πτωχείαν, την υπομονήν, την ειρήνην, την αγάπην, την συμπάθειαν, την ελεημοσύνην, την προσφορά σ’ αυτούς που έχουν ανάγκην, την σεμνήν εμφάνισι, την συστολή και το κόσμιον βάδισμα, τον αληθινόν λόγον, την ταπείνωσι και επάνω απ’ όλα τον ονειδισμόν του Χριστού, ώστε γινόμενοι κοινωνοί των παθημάτων του, να συμμετάσχωμε και στην δόξαν του, προσφερόμενοι στον Θεόν και Πατέρα θυσία ζωντανή και άμωμο, στην Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, όπου είναι η κατοικία των ευφραινομένων.
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ