2012-09-03 18:12:10
Φωτογραφία για Η 3η του Σεπτέμβρη και η κατάληξή της
Του Δαμιανού Βασιλειάδη, ιδρυτικού και ηγετικού στελέχους του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ

                                                                                         

Ι. Οι απαρχές και η εξέλιξη της κακοδαιμονίας στην Ελλάδα

Ο Ανδρέας Παπανδρέου «Υπήρξε άριστος εις πάντα τα μαθήματα. Το μόνον μειονέκτημά του, οφειλόμενον αφ’ ενός εις κληρονομικότητα και αφ’ ετέρου εις τους περί αυτόν παράγοντας της αγωγής, είναι ότι είναι πείσμων δημαγωγός, συνεπεία δε τούτου, αποφασίζει ενίοτε να καταφεύγει ενσυνειδήτως εις σοφίσματα ή και εις κενήν λογοκοπίαν. Πείσμα ωσαύτως, αλλά και εμπάθειαν τινά, δεικνύει και εν τη υποστηρίξει των πολιτικών και πολιτειακών του αντιλήψεων....Εάν η υγεία του τον βοηθήσει, ασφαλώς θα . απασχολήσει το Πανελλήνιον μίαν ημέραν».

                                                                                                       Ιωάννης Σταματάκος


Τάδε προφητικά έφη ο καθηγητής Ιωάννης Σταματάκος περί του Ανδρέα Παπανδρέου.[1]

Επειδή η μεταπολιτευτική πορεία καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από το ΠΑΣΟΚ, έχει σημασία να αναλύσουμε περαιτέρω αυτή την πορεία και να επισημάνουμε σε ποιο βαθμό και σε τι μέγεθος προσδιόρισε τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ελλάδα, για να φθάσουμε σ’ αυτή την παντελή και σε όλα τα επίπεδα κρίση. Γιατί η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, όπως τονίσαμε κατά κόρον, αλλά συγχρόνως κοινωνική, πολιτική και κυρίως πολιτισμική.

Θα παραμείνω λοιπόν στην εξονυχιστική ερμηνεία του φαινομένου.

Κανένας τομέας της δημόσιας ζωής δεν έμεινε αλώβητος. Παιδεία, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, εκκλησία, στρατός κόμματα, συνδικάτα κ.λπ εκφυλίστηκαν τελείως και απαξιώθηκαν από την κοινωνία.

Η διαπλοκή, η διαφθορά, ενώ πριν ήταν «προνόμιο» των ελίτ της οικονομίας και της πολιτικής, τώρα διαπέρασε ως επάρατος νόσος ολόκληρο το κοινωνικό σώμα. Ενώ παλιά υπήρχαν κάποιοι θύλακες αντίστασης σ’ αυτή την παρακμιακή πορεία, όπως δικαιοσύνη, εκκλησία, στρατός, Αριστερά, τελικά τίποτε δεν έμεινε όρθιο, που πάνω του μπορεί να στηριχτεί, ως σανίδα σωτηρίας, ο Έλληνας πολίτης.

Η σημερινή κακοδαιμονία, την οποία συνοπτικά περιγράφουμε στα ανωτέρω, οφείλεται κατά βάση σ’ αυτή την πολιτική που διαμόρφωσε και εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ, μετά την μεταπολίτευση, με πρωτεργάτη φυσικά τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Στο ΠΑΣΟΚ απίθωσε ο ελληνικός λαός τις ελπίδες του για μια άλλη πορεία, που εκφράστηκε με το περίφημο σύνθημα «αλλαγή». Στο ΠΑΣΟΚ εναπόθεσε όλες του τις προσδοκίες για την ακύρωση και ανατροπή όλης της αντιδραστικής μετεμφυλιακής πολιτικής της δεξιάς. Ακούγονται ως τραγική ειρωνεία τα λόγια του Ανδρέα Παπανδρέου, που κολάκευε τον «ώριμο» ελληνικό λαό, για να τον εκμαυλίσει.

Τόση ήταν η πειστικότητα των επιχειρημάτων του, ώστε και έμπειροι αριστεροί διανοούμενοι και πολιτικοί έπεσαν θύματα της παραπλανητικής του συνθηματολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ανάμεσα στα άλλα, αποτελεί ο Νίκος Πουλαντζάς, που ισχυριζόταν ότι το ΠΑΣΟΚ διαθέτει ένα «αυθεντικό αριστερό στρατηγικό πρόγραμμα αντιμονοπωλιακών και αντιιμπεριαλιστικών αλλαγών», καθώς και μια «βαθιά διάρθρωση μέσα στους οικονομικό – κοινωνικούς μαζικούς χώρους».[2]

Πιο επιφυλακτικός ήταν στην κρίση του, ένας ευφυής επαγγελματίας επαναστάτης, ο Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), που και αυτός ωστόσο έπεσε θύμα της συνθηματολογίας του Ανδρέα Παπανδρέου. Έγραψε: «Αυτό το ρεύμα του πιο ριζοσπαστικού αστικού φιλελευθερισμού, το εκπροσώπησε αφενός ο Γ. Παπανδρέου και σε συνέχεια, αλλά και με κάποια σοβαρή υπέρβαση ο Α. Παπανδρέου».[3] Όλα αυτά ηχούν πια τόσο μακάβρια! Αριστεροί επιστήμονες κι’ επαναστάτες έπεσαν θύματα του φτηνού λαϊκισμού του ως μαθητούδια.

Λαφυραγώγησε την Αριστερά για ψήφους, πουλώντας της ανέξοδη γι’ αυτόν αριστεροσύνη. [4] Οι συνέπειες του εμφυλίου πολέμου δεν εξαφανίστηκαν. Βέβαια κατέλυσε, κυρίως στην ύπαιθρο την τρομοκρατία της δεξιάς και αποκατέστησε την εθνική αντίσταση, χωρίς ωστόσο να διαλύσει τα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα, που πήραν άλλη μορφή. Η ελληνική κοινωνία διαιρέθηκε σε Πράσινους και Βένετους, για να θυμηθούμε τη εποχή του Ιουστινιανού. Αυτός είναι και ο λόγος που στη δημόσια διοίκηση μπλοκάρονται τα πάντα και τίποτε δε μπορεί να λειτουργήσει. Επιπρόσθετα η αναξιοκρατία κατακυρίευσε τα πάντα. Τελικά όμως απέκτησε κοινά χαρακτηριστικά στο θέμα της καταλήστευσης του κράτους, που θεωρήθηκε ιδιοκτησία τους.

Το πρώτο και σημαντικό πρόβλημα δημιουργήθηκε από την εφαρμογή κατ’ ουσίαν των ίδιων αξιών και προτύπων του κράτους της δεξιάς, αλλά σε χειρότερη εκδοχή. Αυτή τη φορά βέβαια με προοδευτικό πρόσημο. Εδώ θα μπει η ερμηνεία τι σημαίνει καταναλωτικό πρότυπο. Ποιο ήταν αυτό; Απλούστατα ο Ανδρέας Παπανδρέου – και από κει πρέπει να ξεκινήσει κανείς – δημιούργησε σε αντιστοιχία προς το παλιό κομματικό κράτος της δεξιάς, το κομματικό κράτος τους ΠΑΣΟΚ. Άλωσε το κράτος και το μετέβαλε σε κτήμα του κόμματος, σε προσοδοφόρα φλέβα του κομματικού μηχανισμού του κόμματος της «αλλαγής», στο οποίο ενσωμάτωσε αριστερούς, κεντρώους, δεξιούς, ακόμη και πρώην χουντικούς. Εκατοντάδες χιλιάδες τυχοδιώκτες καιροσκόποι μεταβλήθηκαν εν μια νυκτί σε σοσιαλιστές (σοσιαληστές).[5]

Με βάση την αναξιοκρατία, την αυταρχική δομή, την αλαζονεία και την απαξίωση κάθε ηθικής αρχής, επέπεσε ο κομματικός μηχανισμός πάνω στο δημόσιο και το καταλήστεψε. Ότι δηλαδή αντιστοίχως είχε κάνει και η «επάρατη» δεξιά. Οι σοσιαλιστές με γιώτα μεταλλάχτηκαν σε σοσιαληστές με ήτα. Οι ίδιες μέθοδοι, οι ίδιες τακτικές. Αποκλειστικός στόχος να παραμένει ο Ανδρέας στην εξουσία, που αποτελούσε διακαή πόθο και αυτοσκοπό.

Πολύ αποκαλυπτική είναι η άποψη που εκφράζει ο καθηγητής κοινωνιολογίας  και για ένα διάστημα, σύμβουλος του Ανδρέα Παπανδρέου Τζέιμς Πέτρας, που έζησε τα γεγονότα από μέσα και με την ειλικρίνεια που τον διέκρινε αξιολόγησε το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ και τους πρωτεργάτες του, αυτή τη φορά αναφερόμενος στον Γιώργο Παπανδρέου και τον Κώστα Σημίτη: :  «Ὅσον ἀφορᾶ τόν Γιῶργο Παπανδρέου, ἡ εἰκόνα πού ἀποκόμισα ἦταν ὅτι πρόκειται γιά μιά πολύ ἀδύναμη προσωπικότητα, μέ ἀπόλυτη ἄγνοια σέ ὁλόκληρα ζητήματα ἀναφορικά μέ τόν ἰμπεριαλισμό καί πολύ συνδεδεμένος μέ τόν φιλελευθερισμό. Ὅμως ὁ μεγαλύτερος ἀνταγωνιστής μου ὅσο ἤμουν στήν Ἑλλάδα ἦταν ὁ τότε ὑπουργός Γεωργίας κ. Σημίτης. Σέ συνάντησή μας στό γραφεῖο του διαφωνήσαμε γιά τό ἄν ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἐξαρτημένη χώρα - ὅπως ἐγώ ὑποστήριζα - καί συγκρίσιμη μέ τίς χῶρες τοῦ Τρίτου Κόσμου, καί ἀντέτεινε ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι μιά εὐρωπαϊκή χώρα μέ στρατηγικό συμφέρον τήν ενσωμάτωσή της στην δυτική Εὐρώπη, κτλ. Τοῦ εἶπα ὅτι ἄν μοῦ βρεῖ μία δυναμική μεγάλη ἑλληνική βιομηχανία, ἄν μοῦ δείξει Εὐρωπαίους πού νά θέλουν συνεργασία μέ ἑλληνικές κρατικές ἐπιχειρήσεις καί νά συνδιαμορφώνουν στρατηγική ἀνάπτυξης σέ μιά βάση ἰσότητας, θά συμφωνοῦσα. «Ἀπό τή στιγμή πού τή χὠρα τήν ἐκμεταλλεύονται οἰκονομικά οἱ ξένοι σέ συνεργασία μέ τήν ντόπια ὀλιγαρχία, τό σχῆμα σας δέν ἔχει σχέση μέ τήν πραγματικότητα», τοῦ εἶπα. Μοῦ ἦταν ξεκάθαρο πώς ὁ Σημίτης ἡγεῖτο τῆς δεξιᾶς πτέρυγας τοῦ ΠαΣοΚ, μέ προσανατολισμό στήν νατοϊκή - ἀμερικανικοευρωπαϊκή ἔνταξη, παρά τά μακροπρόθεσμα στρατηγικά προβλήματα μιᾶς τέτοιας ἐπιλογῆς γιά μιά ὑπανάπτυκτη χώρα σάν τήν Ἑλλάδα Τό ΠαΣοΚ ἔκτοτε κινήθηκε στήν κατεύθυνση πού ἔδειξε ὁ Σημίτης, μάλιστα πολύ πέρα ἀπό τήν σοσιαλδημοκρατία, στή φιλελεύθερη ἀτζέντα, ἀκολουθώντας τήν πορεία τῶν ἄλλων σοσιαλδημοκρατικῶν κομμάτων τῆς Ἰσπανίας, τῆς Πορτογαλίας, τῆς Ἰταλίας, τῆς Γαλλίας. Γιά νά φτάσουμε στόν Γιῶργο Παπανδρέου πού ἐνσαρκώνει τά χειρότερα χαρακτηριστικά αὐτῆς τῆς ἱστορίας. Ἕνας ἡγέτης ἄκρως συνδεδεμένος μέ τίς ΗΠΑ, ὅπως ὁ παπποῦς του. Συνεργάστηκαν μέ τούς Ἀμερικανούς, εἶναι ὑπεύθυνοι γιά τήν παράδοση τοῦ Ὀτζαλάν στήν Ἀφρική, πολύ βαθειά μπλεγμένοι στήν ὑπονόμευση τῆς θέσης τῆς Κύπρου καί στόν βομβαρδισμό τῆς Γιουγκοσλαβίας τή στιγμή πού ὁ ἑλληνικός λαός ἦταν σέ ποσοστό 95% ἐναντίον τῆς πολιτικῆς αὐτῆς.

Μποροῦμε λοιπόν συμπερασματικά νά ποῦμε ὅτι ἀπό τόν καιρό πού ἤμουν ἐγώ ἐκεῖ, τό ΠαΣοΚ ἐξελίχτηκε ἀπό μιά λαϊκιστική πολιτική του 80 σέ ἕνα φιλελεύθερο κόμμα καί μεταλλάχθηκε περαιτέρω σέ πελάτη τοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, μέ βαθειές, πολύ ἐκτεταμένες ρίζες στήν διαφθορά. Νομίζω ὅτι πέρα ἀπό τήν δεξιά στροφή τοῦ ΠαΣοΚ εἶναι ἡ βαθειά διαφθορά, εἰδικά τό πρότζεκτ τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων πού δημιούργησε μία οἰκονομική ἔρημο πού θά βαρύνει τήν Ἑλλάδα γιά πολλά χρόνια. Ἦταν μιά βαθειά ἠθική ἐκφύλιση πού ἔφερε πίσω τήν δεξιά Νέα Δημοκρατία. Σκεφθεῖτε τό 1981 ὅταν ἡ Δεξιά ἔχασε τίς ἐκλογές, ἦταν ἀπολύτως χωρίς ἠθικό, πολύ ἀδύναμη καί μειοψηφική. Τό ΠαΣοΚ ἦταν πού τῆς ἐπέτρεψε νά ἀνασυγκροτηθεῖ καί νά ξανακερδίσει ἐφόσον δέν ἄγγιξε τήν βάση τῆς Οἰκονομίας καί τῶν ΜΜΕ. Τό ΠαΣοΚ σήμερα εἶναι νομίζω αὐτό πού ἔλεγε ὁ Γεώργιος Παπανδρέου: ὀ ἀρχηγός καί οἱ πελάτες».[6]

Έτσι κατακλύστηκε το ΠΑΣΟΚ από δεκάδες χιλιάδες επιτήδειους καιροσκόπους από δεξιά και αριστερά, που το μόνο «ιδανικό» που τους διαπότιζε ως συνεκτικός κρίκος ήταν η ιδιοτέλεια ή και η αυταπάτη (ίσως για ένα διάστημα και για μικρή κατηγορία Ελλήνων πολιτών) ότι επρόκειτο πράγματι για ένα κόμμα της αλλαγής. Άλλοι πάλι, γνήσιοι αγωνιστές της Αριστεράς, προκειμένου να φύγει η επάρατος δεξιά, δεν υπολόγιζαν τις παγίδες, που επεφύλαγε  το μέλλον. Άλλοι πάλι, λίγοι αυτοί, όταν διαπίστωσαν την απάτη, αποχώρησαν από μόνοι τους. Βέβαια υπήρχαν στις γραμμές του και υπάρχουν ακόμη αφελείς,[7] που θέλουν να πιστεύουν σ’ αυτό, για συναισθηματικούς και άλλους λόγους ή που αρνούνται να αποδεχτούν ότι το ΠΑΣΟΚ έχει μεταλλαχθεί σ’ ένα αντιλαϊκό, νεοφιλελεύθερο κόμμα ή, το χειρότερο απ’ όλα, πιστεύουν ακόμη ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Οι τελευταίοι ή είναι υποκριτές τυχοδιώκτες ή ασυγχώρητα ηλίθιοι.

Ολόκληρος πακτωλός χρημάτων από τη φορολογία και τα κοινοτικά προγράμματα, διοχετεύθηκαν στην εξυπηρέτηση ημετέρων και τη διασπάθιση σε καταναλωτικά αγαθά, δημιουργώντας έναν επίπλαστο παράδεισο. Το γνωστό και συνάμα γελοίο και υποκριτικό των τρωκτικών: «Επί Ανδρέα Παπανδρέου φάγαμε ψωμί!».[8] Και δεν έφθανε μόνο αυτό, αλλά το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, κατασπατάλησε και τα χρήματα που προσπορίστηκε από τον επαχθή εξωτερικό δανεισμό για να φτιάξει αυτή την  κοινωνία της πλαστής αφθονίας με δανεικά και να εξαπατά με τον τρόπο αυτό τον Έλληνα ψηφοφόρο, τον οποίο εξαγόραζε, για να τον ψηφίζει, υποθηκεύοντας το μέλλον των παιδιών του και των επερχόμενων γενεών. Εξάντλησε όλη τη δυναμική του Κινήματος, χωρίς κανένα αναπτυξιακό σχέδιο, καμία παραγωγική προοπτική και καμία στρατηγική, ενώ είχε τα πάντα στη διάθεσή του και τίποτε δεν μπορούσε να του αντισταθεί.

Οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία σχεδόν ανύπαρκτες. Η αποβιομηχάνιση πλήρης, εφόσον ο πακτωλός των χρημάτων διατέθηκε ή μάλλον σκορπίστηκε και εξανεμίστηκε για την κατανάλωση και άγρα ψήφων.

Σε ερώτηση του Τζέιμς Πέτρας στον Ανδρέα Παπανδρέου, ότι εκλέχτηκε για να αλλάξει το σύστημα, ακριβώς λόγω αυτής της κρίσης και πως όταν αποκατασταθεί ο καπιταλισμός η πολιτική και οικονομική αντιπολίτευση θα είναι πιο σθεναρή, ανταπάντησε ότι «η οικονομία είναι πολύ αδύναμη για να στηρίξει ένα σοσιαλιστικό καθεστώς» και πρόσθεσε πως «η εργατική τάξη ενδιαφέρεται μόνο για την κατανάλωση και όχι για επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό της οικονομίας».[9]

Και όχι μόνο αυτό, αλλά ανέλαβε το κράτος του ΠΑΣΟΚ τις υπερχρεωμένες επιχειρήσεις, δήθεν για να τις εξυγιάνει και τις μεταπούλησε μετά φτηνά στους ιδιώτες επιχειρηματίες, αν δεν είχαν χρεοκοπήσει τελικά και δεν υπήρχε δυνατότητα σωτηρίας. Και πέρα απ’ όλα αυτά, που ήταν και το χειρότερο, δημιούργησε μια παρασιτική καταναλωτική νοοτροπία, βασισμένη πια στη διαπλοκή, τη διαφθορά και την πλήρη αναξιοκρατία. Και όλα αυτά στο όνομα του λαού και της «προοδευτικής παράταξης», με πρόσημο το σοσιαλισμό! Τελείως κυνικά ηχεί ο απατηλός του λόγος, με τον οποίο παραμύθιαζε τον ελληνικό λαό, αποκαλώντας τον ώριμο, για να κολακεύει την εγωπάθειά του.

Το θέμα της ψυχολογίας, που περιφρονούσε η Αριστερά στο σύνολό της έως πρόσφατα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Τους διαμορφώνει πολλές φορές τη συνείδηση και επιπλέον δημιουργεί το απαραίτητο ψυχολογικό περιβάλλον για τα κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα.

Μια πρόσφατη συνέντευξη της κυρίας Σακοράφα στην Αυγή αναφέρεται σ’ αυτό το ψυχολογικό σύμπλεγμα που χρήζει πραγματικά μιας περεταίρω ερμηνείας, με αφορμή το μνημόνιο και την στάση του Γιώργου Παπανδρέου.

Γράφει η κ. Σακοράφα: «Θα μου επιτρέψεις μια ερμηνεία που η βάση της είναι ψυχολογική, αλλά η ανάπτυξή της πολιτικής.

Είχαμε ποτέ φανταστεί ότι ένας πρωθυπουργός θα έφτανε σε τέτοιο σημείο;

Φανταστείτε έναν κύριο Καραμανλή ή έναν κύριο τάδε από το ΠΑΣΟΚ να βάζει την Ελλάδα σ' αυτή τη μέγγενη. Την ίδια στιγμή θα γινόταν επέλαση, θα στήνονταν οδοφράγματα και ζήτημα είναι εάν το ελικόπτερο θα προλάβαινε.

Είναι τυχαίο που ένα επίθετο, τίποτε άλλο, μόνο ένα επίθετο, το επίθετο Παπανδρέου, «κρατάει μια ολόκληρη παράταξη δέσμια των επιλογών του;

Εδώ ακριβώς απαντά η ψυχολογία. Είναι κατά την άποψή μου το συλλογικό ασυνείδητο μιας ολόκληρης παράταξης, που ξεπερνά τα στενά όρια του ΠΑΣΟΚ, που ακριβώς μετά μια σειρά γεγονότων (έπειτα από ήττα στον Εμφύλιο, ξερονήσια, καραμανλισμός και ανάκτορα, δικτατορία και πάλι εξορίες, ξανά καραμανλισμός), για πρώτη φορά νομιμοποιήθηκε ως συλλογική πολιτική οντότητα στην Ελλάδα με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Απέκτησε πολιτική υπόσταση, όταν επί μισό αιώνα υπόσταση είχαν μόνο οι δοσίλογοι, οι χαφιέδες και οι υπάλληλοι των Αγγλοαμερικανών.

Είναι αυτή η σχέση του κόσμου με τον Ανδρέα Παπανδρέου, η ωστική δύναμη της οποίας διέσωζε  τον απόγονό του. Είναι όμως και η ίδια ωστική δύναμη που τον αποκαθήλωσε».[10]

Πραγματικά η κ. Σακοράφα προσπαθεί να εξηγήσει, γιατί δεν κατακρημνίζεται από το βάθρο του το είδωλο του Ανδρέα Παπανδρέου, μια ερμηνεία που ανέλυσα διεξοδικά στα δύο προηγούμενα κεφάλαια. Και μιλάμε για είδωλο, γιατί η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική, απ’ αυτήν που θέλουν να υποβάλουν στο υποσυνείδητό μας οι διαπλεκόμενοι και τα μέσα μαζικής παραπληροφόρησης του Έλληνα, ταϊζοντάς τον κουτόχορτο.

Τέλος την τελική κρίση και ετυμηγορία για τον Ανδρέα εξέφρασε ένας στενός του συνεργάτης και παλαίμαχος βουλευτής της Ένωσης Κέντρου και του ΠΑΣΟΚ, ο Γιαννης Αλευράς, ο οποίος σε στιλ εξομολόγησης διατύπωσε την αποκαλυπτική φράση: «Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι απαράδεκτος, είναι επικίνδυνος, είναι ο ολετήρας του έθνους, είναι....είναι....».[11]

ΙΙ. Τα αποτελέσματα της πολιτικής των διαδόχων του Ανδρέα Παπανδρέου

Το παράδειγμα της αλλαγής από την ανάποδη ακολούθησε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη, από την οποία βέβαια δεν είχαμε αξιώσεις να συμπεριφερθεί διαφορετικά.[12]

Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, προχώρησε σε ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα: Τα έδωσε όλα στους διαπλεκόμενους και στα εξωθεσμικά κέντρα εντός και εκτός Ελλάδας, απλώς για να τον στηρίξουν στην εκλογή του ως πρωθυπουργό, αξίωμα που ονειρευόταν ακόμη από την εποχή του Ομίλου Παπαναστασίου το 1962.[13]

Γεγονός είναι ότι τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη και όλους  τους χθεσινούς πρωτοκλασάτους ανέδειξε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Πολλοί από άγνοια, αλλά και από σκοπιμότητα το αποκρύβουν, γιατί άλλοι από συμφέρον και άλλοι γιατί τον πίστεψαν, ευνοήθηκαν ποικιλοτρόπως. Έτσι εξαιρούν εκείνον από την κριτική τους και αναφέρονται μόνο στους διαδόχους του, στους οποίους ασκούν κριτική, ενώ ο πρώτος διδάξας, όπως απέδειξα, ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Όλοι αυτοί θα πρέπει να γνωρίζουν – και οι περισσότεροι το γνωρίζουν - ότι αυτή τη γενιά και την ηγετική ομάδα των επίδοξων σοσιαλκαιροσκόπων ανέδειξε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τα υπόλοιπα ανέλαβαν στη συνέχεια οι διαπλεκόμενοι. (οι γνωστοί πια και μη εξαιρετέοι νταβαντζήδες εντός και εκτός Ελλάδας).

Εκτός απ’ όλα τα άλλα που έπραξαν οι προηγούμενοι, ο Κ. Σημίτης έβαλε εμπρός συστηματικά (είχε αρχίσει νωρίτερα) την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας (τα ασημικά του δημοσίου, όπως λέγεται και τα οποία η σημερινή κυβέρνηση Παπαδήμου στις 13.2.2012 ψήφισε στη Βουλή με το νέο μνημόνιο και τη δανειακή σύμφαση, που μέσω του αγγλικού δικαίου υποθηκεύει την δημόσια και ιδιωτική περιουσία στους ξένους, αλλά  και στου ντόπιους εκμεταλλευτές, που συμπράττουν με τους ξένους, στη ληστεία του αιώνα, όπως θα την ονόμαζα.

Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι ότι επί εποχής της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη (αμέτοχος δεν ήταν από την εποχή εκείνη και ο Γιώργος Παπανδρέου καθόλου, ως άμεσος συνεργάτης του σε κρίσιμα υπουργεία τότε), διορίστηκαν κατά χιλιάδες στις κρατικές υπηρεσίες, στα πανεπιστήμια και στις καίριες θέσεις των ιδρυμάτων της πολιτείας, κυρίως δηλαδή στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, οι λεγόμενοι «εκσυγχρονιστές». Όλοι αυτοί οι αναθεωρητές της ελληνικής ιστορίας, από την Αριστερά και τη δεξιά και απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, που κύριο μέλημα και κύριος στόχος τους ήταν και είναι (γι’ αυτό εξάλλου πληρώνονται οι περισσότεροι με παχυλές αμοιβές από τα χρήματα του φορολογούμενου Έλληνα (ανίδεου) πολίτη, την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΜΚΟ), να αποδομήσουν το έθνος –κράτος, προς χάριν της παγκοσμιοποίησης και της Νέας Τάξης. Εξ ου και το συγκεκριμένο αποτέλεσμα του ξεπουλήματος της Ελλάδας στους δανειστές μας.

Είναι όλοι αυτοί που αποτελούν τη «σ υ μ μ α χ ί α   τ ω ν   π ρ ο θ ύ μ ω ν», αυτών δηλαδή που ένα αόρατο υπερατλαντικό χέρι, βοηθά να ανελίσσονται ακαδημαϊκά και σε θέσεις κλειδιά των ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος. Είναι κοινό μυστικό ότι μέλη της συμμαχίας των πρόθυμων, έχει εγκαταστήσει το χέρι του Σόρος σε όλα τα Α.Ε.Ι. με τη βοήθεια των «ιδρυμάτων» του. Το δέλεαρ είναι η ανέλιξη σε καθηγητικές βαθμίδες και τα συνέδρια. Γι’ αυτό μιλάμε για  δ ι α ν ό η σ η  τ η ς  π α -ρ α κ μ ή ς.

Και φτάνουμε στο τελικό στάδιο της «σοσιαλιστικής» πολιτικής, μετά το διάλειμμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που συνέχισε πιστά την πορεία αυτή σε όλα τα μέτωπα, να έχουμε πια οφθαλμοφανή τα σημάδια της εθνομηδενιστικής πολιτικής του Γιώργου Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ με συνειδητά και μεθοδευμένα στρατηγικό σχέδιο για τη διάλυση του έθνους – κράτους και τη δημιουργία μιας πολυπολιτισμικής και συνάμα πολυεθνικής κοινωνίας, τύπου ΗΠΑ. (και μάλλον χειρότερα, γιατί εκεί τουλάχιστον σέβονται ή αναγκάζονται να σεβαστούν τη σημαία τους). Στόχος που επιδιώκει η νεοφιλελεύθερη και ανάλγητη παγκοσμιοποίηση.

Το περίεργο είναι ότι, ενώ στο παρελθόν την πολιτική αυτή υπηρετούσε η εκσυγχρονιστική και ανανεωτική Αριστερά, στην πρωτοπορία μπήκε ακάθεκτο το ΠΑΣΟΚ και οι ανανεωτικοί ακολουθούν ασθμαίνοντες! [14]

Ως τώρα νόμιζε η Αριστερά ότι το έθνος - κράτος υπερασπίζονται οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία κυρίως, δηλαδή οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης της πατρίδας μας. Δεν συνειδητοποίησαν ότι η εθνικοφροσύνη τους και τα κροκοδείλια δάκρυα για την πατρίδα και το έθνος ήταν απλά  εθνοκάπηλα προσχήματα για να απατούν τους Έλληνες πατριώτες, ενώ στην ουσία το μόνο που τους ενδιέφερε είναι το ξεπούλημά της Ελλάδας  με ένα περιτύλιγμα εθνικό.

Δεν συνειδητοποίησε η Αριστερά ότι η ελληνική παρασιτική και ξενόδουλη με το αζημίωτο αστική τάξη της πατρίδας μας είναι εκείνη που πρωτοστατεί στην κατάργηση του έθνους - κράτους και των αξιών που αυτό αντιπροσωπεύει. Δεν συνειδητοποίησαν ή δεν ήταν ικανοί λόγω ιδεοληψίας να καταλάβουν (αυτή είναι η καλύτερη εκδοχή της δικής τους ευθύνης) ότι ταυτίζονται μαζί τους στην καταστροφή του έθνους - κράτους και τον αφανισμό του, που όμως αποτελεί την μόνη ανασχετική δύναμη και το μόνο ανάχωμα στην παγκοσμιοποιημένη, νεοφιλελεύθερη πολιτική, στην πολιτική με ένα λόγο της οικονομίας της αγοράς.

Αλλά τι θέλει τέλος πάντων αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης, της οποίας διαπρύσιοι κήρυκες είναι οι «εκσυγχρονιστές» και αναθεωρητές όλων των πολιτικών αποχρώσεων και χρωμάτων;

Είναι ειλικρινά ένα δύσκολο πρόβλημα, που ό ανύποπτος και ταλαιπωρημένος από την καθημερινότητα Έλληνας πολίτης είναι δύσκολο να το ξεδιαλύνει και το κατανοήσει. Και αν το κατανοήσει, είναι δύσκολο να αντιδράσει, γιατί οι άλλοι έχουν όλα τα μέσα στη διάθεσή τους, για να του κάνουν πλύση εγκεφάλου και του αποσπάσουν την συναίνεση, ενώ αυτός μπορεί και να αφανιστεί. (ηθικά, οικονομικά κ.λπ).

Το σύστημα δεν ανέχεται τη διαφορετικότητα, όπως τονίσαμε επανειλημμένα, για να μας γίνει συνείδηση. Δε μπορεί να είναι άτιμο και να αναγνωρίζει έντιμους. Θα προσπαθήσει να τους «νουθετήσει», για να προσαρμοστούν ή θα τους περιθωριοποιήσει, αν τελικά δεν τους συντρίψει (οικονομικά, ψυχολογικά, πολιτικά κ.λπ).

Η προπαγάνδα, που εδράζεται στην κρατική στήριξη, τους διαπλεκόμενους (ΜΜΕ) και τις μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), που χρηματοδοτούνται πλουσιοπάροχα για το εθνομηδενιστικό τους έργο, (βλ. Σόρος) δεν αφήνουν περιθώρια να ακουστεί στην ελληνική κοινωνία η άλλη άποψη, που είναι σχεδόν απαγορευμένη στο δημόσιο βίο. Πέραν τούτου ασκείται και η σχετική ιδεολογική τρομοκρατία: Όποιος δεν είναι μαζί μας, είναι η άποψη, ρίπτεται στο πυρ το εξώτερον, ως ακροδεξιός, εθνικιστής, ρατσιστής και πάει λέγοντας. Συμβιβασμένοι που είναι, δεν ανέχονται να υπάρχουν επαναστάτες. Δεν είναι τυχαίο, που ο Μάνος Χατζηδάκις που είχε το θάρρος της γνώμης του και την έλεγε ευθαρσώς χωρίς να φοβάται, αν τον χαρακτηρίσουν δεξιό κ.λπ, είπε κάποτε (πιθανόν από την προσωπική του εμπειρία) ότι «επαναστάτης είναι, όποιος δε συμβιβάζεται!».[15]

Το χειρότερο είναι ότι δημιουργείται πλήρης σύγχυση, γιατί αυτές οι απόψεις εκφράζονται και διακηρύσσονται επιπλέον από την « αυτοπροσδιοριζόμενη προοδευτική και αριστερή διανόηση» και τις υποτιθέμενες εκ προοιμίου «προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις» (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ) του τόπου! [16]

[1] Απόσπασμα από έναν ελεύθερο χαρακτηρισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, {ετών 16, μηνών 8, ημερών 16}, που συντάχθηκε από τον καθηγητή της Στ.  τάξεως του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Ιωάννη Σταματάκο, κατά το σχολικό έτος 1936 -7.  Η μετέπειτα εξέλιξη του ανδρός επιβεβαίωσε πλήρως τους χαρακτηρισμούς του καθηγητή, που ήταν φυσικά για την τότε εποχή πολύ προσεκτικός και επιφυλακτικός στις εκτιμήσεις του. Το απόσπασμα προέρχεται από το αρχείο του Θέμη Τσιγκερίδη.

[2] Βλ. το άρθρο του στην εφημ. «Τα Νέα», με τίτλο: «Μπορεί να γίνει η ενότητα των δυνάμεων της αλλαγής», 12/4/1978.

[3] Βλ. Ανδρέας Γ. Παπανδρέου, 31 χρόνια πολιτικής δημιουργίας, πρόλογος Μιχάλη Ράπτη, εισαγωγή και επιμέλεια Χρήστος Χαλαζιάς, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 1996, σ. 9.

[4] Θα προσθέσω ορισμένα ακόμη μερικά στον κατάλογο της πολιτικής του Ανδρέα Παπανδρέου στον τομέα αυτόν: «…Το ΠΑΣΟΚ έσπασε τον ‘τσαμπουκά’ του χωροφύλακα στην επαρχία και έβαλε στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι έναν ολόκληρο κόσμο, που ανέκαθεν ήταν στο περιθώριο. Τέλος ανέτρεψε το μονοκομματικό κράτος της δεξιάς, καταργώντας συγχρόνως το καθεστώς των πολιτικών και κοινωνικών διακρίσεων (κοινωνικά φρονήματα κ.λπ). Σ’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Από την άλλη όμως πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι μέθοδες του συστήματος άλλαξαν. Όσα δεν απέδιδαν πια (κοινωνικά φρονήματα, αποκλεισμοί κ.λπ) εγκαταλείφθηκαν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλες πιο αποδοτικές και λειτουργικές μεθόδους για το αστικό σύστημα». Βλ. Δαμιανός Βασιλειάδης, Ο μύθος του Ανδρέα, ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου, του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη,εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», Αθήνα 2007, σ. 389.

[5] Πολλοί χουντικοί μεταλλάχτηκαν σε σοσιαλιστές (σοσιαληστές), όπως ο πρόξενος του Μονάχου Οικονόμου, ο οποίος επί χούντας συνετέλεσε στην αφαίρεση της ιθαγένειάς μου και ο οποίος επί ΠΑΣΟΚ προβιβάστηκε σε Πρέσβη. Δεν είναι φυσικά το μόνο παράδειγμα, αλλά το πιο χειροπιαστό.

[6] Βλ. Συνέντευξη του Τζέιμς Πέτρας στην εφημ. «Αντιφωνητής», 5 Απριλίου 2010.

[7] Μια τέτοια περίπτωση π.χ. είναι και του φίλου και συντρόφου μου Μιχάλη Χαραλαμπίδη, ο οποίος στις κριτικές μου απέναντι του για τον Ανδρέα Παπανδρέου, ισχυριζόταν ότι όλοι οι άλλοι φταίνε εκτός βέβαια από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου. Όταν πια αντιλήφθηκε ότι ο κύριος υπεύθυνος ήταν ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, για τις αρνητικές εξελίξεις σ’ όλα τα μέτωπα, ήταν πλέον αργά. Για περισσότερα μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ανατρέξει στα βιβλία μου: «Δημοκρατικός Σοσιαλισμός ή το όραμα του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η εφαρμογή του στην πράξη» και το: «Ο μύθος του Ανδρέα ή οι θεωρητικές βάσεις της Ένωσης Κέντρου του ΠΑΚ και του ΠΑΣΟΚ και η πρακτική τους κατάληξη», εκδ. «Εναλλακτικές εκδόσεις», καθώς και σε άρθρα και αναλύσεις μου για το ΠΑΣΟΚ που περιλαμβάνονται στο ιστολόγιό μου: www.damonpontos.gr

[8]Το γεγονός ότι τώρα δεν έχουμε ούτε ψωμί και αυτό οφείλεται σε μέγιστο βαθμό στην πολιτική Ανδρέα Παπανδρέου και στη συνέχεια όλων των άλλων κυβερνήσεων, με τελευταίο εκτελεστή τον γιό του Γιώργο Παπανδρέου, δεν το συνειδητοποιούν οι γραμματείς και φαρισαίοι υποκριτές. Τις βάσεις, (η αλήθεια είναι καμιά φορά αδυσώπητη) έθεσε ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για να ακολουθήσει στη συνέχεια ο Κώστας Σημίτης και όλος ο φαύλος κύκλος, που ταλανίζει σήμερα – και δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσο χρονικό διάστημα – την ελληνική κοινωνία.

[9] Βλ. Τζέϊμς Πέτρας, ό.π.

[10] Απόσπασμα από συνέντευξη της Σοφίας Σακοράφας στην εφημ. «Αυγή», 19/12/2010.

[11]  Βλέπε, Γιάννης Καψής, Ζεϊμπέκικο και κόκα κόλα, Για να ανατείλει ο ήλιος πρέπει να δύσε»ι και υπότιτλο, «Όταν η διαπλοκή έγινε ιδεολογία», εκδ. «Λιβάνης», Αθήνα 2005, σ. 331 – 332. «Ολετήρας» για όσους δεν κατανοούν το νόημα της λέξης σημαίνει «καταστροφέας, αφανιστής, εξ ου και η λέξη «όλεθρος».

[12] Αυτός ήταν ο λόγος που εγκατέλειψε τους συντρόφους του της Δημοκρατικής Άμυνας και προσκολλήθηκε επί χούντας στον Ανδρέα Παπανδρέου το 1969. Και όχι μόνο αυτό, αλλά όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου διέγραψε τους συντρόφους του της Δημοκρατικής Άμυνας, ανάμεσα στους οποίους και τον Σάκη Καράγιωργα, δεν τόλμησε να πάρει θέση, αλλά βρήκε δικαιολογία στα αδικαιολόγητα, φεύγοντας στη Γερμανία, έως ότου ξεχαστεί το γεγονός. Τελικά ήμουν ο μόνος στο ΠΑΣΟΚ που αντιστάθηκε σε όλες τις διαγραφές και το θεωρώ μεγάλη μου τιμή.

[13] Σε μια μελέτη μου προσπαθώ να αναλύσω το φαινόμενο θεωρητικά, εμβαθύνοντας στις αιτίες του, πέρα από τα φαινόμενα. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να ανατρέξουν στο ιστολόγιό μου, όπου ερευνώ την ουσία του προβλήματος, με τίτλο: «Διεθνισμός και παγκοσμιοποίηση». Βλ. και σχετικό άρθρο του Λαοκράτη Βάσση στο κυριακάτικο Παρόν (31.1.2010) με τίτλο «Το νέο παγιδευτικό δίπολο: εθνικισμός – αποεθνοποίηση».

[14] Συμβιβασμένοι που είναι, δεν ανέχονται να υπάρχουν επαναστάτες. Δεν είναι τυχαίο, που ο Μάνος Χατζηδάκις που είχε το θάρρος της γνώμης του, χωρίς να φοβάται, αν το χαρακτηρίσουν δεξιό κ.λπ, είπε κάποτε (πιθανόν οδηγούμενος από την προσωπική του εμπειρία) ότι «επαναστάτης είναι, όποιος δε συμβιβάζεται!».

[15] Ένας τέτοιος επαναστάτης είναι και ο Μίκης Θεοδωράκης. Μπορεί κατά τα άλλα να του καταλογίσει κανείς το άλφα και το βήτα, άμα θέλει. Όμως ο Μίκης Θεοδωράκης έχει κατοχυρώσει την υστεροφημία του και τίποτε δεν μπορεί να την κλονίσει πια!

[16] Ακόμη και αυτός ο Μίκης Θεοδωράκης δεν εξαιρέθηκε από το ιδεολογικό πογκρόμ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μίκης, στη γνωστή του απάντηση στην κ. Θάλεια Δραγώνα, διαβλέπει και προβλέπει, ότι η πατρίδας μας αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το μεγαλύτερο κίνδυνο στη μακραίωνα ιστορία της, δηλαδή τον αφανισμό της.
Kafeneio
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ