2013-01-07 06:29:03
Η Εταιρεία Tribune, ιδιοκτήτης της Chicago Tribune, των Los Angeles Times και άλλων εντύπων, αναδύθηκε από το κεφάλαιο 11 του... αμερικάνικου κώδικα πτώχευσης μετά από τέσσερα χρόνια αυτή την εβδομάδα. Η πρώτη κίνηση της θα είναι κατά πάσα πιθανότητα να πουλήσει τις εφημερίδες και να επικεντρωθεί στην καλωδιακή τηλεόραση.
Ο Lee Abrams, πρώην «επικεφαλής καινοτομίας» της εταιρίας κάποτε δήλωνε ότι οι εφημερίδες ήταν σε τέτοια προβλήματα που η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να επιλέξει τη διάσωσή τους, μαζί με τις τράπεζες και τους κατασκευαστές αυτοκινήτων.
Για χρόνια, οι ψηφιακές ειδήσεις ακολουθούσαν το δόγμα του γκουρού της τεχνολογίας Stewart Brand, ότι «η πληροφορία θέλει να είναι δωρεάν, επειδή το κόστος δημιουργίας της χαμηλώνει συνέχεια». Τώρα, ένα λιγότερο γνωστό αξίωμα του αρχίζει να επικρατεί- ότι «οι πληροφορίες θέλουν να είναι ακριβές επειδή είναι τόσο πολύτιμες. Η σωστή πληροφορία στο σωστό μέρος αλλάζει τη ζωή σας.»
Όπως ανεβαίνουν τα paywalls (είσοδος στην ιστοσελίδα έπειτα από πληρωμή), και οι αποδόσεις από τη διαφήμιση συνεχίζουν να πέφτουν, οι εκδότες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στις συνδρομές (ακόμη και Andrew Sullivan, ο blogger, θα χρεώνει τους αναγνώστες του). Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για παραβίαση της ηθικής υποχρέωσης των εκδοτών να κάνουν τις ειδήσεις ελεύθερα προσβάσιμες, επειδή είναι ένα δημόσιο αγαθό.
Ο Patrick Pexton, της Washington Post, έγραψε σε ένα άρθρο σχετικά με πιθανή στροφή προς το συνδρομητικό μοντέλο: «Ανησυχώ ότι σε αυτή τη διαδικασία, η υψηλής ποιότητας δημοσιογραφία θα γίνει προσιτή μόνο για τους εύπορους.»
Επιπλέον, τίποτα δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε πολύ περισσότερες πληροφορίες από ό τι πριν στο διαδίκτυο. Οι ειδήσεις δεν μπορεί να είναι κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας – με το που αποκαλύπτεται η πληροφορία, εξαπλώνεται ραγδαία σε Twitter και Facebook, και επαναλαμβάνεται από αντιπάλους και μη.
Περιορισμένη πρόσβαση, η οποία είναι το πρότυπο, επιτρέπει σε μη-συνδρομητές να διαβάζουν μερικά άρθρα το μήνα, χωρίς να πληρώνουν. Καθένας με κινητό μπορεί να λάβει ένα συνονθύλευμα ειδήσεων από οργανισμούς που δεν υπήρχαν ή που έθεταν λιγότερο από το περιεχόμενό τους διαθέσιμο.
Ωστόσο, η τάση είναι σαφής. Οι περισσότερες από τις κορυφαίες αμερικανικές εφημερίδες έχουν θεσπίσει περιορισμένη πρόσβαση, ή το σχεδιάζουν. Το οικονομικό μοντέλο για τις έντυπες εφημερίδες - ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων προέρχεται από διαφημίσεις, με τις συνδρομές και τις απευθείας πωλήσεις στο περίπτερο να αποτελούν το υπόλοιπο - δεν λειτουργεί στο διαδίκτυο.
Η διψήφια αύξηση των διαφημιστικών εσόδων στο διαδίκτυο στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχει επιβραδυνθεί σε χαμηλά μονοψήφια, καθώς η αύξηση της κίνησης ως επί το πλείστον αντισταθμίζεται από την πτώση των αποδόσεων διαφήμισης. Εκ των υστέρων, είναι καταφανές ότι όταν ο χώρος για διαφήμιση επεκτείνεται - όπως έγινε και με την τεράστια αλλαγή από το έντυπο στη ψηφιακή εποχή - οι τιμές πέφτουν.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό δεν το αντιλαμβάνονταν οι εκδότες, οι οποίοι μάταια ήλπιζαν ότι στον online κόσμο θα μπορούσαν να βασίζονται περισσότερο στη διαφήμιση, και όχι λιγότερο. Εφημερίδες όπως η FT και οι New York Times έχουν αντιστρέψει τους όρους - τα έσοδα κυκλοφορίας των NYT υπερβαίνουν πλέον εκείνων που προέρχονται από τη διαφήμιση.
Έτσι, οι ειδήσεις πληρώνονται όλο και περισσότερο από εύπορους ιδιώτες - το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών των συνδρομητών των NYT είναι περίπου 100.000 δολάρια - ή παράγεται ως μέρος εταιρικής υπηρεσίας, όπως το Bloomberg News και η Thomson Reuters. Λίγοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα 1.700 δολάρια το μήνα για ένα τερματικό Bloomberg.
Φυσικά, οι online εφημερίδες δεν είναι οι μόνες πηγές ειδήσεων. Όλα τα είδη των ιστοτόπων έχουν προκύψει, από το Politico ως το Buzzfeed, το site κοινωνικών ειδήσεων, το οποία έχει τώρα το δικό του προσωπικό πολιτικού ρεπορτάζ. Αλλά οι πιο υψηλού κόστους ειδήσεις εξακολουθούν να προέρχονται από τους συνήθεις υπόπτους.
Οι πληροφορίες γίνονται όλο και πιο ακριβές, επειδή δεν μπορούν να επιδοτηθούν από τη διαφήμιση, όπως πριν. Υπάρχει εδώ μια παράλληλη πορεία με την χρηματιστηριακή έρευνα, παλιά επιδοτούμενη από αρμόδιους φορείς και και ευρέως διαθέσιμη. Είναι πλέον σπάνια, και περισσότερο διεξάγεται κατ 'ιδίαν για τα hedge funds.
Θα πρέπει να ανησυχούμε; Ο κίνδυνος είναι ότι η είδηση θα γράφεται προς το συμφέρον των επιχειρήσεων και των πλουσίων. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν σημάδια για κάτι τέτοιο. Οι οργανισμοί που θα επωφελούνταν από την αλλαγή - Bloomberg, Reuters, η FT, η Wall Street Journal, The Economist - έχουν υψηλά πρότυπα.
Πράγματι, η στροφή προς τις συνδρομές θα μπορούσε να αυξήσει τα πρότυπα σύνταξης, παρά να τα μειώσει. Δωρεάν ιστοσελίδες που πρέπει να ενισχύσουν την επισκεψιμότητα τους για να κερδίσουν διαφήμισεις έχουν κίνητρο να παρουσιάζουν κουτσομπολιά και ειδήσεις για διασημότητες. Αυτοί που βασίζονται περισσότερο στις συνδρομές έχουν το αντίθετο κίνητρο.
Αλλά η εποχής της διαφήμισης ως οικονομική βάση για εφημερίδες και τηλεόραση ήταν τουλάχιστον δημοκρατική. Με σχετικά χαμηλό κόστος, ο καθένας θα μπορούσε να είναι καλά ενημερωμένος. Στο μέλλον, ο αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας των πληροφοριών θα έχει γρήγορη αλλά και αργή λωρίδα.
sofokleous10.gr
Ο Lee Abrams, πρώην «επικεφαλής καινοτομίας» της εταιρίας κάποτε δήλωνε ότι οι εφημερίδες ήταν σε τέτοια προβλήματα που η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα μπορούσε να επιλέξει τη διάσωσή τους, μαζί με τις τράπεζες και τους κατασκευαστές αυτοκινήτων.
Για χρόνια, οι ψηφιακές ειδήσεις ακολουθούσαν το δόγμα του γκουρού της τεχνολογίας Stewart Brand, ότι «η πληροφορία θέλει να είναι δωρεάν, επειδή το κόστος δημιουργίας της χαμηλώνει συνέχεια». Τώρα, ένα λιγότερο γνωστό αξίωμα του αρχίζει να επικρατεί- ότι «οι πληροφορίες θέλουν να είναι ακριβές επειδή είναι τόσο πολύτιμες. Η σωστή πληροφορία στο σωστό μέρος αλλάζει τη ζωή σας.»
Όπως ανεβαίνουν τα paywalls (είσοδος στην ιστοσελίδα έπειτα από πληρωμή), και οι αποδόσεις από τη διαφήμιση συνεχίζουν να πέφτουν, οι εκδότες έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους στις συνδρομές (ακόμη και Andrew Sullivan, ο blogger, θα χρεώνει τους αναγνώστες του). Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για παραβίαση της ηθικής υποχρέωσης των εκδοτών να κάνουν τις ειδήσεις ελεύθερα προσβάσιμες, επειδή είναι ένα δημόσιο αγαθό.
Ο Patrick Pexton, της Washington Post, έγραψε σε ένα άρθρο σχετικά με πιθανή στροφή προς το συνδρομητικό μοντέλο: «Ανησυχώ ότι σε αυτή τη διαδικασία, η υψηλής ποιότητας δημοσιογραφία θα γίνει προσιτή μόνο για τους εύπορους.»
Επιπλέον, τίποτα δεν θα αλλάξει το γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πρόσβαση σε πολύ περισσότερες πληροφορίες από ό τι πριν στο διαδίκτυο. Οι ειδήσεις δεν μπορεί να είναι κατοχυρωμένες με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας – με το που αποκαλύπτεται η πληροφορία, εξαπλώνεται ραγδαία σε Twitter και Facebook, και επαναλαμβάνεται από αντιπάλους και μη.
Περιορισμένη πρόσβαση, η οποία είναι το πρότυπο, επιτρέπει σε μη-συνδρομητές να διαβάζουν μερικά άρθρα το μήνα, χωρίς να πληρώνουν. Καθένας με κινητό μπορεί να λάβει ένα συνονθύλευμα ειδήσεων από οργανισμούς που δεν υπήρχαν ή που έθεταν λιγότερο από το περιεχόμενό τους διαθέσιμο.
Ωστόσο, η τάση είναι σαφής. Οι περισσότερες από τις κορυφαίες αμερικανικές εφημερίδες έχουν θεσπίσει περιορισμένη πρόσβαση, ή το σχεδιάζουν. Το οικονομικό μοντέλο για τις έντυπες εφημερίδες - ότι το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων προέρχεται από διαφημίσεις, με τις συνδρομές και τις απευθείας πωλήσεις στο περίπτερο να αποτελούν το υπόλοιπο - δεν λειτουργεί στο διαδίκτυο.
Η διψήφια αύξηση των διαφημιστικών εσόδων στο διαδίκτυο στις αρχές της δεκαετίας του 2000 έχει επιβραδυνθεί σε χαμηλά μονοψήφια, καθώς η αύξηση της κίνησης ως επί το πλείστον αντισταθμίζεται από την πτώση των αποδόσεων διαφήμισης. Εκ των υστέρων, είναι καταφανές ότι όταν ο χώρος για διαφήμιση επεκτείνεται - όπως έγινε και με την τεράστια αλλαγή από το έντυπο στη ψηφιακή εποχή - οι τιμές πέφτουν.
Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό δεν το αντιλαμβάνονταν οι εκδότες, οι οποίοι μάταια ήλπιζαν ότι στον online κόσμο θα μπορούσαν να βασίζονται περισσότερο στη διαφήμιση, και όχι λιγότερο. Εφημερίδες όπως η FT και οι New York Times έχουν αντιστρέψει τους όρους - τα έσοδα κυκλοφορίας των NYT υπερβαίνουν πλέον εκείνων που προέρχονται από τη διαφήμιση.
Έτσι, οι ειδήσεις πληρώνονται όλο και περισσότερο από εύπορους ιδιώτες - το μέσο εισόδημα των νοικοκυριών των συνδρομητών των NYT είναι περίπου 100.000 δολάρια - ή παράγεται ως μέρος εταιρικής υπηρεσίας, όπως το Bloomberg News και η Thomson Reuters. Λίγοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά τα 1.700 δολάρια το μήνα για ένα τερματικό Bloomberg.
Φυσικά, οι online εφημερίδες δεν είναι οι μόνες πηγές ειδήσεων. Όλα τα είδη των ιστοτόπων έχουν προκύψει, από το Politico ως το Buzzfeed, το site κοινωνικών ειδήσεων, το οποία έχει τώρα το δικό του προσωπικό πολιτικού ρεπορτάζ. Αλλά οι πιο υψηλού κόστους ειδήσεις εξακολουθούν να προέρχονται από τους συνήθεις υπόπτους.
Οι πληροφορίες γίνονται όλο και πιο ακριβές, επειδή δεν μπορούν να επιδοτηθούν από τη διαφήμιση, όπως πριν. Υπάρχει εδώ μια παράλληλη πορεία με την χρηματιστηριακή έρευνα, παλιά επιδοτούμενη από αρμόδιους φορείς και και ευρέως διαθέσιμη. Είναι πλέον σπάνια, και περισσότερο διεξάγεται κατ 'ιδίαν για τα hedge funds.
Θα πρέπει να ανησυχούμε; Ο κίνδυνος είναι ότι η είδηση θα γράφεται προς το συμφέρον των επιχειρήσεων και των πλουσίων. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν σημάδια για κάτι τέτοιο. Οι οργανισμοί που θα επωφελούνταν από την αλλαγή - Bloomberg, Reuters, η FT, η Wall Street Journal, The Economist - έχουν υψηλά πρότυπα.
Πράγματι, η στροφή προς τις συνδρομές θα μπορούσε να αυξήσει τα πρότυπα σύνταξης, παρά να τα μειώσει. Δωρεάν ιστοσελίδες που πρέπει να ενισχύσουν την επισκεψιμότητα τους για να κερδίσουν διαφήμισεις έχουν κίνητρο να παρουσιάζουν κουτσομπολιά και ειδήσεις για διασημότητες. Αυτοί που βασίζονται περισσότερο στις συνδρομές έχουν το αντίθετο κίνητρο.
Αλλά η εποχής της διαφήμισης ως οικονομική βάση για εφημερίδες και τηλεόραση ήταν τουλάχιστον δημοκρατική. Με σχετικά χαμηλό κόστος, ο καθένας θα μπορούσε να είναι καλά ενημερωμένος. Στο μέλλον, ο αυτοκινητόδρομος ταχείας κυκλοφορίας των πληροφοριών θα έχει γρήγορη αλλά και αργή λωρίδα.
sofokleous10.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Τρίκαλα: Συνελήφθη φυγόποινος επιχειρηματίας
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Κέρκυρα: Χρωστούσε στο Δημόσιο 86.000 ευρώ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ