2020-07-27 20:15:01
Φωτογραφία για Βίος καὶ Πολιτεία τῆς Ὁσίας Μητρὸς ἡμῶν Εἰρήνης τῆς Ἡγουμένης τῆς Μονῆς τοῦ Χρυσοβαλάντου
Τὸ κείμενο βασίζεται στὸ διήγημα «Ἡ ὁσία Εἰρήνη», τῆς Θεοδώρας Χαμπάκη, ἡγουμένης τῆς ἱερᾶς μονῆς ὁσίου Θεοδοσίου στὸν Ἅγιο Στέφανο Ἀττικῆς.

Στὰ μέσα τοῦ 9 μ.Χ. αἰῶνα, ὅταν αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου ἦταν ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος καὶ σύζυγός του ἡ εἰκονολάτρισσα Θεοδώρα, 

ὅταν ἡ περίοδος τῆς Εἰκονομαχίας, ποὺ γιὰ περισσότερο ἀπὸ 100 χρόνια ταλάνισε τὴν αὐτοκρατορία, βρισκόταν στὴν τελευταία φάση της, στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γενέτειρα πολλῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας, γεννήθηκε καὶ ἔζησε τὴν πρώτη της νεότητα ἡ Ἁγία Εἰρήνη ἡ Χρυσοβαλάντου, μία ἀπὸ τὶς πολλὲς χαριτόβρυτες καὶ θαυματουργὲς ἁγίες της Ὀρθοδοξίας.

Ἐπιλέχθηκε ὡς ὑποψήφια σύζυγος τοῦ ἀνήλικου αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ´ (ποὺ ἔμελλε ἀπὸ τοὺς σφετεριστὲς τοῦ θρόνου του νὰ ἐπονομαστεῖ «μέθυσος»)· ἀλλὰ ὁ Θεὸς τῆς ὑπέδειξε τὸ δρόμο τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ἐκείνη ὁλοπρόθυμα τὸν ἀκολούθησε καὶ διέπρεψε, πάντα μὲ τὴ βοήθεια τῆς Θείας Χάρης
. Ἀπὸ μία περίεργη σύμπτωση, ἀπόρροια τῆς Θείας Πρόνοιας, ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος ἀπέρριψε τὴν ὑποψήφια σύζυγό του καὶ ἔτσι ἡ Ἐκκλησία κέρδισε μία ἐμπνευσμένη ὑμνογράφο, τὴν Κασσιανή. Ὁ γιὸς τοῦ Θεόφιλου, ὁ Μιχαὴλ ὁ Γ´, στὰ χρόνια του ὁποίου ἡ Εἰκονομαχία (726-843) ἔλαβε τέλος, ἀπέρριψε τὴν ὑποψήφια σύζυγό του καὶ ἡ Ἐκκλησία στολίστηκε μὲ μία ἁγία, τὴν Εἰρήνη, Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Πατέρας τῆς ἁγίας ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁ Καππαδόκης. Ἦταν ἀπὸ τὴν Καισαρεία τῆς Καππαδοκίας, εὐνοούμενος τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου καὶ ἔμπιστος τῆς συζύγου τοῦ Θεοδώρας. Ἦταν ὁ στρατιωτικὸς διοικητὴς τοῦ ἐξαιρετικῆς σημασίας θέματος τῆς Καππαδοκίας. Μητέρα της ἡ πατρικία Ζωή, γυναίκα ὄμορφη καὶ σεβαστὴ σὲ ὅλη τὴν Καισαρεία γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο της. Τὸ ἀνδρόγυνο εἶχε ἀποκτήσει δυὸ κόρες, τὴν Καλλινίκη καὶ τὴν Εἰρήνη.

Ἡ Καλλινίκη γεννήθηκε τὸ 825. Ὀφείλει τὸ ὄμορφο ὄνομά της στὶς θριαμβευτικὲς νίκες ποὺ πέτυχε ὁ πατέρας τῆς ἐναντίον τῶν Σαρακηνῶν τὴ χρονιὰ ποὺ γεννήθηκε. Τρία χρόνια ἀργότερα, τὸ 828, γεννήθηκε ἡ Εἰρήνη. Ὁ Φιλάρετος ὅμως ἔχασε τὴ γυναίκα του, ὅταν ἐκείνη ἦταν ἀκόμη πολὺ νέα. Ἔτσι, ἡ ἀνατροφὴ τῶν δυὸ κορῶν τους ἀνατέθηκε στὴν πατρικία Σοφία, τὴ μεγαλύτερη ἀδερφὴ τοῦ στρατηγοῦ.

Ἡ Σοφία ἦταν μορφωμένη γυναίκα, βαθύτατα θρησκευόμενη καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ εἰσαχθεῖ στὶς ἰσάγγελες τάξεις τῶν μοναζουσῶν. Ὅμως, ἡ πρόωρη χηρεία τοῦ ἀδερφοῦ της τὴν ἀπέτρεψε ἀπὸ τὰ σχέδια της καὶ τὴν ὤθησε νὰ ἀφιερωθεῖ στὶς δυὸ ὀρφανὲς ἀνιψιές της. Ἀγάπησε τὰ κοριτσάκια σὰν δικά της παιδιὰ καὶ τοὺς μετέδωσε ὅλη τὴν ἀγάπη της γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴ βαθύτατη πίστη της σὲ Αὐτόν. Ἄλλωστε, ὁ ἀδερφός της συχνὰ ἀναγκαζόταν νὰ ἀφήνει μόνο στὰ χέρια της τὶς κόρες του, καθὼς τὰ δικά του καθήκοντα τὸν καλοῦσαν συχνὰ σὲ πολέμους καὶ ἐκστρατεῖες.

Ὅμως, ὁ πατρίκιος Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος λάτρευε τὶς δυὸ θυγατέρες του, τὶς ἀνέθρεψε μὲ τρόπο ζηλευτό. Ἡ Καλλινίκη καὶ ἡ Εἰρήνη ἔλαβαν μεγάλη μόρφωση ἀπὸ τοὺς σημαντικότερους δασκάλους τῆς Καισαρείας. Οἱ φιλότιμες προσπάθειες τῆς θείας τους καὶ τοῦ πατέρα τους δὲν ἀπέβησαν μάταιες. Οἱ δυὸ ἀδερφές, πραγματικὲς καλλονές, μεγαλώνοντας ἦταν πρότυπα ἀρετῆς καὶ ἀρχοντιᾶς καὶ ἡ φήμη τους, ἐνισχυμένη ἀπὸ τὸ μεγάλο ὄνομα τῆς οἰκογένειάς τους καὶ τὴ δόξα τοῦ πατέρα τους, εἶχε φτάσει ὡς τὴν Κωνσταντινούπολη.

Ἡ Καλλινίκη καὶ ἡ Εἰρήνη, ἂν καὶ πολὺ ἀγαπημένες, ἦταν χαρακτῆρες ἐκ διαμέτρου ἀντίθετοι καὶ ὁ Κύριος εὐδόκησε, ὥστε νὰ ζήσουν ἀνάλογο βίο. Ἡ Καλλινίκη ἦταν ἔξυπνη, ζωηρή, πολὺ εὐχάριστη στὴ συντροφιά της καὶ πανέμορφη. Εἶχε ἀπόλυτη συναίσθηση τῆς ὀμορφιᾶς της καὶ ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀρέσει. Πρόσεχε τὴν ἐμφάνισή της, παρακολουθοῦσε τὴ μόδα, λάτρευε τὰ πλούσια φορέματα καὶ τὰ ἀκριβὰ κοσμήματα., τὰ ὁποῖα ὁ ἀγαπημένος της πατέρας δὲ φειδόταν νὰ χαρίζει στὴν πρωτότοκη κόρη του.

Τὴν ἄνοιξη τοῦ 839, ὁ Φιλάρετος φιλοξένησε στὸ ἀνάκτορό του τὸ νεαρὸ Βάρδα (κατοπινὸς Καίσαρας), ἀδερφὸ τῆς Αὐγούστας Θεοδώρας, ὁ ὁποῖος εἶχε μεταβεῖ στὴν Καισαρεία γιὰ κρατικὴ ὑπόθεση, ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα Θεόφιλου. Ἐκεῖ γνώρισε τὴ δεκατετράχρονη Καλλινίκη, γοητεύτηκε ἀπὸ τὴν καλλονή της καὶ τὴ ζήτησε σὲ γάμο. Λίγους μῆνες ἀργότερα, ὁλόκληρη ἡ Καππαδοκία παρέστη στοὺς ὑπέρλαμπρους γάμους τῆς Καλλινίκης καὶ τοῦ Βάρδα, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος συμμετεῖχε ὡς παραγαμπρὸς τοῦ γυναικαδερφοῦ του. Ἀμέσως μετά, τὸ νεαρὸ ζευγάρι ἔφυγε γιὰ τὰ ἀνάκτορα τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ Καλλινίκη μοιράστηκε τὴ ζωή της μὲ τὸν Καίσαρα Βάρδα καὶ ἀπόκτησε μαζί του δυὸ γιοὺς καὶ δυὸ κόρες. Ἔζησε μὲ τὸν κοσμικὸ καὶ πολυτελῆ τρόπο ποὺ ἐπιθυμοῦσε, ὅμως ἀληθινὰ εὐτυχισμένη μᾶλλον δὲν ὑπῆρξε ποτὲ δίπλα στὸ φιλόδοξο καὶ ἰσχυρὸ Καίσαρα, μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες προσωπικότητες τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὸν 9ο αἰώνα, μὲ τὸν πολυτάραχο βίο καὶ τὸ ἄδοξο τέλος.

Ἡ Εἰρήνη ἦταν ἐπίσης πεντάμορφη καὶ πανέξυπνη, ὅμως δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ στολίζει τὴν ὀμορφιά της, οὔτε πολὺ περισσότερο νὰ τὴν ἐπιδεικνύει. Φρόντιζε μὲ ταπεινότητα νὰ καλύπτει τὰ πολλά της χαρίσματα, σωματικὰ καὶ ψυχικά. Ἥσυχη καὶ ἀποτραβηγμένη ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ δρώμενα, χρησιμοποιοῦσε τὰ ἀποθέματα κοινωνικότητας, μὲ τὰ ὁποῖα κάθε ἄνθρωπος ἔχει προικισθεῖ, σὲ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ συμπαράστασης στὸν ἀνθρώπινο πόνο. Μοναδικό της στολίδι ἦταν ὁ χρυσὸς σταυρὸς ποὺ κρέμονταν στὸ στῆθος της, ἐνῶ τὰ πανάκριβα κοσμήματα ποὺ τῆς χάριζε ὁ πατέρας της τὰ διέθετε γιὰ ἀλτρουιστικοὺς σκοπούς. Λάτρευε μὲ μεγάλη ἀφοσίωση τὸ Χριστὸ καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐναρμονίζει τὸ βίο της μὲ τὶς ἐντολές Του. Πνευματικός της ἦταν ὁ Γέροντας Συνέσιος στὴ μονὴ τῶν ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων. Τὴ μονὴ αὐτὴ εἶχε ἱδρύσει ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν σὲ μεγάλη ἀκμή. Ὁ Γέροντας Συνέσιος θαύμαζε τὶς προόδους τῆς πνευματικῆς του θυγατέρας καὶ ἡ Εἰρήνη, ποὺ ἐξέπεμπε μέσα στὴν ἁπλότητά της μιὰ μεγαλοπρέπεια, ἡ ὁποία μαγνήτιζε ὅσους τὴν ἀντίκριζαν, ἄφηνε νὰ ἐννοηθεῖ ὅτι θὰ ἀσπαστεῖ τὸ μοναχικὸ βίο.

Τὸ χειμώνα τοῦ 843, ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, χήρα πιὰ καὶ ἐπίτροπος τοῦ γιοῦ της Μιχαὴλ Γ´, κάλεσε τὸν πατρίκιο Φιλάρετο στὴν Κωνσταντινούπολη. Εἶχε ἀποφασίσει νὰ θέσει ὁριστικὸ τέλος στὴν Εἰκονομαχία καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ ἐγχείρημα χρειαζόταν τὴ βοήθεια καὶ τοῦ στρατοῦ καὶ τῶν ἱερέων. Ἐμπιστεύτηκε λοιπὸν τὸ Φιλάρετο καὶ τὸν Ὁμολογητὴ Μάξιμο (μετέπειτα Πατριάρχη). Ὅταν ἐπιτεύχθηκε ὁ σκοπός της καὶ οἱ ἱερὲς εἰκόνες ἀναστηλώθηκαν (19 Φεβρουαρίου 843 μ.Χ.), ζήτησε ἀπὸ τὸ Φιλάρετο νὰ φέρει στὴν Κωνσταντινούπολη τὴν ὄμορφη θυγατέρα του, προκειμένου νὰ τὴν παντρέψει μὲ τὸ γιό της Μιχαήλ. Ἔψαχνε κατάλληλη νύφη, ἡ ὁποία θὰ συνέτιζε τὸ νεαρὸ αὐτοκράτορα ἀπὸ τὰ ξέφρενα γλέντια καὶ θεωροῦσε ὅτι ἡ φημισμένη γιὰ τὴν ἐνάρετη ζωή της καλλονὴ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ σκοπό της.

Ὁ Φιλάρετος μήνυσε ἀμέσως στὴν ἀδερφή του νὰ στείλει τὴν Εἰρήνη, ποὺ τότε ἦταν δέκα πέντε χρονῶν, στὴ Βασιλεύουσα μὲ τὴ συνοδεία τοῦ πατρικίου στρατηγοῦ Νικηφόρου, ἀδερφοῦ τῆς μακαρίτισσας συζύγου του. Τὰ νέα ὅτι ἡ Εἰρήνη θὰ παντρευόταν τὸν αὐτοκράτορα καὶ θὰ φοροῦσε τὸ στέμμα τῆς αὐτοκρατορίας διαδόθηκαν σὰν ἀστραπὴ σὲ ὅλη τὴν Καππαδοκία. Ὅλοι μακάριζαν τὸν πατρίκιο γιὰ τὴν εὐτυχία ποὺ τοῦ ἐπιφύλαξε ὁ Θεός, νὰ στολίσει τὰ αὐτοκρατορικὰ ἀνάκτορα μὲ τὶς δυὸ πανέμορφες κόρες του. Ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος διέταξε νὰ ἀρχίσουν ἀμέσως οἱ ἑτοιμασίες γιὰ τὸ ταξίδι τῆς μικρῆς ἀνιψιᾶς τοῦ ὑπὸ τὴν αὐστηρὴ ἐπίβλεψη καὶ ἀκούραστη φροντίδα τῆς πατρικίας Σοφίας.

Ἡ μόνη ποὺ ἔμεινε παγερὰ ἀδιάφορη σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν ἀναστάτωση ἦταν καὶ ἡ ἄμεσα ἐνδιαφερόμενη: ἡ Εἰρήνη. Ἀπὸ πολὺ νωρὶς εἶχε ποθήσει τὸ μοναχικὸ βίο καὶ ὡς Νυμφίο τῆς εἶχε ἐπιλέξει τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπηύθυνε ἀδιάκοπες καὶ ὁλόθερμες προσευχές. Οἱ λόγοι ποὺ δέχτηκε μὲ χαρὰ αὐτὸ τὸ ταξίδι πρὸς τὴ Βασιλεύουσα ἀπεῖχαν πολὺ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ὅλοι νόμιζαν: Ταξίδευε στὴν Πόλη γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσει τὴν πολυαγαπημένη της ἀδερφή, τὴν ὁποία δὲν εἶχε ξαναδεῖ ἀπὸ τὴν ἡμέρα τῶν λαμπρῶν γάμων της (εἶχαν περάσει τέσσερα χρόνια ἀπὸ τότε) καὶ γιὰ νὰ ἀποσπάσει τὴν εὐχὴ τοῦ πατέρα της, ὥστε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ μονὴ ποὺ τόσο διακαῶς ποθοῦσε.

Αὐτὲς τὶς μύχιες σκέψεις της ἡ Εἰρήνη τὶς ἐμπιστεύτηκε στὸ μοναδικὸ ἄνθρωπο ποὺ θεωροῦσε ὅτι ἦταν σὲ θέση νὰ τὶς καταλάβει: στὴ θεία της. Ἡ πατρικία Σοφία εἶχε ἀπογοητευθεῖ ἀπὸ τὸ γάμο τῆς Καλλινίκης. Βαθύτατα θρησκευόμενη, ἐπιθυμοῦσε οἱ ἀνιψιές της νὰ διάγουν βίο ἁπλὸ καὶ χριστιανικό. Βέβαια, ποτὲ δὲ θεώρησε ὅτι ἡ Καλλινίκη ἦταν πλασμένη καὶ προορισμένη γιὰ τὴν ἀσκητικὴ ζωή, ἀλλὰ ἦταν σίγουρη ὅτι ὁ γάμος μὲ τὸ Βάρδα, ποὺ τὴν τοποθετοῦσε μέσα στὸ γεμάτο μηχανορραφίες περιβάλλον τῆς Αὐλῆς, θὰ καθιστοῦσε δυστυχισμένη τὴν ἀνιψιά της. Τῆς ἔμενε ὅμως ἡ Εἰρήνη νὰ πραγματοποιήσει τὰ ὄνειρά της, ὥσπου ἔλαβε τὸ μήνυμα τοῦ ἀδερφοῦ της καὶ πίστεψε ὅτι γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ ἐλπίδες τὶς ἀποδεικνύονταν φροῦδες. Ὅταν ὅμως ἄκουσε τὰ σχέδια τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία μιλοῦσε μὲ μοναδικὴ ἀποφασιστικότητα, ἀγαλλίασε καὶ εὐχαρίστησε τὸν Κύριο, ποὺ ἡ μικρή της ἀνιψιὰ δὲ θὰ θυσιαζόταν στὸ βωμὸ τῆς ματαιοδοξίας.

Ὅλα ἦταν πιὰ ἕτοιμα γιὰ τὸ μακρὺ ταξίδι πρὸς τὴν Πόλη. Ἡ Εἰρήνη, πρὶν ἀναχωρήσει ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ γενέτειρά της, ἐπισκέφθηκε τὸν πνευματικό της πατέρα. Ὁ γέροντας Συνέσιος τὴν εὐλόγησε καὶ τὴν συμβούλεψε νὰ σταθμεύσει στὸ ὄρος Ὄλυμπος τῆς Βιθυνίας, μεγάλο ἀσκητικὸ κέντρο τῆς ἐποχῆς, καὶ νὰ λάβει τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸ μεγάλο ἀσκητὴ Ἰωαννίκιο. Ὕστερα, ἡ Εἰρήνη ἀποχαιρέτησε γιὰ πάντα τὴν πολυαγαπημένη τῆς θεία ποὺ γι᾿ αὐτὴν ἦταν καὶ μητέρα. Μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῆς ἀνιψιᾶς της, ἡ πατρικία Σοφία μόνασε στὸν ἱερὸ παρθενώνα τῆς Ὑπαπαντῆς, πραγματοποιώντας μία ἐπιθυμία τὴν ὁποία ἀνέβαλε γιὰ 15 ὁλόκληρα χρόνια γιὰ ἀγάπη τοῦ ἀδερφοῦ της. Τὶς ἀνιψιές της δὲν τὶς ξαναεῖδε ποτέ.

Ἡ Εἰρήνη ἐπιβιβάστηκε στὴν ἅμαξά της μὲ τὶς δυὸ θεραπαινίδες της, τὴν Φιλικητάτη καὶ τὴν Ἀρετή, ποὺ ἀργότερα μπῆκαν στὴ μοναστική της συνοδεία. Θὰ τὴν συνόδευε στρατιωτικὸ ἄγημα 40 ἀνδρῶν, ἐπικεφαλῆς τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ θεῖος της, πατρίκιος Νικηφόρος. Οἱ στιγμὲς ἦταν ἐξαιρετικὰ συγκινητικές, διότι ἡ κόρη γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι δὲ θὰ ξανάβλεπε τὸ πατρικό της σπίτι. Ἔτσι, ξεκίνησε τὸ ταξίδι τῆς μέλλουσας αὐτοκράτειρας, ὅπως ὅλοι νόμιζαν.

Μετὰ ἀπὸ πολυήμερη καὶ κοπιαστικὴ διαδρομή, οἱ ταξιδιῶτες ἔφτασαν στὸ ὄρος τοῦ Ὀλύμπου. Ἐκεῖ, ἡ Εἰρήνη καὶ ὁ θεῖος τῆς φιλοξενήθηκαν γιὰ τέσσερις μέρες στὴ μονὴ τῶν Ἀγαύρων καὶ στὴ συνέχεια, ὁ Ἡγούμενος τῆς μονῆς συνόδευσε τοὺς ἐπισκέπτες του στὸ μέρος ὅπου ἀσκήτευε ὁ ὅσιος Ἰωαννίκιος. Ἔπειτα ἀπὸ ἐπίπονη καὶ κοπιαστικὴ ἀνάβαση, εἶδαν τὸν ἡλικιωμένο ἅγιο νὰ κάθεται ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιά του. Τοὺς κοίταζε μὲ καλοσυνάτο καὶ γαλήνιο χαμόγελο, σὰν νὰ τοὺς περίμενε. Τὴν ἐποχὴ αὐτὴ δὲ δεχόταν προσκυνητές, διότι γνώριζε πὼς πλησίαζε ἡ κοίμησή του καὶ ἤθελε ἀπόλυτη ἡσυχία γιὰ νὰ προετοιμαστεῖ. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως σηκώθηκε καὶ ἀκουμπώντας στὸ ραβδί του πλησίασε τοὺς προσκυνητές. Ἡ Εἰρήνη ἑτοιμάστηκε νὰ βάλει μετάνοια μπροστὰ στὸν ὅσιο, ὅταν κατάπληκτη βλέπει τὸν ἅγιο νὰ γονατίζει ἐκεῖνος μπροστά της καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε νὰ τῆς λέει: «Καλῶς ἦλθες δούλη τοῦ Θεοῦ Εἰρήνη. Ὕπαγε μετὰ χαρᾶς στὴ Βασιλεύουσα. Ἡ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου ἐσένα περιμένει νὰ ποιμάνεις τὰς παρθένους της». Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ διηγιόταν μὲ βαθύτατη συγκίνηση χρόνια μετὰ ἡ ἴδια ἡ ἁγία, ὄντας πιὰ Ἡγουμένη τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας στὶς 4 Νοεμβρίου.

Ἡ Εἰρήνη καὶ οἱ συνταξιδιῶτες της ἔφτασαν ἐπιτέλους στὴν Κωνσταντινούπολη ἕνα ἀνοιξιάτικο πρωινό, γιὰ νὰ πληροφορηθοῦν ἐκεῖ ὅτι μόλις πρὶν λίγες μέρες εἶχαν τελεστεῖ οἱ γάμοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ τὴν Εὐδοκία τὴ Δεκαπολίτισσα. Ὁ πατέρας της, ἡ ἀδερφή της, ὁ θεῖος της μὲ δυσκολία ἔκρυβαν τὴν ἀπογοήτευσή τους. Ἡ Εἰρήνη ἀντίθετα αἰσθανόταν μία ἀγαλλίαση γιὰ τὴν τροπὴ τῶν γεγονότων, ποὺ φαινόταν περίεργη στοὺς οἰκείους της καὶ ἀνησυχοῦσε τὸ στρατηγὸ Νικηφόρο, ὕστερα ἀπὸ τὴν προφητεία ποὺ εἶχε ἀκούσει.

Παρὰ τὴ ματαίωση τῶν αὐτοκρατορικῶν της γάμων, ἡ Εἰρήνη δὲν μπόρεσε νὰ ἐπισπεύσει τὴν εἴσοδό της στὶς τάξεις τῶν μοναζουσῶν. Καταρχήν, ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα καὶ οἱ κόρες της ἤθελαν νὰ γνωρίσουν τὴν ὑποψήφια νύφη τους. Ἡ αὐτοκράτειρα ἤδη ἐκτιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴν Καλλινίκη, στὴν ὁποία εἶχε ἀπονείμει τὸν τίτλο τῆς «εὐγενεστάτης ζωστῆς πατρικίας» καὶ ἤθελε νὰ γνωρίσει τὴν ἀδερφή της, γιὰ τὴν ὁποία ὅλοι μιλοῦσαν μὲ τὰ καλύτερα λόγια. Ἄλλωστε, δὲν ἔκρυβε τὴ θλίψη της γιὰ τὸ γάμο τοῦ γιοῦ της: Ἡ Εὐδοκία (ποὺ ἀπὸ πολλοὺς ἱστορικοὺς ἔχει χαρακτηρισθεῖ ὡς ἡ πιὸ ἄχαρη αὐτοκράτειρα τοῦ Βυζαντίου) μὲ τὴν ἀσήμαντη ἐμφάνισή της καὶ τὰ ἐλάχιστα ψυχικά της χαρίσματα πολὺ γρήγορα ὑποσκελίστηκε ἀπὸ τὴν ἐρωμένη τοῦ Μιχαὴλ Γ´, Εὐδοκία Ἰγερινὴ καὶ καθόλου δὲν μπόρεσε νὰ ἐπιβληθεῖ στὸ σύζυγό της. Ἄλλωστε, ἡ Αὐγούστα γνώριζε πολὺ καλὰ ὅτι τὸν πολυπόθητο γάμο ἀνάμεσα στὴν Εἰρήνη καὶ τὸ γιό της, ματαίωσε μὲ διάφορες ἐνέργειες ὁ ἀδερφός της καὶ γαμπρὸς τῆς Εἰρήνης, ὁ Καίσαρας Βάρδας: ὁ Βάρδας δὲν ἤθελε ἡ γυναικαδερφή του νὰ ἀνέβει στὸ βυζαντινὸ θρόνο, διότι σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση θὰ ἐνισχυόταν ἡ ἐπιρροὴ τοῦ πεθεροῦ του στὸ Παλάτι καὶ θὰ ἦταν ἐπικίνδυνο ἐμπόδιο στὴν ἐκπλήρωση τῶν φιλόδοξων σχεδίων του.

Ἡ Εἰρήνη, ξένη ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸν κόσμο τῶν συνωμοσιῶν, συνάντησε τὴν Αὐγούστα καὶ τὶς κόρες της. Μιὰ βαθιὰ ἐκτίμηση ἀναπτύχθηκε ἀμέσως ἀνάμεσα στὴν αὐτοκράτειρα καὶ τὸ κορίτσι, ἐνῶ στενὴ φιλία ἔδεσε τὴν Εἰρήνη καὶ τὴν πρωτότοκη κόρη τῆς Θεοδώρας, τὴ Θέκλα. Ὅλες οἱ ζωστὲς θαύμασαν τὸ ἦθος καὶ τὴν ὀμορφιὰ τῆς Εἰρήνης καὶ ἡ Καλλινίκη ἦταν ἰδιαίτερα ὑπερήφανη γιὰ τὴ μικρή της ἀδερφή, ποὺ ἡ ἁπλότητά της ἀνεδείκνυε ἀκόμη περισσότερο τόσο τὴ σωματικὴ μὰ κυρίως τὴν ψυχική της ὀμορφιά. Κατὰ τὸ ἐπίσημο γεῦμα ποὺ ἀκολούθησε, ἡ Θεοδώρα δώρισε στὴν Εἰρήνη μία χρυσὴ κασετίνα γεμάτη κοσμήματα ἀμύθητης ἀξίας: ἡ κασετίνα αὐτὴ θὰ ἦταν τὸ δῶρο τῆς Αὐγούστας στοὺς γάμους τοῦ γιοῦ της μὲ τὴν Εἰρήνη. Ἀφοῦ γνώρισε τὸ κορίτσι, ἡ αὐτοκράτειρα καὶ οἱ κόρες τῆς ἀπογοητεύτηκαν ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸ γάμο ποὺ σύναψε ὁ Μιχαὴλ Γ´ καὶ γιὰ νὰ δείξει τὴν ἐκτίμησή της στὴν Εἰρήνη, ἡ Θεοδώρα τῆς χάρισε αὐτὸ ποὺ προοριζόταν γιὰ γαμήλιο δῶρο της. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ἡ Εἰρήνη ἐλεύθερα μπαινόβγαινε στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματα τῆς Αὐγούστας καὶ τῶν κορῶν της.

Ὅπως καταλαβαίνει ὁ ἀναγνώστης, μέσα στὴ μυθώδη πολυτέλεια τῶν βυζαντινῶν ἀνακτόρων, ἡ Εἰρήνη ἐπιβλήθηκε μὲ τὴ μεγάλη της καλλονὴ καὶ τὸ ἐξαιρετικό της ἦθος. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἀπολάμβανε ἰδιαίτερης ἐκτίμησης καὶ δόξας: ἦταν ἡ εὐνοούμενη τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας καὶ στενότατη φίλη τῆς πριγκίπισσας Θέκλας, ἦταν ἡ κόρη τοῦ στρατιωτικοῦ διοικητῆ τῆς Καππαδοκίας Φιλάρετου καὶ ἀνιψιὰ τοῦ ἐνδόξου στρατηγοῦ Νικηφόρου, ἦταν ἡ ἀδερφὴ τῆς πρώτης τῇ τάξει ζωστῆς Καλλινίκης καὶ γυναικαδερφὴ τοῦ Καίσαρα Βάρδα, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ οὐσιαστικὰ κυβερνοῦσε πίσω ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα. Ὅλες οἱ κυρίες τῆς ἀνώτατης ἀριστοκρατίας ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὴν γνωρίσουν καὶ νὰ συνδεθοῦν φιλικὰ μαζί της. Δεχόταν ἀμέτρητες προσκλήσεις γιὰ ἐπίσημα γεύματα καὶ χορούς, τὶς ὁποῖες ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νὰ δεχτεῖ καὶ νὰ ἀνταποδώσει, σύμφωνα μὲ τὶς συμβουλὲς τῆς πάντα κοινωνικῆς πολυαγαπημένης τῆς ἀδερφῆς.

Καὶ ἡ Εἰρήνη; Πῶς ἀντιδροῦσε σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μεγαλεῖα; Ἡ Εἰρήνη, ὅσο μεγαλύτερων τιμῶν ἀπολάμβανε, τόσο περισσότερο ἀδημονοῦσε νὰ ἔρθει ἡ στιγμὴ ποὺ θὰ ἐγκατέλειπε γιὰ πάντα τὰ ἐγκόσμια. Εἶχε κάθε λόγο, ποὺ θὰ προερχόταν ἀπὸ τὸ νέο τρόπο ζωῆς της, νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἐντελῶς διαφορετικὴ πορεία ἀπὸ ἐκείνη ποὺ εἶχε στὸ μυαλό της, ὅταν ἄφησε τὴν πατρίδα της καὶ ἦρθε στὴν Πόλη ὡς νύφη τοῦ αὐτοκράτορα· ὅμως, ἐκείνη τόσο πιὸ βέβαιη αἰσθανόταν γιὰ τὴν ἐκλογή της. Ἐπιδιδόταν σὲ θερμὴ προσευχὴ καὶ αὐστηρὴ νηστεία, καθὼς θεωροῦσε δεδομένο ὅτι ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἐλάμβανε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα πλησίαζε.

Μάλιστα, σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς βόλτες της μὲ τὴν πριγκίπισσα, ἐπισκέφθηκαν τὴν Μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ ὁποία βρισκόταν στὰ περίχωρα τῆς Βασιλεύουσας. Ἡ Εἰρήνη μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση, ἔχοντας στὸ μυαλό της τὰ λόγια τοῦ μεγάλου Ἰωαννικίου, προσκύνησε στὸ μοναστήρι καὶ συνομίλησε ὦρες μὲ τὴν Ἡγουμένη Ἄννα. Τόσο ἀγάπησε τὴν εὐταξία τῆς μονῆς καὶ τὴ Θεία Χάρη ποὺ ἀπέπνεε, τὴν ψυχικὴ γαλήνη ποὺ ἁπλόχερα πρόσφερε ὁ ἱερὸς τοῦτος χῶρος στοὺς προσκυνητές, τὴν εὐλάβεια ποὺ ξυπνοῦσε στὶς ψυχές, ὥστε ἀποφάσισε νὰ μονάσει ἐκεῖ. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα, περίμενε τὴν κατάλληλη εὐκαιρία νὰ μιλήσει τοῦ πατέρα της καὶ νὰ πάρει τὴν εὐχή του, καθὼς δὲν ἤθελε νὰ τὸν λυπήσει μὲ κρυφή της ἀναχώρηση.

Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ παρουσιαστεῖ. Ὁ πατρίκιος Φιλάρετος μετὰ τὴ ματαίωση τῶν αὐτοκρατορικῶν γάμων τῆς κόρης του εἶχε μία ἐπιθυμία: νὰ ἀποκαταστήσει τὴ μικρή του θυγατέρα μὲ ἕνα συνοικέσιο ἀντάξιό της καὶ στὴ συνέχεια, ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὸ διεφθαρμένο περιβάλλον τῆς Αὐλῆς, νὰ ὑποβάλλει τὴν παραίτησή του καὶ νὰ ἀποτραβηχτεῖ στὸ παλάτι του στὴν Καισαρεία. Ἄλλωστε, μετὰ τὴν ἀρχική του πικρία καὶ παρὰ τὴν προσβολὴ ποὺ ἔγινε στὴν οἰκογένειά του, ἔνιωθε ἱκανοποιημένος ποὺ ἡ Εἰρήνη του δὲν παντρεύτηκε τὸν αὐτοκράτορα: Ἦταν βέβαιος ὅτι δὲ θὰ ἦταν ποτὲ εὐτυχισμένη δίπλα στὸν ἄσωτο Μιχαὴλ Γ´. Μὲ τὰ σχέδιά του ἦταν σύμφωνος ὁ γυναικαδερφός του Νικηφόρος.

Ὁ Φιλάρετος λοιπὸν γνώρισε σὲ μία ἀποστολή του στὴν Ἀδριανούπολη τὸ γιὸ τοῦ Ἔπαρχου τῆς πόλης Νικήτα, πατρίκιο Φωτεινό. Ἦταν ἐξαιρετικὸς νέος, μορφωμένος, προικισμένος μὲ ἔμφυτη ἀρετή, γενναῖος καὶ μοναδικὸς κληρονόμος μιᾶς μεγάλης περιουσίας. Ὁ Φιλάρετος θεώρησε ὅτι ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ νὰ εὐτυχίσει στὸ πλευρό του ἡ Εἰρήνη καὶ ἀμέσως μίλησε στὸν πατέρα τοῦ νέου. Ὁ Ἔπαρχος Νικήτας θεώρησε μεγάλη τιμὴ νὰ συγγενέψει μὲ τὴν ἔνδοξη οἰκογένεια τοῦ Φιλάρετου, ποὺ εἶχε τόσο στενοὺς δεσμοὺς μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια· οἱ δυὸ πατεράδες ἔδωσαν λόγο νὰ ἀρραβωνιάσουν τὰ παιδιά τους, πολύφερνα καὶ τὰ δυό τους ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας γιὰ γαμπρὸς καὶ νύφη. Στὸ Φωτεινὸ δὲν εἶπαν τίποτα, πρὶν γνωριστεῖ μὲ τὴν Εἰρήνη.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπό, ἐπιστρέφοντας ὁ Φιλάρετος στὴν Πόλη, πῆρε μὲ κάποια πρόφαση τὸ νέο μαζί του. Ἕνα βράδυ, τὸν κάλεσε σὲ ἐπίσημο δεῖπνο στὰ ἰδιαίτερα διαμερίσματα τοῦ Καίσαρα Βάρδα, ὅπου φιλοξενοῦνταν ὁ πατρίκιος καὶ ἡ Εἰρήνη ἀπὸ τὴν κόρη του καὶ τὸ γαμπρό του. Ἐκεῖ ὁ Φωτεινὸς γνώρισε τὴν πεντάμορφη Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἔλαμπε μὲ ὅλη της τὴν περιλάλητη πιὰ ἁπλότητα καὶ τὴ χλομάδα, ἀποτέλεσμα τῆς πολυήμερης αὐστηρῆς νηστείας. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ συνάντηση, ὁ Φιλάρετος ἀποφάσισε νὰ ἀνακοινώσει στὴν κόρη του τὴν ἀπόφασή του, τὸ ἑπόμενο κιόλας πρωί.

Κατὰ τὴ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε, ὁ πατρίκιος ἔκπληκτος πληροφορήθηκε ἀπὸ τὴν ἴδια του τὴν κόρη τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασή της, νὰ λάβει τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα. Ὁ πατέρας ὅμως δὲ συμμεριζόταν τὰ σχέδια τῆς θυγατέρας του. Σκεφτόταν τὴν ἀτίμωση ποὺ θὰ συνεπαγόταν πρὸς τὸ πρόσωπό του, ἡ ἀναίρεση τοῦ λόγου ποὺ εἶχε δώσει στὸν Ἔπαρχο Νικήτα. Ἐπιπλέον, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ ἐξαίσια κόρη του, ποὺ γι᾿ αὐτὴν μιλοῦσαν ὁλόκληρα τὰ ἀνάκτορα καὶ οἱ μεγαλύτερες οἰκογένειες τῆς αὐτοκρατορίας τὴν ἤθελαν γιὰ νύφη τους, θὰ θαβόταν στὴν ἀφάνεια τοῦ μοναστηριοῦ. Τρομερὰ ὀργισμένος, ἔτσι ὅπως ἡ ἀγαπημένη του Εἰρήνη δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτὲ μέχρι τότε, τῆς ἔδωσε ἀμετάκλητο τελεσίγραφο: Ἢ θὰ δεχόταν νὰ παντρευτεῖ τὸ Φωτεινό, ἢ τὴν ἑπόμενη κιόλας μέρα θὰ ἔφευγε γιὰ τὴν Καισαρεία, ὅπου θὰ παρέμενε φυλακισμένη στὸ πατρικό της ἀρχοντικὸ γιὰ ὅλη της τὴ ζωή.

Ἡ ἐπακόλουθη συναισθηματικὴ φόρτιση τῆς Εἰρήνης εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα ἡ εὐαίσθητη κοπέλα νὰ ἀρρωστήσει τόσο βαριά, ὥστε νὰ φτάσει στὸ κατώφλι τοῦ θανάτου. Γιὰ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες ἔδωσε πραγματικὴ μάχη γιὰ τὴ ζωή της. Ὁ προσωπικὸς γιατρὸς τῆς αὐτοκράτειρας δὲν ἔφυγε στιγμὴ ἀπὸ τὸ πλευρό της. Ἡ Καλλινίκη προσευχήθηκε ὁλόψυχα στὴν Παναγία καὶ ἔταξε ὅτι ἂν ἡ ἀδερφή της γιατρευτεῖ, θὰ τελέσει σαρανταλείτουργο στὴν Παναγία τῶν Βλαχερνῶν, ἐνῶ στὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας θὰ κρεμάσει τὸ πολύτιμο μαργαριταρένιο περιδέραιό της, τὸ γαμήλιο δῶρο τοῦ Καίσαρα Βάρδα πρὸς τὴ γυναίκα του. Ἡ πιὸ τραγικὴ μορφὴ ὅμως ἦταν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος. Πίστευε ὅτι ἡ ἀρρώστια τῆς κόρης του, ποὺ τὴν ἔφερε τόσο κοντὰ στὸ θάνατο, ἦταν τιμωρία γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία του καὶ τὴν ὀργή του. Παρακαλοῦσε μὲ ὅλη του τὴ δύναμη τὸν Κύριο νὰ τὸν σπλαχνιστεῖ, ὅ,τι εἶπε ἦταν τὰ λόγια ἑνὸς πονεμένου πατέρα ποὺ καταλαβαίνει ὅτι χάνει γιὰ πάντα τὴν κόρη του. Ἔταξε ὅτι ἂν ἡ Εἰρήνη γιατρευτεῖ θὰ τὴν ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος στὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου, ὅσο κι ἂν τοῦ στοίχιζε αὐτό.

Οἱ προσευχὲς τόσων ἀγαπημένων προσώπων εἰσακούστηκαν καὶ ἡ Εἰρήνη σιγὰ-σιγὰ ἀνάνηψε. Ἡ ἀδερφὴ τῆς ἄρχισε κιόλας καθημερινὰ τὶς σαράντα λειτουργίες, ἐνῶ ἀπὸ τὴν πρώτη μέρα κρέμασε στὴν εἰκόνα τῆς Βλαχερνιώτισσας τὸ ἀνεκτίμητης ἀξίας κόσμημά της. Ἡ Εἰρήνη παρακολούθησε μὲ κατάνυξη ἀνελλιπῶς καὶ τὶς σαράντα λειτουργίες καὶ ἐπιδόθηκε σὲ θερμότατη προσευχὴ ἐνώπιον τῆς ἱερῆς εἰκόνας τῆς Παναγίας Βλαχερνιώτισσας. Ἡ Αὐγούστα ἐπισκέφθηκε τὴν Εἰρήνη καὶ τῆς χάρισε μία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μοναδικῆς τέχνης. Ἡ Εἰρήνη φύλαξε σὲ ὅλη της τὴ ζωὴ τὸ αὐτοκρατορικὸ δῶρο τῆς ἀσθένειάς της καὶ μετὰ τὴν ὁσιακή της κοίμηση, τὸ εἰκόνισμα παρέμεινε στὸ καθολικό της μονῆς Χρυσοβαλάντου.

Μὲ τὶς συμβουλὲς τοῦ γιατροῦ μεταφέρθηκε στὰ ἀνάκτορα τῶν Βλαχερνῶν, καθὼς ἡ ἐξοχὴ θὰ συνέβαλε στὴ γρήγορη ἀνάρρωσή της. Ἀπὸ ἐκεῖ, ἡ Εἰρήνη μποροῦσε νὰ βλέπει τὴ μονὴ Χρυσοβαλάντου. Μέσα στὴν ἐξαιρετικὴ περιποίηση ποὺ εἶχε, προετοιμαζόταν ἀκόμη περισσότερο γιὰ τὸ δρόμο τῆς ἄσκησης καὶ τὴν πορεία τοῦ ἀγγελικοῦ βίου. Κάθε δεσμὸς μὲ ὁτιδήποτε κοσμικὸ εἶχε ὁριστικὰ κοπεῖ. Ἀκόμη κι ὅταν στὸ παλάτι ἔφτασε ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια μὲ ἕνα πλῆθος ἐπισήμων ἀκολούθων, ἡ Εἰρήνη κατόρθωσε νὰ ζεῖ ἀπομονωμένα μὲ μόνη συντροφιά της τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Ἡ εὐτυχία της μεγάλωνε ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα νὰ ἐγκλειστεῖ στὴ μονὴ καὶ ἀκτινοβολοῦσε μία οὐράνια γαλήνη. Γιὰ ὅλα αὐτά, εἶχε κερδίσει τὸν ἀμέριστο θαυμασμὸ τῆς πριγκίπισσας Θέκλας, ποὺ ἤδη τὴν ἔβλεπε σὰν ἁγία.

Ἐδῶ πρέπει ἴσως νὰ προσθέσουμε ὅτι ἡ Εἰρήνη ἔστειλε μὲ κάθε μυστικότητα τὰ ἀμύθητης ἀξίας κοσμήματά της, τὸ αὐτοκρατορικὸ δῶρο τῶν ματαιωμένων γάμων της, στὸ ὀρφανοτροφεῖο τῶν Ὑψωμαθείων. Τὸ ὀρφανοτροφεῖο αὐτὸ τὸ συντηροῦσαν οἱ μοναχὲς τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, ὅπως τὴν εἶχε ἐνημερώσει ἡ Ἡγουμένη κατὰ τὸ πρῶτο της προσκύνημα στὸ μοναστήρι.

Ὅταν ἡ Εἰρήνη γιατρεύτηκε καὶ δυνάμωσε ἐντελῶς ἀπὸ τὴν ἀσθένειά της, εἶχε περάσει ἡ γιορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ ὅλοι πιὰ ἤξεραν ὅτι ἔφτασε ἡ ὥρα νὰ ἀποχαιρετήσουν τὴν ἀγαπημένη τους. Ἡ Εἰρήνη ἀποχαιρέτησε τὸ θεῖο της πατρίκιο Νικηφόρο, ὁ ὁποῖος ἦταν αὐτήκοος μάρτυρας τῆς προφητείας τοῦ ὁσίου Ἰωαννικίου. Ὕστερα ἦρθε ἡ σειρὰ τῆς ἀδερφῆς της. Ἡ Καλλινίκη ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητα γιὰ τὸν παντοτινό της χωρισμὸ ἀπὸ τὴν πολυαγαπημένη της ἀδερφή. Τὰ γλυκὰ λόγια τῆς Εἰρήνης δὲν τὴν καθυσήχαζαν· τὸ μόνο ποὺ ἠρεμοῦσε κάπως τὴ μεγάλη της πίκρα ἦταν ἡ σκέψη ὅτι ἡ Εἰρήνη δὲν πήγαινε πολὺ μακριὰ καὶ πὼς θὰ μποροῦσε, ὅσο ἐπιτρεπόταν ἀπὸ τοὺς κανόνες τῆς μονῆς, νὰ τὴν ἐπισκέπτεται. Στὶς συγκινητικὲς αὐτὲς στιγμές, παρὼν ἦταν καὶ ὁ Καίσαρας Βάρδας. Οἱ βιογράφοι τῆς ἁγίας ἀλλὰ καὶ τοῦ Καίσαρα, καθὼς καὶ σύγχρονοί τους ἱστορικοὶ καὶ χρονογράφοι, γράφουν ὅτι ἦταν ἡ πρώτη καὶ ἡ τελευταία φορά, ποὺ τὰ συγγενικά του πρόσωπα εἶδαν συγκινημένο τὸν ὑπέρμετρα φιλόδοξο, ἀγέρωχο καὶ στερούμενο ὁποιουδήποτε ἠθικοῦ φραγμοῦ Βάρδα.

Ὁ πατρίκιος Φιλάρετος ὁδήγησε τὴ μικρή του κόρη στὴν ἱερὰ μονὴ τῶν Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ τοῦ Χρυσοβαλάντου, πραγματοποιώντας τὸ τάμα του, παρόλη τὴν πίκρα του. Στὴ μονή, στὸ ἐξωτερικὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, ἡ Εἰρήνη ντύθηκε τὸ ταπεινὸ ἀσκητικὸ ράσο τῆς δόκιμης μοναχῆς καὶ σκέπασε τὰ ὄμορφα μαλλιά της μὲ τὸ παραδοσιακὸ μαῦρο κάλυμμα. Μάλιστα, ἡ καλλονή της, ἀντὶ νὰ χαθεῖ κάτω ἀπὸ τὸ μαῦρο ἔνδυμα καὶ τὴν καλύπτρα τοῦ κεφαλιοῦ, ἀναδείχθηκε ἀκόμη περισσότερο. Ἡ Ἡγουμένη καὶ οἱ ἀδερφὲς τὸ παρατήρησαν καὶ συναισθάνθηκαν πὼς στὴ μονή τους εἶχε εἰσέλθει μία πραγματικὴ ἁγία. Μετὰ ἀπὸ τὶς καθιερωμένες εὐχὲς πρὸς τὴ Θεοτόκο, ὁ Φιλάρετος μὲ δάκρυα εὐχήθηκε στὸ παιδί του νὰ «εὐαρεστήσῃ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις» καὶ πῆρε μόνος του τὸ δρόμο τοῦ γυρισμοῦ στὴ Βασιλεύουσα.

Ἡ Εἰρήνη μαζὶ μὲ τὶς μοναχὲς καὶ τὴν Ἡγουμένη Ἄννα εἰσῆλθε στὴ μονὴ καὶ ὁδηγήθηκε στὸ κελί της, ποὺ βρισκόταν ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς καὶ τὸ ὁποῖο διατήρησε γιὰ ὅλη της τὴ ζωή. Ἀπὸ τὰ 15 της χρόνια, ποὺ εἰσῆλθε στὸ μοναχικὸ βίο, μέχρι τὰ 104 ποὺ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της στὸ Νυμφίο της, ἀπὸ τὸ μοναστήρι βγῆκε μόνο μιὰ φορά: προκειμένου νὰ προσευχηθεῖ στὸ ναὸ τῆς Βλαχερνιώτισσας γιὰ μία πνευματικὰ ἄρρωστη ἀδελφή.

Ὡς κοσμική, μὲ τὸ ἐξαιρετικό της ἦθος καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη της ἔκαμψε τὸ φρόνημα καὶ συγκίνησε ὑπερήφανους ἀριστοκράτες. Ὡς μοναχή, μὲ τὴ μοναδική της πίστη καὶ τὴ φλογερή της ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, προσέλκυσε τὴ Θεία Χάρη καὶ ἀξιώθηκε πλῆθος θαυμάτων, διάγοντας βίο ἐνδοξότερο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ ζοῦσε στὰ διεφθαρμένα ἀνάκτορα, ἐνδεδυμένη δόξα Θεοῦ, χωρὶς καθόλου νὰ θαφτεῖ στὴν ἀφάνεια, ὅπως νόμιζαν οἱ δικοί της.

Ἡ δόκιμος μοναχὴ Εἰρήνη μὲ πολὺ μεγάλη εὐτυχία καὶ ὑπέρμετρο ζῆλο προσαρμόστηκε στοὺς αὐστηροὺς κανονισμοὺς τῆς κοινοβιακῆς μονῆς. Ἔχοντας λησμονήσει ἐντελῶς τὸ μέχρι τότε τρόπο ζωῆς της, ἐπιτελοῦσε ὁλοπρόθυμα ἀκόμη καὶ τὰ πιὸ ταπεινὰ διακονήματα· εἶχε ἐνταχθεῖ στὶς ὁμάδες ἐργασίας πρῶτα τοῦ ἐργόχειρου καὶ ἀργότερα τῆς ἐξαιρετικὰ δύσκολης καλλιγραφίας. Ἐπιπλέον, ζήτησε καὶ πῆρε τὴν εὐλογία τῆς Ἡγουμένης νὰ φροντίζει δυὸ ὑπερήλικες μοναχές, οἱ ὁποῖες δὲν ἦταν πιὰ σὲ θέση νὰ αὐτοπεριποιοῦνται. Μιὰ μέρα, ἡ ἡγουμένη ὑπῆρξε αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ ἑξῆς περιστατικοῦ, ποὺ δείχνει ὅτι μὲ τὸ πολὺ δύσκολο διακόνιμα τῆς φροντίδας ἡλικιωμένων, ἡ Εἰρήνη εἶχε ἑλκύσει τὴ Θεία Χάρη καὶ Εὐλογία: καθὼς ἡ λεπτοκαμωμένη Εἰρήνη στήριζε μὲ πολὺ κόπο μία ἀπὸ τὶς γριοῦλες, προκείμενου νὰ τὴν ὁδηγήσει στὸ Καθολικὸ γιὰ τὴν Ἀκολουθία, ἡ ἡγουμένη Ἄννα, ποὺ ἦταν πίσω τους, εἶδε ἕνα λαμπερὸ φωτοστέφανο στὸ κεφάλι τῆς Εἰρήνης.

Μέσα στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοβαλάντου, ἡ Εἰρήνη ἄσκησε καὶ ἀνέπτυξε σὲ ὑπέρμετρο βαθμὸ τὴν ἀρετὴ ποὺ τὴν ἀκολουθοῦσε σὲ ὅλη της τὴ ζωή, τόσο ὡς κοσμικὴ ὅσο καὶ ὡς μοναχή: τὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Ποτὲ ἡ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες πατρικία Εἰρήνη δὲν μίλησε στὶς ἄλλες μοναχὲς γιὰ τὴν πανίσχυρη οἰκογένειά της, τὶς νίκες τοῦ στρατηγοῦ πατέρα της, τοὺς τίτλους εὐγενείας ποὺ ἔφερε, τοὺς δεσμούς της μὲ τὴν αὐτοκρατορικὴ οἰκογένεια. Ὅλα αὐτὰ τὰ θεωροῦσε μάταια καὶ ἀσήμαντα μπροστὰ στὴν Οὐράνια Βασιλεία. Μὰ ποτὲ δὲν καυχήθηκε καὶ γιὰ τὰ πολλὰ φυσικά της χαρίσματα, τὴ μεγάλη της ὀμορφιά, τὴν εὐφυΐα της, τὴν ἰσχυρὴ θέληση, τὴ μόρφωσή της. Ἀποτελοῦσε βαθύτατα ριζωμένη πεποίθηση τῆς Εἰρήνης ὅτι τὰ ἐπίκτητα ἀγαθὰ ἦταν ἀνάξια, ἐνῶ τὰ φυσικὰ ἦταν δῶρα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀνάλογες δωρεὲς δίνει στὸ κάθε πλάσμα Του, γι᾿ αὐτὸ ἡ δόκιμη μοναχὴ πίστευε ἀκράδαντα ὅτι δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ ὑπερηφανεύεται.

Μὲ αὐτὲς τὶς ἀπόψεις της, ἡ Εἰρήνη ἐπιδείκνυε ἀπόλυτη ὑπακοὴ ὄχι μόνο στὴν Ἡγουμένη Ἄννα, ἀλλὰ καὶ τὶς ἄλλες ἀδερφές, τόσο τὶς μεγαλύτερες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἦταν νεώτερες ἀπὸ ἐκείνη στὴν ἡλικία. Ἡ Ἄννα, ἔχοντας ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ διακρίνει τὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς Εἰρήνης, συχνὰ τὴν ἐπέπληττε μὲ αὐστηρὸ τρόπο μπροστὰ σὲ ὅλη τὴν ἀδελφότητα, ὥστε ὅλες οἱ μοναχὲς νὰ διδάσκονται στὴν ἀρετὴ τῆς ταπείνωσης. Ὅμως, ἡ νέα δεχόταν τὶς ἐπιπλήξεις ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη καὶ ἀπὸ ἄλλες μοναχὲς χωρὶς κανένα παράπονο καὶ μάλιστα προσπαθοῦσε νὰ τὶς ἀνταποδίδει μὲ προσωπικὲς ἐκδουλεύσεις. Ἔτσι, ἀσκοῦνταν στὴν ἄλλη μεγάλη ἀρετή, τῆς ἀγάπης.

Κάθε βράδυ, γονάτιζε μπροστὰ στὴν Ἡγουμένη της καὶ δακρυσμένη ὁμολογοῦσε ὅλες τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς πράξεις τῆς ἡμέρας, ποὺ θεωροῦσε ἀτελεῖς. Μὲ τὸν καθημερινὸ αὐτοέλεγχο ἐλάφρυνε τὴ συνείδησή της καὶ πλησίαζε τὴν πνευματικὴ τελειότητα. Ἦρθε κάποια στιγμὴ ὅμως ποὺ δοκίμασε δυνατὸ πόλεμο ἀπὸ τὸν ἐχθρό του καλοῦ: Στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τὴν πρώτη ποὺ ζοῦσε ἐντὸς τῆς μονῆς ὡς ὑποψήφια μοναχή, θέλοντας νὰ μιμηθεῖ τὶς ἀδελφὲς τῆς μοναχές, ἡ Εἰρήνη πῆρε εὐλογία ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη νὰ ἐπιδοθεῖ σὲ αὐστηρὴ ἄσκηση: ἔτρωγε μόνο μιὰ φορὰ τὴν ἡμέρα ὠμὰ λάχανα καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένη σὲ ἕνα σκαμνί, χωρὶς νὰ πλαγιάζει στὸ ταπεινό της στρῶμα. Ἀμέσως, ἡ σάρκα τῆς ἄπειρης ἀκόμη σὲ τόσο αὐστηρὴ ἄσκηση δόκιμης ἐπαναστάτησε: στὸ μυαλὸ τῆς Εἰρήνης ἀδιάκοπα ἐρχόντουσαν ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ πρόσφατο παρελθόν: τὴν πολυτέλεια ποὺ ἄφησε πίσω της, τὴν καλοπέραση, τὶς μεγάλες τιμὲς ποὺ ἀπολάμβανε. Ὅμως, δὲν ἐπέτρεψε στὸν πειρασμὸ νὰ τὴν βγάλει ἀπὸ τὸ δρόμο της. Χωρὶς ἡ ντροπὴ νὰ σταθεῖ ἐμπόδιο, ἡ Εἰρήνη ἀμέσως μίλησε στὴν Ἡγουμένη. Ἔμπειρη ἡ ὁσιωτάτη Ἄννα ἐλάφρυνε τὴν ἄσκηση τῆς νέας, γνωρίζοντας ὅτι ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση, καθὼς καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τρυφή, ἐγείρει τὶς ἄλογες ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Ἔτσι, ἡ Εἰρήνη ξεπέρασε αὐτὴ τὴ δύσκολη δοκιμασία μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῆς προεστώσας της καὶ τὸ πανίσχυρο ὅπλο ποὺ τὴν συνόδευε σὲ ὅλη της τὴ ζωή: τὴν προσευχή.

Στὸ τέλος τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἡ πνευματικὴ διοίκηση τῆς μονῆς Χρυσοβαλάντου, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ της, ἔλαβε τὴ σημαντικὴ ἀπόφαση νὰ προβιβάσει τὴν Εἰρήνη στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Ἡ προεστώσα συνέστησε ὁλοπρόθυμα τὴ νεαρὴ δόκιμη, τὴν ὁποία κρυφὰ καμάρωνε καὶ στὴν ὁποία ἤδη διέκρινε τὴν ὑπεράξια διάδοχό της. Οἱ ὑπόλοιπες μοναχὲς μὲ πολὺ χαρὰ δέχτηκαν τὴν εἴδηση, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη κατέφυγε στὴν προσευχή, νιώθοντας βαρύτατη εὐθύνη γιὰ τὶς ἱερὲς ὑποσχέσεις ποὺ καλοῦνταν νὰ δώσει ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἀνησυχοῦσε πολὺ μήπως φανεῖ ἀνάξια τῶν ὑποσχέσεών της, καθὼς θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της ἀπροετοίμαστο νὰ ἐπωμιστεῖ ἀπὸ τόσο νωρὶς αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ χάρη, ποὺ ὅμως συνεπαγόταν καὶ μεγάλο φορτίο. Πειθάρχησε ὅμως ὅπως πάντα στὶς ἐπιθυμίες τῶν ἀνωτέρων της, ἐλπίζοντας στὴ χάρη τῆς προσευχῆς καὶ στὴν καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν της. Ὑπῆρχε ἀκόμη ἕνας λόγος ποὺ ὤθησε τὴν Εἰρήνη νὰ μὴ προβάλλει ἀντιρρήσεις, ὅσο ἀνέτοιμη κι ἂν αἰσθανόταν: ὁ πατέρας της τῆς εἶχε μηνύσει ὅτι πολὺ γρήγορα θὰ φύγει γιὰ πάντα ἀπὸ τὴν Πόλη, ὅμως θὰ ἤθελε νὰ παρευρεθεῖ στὴν τελετὴ κουρᾶς τῆς κόρης του. Ἡ Εἰρήνη θεωροῦσε καθῆκον της νὰ σεβαστεῖ τὴν ἐπιθυμία τοῦ πατέρα της, ἂν αὐτὴ γλύκαινε τὴ στενοχώρια του γιὰ τὸ ἀποχωρισμὸ τῆς ἀγαπημένης θυγατέρας του. Ἔτσι, ἡ τελετὴ ὁρίστηκε γιὰ τὴν Τρίτη του Πάσχα.

Τὴν παραμονὴ ἡ ἀδελφότητα τέλεσε ἱερὴ ἀγρυπνία στὸ Καθολικὸ τῶν Ἀρχαγγέλων ἔχοντας ἀνάμεσά τους τὴ νύμφη τοῦ Χριστοῦ. Ὅλες οἱ μοναχὲς προσευχόντουσαν θερμά, ὥστε ἡ νέα μοναχὴ νὰ λάβει τὴ χάρη νὰ εὐαρεστήσει τὸ Νυμφίο της. Ἡ ἴδια ἡ Εἰρήνη σωματικὰ μόνο βρισκόταν στὴ γῆ· πνευματικὰ εἶχε φτάσει τὸ θρόνο τοῦ Κυρίου καὶ ἐκεῖ μπροστὰ προσευχόταν μὲ θεία ἔξαρση. Ἔβλεπε τὸν Κύριο μπροστά της καὶ Τοῦ πρόσφερε τὴν καρδιά της πλημμυρισμένη ἀπὸ θεῖο Ἔρωτα. Ἀπὸ ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ ὡς τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς της, ἡ Εἰρήνη αἰσθανόταν βαθύτατα τὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστὸ καὶ μποροῦσε νὰ ψιθυρίζει τὰ λόγια του ἀποστόλου Παύλου, ποὺ τώρα κατανοοῦσε πλήρως τὸ νόημά τους: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Ἡ τελετὴ τῆς κουρᾶς διεξήχθη στὸ ἐξωτερικὸ παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, ὅπως συνέβαινε πάντα, ὅταν παρευρίσκονταν ἄρρενες συγγενεῖς τῶν ἀδελφῶν, καθὼς στὴ μονὴ δὲν ἐπιτρεπόταν εἴσοδος τῶν ἀνδρῶν. Ἐκεῖ παρευρέθηκαν ὁ πατρίκιος Φιλάρετος, ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος, ἡ Καλλινίκη καὶ ὁ Καίσαρας Βάρδας, ἡ Αὐγούστα Θεοδώρα καὶ ἡ πριγκίπισσα Θέκλα. Ἀφοῦ ὅλοι πῆραν τὶς θέσεις τους, δυὸ ἀδελφὲς ὁδήγησαν στὸ ναὸ τὴ νύμφη: ἡ Εἰρήνη ἦταν ντυμένη μὲ ἕναν κατάλευκο χιτώνα καὶ εἶχε ξέπλεκα τὰ κατάξανθα μακριὰ μαλλιά της. Ἡ περιλάλητη ὀμορφιά της, ἀντὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείψει ἔπειτα ἀπὸ τόση ἄσκηση, νηστεία καὶ κοπιαστικὲς ἐργασίες, εἶχε ἀποκτήσει κάτι τὸ αἰθέριο καὶ ὑπερκόσμιο καὶ αὐτὸ δὲν ἔλαθε τῆς προσοχῆς κανενὸς ἀπὸ τοὺς καλεσμένους.

Μὲ πολὺ μεγάλη συγκίνηση καὶ βεβαιότητα ἀπαντοῦσε στὶς ἐρωτήσεις τοῦ πνευματικοῦ της καὶ ἔδωσε ἱερὴ ὑπόσχεση νὰ τηρήσει μέχρι θανάτου τὶς τρεῖς ἀρετές: ἁγνότητα, ἀκτημοσύνη, ὑπακοή. Στὴ συνέχεια, μὲ σταθερὸ χέρι πῆρε τὸ ψαλίδι πάνω ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸ πρόσφερε στὸν ἱερέα, ὁ ὁποῖος τῆς ἔκοψε τὰ ὑπέροχα μαλλιά της καὶ ντύθηκε τὸ τραχὺ τρίχινο ράσο, τὸ σύνηθες ἔνδυμα τῶν μοναχῶν ἐκείνων τῶν χρόνων. Τὸ ράσο αὐτὸ δὲν τὸ ἔβγαζε ποτὲ ἀπὸ πάνω της, οὔτε γιὰ νὰ τὸ πλύνει. Μόνο στὴ γιορτὴ τοῦ Πάσχα φοροῦσε ἕνα καινούργιο καὶ τὸ παλιὸ τὸ ἔδινε σὲ κάποιον φτωχὸ περαστικό. Ὅμως, τὸ παλιὸ αὐτὸ ράσο ἔλαμπε ἀπὸ καθαριότητα καὶ ἀνάβλυζε μία γλυκιὰ εὐωδιά. Γι᾿ αὐτὸ οἱ ἀδελφὲς ποὺ τὸ εἶχαν συνειδητοποιήσει, κρυφὰ κράταγαν τὸ ράσο τῆς ἀδελφῆς καὶ ἀργότερα ἡγουμένης τους, τὸ ἔσκιζαν καὶ μοιραζόντουσαν τὰ κομμάτια του. Μετὰ τὸ θάνατο τῆς ἁγίας Εἰρήνης, ἔβαζαν τὰ κομμάτια τοῦ ράσου της πάνω σὲ ἀρρώστους καὶ θαυματουργικὰ ἐκεῖνοι θεραπευόντουσαν.

Ἀφοῦ ὁλοκληρώθηκε ἡ τελετὴ τῆς κουρᾶς καὶ ἡ Εἰρήνη ἔλαβε τὸ ἀγγελικὸ σχῆμα, ἄρχισε ἡ θεία λειτουργία καὶ στὸ τέλος κοινώνησαν οἱ ἀδελφὲς καὶ ὅλοι οἱ καλεσμένοι. Μετὰ ἀπὸ αὐτὲς τὶς κατανυκτικὲς στιγμές, ὁ στρατηγὸς Φιλάρετος, ὁ ὁποῖος ἀκόμη δὲν εἶχε συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν ἰδέα ὅτι ἡ κόρη του εἶχε εἰσέλθει στὶς τάξεις τῶν μοναχῶν καὶ ἡ μεγάλη του στενοχώρια τὸν εἶχε φανερὰ καταβάλει, κάτι ποὺ δὲ διέφυγε ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῆς Εἰρήνης, ἡ ὁποία πάντα νοιαζόταν τὴν οἰκογένειά της καὶ προσευχόταν καθημερινὰ γιὰ τὰ ἀγαπημένα τῆς πρόσωπα, ἀποχαιρέτησε ὁριστικὰ τὶς κόρες του, ὑπέβαλε τὴν παραίτησή του στὸν αὐτοκράτορα καὶ ἐγκαταστάθηκε γιὰ πάντα στὴν Καισαρεία. Ἐκεῖ, ἔζησε σὰν ἐρημίτης ἀσχολούμενος μὲ τὴν κηπουρικὴ καὶ μὲ τὶς θρησκευτικὲς μελέτες. Πέθανε ὁλομόναχος ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια καὶ θεωρώντας τὶς κόρες του ἐξασφαλισμένες, κάθε μιὰ βέβαια μὲ διαφορετικὸ τρόπο, ἄφησε τὴν τεράστια περιουσία του σὲ φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα τῆς γενέτειράς του.

Ὡς μοναχὴ ἡ Εἰρήνη, ἀφοσιώθηκε ὁλόψυχα στὸ Θεὸ καὶ συνέχιζε τὶς μεγάλες καὶ ἀδιαμφισβήτητες πνευματικὲς προόδους. Βέβαια, κανεὶς δὲ θὰ πρέπει νὰ πιστέψει ὅτι αὐτὴ ἡ πορεία πρὸς τὴ θέωση καὶ τὴν τελείωση ἦταν γιὰ τὴν Εἰρήνη μία ἀνώδυνη καὶ ξεκούραστη πορεία. Ὁ πόνος χάραζε στὴν ψυχήὴ της τὸ ἔργο τῆς ἁγιότητας. Οἱ θλίψεις ποὺ τὴν καταλάμβαναν προέρχονταν τόσο ἀπὸ τὸν ὀρθόδοξο μοναχικὸ ἀγώνα της ὅσο καὶ ἀπὸ ζητήματα κοσμικά.

Ἔπρεπε νὰ παλεύει μὲ τὰ πονηρὰ πνεύματα ποὺ τὴν ἔβαζαν σὲ πειρασμούς, συχνὰ σκέπαζε τὴν καρδιά της ψυχικὴ ξηρασία, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος φρόντιζε νὰ καλύπτει τὴν ὁλόθε paraklisi
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ