2013-02-21 12:58:02
Φωτογραφία για Στα «γρουσουζάδικα» η εργατιά ξεκινούσε την ημέρα με πατσά
της Κορίνας Καφετζοπούλου 

Αν και το θέμα δεν είναι ο πατσάς- "μεζές" που μόνο στην Ελλάδα θα βρεις - μερικές φορές ή μάλλον πάντα, από τις διατροφικές συνήθειες ενός λαού συμπεραίνεις και την ιστορία ενός τόπου ή μιας γειτονιάς, μιας ολάκερης εποχής. Διότι όπως και να το κάνουμε άλλοι τρώνε το χαβιάρι και άλλοι τον πατσά!

Αυτό το τονωτικό πιάτο ήταν πρώτα το πιάτο του φτωχού, μετά έγινε του ξενυχτισμένου πότη. Το προτιμούσαν οι πρωινοί τύποι, οι άνθρωποι των λιμανιών, της αγροτιάς, και της νύχτας. Άλλοι ξεκινούσαν εκείνη την ώρα τη δουλειά και άλλοι την τελείωναν. Όμως όλοι ήθελαν να ικανοποιήσουν το «πονεμένο» τους στομάχι.

Περίπου για 60 χρόνια στο στενό αυτό επικρατούσε το αδιαχώρητο. Τώρα οι περισσότεροι το προτιμούν για να "κόβουν" δρόμο

Το πιάτο της ημέρας ήταν ο πατσάς και για τα «γρουσουζάδικα» σε μια στοά στην κεντρική αγορά του Ηρακλείου.


Η οδός ονομάζεται "Φωτίου Θεοδοσάκη", αλλά μάλλον ελάχιστοι την ξέρουν έτσι. Με τον "τίτλο γρουσουζάδικα", όπως θυμούνται οι παλαιότεροι, «βαπτίστηκε» τα πολύ παλιά χρόνια.

Ένας χωματόδρομος ήταν που πέρναγαν τα γαϊδουράκια με τους αγρότες. Τώρα το στενό είναι πλακόστρωτο, πενήντα βήματα, όλο κι όλο.

Εκεί βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο κολλητά, μικρά μαγαζάκια, περίπου δέκα, που είχαν έξω τις φουφούδες και έψηναν. Άλλος παιδάκια, άλλος ψάρια, και σουπιές …. Ντουμάνι ο καπνός από τις φουφούδες και οι μυρωδιές ανάκατες. Δεν ήθελε και πολύ να βγει το παρατσούκλι.

Και οι άνθρωποι που πήγαιναν εκεί ... ανάκατοι ήταν!

Στη φωτογραφία απεικονίζεται ο Γιακουμής.Το μαγαζί που άνοιξε το 1935 μαζί με το μπάρμπα- Σάββα είχε πέντε τραπεζάκια μέσα και δυο έξω. Σέρβιρε μόνο παιδάκια και σαλάτα, όμως ουρές σχημάτιζε η πελατεία και περίμενε να αδειάσει τραπέζι.

Μικρασιάτες οι πιο πολλοί, άλλοι «ξενομπάτηδες», και άλλοι από τα χωριά του Ηράκλειου και όλης της Κρήτης, που έκαναν ολόκληρο ταξίδι εκείνες της εποχές για να πάνε στη «χώρα», δηλαδή στο Ηράκλειο.

Από τα πρώτα «φαγάδικα» εκείνης της εποχής ήταν του Γιακουμή, ενός μικρασιάτη που είχε συνεταίρο τον μπαρμπα -Σάββα και το μαγαζί του Λάκη Παπαδάκη. Πάνω κάτω στη δεκαετία του ’30 άνοιξαν. Τότε ήταν το μέρος όπου οι περαστικοί έτρωγαν το πρώτο πιάτο της ημέρας πριν ξεκινήσουν τις δουλειές τους.

Ο πατσάς στοίχιζε 2 ή 3 δραχμές. Τα μαγαζάκια άνοιγαν στις 5 το πρωί για να κάνουν την προετοιμασία τους.

H αυλαία στα "γρουσουζάδικα" έπεσε μαζί με τα ρολά.

Στις 7 ή λίγο πιο νωρίς ο πατσάς ήταν έτοιμος. Έτοιμα και τα κάρβουνα για να ψήσουν τα παιδάκια.

Και πάντα ως «συνοδεία» ... ένα ποτηράκι κρασί. Όχι παραπάνω, ήταν για να ξεκινήσει η δύσκολη ημέρα. Περνούσαν οι αγρότες για να στυλωθούν και οι ταξιδιώτες από τους υπόλοιπες περιοχές του νησιού, για να συνέλθουν από το μακρύ ταξίδι.

Νύχτα έπαιρναν το λεωφορείο και τα πρώτα έφταναν μετά τις 7 πμ. Μετά από τόσο ταξίδι πώς να μην σε "κόψει" η πείνα;

Στην πλατεία Δασκαλογιάννη ήταν το τέρμα του λεωφορείου που εξυπηρετούσε την ανατολική πλευρά του νησιού. Στην πλατεία Κορνάρου στάθμευαν τα λεωφορεία από την άλλη πλευρά.

Μια γειτονιά το κέντρο και τα γρουσουζάδικα σημείο συνάντησης, από τα ξημέρωτα. Εκεί ήταν η καρδιάς της, με κάθε λογής πωλητή και πραματευτή και κόσμο, πολύ κόσμο! Απο εκεί ψώνιζαν το κρέας απο εκεί τα ψάρια και τα λαχανικά.

Εκεί κοντά και οι συγκοινωνίες. Το μέρος αυτό φάνταζε ότι δε θα ξέμενε ποτέ από πελατεία, ότι δε θα ξεθώριαζε. Είχε γίνει συνήθεια η κεντρική αγορά, συνήθεια και οι μυρωδιές από το στενό της Φωτίου Θεοδοσάκη. Σταδιακά μάλιστα η κουζίνα απέκτησε ποικιλία. Μακαρόνια με κιμά, στιφάδο, παστίτσιο, μουσακάς.

Ο κ. Γιώργος Γεωργαλής ξεκίνησε την καριέρα του απο το μαγαζάκι του Γιακουμή, το 1974

Σιγά σιγά το μέρος αυτό αποκτά τη δική του αίγλη, προσεγγίζει και τους αστούς και τους πρώτους τουρίστες καθώς στην περιοχή υπήρχαν και μικρές πανσιόν.

Αργότερα θα φιλοξενήσει και την ελίτ της κοινωνίας του Ηρακλείου, χωρίς όμως ποτέ να απομακρυνθούν οι άνθρωποι του μεροκάματου που το «έχτισαν» και του έδωσαν την «πρώτη του ζωή».

«Τι στο διάολο, στη Βραζιλία βρίσκομαι;»

Για την ιστορία της περιοχής μίλησαν στο MadeinCreta δυο άνθρωποι που την ξέρουν απ’ έξω και ανακατωτά από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και σήμερα, οι κύριοι Γιώργος Περισυνάκης και Γιώργος Γεωργαλής.

Οι μυρωδιές πιο διστακτικές αναδύονται ακόμα. Εχει δεν έχει κόσμο η κουζίνα λειτουργεί ακόμα

Και οι δύο πήγαν εκεί, νέα παλικάρια ως υπάλληλοι. Ο πρώτος στο μαγαζί του Λάκη Παπαδάκη το 1965 και ο δεύτερος το 1974 στο μαγαζί του Γιακουμή. Τα περισσότερα μαγαζιά που βρίσκονται εκεί, σήμερα τους ανήκουν. Είναι οι ιδιοκτήτες του στενού. Εκεί επένδυσαν το κομπόδεμα μιας ζωής, εκεί συνεχίζουν να ζουν.

Οι διηγήσεις τους …βιβλίο που ξεφυλλίζεις.

Χαρακτηριστικές είναι δύο εικόνες που μετάφερε στο MadeinCreta o κ. Γιώργος Γεωργαλής. Την πρώτη την αντίκρισε ως επισκέπτης κάπου στη δεκαετία του ’60. Σε μια στάση από τα ταξίδια που έκανε ως ναυτικός. «Ένα βράδυ πέρασα από εδώ, είχε τόσο κίνηση και τόσο κόσμο που για μια στιγμή αναρωτήθηκα: «Τι στο διάολο στη Βραζιλία είμαι;».

Την άλλη ως ιδιοκτήτης: «Θυμάμαι τους καλούς καιρούς που φώναζες "βοήθεια" το βράδυ και τα μαγαζιά ήταν γεμάτα ξένους και δεν σε καταλάβαινε άνθρωπος (!) και τώρα δεν κυκλοφοράει κανείς , δυστυχώς».

Όπως λέει ο ίδιος τόσο χρόνια τάισε τους πάντες «το αφάν-γκατέ του Ηρακλείου μέχρι τη Μαργαρίτα Παπανδρέου».

O κ. Γιώργος Περισυνάκης άνοιξε το δικό του μαγαζί το 1968. Πήγε στα γρουσουζάδικα το 1965 για να εργαστεί και ρίζωσε.

Εξίσου νοσταλγική και η διήγηση του κ. Γιώργου Περισυνάκη, που είναι και ο πιο παλιός πλέον στη γειτονιά.

Και τι δε θυμήθηκε ο κ. Γιώργος! Το χωματόδρομο, τις φουφούδες, το παζλ των ανθρώπων και των ψυχών, τους λίγους που έμειναν και αυτούς που έφυγαν για πάντα. Και τις παρέες, πολλές παρέες.

Και την αυτοσχέδια μουσική με τα κουτάλια. Διότι τα μαγαζιά αυτά ζωντανή μουσική και νταβαντούρι δεν είχαν, είχαν όμως κουτάλια και πολλούς καλλίφωνους πελάτες.

Ένας από τους «οργανοπαίχτες» με τα κουτάλια και ο Μιχάλης , που κράταγε το ρυθμό.

«Τον είδα ξανά πριν λίγα χρόνια το Μιχάλη και τον ρώτησα πότε θα παίξουμε ξανά τα κουτάλια. Και μου είπε: «Θα περάσω ξανά να τα παίξουμε τα κουτάλια αλλά ποιους θα βρούμε να ακούσουν τα κουτάλια που παίζαμε τα χρόνια εκείνα;» Μετά δεν τον ξαναείδα….»

madeincreta.gr
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ