2014-02-14 10:28:14
Φωτογραφία για Οι ψευδαισθήσεις της Δύσης και η αναλλοίωτη φύση της Τουρκίας, β΄ μέρος
Του Ιωάννη Σ. Λάμπρου, Πολιτικού Επιστήμονος - Διεθνολόγου

 Οι ψευδαισθήσεις της Δύσης και η αναλλοίωτη φύση της Τουρκίας, α΄ μέρος

Η Τουρκία στην Ευρώπη;

Η σχέση των Τούρκων με το δυτικό κόσμο, διαχρονικά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί περίοδος  συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού. Επί εκατοντάδες χρόνια η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αρχικά, και η δυτική Ευρώπη αργότερα, υπό τη μορφή διαφόρων συμμαχιών κάθε φορά, προσπαθούσαν να αναχαιτίσουν την επεκτατισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Αργότερα,  στις αρχές του 20ου αιώνα, το οθωμανικό σουλτανάτο συμμάχησε με την Αυτοκρατορική Γερμανία, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η κεμαλική, πλέον, Τουρκία τήρησε στάση επιτηδείου ουδετερότητας. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν η … πίστη σε κοινά ιδανικά με το Δυτικό Κόσμο, αλλά το βάρος της σοβιετικής παρουσίας στη Μαύρη Θάλασσα που ανάγκασε την Τουρκία να στραφεί στη Δύση
. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης η Άγκυρα, αρχικά με τον Τ. Οζάλ και ύστερα με τον Τ. Ερντογάν, υιοθέτησε μια διαφοροποιημένη εξωτερική πολιτική, βασισμένη σε μια ενδυνάμωση του  οθωμανικού παρελθόντος στην τουρκική ταυτότητα, πολιτική η οποία, σε ένα βαθμό, θέτει την Τουρκία σε αντίθεση με τους σχεδιασμούς δυτικών κρατών στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας. Απόδειξη αυτής της αντίθεσης αποτελεί η μη χρήση τουρκικού εδάφους, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το 2003 καθ’ οδόν για την εισβολή στο Ιράκ. Η ρήξη με το Ισραήλ και η περαιτέρω αποσταθεροποίηση της Συρίας λόγω βοήθειας της Άγκυρας σε ακραίες ισλαμικές ομάδες, αποτελούν στοιχεία περαιτέρω διαφοροποίησης με τις δυτικές στοχεύσεις στην περιοχή, χωρίς, όμως, να παραγνωρίζεται η ευελιξία, την οποία είναι έτοιμη να επιδείξει η τουρκική ηγεσία για να καταστεί πολύτιμη στις δυτικές χώρες. Επιπροσθέτως, η αρνητική διάθεση, όπως φανερώνονται μέσα από σωρεία δημοσκοπήσεων, της τουρκικής κοινωνίας, απέναντι  στον  Χριστιανισμό αποδεικνύει την ασυμβατότητα των Τούρκων με το ευρωπαϊκό πολιτιστικό πλαίσιο.

Ένα στοιχείο, το οποίο γίνεται αντικείμενο παρεξήγησης εκ μέρους δυτικών κυβερνήσεων, αναφορικά με την προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι ότι δεν γίνεται κατανοητό πως η τουρκική επιδίωξη για ένταξη στην ΕΕ δεν βασίζεται στην επιθυμία συμμετοχής σε μια κοινότητα  κοινών αξιών και όμοιας πολιτιστικής παράδοσης, αλλά λαμβάνει χώρα προς ενίσχυση του άρρωστου τουρκικού εθνικισμού ( βλέπε δηλώσεις εκ μέρους Τούρκων αξιωματούχων ότι είναι η Ευρωπαϊκή  Ένωση που χρειάζεται την Τουρκία! ), για να καλύψει το κόμπλεξ κατωτερότητας απέναντι στη Δύση μέσω της συμμετοχής της σε αυτή αποδεικνύοντας τη «δυτική ταυτότητα» της. Η Άγκυρα δεν επιθυμεί να συμμετάσχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ισότιμα, ανάμεσα σε χώρες με ίδιες πολιτιστικές παραδόσεις αλλά να έρθει σαν ηγεμόνας ( δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων περί  νεανικού τουρκικού πληθυσμού που θα αναζωογονήσει τη γερασμένη Ευρώπη και του μεγέθους της τουρκικής οικονομίας ) προσπαθώντας μέσω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση να νομιμοποιήσει τα  ερείσματα της  προς Δυσμάς και να δώσει λύση στο διαχρονικό ζήτημα της ανασφαλούς και εύθραυστης τουρκικής ταυτότητας. Ο εκσυγχρονισμός των δομών του κράτους και της κοινωνίας  μέσω της συμμετοχής στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, δεν εκλαμβάνεται από την τουρκική ηγεσία, διαχρονικά, ως ευκαιρία εκδημοκρατισμού αλλά ως ενίσχυση του κράτους για να επιδιώξει πληρέστερα την επεκτατική του πολιτική. Η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα χαλιναγωγήσει τον τουρκικό επεκτατισμό αλλά θα του προσδώσει μια πιο ποιοτική διάσταση και θα τον νομιμοποιήσει πλήρως.

Άλλοθι  για Αθήνα

Η παρερμηνεία του χαρακτήρα του ‘εκδημοκρατισμού’ της Τουρκίας έχει, δυστυχώς, παρενέργειες και στην άσκηση της εξωτερικής μας πολιτικής. Η επίσημη από το 1999 πολιτική της Ελλάδος είναι η, άνευ όρων, υποστήριξη της τουρκικής υποψηφιότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ενδόμυχη ελπίδα των ελλαδικών κυβερνήσεων είναι ότι η προοπτική ένταξης στην ΕΕ θα μετασχημάτιζε την τουρκική κοινωνία σε μια σύγχρονη, δυτικότροπη χώρα με περιορισμένο τον ρόλο του στρατεύματος και θα είχε ως αποτέλεσμα την άμβλυνση των αναθεωρητικών της διαθέσεων. Ο ευσεποθισμός αυτός, κίνηση απελπισίας των Αθηνών να πιαστούν από το οτιδήποτε για να μην αναλάβουν την ευθύνη αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού, αγνοεί την αυταρχική δομή της τουρκικής κοινωνίας και τον αυτενεργό χαρακτήρα του επεκτατισμού της γείτονος ανεξάρτητα από το κεμαλικό ή ισλαμικό πρόσημο της εκάστοτε κυβέρνησης.

Το πρότυπο κλονίζεται

Ανεξάρτητα από την εξέλιξη της εσωτερικής πάλης για εξουσία και τον μετασχηματισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος (ισλαμικό καθεστώς, δυναμική επανεμφάνιση του στρατεύματος, πιθανός διχασμός), αυτό το οποίο καθίσταται φανερό είναι πως ότι και αν προκύψει δεν θα συνιστά πηγή έμπνευσης και πρότυπο για τους δυτικούς σχεδιασμούς περί εκδημοκρατισμού των χωρών της Μέσης Ανατολής. Απεναντίας, όσο θα εντείνονται οι δοκιμασίες για την τουρκική οικονομία, τόσο η αντίθεση των διαδηλωτών θα καθίσταται πιο πιεστική και τόσο θα απονομιμοποιείται  το τουρκικό πρότυπο στο εξωτερικό. Ήδη, η μερική φυγή ξένων κεφαλαίων από την τουρκική οικονομία ρίχνει σκιές στην ικανότητα της Τουρκίας να συνδυάσει δημοκρατικές ελευθερίες και οικονομική ανάπτυξη βασισμένη στην ελεύθερη οικονομία. Πέρα από τους αξιοσημείωτους ρυθμούς ανάπτυξης, η Τουρκία δεν διαθέτει τους θεσμούς εκείνους, ελλείψει δημοκρατικής κουλτούρας και μακροχρόνιας αυταρχικής άσκησης εξουσίας, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για μια μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη. Το λεγόμενο τουρκικό οικονομικό θαύμα βασίζεται πάνω σε περιορισμένα εργασιακά δικαιώματα, εξαήμερη εργασία στον ιδιωτικό τομέα με ωράρια άνω των οκτώ ωρών και πληθώρα εργατικών θανατηφόρων ατυχημάτων, ιδίως στον ναυπηγικό και κατασκευαστικό τομέα.

Καταληκτικά Σχόλια

Στην γειτονική Τουρκία δεν λαμβάνει χώρα μια διαμάχη για την επικράτηση της δημοκρατίας αλλά μια διαπάλη για την εξουσία δύο, εξίσου, αυταρχικών ομάδων, ισλαμιστών και κεμαλιστών. Εσχάτως, δε, η ενδοισλαμική ρήξη επιβεβαιώνει ότι αντικειμενικός στόχος όλων των εμπλεκομένων αποτελεί η κατάληψη της εξουσίας και μόνον αυτή. Η αντίσταση, δήθεν,  ενός έθνους που μάχεται εναντίον μιας αυταρχικής κυβέρνησης, η οποία στέρησε τη δημοκρατία από το λαό αποτελεί μύθο. Μια τέτοια προσέγγιση υπονοεί ότι πριν την έλευση του κ. Ερντογάν στην εξουσία υπήρχε δημοκρατία στην Τουρκία. Αυτό, βέβαια, ελέγχεται αν λάβει κανείς υπ’όψιν ότι την τριετία 1999-2002 αναπληρωτής πρωθυπουργός της κυβέρνησης Ετσεβίτ ήταν ο ηγέτης των Γκρίζων Λύκων Ντεβλέτ Μπαχτσελί Την εικόνα, πέραν της διαμάχης εξουσίας ισλαμιστών-κεμαλιστών και Ερντογάν-Γκιουλέν, συμπληρώνουν οι Κούρδοι, το μόνο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας, το οποίο στο σύνολο του έχει εμπειρία εθνικών και κοινωνικών αγώνων, οι Αλεβίτες των οποίων τα θρησκευτικά δικαιώματα θα κινδυνεύσουν, έτι περαιτέρω, μετά από μια αμετάκλητη επικράτηση των Σουνιτών Ισλαμιστών, καθώς και μια μικρή δυτικόστροφη, φιλελεύθερη ( για τα τουρκικά πρότυπα) ομάδα, η οποία θέλει να πιστεύει πως θα ηγηθεί της υποθετικής μετάβασης της Τουρκίας σε αληθινή δημοκρατία. Η θέση Κούρδων και Αλεβιτών περιπλέκει την κατάσταση διότι οι μεν Κούρδοι όντας, στην πλειοψηφία τους, σουνίτες μουσουλμάνοι μπορούν να περιμένουν κάτι καλύτερο από τον Τούρκο πρωθυπουργό, κάτι το οποίο δεν ισχύει για τους Αλεβίτες, η θρησκευτική διαφοροποίηση των οποίων από το σουνιτικό Ισλάμ τους τοποθετεί εγγύτερα των κεμαλιστών. Η ισχνότατης επιρροής, δε, και μη έχουσα αναφορές στη λαϊκή βάση, φιλελεύθερη ομάδα αποτελεί το άλλοθι της Τουρκίας για την υποθετική της ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προοπτική, την οποία συνεχίζουν να υποστηρίζουν, για δικούς τους γεωπολιτικούς λόγους δυτικές κυβερνήσεις.

Είναι φανερό ότι το αίτημα για δημοκρατία στην Τουρκία είναι συνυφασμένο με τις πολιτικές στοχεύσεις της εκάστοτε ομάδας και δεν θεωρείται αξία, αυτή καθεαυτή, η οποία αξίζει να εφαρμοσθεί. Οι μεν Ισλαμιστές και Κεμαλιστές την χρησιμοποιούν για την επικράτηση στον αγώνα εξουσίας μεταξύ τους. Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, υποχρεωτικά, την επικαλούνται για λόγους…επιβίωσης. Ακόμα και όταν φαίνεται να υπάρχει η εκπεφρασμένη θέληση για  δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις ( δυτικότροποι φιλελεύθεροι ) δεν υπάρχει η ανάλογη υποστήριξη από την κοινωνία διότι τα αιτήματα εκδημοκρατισμού εκλαμβάνονται ως απαίτηση των δυτικών κυβερνήσεων.

Παράλληλα, όμως, ανεξάρτητα από τα κίνητρα των διαφόρων ομάδων εξουσίας η χρήση, το άκουσμα και η επίκληση της έννοιας «δημοκρατία» από τους πάντες, για τους δικούς τους σκοπούς, εθίζει, σε ένα βαθμό, την τουρκική κοινωνία, στη δημοκρατική διακυβέρνηση και θέτει ως προϋπόθεση το σεβασμό των νόμων, των όποιων νόμων, από το πολιτικό προσωπικό της χώρας. Εκφράζεται, έτσι, η ελπίδα ότι στο τέλος «κάτι θα μείνει», ότι από τη στιγμή κατά την οποία είτε οι ισλαμιστές, είτε οι κεμαλιστές κινητοποιούν την τουρκική κοινωνία με σύνθημα τη δημοκρατία, έστω για τους δικούς τους σκοπούς, δεν θα είναι σε θέση αργότερα να υποχωρήσουν και, μακροπρόθεσμα, έστω, θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν και οι ίδιοι δημοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης. Ακόμα και αν αυτό γίνει, όμως, οι Τούρκοι θα πρέπει να διανύσουν όλη την επίπονη απόσταση του εκδημοκρατισμού και να συμπεριλάβουν και τους μη Τούρκους στη διαδικασία. Ύστατο κριτήριο για τις γνήσιες προθέσεις του εκδημοκρατισμού της γείτονος θα αποτελέσει η στάση απέναντι στο αίτημα των Κούρδων για κατοχύρωση της εθνικής τους ταυτότητας και η ειλικρινής ανάγνωση της ιστορίας του ιστορικού χώρου της Μικράς Ασίας και τη θέση των μη Τούρκων σε αυτή.

Σε κάθε περίπτωση, η πρωτοβουλία για γνήσιο εκδημοκρατισμό θα πρέπει να προέλθει από τους ίδιους τους Τούρκους είτε Ισλαμιστές, είτε Κεμαλιστές και κατά προτίμηση από την ομάδα, η οποία διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ στην τουρκική κοινωνία. Αυτό σημαίνει ότι οι Ισλαμιστές θα πρέπει να κάνουν ότι δεν έκαναν όσοι κυβέρνησαν την Τουρκία μέχρι σήμερα. Από θέση ισχύος να μοιραστούν την εξουσία με άλλους. Τα αιτήματα για περισσότερη δημοκρατία εκ μέρους της αντιπολίτευσης, διαχρονικά, αντιμετωπίζονται με καχυποψία λόγω της πρωτόγονης, συνεχούς αναζήτησης εσωτερικού εχθρού. Αυτό ισχύει, ιδιαίτερα, για εκκλήσεις εκδημοκρατισμού από Κούρδους και Αλεβίτες. Μόνο μια οικειοθελής παραίτηση από τα πλεονεκτήματα, τα οποία δίνει η κατάληψη της εξουσίας, η εφαρμογή ισονομίας και ισοπολιτείας σε όλους τους πολίτες με την παράλληλη κατοχύρωση των μειονοτικών δικαιωμάτων και μια διάθεση να μοιραστεί το παιχνίδι, από την κυρίαρχη πολιτική ομάδα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τους Ισλαμιστές, μπορεί να λειτουργήσει παιδευτικά απέναντι στην τουρκική κοινωνία και να καλλιεργήσει, έστω σε μικρό βαθμό, στην αρχή, μια δημοκρατική νοοτροπία.

Όλα αυτά, όμως, βρίσκονται σε αντίθεση με ότι πρεσβεύει σήμερα η τουρκική κοινωνία…
InfoGnomon
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ