2014-11-17 20:43:35
Φωτογραφία για 2193/2014 Αντισυνταγματικότητα περικοπών των μισθών των στρατιωτικών
ΣτΕ.Ολ 2193/2014

Αναδρομική μείωση αποδοχών εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αίτηση ακύρωσης - Έλλειψη νομιμοποίησης δικηγόρου -.

Αντισυνταγματική η αναδρομική μείωση των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Οι λόγοι δημόσιου συμφέροντος που επικαλείται το Δημόσιο δεν αρκούν για να καταστήσουν συνταγματικώς ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης της υπουργικής απόφασης με την οποία καθορίστηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών και συντάξεων των μισθοδοτουμένων βάσει ειδικών μισθολογίων, στους οποίους περιλαμβάνονται οι στρατιωτικοί των ενόπλων δυνάμεων και οι υπάλληλοι των σωμάτων ασφαλείας. Απαράδεκτη η αίτηση ακύρωση ως προς τους αιτούντες που δεν νομιμοποίησαν δικηγόρο.

Αριθμός 2193/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Δεκεμβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Βηλαράς, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Κ. Λαζαράκη, Κ. Μαρίνου, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Β. Αραβαντινός και Β. Ραφτοπούλου, καθώς και η Πάρεδρος Μ. Αθανασοπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

Για να δικάσει την από 14 Ιανουαρίου 2013 αίτηση:

των: 1) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Αττικής» (Ε.Σ.ΠΕ.Α.), που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Γεώργιο Αντωνακόπουλο (Α.Μ. 19464), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Θεσσαλίας», που εδρεύει στη Λάρισα, 3) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Πελοποννήσου», που εδρεύει στην Τρίπολη, 4) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης», που εδρεύει στην Κομοτηνή, 5) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Κρήτης», που εδρεύει στο Ηράκλειο, 6) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας», που εδρεύει στην Θεσσαλονίκη, 7) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας», που εδρεύει στην Κοζάνη, 8) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Ηπείρου», που εδρεύει στα Ιωάννινα, 9) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφερειακής Ενότητας Έβρου», που εδρεύει στην Αλεξανδρούπολη, 10) του σωματείου με την επωνυμία «Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας», που εδρεύει στην Χαλκίδα, τα οποία δεν παρέστησαν, 11) ... -  600) ..., κατοίκων ως εκ της υπηρεσίας τους στην Αθήνα, οι οποίοι δεν παρέστησαν.

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 7 Μαρτίου 2013 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Συμβούλου Π. Καρλή.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων που παρέστησαν, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

1. Επειδή για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ΄αριθμ. Α 1298651, 3539754/2013 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομελείας του Δικαστηρίου με την από 7-3-2013 πράξη του Προέδρου της λόγω σπουδαιότητας, ζητείται εμπροθέσμως η ακύρωση της υπ΄αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017/14.11.2012), με τίτλο "Επιστροφή των αχρεωστήτωςκαταβληθεισών αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α'/12-11-2012)", καθ' ο μέρος δι αυτής καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των "αχρεωστήτως καταβληθέντων" ποσών στους εν ενεργεία στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1-8-2012, μείωση των αποδοχών τους με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012.

3. Επειδή, εκ των αιτούντων, περιφερειακών σωματείων και φυσικών προσώπων, νομιμοποίησαν τον δικηγόρο, που υπογράφει το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως και παρέστη κατά την συζήτηση της υποθέσεως, δια της προσκομιδής συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου (βλ. το υπ΄αριθμ. 2451/4-12-2013 πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ...), το πρώτο των αιτούντων, σωματείο "Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Αττικής", και ο ενδέκατος Αντισυνταγματάρχης ..., δωδέκατος Υποπλοίαρχος ..., δέκατος τρίτος Ανθυποπλοίαρχος ..., δέκατος τέταρτος Αρχικελευστής ..., δέκατος πέμπτος Υποπλοίαρχος ... και δέκατος έκτος Υποπλοίαρχος .... Συνεπώς, η υπό κρίση αίτηση είναι εξεταστέα ως προς τους ανωτέρω επτά (7) αιτούντες, ενώ πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη για τους λοιπούς (υπό αριθμ. 2-10 και 17-600 του δικογράφου), οι οποίοι δεν νομιμοποιήθηκαν με κάποιον από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2479/1997 (Α΄ 64), τρόπους.

4. Επειδή, στους σκοπούς του αιτούντος σωματείου "Ένωση Στρατιωτικών Περιφέρειας Αττικής", περιλαμβάνονται, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 του προσκομισθέντος καταστατικού του, μεταξύ άλλων, "Η ανάπτυξη και εξύψωση του επαγγελματικού, κοινωνικού και πολιτιστικού επιπέδου των Ελλήνων στρατιωτικών" (παρ.2) και "Η βελτίωση, προστασία και προαγωγή της θέσης των Ελλήνων στρατιωτικών ως ... εργαζομένων σε μια δημοκρατική και δικαιοκρατούμενη κοινωνία" (παρ.3). Ενόψει των διατάξεων αυτών του καταστατικού του, με έννομο συμφέρον το αιτούν σωματείο ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης υπουργικής αποφάσεως, καθ ό μέρος δι αυτής καθορίζεται ο χρόνος και τρόπος επιστροφής των "αχρεωστήτως καταβληθέντων" ποσών, που προέκυψαν από την αναδρομική, από 1-8-2012, μείωση των αποδοχών των, κατά το άρθρο 4 του ανωτέρω καταστατικού, μελών του. Εξάλλου, με προφανές έννομο συμφέρον, ως υπόχρεοι να επιστρέψουν αποδοχές τις οποίες είχαν ήδη εισπράξει "ως αχρεωστήτως καταβληθείσες", ασκούν την υπό κρίση αίτηση ατομικώς οι λοιποί αιτούντες εν ενεργεία αξιωματικοί και υπαξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων. Περαιτέρω, οι αιτούντες παραδεκτώς ομοδικούν, διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή πραγματική και νομική βάση.

5. Επειδή, κατ΄εξουσιοδότηση της διατάξεως της περιπτώσεως 37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράγου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ. αριθμ. οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017), με την οποία, όπως έχει εκτεθεί, καθορίσθηκε ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυψαν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων βάσει "ειδικών" μισθολογίων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το μισθολόγιο των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Ειδικότερα, η απόφαση αυτή ορίζει ότι: «1. Τα ποσά που προκύπτουν από τη μείωση των αποδοχών και συντάξεων κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων 13 έως 36 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ 222/Α/12-11-2012) και αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μισθοδοσία … του μηνός Ιανουαρίου 2013, παρακρατούνται από τη μισθοδοσία ή σύνταξη των μηνών Ιανουαρίου έως Δεκεμβρίου 2013, ως εξής: (α) για ποσά μέχρι εκατό ευρώ (€100) εφάπαξ, (β) για ποσά μέχρι διακόσια πενήντα ευρώ (€ 250) σε δύο ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (γ) για ποσά μέχρι πεντακόσια ευρώ (€ 500) σε τρεις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (δ) για ποσά μέχρι επτακόσια πενήντα ευρώ (€ 750) σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ε) για ποσά μέχρι χίλια ευρώ (€ 1.000) σε πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (στ) για ποσά μέχρι χίλια πεντακόσια ευρώ (€ 1.500) σε έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ζ) για ποσά μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ (€ 2.000) σε επτά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (η) για ποσά μέχρι δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€2.500) σε οκτώ ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (θ) για ποσά μέχρι τρεις χιλιάδες ευρώ (€ 3.000) σε εννιά ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ι) για ποσά μέχρι τέσσερις χιλιάδες ευρώ (€ 4.000) σε δέκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις, (ια) για ποσά μέχρι πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) σε έντεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις (ιβ) για ποσά άνω των πέντε χιλιάδων ευρώ (€ 5.000) σε δώδεκα ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις καταληκτική ημερομηνία για την παρακράτηση των οφειλόμενων ποσών είναι η 31−12−2013 ...". Όπως προκύπτει εκ του περιεχομένου της, με τις διατάξεις της υπουργικής αυτής αποφάσεως καθορίσθηκε ο αριθμός των δόσεων για την παρακράτηση από τη μισθοδοσία του έτους 2013 των αποδοχών και συντάξεων που προκύπτουν από την αναδρομική μείωση των αποδοχών, μεταξύ άλλων, των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας,κατ΄εφαρμογή των περιπτώσεων 31-33, οι οποίες αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 1ης Αυγούστου 2012 έως και την εφαρμογή του νόμου αυτού από τις αρμόδιες προς τούτο υπηρεσίες, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μισθοδοσία του μηνός Ιανουαρίου 2013. Με το περιεχόμενο αυτό, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, εξειδικεύοντας τις προαναφερόμενες διατάξεις συνιστά κατ’ ουσίαν πράξη εφαρμογής τους, τόσο καθ’ ο μέρος αφορά τη μείωση των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων, που επήλθε με τις διατάξεις των περιπτώσεων 31-33, όσο και κατά το μέρος που αφορά την υποχρέωση επιστροφής των αποδοχών που είχαν ήδη καταβληθεί σε αυτούς και χαρακτηρίζονται από τον κανονιστικό νομοθέτη ως «αχρεωστήτως καταβληθείσες», την οποία προβλέπει η διάταξη της περιπτώσεως 37. Εκ τούτου παρέπεται ότι τυχόν ανίσχυρο των ανωτέρω διατάξεων της υποπαραγράφου Γ1 του ν. 4093/2012, καθιστά μη νόμιμες και ακυρωτέες τις ρυθμίσεις της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως που στηρίζονται σ’ αυτές. Ως εκ τούτου, οι λόγοι ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται ότι η μείωση των αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων που επήλθε με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4093/2012 αντίκειται στο Σύνταγμα και στην Ε.Σ.Δ.Α., και ότι ανεξαρτήτως αυτού, αντίθετη στο Σύνταγμα και στην Ε.Σ.Δ.Α. είναι και η ρήτρα αναδρομικότητας που περιλαμβάνεται στις προαναφερθείσες διατάξεις του ν. 4093/2012 και στην προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση, η οποία, κατ΄ακολουθίαν τούτων, είναι παράνομη και ακυρωτέα κατά το μέρος που αφορά τους εν ενεργεία στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, είναι παραδεκτοί και πρέπει να εξεταστούν περαιτέρω (πρβλ. ΣτΕ 2528/2013, 1972/2012, 668/2012 κ.α.).

6. Επειδή, το Σύνταγμα στο άρθρο 45 ορίζει ότι: "Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας, που τη διοίκησή τους ασκεί η Κυβέρνηση, όπως νόμος ορίζει. Απονέμει επίσης τους βαθμούς σε όσους υπηρετούν σ΄αυτές, όπως νόμος ορίζει". Περαιτέρω, με το άρθρο 23 παρ.2 του Συντάγματος "... Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ΄αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας ...", ενώ με το άρθρο 29 παρ.3 αυτού "Απαγορεύονται απολύτως οι οποιασδήποτε μορφής εκδηλώσεις υπέρ ή κατά πολιτικού κόμματος στους δικαστικούς λειτουργούς και σε όσους υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας ...".

7. Επειδή σε εκτέλεση της πρώτης από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος εκδόθηκαν, αρχικώς, ο ν. 660/1977 (Α΄218), ακολούθως δε, ο ν. 2292/1995 (Α΄35), όπως τροποποιήθηκε και ισχύει (βλ. ν. 2984/2002, Α΄15, και ν.3833/2010,Α΄167), με τις διατάξεις των οποίων ρυθμίσθηκαν τα ζητήματα διάρθρωσης και διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων. Κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 1 του ν. 2292/1995, η εθνική άμυνα "περιλαμβάνει το σύνολο των λειτουργιών και δραστηριοτήτων, που αναπτύσσονται από το Κράτος, με σκοπό την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας, της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας και της ασφάλειας των πολιτών εναντίον οποιασδήποτε εξωτερικής επίθεσης ή απειλής, καθώς και την υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων" (παρ. 1). Με τις ίδιες διατάξεις ορίζεται ότι "η ευθύνη για την άμυνα της χώρας ανήκει στην κυβέρνηση, η οποία καθορίζει την πολιτική εθνικής άμυνας και ασκεί, σύμφωνα με το άρθρο 45 του Συντάγματος, τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων δια του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας" (παρ. 2), ότι η αρμοδιότητα για τη λήψη αποφάσεων σε ζητήματα που αφορούν την άσκηση της εθνικής αμυντικής πολιτικής και γενικά την εθνική άμυνα της χώρας ανήκει στο Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και ʼμυνας (ΚΥ.ΣΕ.Α.) (παρ. 3) και ότι "για την εφαρμογή της πολιτικής αυτής, η κυβέρνηση «διαθέτει» το Υπουργείο Εθνικής ʼμυνας (ΥΠ.ΕΘ.Α) και τις υπαγόμενες σε αυτό ένοπλες δυνάμεις (Ε.Δ.)της χώρας: Στρατό Ξηράς, Πολεμικό Ναυτικό, Πολεμική Αεροπορία", καθώς και όλα τα υπόλοιπα «υπουργεία, δυνάμεις παλλαϊκής αμύνας,σώματα, οργανισμούς και υπηρεσίες», που μπορούν να συμβάλουν με οποιονδήποτε τρόπο στην άμυνα της χώρας (παρ. 4). Περαιτέρω, οι βασικές ρυθμίσεις για την κατάσταση των αξιωματικών των ενόπλων δυνάμεων περιλαμβάνονται στο ν.δ/γμα 1400/1973 (Α΄ 114), το οποίο περιέχει, επιπλέον, και πειθαρχικού δικαίου διατάξεις. Το νομοθετικό αυτό διάταγμα, οι διατάξεις του οποίου "ισχύουν δια τους μονίμους εν ενεργεία αξιωματικούς, δια δε τους λοιπούς όπου και όπως τούτο ορίζεται ειδικώς δια του παρόντος" (άρθρο 3), ορίζει στο άρθρο 4 ότι σε βάρος των αξιωματικών επιβάλλονται πειθαρχικές ποινές, οι οποίες "διακρίνονται εις συνήθεις και εις καταστατικάς". Οι συνήθεις συνιστούν "ηθικήνκύρωσιν ή περιορισμόν της ελευθερίας του παραβάτου αξιωματικού" (επίπληξη, περιορισμός, κράτηση και φυλάκιση) "και επιβάλλονται συμφώνως προς τας διατάξεις των σχετικών Κανονισμών", ενώ ως καταστατικές χαρακτηρίζονται "οι επιβαλλόμενες δια πειθαρχικά παραπτώματα προβλεπόμενα υπό του παρόντος", επισύρουν δε ποινή πρόσκαιρης παύσης, προσωρινής απόλυσης, απόταξης και αποβολής. Με τις διατάξεις του άρθρου 63 του ίδιου νομοθετικού διατάγματος, καθορίζονται οι γενικές υποχρεώσεις των αξιωματικών, η παράβαση των οποίων συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο, αναλόγως της βαρύτητάς του, επισύρει μία εκ των, κατά τα ανωτέρω, προβλεπομένων καταστατικών ποινών. Στην παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι στους εν ενεργεία αξιωματικούς απαγορεύεται "η επ’ αμοιβή άσκησις ιδιωτικού έργου ή εργασίας, ή άσκησις παντός βιοποριστικού επαγγέλματος" και η "συμμετοχή εις συνεταιρισμούς επιδιώκοντας κερδοσκοπικούς σκοπούς" επιτρεπομένης, κατ’ εξαίρεση, της κατόπιν αδείας του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων συμμετοχής "εις Συνδέσμους, Σωματεία, Ιδρύματα κ.λ.π. έχοντα σκοπούς επιστημονικούς, μορφωτικούς ή εκπολιτιστικούς". Με τις διατάξεις του άρθρου 64, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο 1 του ν. 3257/2004 (Α΄ 143), επιβάλλεται σε βάρος των μονίμων αξιωματικών υποχρέωση παραμονής τους στο στράτευμα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όπως προβλέπεται, ειδικότερα, από τις διατάξεις αυτές, "οι απόφοιτοι από τα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) και τη Στρατιωτική Σχολή Αξιωματικών Σωμάτων (Σ.Σ.Α.Σ.) αναλαμβάνουν από την ονομασία τους ... υποχρέωση παραμονής στις Ένοπλες Δυνάμεις (Ε.Δ.) για χρόνο διπλάσιο των ετών φοίτησης τους" (παρ. 1 και 4), ενώ "όσοι κατατάσσονται απευθείας ύστερα από διαγωνισμό στις Ε.Δ. ως αξιωματικοί αναλαμβάνουν υποχρέωση παραμονής για έξι έτη από την ονομασία τους ως αξιωματικών" (παρ. 2). Αντίστοιχες υποχρεώσεις προβλέπονται για όσους αποστέλλονται στο εξωτερικό για εκπαίδευση ή λαμβάνουν εκπαιδευτική άδεια για το εσωτερικό ή το εξωτερικό (παρ. 3, 6 και 8), για όσους αποφοιτούν από τεχνικές στρατιωτικές σχολές και αποκτούν πτυχίο που τους παρέχει την δυνατότητα λήψεως άδειας άσκησης επαγγέλματος (παρ. 5), καθώς και για τους αξιωματικούς του υγειονομικού σώματος, που αποκτούν με μέριμνα της υπηρεσίας εξειδίκευση, για τους οποίους προβλέπεται υποχρεωτική παραμονή στο σώμα για πενταετία (παρ. 7). Προβλέπεται, συναφώς, ότι, εξαιρουμένων όσων εξέρχονται από το στράτευμα για λόγους υγείας, "όσοι εξέρχονται ... λόγω παραίτησης ή απόταξης ή λόγω υποβολής ειδικής έκθεσης αποστρατείας, ... υποχρεούνται να καταβάλουν υπέρ του δημοσίου αποζημίωση ίση με το γινόμενο του βασικού μισθού του κατεχόμενου βαθμού επί τους υπολειπόμενους μήνες υποχρέωσης παραμονής στο στράτευμα", ενώ "όσοι αποχωρούν με αίτησή τους πριν από την εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεών τους και έχουν εκπαιδευτεί στο εξωτερικό υποχρεούνται να καταβάλουν εκτός από την ανωτέρω αποζημίωση και τη δαπάνη της εκπαίδευσής τους" (παρ. 16 και 17). Εξάλλου, κατ’ εξουσιοδότηση, αρχικώς μεν, του άρθρου 5 του ν. 660/1977, εν συνεχεία δε, του ταυτάριθμου άρθρου του ν. 2292/1995, εκδόθηκαν, ανά κλάδο ενόπλων δυνάμεων, στρατιωτικοί κανονισμοί, οι οποίοι περιέλαβαν και εξειδίκευσαν τις αντιστοίχου περιεχομένου ρυθμίσεις του ν.δ/τος 1400/1973. Ο χρονικώς προγενέστερος από τους κανονισμούς αυτούς είναι ο "Γενικός Κανονισμός Υπηρεσίας στο Στρατό", ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ/τος 130/1984 (Α΄ 42). Με τις διατάξεις του καθορίζονται οι στρατιωτικές αρετές (φιλοπατρία, ανδρεία, στρατιωτικό πνεύμα κ.α.) και ορίζεται ότι "η πειθαρχία είναι η βασική στρατιωτική αρετή και η πρωταρχική δύναμη που διατηρεί σε συνοχή το Στρατό" (άρθρο 2). Προβλέπεται ότι "Ο στρατός έχει ιεραρχική δομή", ότι "η στρατιωτική ιεραρχία περιλαμβάνει την ιεραρχία των βαθμών και την ιεραρχία των καθηκόντων" (κλίμακας διοίκησης), ότι " η ιεραρχία των καθηκόντων ευρίσκεται σε αρμονία με την ιεραρχία των βαθμών" (άρθρο 7), ότι σε περίπτωση ομοιόβαθμων "οι πιο νέοι πρέπει να υπακούουν στον αρχαιότερό τους, σαν να ήταν ανώτερός τους στο βαθμό" (άρθρο 8), ότι η έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των στρατιωτικών είναι ανάλογη της διοίκησης που ασκούν, καθώς και ότι η διοίκηση παρέχει εξουσία και "δύναμη επιβολής της υπακοής", της άνευ, δηλαδή, σχολίων και κρίσεων εκτελέσεως των διαταγών ή εντολών του διοικητή (άρθρο 9). Προβλέπεται, συναφώς, ότι "κάθε κατώτερος οφείλει να υπακούει στους ανώτερούς του και να εκτελεί χωρίς αντιλογία τις διαταγές τους που αφορούν την εφαρμογή των Στρατιωτικών Νόμων, των Κανονισμών και των Διαταγών της υπηρεσίας. Η υπακοή αυτή λέγεται πειθαρχία. Η πειθαρχία είναι η κύρια δύναμη του Στρατού, εφαρμόζεται σε όλους γενικά, χωρίς διάκριση βαθμού ή θέσεως. Προσδιορίζει το καθήκον καθενός και δεν επιτρέπει την αποδιοργάνωση του Στρατού" (άρθρο 10). Με τις ίδιες διατάξεις καθορίζονται οι υποχρεώσεις των στρατιωτικών κατά τρόπο ανάλογο με εκείνον που καθορίζεται από το ν.δ/γμα 1400/1973, καθώς και τα καθήκοντά τους κατά τη μάχη, ενώ ειδικά καθήκοντα προβλέπονται, περαιτέρω, για τους αιχμαλώτους (άρθρο 14). Καθορίζονται, επίσης, οι γενικοί κανόνες συμπεριφοράς εκτός υπηρεσίας, η μη τήρηση των οποίων αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 24). Με τον κανονισμό επαναλαμβάνεται η συνταγματική απαγόρευση των πολιτικών εκδηλώσεων, η οποία επεκτείνεται, κατά τη διάρκεια της θητείας τους, και στους κληρωτούς, ενώ ορίζεται ότι "οι στρατιωτικοί έχουν δικαίωμα να εκφράζουν γραπτά τις απόψεις τους και να δημοσιεύουν κείμενα καθαρά επιστημονικού, πολιτιστικού ή λογοτεχνικού περιεχομένου. Δεν μπορούν όμως να κάνουν το ίδιο για ζητήματα πολιτικού ή κομματικού περιεχομένου ούτε να κάνουν δηλώσεις στα μέσα μαζικής ενημερώσεως χωρίς άδεια του Υπουργού Εθνικής ʼμυνας". Ορίζεται, περαιτέρω, ότι "Απαγορεύεται στους Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Ανθυπασπιστές, να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή να ασχολούνται με οποιαδήποτε αμειβόμενη εργασία", καθορίζονται δε οι εξαιρέσεις από τον απαγορευτικό αυτό κανόνα σε αντιστοιχία με τις οικείες προβλέψεις του ν.δ/τος 1400/1973 (άρθρο 25). Αντίστοιχου περιεχομένου στρατιωτικοί κανονισμοί έχουν εγκριθεί, εξάλλου, τόσο για το πολεμικό ναυτικό (π.δ/γμα 210/1993 "Διατάξεις Πολεμικού Ναυτικού», Α΄ 89), όσο και για την πολεμική αεροπορία (π.δ/γμα 60/2009 «Κανονισμός Πειθαρχίας Πολεμικής Αεροπορίας», Α΄ 83). Τέλος, κανόνες για τις υπηρεσιακές μεταβολές (τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις κ.λπ.), την αξιολόγηση, την υπηρεσιακή και ιεραρχική εξέλιξη και την πειθαρχική ευθύνη των μονίμων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων περιελήφθησαν και στον ν. 3883/2010 (Α΄167) με τον οποίο καταργήθηκαν οι διατάξεις του προγενέστερου ν. 2439/1996 (Α΄219). Για δε τα εγκλήματα που διαπράττουν, οι εν ενεργεία στρατιωτικοί υπάγονται, κατ’ αρχήν, στη δικαιοδοσία των ειδικών ποινικών δικαστηρίων του άρθρου 96 παρ. 4 περ. α΄ του Συντάγματος (στρατοδικεία, ναυτοδικεία και αεροδικεία), ενώ για τους στρατιωτικούς τυγχάνουν περαιτέρω, εφαρμογής και οι διατάξεις του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2287/1995 (Α΄ 20) Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, με τις διατάξεις του οποίου καθιερώνονται ειδικά στρατιωτικά εγκλήματα.

8. Επειδή με τις διατάξεις του ν. 1481/1984 (Α΄ 152) συνεστήθη η Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.), ως ενιαίο σώμα ασφαλείας, το οποίο, "μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και των νόμων έχει ως αποστολή: α. Να κατοχυρώνει και να διατηρεί τη δημόσια τάξη β. Να προστατεύει τη δημόσια και κρατική ασφάλεια γ. Να εξασφαλίζει την πολιτική άμυνα της χώρας δ. Να συμμετέχει στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις" (άρθρα 1 και 3). Η νεοσυσταθείσα ΕΛ.ΑΣ. υπήχθη, στον απευθείας έλεγχο της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, μέσω της υπαγωγής της διοικήσεως του σώματος στις κεντρικές υπηρεσίες του Υπουργείου (άρθρο 2). Ακολούθησε ο ν. 2800/2000 (Α΄ 41), με τις διατάξεις του οποίου επήλθαν ευρείας εκτάσεως τροποποιήσεις του ν. 1481/1984, η βασικότερη εκ των οποίων συνίσταται στη σύσταση Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. (άρθρο 11), οργανωτική μεταβολή, η οποία κατέστη επιβεβλημένη για την ενίσχυση της επιχειρησιακής και λειτουργικής αυτονομίας της (βλ. και αιτιολογική έκθεση του ν. 2800/2000). Με τις νεότερες διατάξεις προβλέπεται, ρητώς, ότι "η Ελληνική Αστυνομία αποτελεί ιδιαίτερο ένοπλο Σώμα Ασφαλείας και λειτουργεί με τους δικούς της οργανικούς νόμους ... Το αστυνομικό προσωπικό της έχει ιδιαίτερη ιεραρχία, αντίστοιχη της στρατιωτικής, και δικούς της κανόνες πειθαρχίας και δεν εφαρμόζονται στο προσωπικό αυτό οι διατάξεις που αφορούν τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους". Προβλέπεται, περαιτέρω, ότι "Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους", καθώς και ότι το ένστολο προσωπικό "εκπαιδεύεται στη χρήση όπλων και ειδικών μέσων και μηχανημάτων και φέρει για την άσκηση των καθηκόντων του κατάλληλο οπλισμό, εφόδια και μέσα" και "δύναται να εκπαιδεύεται στις σχολές και τα κέντρα εκπαίδευσης των ενόπλων δυνάμεων (άρθρο 9). Ορίζεται, περαιτέρω, ότι "Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφαλείας με τοπική αρμοδιότητα σε όλη την επικράτεια, εκτός από τους χώρους για τους οποίους ειδικές διατάξεις προβλέπουν αρμοδιότητα του Λιμενικού Σώματος, και έχει ως αποστολή: α) Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β) Την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και την προστασία του Κράτους και του δημοκρατικού πολιτεύματος, στα πλαίσια της συνταγματικής τάξης που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας δημόσιας και κρατικής ασφάλειας" (άρθρο 8). Τέλος, κατά τρόπο ανάλογο με τις αντιστοίχου περιεχομένου διατάξεις της νομοθεσίας περί ενόπλων δυνάμεων, ρυθμίζονται ζητήματα ιεραρχίας, αρχαιότητας και υπηρεσιακής καταστάσεως των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ (βλ. π.δ/γμα 24/1997,Α΄ 29) καθώς και ζητήματα πειθαρχικού δικαίου του αστυνομικού προσωπικού του σώματος (βλ. π.δ/τος 120/2008, Α΄ 182). Εξάλλου, με το άρθρο 1 του ν. 3922/2011 (Α΄ 35), το Λιμενικό Σώμα, το οποίο είχε συσταθεί με το άρθρο 3 του ν. 1753/1919 (Α΄ 67), μετονομάζεται σε Λιμενικό Σώμα - Ελληνική Ακτοφυλακή (Λ.Σ. – ΕΛ.ΑΚΤ.) και υπάγεται στο νεοσυσταθέν Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (π.δ/γμα184/2009, Α΄ 213). Κατά τις ειδικότερες προβλέψεις του ως άνω ν. 3922/2011, "το Λιμενικό Σώμα – Ελληνική Ακτοφυλακή έχει ως αποστολή την εφαρμογή του νόμου στις περιοχές και τους χώρους στους οποίους εκτείνεται η αρμοδιότητα του. Ειδικότερα, στην αποστολή του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής περιλαμβάνονται ιδίως: α. Η εξασφάλιση της δημόσιας τάξης, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας. β. Η πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος και ιδίως του οργανωμένου, που περιλαμβάνει την άσκηση δημόσιας και κρατικής ασφάλειας. γ Η οργάνωση όρων ασφαλούς ναυσιπλοΐας. δ. Η έρευνα και διάσωση στη θάλασσα ε. Η προστασία του θαλασσίου περιβάλλοντος. στ. Η λήψη μέτρων για την παρακολούθηση, την άσκηση αστυνόμευσης και τον έλεγχο των θαλάσσιων συνόρων. ζ. Η διασφάλιση της τήρησης και ο έλεγχος εφαρμογής των κανόνων ναυτικής ασφάλειας στα πλοία και τις λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και των όρων ασφαλούς διαχείρισης των πλοίων ... η. Ο έλεγχος εφαρμογής απαιτήσεων περί προσωπικού πλοίων ..." (άρθρο 2). Με τις ίδιες διατάξεις, το Λ.Σ.- ΕΛ.ΑΚΤ. χαρακτηρίζεται ρητώς ως "ένοπλο σώμα ασφαλείας, στρατιωτικώς οργανωμένο, το ένστολο προσωπικό του οποίου έχει την ιδιότητα του στρατιωτικού σύμφωνα με το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα (Σ.Π.Κ.). Στο προσωπικό του εφαρμόζονται οι διατάξεις που αφορούν τα άλλα ένοπλα Σώματα, εφόσον τούτο ορίζεται ειδικά από το νόμο, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 129 του Κώδικα Προσωπικού Λιμενικού Σώματος (Κ.Π.Λ.Σ.) που κυρώθηκε με το ν. 3079/2002 (ΦΕΚ 311 Α΄)". Ορίζεται, επίσης, ότι "Οι Υπηρεσίες του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής και το προσωπικό του τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την υλοποίηση της αποστολής του" και "το στρατιωτικό προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής θεωρείται ότι βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία όταν καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή του ..." (άρθρο 4). Ακολούθως, με τον μεταγενέστερο ν. 4150/2013 (Α΄ 102), επιχειρείται η επανένταξη του Λ.Σ. –ΕΛ.ΑΚΤ. στην οργανωτική δομή του ανασυσταθέντος Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου (βλ. π.δ/γμα 85/2012, Α΄ 141), καθώς και η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του. Τέλος, διατάξεις για την υπηρεσιακή κατάσταση και το πειθαρχικό δίκαιο των στελεχών του Λιμενικού Σώματος, αντίστοιχες με εκείνες που ισχύουν για τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων, περιλαμβάνονται στον κυρωθέντα, με το άρθρο πρώτο του ν. 3079/2002, Κώδικα Προσωπικού του Λιμενικού Σώματος, ο οποίος στο άρθρο 129 ορίζει, επίσης, ότι "Το Λ.Σ. είναι στρατιωτικά συντεταγμένο Σώμα και το προσωπικό αυτού διέπεται από τις κάθε φορά ισχύουσες διατάξεις για τους Αξιωματικούς, Ανθυπασπιστές και Υπαξιωματικούς του Πολεμικού Ναυτικού, προς τους οποίους εξομοιώνεται σε ό,τι αφορά την κατάσταση, την ποινική δωσιδικία, την πειθαρχία, το αποστρατευτικό δικαίωμα, τις αποδοχές, ...".

9. Επειδή, ιδιαίτερες, μισθολογικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις για τους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές και μονίμους και εθελοντές οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας περιελήφθησαν, αρχικώς, στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.5 του ν. 754/1978 (Α΄17). Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 1643/1986 (Α΄126) επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων, και των αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος και η εισαγωγή ενός μισθολογίου αποκλειστικής επ΄αυτώνεφαρμογής. Εκτεταμένες αλλαγές του μισθολογίου αυτού επήλθαν με τον επακολουθήσαντα ν. 2448/1996 (Α΄ 279), με τις διατάξεις του οποίου καθορίσθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων προς αυτόν, ως βάση για τον υπολογισμό του μισθού των λοιπών βαθμών της ιεραρχίας. Με τον ίδιο νόμο χορηγήθηκαν συγκριτικώς υψηλότερες αυξήσεις στους ανώτατους αξιωματικούς, "προς ενίσχυση του κύρους του βαθμού και για την αντιστάθμιση της αυξημένης ευθύνης των καθηκόντων που τους ανατίθενται", όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου. Παραλλήλως, επιχειρήθηκε η εκλογίκευση της επιδοματικής πολιτικής, με τη διατήρηση ορισμένων βασικών επιδομάτων (χρόνου υπηρεσίας και οικογενειακών βαρών), την αύξηση ορισμένων άλλων (εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών), τη θέσπιση νέων (επιδόματα ειδικής απασχόλησης, επιτελικής ευθύνης, έξοδα παράστασης) και την κατάργηση των υπολοίπων επιδομάτων που είχαν χορηγηθεί κατά το παρελθόν. Ακολούθησε ο ν. 3205/2003 (Α΄297), με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ του οποίου (άρθρα 50 και 51) τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις του μισθολογίου των μονίμων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, το οποίο από της ενάρξεως ισχύος του ν. 2448/1996 είχε υποστεί διαδοχικές τροποποιήσεις. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του κωδικοποιούνται οι αλλαγές που επήλθαν μέχρι σήμερα και χορηγούνται επιπλέον αυξήσεις ώστε η δομή του μισθολογίου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις σύγχρονες ανάγκες του προσωπικού του. Ειδικότερα, αυξάνονται οι βασικοί μισθοί και το επίδομα ειδικής απασχόλησης, ενώ διατηρούνται σταθερές οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ των μισθών όλων των βαθμών. Για το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας αναφέρεται ότι προβλέπεται περαιτέρω αύξηση των επιδομάτων και αποζημιώσεων που συνδέονται με την παροχή πρόσθετης εργασίας, προκειμένου να εξυπηρετείται καλύτερα η εύρυθμη λειτουργία των αντίστοιχων υπηρεσιών. Με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ως άνω ν. 3205/2003 διατηρήθηκε ως βάση υπολογισμού των αποδοχών των στελεχών αυτών ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού. Πέραν του μηνιαίου βασικού μισθού, με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ίδιου νόμου, προβλεπόταν η χορήγηση στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας, οικογενειακής παροχής και εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών, καθώς και ειδικών επιδομάτων, συνδεομένων με την ιδιαίτερη φύση της αποστολής τους (ειδικών συνθηκών, ειδικής απασχόλησης, θέσης υψηλής ή αυξημένης ευθύνης, ευθύνης διοίκησης διεύθυνσης και αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας μονάδων), και εξόδων παράστασης. Με τις ίδιες διατάξεις διατηρήθηκαν, επίσης, τα ήδη χορηγούμενα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας.

10. Επειδή, από τις ανωτέρω μνημονευόμενες διατάξεις συνάγεται ότι η αποστολή των ενόπλων δυνάμεων, όπως εξειδικεύεται από τους εκτελεστικούς του άρθρου 45 του Συντάγματος νόμους, συνίσταται στη διασφάλιση της εθνικής άμυνας, έννοια στην οποία περιλαμβάνεται η διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας, η προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, η προστασία των ελλήνων πολιτών έναντι εξωτερικών επιθέσεων και απειλών και η εν γένει υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων, σκοπών, δηλαδή, που, ως εκ της φύσεώς τους, συνάπτονται άμεσα με την ίδια την κρατική υπόσταση. Έμμεση αναγνώριση της αποστολής αυτής αποτελεί, εξάλλου, και η εκ του Συντάγματος ανάθεση της αρχηγίας των ενόπλων δυνάμεων στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος απονέμει τους βαθμούς στα στελέχη τους. Αντίστοιχης σπουδαιότητας είναι και η κύρια αποστολή των ενόπλων σωμάτων ασφαλείας (της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής), η οποία συνίσταται στην τήρηση της δημόσιας τάξης και της κρατικής ασφάλειας και, εφόσον παραστεί ανάγκη, στην εξασφάλιση της εθνικής άμυνας σε συνεργασία με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας (πρβλ. ΣτΕ 2649-2654/1987 Ολ. και ΣτΕ 4125-4139/1999,3604/1998,1132/1988 κ.ά.) . Η εθνική άμυνα, η δημόσια τάξη και η κρατική ασφάλεια, ειδικότερες εκφάνσεις των οποίων αποτελεί η πρόληψη και η καταστολή του εγκλήματος, ως κατεξοχήν δημόσιες εξουσίες και εκφράσεις κυριαρχίας, αποτελούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό, η άσκηση των επιμέρους αρμοδιοτήτων που συγκροτούν την αποστολή των σωμάτων αυτών, μη δυνάμενη, κατ’ αρχήν, να παραχωρηθεί σε ιδιώτες ασκείται, μέσω των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, μόνον από το κράτος (πρβλ.ΣτΕ 1934/1998 Ολ. και ΣτΕ1879/2012, 3946/2002). Από τιςπροπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω, ότι για την εκπλήρωση της συνταγματικής τους αποστολής, τόσο οι ένοπλες δυνάμεις όσο και τα σώματα ασφαλείας αποτελούν στρατιωτικώςοργανωμένα σώματα, με αυστηρή ιεραρχική δομή και λειτουργία, βασισμένη στην απαρέγκλιτη τήρηση των κανόνων της πειθαρχίας και της υπακοής των κατωτέρων προς τους ανωτέρους τους, οι δε υπηρετούντες σ΄αυτά δεν αποτελούν πολιτικούς, αλλά στρατιωτικούς υπαλλήλους επί των οποίων δεν εφαρμόζονται οι περί μονιμότητας διατάξεις του άρθρου 103 παρ.4 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2649-2654/1987 Ολ., ΣτΕ 1132/1988, 3604/1998 κ.ά). Λόγω, εξάλλου, της ιδιαίτερα επικίνδυνης αποστολής των σωμάτων αυτών, συνεπαγόμενης εμπλοκή σε γυμνάσια και ασκήσεις, ενδεχομένως και σε πολεμικές επιχειρήσεις (στρατιωτικοί ενόπλων δυνάμεων) ή σύγκρουση με το έγκλημα (αστυνομικοί, λιμενικοί), αλλά και του χαρακτήρα των σωμάτων αυτών, ως στρατιωτικώς οργανωμένων, οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας τελούν υπό ιδιαίτερο εξουσιαστικό καθεστώς. Η ειδική αυτή σχέση εξουσιάσεως προς το κράτος συνεπάγεται αυξημένες υπηρεσιακές και εξωυπηρεσιακές υποχρεώσεις και δικαιολογεί τις απολύτου χαρακτήρα απαγορεύσεις της απεργίας των στρατιωτικών και των εκδηλώσεών τους υπέρ ή κατά πολιτικών κομμάτων, που επιβάλλονται από τις διατάξεις των άρθρων 23 παρ.2 και 29 παρ.3 του Συντάγματος, περαιτέρω δε καθιστά συνταγματικά επιτρεπτούς τους ειδικούς περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων των στρατιωτικών, οι οποίοι δεν θα ήταν ανεκτοί εάν επιβάλλονταν στους λοιπούς πολίτες, όπως του δικαιώματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητaς και επαγγελματικής ελευθερίας, του δικαιώματος εκφράσεως και των δικαιωμάτων συνενώσεως και συναθροίσεως. Ειδικότερα, τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κατά την άσκηση των ατομικών τους δικαιωμάτων, υπόκεινται, πέραν των γενικών περιορισμών που επιβάλλει ο νόμος, και σε ειδικότερους πρόσθετους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και τις απορρέουσες από τη σχέση αυτή υποχρεώσεις, εφόσον, βεβαίως, δεν οδηγούν σε κατ’ ουσία αναίρεση του αντιστοίχου δικαιώματος (βλ. ΣτΕ1571/2010, 1680/2007, 1560/2005, 573/2005, 251/2001, 1802/1986 κ.ά.). Εξάλλου, οι κανόνες του πειθαρχικού δικαίου των στρατιωτικών καθιερώνουν ιδιαίτερα πειθαρχικά παραπτώματα, που δικαιολογούνται κατ΄αρχήν εκ της ανάγκης αποτελεσματικής ασκήσεως της αποστολής των σωμάτων αυτών και διατηρήσεως της συνοχής και της πειθαρχίας τους, τα οποία, μάλιστα, τιμωρούνται με την επιβολή πειθαρχικών ποινών περιοριστικών της ελευθερίας των παραβατών (περιορισμός, κράτηση, φυλάκιση κ.α.), ενώ περαιτέρω οι στρατιωτικοί των ενόπλων δυνάμεων και του λιμενικού σώματος υπάγονται, στη δικαιοδοσία των ειδικών ποινικών δικαστηρίων του άρθρου 96 παρ. 4 περ. α΄ του Συντάγματος και στις διατάξεις του στρατιωτικού ποινικού κώδικα, με τις οποίες καθιερώνονται ιδιαίτερα στρατιωτικά εγκλήματα, διακεκριμένα των προβλεπομένων από τις διατάξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Τέλος, στοιχεία της υπηρεσιακής καταστάσεως των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας είναι, μεταξύ άλλων, και η διαρκής ετοιμότητα και η αυξημένη επιφυλακή, η κατ΄αρχήν αποκλειστική kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ