2016-12-16 18:29:44
Φωτογραφία για Δημογραφική γήρανση,
Η ΕΡΕΥΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ,

Παιδαγωγική, Ψυχολογική και Κοινωνιολογική Έρευνα. Educational, Psychological and Sociological Research - Ευστράτιος Παπάνης,Ψυχολόγος,Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου. Για οποιαδήποτε πληροφορία στείλτε μήνυμα στην ηλεκτρονική διεύθυνση [email protected]

Υπογεννητικότητα,αστικοποίηση και εκπαίδευση,

Ειρήνη-Μυρσίνη Παπάνης, Υπ.Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Μακεδονίας

Αικατερίνη Μπαλάσα, ΜΒΑ, Κοινωνιολόγος

Ευστράτιος Παπάνης, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Αιγαίου

Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών, είναι γνωστό εδώ και καιρό. Αρχικά, ως κύριο αίτιό της ενοχοποιήθηκε η απροθυμία των ατόμων να αποκτήσουν πολλά παιδιά. Τα αίτια, όμως, είναι πιο βαθιά.

Στις μέρες μας γίνεται πια αντιληπτό ότι μια από τις βασικές αιτίες για τα χαμηλά ποσοστά γεννητικότητας δεν είναι η «αρνησιπαιδία», αλλά η αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού
. Το παράδοξο στην αναβολή αυτή έγγυται στο γεγονός ότι ανάμεσα στα αίτιά της είναι δύο από τα μεγαλύτερα αγαθά για τον άνθρωπο: η εκπαίδευση και η επαγγελματική σταδιοδρομία. Η ολοένα, μάλιστα, μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών σε αυτά –επίτευγμα της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης, με την προώθηση νέων διαφυλικών προτύπων - επιδεινώνει την κατάσταση, αφού η αυξανόμενη ηλικία απόκτησης του 1ου παιδιού προκαλεί, όχι μόνο προβλήματα υπογονιμότητας, αλλά και μείωση του συνολικού αριθμού παιδιών που τελικά αποκτώνται. Πραγματικά, η εκπαίδευση, που στις μέρες μας τείνει να είναι πολυετής και που ένα μεγάλο ποσοστό νέων την αποκτά στα ανώτερα επίπεδά της, καθώς και η επιδίωξη οικοδόμησης επαγγελματικής σταδιοδρομίας λειτουργούν, συχνά εις βάρος της έγκαιρης δημιουργίας οικογένειας και γίνονται παράγοντες έντασης του φαινομένου της υπογεννητικότητας. Το πρόβλημα θα σταματήσει να υφίσταται, όχι όταν οι δύο αυτοί παράγοντες εκλείψουν – πράγμα που ούτως ή άλλως δεν είναι ούτε δυνατόν, ούτε επιθυμητό - αλλά όταν, με τη λήψη των κατάλληλων μέτρων, οι νέοι θα μπορούν να τους συνδυάσουν με την απόκτηση παιδιών.

1. Η υπογεννητικότητα σε Ευρώπη και Ελλάδα

Επίσημο έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ανέφερε το Μάρτιο του 2005 σχετικά με τις ανησυχητικές δημογραφικές αλλαγές που αφορούν την υπογεννητικότητα:

«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει σήμερα μια πρωτοφανή δημογραφική αλλαγή… Τα νέα κράτη-μέλη, με εξαίρεση την Κύπρο και τη Μάλτα/είναι μέρος Τούρκων, βλέπουν τον πληθυσμό τους να μειώνεται. Σε πολλές χώρες η εγκατάσταση μεταναστών είναι ζωτικής σημασίας, αφού συμβάλλει στην αύξηση του πληθυσμού. Η γεννητικότητα έχει πέσει κάτω από το ποσοστό που μπορεί να εξασφαλίσει την ανανέωση του πληθυσμού (περίπου 2.1 παιδιά ανά γυναίκα) και μάλιστα σε πολλά κράτη-μέλη το ποσοστό είναι πιο χαμηλό και από 1.5 παιδιά ανά γυναίκα» (European Commission 2005:2)

Το παραπάνω απόσπασμα συνοπτικά περιγράφει το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στην Ευρώπη και αποτελεί προειδοποίηση για την ανάγκη λήψης μέτρων, ώστε να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο.

Μελετώντας στατιστικά στοιχεία της Οικονομικής Επιτροπής Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, που αφορούν στα ποσοστά των γεννήσεων από το 1970 έως το 2006, γίνεται αντιληπτό ότι το πρόβλημα της υπογεννητικότητας ξεκίνησε από την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, με τη Γερμανία, την Ελβετία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Φινλανδία και την Αγγλία να πρωτοστατούν στην υπογεννητικότητα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70.

Η Γερμανία ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή χώρα που κατέγραψε το 1992 γεννήσεις κάτω από το όριο (1.3 παιδιά ανά γυναίκα) που έχει επίσημα καθοριστεί ως το «κατώφλι της υπογεννητικότητας» και ακολούθησαν και άλλες χώρες, όπως η Ιταλία το 1993, η Ισπανία το 1994, η Βουλγαρία και η Σλοβενία το 1995, η Ρωσία το 1996, η Ουκρανία το 1997, η Ελλάδα το 1998, η Ουγγαρία και η Ρουμανία το 1999. Βέβαια, για τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης το φαινόμενο μπορεί να ερμηνευθεί ευκολότερα σε σχέση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές, αφού η αβεβαιότητα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες από τις πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που σημειώθηκαν, ήταν αναμενόμενο να έχει αντίκτυπο και στη γεννητικότητα (Macura και Mac Donald, 2003; Philipov και Dorbritz, 2003).

Χαρακτηριστική είναι η διαπίστωση ότι, ενώ ο συνολικός αριθμός των γεννήσεων στην Ευρώπη το 1964 είχε φτάσει τα 7.3 εκατομμύρια, το 2002 έπεσε στα 4.7 εκατομμύρια (Eurostat, 2004) και εύλογα οι μελετητές προειδοποιούν ότι, εάν τα ποσοστά των γεννήσεων δεν ξεπεράσουν το όριο των 1.3 παιδιών ανά γυναίκα για μεγάλο χρονικό διάστημα, τότε σε περίπου 40 χρόνια από σήμερα ο πληθυσμός της Ευρώπης θα έχει μείνει ο μισός. Το ίδιο επισημαίνουν και οι Skirbekk, Lutz και Testa (2006), που κάνουν λόγο για την «παγίδα» της χαμηλής γεννητικότητας. Υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι από τη στιγμή που η γεννητικότητα πέσει κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, τότε η υπογεννητικότητα είναι πιθανό να καταστεί μη αναστρέψιμη στο μέλλον. Η παραπάνω θεωρία, βέβαια, δεν αποτελεί κανόνα και δεν επαληθεύεται πάντα, είτε λόγω μέτρων που λαμβάνονται από την πολιτεία κάθε κράτους για την αντιμετώπιση του προβλήματος, είτε λόγω της μικρότερης ή μεγαλύτερης πληθυσμιακής τόνωσης που επιφέρει η εισροή μεταναστών σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ελλάδα, έχοντας γεννητικότητα κάτω από το καθορισμένο όριο των 1.3 παιδιών ανά γυναίκα από το 1998 και για 6 συνεχόμενα έτη, κατόρθωσε τελικά να το υπερβεί, έστω οριακά, το 2004 και συνεχίζει να το υπερβαίνει μέχρι σήμερα.

Πίνακας 1: Συνολικό Ποσοστό Γονιμότητας 1998-2006 (Total Fertility Rate)

Οικονομική Επιτροπή Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη

Ωστόσο, αυτή η ελάχιστη υπέρβαση δεν είναι καθησυχαστική, αφού οφείλεται κυρίως στην εισροή μεταναστών, και τα ποσοστά των γεννήσεων εξακολουθούν να παραμένουν ιδιαίτερα χαμηλά γεννώντας δυσοίωνες προβλέψεις για τον πληθυσμό της χώρας στο μέλλον. Αρκεί μια ματιά στα συνολικά ποσοστά γονιμότητας (Total Fertility Rates) –ως συνολικό ποσοστό γονιμότητας ορίζεται το ποσοστό γονιμότητας υπολογιζόμενο στο σύνολο της περιόδου αναπαραγωγής της γυναίκας, συνήθως ανάμεσα στα 15 και 50 έτη- από τη δεκαετία του ’ 70 έως αυτή που διανύουμε για τη διεξαγωγή συμπερασμάτων: το 1970 το συνολικό ποσοστό γονιμότητας ήταν 2.39, δέκα χρόνια αργότερα 2.21, το 1990 έπεσε σε 1.39 και το 2000 κατρακύλησε στα 1.27.

Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος,

Η μείωση της γονιμότητας και της γεννητικότητας, σε συνδυασμό με αυτή της θνησιμότητας, οδηγούν σε μια νέα δημογραφική επανάσταση, χαρακτηριστικά της οποίας είναι η γήρανση του πληθυσμού, η «αρνησιπαιδία» και «ολιγανθρωπία», όπως γλαφυρά έγραφε ο Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης το 165 π.Χ, αναφερόμενος σε αντίστοιχη υπογεννητικότητα στην Ελλάδα επί των ημερών του:

«Έφθασε ο καιρός σήμερα στην Ελλάδα να υπάρχει αρνησιπαιδία και ολιγανθρωπία, εξαιτίας της οποίας οι πόλεις ερημώθηκαν και σημειώθηκε πλήρης έλλειψη παραγωγής, αν και δε συνέβησαν πόλεμοι ή επιδημίες. Εάν λοιπόν για τούτο συμβούλευε κάποιος να ρωτήσουμε τους Θεούς τι θα μπορούσαμε να κάνουμε, άραγε δεν θα ήταν μάταιο να κάνουμε τέτοιες ερωτήσεις, αφού η αιτία είναι προφανής και ο τρόπος διορθώσεως στα χέρια μας; Διότι, επειδή οι άνθρωποι έγιναν εγωιστές και φιλοχρήματοι, έτσι ώστε να μη θέλουν να παντρευτούν, ούτε να κάνουν παιδιά, ούτε να ανατρέφουν, αλλά να αποκτούν το πολύ ένα ή δύο, ώστε να τους αφήσουν πλούσια κληρονομιά και να μη ξοδεύουν για την ανατροφή τους, γι' αυτό το λόγο το κακό μεγαλώνει.»

Οι συνέπειες από την υπογεννητικότητα και τη γήρανση του πληθυσμού είναι εύλογες, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για όλη την Ευρώπη, που και από πλευράς ηλικίας των κατοίκων της πρέπει να αποκαλείται «Γηραιά Ήπειρος». Στο κοντινό μέλλον τόσο η πληθυσμιακή συρρίκνωση, όσο και η γήρανση του πληθυσμού, δεν θα αποτελούν απλά σοβαρά κοινωνικά φαινόμενα, αλλά αναμένεται να προκαλέσουν και σημαντικά προβλήματα στην οικονομία, καθώς το εργατικό δυναμικό θα ελαττωθεί, η παραγωγή αναπόφευκτα θα μειωθεί και τα ασφαλιστικά συστήματα θα δεχθούν βαρύ πλήγμα.

Οι Caldwell και Schindlmayr (2003) κάνουν κριτική στους ερευνητές της υπογεννητικότητας, λέγοντας ότι δεν προσπαθούν να εντοπίσουν πιθανές κοινές αιτίες που συμβάλλουν στη μείωση των γεννήσεων. Φυσικά, δεν είναι δυνατό να οδηγηθούμε σε γενικεύσεις, ωστόσο, ένα κοινό χαρακτηριστικό που μπορεί να εντοπιστεί διακρατικά είναι η αναβολή των γεννήσεων (postponement of childbearing), δηλαδή η απόκτηση παιδιών σε συνεχώς μεγαλύτερη ηλικία.

Για να εξηγήσει, ωστόσο, κανείς τη φύση και τις αιτίες που προκαλούν την αναβολή δημιουργίας οικογένειας, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τις αλλαγές και το νέο ρεύμα ιδεών που επέφερε η λεγόμενη Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση, η οποία ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 στη Βόρεια Ευρώπη και σταδιακά εξαπλώθηκε και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες (Lesthaeghe, 1995; van de Kaa, 1987).

2. Ιδεολογικό Ρεύμα και στάσεις ζωής της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης

Η μείωση της γεννητικότητας κάτω από το όριο αντικατάστασης είναι ίσως τo πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης (van de Kaa, 1987). Κατά την περίοδο αυτή, ενώ οι συνθήκες διαβίωσης βελτιώνονται και ο μέσος όρος ζωής αυξάνεται, τα ποσοστά γεννήσεων σημειώνουν σημαντική μείωση, γεγονός που απειλεί πολλές χώρες με πληθυσμιακή γήρανση και καθιστά την είσοδο μεταναστών ως μια λύση σταθεροποίησης του πληθυσμού και οικονομικής αναζωογόνησης. Η γέννηση του πρώτου παιδιού αναβάλλεται ολοένα και περισσότερο και είναι τόσο συχνό το φαινόμενο, ώστε οι Κohler, Billari και Ortega (2002) να θεωρούν την αναβολή των γεννήσεων ως μια ξεχωριστή Δημογραφική Μετάβαση, και όχι ως μέρος της Δεύτερης.

Πολλαπλές κοινωνικές, ιδεολογικές και πολιτισμικές αλλαγές λαμβάνουν χώρα κατά τη Δεύτερη Δημογραφική Μετάβαση και σηματοδοτούν την έναρξη μιας καινούριας εποχής, όχι μόνο για τη Βόρειο-δυτική Ευρώπη, όπως πολλοί υποστηρίζουν, αλλά σταδιακά για την πλειοψηφία των Ευρωπαϊκών χωρών. Νέες αντιλήψεις, στάσεις ζωής και πρότυπα συμπεριφοράς καθιερώνονται και οι ανάγκες που χρήζουν ικανοποίησης εκτείνονται πέρα από αυτές της επιβίωσης, της ασφάλειας και της αυτοσυντήρησης-επιδιώξεις της Πρώτης Δημογραφικής Μετάβασης- και αγγίζουν τις ανώτερες ψυχικές στην κλίμακα της περίφημης Πυραμίδας του Maslow (1954). Στη νέα μεταϋλιστική και μεταμοντέρνα εποχή το άτομο επιδιώκει την εσωτερική του ολοκλήρωση και αυτοπραγμάτωση, την πνευματική του ανάπτυξη, την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, την αναγνώριση, την επαγγελματική ανέλιξη, την αυτονομία και την ελεύθερη έκφραση ιδεών και απόψεων. Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται η έμφαση στην προσωπική μόρφωση και η προσήλωση στη δημιουργία αξιόλογης επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Η επιδίωξη της αυτοπραγμάτωσης παραμερίζει την ιδέα του γάμου. Χαρακτηριστικό είναι ότι ακόμη και στην Ελλάδα, που θεωρείται παραδοσιακή χώρα και πιστή στο θεσμό της οικογένειας, οι σύναψη γάμων έχει ελαττωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια. Το 1991 σημειώθηκαν 65.568 γάμοι, σε μια δεκαετία ο αριθμός τους έπεσε σε 58.491, το 2004 μειώθηκε ακόμη περισσότερο και έφτασε τους 51.377, ενώ το 2007 ξανασκαρφάλωσε στους 61.377.

Πίνακας 5

Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος

Ωστόσο, παρά την τελευταία αυτή άνοδο, ο αριθμός γάμων είναι φανερά χαμηλότερος σε σχέση με το παρελθόν.

Επιπλέον, νέες μορφές οικογένειας εμφανίζονται, όπως η ‘συμβίωση’, η οποία πιθανό να οδηγεί -στις λιγότερο συντηρητικές χώρες- στην απόκτηση παιδιού εκτός γάμου.

Ο αριθμός των διαζυγίων αυξάνεται ραγδαία. Τα ποσοστά τους στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να τα διανοηθεί ούτε ο πιο διορατικός μελετητής μερικές δεκαετίες πριν. Ενώ το 1991 τα διαζύγια δεν ξεπερνούσαν τα 6.351, το 2007 διπλασιάστηκαν και έφτασαν τα 12.994, αριθμός που αντανακλά τις κοινωνικές μεταβολές που διενεργούνται και στον Ελληνικό χώρο.

Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδος,

Στο φαινόμενο των διαζυγίων συμβάλλει η χειραφέτηση της γυναίκας- αποτέλεσμα της μόρφωσης, της δυναμικής της ένταξης στον εργασιακό χώρο και της οικονομικής ανεξαρτητοποίησής της στα πλαίσια της ισότητας των δύο φύλων. Πράγματι, η ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών είναι ένα από τα βασικά ζητούμενα της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης, που θέλει τη γυναίκα ισότιμη με τον άντρα και εξίσου δραστήρια επαγγελματικά και υπεύθυνη για την οικονομική ευμάρεια της οικογένειας. Αξιοσημείωτη πρόοδος έχει συντελεστεί σχετικά με την ισότητα ανδρών και γυναικών στην Ελλάδα, τόσο ως προς τις εκπαιδευτικές όσο και ως προς τις επαγγελματικές ευκαιρίες. Ωστόσο, στα στενά πλαίσια της οικογένειας οι ρόλοι αντρών και γυναικών είναι ακόμη διακριτοί και το μεγάλωμα και η φροντίδα των παιδιών ανήκουν κατά κύριο λόγο ή και αποκλειστικά στις αρμοδιότητές των γυναικών, γεγονός που καθιστά δύσκολο το συνδυασμό οικογένειας με εκπαίδευση και επαγγελματική σταδιοδρομία.

3. Αναβολή των γεννήσεων

Όπως εύστοχα επισημαίνουν και οι Frejka και Calot (2001a), πριν από οποιαδήποτε διερεύνηση του φαινομένου και των αιτίων του, απαραίτητος είναι ο διαχωρισμός του όρου ‘αναβολή των γεννήσεων’ από την ‘καθυστέρηση των γεννήσεων’, αφού λανθασμένα συχνά χρησιμοποιούνται στη βιβλιογραφία ως συνώνυμα. Ωστόσο, η καθυστέρηση υπονοεί ότι τελικά η απόκτηση παιδιών πραγματοποιείται κάποια στιγμή στο μέλλον, ενώ δεν ισχύει απαραίτητα το ίδιο και με την αναβολή. Επιπλέον, εύλογα τίθενται τα ερωτήματα: Μετά από ποια ηλικία θεωρούμε ότι μια γυναίκα αναβάλλει τη γέννηση του πρώτου παιδιού; Ποια είναι η ενδεδειγμένη ηλικιακή περίοδος απόκτησης του πρώτου παιδιού, μετά τη διέλευση της οποίας μπορούμε να κάνουμε λόγο για αναβολή; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι δύσκολο να δοθούν και οι μελετητές δεν έχουν λάβει συγκεκριμένες και ξεκάθαρες θέσεις, αφού η «κατάλληλη» ηλικία της πρώτης τεκνοποίησης είναι πιθανό να ποικίλει από χώρα σε χώρα, ανάλογα με τις κοινωνικές, πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις ή το επίπεδο προοδευτικότητας και συντηρητισμού που επικρατεί. Είναι, πάντως, γνωστό και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι, όσο αυξάνεται η ηλικία της γυναίκας, τόσο αυξάνονται και τα προβλήματα υπογονιμότητας. Λέγεται ότι τα προβλήματα αυτά συνήθως αρχίζουν μετά την ηλικία των 30 και επιδεινώνονται μετά τα 35. Συμβατικά υιοθετείται ένας πιο γενικός ορισμός της αναβολής ως την απόκτηση του πρώτου παιδιού σε ολοένα μεγαλύτερη ηλικία, σε σχέση με τα δεδομένα της κάθε χώρας.

Το φαινόμενο τείνει να γίνει παγκόσμιο, με τις προηγμένες κοινωνίες να είναι οι πρωταγωνιστές. Αναμφισβήτητα, ακόμη και αν δεν υπάρχει ταυτόχρονη αναβολή του γάμου, οι νέες και ποικίλες μέθοδοι αντισύλληψης και ο οικογενειακός προγραμματισμός συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση, σε σημείο που να προσεγγίζονται οι Μαλθουσιανές θεωρίες περί ανάγκης ελέγχου του πληθυσμού, λόγω έλλειψης φυσικών πόρων. Το παράδοξο έγγυται στο γεγονός ότι, ενώ κυρίως οι Ασιατικές και Αφρικανικές χώρες είναι αυτές που χρήζουν ελέγχου των γεννήσεων, είναι η προηγμένη Ευρώπη αυτή που τις περιορίζει.

Έτσι, πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, από τα μέσα κιόλας της δεκαετίας του ’70, σημειώνουν άνοδο στους μέσους όρους απόκτησης του πρώτου παιδιού αδιάκοπα για τρεις δεκαετίες. Ως αποτέλεσμα, η μετάβαση στη μητρότητα πραγματοποιείται 4-5 χρόνια αργότερα από την προηγούμενη γενιά. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Οικονομικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη, το 1980 η Ελβετία, η Ολλανδία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Ιταλία ήταν οι χώρες με τους μεγαλύτερους μέσους όρους, οι οποίοι ξεπερνούσαν την ηλικία των 25 ετών.

Πίνακας 7: Μέσοι όροι ηλικιών απόκτησης 1ου παιδιού το 1980

1980

Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη,

Η Ελλάδα, χώρα παραδοσιακή, πιστή στο θεσμό της οικογένειας και περισσότερο συντηρητική, σε σύγκριση με τις Βόρειες Ευρωπαϊκές, άρχισε να βιώνει το φαινόμενο πιο έντονα λίγο αργότερα. Έτσι, το 1980 ο μέσος όρος απόκτησης του πρώτου παιδιού ήταν σχετικά χαμηλός (23.3). Ωστόσο, στη συνέχεια εμφάνισε μια ραγδαία αύξηση στους μέσους όρους, σε τέτοιο βαθμό, ώστε το 2007 η μέση ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού να ανέρχεται σε 29.2, δηλαδή 5.9 χρόνια περισσότερα συγκριτικά με τη μέση ηλικία του 1980. Ως εκ τούτου, το φαινόμενο αναμφισβήτητα χρήζει κοινωνιολογικής μελέτης, αφού η ηλικία των 29.2 αποτελεί πλέον από τους μεγαλύτερους μέσους όρους στην Ευρώπη, ξεπερνώντας ακόμη και αυτούς από πολλές προοδευτικές χώρες του Βορρά.

Πίνακας 8: Μέσοι όροι ηλικιών απόκτησης 1ου παιδιού στην Ελλάδα

Ελλάδα

Οικονομική Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Ευρώπη,

Η σοβαρότητα του φαινομένου έγγυται στο γεγονός ότι η αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού αναπόφευκτα οδηγεί και στην αναβολή των επόμενων (tempo effect). Είναι, επομένως, πολύ πιθανό να επηρεάζεται ο συνολικός αριθμός των παιδιών που θα αποκτήσει μια γυναίκα, αφού, λόγω της αναβολής, η αναπαραγωγική της περίοδος μειώνεται σημαντικά (quantum effect). Εξάλλου, ανησυχητική είναι η διαπίστωση ότι κάποιες από τις αιτίες που οδηγούν στην αναβολή της γέννησης του πρώτου παιδιού συμβαίνει να ταυτίζονται με εκείνες που μπορούν να προκαλέσουν υπογονιμότητα ή και μη τεκνοποίηση.

Οι Billari και Philipov (2004) παρατηρούν ότι οι γυναίκες που αναβάλλουν λιγότερο το πέρασμα στη μητρότητα είναι αυτές που προέρχονται από μεγάλες οικογένειες, καθώς, επίσης, και αυτές που δε διαμένουν σε αστικά κέντρα, αλλά σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές.

Πολλοί μελετητές, έχοντας συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα του προβλήματος και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει στην πληθυσμιακή εξέλιξη, έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για το φαινόμενο (Sobotka, 2004). Για να αναζητηθεί, ωστόσο, η λύση ενός προβλήματος πρέπει πρώτα να εντοπιστούν οι αιτίες που το προκαλούν και να μελετηθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει.

Οι Kohler, Billari και Ortega (2006) επιχειρούν καταρχήν μια ψυχολογική προσέγγιση του φαινομένου, πριν το ερμηνεύσουν κοινωνιολογικά. Παρατηρούν ότι η γέννηση ενός παιδιού, από τη στιγμή που θα πραγματοποιηθεί, είναι, πλέον, ένα μη αναστρέψιμο και τετελεσμένο γεγονός. Οι αποφάσεις για το μέλλον, από την άλλη πλευρά, ακόμη και αν περιλαμβάνουν την απόκτηση παιδιού, και μάλιστα κατά την επιθυμητή χρονική στιγμή, δεν είναι δεσμευτικές, αλλά, αντίθετα αναστρέψιμες και μπορούν να υπόκεινται σε πολλές αλλαγές, ανάλογα με τις συνθήκες. Αυτή η δυνατότητα ανατροπής των αποφάσεων γεννά την αναβολή, η οποία μπορεί να είναι και πολυετής, αν οι κοινωνικές συνθήκες την ευνοούν.

Από κοινωνιολογικής άποψης τα αίτια μπορούν να εντοπιστούν στις ιδεολογικές τάσεις της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης (Lesthaeghe, 2001), καθώς και στο πολιτισμικό και κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο κάθε χώρας. Παρακάτω απαριθμούνται μερικά από τα πιθανά αίτια της αναβολής των γεννήσεων:

Η πολυετής εκπαίδευση σε ολοένα υψηλότερα επίπεδα.

Η ανεπαρκής υποστήριξη από το κράτος πρόνοιας σε νέες μητέρες

Η ανεργία

Η προσήλωση στη δημιουργία επαγγελματικής σταδιοδρομίας

Η χειραφέτηση της γυναίκας

Η δυναμική ένταξη της γυναίκας στον εργασιακό τομέα

Ο αυξανόμενος εργασιακός ανταγωνισμός

Τα μη ελαστικά εργασιακά ωράρια

Η επιδίωξη για ολοένα μεγαλύτερη ποιότητα ζωής και απόκτηση ελεύθερου χρόνου

Η ανάγκη για προσωπική ανάπτυξη, ικανοποίηση ατομικών αναγκών, αυτοπραγμάτωση και αυτονομία

Ο καταναλωτισμός, ο οποίος απαιτεί και τους αντίστοιχους οικονομικούς πόρους και οδηγεί πολλές φορές σε περισσότερες ώρες εργασίας

Ο αυξανόμενος αριθμός διαζυγίων

Η συμβίωση που συχνά δε συνοδεύεται από την απόκτηση παιδιών

Η ευρεία χρήση μεθόδων αντισύλληψης

Ο βαθμός της επίδρασης των παραπάνω αιτίων μπορεί να διαφοροποιείται ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, από χώρα σε χώρα ή ακόμα και ανάμεσα σε περιοχές (π.χ. αγροτικές, ημιαστικές, αστικές) του ίδιου κράτους.

4. Ο ρόλος της εκπαίδευσης και της επαγγελματικής σταδιοδρομίας

Στην προσπάθεια να διερευνηθούν τα αίτια της αναβολής των γεννήσεων, πολλοί μελετητές στο εξωτερικό εστιάζουν τις έρευνές τους στην εκπαίδευση (Happel, Hill and Low, 1984; Kravdal, 1994; Gustafsson, 2002; Hoem, 1986; Billari and Philipov, 2004), αφού σε αυτήν δαπανούν οι νέοι ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους και αποτελεί στάδιο που προηγείται της δημιουργίας οικογένειας. Kαθώς η επαγγελματική σταδιοδρομία συχνά συνδέεται άρρηκτα με την απόκτηση εκπαίδευσης και ολοένα και περισσότερο θεωρείται κίνητρο και επακόλουθό της, εύλογα οι μελετητές εξετάζουν και τη δική της επίδραση στην ένταση του φαινομένου της αναβολής των γεννήσεων (Dolado et al., 2000).

Η πορεία της ζωής των ανθρώπων έχει αλλάξει σημαντικά, συγκρινόμενη με αυτήν μερικές δεκαετίες πριν. Μετά την ολοκλήρωση του σχολείου, στην οποία λίγοι κατόρθωναν να φτάσουν λόγω οικονομικών κυρίως λόγων ή έλλειψης υποστήριξης από το περιβάλλον, ο αντρικός πληθυσμός στο παρελθόν εντασσόταν όσο το δυνατό γρηγορότερα στο εργατικό δυναμικό της χώρας, ενώ ο γυναικείος προχωρούσε στη δημιουργία οικογένειας. Οι μεταλυκιακές σπουδές, ωστόσο, στις μέρες μας θεωρούνται σχεδόν δεδομένες και στόχος της πλειοψηφίας των μαθητών είναι η εισαγωγή τους σε κάποιο Πανεπιστημιακό Ίδρυμα. Οι οικονομίες της Μεταβιομηχανικής εποχής και η έντονη ανταγωνιστικότητα που τις διακρίνει, απαιτούν υψηλά μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εφησυχασμό. Η υψηλή εκπαίδευση τείνει να γίνει μονόδρομος για την εξασφάλιση σταθερής και σχετικά καλά αμειβόμενης εργασίας. Αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη περίπου οι μισοί νέοι ηλικίας 20-24 ετών είναι εγγεγραμμένοι σε κάποιο ανώτερο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Στη Γαλλία, τη Δανία και τη Φινλανδία, οι νέοι αυτής της ηλικιακής κατηγορίας που σπουδάζουν ξεπερνάνε το 50% (Sobotka, 2004).

Στη Νότια Ευρώπη σημειώνονται υψηλά ποσοστά ανεργίας, ιδιαίτερα ανάμεσα στο γυναικείο πληθυσμό, φαινόμενο που δεν είναι το ίδιο συχνό στις χώρες του Βορρά. Αυτή η χρόνια υψηλή ανεργία έχει στρέψει εφήβους και νέους στην απόκτηση ολοένα περισσότερων προσόντων, κυρίως μέσω της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα, οι νέοι με υψηλότερη μόρφωση παραμερίζουν τους λιγότερο μορφωμένους από θέσεις που παραδοσιακά τους ανήκαν, τουλάχιστον μέχρι να βρουν θέση εργασίας αντάξια των σπουδών τους. Στην Ελλάδα τα μεγάλα ποσοστά των νέων που σπουδάζουν εκθέτουν τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα και επιτρέπουν τη διεξαγωγή συμπερασμάτων, σχετικά με τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Κατά μέσο όρο περίπου 350.000 νέοι εισάγονται κάθε χρόνο στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, από τους οποίους η πλειοψηφία είναι γυναίκες (πίνακας 9, διάγραμμα 1). Ο αριθμός αυτός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος, αν προστεθούν οι φοιτητές των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων.

Πίνακας 9: Αριθμός Προπτυχιακών, Μεταπτυχιακών και Διδακτορικών Φοιτητών Α.Ε.Ι.

Υπουργείο Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων,

Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον για την παρακολούθηση Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων. Ενώ κατά το ακαδημαϊκό έτος 2003-2004 ο αριθμός των φοιτητών που εισήχθησαν σε Μεταπτυχιακά Προγράμματα ήταν 21.655, μέσα σε τρία μόλις χρόνια ανήλθε σε 34.192, με πρωταγωνιστή και πάλι το γυναικείο φύλο (πίνακας 1, διάγραμμα 2).

Αρκετά μεγάλος είναι και ο αριθμός των Διδακτορικών φοιτητών, οι οποίοι ξεπερνάνε τους 20.000 κάθε χρόνο. Ωστόσο, όπως φαίνεται στον πίνακα 9 και στο διάγραμμα 3, οι άντρες φοιτητές Διδάκτορες είναι περισσότεροι από τις γυναίκες.

Για ένα σημαντικό, λοιπόν, ποσοστό νέων η εκπαίδευση μετά την αποφοίτηση από το σχολείο μπορεί να συνεχίζεται για δέκα περίπου χρόνια. Ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος, αν καθυστερήσει η εισαγωγή στο επιθυμητό Πανεπιστημιακό Ίδρυμα ή Μεταπτυχιακό/Διδακτορικό πρόγραμμα ή παραταθεί η επιτυχής ολοκλήρωση των σπουδών. Αποτελέσματα έρευνας των Brunello και Winter-Ebmer (2003) σε Πανεπιστημιακούς φοιτητές Ευρωπαϊκών χωρών έδειξαν ότι στη Σουηδία και την Ισπανία πάνω από το 30% των φοιτητών που ερωτήθηκαν υπολόγιζαν να πάρουν το πτυχίο τους με τουλάχιστον ένα χρόνο καθυστέρηση. Το ποσοστό ήταν μικρότερο στη Γαλλία (17%) και τη Γερμανία (10%), και κατά πολύ χαμηλότερο (κάτω από 5%) στην Ιρλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, την Ελβετία και την Πορτογαλία.

Οι Goldscheider και Waite (1986) επισημαίνουν ότι ο αντίκτυπος των σπουδών είναι μεγαλύτερος στις γυναίκες απ’ ό,τι στους άντρες, καθώς η πιο γόνιμη, από βιολογικής άποψης, περίοδός τους μένει ανεκμετάλλευτη. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές (Happel, Hill and Low, 1984; Kravdal, 1994; Gustafsson, 2001), όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο της μόρφωσης, τόσο παραμερίζεται η ιδέα του γάμου και αναβάλλεται το πέρασμα στη μητρότητα. Σε έρευνες που διεξήχθησαν στη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Σουηδία (Gustafsson et al. 2002) βρέθηκε ότι οι γυναίκες με υψηλότερη μόρφωση έγιναν μητέρες σε μεγαλύτερη ηλικία και ότι ήταν πρωτοπόρες στην Ευρώπη ως προς την αναβολή της μητρότητας. Όπως έχει προαναφερθεί, η αναβολή αυτή συχνά έχει αντίκτυπο και στο συνολικό αριθμό παιδιών που τελικά αποκτώνται ή οδηγεί και στη μη τεκνοποίηση. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που αφορούν τα ποσοστά γεννήσεων στην Αυστραλία, σε γυναίκες με χαμηλή εκπαίδευση αντιστοιχούν κατά μέσο όρο 2.3 παιδιά, σε γυναίκες με πτυχίο Πανεπιστημίου 1.8 παιδιά, ενώ σε εκείνες με Μεταπτυχιακές σπουδές το ποσοστό πέφτει σε 1.3 παιδιά. Όσον αφορά στη μη τεκνοποίηση, το 11% του γυναικείου πληθυσμού που δεν τεκνοποίησε είχε λάβει χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, το 22% είχε Πανεπιστημιακό πτυχίο, ενώ το 34% είχε αποκτήσει Μεταπτυχιακή Εκπαίδευση (Australian Census, 1996). Η συνειδητοποίηση του προβλήματος οδήγησε στη λήψη μέτρων από την πολιτεία, τα οποία περιελάμβαναν την οικονομική ενίσχυση των φοιτητριών νέων μητέρων.

Κατά τον Hoem (1986), ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο η εκπαίδευση έχει αντίκτυπο στη γονιμότητα και τη γεννητικότητα δε σχετίζεται απαραίτητα με το επίπεδο της εκπαίδευσης. Υποστηρίζει ότι η διάρκεια των σπουδών είναι αυτή που επιδρά περισσότερο, υπονοώντας ότι μια γυναίκα, κάτοχος, για παράδειγμα, διδακτορικού τίτλου, ίσως προχωρήσει νωρίτερα στη δημιουργία οικογένειας και στη μητρότητα συγκριτικά με κάποια άλλη που απλά καθυστερεί να αποκτήσει το πρώτο της Πανεπιστημιακό πτυχίο ή Μεταπτυχιακό Δίπλωμα. Αποτελέσματα ερευνών σε Ευρωπαϊκές χώρες (Billari and Philipov, 2004) έδειξαν ότι οι σπουδές που δεν έχουν ολοκληρωθεί, αλλά είναι σε εξέλιξη, ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην αναβολή της μετάβασης στη μητρότητα, σε σχέση με το καθαυτό επίπεδο της εκπαίδευσης.

Στις σημερινές Δυτικές κοινωνίες η «ασυμβατότητα» μεταξύ εκπαίδευσης και μητρότητας αποτελεί συχνά θέμα μελέτης και πολλοί ερευνητές έχουν ασχοληθεί με αυτή (Rindfuss, Morgan and Swicegood, 1988; Kravdal, 1994; Blossfeld, 1995; Hoem, 2000; Baizan, Aassve and Billari, 2003). Οι Blossfeld και Huinink (1991) επισημαίνουν ότι κατά τη διάρκεια των σπουδών του το άτομο εξαρτάται οικονομικά κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά από τους γονείς του. Ο γάμος και η δημιουργία οικογένειας δε συγκαταλέγονται στα άμεσα σχέδια, αφού βασικός στόχος θεωρείται η ολοκλήρωση των σπουδών και η απόκτηση των εφοδίων που θα βοηθήσουν το άτομο να ικανοποιήσει τις επαγγελματικές του φιλοδοξίες. Η επικρατούσα τάση, η μητρότητα να έπεται των σπουδών, βασίζεται, εκτός από τους οικονομικούς λόγους, στην υπόθεση ότι η πρώτη θα έχει μεγάλο κόστος στην περαιτέρω εκπαίδευση. Η συντριπτική πλειοψηφία γυναικών που γίνονται μητέρες σε νεαρή ηλικία εγκαταλείπουν τις σπουδές τους πριν ολοκληρωθούν ή μειώνουν τις εκπαιδευτικές τους προσδοκίες (Kierman, 1997). Ένας μεγάλος αριθμός ερευνών που διεξήχθησαν κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες (Klepinger et al., 1999; Hofferth et al., 2001), στη Μεγάλη Βρετανία (Hobcraft and Kierman, 1999) και στη Δυτική Ευρώπη (Berthoud and Robson, 2001) σε έφηβες και νεαρές γυναίκες συγκλίνει στο παραπάνω συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα των ερευνών των Berthoud και Robson (2001) σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης έδειξαν ότι οι γυναίκες που έγιναν μητέρες πριν τα 21 τους χρόνια είχαν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης σε σχέση με εκείνες που βίωσαν τη μητρότητα αργότερα.

Λόγω των σπουδών και, επομένως, της αργοπορημένης ένταξης στην αγορά εργασίας, καθυστερεί και το πέρασμα στην ενηλικίωση. Όπως παρατηρούν πολλοί ερευνητές (Kohler et al. 2002; Billari, 2004; Billari, Philipov and Baizan, 2001), το φαινόμενο αυτό είναι πιο έντονο στις χώρες της Νότιας Ευρώπης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους Έλληνες νέους, οι οποίοι δεν εγκαταλείπουν την πατρική εστία, παρά μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως επαγγελματικά και αποκτήσουν ένα αξιόπιστο, σταθερό εισόδημα. Σχετική έρευνα στην Ιταλία και την Ισπανία έδειξε ότι η είσοδος στην αγορά εργασίας επιταχύνει την απομάκρυνση από την πατρική εστία και τη δημιουργία οικογένειας (Billari et al. 2005)

Γενικά, η εκπαίδευση βοηθάει, αργά ή γρήγορα, στην επαγγελματική και οικονομική αποκατάσταση των ατόμων. Ειδικότερα οι γυναίκες με υψηλή μόρφωση τυγχάνουν τώρα περισσότερων επαγγελματικών ευκαιριών σε σχέση με το παρελθόν και, επομένως, συχνά αναβάλλουν να προχωρήσουν στη σύναψη γάμου, καθώς δεν επιζητούν πλέον τα οικονομικά οφέλη που αυτός άλλοτε ισοδυναμούσε. Επιπλέον, ο αρνητικός αντίκτυπος από το μεγάλωμα και τη φροντίδα των παιδιών στην εξέλιξη της καριέρας και στην αποκόμιση εσόδων αντίστοιχων των προσόντων τους, τις οδηγεί στην περαιτέρω αναβολή της μητρότητας, με αντάλλαγμα την μη αξιοποίηση της βιολογικά πιο γόνιμης περιόδου τους. Οι Cigνo και Ermisch (1989) επισημαίνουν επί του θέματος ότι όσο περισσότερα είναι τα οφέλη που αποκομίζονται από την απόκτηση υψηλής εκπαίδευσης, είτε αυτά είναι επαγγελματικά και οικονομικά είτε κοινωνικά και γοήτρου, τόσο οι γυναίκες έχουν την τάση να αναβάλλουν τη μετάβαση στη μητρότητα. Το παρακάτω σχεδιάγραμμα περιγράφει την πορεία της ζωής πολλών γυναικών που έχουν εμπλακεί στην εκπαιδευτική διαδικασία και στη δημιουργία καριέρας, και τις αλλεπάλληλες αναβολές τις οποίες επιλέγουν ή στις οποίες αναγκάζονται να καταφύγουν. Βέβαια, η εκπαίδευση δε συνεπάγεται πάντοτε υψηλές επαγγελματικές φιλοδοξίες. Ωστόσο, ως επί το πλείστον, η εκπαίδευση σε ολοένα ανώτερα επίπεδα, φανερώνει πιο φιλόδοξες βλέψεις από μια απλή επαγγελματική αποκατάσταση.

Το ενδιαφέρον των μελετητών της αναβολής των γεννήσεων και της υπογεννητικότητας πρέπει να εστιάζεται στις επιλογές και του αντρικού και του γυναικείου πληθυσμού. Ωστόσο, οι στάσεις των γυναικών χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, αφού είναι αυτές που συχνά στη σημερινή εποχή καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στην «έγκαιρη» δημιουργία οικογένειας ή στην απόκτηση ανώτερης εκπαίδευσης και την οικοδόμηση καριέρας.

Οι Surkyn και Lesthaeghe (2004) τονίζουν ότι είναι απαραίτητο για το σύγχρονο μελετητή να εντοπίσει τα «ίχνη» των προσωπικών προτιμήσεων και στάσεων στην πραγματική γεννητικότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος, η Hakim (2000) με τη «θεωρία των προτιμήσεων» μελετά την ετερογένεια των στάσεων απέναντι σε διαφορετικούς τρόπους ζωής και εντοπίζει τρεις τύπους γυναικών: α) τις προσανατολισμένες στη δημιουργία οικογένειας (family-oriented), β) τις προσανατολισμένες στην καριέρα (career-oriented) και γ) εκείνες που, ανάλογα με τις περιστάσεις, προσανατολίζονται είτε στην οικογένεια είτε στην καριέρα ή προσπαθούν να συνδυάσουν, όσο είναι δυνατό, και τα δύο (adaptive). Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει η πλειοψηφία των γυναικών, αν και τα ποσοστά ποικίλουν από χώρα σε χώρα. Όπως παρατηρεί η Hakim, μετά την απόκτηση παιδιών ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών αυτής της κατηγορίας είναι πιθανό να προτιμήσει κάποια εργασία μερικής απασχόλησης. Αξιοσημείωτη, πάντως, είναι -και αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από κοινωνιολογικής άποψης, αφού αντικατοπτρίζει την εξάπλωση των ιδεολογικών ρευμάτων της Δεύτερης Δημογραφικής Μετάβασης- η σταδιακή αύξηση των γυναικών που προσανατολίζονται στην καριέρα.

Η Hakim δεν αποκλείει το ενδεχόμενο και οι τρεις τύποι γυναικών να προχωρούν σε σπουδές. Στην άποψη αυτή συγκλίνουν και οι Vitali et al. (2009), οι οποίοι, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι οι γυναίκες που είναι προσανατολισμένες στην καριέρα, έχοντας την απόκτηση προσόντων ως ισχυρό κίνητρο, συνήθως φτάνουν σε υψηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών τους σε Ευρωπαϊκές χώρες, οι προσανατολισμένες στην καριέρα γυναίκες είχαν αφιερώσει περισσότερα χρόνια στην εκπαίδευσή τους σε σύγκριση με τους δύο άλλους τύπους γυναικών.

Έχει, ωστόσο, αποδειχθεί ότι ακόμη και οι γυναίκες με υψηλή εκπαίδευση και προσανατολισμό στην καριέρα δεν έχουν αρνητικές στάσεις απέναντι στην απόκτηση παιδιών. Σε έρευνα στην Αυστραλία το 89% των γυναικών που ρωτήθηκαν, απάντησαν ότι θα ήθελαν να αποκτήσουν παιδιά μέχρι την ηλικία των 35 (Australian Census, 1996).

Σε άλλη έρευνα (Cannold, 2000), που αφορούσε και πάλι τον πληθυσμό της Αυστραλίας, ο μέσος όρος του αριθμού παιδιών που επιθυμούσαν να αποκτήσουν γυναίκες με Πανεπιστημιακές σπουδές ήταν 2.55, ενώ ο αντίστοιχος για γυναίκες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ήταν χαμηλότερος (2.40). Εντούτοις, η προθυμία των υψηλότερα μορφωμένων γυναικών να αποκτήσουν κατά μέσο όρο πάνω από δύο παιδιά, δεν προκαταβάλλει και την πραγματική τους μελλοντική συμπεριφορά, αφού είναι αυτές κυρίως που αναβάλλουν πιο συχνά λόγω άλλων προτεραιοτήτων.

Η «θεωρία των προτιμήσεων» βρήκε μεταξύ των μελετητών πολλούς οπαδούς, αλλά και επικριτές. Σύμφωνα με τους τελευταίους, οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και οι πολιτικές των κρατών τελικά καθορίζουν τις αποφάσεις, τις επιλογές και την πορεία της ζωής των ατόμων, και όχι τόσο οι προσωπικές προτιμήσεις.

Πραγματικά, είναι πολλοί οι μελετητές που έχουν συνδέσει τις επιλογές των ατόμων σχετικά με την οικογένεια, την εκπαίδευση και την καριέρα με τα θεσμικά πλαίσια και τις πολιτικές που προωθούνται από τις κυβερνήσεις των κρατών, ιδιαίτερα όταν οι πρακτικές αυτές σχετίζονται και με τη διαμόρφωση και την καθιέρωση διαφυλικών προτύπων. Ο Esping-Andersen (1990, 1999) διακρίνει τρία μοντέλα κράτους πρόνοιας: α) το φιλελεύθερο (liberal) της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, β) το σοσιαλδημοκρατικό (social-democratic) των Σκανδιναβικών χωρών, γ) το συντηρητικό (conservative) της Κεντρικής Ευρώπης, με εξαίρεση τη Γαλλία και το Βέλγιο. Στην παραπάνω κατηγοριοποίηση έχει προστεθεί ένα τέταρτο μοντέλο, που είναι το κράτος πρόνοιας της Νότιας Ευρώπης (Southern Europe or “familialistic” welfare regime) και συναντάται στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Ιταλία, ενώ δε συμπεριλαμβάνεται η Πορτογαλία.1

Το φιλελεύθερο μοντέλο χαρακτηρίζεται από χαμηλό επίπεδο κρατικών παροχών σε φοιτήτριες παντρεμένες ή άγαμες μητέρες και περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις απόλυτης φτώχειας και ανέχειας. Καθώς οι επιλογές για εργασία μερικής απασχόλησης είναι περιορισμένες και η οικονομική κρατική ενίσχυση ελλιπής, οι γυναίκες συχνά εγκαταλείπουν σπουδές ή εργασία προκειμένου να προχωρήσουν στη δημιουργία οικογένειας και να ασχοληθούν με την ανατροφή των παιδιών τους. Υπάρχει διαχωρισμός αντρικών και γυναικείων επαγγελμάτων σε αρκετά μεγάλο βαθμό (Dally, 2000).

Αντίθετα, στο σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας οι πολιτικές του κράτους προωθούν την ισότητα των δύο φύλων και παρέχονται ίσες ευκαιρίες εργασίας σε όλους τους πολίτες. Η νέα γυναίκα ενισχύεται, μέσω γενναιόδωρων κρατικών παροχών, ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την πραγματοποίηση των προσωπικών της φιλοδοξιών, εκπαιδευτικών ή επαγγελματικών, σε συνδυασμό με την απόκτηση και την ανατροφή των παιδιών της. Η δυνατότητα εύρεσης εργασίας μερικής απασχόλησης και, μάλιστα, καλά αμειβόμενης, θεωρείται το μεγάλο προσόν του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου κρατικής πρόνοιας.

Οι πολιτικές του συντηρητικού κράτους πρόνοιας είναι πολύ λιγότερο υποστηρικτικές. Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται στην αναπαραγωγή παραδοσιακών οικογενειακών προτύπων και οι ρόλοι των δύο φύλων είναι διακριτοί, τόσο στον επαγγελματικό τομέα, όσο και στην οικογένεια. Ο γυναικείος πληθυσμός δύσκολα συνδυάζει τη δημιουργία οικογένειας με τις σπουδές ή με την καριέρα και συχνά καλείται να επιλέξει σε τι θα αφιερωθεί Η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας είναι σαφώς μικρότερη από τις Σκανδιναβικές χώρες, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι οι ευκαιρίες για εργασία μερικής απασχόλησης είναι περιορισμένες. Η Γαλλία και το Βέλγιο δε συμπεριλαμβάνονται στο συντηρητικό μοντέλο της Κεντρικής Ευρώπης, αφού οι κρατικές πρακτικές συνάδουν περισσότερο με το μοντέλο των Σκανδιναβικών χωρών.

Το κράτος πρόνοιας της Νότιας Ευρώπης έχει αρκετές ομοιότητες με το συντηρητικό της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς οι πολιτειακές πρακτικές είναι μέτρια έως ελάχιστα υποστηρικτικές. Η έλλειψη ικανοποιητικών κρατικών μέτρων, που να βοηθούν τους νέους ανθρώπους να συνδυάζουν την εκπαίδευσή τους ή την επαγγελματική τους αποκατάσταση με τη δημιουργία οικογένειας, έχει ως αποτέλεσμα η προσωπική ανάπτυξη και η εκπλήρωση των επαγγελματικών φιλοδοξιών να λειτουργούν εις βάρος της δημιουργίας οικογένειας και αντίστροφα. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η υποστήριξη και η οικονομική ενίσχυση που θα έπρεπε να παρέχεται από το κράτος πρόνοιας, molibixarti
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ