2012-10-11 00:25:26
Φωτογραφία για βλαχόφωνοι Έλληνες: Προέλευση και ιστορία των Βλάχων
Προέλευση και σημερινή εντόπιση

Οι λατινόφωνοι κάτοικοι της νοτίως του Δουνάβεως Χερσονήσου του Αίμου, γνωστοί στην διεθνή βιβλιογραφία ως Aromuns, αποτέλεσαν αντικείμενο ιστορικής ερεύνης, αλλά παρόλα αυτά ερωτήματα όπως η προέλευση και η πρώιμη ιστορία των Αρμάνων παραμένουν χωρίς ικανοποιητική απάντηση (Κ. Χρήστου, 1999). Αυτόχθονες Αρμάνοι προκύπτει ότι υπήρξαν στην Ελλάδα, Αλβανία και FΥΡΟΜ. Οι μεγάλες Αρωμανικές ομάδες στη Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Ρουμανία εμφανίζονται κατά το 18o αιώνα ως αποτέλεσμα μετακινήσεων των Αρωμανικών πληθυσμών. Στο παρελθόν κράτη όπως η Ρουμανία και η Ιταλία επιχείρησαν να αποσπάσουν από τους πληθυσμούς αυτούς την ελληνική εθνική ιδέα γεγονός που δεν κατάφεραν και κρίνονται ως ιστορικά αβάσιμοι ισχυρισμοί (βλέπε ιστορικά δεδομένα). Στο συνολό τους οι Αρμάνοι των βαλκανίων παρουσιάζουν ομοιότητες (συγγενικές διάλεκτοι) αλλά και διαφορές (ενδυμασία, έθιμα) αποτέλεσμα ίσως της γεωγραφικής τους εντόπισης και της αλληλοεπίδρασης με γειτονικούς πληθυσμούς.


Η επικρατέστερη άποψη που υποστηρίζεται από πλήθος ιστορικών ερευνητών φέρει τους λατινόφωνους βλάχους ως αποτέλεσμα εκλατινισμού ελληνικού πληθυσμού το οποίο όμως διατήρησε έτσι λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση (Στεργίου Δ, 2007). Το λατινόφωνο ιδίωμα των Αρμάνων χρονολογείται από τον 3ο αι. π.Χ. Αντίθετα στην Δακία (παλιά ονομασία της Ρουμανίας), η Λατινική διαδόθηκε 5 αιώνες μετά, δηλαδή στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. και για το λόγο αυτό σύμφωνα με το Γ. Μπαμπινιώτη δεν διατηρούν αρχαϊκά λατινικά στοιχεία. Μάλιστα οι Ρουμάνοι έχασαν τελείως την μητρική τους γλώσσα την Δακική, σε αντίθεση με τους Έλληνες που διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα ως κύρια, και τα βλάχικα ήταν μία δευτερεύουσα γλώσσα σε ενδοοικογενειακό και μόνο επίπεδο. Φαίνεται ότι οι ομοιότητες στις δύο γλώσσες οφείλονται σε άνοδο λατινόφωνων από το νότο προς τον Βορρά (τη σημερινή Ρουμανία), κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και όχι το αντίθετο.

Στο βιβλίο του Δημήτρη Γ. Τσούτσα "Βλάχοι... ιστορία - πολιτισμός - έθιμα - προσωπικότητες" (Αλμυρός 2006) αναφέρονται μεταξύ άλλων:

".......Οι πρώτοι στο χώρο των Βαλκανίων που εκλατινίζονται συναντώνται στην σημερινή Βόρεια Ήπειρο. Είναι η πρώτη φορά που ο Ελληνισμός της Αδριατικής δέχεται την πίεση των Ιλλυριών (ο λαός που ζούσε πάνω από τον Γεννούσο ποταμό – περίπου στην σημερινή Βόρεια Αλβανία-), και πρώτοι οι Κερκυραίοι (γύρω στο 229 π.Χ.), ζητούν την βοήθεια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι έρχονται για βοήθεια αλλά έχουν προβλήματα με τους Καρχηδόνιους και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τους Ιλλυριούς, οπότε ζητούν την βοήθεια των Ελλήνων της σημερινής Βόρειας Ηπείρου καθώς και των Ελληνικών πόλεων που βρίσκονται κατά μήκος των Αδριατικών ακτών, αλλά για να γίνει η στρατιωτική συνεννόηση, επιβάλλεται να χρησιμοποιούν την Λατινική γλώσσα, η οποία έκτοτε έγινε απαραίτητο εργαλείο διοικητικών επικοινωνιών και δημοσίων σχέσεων. .............. Σε εποχές και μέρη όμως με υψηλό φρόνημα αντίστασης, οι Ρωμαίοι συγκροτούσαν και ένοπλα τμήματα με σκοπό αφ’ ενός την διατήρηση της τάξης στην περιοχή, αφ ‘ετέρου δε την διατήρηση της ελεύθερης επικοινωνίας στους δρόμους και προπαντός στις διαβάσεις των βουνών όπου και τα πιο ανυπότακτα στοιχεία. Αυτές οι στρατιωτικές ομάδες συγκροτούνταν από ντόπιους άντρες -οι οποίοι σαν αντάλλαγμα έπαιρναν κάποια χωράφια- και οι οποίοι αποκαλούνταν ¨armati¨ (αρμάτι), όρο που οι Βλαχόφωνοι στο πέρασμα των αιώνων έκαναν ¨αρμάτουλου¨ και ¨αρματόλι¨, τα οποία αργότερα ελληνοποιήθηκαν στα ¨αρματολός¨ και ¨αρματολοί¨. Είναι εξακριβωμένο ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ντόπιους Έλληνες ως φρουρούς, γιατί ούτε περίσσευμα δυνάμεων είχαν, ούτε την πρόκληση ή ενόχληση του ντόπιου πληθυσμού ήθελαν. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να παραθέσω την άποψη του Μιχαήλ Χρυσοχόου ο οποίος ήταν αξιωματικός και χαρτογράφος του στρατού, και ο οποίος με την ιδιότητα του χαρτογράφου μελέτησε την μορφολογία της οροσειράς της Πίνδου, και τα παλιά τοπωνύμια και τις παραδόσεις των χωριών. Επίσης του είχε κάνει εντύπωση πως όλες οι εγκαταστάσεις των Βλάχων ήταν στην Πίνδο και στον Βαρνούντα. Το συμπέρασμα και αυτού ήταν ότι η πρώτη διαμόρφωση του λαού των Βλάχων προήλθε από τις οροφυλακές τις οποίες εγκατέστησαν οι Ρωμαίοι. Παρατηρεί ότι η οροσειρά της Πίνδου χωρίζει την Μακεδονία και την Θεσσαλία προς τα ανατολικά, και την Ιλλυρία και την Ήπειρο προς τα δυτικά. .........Η οροσειρά αυτή είναι παράλληλη προς την ανατολική ακτή του Αδριατικού πελάγους και αποτελεί μία «αμυντική γραμμή πρώτης τάξεως», την σημασία της οποίας είχαν αντιληφθεί οι Ρωμαίοι γι αυτό και θέλησαν να γίνουν οι κυρίαρχοί της. Με τον τρόπο που περιέγραψα η γλώσσα των Ρωμαίων (η γλώσσα των λεγεωνάριων) εξαπλώθηκε από την Ουαλία και την Ιβηρική χερσόνησο μέχρι και τα Βαλκάνια και την Αίγυπτο. Όσοι εκλατινίστηκαν την εποχή αυτή δέχτηκαν τους επόμενους αιώνες επιδρομές από νέους κατακτητές (Σλάβους, Γερμανούς, Άραβες), στις γλώσσες τους εισήχθησαν νέες λέξεις και έτσι τελικά φτάσαμε στη διαμόρφωση των σύγχρονων γλωσσών όπως η ιταλική, γαλλική, ισπανική, πορτογαλική, ελβετική, ρουμανική, αρωμανική. Η εκλατίνιση των πληθυσμών της Βαλκανικής κράτησε από το 167 π.Χ. μέχρι και το 397 μ.Χ. δηλ. μέχρι την εποχή του διαχωρισμού του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους από το Δυτικό, τα δε λατινικά παρέμειναν η πρώτη επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι και την εποχή του Ηρακλείου".

Γραπτές Αναφορές και Ιστορικά Δεδομένα

Το 171 π.Χ ο ρωμαίος στρατηγός Παύλος Αιμίλιος κυριεύει την Ήπειρο και στη συνέχεια τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία (168 π.Χ) που μαζί με τη νότιο Ιλλυρία αποτέλεσαν μια ρωμαϊκή επαρχία με το γενικό όνομα Μακεδονία.

 146-120 πΧ έγινε η κατασκευή της via Εγνατία των Ρωμαίων, που έδιναν προτεραιότητα στη διάνοιξη στρατηγικών δρόμων και η οποία ξεκινούσε από την Επίδαμνο (Δυρράχιο) συνέχιζε στο Λυχνιδό (Οχρίδα), την Ηράκλεια, τη Πέλλα και στη πρώτη φάση κατέληγε στη Θεσσαλονίκη ενώ στη δεύτερη μέχρι την Κωνσταντινούπολη.

Οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν ένοπλες φρουρές, τις οροφυλακές για τη φύλαξη των συνόρων και των επικίνδυνων οδικών κόμβων από επιθέσεις ιδίως στη ραχοκαλιά της Πίνδου και της Εγνατίας οδού.

Το 31 πΧ ιδρύθηκε η Νικόπολη από τον Οκταβιανό μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 Σεπτεμβρίου 31 π.Χ.) σε ανάμνηση της νίκης του κατά του Μάρκου Αντωνίου και της Κλεοπάτρας. Από τους χρόνους του Αύγουστου το 31 π.Χ οι στρατιώτες για τις λεγεώνες του ανατολικού κράτους στρατολογούνται από τις χώρες της ελληνικής επιρροής και μειώνεται αισθητά η παρουσία του ρωμαϊκού στοιχείου στις επαρχίες της ανατολικής αυτοκρατορίας.

Την εποχή του Αδριανού 117μ.Χ, στις οροφυλακές των Ανατολικών επαρχιών, στρατολογούνταν ντόπιοι στρατιώτες, οι κλεισουροφύλακες και μόνο οι αξιωματικοί είναι Ρωμαίοι που κι αυτοί σιγά-σιγά τείνουν ν’ αφομοιωθούν από τους αυτόχθονες κατοίκους. Είχε δημιουργηθεί μια νέα πλέον πίστη στους στρατιώτες που κάθε άλλο παρά «ρωμαϊκό συμφέρον» υποστήριζαν. Γι αυτό ο αυτοκράτορας Καρακάλλας (211-217μ.Χ) ανακήρυξε σε Ρωμαίους πολίτες όλους τους μη ρωμαίους στρατιώτες. Romanus cives" (Edictum Antoninianum 212 μ.Χ.)

Έχουμε την πρώτη αναφορά στους Αρωμανικούς πληθυσμούς στα μέσα του 6ου αιώνα από τον Ιωάννη Λυδό " (Περί αρχών της Ρωμαίων πολιτείας, Ι Λυδού) ο οποίος αναφέρει εκλατινισμένους πληθυσμούς Ελλήνων στην Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία και ιδίως στα όρη της Πίνδου και στις γύρω πεδιάδες : " Νόμος αρχαίος ήν, πάντα μεν τα οπωσούν πραττόμενα παρά τοις επάρχοις, τάχα δε και παρά ταις άλλαις των αρχών, τοις Ιταλών εκφωνείσθαι ρήμασιν. ου παραβαθέντος, ως είρηται, τα της ελαττώσεως προύβαινε. τα δε περί την Ευρώπην πρατόμενα, πάντα την αρχαιότητα διεφύλαξεν εξ ανάγκης δια το τους αυτής οικήτορας, και περ Έλληνας εκ του πλείστου όντας, τη των Ιταλών φθέγγεσθαι φωνή, και μάλιστα τους δημοσιεύοντας..".

Το 579-582 ο Θεοφύλακτος Σιμοκράττης περιγράφοντας μια εκστρατεία των Βυζαντινών κατά των Αβάρων στη Θράκη υπό τον στρατηγό Κομενίολο, σε κάποια στιγμή που το φορτίο ενός υποζυγίου έγειρε κάποιος δικος του φώναξε "τη επιχωρίω γλώσση, τόρνα, τόρνα, φράτρε". Η χρονική περίοδος που ακολουθεί θεωρείται κομβική καθώς φαίνεται ότι άρχισε η σταδιακή απομόνωση λατινόφωνων ελληνικών ομάδων προς τις ορεινές περιοχές όπως στη ραχοκαλιά της Πίνδου σε μια προσπάθεια ίσως επιβίωσής τους από τις βαρβαρικές επιδρομές. Η κινητοποίηση των βαρβαρικών φυλών στην Ευρώπη και την Ασία από τα τέλη του 5ου μ.Χ. αιώνα οφείλεται στη διάλυση του βασιλείου των Ούννων και τη μεγάλη μετανάστευση των λαών, των Γερμανικών φύλων (Γότθων, Ερούλων, Λομβαρδών κ.ά.) γεγονός το οποίο έδωσε στην Ευρώπη την εθνική φυσιογνωμία που έχει ως σήμερα. Οι Σλάβοι ήδη από το 500μ.Χ. είχαν μετακινηθεί από την αρχική τους πατρίδα και κατείχαν τη βόρεια όχθη του Δούναβη, από το Βελιγράδι ως τις εκβολές.

Οι πρώτες εισβολές των Σλάβων, οι οποίες δεν έλαβαν μεγάλες διαστάσεις, έγιναν από τη βασιλεία του Ιουστίνου Α΄ (518-527), έως την έναρξη της βασιλείας του Ιουστινιανού (527-565). Μέχρι εκείνη την εποχή το Βυζάντιο ακόμη μπορούσε με όπλα να υπερασπίσει τα σύνορά του. Για τη φύση των επιδρομών ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος μας πληροφορεί, ότι οι περιοχές από το Ιόνιο Πέλαγος ως τα προάστια της Κωνσταντινούπολης μαζί με την Ελλάδα κατακλυζόταν από Ούννους (Βουλγάρους), Σκλαβίνους και Άντες (ομάδες Σλάβων) σχεδόν κάθε χρόνο απ’την εποχή που ο Ιουστινιανός ανέλαβε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι οποίοι προξενούσαν ανείπωτα δεινά στους κατοίκους. Η περιοχή, που περιγράφει ο Προκόπιος, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου, ωστόσο αυτές οι ετήσιες καταστροφικές επιδρομές που γίνονταν με στόχο τη λεία, μετά τις οποίες οι βάρβαροι αποσύρονταν πέρα απ’το Δούναβη, περιορίζονταν αρχικά κυρίως στην ύπαιθρο και δεν κατέληγαν ακόμη σε μόνιμες εγκαταστάσεις Σλάβων στα Βαλκάνια.

Από το 550 μ.Χ. η διάρκεια των επιδρομών άρχισε να μεγαλώνει, οι Σλάβοι ξεχειμώνιαζαν πλέον στις κατακτημένες περιοχές, μερικές φορές καταλάμβαναν βυζαντινά φρούρια και πετύχαιναν να τα διατηρούν για ορισμένα χρόνια. Το βάθος στο οποίο έφταναν οι εισβολές των Σλάβων μαρτυρείται από το γεγονός ότι η τρίτη οχυρωμένη ζώνη έφτανε βαθιά στο εσωτερικό της χερσονήσου και εκτεινόταν νότια μέσω της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μέχρι τις Θερμοπύλες και τον Ισθμό της Κορίνθου. Ο Ιωάννης ο Εφέσιος περιγράφει το έτος 584 μΧ: «Αυτό το ίδιο έτος…ήταν ξακουστό επίσης για την επιδρομή ενός απαίσιου λαού, με τ’όνομα Σλάβοι, που κατέκλυσε ολόκληρη την Ελλάδα, και τη χώρα των Θεσσαλονικέων, κι όλη τη Θράκη, και κυρίεψε πόλεις, και κατέλαβε πολυάριθμα φρούρια, και κατέστρεψε κι έκαψε, και σκλάβωσε το λαό, κι έγινε κύριος όλης της υπαίθρου, κι εγκαταστάθηκε σ’αυτή διά της βίας, και κατοίκησε σ’αυτή σα να ήταν δική του χωρίς φόβο. Κι ως τώρα έχουν παρέλθει τέσσερα χρόνια, κι ακόμη, επειδή ο βασιλιάς είναι μπλεγμένος στον πόλεμο με τους Πέρσες κι έχει στείλει όλες τις δυνάμεις του στην Ανατολή, ζουν με την άνεσή τους στην χώρα …». Οι Σλάβοι παρουσιάζονται ως ικανοί στρατιώτες, και δεν εμφανίζονται πια ως περαστικοί παρείσακτοι, οι οποίοι αφού ολοκληρώσουν τις επιδρομές τους επιστρέφουν στις πατρίδες τους.

Η κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου από τους Σλάβους φαίνεται να πραγματοποιήθηκε κυρίως κατά τη βασιλεία του Φωκά (602-610) και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Ηρακλείου (610-641). Ο τελευταίος εκείνη την εποχή έθεσε τέλος στη διγλωσσία που υπήρχε ανάμεσα στην κρατική διοίκηση και τον στρατό που χρησιμοποιούσαν τη λατινική και τις ευρείες λαϊκές μάζες της Ρωμαϊκής Ανατολής, και καθιέρωσε την ελληνική επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για τους Αρωμανικούς πληθυσμούς όμως ήταν αργά καθώς η επιδρομή των εισβολέων τους ώθησε στην απομόνωσή τους στα δυσπρόσιτα βουνά, στον ασφαλή νομαδοκτηνοτροφικό τρόπο διαβίωσης μακριά από τα κέντρα εξουσίας. Οι επιδρομές των Σλάβων φαίνεται ότι διήρκεσαν περίπου δύο δεκαετίες. Τότε ήταν προφανώς η περίοδος που εγκαταστάθηκαν και στην Πελοπόννησο. Μερικές δεκαετίες αργότερα στις όχθες του Δούναβη εμφανίζονται οι Βούλγαροι.Μετά τη σύσταση του Βουλγαρικού κράτους οι Βούλγαροι ηγήθηκαν των επιδρομών των Σλαβικών φύλων στην Ελλάδα. Μόνο σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές και σε απροσπέλαστα βουνά μπόρεσαν να διατηρηθούν οι προϋπάρχοντες πληθυσμοί. Ο Ισίδωρος της Σεβίλλης έγραψε χωρίς σχεδόν να υπερβάλλει ότι στην αρχή της βασιλείας του Ηρακλείου «οι Σλάβοι πήραν την Ελλάδα απ’τους Ρωμαίους». Επιπλέον, η εγκατάσταση των Σλάβων στη γραμμή Ιλλυρικού – Δούναβη συνέβαλε στην αποξένωση μεταξύ του Ελληνικού και του Λατινικού μισού της Χριστιανοσύνης. Για όσο διάστημα κατοικούσε στο Ιλλυρικό ένας αρκετά μεγάλος λατινόφωνος πληθυσμός συμβιώνοντας ειρηνικά με τους Έλληνες, κι οι διαβαλκανικοί δρόμοι μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρώμης παρέμειναν ανοιχτοί, η Βαλκανική Χερσόνησος αποτελούσε μια γέφυρα μεταξύ του Βυζαντίου και του Λατινικού κόσμου. Η Λατινική, που μέχρι αυτή την εποχή ήταν η επίσημη γλώσσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αντικαταστάθηκε στο πρώτο μισό του 7ου αι. από την Ελληνική και γρήγορα σχεδόν ξεχάστηκε. Οι Σλάβοι δεν ήταν λαός νομαδικός, αλλά είχαν μόνιμη κατοικία και ασχολούνταν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Έφτασαν στην Ελλάδα ως συγκροτημένοι γεωργοί και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολήθηκε με αγροτικές εργασίες.

Φοβερή επιδημία πανούκλας το διάστημα 746-747 επιτείνει την απομόνωση των φυλετικών ομάδων.

Το 976 έχουμε την πρώτη γραπτή αναφορά στο όνομα βλάχος, από τον Ι Σκυλίτση όπου αναφέρεται στη δολοφονία του αδελφού του τσάρου των Βουλγάρων Σαμουήλ "τούτων δε των τεσσάρων αδελφών Δαβιδ μεν ευθύς απεβίω, αναιρεθείς μέσον καστορίας και Πρέσπαςκατά τα λεγόμενας καλάς Δρυς πρατινών Βλάχων οδιτών" (Ι. Σκυλίτσης, Synopsis Historiarum, 1973).

Το 980 ο αυτοκράτορας Βασιλείος Β΄ τοποθετεί το Λαρισαίο πρόκριτο Νικολιτσά αρχηγό των Βλάχων της Ελλάδας "γινώσκουσα δε η βασιλεία μου ότι από του μακαρίτου μου πατρός έχεις τούτο δια χρυσοβούλου, αντί των εξκουβιτών, δωρείται σε την αρχήν των Βλάχων Ελλάδος" (Ανωνύμου, Λόγος νουθετητικός προς Βασιλέα, Πετρούπολις 1896). Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι οι Βλάχοι της Θεσσαλίας βρισκόταν υπό τη βυζαντινή εξουσία αν και είναι άγνωστο αυτοί οι λατινόφωνοι κάτοικοι από που ακριβώς προέρχονται και πια ακριβως διάλεκτο μιλούν.

Η Άννα Κομνηνή όταν αναφέρεται στις επιχειρήσεις του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ εναντίον των Κουμάνων (1094-1095) αναφέρεται για πρώτη φορά στους Βλάχους ως σημαντικό στοιχείο στην οροσειρά τπου Αίμου. Η ίδια όμως αναφέρει στο έργο της “Αλεξιάς” μας επιβεβαιώνει γράφοντας ότι “οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο, βλάχους τούτους καλεί η κοινή διάλεκτος”.

Ο Κεκαυμένος στο "Στρατηγικόν" του περιέγραψε πολεμοχαρείς Βλάχους γύρω από τα Τρίκαλα και τη Λάρισσα "Ουδέποτε εφύλαξε πίστιν [το γένος των Βλάχων] πρός τινα ουδέ προς τους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων. Πολεμηθέντες παρά τoυ βασιλέως Tραΐανoύ και παντελώς εκτριβέντες, εάλωσαν ... ούτοι γαρ εισίν οι λεγόμενοι Δάκαι και Βέσοι ώκουν δε πρότερον πλησίον του Δανουβίου ποταμού και του Σάου, ... ένθα νυν Σέρβοι αρτίως οικουσιν, εν οχυροίς και δυσβάτoις τόποις. Τούτοις θαρρούντες υπεκρίνοντο αγάπην και δούλωσιν προς τους αρχαιοτέρους των Ρωμαίων βασιλείς και εξερχόμενοι των οχυρωμάτων ελεΐζοντο τας χώρας των Ρωμαίων όθεν αγανακτήσαντες κατ' αυτών, ως είρηται, διέφθεφαν αυτούς οι και εξελθόντες των εκείσε διεσπάρησαν εν πάση τη Ηπείρω και Μακεδονία, οι δε πλείονες αυτών ώκησαν την Ελλάδα ... " (Κεκαυμένος, έζησε τον ΙΑ' αιώνα). Στην αναφορά αυτή μπορεί κάποιος να διατυπώσει δύο προβληματισμούς. 1) Πολεμοχαρείς ομάδες Βλάχων που όμως ασκούσαν και νομαδοκτηνοτροφικό τρόπο διαβίωσης μετακινούμενοι ανάλογα με τις πιέσεις των εισβολέων δεν συμβαδίζει 2) πόσο παλιό είναι αυτό το γένος που ώφειλε αλλά δεν απέδιδε "πίστιν" στους αρχαιοτέρους βασιλείς των Ρωμαίων αλλά παρόλα αυτά ωμιλεί (εάν ωμιλεί) την λατινική διάλεκτο και ποια λατινική διάλεκτο; Επιπλέον ο Βενιαμίν εκ Τουδέλλης, ισπανός ραβίνος του 12ου αιώνα, υποψιάζεται πως τουλάχιστον οι ληστές Βλάχοι της Θεσσαλίας είχαν εβραϊκή καταγωγή γιατί ενώ λήστευαν τους Εβραίους, τους αποκαλούσαν αδέλφια και δεν τους σκότωναν όπως τους Ελληνες.

Κατά την Τουρκοκρατία οι Βλάχοι εμφανίζονται ως ένας άρτια συγκροτημένος πληθυσμός με ευρεία κατανομή στα βαλκάνια. Είναι υπό την προστασία της Βαλιντέ σουλτάνας (δηλαδή της μητέρας του Σουλτάνου), γεγονός που τους εξασφαλίζει σχετική ανεξαρτησία με καταβολή ασήμαντου σχετικά φόρου. Φτιάχνουν τα περίφημα τσελιγκάτα, τα αρματολίκια, τους βρίσκουμε κτηνοτρόφους, αγωγιάτες, βιοτέχνες, τεχνίτες κι εμπόρους.

Κατά τον 16ο - 17ο αι. μ.Χ. οργανώνονται αρκετές βλάχικες κοινότητες οι οποίες και ακμάζουν πάρα πολύ (Μέτσοβο, Καλλαρύτες, Ζαγόρι). Από όλες αυτές ιδιαίτερη σημασία έχει η πόλη της Μοσχόπολης (ή Βοσκόπολης), κοντά στη σημερινή Κορυτσά, όπου ιδρύεται και το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο γύρω στα 1730, ιδρύεται η Νέα Ακαδημία του Πλάτωνα, και λειτουργεί τυπογραφείο όπου τυπώνονται τα πρώτα ελληνικά βιβλία. Αρχίζει και σχηματίζεται μια αστική τάξη Αρμάνων (Βλάχων) στα βαλκάνια που έδωσε φοβερή ώθηση στα γράμματα το εμπόριο και τον πολιτισμό (Ν. Μέρτζος, Α. Κουκούδης).

Κατά τον 18ο αι. μ.Χ. με την ανάπτυξη του εμπορίου πολλοί Βλάχοι μεταναστεύουν στις Ρωσία, Ουγγαρία, Αυστρία, Σερβία και φυσικά στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία, οι οποίες το 1859 ενώνονται για να φτιάξουν τη σύγχρονη Ρουμανία), οι οποίες την εποχή εκείνη είναι ημιαυτόνομες περιοχές. Εκεί οι Βλάχοι αποτελούν την αστική τάξη μαζί με τους Φαναριώτες (επιφανείς Έλληνες από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης που αποτελούν την άρχουσα τάξη). Η άνθηση αυτή των Βλάχικων κοινοτήτων διακόπτεται με τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των εθνικών κρατών που βρίσκει τους Βλάχους διασκορπισμένους σε όλη την βαλκανική. Μέχρι το 1850 κανείς δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα των Αρμάνων βλάχων. Χαρακτηριστικά το Οθωμανικό κράτος στις στατιστικές του συμπεριλαμβάνουν τους Αρμάνους μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες ενώ οι ίδιοι ποτέ δεν θέλησαν από μόνη τους να διαφοροποιηθούν ως ξεχωριστό έθνος μη νιώθοντας ότι έχουν διαφορετική εθνική συνείδηση από τους Έλληνες..

Από το 1850 έως και το 1877 είχε αναπτυχθεί μια ρουμανική δραστηριότητα προσάρτησης των Αρωμανικών πληθυσμών στη Ρουμανία με τη μορφή ενός ανεξάρτητου κρατιδίου με πρωτεργάτη το ρουμανόφρωνα Απόστολου Μαργαρίτη (Apostol Margarit). Εν τω μεταξύ το Οθωμανικό κράτος το 1905 αρκετά συρρικωμένο, υπό την πίεση της Αυστρίας και της Ουγγαρίας αναγνωρίζει το Αρμάνικο έθνοs, "Aromanian millet" στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Σουλτάνο Abdul Hamid τον δεύτερο.

Την ίδια περίοδο η Ελλάδα είχε μεγαλώσει τα συνορά της αλλά έπερεπε να τα διατηρήσει κυρίως από τις βλέψεις της Βουλγαρίας. Τότε ο Ε. Βενιζέλος αναγνωρίζει Ρουμανοβλαχική μειονότητα στην Ελλάδα(;) Συγκεκριμένα τον Ιούλιο 1913 υπογράφεται στην Ρουμανία η Συνθήκη του Βουκουρεστίου μεταξύ Βενιζέλου και Titu Maiorescu, η οποία μεταξύ άλλων παρέχει πλήρη αυτονομία εις τα Κουτσοβλαχικά σχολεία και Εκκλησίες της Ελλάδος. Η σχετική διπλωματική διακοίνωση προς την Ρουμανική κυβέρνηση που υπογράφεται από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο αναφέρει τα εξής:

"Εν Βουκουρεστίω τη 23η Ιουλίου 1913 Προς τον πληρεξούσιον της βασιλικής Ρουμανικής Κυβερνήσεως εν τη εν Βουκουρεστίω Συνδιασκέψει:

Η Ελλάς συγκατατίθεται να παράσχει αυτονομίαν εις τας των Κουτσοβλάχων Σχολάς και εκκλησίας τας ευρισκομένας εν ταις μελλούσαις ελληνικαίς κτήσεσι και να επιτρέψει την σύστασιν επισκοπής διά τους Κουτσοβλάχους τούτους, της Ρουμανικής κυβερνήσεως δυναμένης να επιχορηγή υπό την επίβλεψιν της ελληνικής κυβερνήσεως, τα ειρημένα ενεστώτα και μέλλοντα θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα".

Όπως επισημαίνει και ο δημοσιογράφος Ν Μέρτζος η Ελλάδα τότε είχε σχεδόν διπλασιατεί και έπρεπε ο Βενιζέλος οπωσδήποτε να κατοχυρώσει τα νέα σύνορα κυρίως σε ότι αφορούσε τη Βουλγαρία έχοντας με το μέρος του το διαμεσολαβητή δηλ τη Ρουμανία. Η Ελλάδα έπρεπε να απολέσει κάτι και επιλέγει ως Ιφιγένεια να θυσιάσει τους Αρωμανικούς πληθυσμούς. Κάτι που έγινε και 10 χρόνια αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1923, όπου ο Βενιζέλος υπογράφει για την Ελλάδα στις Σέβρες της Γαλλίας, ακόμα μία ιστορική συνθήκη, γνωστή ως Συνθήκη περί προστασίας των εθνικών μειονοτήτων (Συμπλήρωμα της Συνθήκης των Σεβρών του 1920), που παρέχει επιπρόσθετη προστασία στις Βλαχικές κοινότητες της Ηπείρου. Στο σχετικό άρθρο 12 αναφέρονται τα εξής: "Η Ελλάς συμφωνεί να παραχωρήσει υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους, εις τας Βλαχικάς κοινότητας της Πίνδου, τοπική αυτονομία ως προς τα θρησκευτικά ή σχολικά ζητήματα"

Τελικά το μόνο που ΄συνέβη ήταν "λίγα σχολεία με πολλούς ρουμανίζοντες δασκάλους αλλά δίχως μαθητές" όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Αθανάσιος Χρυσοχόου.

Στον πόλεμο του ’40 μετά την πλήρη κατάληψη της Ελλάδας εκδηλώνεται έντονη δραστηριότητα των Ρουμανιζόντων στα βλαχοχώρια με επίκεντρο την Λάρισα που δημιουργείται κίνηση γαι την δημιουργία ανεξάρτητου Βλάχικου κράτους (¨Πριγκιπάτο της Ηπείρου¨) που θα περιλαμβάνει την Δυτ. Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία μέχρι τον Δομοκό. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε στην Λάρισσα με επικεφαλής τους Αλκ. Διαμάντη, Νικ. Ματούση και Βασ. Ραπουτίκα η 5η Ρωμαϊκή Λεγεώνα. Στις 6 Ιανουαρίου 1942 με πρωτοβουλία του Ευάγγελου Αβέρωφ γίνεται μία δήλωση στην οποία τονίζεται η ελληνικότητα των Βλάχων και η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της αντίστασης.

Οι Ρουμανικές εκκλησίες και τα σχολεία λειτούργησαν στην Ελλάδα μέχρι και το 1944 επειδή στη Ρουμανία κλείσανε τα ελληνικά σχολεία. Καταργήθηκαν το 1945 μετά την κομμουνιστικοποίηση της Ρουμανίας και την άρση της υποστήριξης προς την Ρουμανοβλαχική μειονότητα στην Ελλάδα. Ο κυριότερος λόγος που "ξεφούσκωσε" όμως τα μεγαλεπήβολα σχέδια των ρουμανοφρόνων ήταν οι ίδιοι οι Αρμάνοι. Τελικά είτε εξαιτίας της άγνοιας του Βενιζέλου για την συνεχή ιστορική παρουσία των Αρμάνων στην Ελλάδα, που όπως αναφέρθηκε προϋπήρξαν του Ρουμανικού κράτους, είτε επειδή ηθελημένα θυσίασε ένα μέρος των Ελλήνων στο βωμό των διαπραγματεύσεων, τελικά εκ των πραγμάτων αποδείχθηκε ότι η συμφωνία δεν μπορούσε να επικυρώσει κάτι που δεν υφίστατο. Η συμμετοχή των ίδιων των Αρωμανων σε αυτή την προσπάθεια εκρουμανισμού υπήρξε ασθενής προς μεγάλη απογοήτευση των ρουμάνων ιθυνόντων και παρόλα τα οικονομικά οφέλη που πρόσφεραν. Οι κάτοικοι που "εξαγοράστηκαν" και μετανάστευσαν στη γη της Επαγγελίας εξαπατήθηκαν αλλά λίγοι μπόρεσαν να γυρίσουν πίσω. Οι Αρμάνοι της Ελλάδας είχαν σε αυτόν τον αγώνα πολύτιμη βοήθεια από τους επιφανείς Έλληνες Βλάχους λόγιους και ευεργέτες.

Τελικά οι Αρμάνοι της Ελλάδας κατάφεραν να διατηρήσουν την ελληνική τους ταυτότητα με φανατισμό παλεύοντας με όλους τους εχθρούς της Ελλάδας και σήμερα η γνώση της ιστορίας δεν αφήνει πολλά περιθώρια για "χειραγώγησή μας" από κανένα προπαγανδιστικό κίνημα όπως δυστυχώς μπορεί να συμβεί στις γείτονες χώρες της Αλβανίας και των Σκοπίων. Το μόνο θέμα πια είναι το "ιερό χρέος" των απογόνων των Αρμάνων της Ελλάδας με σύμμαχο την ιστορία και τις σύγχρονες επιστήμες (γλωσσολογία, γενετική) να αποκαταστήσουν την αλήθεια για μια παρεξηγημένη και πολύ ταλαιπωρημένη ομάδα ανθρώπων που επέμενε ελληνικά ακόμα και όταν το επίσημο κράτος τους χρησιμοποίησε ως εξιλαστήρια θύματα.

Γενετική διερεύνηση πληθυσμών Αρμάνων

Την τελευταία πενταετία έχουν δημοσιευθεί μια σειρά από άρθρα τα οποία έχουν ως αντικείμενο τη διερεύνηση των σχέσεων των πληθυσμών της βαλκανικής χερσονήσου, με βάση το γενετική τους σύσταση, δηλαδή το DNA που φέρουν. Αυτές οι μελέτες περιλαμβάνουν ομάδες από πληθυσμούς κυρίως της Αλβανίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας Βορειοανατολικής Ελλάδας και FYROM και ομάδες λατινόφωνων βαλκανικών πληθυσμών. Σε όλες αυτές τις επιστημονικές μελέτες οι λατινόφωνοι βαλκανικοί πληθυσμοί αναφέρονται ως "Aromuns" που μπορούν να μεταφραστούν ως Αρωμούνοι ή Αρμάνοι. Από τις μελέτες αυτές ξεχωρίζει η πιο πρόσφατη μελέτη των Bosch και συν με τίτλο "Paternal and maternal lineages in the Balkans show a homogeneous landscape over linguistic barriers, except for the isolated Aromuns", που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Annals of Human Genetics (2006, Jul; 70(Pt4):4579-87) για τρεις βασικούς λόγους:

1) δημοσιεύτηκε σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό (IF ~3.2)

2) χρησιμοποιεί πολυμορφικούς δείκτες από μιτοχονδριακό DNA(mtDNA, μεταφέραι μόνο από τη μητέρα) και από το Υ χρωμόσωμα (μεταφέρεται μόνο από τον πατέρα)

3) φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας εργαστηρίων από πολλές χώρες καθώς επίσης και από τις εμπλεκόμενες (University Pompeu Fabra, Barcelona, Spain/University of Ulm, Germany/ Heinrich-Heine-University Dusseldorf, Germany/Medical Faculty Skopje, FYROM/University Tirana, Albania/ Δημοκρίτειο Πανεπιστήμειο Θράκης, Κομοτηνή, Ελλάδα/ University Ovidius, Constanta, Romania). Είναι σημαντικό, για ευνόητους λόγους, που σε μια τέτοια μελέτη υπάρχει και ελληνική συμμετοχή από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, με υπεύθυνο καθηγητή τον κ Ν. Ξηροτύρη (Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας).

Σημείωση: Όταν αναφερόμαστε σε πολυμορφικούς δείκτες στη γενετική εννούμε μεταλλάξεις(αλλαγές) στο γενετικό υλικό (DNA) οι οποίες δεν σχετίζονται συνήθως με κάποιο εξωτερικό γνώρισμα ή κάποια ασθένεια. Οι αλλαγές αυτές κληρονομούνται από γενιά σε γενιά και είναι δυνατόν να διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Υπάρχουν κάποιοι πολυμορφικοί δείκτες (πολυμορφισμοί) που θεωρούνται πιο ασταθείς δηλαδή προσφέρουν περισσότερη ποικιλομορφία και άλλοι δείκτες που είναι πιο σταθεροί σε πολλές γενιές δηλαδή εμφανίζουν τον ίδιο τύπο σε πολλά άτομα. Είναι προφανές ότι ένα πολυμορφισμός ακόμα και σπάνιος ανάμεσα σε μια οικογένεια ή ένα χωριό ή σε μια κλειστή κοινωνία (π.χ ο εβραϊκός πληθυσμός Εσκενάζι) θα συναντάται σε περισσότερα άτομα, δηλώνοντας κάποιο κοινό πρόγονο που τους το μετέφερε. Από όλους τους πολυμορφικούς δείκτες αυτοί που χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη των Bosch και συν θεωρούνται καταλληλότεροι επειδή μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες πιο γρήγορα για πολλές γενιές πίσω, επειδή το μιτοχονδριακό DNA κληρονομείται μόνο από τη μητέρα (ωάριο) ενώ το Υ χρωμόσωμα μόνο από τον πατέρα. Π.χ. εάν γνωρίζουμε ότι ένα άρρεν άτομο έχει στο Υ χρωμόσωμα τον πολυμορφισμό Α αυτός υπήρξε και στον πατέρα του τον παππού του, προπάππο του και ούτω καθεξής. Επίσης και οι πολυμορφισμοί στο μιτοχονδριακό DNA και στο χρωμόσωμα Y έχουν μελετηθεί εκτεταμένως και επομένως έχουν χαρακτηρισθεί για διάφορες πληθυσμιακές ομάδες και στις πέντε ηπείρους (γεωγραφική κατανομή). Επομένως η μελέτη τους δίνει τη δυνατότητα συγκρισής τους με δεδομένα από άλλες εργασίες παγκοσμίως.

 Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στη μελέτη ήταν DNA από Αλβανούς από τα Τίρανα, Ελλήνων από τη Θράκη, Σκοπιανούς (αναφέρονται ως Μακεδόνες!), Ρουμάνους από την Κωνστάντζα και το Πλοιέστι, Αρμάνους από το Andon Poci και το Dukasi της Αλβανίας, Αρμάνους από το Kogalniceanu της Ρουμανίας και Αρμάνοι από το Stip και το Krusevo της FYROM. (Παρατήρηση: οι αριθμοί των ατόμων είναι από 19 έως 65 που θεωρούνται σχετικά μικροί και επιπλέον η εργασία δεν συμπεριέλαβε καμία Αρωμανική ομάδα της Ελλάδας).

Τα αποτελέσματα της μελέτης συνοπτικά είναι:

1) όλοι οι βαλκανικοί πληθυσμοί που μελετήθηκαν συμπεριλαμβανομένου και των Αρμάνων παρουσιάζουν μεταξύ τους ομοιότητες (ομοιογένεια χωρίς σημαντικές αποκλίσεις) και ξεκάθαρη διαφοροποίησή τους από τον πληθυσμό των Τούρκων και των σλαβικών ομάδων (Κροάτες, Σέρβοι, Πολωνοί, Ουκρανοί, Σλοβένοι, Τσέχοι) (μετά από συγριση με δεδομένα άλλων εργασιών). Αυτό παρατηρήθηκε στο 90% περίπου των πολυμορφισμών που μελετήθηκαν.

2) Δεν φαίνεται να υπάρχουν ιδιαίτερες ομοιότητες με τους πληθυσμούς των χωρών στις οποίες βρίσκονται π.χ όπως οι Αρωμούνοι της Ρουμανίας με τους Ρουμάνους. Επιπλέον φαίνεται ότι οι Αρμάνοι βρίσκονται ενδιάμεσα από τους Έλληνες και τους Ιταλούς και πιο κοντά στους Έλληνες. Επομένως η εργασία απορρίπτει το σενάριο οι Αρμάνοι να προέρχονται από μη ελληνικό πληθυσμό (αρχαίο Δακικό πληθυσμό ή αρχαίους Θράκες) καθώς δεν υπάρχουν ιδιαίτερες ομοιότητες με τους αντίστοιχους πληθυσμούς της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Αντίθετα οι συγγραφείς δεν αποκλείουν την πιθανότητα οι Αρμάνοι να αποτελούν εκλατινισμένο ελληνικό πληθυσμό (με επιγαμίες σε ένα μικρό βαθμό με Ιταλούς).

3) Οι Αρωμανικοί πληθυσμοί σε κάποιες περιπτώσεις φαίνεται να διαφοροποιούνται μεταξύ τους και ιδιαίτερα η ομάδα των Αρμάνων της Αλβανίας του Dukasi.

5) Από τους δύο προσεγγίσεις που χρησιμοποιήθηκαν φαίνεται ότι πιο πληροφοριακή είναι η μελέτη του χρωμοσώματος Υ και αυτό εξηγείται από τους συγγραφείς με την υπόθεση ότι οι γυναίκες παντρεύονταν πιο συχνά εκτός του τόπου καταγωγής τους από ότι οι άντρες. Έτσι το μιτοχονδριακό DNA έχει μια πιο ομοιόμορφη διασπορά από ότι το γενετικό υλικό των αρρένων.

Τα παραπάνω θα πρέπει για να αποκτήσουν περισσότερη βαρύτητα να εμπλουτισθούν και με άλλες πολυμορφικές θέσεις του Υ χρωμοσώματος ίσως περισσότερο πληροφοριακές, έτσι ώστε να έχουμε πιο πλήρη εικόνα. Επιπλέον πρέπει να αυξηθούν οι αριθμοί των ατόμων στις διάφορες ομάδες μελέτης και φυσικά να συμπεριληφθούν Αρωμανικές ομάδες της κεντρικής και της βορειοδυτικής Ελλάδας.

Πηγή: http://paleomanina.blogspot.com/
  
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ