2012-12-08 19:13:11
Φωτογραφία για Μύθοι που αποκοιμίζουν (ΙΙ)
Του Γιώργου Κωστούλα

Στο προηγούμενο (28/11/12 ) ομότιτλο κείμενο αποπειράθηκα να συνεισφέρω στη διάλυση ορισμένων αστικών μύθων γύρω από την ελληνική γλώσσα, όπως: Ότι είναι η πλουσιότερη από όλες τις γλώσσες, ότι αυτή είναι η μόνη συμβατή με τους Η/Υ, ότι για μια ψήφο δεν καθιερώθηκε το 1776 ως η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ, ότι (λόγω της σπουδαιότητάς της) η Apple διαθέτει πρόγραμμα εκμάθησης αρχαίων ελληνικών, το καλούμενο Hellenic Quest, ότι τα αρχαία ελληνικά έχουν, αφενός ψυχοθεραπευτική δράση και αφετέρου αναπτύσσουν τις ηγετικές ικανότητες των στελεχών επιχειρήσεων.Μύθοι που όμως δεν μας χρειάζονται για να αγαπήσουμε τη γλώσσα μας γι΄ αυτό που όντως είναι, να τη σεβόμαστε και να την υπηρετούμε χωρίς αυτοβαυκαλιστικά συμπλέγματα.

Ακούω αυτούς τους μύθους, χρόνια τώρα, να επανέρχονται σε συζητήσεις και  δεν μου αρέσει καθόλου να επαναλαμβάνεται ένα ψέμα και εμείς να νιώθουμε περήφανοι γι΄ αυτό. Η τεχνολογία -ειδικά του διαδικτύου- είναι καλός αγωγός κάθε μορφής επιδημικής διακίνησης-μεταφοράς φημών, όπως οι παραπάνω. Είναι όμως και ένα καλό εργαλείο για την εξόντωση τους. Και αυτό το τελευταίο προσπάθησα να κάνω με το κείμενό μου.


Το κείμενο είχε αμφιλεγόμενη υποδοχή με υπερτερούντες τους αρνητικούς σχολιαστές.

Για αυτούς τους τελευταίους επανέρχομαι σήμερα. Αφενός για να τους ζητήσω συγγνώμη που άθελά μου προκάλεσα το θυμικό τους, θίγοντας τον εθνικό ψυχισμό τους και αφετέρου για να σχολιάσω και εγώ τα άδικα, όπως πιστεύω, σχόλια τους. Συγχρόνως να υπερασπιστώ και λίγο τον εαυτό μου, αν μη τι άλλο, ως προς τις προθέσεις μου.

Τα σχόλια κινούνταν όλα σχεδόν υπό την επήρεια του "εγωιστικού γονιδίου" που περιπλανώμενο, επιδημικά και μολυσματικά, εντοπίζεται και επιβεβαιώνεται σε όλους μας, τους Έλληνες εννοώ, διαχρονικά, κυρίως  διεγείροντας τις "υπερευαίσθητες" κεραίες μας, εκείνες δηλαδή που παγίως ηδονίζονται να συλλαμβάνουν τα χειρότερα, να διαγιγνώσκουν απειλές, να εντοπίζουν εθνικές μειοδοσίες, να παραδίδονται στη γλύκα της συνωμοσιολογίας Και κάτι άλλο συμβαίνει. Ηπιότερο, που και αυτό δεν αφορά μόνο τους σχολιαστές αλλά όλους μας, άλλους λιγότερο άλλους περισσότερο, ιδιαίτερα κάτω από τις σημερινές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες: "Όταν δεν μπορεί να είσαι περήφανος για τη χώρα σου όπως τη βιώνεις  στην καθημερινή σου εμπειρία, τότε εύκολα κατασκευάζεις ΄καταφύγια΄ και επινοείς μύθους. Εδώ όμως είναι το πρόβλημα. Στο μέτρο που η ιστορία εκλαμβάνεται ως ψυχολογικό καταπραϋντικό ως παρηγορητική παραμυθία για να αντιμετωπιστεί η δυσανεξία του παρόντος, τότε υποχωρεί η έλλογη διαύγαση εις όφελος της ιδεολογικής, συναισθηματικής κατασκευής. Το άτομο εξιδανικεύει το παρελθόν και νοσταλγεί τη δόξα των προγόνων".

Με άλλα λόγια: Η ύπαρξη εχθρών είναι πάντα χρήσιμη, απαραίτητη όταν δε θέλουμε ή δεν αντέχουμε να μπούμε σε διαδικασίες αυτογνωσίας.

Ανέφερα λοιπόν στο προηγούμενο κείμενο ότι: "Οι γλώσσες δε συμμετέχουν σε καλλιστεία και διαγωνισμούς. Δεν έχουν ανάγκη από ανακηρύξεις σε ομορφότερες, πλουσιότερες, εξυπνότερες κλπ. Τίποτα δεν τις κάνει πιο σημαντικές ή ασήμαντες από τα κείμενα, τις ιδέες, τα αισθήματα που, κατά καιρούς, έχουν διατυπωθεί σ΄ αυτές".

Και ακόμα ότι η "Η ελληνική γλώσσα είναι πράγματι μια πολύ όμορφη και πολύ ενδιαφέρουσα γλώσσα με μακρότατη ιστορία και η μεγαλύτερη τιμή που θα μπορούσαμε να της κάνουμε θα ήταν να τη χρησιμοποιούμε με σεβασμό, καλαισθησία, ακρίβεια και φαντασία, χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας, εκζήτηση ή διάθεση να ξεχωρίσουμε από την πλέμπα".

Ρωτώ λοιπόν τους αντιφρονούντες σχολιαστές: Έχει να φοβηθεί τίποτα η ελληνική γλώσσα, στην οποία έχουν γραφτεί τόσα και τόσα αριστουργήματα, από την διάλυση μύθων τέτοιου επιπέδου; Μειώνεται κατά τίποτα μια γλώσσα σαν την ελληνική, επειδή δεν είναι αλήθεια ότι αυτή είναι η μόνη συμβατή με τους Η/Υ, ή επειδή δεν ισχύει ότι για μια ψήφο δεν καθιερώθηκε το 1776 ως η επίσημη γλώσσα των ΗΠΑ;

Τα έχουν πει άλλοι καλυτέρα από μένα: "Η προγονοπληξία είναι νόσος".

Ανακαλώ, εν προκειμένω, μια πολύ καλή συμβουλή: "Ό,τι κληρονόμησες από τους προγόνους σου, κέρδισέ το ώστε να γίνει δικό σου".

Πώς να το κάνουμε; Η "υπέροχη εκδοχή του Έλληνα" ως υλικό για κομπασμό των επιγόνων είναι τόσο  αποκρουστική. Όλοι μέσα μας, κατά βάθος το έχουμε παραδεχτεί. Γιατί, λοιπόν, μας ενοχλεί όταν μας το λένε οι άλλοι; "Να έχεις προδώσει την κληρονομιά σου σε κάθε παραμικρή πτυχή της, να έχεις εξευτελίσει στο έπακρο την ευγένεια της καταγωγής σου.

Και να θέλεις να καλύψεις τον εκβαρβαρισμό σου με συναισθηματική φθήνια καυχήσεων για προγονικό πλούτο που πραγματικά αγνοείς..."

Ακόμη, ασπάζομαι ως καίρια αυτοπροσδιοριστική συνταγή την παρακάτω θέση: "Ο Έλληνας είναι υπέροχος όταν παύει να χρησιμοποιεί το δεκανίκι του ένδοξου παρελθόντος και πορεύεται αυτόνομος. Oταν δεν αντλεί ούτε δικαίωση, ούτε αξία από την προσκόλλησή του σε κάποιο συλλογικό μεγαλείο. Ο υπέροχος Έλληνας δεν σε κάνει ποτέ να συνδέεις την υπεροχή με την καταγωγή σου".

Κλείνοντας, ας μου επιτραπεί, κάτι προσωπικό:

Τίποτα δε σε κάνει να αγαπάς και να θαυμάζεις την ελληνική γλώσσα περισσότερο από τη δούλεψή της. Μόνο μέσα από αδιάκοπα γράψε- σβήσε αναδεικνύονται οι αρετές, οι δυνατότητες, οι αντοχές, ο πλούτος της.

Είναι μαγευτικό να διαπιστώνει κανείς σωρευτικά, πώς η κακή πρώτη γραφή μιας φράσης, μέσα από αλλεπάλληλες αναζητήσεις λέξεων και συντακτικών δομών καταφέρνει να μεταμορφώνεται βήμα βήμα από κακή σε καλούτσικη, και από εκεί σε καλή, σε αρκετά καλή, σε πολύ καλή έως εκείνο το ευκταίο συμπαγές άριστο μείγμα μορφής και περιεχομένου.

Πως γίνεται αυτό; Μα ακριβώς μέσα από τον εκφραστικό πλούτο, τους τόνους και τα ημιτόνια, τις ποσοτικές και ποιοτικές εντάσεις και αποχρώσεις που προσδίδουν στη φράση οι λέξεις και ο τρόπος που αυτές συμπλέκονται και χρησιμοποιούνται. "Μπορώ και περισσότερα, μπορώ και καλύτερα", είναι σα να σου φωνάζει συνεχώς, αδαπάνητα γενναιόδωρη και προτρεπτική, η ελληνική γλώσσα. Και μονίμως να δικαιώνεται, πάντα να επιβεβαιώνεται. Στο χωνευτήρι της γραφής, η αναμέτρηση μαζί της ποτέ δεν έβλαψε κανέναν δουλευτή της.

Εγώ αξιώθηκα, λίγα χρόνια τώρα που ασχολούμαι με την "συγγραφή", να το νιώθω αυτό καθημερινά. Να νιώθω δηλαδή την αξία, την ομορφιά, τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας στην πράξη. Περίπου σαν αυτονόητο. Και γι΄ αυτό πήρα το θάρρος να γράψω το προηγούμενο κείμενο.

Πρέπει να αγαπάς κάτι πολύ, για να θέλεις να το απαλλάξεις από ωραιοποιήσεις που δεν τις χρειάζεται.

* O κ. Κωστούλας είναι τέως γενικός διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Το τελευταίο του βιβλίο του με τίτλο: "ΔΙΑΒΑ-ΖΩΝΤΑΣ με το μολύβι στο χέρι", κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ.

[email protected]

Πηγή:www.capital.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ