2013-08-29 15:16:55
Φωτογραφία για ΠΕΑΛΣ: Άνδρες και γυναίκες στην εργασία: όμοιοι ή διαφορετικοί;
Άρθρο

Μαρία Μακρή

Υποπλοίαρχος ΛΣ

BA (Hons, first class), MSc (Dist.)

Εθνική Συντονίστρια Εκπαίδευσης 

του Α.ΛΣ-ΕΛ.ΑΚΤ στον FRONTEX

1. Πρόλογος

Πόσο όμοιοι ή διαφορετικοί είναι οι άντρες και οι γυναίκες στην εργασία τους; Από τι επηρεάζονται οι ομοιότητες ή οι διαφορές; Οι όποιες ομοιότητες ή διαφορές τι αντίκτυπο μπορεί να έχουν στη μεταξύ τους συνεργασία; Αν υποθέσουμε ότι υφίσταται χάσμα, τότε αυτό πώς γεφυρώνεται; Αντικείμενο πραγμάτευσης του παρόντος άρθρου, λοιπόν, είναι η διερεύνηση της ομοιότητας ή διαφορετικότητας των δύο φύλων υπό το φως επιστημονικών ευρημάτων και οι προεκτάσεις των όποιων παρατηρήσεων στην εργασία και την εκπαίδευση του προσωπικού των οργανισμών.

2. Ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα

Λίγο πολύ όλοι έχουμε αντιληφθεί είτε από το σχολείο είτε από το χώρο της οικογένειας είτε ακόμη περισσότερο μέσα στο εργασιακό περιβάλλον ότι άντρες και γυναίκες διαφέρουμε όχι μόνο βιολογικά αλλά κατεξοχήν στον τρόπο που σκεπτόμαστε, αισθανόμαστε, αντιλαμβανόμαστε, επικοινωνούμε και ενεργούμε
. Τα τελευταία χρόνια υφίσταται πληθώρα συγγραμμάτων που όχι μόνο περιγράφουν με γλαφυρό θα λέγαμε τρόπο αυτές τις καταφανείς διαφορές (Gray 1992, Πιζ & Πιζ 2000) –ωσάν άντρες και γυναίκες να προέρχονταν από διαφορετικούς πλανήτες- αλλά και αποπειρώνται να τις ερμηνεύσουν επιστημονικά (Legato 2005).

Ας ξεκινήσουμε από τα κίνητρα που ευθύνονται για αυτήν τη διαφοροποίηση.

Άντρες και γυναίκες έχουν από τη φύση τους διαφορετικές αξίες. Όπως επισημαίνει οGray (1992), η εικόνα που έχουν οι άντρες για τον εαυτό τους καθορίζεται από το πόσο αποτελεσματικοί είναι στην επίτευξη των στόχων τους, ενώ η εικόνα που έχουν οι γυναίκες για τον εαυτό τους καθορίζεται από τα συναισθήματα που νιώθουν και από την ποιότητα των σχέσεών τους. Με άλλα λόγια, οι άντρες ενδιαφέρονται περισσότερο για «πράξεις» και «πράγματα» παρά για ανθρώπους και συναισθήματα. Έτσι εξηγείται το γιατί οι άντρες προσφέρουν ενστικτωδώς λύσεις στις γυναίκες που μιλούν απλά και μόνο για να νιώσουν ανακούφιση, ενώ οι γυναίκες συνηθίζουν να δίνουν σχεδόν αυτόκλητα συμβουλές και υποδείξεις βελτίωσης στους άντρες (ibid.). Οι μεν γυναίκες πληγώνονται επειδή νιώθουν ότι δεν τις ακούν, ενώ εκείνες αναζητούν απλώς κατανόηση. Οι δε άντρες μπορούν κάλλιστα να προσβληθούν αν τους προσφερθεί βοήθεια σε ακατάλληλη στιγμή. Η συγκεκριμένη διαφορά αποτελεί συχνότατη αιτία προστριβών μεταξύ ανδρών και γυναικών σε εργασιακά και μη περιβάλλοντα.

Άλλη διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα έγκειται στη διαχείριση του θυμού. Όπως υπογραμμίζει η Legato (2005), ειδική στην κατά φύλο ιατρική, είναι δύσκολο για τις γυναίκες να σταματήσουν να τσακώνονται, ακόμα και όταν το θέμα που πυροδότησε τη σύγκρουση έχει διευθετηθεί. Όταν αισθανόμαστε ακράτητο θυμό, ένας χείμαρρος ορμονών απελευθερώνεται από τον εγκέφαλο και ξεχύνεται στο αίμα (ibid.). Στις γυναίκες, λοιπόν, φαίνεται ότι αυτά τα επίπεδα επιστρέφουν στο φυσιολογικό τους πολύ πιο αργά (ibid.).

Μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα έγκειται στον τρόπο βίωσης του άγχους. Είναι αδιαφιλονίκητο γεγονός, επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι οι γυναίκες αγχώνονται περισσότερο από τους άντρες και ανησυχούν για διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι οι άντρες (ibid.). Υπάρχουν άπειρες θεωρίες σχετικά με το γιατί στρεσάρονται οι γυναίκες περισσότερο από τους άντρες. Μία από τις κυριότερες αιτίες είναι οι πολλαπλοί ρόλοι που αναλαμβάνουν οι γυναίκες στις σύγχρονες κοινωνίες (ibid.). Η πιο ενδιαφέρουσα εξήγηση έγκειται ασφαλώς στις ορμονικές και εγκεφαλικές διαφορές των δύο φύλων. Στη διάρκεια ενός στρεσογόνου γεγονότος, τα οιστρογόνα ενεργοποιούν ένα ευρύτερο πεδίο νευρώνων στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου, ακριβώς πίσω από το μέτωπο. Επειδή στις γυναίκες τα επίπεδα οιστρογόνων είναι υψηλότερα και τυγχάνει να έχουν περισσότερη φαιά ουσία στο συγκεκριμένο τμήμα του εγκεφάλου, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι γυναίκες βιώνουν τα δυσάρεστα συμβάντα με μεγαλύτερη ακρίβεια και λεπτομέρεια (ibid.). Επίσης, σε συνθήκες στρες, οι γυναίκες παράγουν περισσότερη κορτιζόλη από τους άντρες και για περισσότερη ώρα. Η προγεστερόνη, μία από τις γεννητικές ορμόνες που βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στις γυναίκες, εμποδίζει την απενεργοποίηση της κορτιζόλης. Και επειδή η κορτιζόλη συμβάλλει στη μάθηση και τη δημιουργία αναμνήσεων, αυτά τα υψηλά επίπεδα σημαίνουν ότι οι γυναίκες όχι μόνο βιώνουν πιο έντονα ένα δυσάρεστο συμβάν, αλλά το θυμούνται και καλύτερα (ibid.). Αντιθέτως, η αρσενική γεννητική ορμόνη, η τεστοστερόνη, εμποδίζει την επίδραση της κορτιζόλης (ibid.).

Κατ’ επέκταση οι γυναίκες διαθέτουν πολύ διαφορετικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του στρες. Δηλαδή, όταν οι άντρες έρχονται αντιμέτωποι με μια απειλή, καταφεύγουν είτε στην πάλη είτε στη φυγή (ibid.). Από την άλλη, όταν μια γυναίκα βρίσκεται σε κατάσταση στρες, τα επίπεδα οξυτοκίνης αυξάνονται. Αυτό όχι μόνο την ηρεμεί, αλλά την ωθεί να ζητήσει βοήθεια, υπό τη μορφή δημιουργίας δεσμών με άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα με άλλες γυναίκες. Ως γνωστόν, η τεστοστερόνη εξουδετερώνει την επίδραση της οξυτοκίνης. Έτσι εξηγείται γιατί οι άντρες αντιδρούν στον κίνδυνο και την απειλή τόσο διαφορετικά από τις γυναίκες (ibid.)

Σ’ αυτήν ακριβώς τη διαφορετική διαχείριση του άγχους από τα δύο φύλα στέκεται και ο Gray (1992), ο οποίος τονίζει πως ενώ οι άντρες αποτραβιούνται και κλείνονται στον εαυτό τους, για την ακρίβεια «χώνονται στη σπηλιά τους», οι γυναίκες πλημμυρίζουν από συναισθήματα, τα οποία θέλουν οπωσδήποτε να εκφράσουν. Ο Gray (1992) συνεχίζει παρατηρώντας ότι ο άντρας που έχει άγχος τείνει να συγκεντρώνεται σε ένα μόνο πρόβλημα και να ξεχνά τα υπόλοιπα. Οι αναστατωμένες γυναίκες, αντίθετα, για να αισθανθούν καλύτερα, συζητούν για πολλά προβλήματα συγχρόνως, όχι μόνο για τα προσωπικά τους φλέγοντα ζητήματα αλλά και για πιθανά/ενδεχόμενα προβλήματα, ακόμα και για προβλήματα άλλων ανθρώπων. Η τάση αυτή των γυναικών να ικανοποιούνται διεκτραγωδώντας τις λεπτομέρειες μιας ιστορίας κουράζει αφάνταστα τους άντρες, οι οποίοι υποθέτουν λανθασμένα ότι όλες αυτές οι λεπτομέρειες είτε διακρίνονται από αλληλουχία είτε είναι ουσιώδεις για την εξεύρεση της περίπλοκης λύσης (ibid.). Αντιθέτως, οι άντρες τείνουν να μιλούν για τα προβλήματά τους μόνο για δύο λόγους: για να κατηγορήσουν κάποιον ή για να ζητήσουν τη συμβουλή κάποιου (ibid.).

Η Legato (2005), όπως υποδηλώνει άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου της (Γιατί οι άντρες ποτέ δε θυμούνται και οι γυναίκες ποτέ δεν ξεχνούν), υποστηρίζει ότι βάσει ενδείξεων οι γυναίκες έχουν καλύτερη μνήμη των όσων έχουν ακούσει σε σχέση με τους άντρες. Για την τεκμηρίωση του ισχυρισμού της παραθέτει τουλάχιστον δύο επιστημονικές εξηγήσεις. Κατά πρώτον, οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη παροχή αίματος σε ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ελέγχουν την ομιλία. Ένας άλλος λόγος που εξηγεί την ισχυρή μνήμη των γυναικών είναι η υψηλότερη συγκέντρωση οιστρογόνων, τα οποία αφενός μεν καθιστούν περιπλοκότερες τις συνδέσεις ανάμεσα στα νευρικά κύτταρα, αφετέρου δε έχουν προστατευτικό ρόλο στη λειτουργία του εγκεφάλου. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ο εγκέφαλος των αντρών ατροφεί περισσότερο με το πέρασμα του χρόνου (ibid.). Εξαιρετικό, όμως, ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξελικτική εξήγηση του θέματος. Οι γυναίκες ως κυρίως υπεύθυνες για τη φροντίδα των μωρών τους ήταν αναγκαίο να θυμούνται τις δυνητικά επικίνδυνες καταστάσεις, προκειμένου να προφυλαχθούν, ενώ οι άντρες φαίνεται ότι έπρεπε να λησμονούν τους κινδύνους που αντιμετώπισαν την τελευταία φορά που πήγαν για κυνήγι, ώστε με γενναιότητα να ξαναβγούν προς αναζήτηση της τροφής, από την οποία εξαρτιόταν άλλωστε η επιβίωση της φυλής (ibid.).

Τα δύο φύλα χρησιμοποιούν, σύμφωνα με την ίδια πάντα συγγραφέα, διαφορετικές περιοχές της αμυγδαλής για να επηρεάσουν τη μνήμη. Οι γυναίκες χρησιμοποιούν τέτοιες περιοχές του εγκεφάλου που εξηγούν γιατί έχουν πιο έντονη και σωματική αντίδραση σε συναισθηματικά φορτισμένες αναμνήσεις (ibid.). Οι άντρες, από την άλλη, χρησιμοποιούν την περιοχή της αμυγδαλής που συνδέεται με τις πιο γνωστικές περιοχές του εγκεφάλου, στις οποίες ενδεχομένως οφείλεται η πιο εκλογικευμένη και προσανατολισμένη σε λύσεις αντίδραση των αντρών σε μια πρόκληση (ibid.).

 Είναι φανερό πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ αντρών και γυναικών –και καμία διαφορά που να προκαλεί μεγαλύτερες προστριβές- από τον τρόπο που επικοινωνούμε μεταξύ μας. Η διαφορά στην επεξεργασία και παραγωγή πληροφοριών έγκειται στο γεγονός ότι οι γυναίκες έχουν περισσότερα νευρικά κύτταρα στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου, στο κέντρο, δηλαδή, ικανότητας επεξεργασίας της ομιλίας, μεγαλύτερο βαθμό σύνδεσης ανάμεσα στα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου και περισσότερη ντοπαμίνη στο τμήμα του εγκεφάλου που ελέγχει την ομιλία (ibid.). Κατά συνέπεια, είναι ευκολότερο για τις γυναίκες να ακούνε την εκφερόμενη λέξη και να αποκωδικοποιούν τη σημασία της (ibid.). Επίσης, οι γυναίκες αναγνωρίζουν και ερμηνεύουν καλύτερα τα μη λεκτικά σήματα, όπως ο τόνος της φωνής και οι εκφράσεις του προσώπου (ibid.).

Η ευκολία, ωστόσο, με την οποία οι γυναίκες αντιλαμβάνονται το λόγο εκτείνεται και στην παραγωγή του (ibid.). Για τις γυναίκες η προφορική επικοινωνία είναι ευκολότερη κι έχουν πλουσιότερο λεξιλόγιο από τους άντρες. Οι γυναίκες έχουν την τάση να χρησιμοποιούν εκφράσεις του προσώπου, ρυθμό και τόνο στον προφορικό λόγο και χειρονομίες για να μεταφέρουν πληροφορίες και συναισθήματα. Η ανωτερότητα αυτή των γυναικών στην ακρόαση, επεξεργασία και παραγωγή του προφορικού λόγου είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της έμφυτης βιολογίας, όπως αναλύθηκε παραπάνω, αλλά και της κοινωνικοποίησης, με αφετηρία της την προσχολική ηλικία (Μαραγκουδάκη 1993).

Για το συγκεκριμένο θέμα ο Gray (1992) παρατηρεί πως οι γυναίκες μιλούν για τέσσερις διαφορετικούς λόγους: για να μεταδώσουν πληροφορίες –γενικά, αυτός είναι ο μόνος λόγος που κάνει και τους άντρες να μιλούν-, για να σκεφτούν φωναχτά, για να ηρεμήσουν όταν είναι αναστατωμένες και για να δημιουργήσουν κλίμα οικειότητας. Ο ίδιος συγγραφέας φτάνει στο σημείο να υποστηρίζει πως τα δύο φύλα μιλούν διαφορετικές γλώσσες, επειδή χρησιμοποιούν μεν τις ίδιες λέξεις αλλά με διαφορετικό νόημα ή διαφορετικό συναισθηματικό βάρος, γεγονός που αποτελεί αφορμή συχνότατων παρανοήσεων. Λόγου χάρη, οι γυναίκες, προκειμένου να εκφράσουν πλήρως τα αισθήματά τους, συνηθίζουν να διανθίζουν το λόγο τους με επίθετα σε υπερθετικό βαθμό, μεταφορές και γενικεύσεις (ibid.). Οι άντρες κάνουν το λάθος να ερμηνεύουν αυτές τις εκφράσεις κατά λέξη (ibid.).

Μελετώντας κανείς τέτοιου είδους συγγράμματα αναρωτιέται αν άνδρες και γυναίκες μόνο διαφέρουν. Η Legato (2005) παραθέτει δύο περιπτώσεις όπου άντρες και γυναίκες είμαστε περισσότερο ίδιοι παρά διαφορετικοί. Το συναίσθημα του έρωτα, ιδίως στα πρώτα του στάδια, βάσει διενεργηθεισών ερευνών, εξομοιώνει τους άντρες και τις γυναίκες -από ορμονική άποψη τουλάχιστον- με την επίτευξη παρόμοιων σχεδόν επιπέδων τεστοστερόνης, επιτρέποντας έτσι την άμβλυνση του χάσματος και τη δημιουργία δεσίματος. Και το πιο σημαντικό απ’ όλα, πορίσματα μελετών δείχνουν πως το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων αμβλύνεται όσο μεγαλώνουμε σε ηλικία (ibid.). ΗLegato (2005) πιστεύει πως ο μεγαλύτερος βαθμός συμβατότητας επέρχεται όχι μόνο λόγω των φυσιολογικών αλλαγών που μας συμβαίνουν με το πέρασμα του χρόνου –αρκεί να θυμηθούμε ότι τα επίπεδα των οιστρογόνων μειώνονται στις μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες-, αλλά επειδή περνάμε τη ζωή μας ολόκληρη μαθαίνοντας το ένα φύλο από το άλλο, και μ’ αυτόν τον τρόπο μοιάζουμε όλο και περισσότερο.

3. Χρήσιμα συμπεράσματα για την αξιοποίηση και εκπαίδευση του προσωπικού αλλά και την αλληλομάθηση

Οι διαφορές αυτές έχουν πολλαπλές προεκτάσεις στην άσκηση του επαγγέλματος, στην αρμονικότητα ή μη των σχέσεων ανάμεσα στα δύο φύλα στην εργασία, στην ορθότερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού στους οργανισμούς καθώς και στην εκπαίδευσή του.

Η γνώση και μόνο της ύπαρξης αυτών των διαφορών βοηθά σημαντικά στην άσκηση των περισσοτέρων επαγγελμάτων. Για παράδειγμα, η Legato (2005) αναρωτιέται εάν τα αστυνομικά όργανα είχαν γνώση των διαφορών σχετικά με τη μνήμη, όπως αναλύθηκε παραπάνω, αν αυτό θα επηρέαζε την επιλογή των αυτοπτών μαρτύρων ώστε να υποβοηθήθει καλύτερα το ανακριτικό τους έργο και εν τέλει η διαλεύκανση των όποιων εγκλημάτων.

Από τη σκοπιά ενός τμήματος ανθρώπινου δυναμικού ή ενός προϊσταμένου η επίγνωση αυτών των διαφορών συντελεί στη βέλτιστη αξιοποίηση των εκατέρωθεν προτερημάτων και των δύο φύλων μέσω της σωστής κατανομής καθηκόντων, ιδίως σε κρίσιμες περιστάσεις. Θα πρέπει μόνο να ληφθεί υπόψη ότι κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες πέραν του φύλου, οι οποίες καθορίζονται από πληθώρα παραγόντων που επιδρούν πάνω μας σε συγκεκριμένες περιόδους της ζωής μας, παρότι η Legato(2005) έχει την πεποίθηση -αν όχι απόλυτη βεβαιότητα- ότι γεννιόμαστε μ’ έναν εγκέφαλο που είναι διαφορετικός στα δύο φύλα ως αποτέλεσμα του συνδυασμού του γεννητικού μας κώδικα και των ορμονών που απελευθερώνουμε και στις οποίες εκτιθέμεθα όντας μέσα στη μήτρα. Όπως επισημαίνει ο Leary (1985), εάν οι προϊστάμενοι χειριστούν άντρες και γυναίκες με τον ίδιο απολύτως τρόπο, τότε κινδυνεύουν να παραβλέψουν τις διαφορές τουςֺ  εάν πάλι αστοχήσουν να εντοπίσουν τις ομοιότητες ανάμεσα στα δύο φύλα, τότε θα δημιουργήσουν επικίνδυνους δυϊσμούς και διαχωρισμούς.

Τα πορίσματα των επιστημονικών ερευνών για τις διαφορές μεταξύ των φύλων στη φυσιολογία του στρες εγείρουν σημαντικά ερωτήματα για το περιβάλλον μάθησης που υφίσταται κατά τη βασική εκπαίδευση, στις μετεκπαιδευτικές ευκαιρίες αλλά και στην καθημερινή εργασιακή πραγματικότητα. Για καιρό επικρατούσε η πεποίθηση ότι ο ανταγωνισμός μέσα στα εκπαιδευτικά και εργασιακά περιβάλλοντα ωθεί τους εκπαιδευόμενους να προσπαθούν περισσότερο λειτουργώντας ως κίνητρο επαύξησης της απόδοσης, θεωρία που μάλλον ευνοεί τους άντρες όχι, όμως, και τις γυναίκες, αν ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις, στις οποίες αναφερθήκαμε εκτενώς παραπάνω, ότι οι γεννητικές ορμόνες ρυθμίζουν τη διαδικασία εκμάθησης στη διάρκεια στρεσογόνων εμπειριών (Legato 2005).

Παράλληλα, η επίγνωση του γεγονότος ότι το στυλ διδασκαλίας ανδρών και γυναικών εκπαιδευτών διαφέρει, όπως προκύπτει από σχετικές έρευνες (Bress 2000, NelsonLaird et al. 2007), ενδεχομένως να είναι χρήσιμη για τα τμήματα εισαγωγικής εκπαίδευσης και μετεκπαίδευσης στελεχών των διαφόρων οργανισμών, ιδίως εάν κρίνεται σκόπιμο να υιοθετηθούν πιο συμμετοχικές πρακτικές διδασκαλίας αντί της κλασικής μετάδοσης γνώσεων μέσω διάλεξης.

Πάνω απ’ όλα, όπως επισημαίνει και ο Gray (1992), η βαθιά κατανόηση των διαφορών μάς βοηθά στην καταπολέμηση της απογοήτευσης που αισθανόμαστε, όταν προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε και να καταλάβουμε το αντίθετο φύλο. Οπλισμένοι με αυτές τις γνώσεις, οι παρεξηγήσεις στην εργασία γρήγορα διαλύονται ή αποφεύγονται και οι λανθασμένες προσδοκίες εύκολα διορθώνονται. Όπως εύστοχα παρατηρεί η Legato (2005), η ενσυναίσθηση των διαφορών μάς καθιστά πιο ανεκτικούς και επιεικείς με πράγματα που μέχρι πρότινος μπορεί να μας εξόργιζαν. Η ίδια μάλιστα παραθέτει στρατηγικές βελτίωσης της επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο φύλα. Από αυτές σταχυολογούμε τη συμβουλή της προς τις γυναίκες όταν θέλουν να μιλήσουν με έναν άντρα για κάτι που το θεωρούν σημαντικό να τον θέσουν πρώτα σε συναγερμό, διότι οι άντρες δυσκολεύονται περισσότερο από τις γυναίκες να ακούνε προσεκτικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, να μην προσπαθούν να του μιλήσουν όταν είναι απασχολημένος με κάτι άλλο, διότι ως γνωστόν οι άντρες δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά όσο οι γυναίκες με πολλές ασχολίες ταυτόχρονα (Πιζ & Πιζ 2000), και να πουν αυτό που θέλουν και σκέφτονται από την αρχή της συζήτησης με σαφήνεια. Και ο Gray (1992) συστήνει ανεπιφύλακτα στις γυναίκες να αποφεύγουν τις έμμεσες διατυπώσεις, που μπορεί μεν να θεωρούνται πιο ευγενικές, όμως, εκνευρίζουν τους άντρες. Η Legato (2005) λέει μάλιστα χαριτολογώντας ότι ποτέ δεν πηγαίνει σε άντρα συνάδελφο με κάποιο παράπονο ή πρόβλημα χωρίς να του προτείνει τουλάχιστον δύο πιθανές λύσεις, διότι έχει καταλάβει ύστερα από χρόνια ερευνών και εμπειρίας ότι οι άντρες δίνουν τις καλύτερες συμβουλές και ιδέες όταν έχουν να αποφασίσουν από έναν περιορισμένο αριθμό επιλογών.

Τέλος, η Legato (2005) συνοψίζει ενθουσιασμένη το πόρισμα των ερευνών της υποστηρίζοντας ότι οι άνθρωποι όχι μόνο μπορούμε να μάθουμε από το άλλο φύλο στη ζωή μας αλλά ο εγκέφαλός μας φαίνεται ότι μπορεί να αλλάξει πραγματικά ως αποτέλεσμα αυτού. Αυτό συμβαίνει ήδη, καθώς τα δύο φύλα όλο και περισσότερο εισέρχονται σε τομείς που παραδοσιακά ήταν κλειστοί γι’ αυτά παλαιότερα (ibid.). Αν οι εμπειρίες κυριολεκτικά αλλάζουν τη δομή και τη χημεία του απίστευτα προσαρμοστικού ανθρώπινου εγκεφάλου, τότε με τον καιρό ο εγκέφαλος των δύο φύλων θα αποκτά όλο και περισσότερες ομοιότητες (ibid.). Ασφαλώς, η γνώση ότι ο εγκέφαλός μας έχει τη δυνατότητα να αλλάξει επισύρει την ευθύνη ότι πρέπει σε όλα τα επίπεδα να διασφαλίζεται η παροχή παρόμοιων ευκαιριών σε όλους (ibid.).

4. Επίλογος

Το παρόν άρθρο πραγματεύτηκε τις ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα βάσει επιστημονικών ευρημάτων καθώς και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν αυτές στον εργασιακό χώρο και στην εκπαίδευση του προσωπικού των οργανισμών. Είναι βέβαιο πως για να συνεργαστούν τα δύο φύλα καλύτερα θα πρέπει πρώτα να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Μικρές αλλαγές είναι εφικτές χωρίς να θυσιάσουμε την αληθινή μας φύση. Η διαδικασία της αέναης μάθησης απαιτεί όχι μόνο να ακούμε και να εφαρμόζουμε και συνεχώς να «ξαναμαθαίνουμε», αλλά επίσης να «ξεμαθαίνουμε» ό,τι είχαμε μάθει στο παρελθόν από τους γονείς μας, την κοινωνία στην οποία ζούμε και από τις δικές μας οδυνηρές εμπειρίες.

ΠΕΑΛΣ/ΛΙΜΕΝΙΚΗ ΡΟΤΑ
kranos
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ