2012-04-14 22:33:08
Φωτογραφία για Πάσχα στο Πέλαγος
Πασχαλινό διήγημα του Ανδρέα ΚαρκαβίτσαΤο πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νεράζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστάφανάρια ζερβόδεξα της γέφυρας· ένα άλλο φανάρι άσπρο, αχτινοβόλο, ψηλά στοπλωριό κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο.Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοιστις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς.Οι ναύτες και οι θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στακρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι,σχεδόν ανάεροι, έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στο χάοςτην τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.

Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανεμεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό,χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινήθάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα.Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή
. Άφησε το πλήρωματα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω,ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο.Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστέςέλαμπαν, σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβιπαρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαίαέμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουραεπάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψάλλει το«Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τακεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.― Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά,παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στουςεπιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.― Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!...Απάντησαν εκείνοιομόφωνα.― Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι!Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ έναμαργαριτάρι στην άκρη των ματιών του.― Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.

Έπειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες,έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουροκαι άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.― Χριστός Ανέστη!― Αληθινός ο Κύριος!― Και του χρόνου σπίτια μας!Oιεπιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτάστους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους,έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τακεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρηςκαταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τηδουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.― Γραμμή!― Γραμμή!Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησενα σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.
liberals10
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ