2014-01-04 14:26:06
Φωτογραφία για 4074 - Ο Άγγλος στρατιωτικός και αρχαιολόγος Μάρτιν Γουΐλιαμ Ληκ περιγράφει το Άγιο Όρος του 1806
Ο Άγγλος στρατιωτικός Μάρτιν Γουϊλιαμ Ληκ(William Martin Leake) γεννήθηκε στο Λονδίνο την 17η Ιανουαρίου 1777 και απεβίωσε την 6η Ιανουαρίου 1860. Ήταν αξιωματικός του Βρεττανικού στρατού, τοπογράφος και αρχαιολόγος. Αφού διεκπεραίωσε τις σπουδές του στην Βασιλική Στρατιωτική Ακαδημία (Royal Military Academy), υπηρέτησε στη Δυτική Ινδία και στάλθηκε το 1799 εκ μέρους της Βρεττανικής κυβέρνησης στη Κωνσταντινούπολη για να εκπαιδεύσει τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην χρήση του πυροβολικού. Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, μετέβη εκ νέου στα Βαλκάνια το 1807, προκειμένου να εποπτεύσει τις παράκτιες περιοχές της Αλβανίαςκαι του Μωριά. Μεταξύ άλλων, η εντολή του Βρεττανικού στρατηγείου συμπεριελάμβανε επίσης την παραγγελία προς τον Ληκ να ιχνηλατήσει τις γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας, να καταγράψει αναλυτικά στοιχεία για τους κατοίκους των περιοχών και να προτείνει τρόπους οχύρωσης των οθωμανικών κτήσεων
. Οι καταγραφές των αρχαίων ερειπίων στην Ελληνική επικράτεια υπήρξαν ακριβέστατες και συνετέλεσαν αποτελεσματικά στις μελλοντικές αρχαιολογικές ανασκαφές. Tιμής ένεκεν,  ο Ληκ  εξελέγη και μέλος της Βασιλικής Γεωγραφικής Κοινότητας. Υπήρξε πολυγραφότατος. Ανάμεσα στα έργα του συγκαταλέγονται και τα: «Η τοπογραφία της Αθήνας με παρατηρήσεις για τις αρχαιότητες», «Ταξείδια στον Μωριά με χάρτες και σχέδια» και «Ταξείδια στη Βόρεια Ελλάδα». Από το τελευταίο, παραθέτουμε στη συνέχεια τις σελίδες που αναφέρονται στην επίσκεψη του Λικ στο Άγιο Όρος, στα 1806.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Μοναστήρια  κοντά  στο  νότιο  άκρο  του  Άθω - Άφιξη  στη  μονή  Ξηροποτάμου - Άλλα  μοναστήρια  του  νοτίου  άκρου  της  χερσονήσου - Πόλη  των  Καρυών-Μονή  Ιβήρων - Μονή  Φιλοθέου – Μυλοπόταμος - Μονή  Μεγίστης  Λαύρας - Μονή  Καρακάλου-Μονή  Σταυρονικήτα - Μονή  Παντοκράτορος - Μονή  Βατοπεδίου-Αρχαίες  επιγραφές-Μονή  Εσφιγμένου - Μονή  Χιλανδαρίου – Προαύλαξ - Ισθμός  Ακτής – Σάνη - Κανάλι  του  Ξέρξη - Ιερισσός,  Άκανθος - Αρχαίες  πόλεις  Ακτής,  Σιθωνίας  και  Παλλήνης.

22  Οκτωβρίου,  συνέχεια.—

Βρισκόμαστε  στο  Όρος  Άθως,  που  φαίνεται  πολύ  κοντά,  αν  και  απέχει  64  χιλιόμετρα·  ο  άνεμος  φυσά  από  τον  κόλπο  της  Θεσσαλονίκης  και  μόλις  που  μας  επιτρέπει  να  συνεχίσουμε  την  πορεία  μας,  και  μόνο  κατά  το  ηλιοβασίλεμα  φτάνουμε  στο  ακρωτήρι  του  Αγ.  Γεωργίου,  που  οι  αρχαίοι  ονόμαζαν  Νυμφαίον[1],  απ’  όπου  το  Όρος  Άθως  υψώνεται  απότομα  ως  την  κορφή.  Ένα  ισχυρό  ρεύμα,  που  ξεκινά  από  το  Σιγγιτικό  Κόλπο,  είναι  ένα  επιπλέον  εμπόδιο.

  

Το  πρώτο  μοναστήρι  που  συναντάμε  είναι  της  Αγίας  Άννας,  το  οποίο  περιβάλλεται  από  μικρά  οικήματα  και  είναι  χτισμένο  σε  μια  εσοχή  των  βράχων  ψηλά  πάνω  από  τη  θάλασσα,  όπως  υποθέτει  κανείς  ότι  θα  ήταν  ένα  Νυμφαίο.  Η  μονή  της  Αγ.  Άννας  δε  θεωρείται  ένα  από  τα  είκοσι  μοναστήρια  του  Άθω,  αλλά  απλώς  μονίδιο  και  ασκητήριο,  δηλαδή,  ένα  δευτερεύον  μοναστήρι  και  τόπος  πνευματικής  άσκησης,  που  εξαρτάται  από  τη  Μονή  Αγ.  Λαύρας,  στην  οποία  ανήκει  όλη  αυτή  η  πλευρά  της  χερσονήσου.  Τα  οικήματα  γύρω  από  το  μοναστήρι  της  Αγ.  Άννας  λέγονται  κελιά  (κελλεία)  και  κατοικούνται  από  ασκητές  κυρίως  χειροτέχνες.  Η  μ.  Αγ.  Άννης  αύξησε  σε  μεγάλο  βαθμό  την  περιουσία  της  χάρι  σ’  έναν  Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως,  έναν  Ανδριώτη,  που  βελτίωσε  τους  δρόμους  γύρω  από  το  μοναστήρι  και  έχτισε  πολλά  κελιά,  πύργους  και  παρεκκλήσια  τόσο  εδώ  όσο  και  στις  μονές  Αγ.  Λαύρας,  Ιβήρων  και  σε  άλλα  μέρη  του  Αγίου  Όρους,  του  οποίου  το  όνομα  δεν  περιορίζεται  στο  Όρος  Άθως,  αλλά  συμπεριλαμβάνει  ολόκληρη  τη  χερσόνησο,  που  οι  αρχαίοι  ονόμαζαν  Ακτή.  Ο  ναός  της  Αγ.  Άννας  είναι  γνωστός  για  την  κατοχή  του  αριστερού  ποδιού  της  αγίας,  ενός  πολύ  θαυματουργού  και  εύοσμου  λειψάνου[2].  Αργότερα  περνάμε  το  ένα  μετά  το  άλλο  τα  μοναστήρια  του  Αγ.  Παύλου,  του  Αγ.  Διονυσίου  και  του  Αγ.  Γρηγορίου,  όλα  τους  κοντά  στην  ακτή  και  κάτω  από  την  μεγάλη  κορυφογραμμή  που  συνεχίζει  απ’  την  κορυφή  του  Άθω  και  φτάνει  ως  τον  ισθμό  της  Ιεράς  Χερσονήσου.

Η  μ.  Αγ.  Παύλου  είναι  ένα  μοναστήρι  Σέρβων  και  Βουλγάρων  και  λέγεται  ότι  πήρε  το  όνομα  του  ιδρυτή  του,  ενός  ευνούχου,  γιου  του  αυτοκράτορα  Μαυρίκιου.  Ο  ναός  κατασκευάστηκε  με  έξοδα  ενός  άρχοντα  της  Σεμένδρια  στη  Σερβία,  αλλά  οι  πύργοι,  τα  κελιά  και  όλα  τα  σύγχρονα  τμήματα  από  ένα  μέλος  της  δυναστεία  της  Βεσσαραβίας,  τους  Βοεβόδες  της  Βλαχίας.  Η  μ.  του  Αγ.  Διονυσίου  χτίστηκε  το  1380,  από  τον  Αλέξιο  Γ’  το  Μέγα  Κομνηνό,  βασιλιά  της  Τραπεζούντας,  προς  τιμήν  ενός  αγίου  από  την  Κορησό  κοντά  στην  Καστοριά,  αδελφού  του  Επίσκοπου  Τραπεζούντας,  που  ασκήτεψε  εδώ.  Οι  Βοεβόδες  της  Βλαχίας  και  οι  οικογένειές  τους  συνέβαλαν  τα  μέγιστα  στο  χτίσιμο  των  κτιρίων  αυτού  του  μοναστηριού,  που  διασώζει  πολλά  λείψανα,  όπως  μέρος  του  Τίμιου  Ξύλου,  την  κάρα  του  Ιωάννη  του  Βαπτιστή  και  της  της  Αγ.  Θωμαΐδος,  την  κάτω  σιαγόνα  του  Αγ.  Στεφάνου  και  μέρος  της  χείρας  του  Ιωάννη  του  Χρυσόστομου.  Η  μ.  Οσ.  Γρηγορίου  πήρε  το  όνομα  του  ιδρυτή  της,  οσίου  Γρηγορίου  του  Σιναΐτη,  αλλά  το  παρόν  κτίσμα  ανοικοδομήθηκε  από  έναν  οσποδάρο  της  Μολδαβίας.  Δίπλα  στη  μονή,  σε  απόσταση  περίπου  τριών  χιλιομέτρων  από  την  ακτή,  βρίσκεται  η  μ.  Σίμωνόπετρας,  πάνω  σε  έναν  ψηλό,  απόκρημνο  βράχο  μέσα  στο  δάσος.  Η  μονή  οφείλει  το  όνομά  της,  κανονικά  Σίμωνος  Πέτρα,  σ’  έναν  ερημίτη  με  το  όνομα  Σίμων  που  ίδρυσε  το  ναό,  αλλά  το  παρόν  κτίσμα  ήταν  κυρίως  έργο  του  Ιωάννη  Ούγγλεση,  βασιλιά  της  Σερβίας  και  της  Ρουμανίας,  που  αποσύρθηκε  από  το  βασίλειό  του  εδώ  κι  έγινε  μοναχός.  Αυτό  το  μοναστήρι  διαθέτει  ολόκληρη  τη  δεξιά  χείρα  της  Μαρίας  Μαγδαληνής,  που  αναδίδει  άφθονη  ευχάριστη  οσμή[3].

Στις  10  μ.μ.  φτάνουμε  στο  Ξηροποτάμι,  το  μόνο  καλό  αραξοβόλι  στη  νότια  πλευρά  της  χερσονήσου,  που  ονομάστηκε  έτσι  εξαιτίας  ενός  ρέματος  που  κυλά  εδώ  από  το  Όρος  Άθως  προς  τη  θάλασσα.  Λίγο  πιο  ψηλά  βρίσκεται  η  μονή  των  Αγίων  Σαράντα,  πιο  γνωστή  ως  Ξηροποτάμου.

23  Οκτ.  —Αυτό  το  κτίριο  χτίστηκε  από  τον  αυτοκράτορα  Ρωμανό  κι  είναι  από  τα  μεγαλύτερα  στο  βουνό.  Έχει  σχήμα  ακανόνιστου  τετράπλευρου  και  είναι  πλαισιωμένο  από  πύργους  με  οξυκόρυφες  στέγες  από  μολύβι,  στο  στιλ  του  Επταπύργιου  της  Κωνσταντινούπολης,  και  άλλων  έργων  της  εποχής.  Στο  εσωτερικό  του  μοναστηριού,  στο  κέντρο  της  περίκλειστης  αυλής  βρίσκεται  ο  ναός·  σε  πολλά  μέρη  του  οικοδομήματος  ξύλινα  κιόσκια,  κατοπινές  προσθήκες,  προβάλλουν  από  τους  τοίχους.  Το  μοναστήρι  είχε  κάποτε  εγκαταλειφθεί  εξαιτίας  επιθέσεων  πειρατών,  αλλά  αργότερα  αποκαταστάθηκε  και  επεκτάθηκε  από  έναν  οσποδάρο  της  Βλαχίας.  Η  μονή  Ξηροποτάμου,  όπως  κι  άλλα  θρησκευτικά  ιδρύματα  της  χερσονήσου,  διαθέτει  μερικά  πολύ  σημαντικά  λείψανα,  όπως  τμήμα  του  Τίμιου  Ξύλου  και  ποικίλα  μέρη  των  σωμάτων  των  Αγίων  Σαράντα,  στους  οποίους,  άλλωστε,  είναι  αφιερωμένη.  Σε  ένα  σημείο  στο  εσωτερικό  του  τετράπλευρου  του  μοναστηριού  έχουν  ενσωματωθεί  στον  τοίχο  δυο  αρχαία  πρόστυπα  ανάγλυφα.  Το  ένα  απεικονίζει  μια  γυναίκα  καθισμένη  σε  αρχαίο  κάθισμα  με  ένα  τραπέζι  μπροστά  της  και  έναν  καθρέφτη  πίσω  απ’  αυτό·  το  δεύτερο  ανάγλυφο  φαίνεται  ότι  ήταν  μέρος  ζωφόρου  που  απεικόνιζε  παλαιστές,  αλλά,  καθώς  είναι  ψηλά  στον  τοίχο  και  σε  δυσπρόσιτη  γωνία,  οι  φιγούρες  είναι  δυσδιάκριτες.  Οι  τοίχοι  είναι  εν  μέρει  κατασκευασμένοι  από  ρωμαϊκές  πλάκες  και  περιέχουν  πολλά  αρχαία  θραύσματα,  εκτός  απ’  αυτά  που  ήδη  αναφέρθηκαν.  Στο  λιμάνι  παρατήρησα  ένα  αρχαίο  βωμό  ή  βάθρο  στην  ακτή  και  δύο  ή  τρεις  γρανιτένιους  κίονες  στην  γειτονική  κοιλάδα.  Αυτά  τα  απομεινάρια  σε  συνδυασμό  με  το  πλεονέκτημα  του  ελλιμενισμού  επιβεβαιώνουν  την  άποψη  ότι  εδώ  βρισκόταν  μια  από  τις  αρχαίες  πόλεις  της  Ακτής.  Το  λιμάνι  ή  αποβάθρα  λέγεται  αρσανάς,  γεγονός  απ’  το  οποίο  μπορεί  να  συμπεράνει  κανείς  ότι  κάποτε  υπήρχαν  κτίρια  εκεί,  που  εξυπηρετούσαν  εμπορικούς  ή  αμυντικούς  σκοπούς. Λέγεται  ότι  όλα  τα  μεγάλα  μοναστήρια  είχαν  παλιότερα  παρόμοιες  εγκαταστάσεις  στις  γειτονικές  ακτές,  όπου  συνήθιζαν  να  κατασκευάζουν  μικρά  σκάφη·  ήταν  οχυρωμένες  με  τείχη  και  πύργους,  μερικοί  από  τους  οποίους  σώζονται  ακόμη,  αλλά  αυτή  τη  στιγμή  η  χερσόνησος  διαθέτει  μόνο  λίγα  σκάφη  για  ψάρεμα  ή  για  επικοινωνία  κατά  μήκος  των  ακτών  όταν  ο  καιρός  είναι  καλός,  τα  οποία  ανήκουν κυρίως  στα  μοναστήρια  της  βόρειας  ακτής.

Η  τοποθεσία  της  μονής  των  Αγίων  Σαράντα  είναι  εξαιρετικά  όμορφη.  Λόφοι  με  πυκνό  δάσος  βελανιδιάς,  οξιάς  και  καστανιάς  το  οποίο  κατά  τόπους  διακόπτουν  αμπελώνες  ή  ελαιώνες,  πλαισιώνουν  το  μοναστήρι  από  την  ηπειρωτική  μεριά,  ενώ  μπροστά  του  δεσπόζει  μια  επιβλητική  θέα  του  Σιγγιτικού  κόλπου,  την  οποία  περιορίζει  η  χερσόνησος  της  Σιθωνίας,  πάνω  από  την  οποία  υψώνεται  το  Όρος  Όλυμπος.  Αυτή  η  χερσόνησος  σήμερα  ονομάζεται  Λογγός,  επειδή  το  μεγαλύτερο  μέρος  της  είναι  δάσος.  Τα  μόνα  κατοικημένα  μέρη  της  είναι  η  Συκιά,  που  βρίσκεται  σ’  ένα  ασφαλές  λιμάνι  στην  ανατολική  πλευρά  προς  το  νότιο  άκρο,  άλλο  ένα  ή  δύο  χωριά,  και  τρία  αγιορίτικα  μετόχια.  Η  Λογγός  δεν  διαθέτει  τόσο  καλή  ξυλεία  όσο  το  Άγιο  Όρος,  ούτε  ποτίζεται  εξίσου  καλά,  αλλά  προσφέρει  εξαιρετικά  βοσκοτόπια  για  βοοειδή  και  για  μέλισσες,  τις  οποίες  μεταφέρουν  εκεί  από  το  Όρος  για  να  αναπαραχθούν  και  να  φτιάξουν  μέλι.  Το  τελευταίο  ακρωτήριο  που  φαίνεται  από  το  Ξηροποτάμι  ονομάζεται  Καρτάλια,  βρίσκεται  οκτώ  χιλιόμετρα  πέρα  απ’  το  λιμάνι  της  Συκιάς  και  κρύβει  ένα  άλλο  ακρωτήρι  που  λέγεται  Δρέπανο  στην  είσοδο  του  Κόλπου  της  Κασσάνδρας.  Κάπως  βορειότερα  βρίσκεται  το  Κουφό,  ένα  λιμάνι  περίκλειστο  από  στεριά,  κι  ακόμα  πιο  πέρα  τα  ερείπια  της  Τορώνης,  που  διατηρεί  ακόμα  το  αρχαίο  της  όνομα.   Και  η  ονομασία  Κουφό  είναι  επίσης  αρχαία,  εφόσον  είναι  ο  σύγχρονος  ρωμαίικος  τύπος  του  Κωφός,  από  τον  οποίο  προέκυψε  η  ελληνική  έκφραση  κωφότερος  του  Τορωναίου  λιμένος,  καθώς,  σύμφωνα  με  το  Ζηνόβιο,  το  λιμάνι  ονομάστηκε  έτσι,  επειδή  χωρίζεται  από  την  ανοιχτή  θάλασσα  από  δύο  στενά  περάσματα  και  ο  ήχος  των  κυμάτων  δεν  ακούγεται  από  κάποιον  που  βρίσκεται  στο  λιμάνι[4].  Ήταν  πιθανότατα  το  ίδιο  μέρος  που  αναφέρει  και  ο  Θουκυδίδης  ως  λιμένα  των  Κολοφωνίων[5].  Τα  ακρωτήρια  Καρτάλια  και  Δρέπανο  είναι  προφανώς  αντίστοιχα  οι  τοποθεσίες  των  αρχαίων  πόλεων  Δέρριδος  και  Αμπέλου.  Ο  Ηρόδοτος  παρουσιάζει  την  Άμπελο  ως  κοντινότερη  στην  Τορώνη  και  την  περιγράφει  ως  κάβο  απέναντι  από  το  ακρωτήριο  Καναστραίο  της  Παλλήνης[6].  Ο  επιτομιστής  του  Στράβωνα  μπορεί,  πράγματι,  να  δώσει  την  εντύπωση  ότι  η  Δέρρις  και  η  Άμπελος  ήταν  το  ίδιο  μέρος,  εφόσον  περιγράφει  τη  Δέρριδα  ως  ακρωτήριο  απέναντι  από  το  Καναστραίο  και  κοντά  στο  λιμάνι  Κουφό.  Αλλά  ο  Πτολεμαίος  τα  ξεχωρίζει  ρητά,  αν  και  αντιτίθεται  τόσο  σε  άλλες  πηγές,  όσο  και  στην  φυσική  πραγματικότητα  της  περιοχής,  όταν  τοποθετεί  την  Τορώνη  μεταξύ  των  δύο  ακρωτηρίων[7].

Υπάρχουν  άλλα  πέντε  μοναστήρια  βόρεια  της  μ. Ξηροποτάμου,  εκτός  από  αυτά  που  ήδη  αναφέρθηκαν  στη  δυτική  πλευρά της  χερσονήσου  του  Αγίου  Όρους.  Τα  ονόματά  τους  είναι  Ρώσσικο,  Ξενόφου,  Δοχειαρίου,  Κασταμονίτου  και  Ζωγράφου.  Το  Ρώσσικο  ή  Ρούσσικο  είναι  μοναστήρι  Ρώσσων  και  βρίσκεται  σ’  ένα  ψηλό  σημείο  πάνω  από  τη  θάλασσα,  που  υδροδοτείται  από  πηγάδι.  Ιδρύθηκε  από  έναν  πρίγκηπα  της  Σερβίας  που  λεγόταν  Λάζαρος,  που  αποσύρθηκε  εδώ  κι  έγινε  μοναχός.  Η  μονή  Ξενόφου  ή  Ξενοφώντος  είναι  κοντά  στη  θάλασσα  και  καλά  οχυρωμένη  για  τους  πειρατές.  Το  όνομά  της  προέρχεται  απ’  το  όνομα  του  ιδρυτή  της,  Άγιου  Ξενοφώντος,  αλλά  υπεύθυνοι  για  την  κατασκευή  του  παρόντος  κτίσματος  είναι  αρκετοί  κάτοικοι  της  Βλαχίας,  ένας  εκ  των  οποίων  ήταν  ένας  οσποδάρος  της  οικογένειας  των  Μπασαράμπ.  Κατοικείται  από  Σέρβους  και  Βούλγαρους.  Μετά  τη  μονή  Ξενόφου  βρίσκεται  η  μονή  Δοχειαρίου,  που  ιδρύθηκε  από  τον  Άγιο  Ευθύμιο,  κατά  τη  βασιλεία  του  Νικηφόρου  Γ’  Βοτανειάτη  και  επεκτάθηκε  από  αλλεπάλληλους  ευεργέτες.  Ο  σωζόμενος  ναός  χτίστηκε  ολόκληρος  από  έναν  οσποδάρο  της  Βλαχίας  το  έτος  1578.  Η  μονή  Κασταμονίτου  βρίσκεται  σε  μια  πετρώδη,  ρομαντική  ερημιά  και  λέγεται  ότι  πήρε  το  κανονικό  της  όνομα,  Κωνσταμονίτου,  από  τον  ιδρυτή  της  Μεγάλο  Κωνσταντίνο.  Επιβεβαιώνεται  με  μεγαλύτερη  σιγουριά  η  πληροφορία  ότι  ανακαινίστηκε  και  επεκτάθηκε  από  τον  Μανουήλ  Παλαιολόγο.  Η  μονή Αγ.  Γεωργίου  του  Ζωγράφου  είναι  μοναστήρι  Σέρβων  και  Βουλγάρων,  ιδρύθηκε  κατά  τη  βασιλεία  του  αυτοκράτορα  Λέοντος  ΣΤ’  του  σοφού  από  τρία  αδέρφια  από  την  Αχρίδα,  μέλη  της  οικογένειας  του  αυτοκράτορα  Ιουστινιανού,  που  μόνασαν  εδώ.  Είναι  γνωστή  για  τις  δυο  υπέροχες  εικόνες  του  Αγ.  Γεωργίου,  που  διαθέτει,  η  μία  εκ  των  οποίων  έφτασε  εδώ  χωρίς  ανθρώπινη  βοήθεια  από  την  Παλαιστίνη  και  η  άλλη  από  την  Αραβία.  Λέγεται,  ακόμα,  ότι  η  πρώτη  δημιουργήθηκε  από  τη  Θεία  βούληση  κι  όχι  από  ανθρώπινο  χέρι  (αχειροποίητος),  εξού  και  το  όνομα  του  μοναστηριού.

24  Οκτ.—Η  απόσταση  από  τη  μονή  Ξηροποτάμου  ως  τις  Καρυές,  είναι  μια  όμορφη  διαδρομή  μιάμισης  ώρας  με  το  υποζύγιο  κατά  μήκους  της  κορυφογραμμής  της  χερσονήσου,  αφήνοντας  τον  Άθωνα  οκτώ  χιλιόμετρα  σε  μια  ευθεία  γραμμή  προς  τα  δεξιά.  Η  κορυφογραμμή  διαχωρίζεται  αμέσως  από  τους  πρόποδες  της  μεγάλης  κορφής  και  κατεβαίνει  απότομα  ως  ένα  σημείο  ψηλά  πάνω  απ’  τη  μονή  Ιβήρων,  απ’  όπου  η  κάθοδος  είναι  πιο  σταδιακή  ως  το  επίπεδο  του  δρόμου  μας  προς  τις  Καρυές.  Εδώ  η  κορυφογραμμή  είναι  χαμηλότερη  κι  από  τα  δύο  άκρα  αυτού  του  επιπέδου.  Το  μεγάλο  βουνό  με  το  ύψος  του,  το  οξύ,  κωνικό  σχήμα  και  τη  σύστασή  του  κοντά  στην  κορφή  από  λευκό  βράχο  κομμένο  από  γκρεμούς  προσφέρει  μια  εντυπωσιακή  αντίθεση  με  τα  πλούσια,  αδιάλειπτα  δάση  του  χαμηλότερου  υψώματος.  Περνάμε  από  δάση  βελανιδιάς  και  καστανιάς,  στα  πυκνότερα  μέρη  των  οποίων  υπάρχουν  ξέφωτα  με  καταπράσινες  πελούζες  γεμάτες  αγελάδες,  ή  πλαγιές  όπου  καλλιεργούνται  αμπέλια  που  συχνά  διακόπτουν  κελιά,  όπου  μένουν  μοναχοί  υπεύθυνοι  για  τα  αμπέλια  ή  τα  κοπάδια.  Στο  ψηλότερο  μέρος  της  κορυφογραμμής  το  δάσος  αποτελείται  μόνο  από  καστανιές.  Καθώς  κατεβαίνουμε  τη  βόρεια  ή  ανατολική  πλευρά,  εμφανίζεται  η  πόλη  των  Καρυών  να  καλύπτει  μεγάλο  μέρος  δασωμένων  κατωφερειών,  όπου  τα  σπίτια  είναι  διάσπαρτα  μεταξύ  κήπων  και  αμπελιών.  Γύρω  από  την  πόλη  το  πιο  κοινό  δέντρο  είναι  η  λεπτοκαρυά  ή  φουντουκιά,  απ’  το  οποίο  πήρε,  ίσως,  το  όνομά  της  και  η  πόλη.  Τα  δέντρα  αυτά  καλλιεργούνται  για  τα  φουντούκια,  που  μαζί  με  την   ξυλεία  πεύκης,  ελάτης,  βελανιδιάς  ή  καστανιάς  για  κατασκευή  σκαφών,  είναι  τα  μόνα  προϊόντα  του  εδάφους  που  εξάγονται  από  τη  χερσόνησο.

Στις  Καρυές  διαμένει  ο  Τούρκος  διοικητής  του  Αγίου  Όρους:  ένας  μποστατζήμπασης  από  την  Κωνσταντινούπολη  που  συντηρείται  μαζί  με  την  αλβανική  φρουρά  του  από  την  ιερά  κοινότητα,  αν  και  δεν  έχει  καμία  δικαιοδοσία  εκτός  από  τη  γενική  αστυνόμευση  του  Όρους  και  την  προστασία  του  από  ληστές  και  πειρατές.  Προς  το  κέντρο  της  μικρής  πόλης  τα  σπίτια  είναι  πιο  πυκνοχτισμένα  και  υπάρχει  μια  μικρή  αγορά  με  καταστήματα  μπακαλικής  αλλά  και  μερικών  τεχνιτών,  κυρίως  σιδεράδων  και  κλειδαράδων.  Τα  Σάββατα  γίνεται  παζάρι,  όπου  πωλούνται  τα  προϊόντα  του  όρους.  Οι  Καρυές  είναι,  επίσης,  ο  τόπος  διαμονής  των  Αρχόντων  ή  Επιστατών  του  Αγίου  Όρους.  Αυτοί  είναι  καλόγεροι  εξουσιοδοτημένοι  από  τα  είκοσι  μοναστήρια  να  επιβλέπουν  τις  κοσμικές  υποθέσεις  του  Όρους,  να  λαμβάνουν  γνώση  των  θεμάτων  που  ενδιαφέρουν  όλη  την  κοινότητα,  να  ορίζουν  για  κάθε  μοναστήρι  το μερίδιό  του  στην  πληρωμή  των  Τούρκων  και  να  εξασφαλίζουν  την  είσπραξή  του.  Η  πρόσοδος  και  η  εσωτερική  διοίκηση  κάθε  μοναστηριού  είναι  δική  του  υπόθεση.  Οι  Επιστάτες  είναι  τέσσερις  στον  αριθμό  και  αλλάζουν  κάθε  χρόνο.  Κάθε  μοναστήρι  στέλνει  έναν  αντιπρόσωπο  με  τη  σειρά  του,  αλλά  με  τέτοιον  τρόπο,  ώστε  ένας  στους  τέσσερις  είναι  πάντα  από  ένα  από  τα  πέντε  μεγάλα  μοναστήρια,  δηλ.  Λαύρας,  Βατοπεδίου,  Ιβήρων,  Χιλανδαρίου  και  Διονυσίου.  Εκτός  από  αυτούς  τους  ανώτατους  αξιωματούχους  η  κοινότητα  έχει  έναν  εκπρόσωπο  στη  Θεσσαλονίκη  κι  άλλον  έναν  στην  Κωνσταντινούπολη.  Πνευματικά  το  Όρος  υπάγεται  άμεσα  στον  Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως.  Οι  Άρχοντες έχουν  την  αρμοδιότητα  να  τιμωρούν  μικροαδικήματα  και  να  ρυθμίζουν  τις  διαφορές  των  μοναστηριών  που  δεν  είναι  αρκετά  σημαντικές  για  να  επιλυθούν  στην  Κωνσταντινούπολη,  αν  και  οι  μοναχοί  είναι  παραπάνω  από  ικανοί  να  διεξάγουν  εκεί  τις  υποθέσεις  τους  και  να  ξοδέψουν  χρήματα  στα  δικαστήρια  προς  όφελος  των  Τούρκων  και  μόνο.  Την  εποχή  της  Βυζαντινής  Αυτοκρατορίας  το  Όρος  διοικούνταν  από  έναν  ύπατο  κληρικό  επονομαζόμενο  «ο  πρώτος  του  Αγίου  Όρους»,  εξού  και  η  ονομασία  Πρωτάτο  που  αναφέρεται  ακόμα  στο  ναό  στις  Καρυές,  όπου  διέμενε.  Αυτός  ο  ναός  θεωρείται  ο  παλαιότερος  της  χερσονήσου  και  πιστεύεται  ότι  χτίστηκε  από  το  Μέγα  Κωνσταντίνο.  Είναι  γνωστός  στο  Όρος  για  μια  θαυματουργή  εικόνα  που  κάποτε  κάλεσε  (εφώνησε)  τον  ιερέα  που  χοροστατούσε  να  διαβάσει  τη  λειτουργία  γρηγορότερα,  για  να  παράσχει  την  τελευταία  κοινωνία  σε  έναν  ετοιμοθάνατο  μοναχό.  Κοντά  στις  Καρυές  και  νοτιότερα  είναι  η  μονή  Κουτλουμούση,  χτισμένη  σ’  ένα  απ’  τα  πιο  εύφορα  μέρη  της  χερσονήσου,  εν  μέσω  περιβολιών,  αμπελώνων,  ελαιώνων  και  καλλιεργειών  καλαμποκιού.  Ιδρύθηκε  από  τον  Αλέξιο  Α’  Κομνηνό,  αλλά  καταστράφηκε  κι  αυτή  από  πλιατσικολόγους,  όπως  όλα  τα  πρώιμα  κτίρια.  Αργότερα  ανακαινίστηκε  και  επεκτάθηκε  από  διάφορους  διαδοχικούς  βοεβόδες  της  Βλαχίας.  Η  μονή  Κουτλουμουσίου  καυχέται  ότι  κατέχει  το  άλλο  πέλμα  της  Αγ.  Άννης  μεταξύ  άλλων  λειψάνων.  Όπως  και  τα  άλλα  μοναστήρια  έχει  λιμάνι,  που  βρίσκεται  κάτω  από  τις  Καρυές,  όχι  βορειοδυτικότερα  από  τον  Αρσανά  της  Ιβήρων.

Αφού  δείπνησα  στις  Καρυές,  έφτασα  σε  δυο  ώρες  στη  μονή  Ιβήρων,  που  είναι  χτισμένη  κοντά  στη  βόρεια  ακτή  της  χερσονήσου,  σε  μια  καμπύλη  που  σχηματίζει  η  ακτή,  στο  μέσο  της  απόστασης  που  χωρίζει  τα  άλλα  δυο  μεγάλα  μοναστήρια  αυτής  της  πλευράς  της χερσονήσου,  Μεγίστης  Λαύρας  και  Βατοπεδίου.  Ο  δρόμος  κατεβαίνει  τους  λόφους  λοξά  μέσω  ενός  κακοτράχαλου  μονοπατιού  μέσα  από  αμπελώνες  και  μια  μεγάλη  ποικιλία  ορεινού  εδάφους  καλυμμένου  από  δάσος.  Η  μονή  Ιβήρων,  δηλαδή  των  Γεωργιανών,  ονομάστηκε  έτσι  επειδή  ιδρύθηκε  από  τέσσερις  ευσεβείς  και  πλούσιους  άνδρες  αυτής  της  εθνικότητας,  εκ  των  οποίων  οι  τρεις  ήταν  αδέρφια  και  ο  τέταρτος,  ο  Ιωάννης  Τορνίκιος,  στρατηγός  του  αυτοκράτορα  Ρωμανού,  αφού  κλήθηκε από  τη  χήρα  του  Ρωμανού  να  εγκαταλείψει  την  μοναστική  ζωή,  για  να  υπερασπιστεί  τα  σύνορα  της  αυτοκρατορίας  από  τους  Πέρσες,  παρέλαβε  από  την  αυτοκράτειρα  για  την  επιτυχή  επιστροφή  του  στην  Κωνσταντινούπολη  τα  μέσα  για  να  κτίσει  τον  παρόντα  ναό,  που  είναι  ο  μεγαλύτερος  στη  χερσόνησο  μετά  από  αυτόν  της  Λαύρας.  Βρίσκεται   στη  μέση  ενός  ακανόνιστου  τετραπλεύρου,  που  περιλαμβάνει,  επίσης,  ένα  ναό  προς  τιμήν  της  Παναγίας  της  λεγόμενης  Πορταΐτισσας.  Αυτός  ο  ναός  είναι  γνωστός  για  μια  εικόνα  που  πετάχτηκε  στη  θάλασσα  κατά  τη  διάρκεια  της  βασιλείας  του  εικονομάχου  Θεόφιλου,  και  μετά  από  μερικά  χρόνια  εμφανίστηκε  στην  παρακείμενη  ακτή.  Εκτός  από  πολλά  σημαντικά  μετόχια  στη  γειτονική  Μακεδονία,  έχει  ένα  μεγάλο  δευτερεύον  μοναστήρι  στη  Μόσχα  κι  ένα  άλλο  στη  Βλαχία  και  υπήρξε  πάντοτε  το  αγαπημένο  και  πιο  προστατευμένο  μοναστήρι  των  Ρώσων.  Καμία  άλλη  μονή  στο  Όρος  δεν  είναι  τόσο  πλούσια  σε  λείψανα  αγίων.  Τριακόσιοι  καλόγεροι  υπάγονται  στη  μονή,  αλλά  το  ένα  τρίτο  εξ’ αυτών  είτε  απουσιάζει  σε  αναζήτηση  δωρεών  ή  ζουν  στα  μετόχια  και  τα  κελιά  του  μοναστηριού.  Η  βιβλιοθήκη,  που  διατηρείται  σε  ανεκτή  τάξη  από  ένα  γέρο  Διδάσκαλο,  αποτελείται  κυρίως,  όπως  παρατηρεί  εκείνος,  από  πατέρες  της  Εκκλησίας,  ή  από  πατερικά  και  εκκλησιαστικά  βιβλία·  περιλαμβάνει,  όμως,  και  πολλούς  Έλληνες  και  Λατίνους  κλασικούς,  πρόσφατη  δωρεά  κάποιου  Μαυρομμάτη  από  την  Άρτα,  που  ήταν  επίσκοπος  εκεί,  και  του  οποίου  τον  ανιψιό  γνώρισα  πέρυσι  στην  Άρτα.  Όλα  τα  λατινικά  βιβλία  είναι  ανέγγιχτα,  επειδή  κανείς  δε  μπορεί  να  τα  διαβάσει.  Πράγματι,  όλη  η  βιβλιοθήκη  είναι  σχεδόν  άχρηστη,  τόσο  αμόρφωτοι  είναι  οι  μοναχοί.  Η  μονή  έχει  τη  φήμη  της  πιο  καλά  διοικούμενης  μονής  του  Όρους.   Όπως  όλα  τα  μοναστήρια,  ή,  τουλάχιστον, τα μεγαλύτερα,  η  Ιβήρων  έχει  νοσοκομείο,  πατητήρι  κρασιού  και  ελαιοτριβείο  και  μεταξύ  των  μοναχών  κάποιους  ράφτες  και  παπουτσήδες,  που  φτιάχνουν  όλα  τα  ρούχα  των  τροφίμων.  Συχνά  έρχονται  εδώ  πολλοί  Έλληνες  για  να  αποσυρθούν  από  την  ενεργό  δράση.  Ο  Πατριάρχης  Κωνσταντινουπόλεως,  που  καθαιρέθηκε  πριν  από  οκτώ  χρόνια  και  ζούσε  εδώ  έκτοτε,  μόλις  ανακλήθηκε  στην  πρωτεύουσα,  αμέσως  μετά  την  αλλαγή  του  Τούρκου  Υπουργού  για  να  αναλάβει  τον  πατριαρχικό  θώκο.

25  Οκτ.—Το  απόγευμα  συνεχίζω  στη  μονή  Φιλοθέου  κατευθυνόμενος  προς  τη  Λαύρα.  Ο  δρόμος  ακολουθεί  την  πλαγιά  του  βουνού  μέσα  από  ένα  πυκνό  δάσος  καστανιών,  βελανιδιών  και  φτελιών,  διάσπαρτο  με  μια  μεγάλη  ποικιλία  θάμνων,  ειδικότερα  κουμαριών,  που  είναι  φορτωμένες  αυτή  την  εποχή  με  ώριμους  καρπούς.  Οι  βελανιδιές  είναι  μικρές,  αλλά  πολλές  καστανιές  είναι  μεγάλα  δέντρα.  Μικρή  ποσότητα  των  καρπών  τους  καταναλώνεται  στο  βουνό  ή  εξάγεται  με  τις  βάρκες  που  έρχονται  να  φορτώσουν  καυσόξυλα·  το  υπόλοιπο  σαπίζει  στο  έδαφος  ή  ξεβράζεται  στη  θάλασσα  από  τα  ρέματα.  Οι  μονές  επιβάλλουν  μικρή  εισφορά  στους  ξυλοκόπους.

Σε  μια  πράσινη  κοιλάδα  ανάμεσα  στη  μονή  Ιβήρων  και  τη  Φιλοθέου,  στέκει  το  ερειπωμένο  μονίδιο  Μυλοπόταμου  κι  ένας  πύργος  που  ανήκει  στη  Λαύρα.  Αν  και  η  μονή  Φιλοθέου  είναι  από  τα  μικρότερα  ιδρύματα  της  χερσονήσου,  είναι  και  από  τα  αρχαιότερα.  Ιδρύθηκε  από  κάποιον  Φιλόθεο  μαζί  με  άλλους  δύο  Έλληνες  αγίους,  τον  Αρσένιο  και  τον  Διονύσιο,  εκ  των  οποίων  ο  δεύτερος  ίδρυσε  το  μεγάλο  μοναστήρι  του  Αγ.  Διονυσίου  στον  Όλυμπο.  Η  Φιλοθέου  επεκτάθηκε  από  έναν  ηγεμόνα  του  Κάχετ  της  Γεωργίας  το 1492.

26  Οκτ.—Εφόσον  καθηλώθηκα  στη  μονή  Φιλοθέου  από  μια  σφοδρή  βορινή  ανεμοθύελλα,  περιεργάζομαι  τα  βιβλία  του  μοναστηριού,  που  κείτονται  παράμερα  σαν  άχρηστη  σαβούρα  σε  μια  γωνιά  πάνω  από  το  ναό,  περισσότερο  για  αναψυχή  παρά  με  την  ελπίδα  ότι  θα  βρω  κάτι  σημαντικό,  καθώς  εξετάστηκαν  πρόσφατα  από  πιο  αξιόλογα  άτομα[8].  Ανάμεσά  τους  μερικά  μέρη  χειρογράφων  των  κλασικών,  αλλά  τα  περισσότερα  είναι  τόμοι  των  Πατέρων  της  Εκκλησίας,  που  βρίσκονται  σε  πολύ  καλή  κατάσταση  και  σε  όμορφες  περγαμηνές.  Το  απόγευμα  επιστρέφω  πεζή  στην  Ιβήρων  και  απογοητεύομαι  όταν  μαθαίνω  ότι  η  εποχή  που  μπορεί  ν’  ανεβεί  κανείς  τον  Άθω  έχει  περάσει.  Αλλά  όταν  αρχίζουν  οι  φθινοπωρινές  καταιγίδες  στο  πιο  τρικυμιώδες  μέρος  μιας  θάλασσας  βαλλόμενης  από  θύελλες  πανταχόθεν,  μπορεί  να  περάσουν  εβδομάδες  για  να  έρθει  η  μέρα  που  μπορείς  να  δεις  μακρινά  μέρη  από  την  κορυφή.  Οι  μοναχοί  λένε  και  ξαναλένε  ότι  από  εκεί  φαίνεται  η  Κωνσταντινούπολη,  αλλά  αυτό  είναι  σίγουρα  μια  λαϊκή  πλάνη,  γιατί  ενώ  τα  ψηλά  μέρη  που  βρίσκονται  στην  απόσταση  της  Κωνσταντινούπολης,  μπορεί  να  γίνουν  ορατά  όταν  το  ευνοεί  η  ατμόσφαιρα,  μια  τοποθεσία  τόσο  χαμηλή  όσο  αυτή  της  πρωτεύουσας,  αποκλείεται  να  υπερβεί  τον  ορίζοντα.  Αναμφίβολα,  πάντως,  με  καθαρό  ουρανό  μπορεί  να  υπολογίσει  κανείς  από  ‘κει  τις  γωνιώδεις  παρεμβολές,  καθώς  και  πολλές  από  τις  πιο  σημαντικές  κορφές  της  Ασίας,  των  νησιών  και  της  Ελλάδας.  Οι   μεγαλύτερες  μακεδονικές  και  θρακικές  κορφές,  το  όρος  Ίδη,  τα  νησιά  Λήμνος  και  Σκύρος,  τα  ευβοϊκά  όρη  Όχη,  Δίρφυς  και  Τελέθριο,  και  οι  κορυφές  Όθρυς,  Πήλιο  και  Όσσα  στη  Θεσσαλία  θα  μπορούσαν  όλα  να  συνδεθούν  μ’  έναν  εξάντα  και  πιθανόν  και  ο  Όλυμπος  της  Μακεδονίας  με  αυτόν  της  Βιθυνίας.

Η  συνήθης  πορεία  από  τη  μονή  Φιλοθέου  ως  αυτήν  της  Λαύρας  είναι  από  ξηράς  μέχρι  τη  μονή  Καρακάλου  ‒  ένα  κακοτράχαλο  μονοπάτι  που  καλύτερα  να  το  διασχίσεις  πεζή  ‒  και  από  θαλάσσης  από  το  λιμάνι  της  τελευταίας  μέχρι  τον  Αρσανά  της  Λαύρας.

Το  μοναστήρι  της Μεγίστης  Λαύρας  ήταν  αρχικά  το  ησυχαστήριο  του  Αθανασίου,  ενός  ερημίτη  του  Άθω,  και  λεγόταν  η  μονή  των  μελανών, ίσως  επειδή  οι  μοναχοί  φορούσαν  μαύρα,  μέχρι  που  επεκτάθηκε  από  τους   αυτοκράτορες  Νικηφόρο  Φωκά  και  Ιωάννη  Τσιμισκή  και  πλούτισε  από  τη  γενναιοδωρία  πολλών  αλλεπάλληλων  ευεργετών  κατώτερης  τάξης.  Το  σχήμα  του  είναι  ένα  ακανόνιστο  τετράπλευρο,  και  βρίσκεται  σε  μια  τοποθεσία  παρόμοια  με  αυτή  της  μονής  Αγίας  Άννης,  δηλαδή,  ακριβώς  στους  πρόποδες  της  κορυφής  του  Άθω,  πάνω  από  ένα  γειτονικό  ακρωτήριο,  του  αρχαίου  Άκραθω,  νυν  Κάβο  Σμέρνα. 

Σ’  ένα  μικρό  λιμάνι  χαμηλότερα  είναι  ο  αρσανάς  κι  ένας  πύργος  για  την  προστασία  του.  Το  μοναστήρι  αποτελείται  γενικά  από  200  καλογέρους,  εκτός  από  τους  οποίους  υπάρχουν  ισάριθμοι  που  ταξιδεύουν  προς  αναζήτηση  δωρεών  ή  βρίσκονται  στα  κελιά  και  τα  ασκητήρια  του  βουνού  απασχολούμενοι  με  χειροτεχνίες   ή  φροντίζοντες  τους  αμπελώνες  και  τους  ελαιώνες.  Εκτός  από  αυτούς  είναι  εδώ  και  πολλοί  κοσμικοί.  Τα  κειμήλια  για  τα  οποία  η  Λαύρα  είναι  η  πιο  σημαντική  μονή  για  τους  Έλληνες  είναι  η  τράπεζά  της  σε  σχήμα  σταυρού  με  24  μαρμάρινα  τραπέζια,  μια  μεγάλη  φιάλη  αγιασμού  από  μάρμαρο  και  μπρούντζο  διακοσμημένη  με  φιγούρες,  ύψους  45εκ.  και  περιμέτρου  130εκ.,  στην  οποία  ρέει  τρεχούμενο  νερό  από  ένα  κανάλι.  Στη  μονή  βρίσκονται,  επίσης,  ο  τάφος  και  η  σιδερένια  ποιμαντορική  ράβδος  του  ιδρυτή  της  Αγ.  Αθανασίου  με  την  οποία  εδίωκε  τα  δαιμόνια[9],  και  πολλά  ιερά  λείψανα,  μεταξύ  των  οποίων  οι  κάρες  διαφόρων  αγίων,  το  χέρι  του  Αγ.  Χρυσοστόμου  και  το  πόδι  του  Αγ.  Κήρυκου  που  μαρτύρησε  στην  ηλικία  των  τριών  ετών.  Στα  μισά  του  δρόμου  από  τη  Λαύρα  ως  τη  Σκήτη  Αγ.  Άννης  που  της  ανήκει,  βρίσκεται  μια  άλλη  σκήτη,  που  λέγεται  Καυσοκαλύβια   (ή  Καψοκαλύβια)  χτισμένη  με  παρόμοιο  τρόπο  στους  πρόποδες  του  Άθωνα  πάνω  από  τη  θάλασσα,  και  όπου  υπάρχει  ένας  ναός  με  πολυάριθμα  ασκητήρια.  Η  Κερασιά,  ο  Αγ.  Αντώνιος,  ο  Αγ.  Δημήτριος  και  η  μονή  Αγ.  Παύλου  είναι  παρόμοια  εξαρτήματα,  αλλά  όχι  τόσο  μεγάλα.  Στα  δύο  τελευταία  βρίσκονται  οι  κύριοι  αμπελώνες  της  Λαύρας.  Στην  επικράτεια  αυτού  του  μοναστηριού,  που  περιλαμβάνει  ολόκληρη  την  κορυφή  του  Άθωνα,  υπάρχουν  περισσότερα  από  20  απομονωμένα  παρεκκλήσια,  ένα  εκ  των  οποίων  βρίσκεται  στην  κορφή,  και  σε  όλα  τα  μονοπάτια  γύρω  από  το  βουνό  υπάρχουν  καθίσματα  των  ησυχαστών.  Η  μονή  Καρακάλου  ή  Καρακάλλου  πήρε  τ’  όνομά  της  από  τον  ιδρυτή  της,  Αντώνιο  Καρακάλλα,  ένα  Ρωμαίο,  αλλά  το  κύριο  μέρος  του  παρόντος  κτίσματος  κατασκευάστηκε  από  έξοδα  ενός  οσποδάρου  της  Μολδαβίας.

27  Οκτ.—Η  θύελλα  συνεχίζεται.  Σ’  ένα  κελί  πάνω  από  την  Ιβήρων  βρίσκω  μερικούς  μοναχούς  να  κατασκευάζουν  μια  βάρκα  στην  πλευρά  του  βουνού,  ενάμιση  χιλιόμετρο  απ’  τη  θάλασσα,  οι  οποίοι  με  πληροφορούν  ότι  πολλές  φορές  φτιάχνουν  βάρκες  σε  πολύ  ψηλότερα  σημεία,  επειδή  είναι  πιο  εύκολο  να  μεταφέρουν  τη  βάρκα  ως  την  ακτή,  παρά  την  ξυλεία  για  να  την  κατασκευάσουν.

28  Οκτ.—Απ’  την  Ιβήρων  στο  Βατοπέδι  σε  τρεις  ώρες.  Πρώτα  πέρασα  μια  προβολή  του  βουνού  στα  δεξιά  της  οποίας  βρίσκεται  η  μονή  Σταυρονικήτα,  και  μετά  κατέβηκα  στη  μονή  Παντοκράτορος,  που  είναι  στα  μισά  του  δρόμου  για  το  Βατοπέδι.  Η  Σταυρονικήτα  ιδρύθηκε  από  έναν  Πατριάρχη  Κωνσταντινουπόλεως  ονόματι  Ιερεμία.  Βρίσκεται  σε  μια  όμορφη  τοποθεσία  λίγο  πιο  πάνω  απ’  την  ακτή,  εν  μέσω  περιβολιών  και  πορτοκαλεώνων,  και  διαθέτει  μια  ονομαστή  εικόνα  του  Αγίου  Νικολάου,  αρχιεπισκόπου  Μύρων,  στον  οποίον  είναι  αφιερωμένος  ο  ναός.  Αυτή  η  εικόνα  έχει  τη  επονομασία  Στρειδάς ή Αστρειδάς  επειδή  έχει  απάνω  της  ένα  στρείδι,  που  υποτίθεται  ότι  αποδεικνύει  την  ιστορία  της,  ότι,  δηλαδή,  την  είχαν  πετάξει  στη  θάλασσα  κατά  την  εποχή  της  εικονομαχίας  και  μετά  από  καιρό  επέστρεψε  στην  ξηρά.  Η  μονή  Παντοκράτορος  οικοδομήθηκε  κατά  το  13ο αι.  από  δύο  αδέρφια,  εκ  των  οποίον  ο  ένας  ήταν  ο  Αλέξιος,  στρατηγός  του  Μιχαήλ  Παλαιολόγου,  που  ανακατέλαβε  την  Κωνσταντινούπολη  από  τους  Φράγκους.  Σε  μια  κορφή  στα  αριστερά  βρίσκεται  η  Σκήτη  του  Προφήτη  Ηλία,  όπου  μένουν  Ρώσοι.

Από  τη  μονή  Παντοκράτορος  περνάμε  μια  άλλη  κορυφογραμμή  πάντα  μέσα  από  δάσος  ως  το  Βατοπέδι.  Αυτό  το  μοναστήρι,  με  τους  πανύψηλους  τοίχους  και  τους  πύργους  με  τα  κανόνια,  μοιάζει  περισσότερο  με  φρούριο,  παρά  με  θρησκευτικό  ίδρυμα  και  βρίσκεται  σ’  ένα  όμορφο  επιβλητικό  ύψωμα,  που  χωρίζεται  από  την  παραλία  ενός  ορμίσκου  από  πλαγιές  κατάφυτες  με  ελιές  και  πορτοκαλιές.  Ο  ορμίσκος  είναι  το  φυσικό  τέρμα  μιας  μικρής  κοιλάδας,  που  περιβάλλεται  από  απότομα  δασώδη  υψώματα  και  ποτίζεται  από  ένα  ρέμα.  Η  κοιλάδα  των  Καρυών  χωρίζει  αυτά  τα  υψώματα  από  τους  λόφους  μεταξύ  αυτής  και  της  μονής  Ξηροποτάμου,  έτσι  ώστε  σ’  αυτό  το  σημείο  της  χερσονήσου  υπάρχουν  δύο  κορυφογραμμές.  Η  μονή  Βατοπεδίου  είναι  η  δεύτερη  μεγαλύτερη  μετά  τη  Λαύρα  και  η  αρχαιότερη  απ’  όλες  καθώς  ιδρύθηκε  από  τον  Μέγα  Κωνσταντίνο.  Επεκτάθηκε  από  τον  Αρκάδιο  και,  αφού  καταστράφηκε  από  Σαρακηνούς  τον  9ο  αιώνα,  ανακαινίστηκε  από  τρεις  Αδριανουπολίτες,  που  κατέφυγαν  εδώ  στη  μοναστική  ζωή.  Βασικοί  ευεργέτες  τα  επόμενα  χρόνια  ήταν  ο  Μανουήλ  Α’  Κομνηνός,  ο  Ανδρόνικος  Β’  Παλαιολόγος  και  ο  Ιωάννης  ΣΤ’  Κατακουζηνός,  ο  τελευταίος  εκ  των  οποίων  πέρασε  εδώ  πολλές  από  τις  μέρες  του  με  το  όνομα  Ιωάσαφ  μετά  την  παραίτησή  του  από  το  θρόνο.  Κανένα  άλλο  μοναστήρι  δεν  έχει  μεγαλύτερο  αριθμό  ελαιώνων,  αμπελώνων  και  μετοχιών  στο  εξωτερικό,  τα  περισσότερα  στη  Μολδαβία,  και  κανένα  δεν  έχει  τόσες  πολλές  ανέσεις  στο  εσωτερικό  του.  Παρόλ’  αυτά,  το  ταμείο  είναι  άδειο,  επειδή  η  μονή  μόλις  κέρδισε  μια  υπόθεση  εναντίον  της  μονής  Ζωγράφου  σχετικά  με  την  ιδιοκτησία  ενός  μετοχιού,  και  κατά  την  οποία  επικράτησε,  όχι  χάρη  στις  αποδείξεις  των  αρχαίων  καταστατικών  χαρτών  της,  αλλά  χάρη  στη  δαπάνη  200  πουγγίων[10]  στην  Κωνσταντινούπολη.  Ο  Μεγάλος  Βεζίρης,  στον  οποίον  παρουσιάστηκε  το  ζήτημα,  εκμεταλλεύτηκε  την  ευκαιρία  στο  τέλος  να  νουθετήσει  τις  αντίπαλες  πλευρές  για  την  απερισκεψία  τους.  Τα  κανονικά  ετήσια  έξοδα  του  μοναστηριού  είναι  200  πουγγία,  συμπεριλαμβανομένων  των  φόρων  που  πληρώνουν  στους  Τούρκους.  Τριακόσιοι  μοναχοί  υπάγονται  στο  ίδρυμα,  αλλά  περισσότεροι  από  τους  μισούς  βρίσκονται  στα  μετόχια  ή  σε  αναζήτηση  δωρεών.  Εκτός  απ’  αυτούς  υπάρχουν  πάρα  πολλοί  κοσμικοί,  τόσο  στη  μονή  όσο  και  στα  κελιά.  Τις  υποθέσεις  του  μοναστηριού  διαχειρίζονται  δώδεκα  ηγούμενοι  μεταξύ  των  οποίων  οι  πιο  υψηλόβαθμοι  είναι  ο  σκευοφύλακας,  ο  επίτροπος,  ο  δικαίος,  που  έχει  την  ευθύνη  των  αποθηκών,  των  μουλαριών  και  των  καταλυμάτων  και  ο  γραμματικός.  Ένας  από  τους  παλαιότερους  ενοίκους,  χωρίς  καμιά,  όμως,  δικαιοδοσία,  είναι  ο  Επίσκοπος  Κορυτσάς  και  Μοσχοπόλεως,  ο  οποίος  έφτασε  εδώ  φοβούμενος  τον  Αλή  Πασά  πριν  από  12  ή  15  χρόνια.

Σ΄  έναν  λόφο  δίπλα  στο  μοναστήρι  βρίσκεται  η  σχολή  του  Βατοπεδίου,  τώρα  άδεια,  αλλά  για  ένα  σύντομο  χρονικό  διάστημα,  υπό  το  λόγιο  Ευγένιο  Βούλγαρη  από  την  Κέρκυρα,  απέκτησε  τέτοια  φήμη,  που  είχε  περισσότερους  φοιτητές  απ’  όσους  μπορούσε  να  φιλοξενήσει  το  κτίριο,  αν  και  διαθέτει  170  κελιά  γι’  αυτόν  το  σκοπό.  Παρόλα,  όμως,  τα  πλεονεκτήματα  της  υγιούς  τοποθεσίας,  του  όμορφου  τοπίου  και  της  απομόνωσης,  που  προσφέρει  το  Άγιο  Όρος  ως  τόπος  εκπαίδευσης,  οι  φιλομαθείς  Έλληνες  αναγκάστηκαν  να  ικανοποιήσουν  αλλού  τις  πνευματικές  τους  ανάγκες.  Οι  αδαείς  γενικά  καταδιώκουν  τη  γνώση.  Ο  φθόνος  με  τον  οποίο  έβλεπε  τη  σχολή  το  αμόρφωτο  κοπάδι  των  καλογέρων,  σε  συνδυασμό  με  περαιτέρω  ενστάσεις  για  την  Ιερά  Χερσόνησο  οδήγησαν,  τελικά,  στην  ερήμωση  της  σχολής.

Επικεφαλής  των  μοναστηριών  του  Αγίου  Όρους  τίθενται  κατά  κύριο  λόγο  μοναχοί  που  έχουν  φέρει  χρήματα  στο  ταμείο.  Μερικές  φορές  αυτοί  που  έχουν  ταξιδέψει  για  να  συλλέξουν  δωρεές,  κρατούν  μέρος  των  κερδών  κι  έτσι  ασκούν  επιρροή  στον  Πατριάρχη,  που  έχει  πάντα  κάποιο  λόγο  στην  εκλογή  ηγουμένων,  αν  και  τυπικά  εκλέγονται  κάθε  χρόνο  όπου  οι  μοναχοί  είναι  ιδιόρρυθμοι,  όπως  στο  Βατοπέδι,  και  στα  περισσότερα  μοναστήρια  του  Άθωνα.  Όταν  ορίζονται  ως  επικεφαλής,  συνεισφέρουν  κάτι  στο  ταμείο  κατά  την  είσοδό  τους  στην  κοινότητα,  λαμβάνουν  ένα  κελί  και  μια  μερίδα  ψωμιού  και  κρασιού,  αλλά  διαθέτουν  όλα  τα  υπόλοιπα  οι  ίδιοι.  Αντιθέτως,  οι  κοινοβιακοί  διοικούνται  από  έναν  και  μόνο  ηγούμενο,  που  ορίζει  ο  Πατριάρχης.  Ντύνονται  και  ζουν  ομοιόμορφα,  λαμβάνουν  ρούχα  και  τροφή  από  τη  μονή  και  γενικά  διοικούνται  πιο  αυστηρά.  Μόνο  επτά  από  τα  είκοσι  μοναστήρια  του  Όρους  είναι  κοινοβιακά  και  συγκεκριμένα  οι μονές  Καρακάλου  και  Εσφιγμένου  στη  βόρεια  ακτή  και  στη  νότια  οι  μονές  Διονυσίου,  Σίμωνος  Πέτρας,  Ρώσικο,  Ξενοφώντος  και  Κωνσταμονίτου.  Οι  μοναχοί  χωρίζονται  σε  τρεις  κατηγορίες:  δόκιμοι,  σταυροφόροι(φέρουν  το  σήμα  του  σταυρού)  και  το  μέγα  σχήμα,  δηλ.  η  ανώτατη  βαθμίδα.  Όταν  τα  κελιά  είναι  χτισμένα  σε  μικρά  συγκροτήματα,  οι  μοναχοί  κα agioritikesmnimes
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ