2013-06-12 12:31:03
Φωτογραφία για Η Ευρώπη σε αδιέξοδο
Γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης, Πολιτικός Επιστήμονας –Κοινωνιολόγος

Το δυναμικό αμφισβήτησης.

Η βαθιά κρίση της ευρωζώνης ροκανίζει τις προσδοκίες που αφετηριακά επενδύθηκαν στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα.

Όπως σημειώνει ο Claus Offe «η Ευρώπη καταναλώνει περισσότερη υποστήριξη απ” όση μπορεί να παράγει, την καταναλώνει αργά χωρίς να προμηθεύει νέα τροφή στους βαθύτερους λόγους που θα έπρεπε να στηρίζουν την ίδια την ιδέα της Ένωσης.» .

Αυτός ο φαύλος κύκλος επιταχύνεται και κανείς δεν ξέρει πώς να τον σταματήσει. Το εφιαλτικό σενάριο είναι να δούμε να αναδύεται μια μορφή αυταρχισμού, παρόμοιου με εκείνον της δεκαετίας του 1930.

Η καθαρά οικονομική κρίση, συνοδεύεται από μια υπαρξιακή κρίση ταυτότητας του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, εκπορευόμενη αφενός από την αβουλία δράσης των κρατών μελών και αφετέρου από την πολιτική της Γερμανίας η οποία δεν εμφορείται από την απαιτούμενη σύνεση, αυτοσυγκράτηση και αλληλεγγύη που προϋποθέτει κάθε διακρατικό υπερεθνικό εγχείρημα. Η Γερμανία επιδεικνύει μια «εξελισσόμενη παρεμβατικότητα» θεμελιωμένη στα συγκυριακά της συμφέροντα με αποτέλεσμα την


«ασύμμετρη και επιλεκτική διάβρωση της κυριαρχίας στην Ευρώπη που προκαλεί δυο ζημίες ταυτόχρονα: οδηγεί στην απόγνωση εκατομμύρια πολιτών και την ίδια στιγμή υποσκάπτει ένα από τα πλέον φιλόδοξα και ελπιδοφόρα σχέδια της σύγχρονης ιστορίας: την ευρωπαϊκή ενοποίηση» .

Όσο αυξάνεται η κυριαρχική εμβέλεια της Γερμανίας τόσο μειώνεται η κυριαρχία της Ευρωζώνης. Η νέα αυτή ασυμμετρία εκδηλώθηκε από την αρχή της οικονομικής κρίσης, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υποκύπτει στις γερμανικές επιταγές τιμωρητικής δημοσιονομικής λιτότητας που επιβάλλεται κατά κύριο λόγο στις υπερχρεωμένες χώρες της ζώνης του ευρώ .

Ειδικότερα με το παράδειγμα της Ελλάδας οι ιθύνουσες διεθνής ελίτ επιχείρησαν να πείσουν πως «θεράπευσαν» την Ελλάδα, για να αποκρούσουν τις επικρίσεις για τη λιτότητα στην ευρωζώνη και να υπερασπιστούν ένα οικονομικό υπόδειγμα που μέχρι πρότινος έμοιαζε να έχει εκπνεύσει.

Μόλις πρόσφατα παραδέχτηκε δημόσια στους «Financial Times» η Maria Paola Toschi, που εργάζεται ως ερευνητής αγορών στην «J .P Morgan » πως : «αν η Ελλάδα κατορθώσει να πείσει πως ανακάμπτει χάρη στην αγωγή της λιτότητας και τις συνοδευτικές μεταρρυθμίσεις, τότε η μεταρρυθμιστική στρατηγική της "ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας" (ΕΚΤ) και του ΔΝΤ θα καταξιωθεί περαιτέρω» .

Κατά τον Ulrich Beck, η κρίση προσέδωσε στην Γερμανία την μορφή ενός πολιτικού τέρατος το οποίο πλέον δεν στηρίζεται στην γυμνή δύναμη και στα όπλα, αλλά στην οικονομική ισχύ. Παραδίνοντας Λουθηριανά και Βεμπεριανά μαθήματα προτεσταντικής ηθικής με κεντρικό μοτίβο ότι «ο πόνος εξαγνίζει, ο δρόμος που περνά από την κόλαση, ο δρόμος που περνά από την λιτότητα, οδηγεί στον παράδεισο της οικονομικής ανάκαμψης» οι Γερμανοί κατέκτησαν την κυριαρχία στην Ευρώπη. Αυτό έδωσε στην χώρα μια νέα αίσθηση θετικής ταυτότητας αποενοχοποιημένης από τον φασισμό και ολοκαυτόματα .

Ελλείψει μιας ενιαίας και κοινωνικά αποδεκτής ευρωπαϊκής λογικής στην αντιμετώπιση της κρίσης εκδηλώνονται ανενόχλητα κυκλικά φαινόμενα διάλυσης του ευρώ, θεμελιωμένα σε νεοφιλελεύθερες ιδεολογικές εμμονές της λιτότητας.

Η γενεσιουργός αιτία αυτής της ειδεχθούς κατάστασης κατά τον Habermas εντοπίζεται στην έλλειψη αρμοδιοτήτων από πλευράς Ε.Ε. για την αναγκαία εναρμόνιση των διαφορετικών ως προς την ανταγωνιστικότητά τους εθνικών οικονομιών. Αντί για τη λήψη δημοκρατικών και δεσμευτικών αποφάσεων, οι Ευρωπαίοι ηγέτες υιοθέτησαν ένα κοινό νόμισμα με αδύναμο και μη ισορροπημένο θεσμικό πλαίσιο, που προτάσσει μονάχα αυστηρούς κανόνες. Η έλλειψη του θεσμικού πλαισίου, συνδυασμένη με την εξάρτηση των εθνικών κυβερνήσεων από ιδιωτικά κέντρα, αφήνουν κατά τον Habermas τα σημάδια τους και στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης. Οι διεθνείς αγορές μετά την πτώση του τείχους και την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, αποθρασύνθηκαν σε βαθμό να επιδιώκουν την υποταγή των εθνικών κρατών στις επιταγές τους.

Η εθνική κυριαρχία κλυδωνίζεται από έναν «φονταμενταλισμό της αγοράς» , όπου γιγαντιαίες μονοπωλιακές και ολιγοπωλιακές επιχειρήσεις ελέγχουν κυβερνήσεις και πολιτικές .

Ο Colin Crouch φτάνει μάλιστα στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο τωρινός νεοφιλελευθερισμός δεν αποτελεί οικονομία της αγοράς, αλλά οικονομία των μεγάλων, σχεδόν μονοπωλιακών καρτέλ, γεγονός που αντιτίθεται πλήρως στην αγορά.

Τα σημάδια της κρίσης πάνω στις κοινωνίες φαίνονται από μια νέα υπό διαμόρφωση κοινωνική τάξη που ονομάζεται από τον κοινωνιολόγο Guy Standing «πρεκακιάτο». Κοινωνικά στρώματα που ζούνε στην πλήρη επισφάλεια" , χωρίς ελπίδα για μια καλή δουλειά και για ευημερία.

Η τάξη αυτή δεν αποτελείται μόνον από όλους εκείνους που ζουν από επισφαλείς θέσεις απασχόλησης, Περιλαμβάνει, επίσης, όλους εκείνους αδυνατούν να ενσωματωθούν σε κάποια διαδικασία κοινωνικής κινητικότητας.

Τα επισφαλή στρώματα ζουν σε μια συνεχή εργασιακή και προσωπική περιπλάνηση και αποκτούν κοινωνικά διαταραγμένα μορφολογικά χαρακτηριστικά. Μια , νομαδική σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. Μια νομαδική σχέση με αξίες, κανόνες, αρχές και θεσμούς.

Είναι προφανές ότι η σημερινή θεσμική και πολιτική λειτουργία της Ευρώπης όχι μόνο είναι απόμακρη για αυτούς τους ανθρώπους αλλά αντανακλάται πολλές φορές ως εχθρικό στοιχείο απέναντι τους.

Κατά συνέπεια αναπτύσσεται ένα μόνιμο κοινωνικό δυναμικό αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος το οποίο υπό προϋποθέσεις μπορεί να αποκτήσει σωρευτικά εκρηκτικά χαρακτηριστικά «τύπου Τουρκίας» με άγνωστες συνέπειες.

Είναι προφανές ότι χωρίς μια ριζική πολιτική μεταστροφή στην Ευρώπη η επιχείρηση διάσωσης του ευρώ είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια μεταστροφή προς το παρόν δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη ένα διάχυτο αντιγερμανικό κλίμα το οποίο έχει αρχίσει να γίνεται έντονα αντιληπτό και στην γερμανική κοινή γνώμη καθώς επίσης στα γερμανικά ΜΜΕ.

Το κλίμα αυτό δεν αποκλείεται μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε σοβαρές μετατοπίσεις και σε εσωτερικές ανατροπές εντός της Ευρωζώνης.

Οι ρεαλιστές αναλυτές πάντως κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου όσον αφορά την πιθανότητα επιβίωσης του ευρώ τα επόμενα χρόνια.

Εντούτοις, μία πραγματολογική συζήτηση για το μέλλον του ευρώ δεν φαίνεται να ενδιαφέρει ένα μεγάλο μέρος των νεοφιλελεύθερων λαϊκιστών όπως για παράδειγμα το νέο αντιευρωπαϊκό κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (Alternative für Deutschland). Η συζήτηση αυτή δεν φαίνεται όμως να ενδιαφέρει ούτε την αριστερά η οποία περιχαρακώνεται σε μια απλή πολεμική κατά του νεοφιλελευθερισμού.

Τόσο οι κύκλοι του ριζοσπαστικού νεοφιλελευθερισμού, όσο και η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά φαίνεται να έχουν προδικάσει εκ των προτέρων την κατάρρευση του ευρώ και την ολική έξοδο από αυτό ( Euro- Exit). Το ίδιο άλλωστε είχαν κάνει παλαιότερα όταν προδίκαζαν την «νομοτελειακή» έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη (Grexit).

Σαφέστατα απέτυχαν στις προβλέψεις τους όσον αφορά την Ελλάδα.

Η επιβίωση όμως του ευρώ έχει ορισμένες προϋποθέσεις καθόλου εύκολες.

Η κρίση είναι τόσο σοβαρή, διότι εξελίσσεται μέσα σε ένα πλαίσιο φαλκιδευμένο από μια αδιάλυτη αντίφαση .

Τα εφαρμοσμένα μέτρα είναι εξαιρετικά αντιδημοφιλή και ως εκ τούτου δεν επιβάλλονται με δημοκρατικό τρόπο. Από την άλλη πλευρά τα μέτρα που προβάλλονται ως αναγκαία από τους ειδικούς, όπως η μακροπρόθεσμη κοινή ανάληψη των χρεών ή άλλες μορφές διασυνοριακής ανακατανομής των βαρών μεγάλης κλίμακας, δεν γίνονται αποδεκτά από τους πληθυσμούς των πλούσιων χωρών.

Το ίδιο ισχύει και για τις χώρες της περιφέρειας: μια ταχεία και σταθερή αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους επιχειρείται μέσα από την τη μείωση του κόστους εργασίας και την μείωση της εγχώριας κατανάλωσης με στόχο την μακροπρόθεσμη επίτευξη ισορροπημένων εμπορικών ισοζυγίων και ανεκτών δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Τα μέτρα αυτά που απαιτούνται από τις κυρίαρχες ελίτ προφανώς δεν είναι εφικτά και δεν μπορούν να εφαρμοστούν χωρίς να πληγεί σοβαρά η δημοκρατική κυριαρχία των χωρών αυτών, επειδή ακριβώς οι πληθυσμοί τους ζητούν το ακριβώς αντίθετο .

Η αναντιστοιχία μεταξύ του οικονομικά ζητούμενου από τις ελίτ και του πολιτικά εφικτού διαφαίνεται επομένως και στις δύο πλευρές βορρά-νότου και αναδεικνύει την διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την Ευρώπη σήμερα .

Η διαχωριστική γραμμή αυτή μεταξύ βορρά και νότου ερμηνεύεται από ορισμένους στοχαστές όπως ο Herfried Münkler εντελώς επιδερμικά με τον ισχυρισμό ότι εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια κάθετη αντίθεση μεταξύ Γερμανίας και Ευρώπης διότι πολλές χώρες όπως η Φιλανδία , η Αυστρία, η Ολλανδία ακόμα και η Γαλλία και η Βόρεια Ιταλία επιθυμούν να προσανατολιστούν με βάση το γερμανικό μοντέλο που στηρίζεται στην αμοιβή με βάση την απόδοση, και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η αντιπάθεια κατά της Γερμανίας κατά τον στοχαστή παρατηρείται μόνο στο Club Méditarenée

Σε αντίθεση με την άποψη αυτή, εμείς θα ισχυριστούμε ότι η οι διαχωριστικές γραμμές που παρατηρούνται αυτή την στιγμή στην Ευρώπη στηρίζονται σε γερμανικές εμμονές που θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να χαλαρώσουν .

Οι γερμανικές εμμονές

Όπως έχουμε αντιληφτεί ιδιαίτερα εμείς οι Έλληνες αλλά και οι υπόλοιποι λαοί της νότιας Ευρώπης η γερμανική πολιτική των τελευταίων ετών αποδείχθηκε ανθεκτική απέναντι στην απαιτούμενη λογική της σύνθεσης και της αλληλεγγύης.

Η ιθύνουσα γερμανική πολιτικοοικονομική τάξη δεν κατανόησε ποτέ ότι η μονομερής προσήλωση της Γερμανίας στις εξαγωγές σε συνδυασμό με την δραστική συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης μέσω της μείωσης των μισθών, δεν θα μπορούσε παρά να επιφέρει καταστροφικά αποτελέσματα και ραγδαίες ανισορροπίες σε μια κοινή νομισματική περιοχή όπως η ευρωζώνη.

Ομοίως δεν έγινε ποτέ κατανοητό πόσο σημαντική είναι η αποδόμηση και η μείωση αυτών των ανισορροπιών.

Κατά συνέπεια, η Γερμανία αρνήθηκε να αλλάξει γραμμή ακόμα και την στιγμή που το πιστόλι είχε στραφεί στον κρόταφο της ευρωζώνης.

Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία αρνήθηκε να προβεί σε μια εσωτερική ανατίμηση μέσω της οποίας η θα μπορούσε να μειώσει το εμπορικό της πλεόνασμα εάν ενίσχυε την εγχώρια ζήτηση.

Αντίθετα, κατά το περασμένο έτος, η γερμανική οικονομία πέτυχε το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στην ιστορία.

Μόνο το 2007, ένα έτος πριν από την κρίση το ποσοστό εξαγωγών της ήταν ακόμη υψηλότερο.

Το γεγονός ότι η πολιτική αυτή παραβίαζε συστηματικά τα κριτήρια του ευρωπαϊκού Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, δεν φαίνεται να απασχολούσε κανέναν στην Γερμανία και πολύ λίγους στο ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο.

Τώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν και οι ενστάσεις κατά της γερμανικής «εξαγωγικής» πολιτικής πυκνώνουν.

Εξ ου βλέπουμε το τελευταίο διάστημα- και λόγω επικείμενων εκλογών- κάποιες αυξήσεις μισθών στην Γερμανία.

Την ίδια στιγμή οι οικονομίες των «υπερχρεωμένων χωρών » βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση, ενώ η κρίση της πραγματικής οικονομίας έχει φτάσει ήδη στον πυρήνα της ζώνης του ευρώ.

Σύμφωνα με τις εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Γερμανία θα είναι το μόνο ιδρυτικό μέλος της ΕΕ μαζί με το «τραπεζικό κράτος» του Λουξεμβούργου που θα παρουσιάσουν φέτος, ένα έστω ισχνό θετικό πρόσημο ανάπτυξης .

Η κρίση του ευρώ δεν απομονώνεται πλέον στην ευρωπεριφέρεια ακόμη και αν εκεί μαίνεται πιο καταστροφικά .

Αλλά αντί για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ρίχνει κι άλλο λάδι στη φωτιά με την αυστηρό δόγμα λιτότητας που έχει διακηρύξει.

Πιστή στην ρήση των Ούννων «δεν θα υπάρξει έλεος» οι Γερμανοί ιθύνοντες σκόπιμα αγνοούν το γεγονός, ότι το αργότερο μετά την διόρθωση του δημοσιονομικού πολλαπλασιαστή και την διάψευση των οικονομολόγων Reinhart / Rogoff έχουν καταρρεύσει και τα τελευταία (ψευδο) επιστημονικά θεμέλια του γερμανικού συνδρόμου «λιτότητας».

Αντί να παραδεχτούν τις δικές τους αποτυχίες, οι Γερμανοί πηγαίνουν μάλλον σε μια άμυνα προς τα εμπρός και προσπαθούν να καλύψουν την πραγματολογική έλλειψη επιχειρημάτων σε διεθνή συνέδρια και φόρα μέσα από θεολογικές εσχατολογίες πειθαρχίας στον ανώτατο σκοπό ή μέσα από την όξυνση των εντάσεων. Η γερμανική κυβέρνηση έχει την δογματική πεποίθηση ότι κανένας δεν μπορεί και δεν πρέπει να ανακόψει την ακάθεκτη πορεία του «μονεταρισμού».

Για τον λόγο αυτό τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού αντιλαμβάνονται την αληθινή πραγματικότητα πολύ επιλεκτικά και είναι απίθανο να αποκλίνουν χωρίς εξωτερική πίεση από την επίμονη πορεία τους. Με βάση τα παραπάνω ανακύπτει ότι οι πραγματικοί αντίπαλοι του ευρώ δεν είναι κάποιες μικρές λαϊκιστικές παρατάξεις που δεν διαθέτουν καμία εξουσία και καμία πολιτική παρουσία αλλά τα ίδια τα κόμματα της γερμανικής συμπολίτευσης CDU / CSU και FDP που κάνουν ότι μπορούν για να εκτροχιάσουν το ευρώ. Η τελευταία ελπίδα για τη ζώνη του ευρώ δεν βρίσκεται , επομένως στο Βερολίνο, αλλά και στις πρωτεύουσες των άλλων χωρών του ευρώ. Αν και οι δημόσιες προβολές υπαινίσσονται το αντίθετο, η Ευρώπη δεν είναι (ακόμη) προτεκτοράτο της Γερμανίας. Η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία και η Ισπανία είναι κυρίαρχα κράτη και μπορούν να ανατρέψουν από κοινού την γερμανική υπεροχή στην επιχείρηση «διάσωσης του ευρώ». Άλλωστε η Γερμανία δεν διαθέτει απαραίτητα την πλειοψηφία των χωρών του ευρώ με το μέρος της. Με την στενή έννοια μόνο η Φιλανδία στηρίζει τις γερμανικές θέσεις απόλυτα και ακολουθεί με διαφοροποιήσεις η Αυστρία. Η Γερμανία έχει δηλαδή δύο στενούς συμμάχους. Δεν υπάρχει επομένως κάποιο κορυφαίο ευρωπαϊκό θεσμικό σώμα στο οποίο η γερμανική πλευρά θα διέθετε απαραίτητα μια επαρκή πλειοψηφία. Οι αντίπαλοι του γερμανικού προσανατολισμού απεναντίας διαθέτουν και την πλήρη υποστήριξη της G7 – διότι και σε αυτή η Γερμανία έχει πλέον απομονωθεί και κυρίως από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, η Γερμανία δέχεται τεράστιες επικρίσεις. Το αργότερο το 2014 αναμένεται να αλλάξει έτσι κι αλλιώς ριζικά η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Μετά τις ευρωεκλογές του 2014 , θα συγκροτηθεί ένα νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ήδη σήμερα, η πολιτική «λιτότητας» του Βερολίνου δεν συναντά στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο πλειοψηφίες. Το 2014, "εκλέγεται" επίσης μια νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μετά την αποχώρηση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Barroso και του επίτροπου για νομισματικές υποθέσεις Rehn, τα χαρτιά θα ξαναμοιραστούν από την αρχή. Παρόλα αυτά η διαδικασία ανατροπής θα είναι δύσκολη και περνάει μέσα από πολλά στάδια. Για να διασωθεί πραγματικά το ευρώ, θα πρέπει να αλλάξει κατά αρχάς το καταστατικό της ΕΚΤ, και να αναιρεθούν κάποιοι νόμοι που έχουν ήδη εγκριθεί, όπως το δημοσιονομικό σύμφωνο. Δεδομένου ότι πρόκειται για πολυμερείς συνθήκες, μια γερμανική έγκριση είναι υποχρεωτική. Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι σήμερα αρνούνται να λάβουν υπόψη ως ρεαλιστικό το ενδεχόμενο μιας γερμανικής έγκρισης. Από την άλλη πλευρά όμως όπως εύστοχα σημειώνει ο Γερμανός φιλόσοφος Gadamer «όπου έχουμε ανθρώπινες κοινωνίες, δεν έχουμε μόνο κυριαρχία. Έχουμε μία κυριαρχία που προσανατολίζεται στην δημόσια εκδηλωμένη συγκατάθεση και στην μόνιμη αναγνώριση». Για όσον καιρό η Γερμανία δεν κατανοεί αυτόν τον κανόνα δεν θα μπορέσει να ηγηθεί της Ευρώπης. Tromaktiko
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ