2014-02-18 00:54:06
Φωτογραφία για Η Παρέμβαση του Σερ Β. Μαρκεζίνη στο ΔΙ.Ε.ΣΥ: Είναι αναστρέψιμη η παρακμή της Ελλάδας;
Τα αίτια της παρακμής

1. Φιλοχρηματία και εξουσιομανία

Το φαινόμενο αυτό ούτε νέο είναι ούτε και περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Στη χώρα μας, όμως, τα τελευταία χρόνια, έχει προσλάβει διαστάσεις καταστροφικές.

Το γεγονός ότι το εν λόγω φαινόμενο ευδοκιμεί στους πολιτικούς κύκλους όλοι το υποψιαζόμαστε· το γεγονός, επίσης, ότι παρατηρείται υπό εντονότατη μορφή και στα ΜΜΕ είναι εξίσου εύλογο, εάν κρίνουμε από την ακατασίγαστη δίψα των ιδιοκτητών ΜΜΕ για δάνεια και άλλου είδους κρατικά οφέλη (όπως είναι, για παράδειγμα, η μη φορολόγηση των εσόδων από τις διαφημίσεις), τα οποία –όπως θα φανταζόταν κανείς– τους παρέχονται ως ανταλλάγματα για την πλήρη και τυφλή υποστήριξή τους προς την κυβέρνηση.

Είναι θλιβερό το ότι το φαινόμενο αυτό απαντάται και μεταξύ επιτυχημένων επαγγελματιών (κυρίως, μεταξύ δικηγόρων ή ιατρών, με τα σφραγισμένα «φακελάκια» να πηγαινοέρχονται συνεχώς «κάτω από το τραπέζι»)· είναι λυπηρό να μαθαίνεις ότι από την ίδια ασθένεια έχουν προσβληθεί και οι εφοριακοί υπάλληλοι· είναι, όμως, κυριολεκτικά απελπιστικό να διαπιστώνεις ότι το ίδιο φαινόμενο έχει επίσης αγγίξει μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων που έχουν εμπλακεί σε συμβάσεις προμηθειών
. Ο πολλαπλασιασμός των περιστατικών απειλεί πλέον να καταστήσει τη δωροδοκία αποδεκτή πρακτική, απαλλάσσοντάς την από κάθε ηθικό στίγμα. Και αυτό ακριβώς είναι το στοιχείο που καθιστά την εν λόγω πρακτική τόσο καταδικαστέα. Τα ανωτέρω παραδείγματα δείχνουν επίσης ότι οι πρακτικές των κατεστημένων έχουν διαδοθεί προς όλες τις κατευθύνσεις, δημιουργώντας ένα αποδεκτό μοντέλο συμπεριφοράς, για να μη πω «μια μόδα».

2. Καιροσκοπισμός και προσωπική ανέλιξη

Η συνήθεια αυτή εντοπίζεται, και πάλι, στους πολιτικούς κύκλους υπό την πλέον σφοδρή και αηδή μορφή της. Πράγματι, ελάχιστοι πολιτικοί μπορούν να αντισταθούν στην ανεδαφική φαντασίωση ότι, κάποια στιγμή, θα γίνουν αρχηγοί κομμάτων ή και κάτι άλλο, ανώτερο. Έτσι, αργά ή γρήγορα, βρίσκουν τρόπους και γίνονται ιδρυτές των δικών τους κομμάτων. Είναι, ασφαλώς, δικαίωμά τους να ακολουθούν αυτή την οδό, όπως άλλωστε αποτελεί και ορθή αντίδραση του εκλογικού σώματος να τους γυρίζει την πλάτη με πλήρη αδιαφορία. Δυστυχώς, όμως, διάφοροι ανόητοι εκλογικοί νόμοι ενθαρρύνουν χωρίς περιορισμούς ακόμη και τους πιο ασήμαντους από αυτούς τους «μικροαρχηγούς» να καλλιεργήσουν τη μεγαλομανία τους, διευκολύνοντάς τους να βρουν κάποιο είδος χρηματοδότησης, είτε από την Ελλάδα είτε από την Ευρώπη. Πεταμένα λεφτά υπό το πρόσχημα της λέξης «δημοκρατία».

Πάντα στο ίδιο πλαίσιο, ακούγεται επίσης συχνά ότι κατάλληλο για τη χώρα μας θα ήταν ένα σύστημα απλής αναλογικής. Οι υποκριτές πάντοτε στηρίζουν τις φιλοδοξίες τους ισχυριζόμενοι ότι οι ενέργειές τους προωθούν τη δημοκρατία. Προσωπική μου άποψη είναι ότι, όπως ισχύει στη Γερμανία, θα έπρεπε το ποσοστιαίο όριο εισόδου ενός κόμματος στη Βουλή να καθοριστεί στο 5%· η δε χρηματοδότηση καταφανώς ασήμαντων πολιτικών κινημάτων θα έπρεπε να υπόκειται σε αυστηρότατο έλεγχο, διότι, στην καλύτερη περίπτωση, τα πολλά κόμματα ενθαρρύνουν τα συνεχή παζάρια μεταξύ των πολιτικών, ενώ, στη χειρότερη, η κατάσταση αυτή οδηγεί σε κυβερνητική αστάθεια. Αυτό δεν σημαίνει πως είναι δίκαιο το αντίθετο άκρο, το οποίο πριμοδοτεί σε υπερβολικό βαθμό με βουλευτικές έδρες κάθε κόμμα που έχει έστω και ελάχιστο προβάδισμα έναντι του κόμματος που έπεται. Όπως πάντα, πρέπει να βρεθεί η ισορροπία μεταξύ ευρείας αντιπροσώπευσης και αποτελεσματικών κυβερνήσεων. Τα ζητήματα αυτά, όμως, δεν μπορούν να αποφασίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αντιθέτως, θα έπρεπε να ανατεθεί σε μια ειδική εκλογική επιτροπή να τα επανεξετάζει κατά περιόδους και, έπειτα, να καταθέτει τις προτάσεις της στη Βουλή προς ψήφιση.

3. Υποτακτικότητα

Τετρακόσια χρόνια τουρκοκρατίας έχουν αφήσει στους Έλληνες ανεξίτηλα τα σημάδια μιας αποκρουστικής τάσης υποταγής στην εξουσία και στο χρήμα. Παραδόξως, οι ίδιοι Έλληνες που ανέκαθεν αντιμετώπιζαν τους Δυτικούς ως ανόητους –παλιά, τους λέγανε «κουτόφραγκους»–, συγχρόνως πάντα εντυπωσιάζονται από τη δύναμη, τον πλούτο και το «φαίνεσθαι», ιδίως όταν θεωρούν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τη γνωριμία τους με έναν «ξένο» για να εκπληρώσουν τις φιλοδοξίες τους.

Εδώ και αρκετά χρόνια, στην ελληνική εξωτερική πολιτική κυριαρχεί αυτό το σύμπλεγμα. Υπήρχε, ασφαλώς, μια περίοδος –η δεκαετία του ’50, ας πούμε– κατά την οποία η υποταγή προς τις ΗΠΑ αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο για να αποφύγει μια χώρα την υποδούλωσή της από τη Σοβιετική Ένωση. Από τη δεκαετία του ’90 και μετά, όμως, ο κίνδυνος αυτός έχει αποσοβηθεί πλήρως. Κι ωστόσο, διάφορες ομάδες συμφερόντων και ΜΜΕ έχουν καταβάλει γενναίες προσπάθειες για να κρατήσουν ζωντανή την υποταγή στους Αμερικανούς ή, πιο πρόσφατα, στους Γερμανούς.

Στις μέρες μας, διαπιστώνουμε επιπλέον ότι αυτό το πνεύμα υποτακτικότητας έχει επεκταθεί και στον οικονομικό τομέα. Έτσι, το πολιτιστικό χρέος της Ελλάδας προς τη Βαυαρία έχει μεταμορφωθεί σε οικονομική δουλεία προς το Βερολίνο. Με πολύ εύκολο τρόπο, ορισμένοι από αυτούς που διαμόρφωσαν τη δουλεία ισχυρίζονται ότι ήταν απολύτως αναγκαία η απόφασή τους να εισαγάγουν αυτή την κατάσταση στην Ελλάδα. Ωστόσο, έχουν πλέον δημοσιοποιηθεί αρκετά στοιχεία από την ΕΕ, το ΔΝΤ ή ακόμη και τον πρώην πρωθυπουργό (που μας οδήγησε στην παγίδα ΔΝΤ/ΕΕ/Γερμανίας) και τον αδελφό του, τα οποία αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω αποφάσεις ελήφθησαν «στο πόδι», χωρίς τη δέουσα, ευρεία διαβούλευση, κι επίσης χωρίς εμπειρογνωμοσύνη ανάλογη της εμπειρογνωμοσύνης των ανθρώπων οι οποίοι επέβαλαν τους όρους που έδεσαν χειροπόδαρα την ελληνική οικονομία. Πράγματι, πρόσφατα, αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς επιβεβαιώθηκε ακόμη μία φορά, όταν πρόταση του ΔΝΤ για εξεύρεση πιθανών τρόπων περικοπής του χρέους απορρίφθηκε με συνοπτικές διαδικασίες από τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών. Ο Έλληνας ομόλογός του συμφώνησε πάραυτα, και μάλιστα, όπως συνηθίζουν να λένε οι νεαροί Άγγλοι δικαστές, «χωρίς να έχει να προσθέσει τίποτε το ουσιαστικό».

4. Ανασφάλεια και ανισότητα οικονομικής μεταχείρισης

Η οικονομική μας πτώση δεν στάθηκε αποτέλεσμα μόνον πεζής ηγεσίας, αδικαιολόγητων καθυστερήσεων από την κυβέρνηση Παπανδρέου κατά τους πρώτους έξι μήνες της θητείας (όταν ακόμη μπορούσαν να βρεθούν χρήματα από τις αγορές) ή και της εφαρμογής ενός λανθασμένου οικονομικού μοντέλου από το ΔΝΤ: η αποτυχία ήταν προβλέψιμη ήδη από τη στιγμή που έγινε σαφές ότι η κεντρική ιδέα του εν λόγω μοντέλου –συνεχής λιτότητα, συνεχείς περικοπές– θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη μείωση των επενδύσεων και, κατά συνέπεια, στον περιορισμό της επιχειρηματικής δραστηριότητας και, τέλος, σε λιγότερα φορολογικά έσοδα. Γι’ αυτήν ακριβώς την κατάληξη μάς προειδοποιούσε με μεγάλο θάρρος ο κ. Σαμαράς καθ’ όλη τη διάρκεια του 2010. Καθώς φαίνεται, όμως, επρόκειτο για άλλον Σαμαρά από αυτόν που γνωρίζουμε πλέον.

Επιπροσθέτως, εφαρμόστηκε συνεχής πολιτική οριζόντιων περικοπών, μειώνοντας το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πολιτών κατά περίπου 30% των εισοδημάτων τους σε σύγκριση με την περίοδο 2008-9, ανεβάζοντας την ανεργία σε επίπεδα αδιανόητα και εκτινάσσοντας το δημόσιο χρέος σε ποσοστό 174% του ΑΕΠ της χώρας (και αυτό, παρά το «γενναίο» –και οδυνηρό για ορισμένους– «κούρεμα» που έγινε πριν από περίπου δεκαοκτώ μήνες). Πρέπει λοιπόν να γραφτούν με μαύρα γράμματα στην ιστορία τα ονόματα των πολιτικών που «ευεργέτησαν» –για να μη πω «διέλυσαν»– το ελληνικό έθνος. Αναφέρομαι, πιο συγκεκριμένα, στους κκ. Σημίτη, Καραμανλή, Παπανδρέου, Βενιζέλο, Παπαδήμο. (Για τον κ. Σαμαρά η τελική κρίση θα πρέπει να περιμένει μέχρι το τέλος της πρωθυπουργίας του.) Και όταν θα έχει ολοκληρωθεί η «λίστα της ντροπής», θα  πρέπει να κληθεί ένας νέος Σόλων για να εφαρμόσει μια νέα Σεισάχθεια.

5. Δημογραφικά στοιχεία: γήρανση και μετανάστευση

Πρόκειται για ένα από τα σοβαρότερα αλλά λιγότερο συζητημένα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας, ένα πρόβλημα το οποίο δικαίως ωθεί ορισμένους να σκέφτονται πως, έπειτα από 3.000 (ή και περισσότερα) έτη ελληνικής ιστορίας, το έθνος μας βρίσκεται ίσως στα πρόθυρα της εξαφάνισης. Η δεινή οικονομική κατάσταση μειώνει τον αριθμό των γάμων και, ακόμη περισσότερο, των γεννήσεων. Σε ένα τέτοιο κλίμα, δεν υπάρχει τρόπος να δοθούν οικονομικά κίνητρα με σκοπό να ενισχυθεί η τεκνοποιία· ούτε και μπορεί κανείς να επιβραδύνει τη μετανάστευση των νέων, οι οποίοι αντιδρούν έτσι στο ποσοστό της νεανικής ανεργίας, το οποίο αγγίζει πλέον το 64% όσον αφορά τα άτομα μεταξύ 17 και 25 ετών. Η ενθάρρυνση μελετημένης και χρήσιμης μετανάστευσης ταλαντούχων ανθρώπων στη χώρα μας θα μπορούσε να δώσει μια μερική λύση· δεν μπορούμε, εντούτοις, να τη σκεφτούμε καν ως ενδεχόμενο μέχρις ότου οι Έλληνες υιοθετήσουν μια σοβαρή και υπεύθυνη στάση απέναντι στην ανεπιθύμητη μετανάστευση. Και, προσωπικά, δεν βλέπω να συμβαίνει σύντομα κάτι τέτοιο, καθώς ακόμη και η πιο πολιτισμένη και ορθολογική προσπάθεια ανάλυσης αυτού του φλέγοντος ζητήματος –το οποίο πρόκειται σύντομα να γίνει ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η Ευρώπη– υπονομεύεται από επιχειρήματα κομματικού φανατισμού ή πολιτικής ορθότητας.

6. Εξτρεμισμός

Οι λαοί της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής έχουν την τάση να φτάνουν εύκολα στα άκρα. Μιλώντας για τους συμπατριώτες του, ο Αριστοτέλης έλεγε πως όσοι αγαπούν με ακραίο τρόπο τείνουν και να μισούν με τον ίδιο τρόπο. Η ελληνική πολιτική, από τις ένδοξες μέρες της μέχρι τη δική μας, λιγότερο λαμπρή εποχή, βρίθει από παραδείγματα μεγάλων πολιτικών ανδρών που εκτοπίστηκαν, ακόμη και για τον λόγο ότι κάποιοι τούς θεωρούσαν υπερβολικά «δίκαιους». Σε πιο πρόσφατες εποχές, ο πρωθυπουργός που, με την άδεια των νικηφόρων συμμάχων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, φρόντισε να εισπλεύσει το θρυλικό θωρηκτό Αφέρωφ στην Κωνσταντινούπολη, με την Αγιά Σοφία στο βάθος του ορίζοντα, απέσπασε απλώς τον αναθεματισμό του από τον τότε Αρχιεπίσκοπο της Ελλάδας και την μαύρη ψήφο των ψηφοφόρων.

Στη σύγχρονη Ελλάδα εκδηλώνονται όλο και πιο συχνά ακραίες αντιδράσεις με μοναδικό στόχο το μικροπολιτικό όφελος. Ενίοτε, μάλιστα, οι συμπεριφορές αυτού του είδους φτάνουν στην άρνηση του κράτους δικαίου. Η σταδιακή περιθωριοποίηση/εξοστρακισμός του ακροδεξιού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, όσο απωθητικά και αν είναι τα τεχνάσματα και τις ιδεολογήματά της, αποτελεί ίσως χαρακτηριστικό παράδειγμα και για τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες. Το όλο ζήτημα επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο όταν διαπιστώνει κανείς πως ορισμένοι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι η ίδια μεταχείριση θα έπρεπε να επεκταθεί και στην Αριστερά, μη εξαιρουμένου του κόμματος της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Η αθέμιτη αυτή δραστηριότητα απορρέει από την πεποίθηση ότι η Χρυσή Αυγή αφαιρεί ψηφοφόρους από τη Νέα Δημοκρατία. Ας φυλακίσουμε λοιπόν όσα μέλη της μπορούμε –για ακαθόριστο χρονικό διάστημα– και η πολιτική αιμορραγία θα σταματήσει. Μέχρι τώρα, όμως, οι κινήσεις αυτές δεν έχουν φέρει κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα: το εκλογικό σώμα δείχνει αποφασισμένο να τιμωρήσει σκληρά τον σημερινό συνασπισμό κέντρου/δεξιάς για την υποτακτικότητά του προς τη Γερμανία ή σε άλλα λόμπι· για τα άδικα μέτρα που πλήττουν τη μεσαία και την εργατική τάξη· για την πλήρη αδιαφορία προς τις κοινώς αποδεκτές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, τις οποίες η κυβέρνηση φανερά και αδίστακτα παραβιάζει επί καθημερινής πλέον βάσεως. Το δε μεταναστευτικό ζήτημα, παρότι σήμερα αποσιωπάται εσκεμμένα, εξακολουθεί να αποτελεί ωρολογιακή βόμβα έτοιμη να εκραγεί και να κλονίσει εκ θεμελίων όχι μόνο τη χώρα μας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη.

Ακόμη χειρότερο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι αυτός ο προμελετημένος  εξτρεμισμός οδηγεί σε μια πόλωση που μπορεί να καταστήσει ακόμη πιο απρόβλεπτο το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών. Προστιθέμενο μάλιστα στην πρωτόγνωρη οικονομική κακουχία, το γεγονός αυτό μπορεί να συμβάλει στην επιτάχυνση της στιγμής που η οικονομική κρίση θα μετατραπεί σε έκρηξη κοινωνικής οργής.

7. Η πολιτικοποίηση των διανοουμένων

Η Ελλάδα, αντίθετα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αντιμετωπίζει πολλά και διαφορετικά προβλήματα, καθένα από τα οποία θα μπορούσε να τη βυθίσει στην εσωτερική διαμάχη –ενδεχομένως, με τη βοήθεια της εισαγόμενης τρομοκρατίας, η οποία, προβλέπω, σύντομα θα αποκτήσει «αντιπροσωπείες» στην Ελλάδα– αλλά και στην πολιτική σύγκρουση με τους γείτονές της. Όλα αυτά δεν αποτελούν ευφάνταστα σενάρια. Διότι, ενώ οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις συνεχώς αποδυναμώνονται από τις αλλεπάλληλες οικονομικές περικοπές, ο εξ Ανατολών γείτονάς μας έχει και αυτός να αντιμετωπίσει πολλά δικά του προβλήματα. Κατά το παρελθόν, αυτές οι εσωτερικές κρίσεις οδήγησαν ορισμένους θερμοκέφαλους Τούρκους ηγέτες να «ξεσπάσουν» μέσω κάποιας παράτολμης κίνησης στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται, θα έλεγα, για διπλό κίνδυνο, τον οποίο –κακώς– υποτιμούν οι παραδοσιακοί σύμμαχοι της Ελλάδας, σε μια περίοδο που το δικό τους ανάστημα στην περιοχή έχει καταβαραθρωθεί.

Όλοι αυτοί οι κίνδυνοι, επομένως, θα έπρεπε να ενθαρρύνουν τον σοβαρό προβληματισμό μας, και όχι τις φανατικές αντιδράσεις που βλέπουμε στις καθημερινές αποφάσεις της κυβέρνησης ή στις δηλώσεις ορισμένων υπουργών της, οι οποίοι, ενώ διαγκωνίζονται για να καταλάβουν τη θέση του σημερινού πρωθυπουργού, τολμούν να αψηφούν ακόμη και μια ομόφωνη απόφαση που ελήφθη πρόσφατα από το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας όσον αφορά τις απαράδεκτα μειωμένες αμοιβές των μελών των Ενόπλων Δυνάμεών μας.

Από τον σύντομο αυτόν κατάλογο δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί η εμπρηστική και συχνά παραπλανητική στάση που υιοθετεί ο επονομαζόμενος «σοβαρός» ή κατεστημένος Τύπος. Και τούτο, διότι με τα άρθρα του σπεύδει να επικρίνει όλους όσοι προωθούν την εσωτερική συμφιλίωση μέσω μιας μορφής δράσης αντίθετης με τις συνήθεις συνωμοσίες, που άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να ανεβάσουν ή να διατηρήσουν στην εξουσία τους προστατευόμενους του Τύπου. Είναι όμως τόσο ελάχιστα υποσχόμενοι οι σημερινοί «ευνοούμενοι» των ΜΜΕ, ώστε δεν έχουν καταφέρει να γίνουν γνωστοί παρά με έναν αριθμό: «οι 58» – οι οποίοι, περιστασιακά, γεμίζουν μια κινηματογραφική αίθουσα και γίνονται 2.000. Επιθυμούν και αυτοί να σχηματίσουν ένα «νέο» κόμμα και να μας πείσουν ότι αποτελούν «νέα δύναμη», παρότι πολλοί από αυτούς είναι απλώς ανακυκλωμένα προϊόντα.

8. Κράτος χωρίς Ηγέτη

Η Ελλάδα στερείται ηγεσίας ικανής να σκέφτεται ανεξάρτητα και πρωτότυπα· ηγεσίας πραγματικά ανεπηρέαστης από τα συμφέροντα των ΜΜΕ και των μεγαλοεπιχειρηματιών· ηγεσίας αποκλειστικά αφοσιωμένης στην ιδέα της καταπράυνσης του πόνου που βιώνουν οι περισσότεροι Έλληνες – πολίτες, πια, χωρίς αυταπάτες. Και είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί ένα τέτοιο πρόσωπο, εφόσον οι βουλευτές μας, που ανήκουν στην καιροσκοπική συμμαχία Δεξιάς και Κέντρου, αισθάνονται ανασφαλείς στις θέσεις τους και θα κάνουν το παν για να τις προστατεύσουν. Δεδομένου ότι οι εκλογές θα οδηγούσαν τους περισσότερους από αυτούς στον πολιτικό Άδη, θα συνεχίσουν να σκέφτονται με όρους κομματικού και προσωπικού οφέλους, όρους παλαιομοδίτικων πολιτικών δοσοληψιών, διότι αυτός είναι ο τρόπος σκέψης που τους κρατά στις θέσεις τους.

Πράγματι, αυτός είναι ο τρόπος σκέψης που έχει διατηρήσει στην εξουσία μια «συγκυβέρνηση» που γίνεται συνεχώς πιο αντιδημοτική, για να μην πω αντιλαϊκή. Εάν όμως η κυβέρνηση εστιάζει μόνο στο πώς θα παραμείνει στην εξουσία και δείχνει πάντα πρόθυμη να κάνει ό,τι απαιτούν οι ξένοι «φίλοι» της, σε ποιο ακριβώς σημείο των κυβερνητικών δομών θα αναζητήσει ο απλός πολίτης στήριξη ή άμεση λύση στα προβλήματά του;

Ελλείψει πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσε μήπως ο Αρχηγός του Κράτους να αποτελέσει πραγματικό σύμβολο ενότητας και ενδιαφέροντος για τον συμπολίτη; Θα μπορούσε να ενσαρκώσει την υπερηφάνεια για το παρελθόν μας και την πίστη στο μέλλον μας; Θα μπορούσε να λειτουργήσει ως παρηγορητική φωνή που θα έδινε ελπίδα στους επαίτες των δρόμων ή σε όσους σκέφτονται ακόμη και τη φρικτή λύση της αυτοχειρίας; Ναι, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε· και, επιπλέον, θα έπρεπε. Προς απογοήτευση όλων μας, όμως, κάνει πολύ λίγα από τα ανωτέρω. Είναι άραγε υπερβολικό να περιμένουμε κάτι τέτοιο από έναν θεσμό που έχει ηλικία μικρότερη των πενήντα χρόνων;

          Από την απαρχή της σημερινής μορφής του θεσμού, ήτοι από την απομάκρυνση του τελευταίου Προέδρου της επαίσχυντης χούντας της περιόδου 1973-74, τη θέση του Προέδρου έχουν καταλάβει έξι άνδρες, στους οποίους περιλαμβάνονταν δύο δικαστικοί και δύο πολιτικοί, οι οποίοι, τίμιοι και αξιοπρεπείς μεν, δεν σφράγισαν με αποφασιστικό τρόπο την ελληνική πολιτική. Μόνον οι δύο εναπομείναντες ξεχωρίζουν και αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή: ο ένας, λόγω της εξαιρετικά μακρόχρονης υπηρεσίας του προς τη χώρα και της επιτυχούς (αν και σχετικά αυταρχικής) πολιτικής του –ο Κωνσταντίνος Καραμανλής– και ο άλλος, ένας πραγματικά ευρυμαθής άνθρωπος, ο οποίος είχε υπηρετήσει σε λιγότερο σημαντικές θέσεις στην κυβέρνηση του Καραμανλή – ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Εν ολίγοις, η Δημοκρατία δεν έχει γνωρίσει μέχρι τώρα τις υπηρεσίες ενός ανθρώπου που να έδρασε αποδεδειγμένα ως  συμφιλιωτής στο εσωτερικό και ως δραστήριος παράγοντας στο εξωτερικό, ιδίως σε περιόδους σοβαρής πολιτικής έντασης.

          Αυτή η απουσία ενός δυναμικού και, ωστόσο, σεμνού συμφιλιωτή έχει οδηγήσει πολλούς Έλληνες να κατηγορούν τον θεσμό μάλλον, παρά να αμφισβητούν τον τρόπο επιλογής των εκάστοτε υποψηφίων. Απαιτήθηκε μάλιστα –και δη όλο και πιο συχνά κατά τα τελευταία τέσσερα με πέντε χρόνια– να αλλάξουν οι συνταγματικοί κανόνες και, εφεξής, να δοθούν ουσιαστικές εξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Χρησιμοποιώντας παλαιούς μοναρχικούς όρους, όσοι προωθούσαν τη συνταγματική αναθεώρηση ήθελαν έναν κυβερνήτη, και όχι έναν ακομμάτιστο ανώτατο άρχοντα. Όπως θα εξηγήσω κατωτέρω, προσωπικά διαφωνώ με την προτεινόμενη λύση.

Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν έχω διερωτηθεί κι εγώ σχετικά με την αποτελεσματική δράση της Προεδρίας κατά τις πρόσφατες στιγμές εσωτερικών πολιτικών διχασμών και σφοδρών εντάσεων. Αν αγνοούσαμε αυτούς τους ψιθύρους δυσαρέσκειας, θα αγνοούσαμε τις σοβούσες αμφιβολίες και θα ενθαρρύναμε την αναβίωση παλαιών συζητήσεων για τη μορφή του πολιτεύματός μας, ενισχύοντας έτσι τι φρούδες ελπίδες των φαντασμάτων του παρελθόντος. Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν ιδιαίτερα ατυχής μια τέτοια εξέλιξη, καθώς θα πρόσθετε ένα ακόμη βάρος στην ήδη μακρά σειρά προβλημάτων που πρέπει να λύσουμε.

Είναι εφικτή η αναγέννηση;

1. Κάθαρση: έννοια δυσνόητη, ηθικά, πολιτικά και φιλοσοφικά φορτισμένη

Η ανωτέρω σύνοψη προβλημάτων ένα μόνο πράγμα υποδηλώνει: ο δρόμος προς την ανάκαμψη δεν θα είναι εύκολος. Εάν θέλουμε να είμαστε απολύτως ειλικρινείς και να εξετάσουμε σε μακροπρόθεσμη βάση τα δημογραφικά στοιχεία της χώρας μας, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο σοβαρής αποδυνάμωσης του Ελληνισμού. Για να μπορέσει όμως μια κυβέρνηση να αποτρέψει αυτή την κατάληξη, θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει την πλήρη στήριξη του ελληνικού λαού, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος επιδερμίδας, θρησκείας, κοινωνικού υποβάθρου και πολιτικών πεποιθήσεων, έτσι ώστε να δημιουργήσει προπάντων ένα λειτουργικό και δίκαιο κράτος.

Με άλλα λόγια, απαιτείται η άμεση εξασφάλιση της εμπιστοσύνης του λαού, η οποία θα έλθει μόνον όταν ο λαός πειστεί ότι, σε αυτή την ύστατη μάχη, όλοι είναι απαραίτητοι· ότι κανείς δεν περισσεύει· ότι η αξιοκρατία, ο ανθρωπισμός και η μετριοπάθεια θα αποτελέσουν τα θεμέλια όλων των σημαντικών αποφάσεων που θα χρειαστεί να λάβει η επόμενη κυβέρνηση – μια κυβέρνηση, ενδεχομένως, μεταβατική και μη κομματική. Διότι, πράγματι, μόνο μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να λάβει το είδος των αποφάσεων οι οποίες απαιτούνται – αποφάσεις τις οποίες οι επαγγελματίες πολιτικοί μας δεν τολμούν καν να διανοηθούν.

Για να λειτουργήσει αυτή η αλλαγή, θα χρειαστεί κάθαρση. Και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη ή να επιβληθεί τιμωρία σε όσους καταχράστηκαν την κρατική περιουσία ή απεμπόλησαν τα συμφέροντα του κράτους.

Ομολογώ ότι, προσωπικά, με απωθεί αυτό το είδος «κατασταλτικής» συμπεριφοράς, η οποία μπορεί εύκολα να φτάσει στα άκρα ή να εκφυλιστεί σε εκδίκηση. Προτιμώ, αντιθέτως, τη συγχώρεση, και μάλιστα όχι για θρησκευτικούς λόγους ή για φιλοσοφικούς λόγους στωικής εμπνεύσεως, αλλά επειδή πιστεύω ότι είναι πάντα προτιμότερη η «προληπτική» δράση, η οποία ενθαρρύνεται μέσω της παιδείας, μέσω του καλού παραδείγματος και –μόνον ως λύση ανάγκης– μέσω των νομικών κανόνων.

Ωστόσο, όταν δρα κανείς ως πολιτικός ή γράφει για την πολιτική, οφείλει να δρα και να σκέφτεται όντως ως πολιτικός – ήτοι με γνώμονα τον πραγματισμό, αφού πρώτα έχει εξετάσει διεξοδικά την κατάσταση που αντιμετωπίζει στην πραγματική ζωή. Εν ολίγοις, συχνά, η πολιτική δράση δεν συνίσταται σε αυτό που θα θέλαμε αλλά σε αυτό που πρέπει να κάνουμε· και, όπως είπα προηγουμένως, η κοινή και (αναμφίβολα) ορθή άποψη είναι ότι πολλοί πολιτικοί μας έχουν όντως καταχραστεί τα αξιώματα και τις θέσεις που τους εμπιστεύθηκε το κράτος.[1] Συνεπώς, η κάθαρση είναι και επιθυμητή και αναγκαία προκειμένου να αναδομήσουμε την ηθικά κλονισμένη κοινωνία μας.

Είναι αναγκαία όμως, και πάλι, μια προειδοποίηση: τιμωρία, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, δεν σημαίνει (και δεν θα έπρεπε να σημαίνει) μια ατέρμονη σειρά από δίκες, όπου ο μισός πληθυσμός θα κατηγορεί τον άλλον μισό. Επιπλέον, δεν μιλώ για «δίκες» από τα ΜΜΕ ή για άλλους τρόπους «τιμωρητικής» διάδοσης φημών, αλλά για πραγματικές δίκες σε δικαστήρια, δίκες απολύτως σύμφωνες με το κράτος δικαίου, όπως ακριβώς γίνονται αντιληπτές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο: δίκες οι οποίες δεν θα περιορίζονται από νομοθετήματα που λειτουργούν σαν προστατευτικές ασπίδες γύρω από υπουργούς· δίκες οι οποίες δεν θα εμποδίζονται από τα επιβραδυντικά τεχνάσματα που επινοούν και χρησιμοποιούν αδρά αμειβόμενοι νομικοί, αδιαφορώντας για κάθε έννοια δικαίου.

Θα πρέπει λοιπόν οι ανώτεροι εισαγγελείς μας να σκεφτούν σοβαρά πλέον το ενδεχόμενο μιας τέτοιας δίκαιης δίκης για όλους τους «απατεώνες» είτε του πολιτικού είτε οποιουδήποτε άλλου χώρου: πράγματι, το «δίχτυ» της μομφής μου δεν περιορίζεται μόνο στους πολιτικούς, αλλά επεκτείνεται και σε ανώτερα στελέχη των κατεστημένων ΜΜΕ, του οικονομικού και του τραπεζικού τομέα, όπως και σε υψηλά ιστάμενους δημοσίους υπαλλήλους.

Η επόμενη κυβέρνηση λοιπόν –μια κυβέρνηση, θέλω με κάθε ειλικρίνεια να πιστεύω, πραγματικά μεταρρυθμιστική– θα πρέπει να προσφέρει στους εισαγγελείς κάθε πιθανό μέσο που θα τους χρειαστεί για να κάνουν τη δουλειά τους σωστά και γρήγορα. Διότι βραδεία δικαιοσύνη σημαίνει άρνηση απόδοσης δικαιοσύνης. Αυτοί οι δημόσιοι λειτουργοί πρέπει, επιπλέον, να τύχουν πλήρους προστασίας από κάθε είδους επιβλαβή επιρροή, προερχόμενη, μεταξύ άλλων, από τα πολιτικά και πλουτοκρατικά κατεστημένα. Εφόσον επιτελεστεί δεόντως το συγκεκριμένο καθήκον, ο ελληνικός λαός θα έπαιρνε το σωτήριο μήνυμα ότι το έγκλημα δεν μένει χωρίς τιμωρία.

Εντούτοις, όσον αφορά τη φάση που θα ακολουθήσει την κάθαρση, όλοι θα πρέπει να σκεφτούμε από τώρα και σοβαρά το ενδεχόμενο μιας ευρύτατης αμνηστίας. Διότι όπως είναι απαραίτητο να επιβληθεί δικαιοσύνη, είναι εξίσου επιτακτικό να ξεκινήσει αμέσως μετά τις δίκες η διαδικασία της θεραπείας των κοινωνικών διχασμών, υπό την αιγίδα ενός πραγματικά εξωκομματικού Προέδρου της Δημοκρατίας. Θα πρέπει, πραγματικά, να γυρίσουμε σελίδα στην ιστορία μας: ο Έλληνας θα πρέπει να αρχίσει να συνεργάζεται με τον Έλληνα, και όχι να προσπαθεί να τον εξαπατήσει, να τον εκβιάσει, να τον εκμεταλλευθεί ή ακόμη και να θέλει να τον σκοτώσει. Πρόκειται, φυσικά, για δύσκολο έργο. Αυτό όμως που χρειάζονται και επιθυμούν οι Έλληνες είναι η ‘πραγματική αλλαγή’, και όχι οι απλές ανακατατάξεις στο σάπιο κατεστημένο, όπως αυτές που διαβάζουμε στον ημερήσιο –κακώς θεωρούμενο «σοβαρό»– Τύπο.

Το πρώτο αυτό βήμα θα είναι, όπως υπαινίχθηκα, οδυνηρό. Μόνον άμεμπτοι πολίτες, προικισμένοι με ηθική (έννοια, θα έλεγε κανείς, σχεδόν απαρχαιωμένη σήμερα) και γνήσια αίσθηση του καθήκοντος θα έπρεπε να αναλάβουν καθήκοντα σε μια τέτοια κυβέρνηση. Διότι ακριβώς στην ακεραιότητά τους θα στηριχθεί η λαϊκή αποδοχή των δικαστικών αποφάσεων, είτε αυτές είναι καταδικαστικές είτε είναι αθωωτικές. Θα πρέπει λοιπόν να επικρατήσει δίκαιη μεταχείριση για όλους, απ’ αρχής μέχρι τέλους της δικαστικής διαδικασίας. Και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να σχεδιαστεί εύκολα· θα είναι δε ακόμη πιο δύσκολο να ολοκληρωθεί επιτυχώς. Θα είναι εντούτοις απείρως καλύτερο από τη σημερινή φαρσοκωμωδία των ατέρμονων δικαστικών ερευνών, αλλά και των συνεχών –παρασκηνιακών– προσπαθειών της μίας ένοχης πλευράς να παζαρεύει τη νομική της ασυλία σε αντάλλαγμα ανάλογης ευμενούς μεταχειρίσεως της άλλης πλευράς.

Αν δεν τα κάνουμε όλα αυτά, τα συλλογικά δεινά θα συνεχιστούν, όπως θα συνεχιστεί και η δυσπιστία προς τους επικεφαλής της επόμενης κυβέρνησης.

2. Συλλογικότητα και ατομικότητα

Δεν προσφέρεται το παρόν πλαίσιο για γενικές θεωρητικοποιήσεις. Και ούτε, επίσης, όσοι προσπαθούν να βρουν πρακτικές λύσεις στα προβλήματα της Ελλάδας έχουν πλέον αρκετό χρόνο για συνεχείς συζητήσεις γύρω από θεωρητικά ζητήματα ή γύρω από το επίμαχο θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Πρόκειται, οπωσδήποτε, για πολύ σημαντικά ζητήματα – τα οποία, όμως, αυτήν τη στιγμή, μπορούν να περιμένουν τις θεωρητικές συζητήσεις. Γεγονός παραμένει όμως ότι τα θεραπευτικά μέτρα που οφείλει να λάβει η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να στηρίζονται σε μια γενική αρχή ή θεωρία οικονομικής διακυβέρνησης.

Κατά την άποψή μου, η απάντηση πρέπει να περιστρέφεται γύρω από την ισορροπία και την αρμονία ανάμεσα σε ανταγωνιστικές αξίες στο πλαίσιο της κοινωνίας.

Σε οικονομικό επίπεδο, τούτο σημαίνει ότι πρέπει να επιτύχουμε τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις δυνάμεις της αγοράς (η οποία μπορεί να οδηγήσει ασφαλέστερα σε μια ουσιαστική και βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη) και στον σωστό βαθμό κυβερνητικού ελέγχου (προκειμένου να αποφεύγονται ή να τιμωρούνται οι καταχρήσεις ως προς τη λειτουργία της αγοράς). Το διαχωριστικό όριο δεν θα είναι ευπροσδιόριστο· αλλά η ουσιαστική, κατευθυντήρια αρχή πρέπει να είναι πάντοτε ξεκάθαρη και να βασίζεται στη διάκριση ανάμεσα στην επιτάχυνση της ανάπτυξης και στον έλεγχο των πιθανών καταχρήσεων.

Τρία κρίσιμα επακόλουθα απορρέουν από την πρωταρχική αυτή απόφαση.

Το πρώτο είναι ότι πρέπει να δοθεί η μέγιστη σημασία στην αποκατάσταση κάθε αδικίας που έχουν υποστεί οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι. Στο ίδιο πλαίσιο, η κυβέρνηση οφείλει επίσης να αποκαταστήσει τις οικονομικές περικοπές που έχουν πλήξει συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας (όπως, μεταξύ άλλων, τις Ένοπλες Δυνάμεις) καθ’ υπέρβαση των ορίων που θέτει η βασική αρχή της αναλογικότητας ως προς την κυβερνητική δράση.

Το δεύτερο επακόλουθο σχετίζεται με το εξίσου ευαίσθητο ζήτημα των πολιτών τους οποίους, κατά τρόπο γενικό, θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «υπερπρονομιούχους». Σε αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι άνθρωποι που εργάζονται για λογαριασμό ΜΚΟ και αμείβονται, κατά μέσον όρο, πολύ καλύτερα από τον μέσο δημόσιο υπάλληλο, αλλά και οι πολίτες που ηγούνται συνδικαλιστικών οργανώσεων. Για να το πω απλά, θα πρέπει να διερωτηθούμε μήπως τα «κομματικά» goldenboys, μη εξαιρουμένων των πολυάριθμων κομματικά/κυβερνητικά διορισμένων «ειδικών συμβούλων» και των «αρχισυνδικαλιστών», έχουν τύχει υπέρμετρα γενναιόδωρης μεταχείρισης σε σύγκριση με όσους έχουν κυριολεκτικά υποφέρει λόγω των άδικων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις.

Το τρίτο ζήτημα που θεωρώ αξιοσημείωτο είναι ότι δεν ανήκουν όλα τα άτομα που παράγουν πλούτο στα καταχρηστικά ή ανήθικα κατεστημένα, αν και ισχύει σαφώς το αντίστροφο, δηλαδή ότι αυτά τα κατεστημένα ανήκουν αναμφίβολα στο πλουσιότερο τμήμα της κοινωνίας. Κατά τη γνώμη μου, αυτό σημαίνει ότι τα φορολογικά και ενθαρρυντικά κίνητρα που πρότεινα κατά την πρόσφατη ομιλία μου στον Ροταριανό Όμιλο, καθώς και στη διευρυμένη εκδοχή αυτής της ομιλίας, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Δημοκρατία της Κυριακής στα μέσα Δεκεμβρίου 2013, πρέπει πράγματι να προσφερθούν σε όλους όσοι παράγουν πλούτο και δημιουργούν θέσεις εργασίας, ιδίως δε σε γεωγραφικές περιοχές τις οποίες το κράτος θέλει να αναπτύξει και να προστατεύσει. Μία τέτοια περιοχή (χωρίς να είναι η μοναδική) που θεωρώ ότι αξίζει ιδιαίτερη προσοχή είναι η Θράκη, και ειδικά οι μειονότητες των Πομάκων και των Ρομά, που έχουν αδικηθεί κυρίως από άλλους… μουσουλμάνους –και όχι χριστιανούς–, οι οποίοι θέλουν να εξαλείψουν την εθνοτική ιδιαιτερότητα των δύο αυτών μειονοτήτων και να τους αφομοιώσουν όλους ως τουρκογενείς πράγμα που οι ίδιοι σθεναρά αρνούνται.

Εν ολίγοις, το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης πρέπει να στηρίξει τόσο τον δεινοπαθούντα όσο και τον πραγματικά παραγωγικό πολίτη. Οι αντιπαλότητες και οι εχθρότητες μεταξύ των δύο ομάδων θα πρέπει σταδιακά να γίνουν κατανοητές και, ει δυνατόν, να εξαλειφθούν πλήρως – πρόταση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ειλικρινή επιθυμία μου να υπάρξει αρμονία ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας.

3. Πίστη στον εαυτό μας, ανεξαρτησία στις σκέψεις μας

Πρόκειται για κρίσιμες έννοιες τόσο αναφορικά με τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους μας για την αναδόμηση των οικονομικών μας σχέσεων μαζί τους, όσο και αναφορικά με τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής μας, η οποία, όπως επανειλημμένως τονίζω στα βιβλία μου, έχει παραμείνει αμετάβλητη παρά το γεγονός ότι το παγκόσμιο περιβάλλον έχει αλλάξει άρδην μετά την ψυχροπολεμική περίοδο. Αυτή η άμεση σύνδεση οικονομικών και γεωπολιτικών σχέσεων τονίστηκε ιδιαίτερα στο πρόσφατο βιβλίο μου Η Ελλάδα στον κατήφορο, αλλά οφείλω να την επαναλάβω και εδώ, για δύο λόγους.

Κατά πρώτο λόγο, όλοι όσοι πρεσβεύουμε ιδέες όπως οι ανωτέρω διόλου δεν σκεφτόμαστε ότι η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να εισβάλει στις ξένες καγκελαρίες σαν «ταύρος εν υαλοπωλείω»· θεωρούμε ωστόσο ότι η κυβέρνηση πρέπει να προσέρχεται στις συζητήσεις με πνεύμα σκληρής διαπραγμάτευσης, μια και, όπως είπα προηγουμένως, καμία από τις πρόσφατες κυβερνήσεις δεν επιχείρησε καν να διαπραγματευθεί ακόμη και ως προς τα πιο βασικά θέματα, ασχέτως αν, προεκλογικά, το είχαν υποσχεθεί ρητώς όπως είχε κάνει ο κ. Σαμαράς την άνοιξη του 2012.

Σαφώς, λοιπόν, και δεν είναι ταυτόσημη η νοοτροπία που πρεσβεύω με την υποτακτική προσέγγιση Παπανδρέου, Παπαδήμου, Βενιζέλου, Παπακωνσταντίνου ή Στουρνάρα. Εξίσου, όμως, δεν θα έπρεπε κανείς να ξεκινά συζητήσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους του έχοντας κρυμμένη μια χειροβομβίδα στην τσέπη. Με άλλα λόγια, μπορεί κανείς να διαπραγματευθεί καλύτερα εάν, κατά τη διεξαγωγή των συνομιλιών, διαθέτει –και οι συνομιλητές του γνωρίζουν ότι διαθέτει– εναλλακτικές λύσεις. Αρκεί εμείς, ως κράτος, να είμαστε διατεθειμένοι να τις χρησιμοποιήσουμε.

Αυτό λοιπόν είναι το δεύτερο σχετικό ζήτημα που εγείρω. Διότι, και εδώ, θα βοηθούσε πάρα πολύ εάν είχαμε ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική: μια πολιτική που θα αποδεικνυόταν λειτουργική και αποτελεσματική εφόσον οι Έλληνες διαπραγματευτές συνειδητοποιούσαν –κατά πρώτο και κύριο λόγο– ότι καλούνται, στην άσκηση των καθηκόντων των, να διαμορφώσουν και να προωθήσουν μια ελληνική εξωτερική πολιτική, και όχι να εξυπηρετήσουν αμερικανικά, γερμανικά, ή άλλα συμφέροντα.

Τούτο μπορεί μόνο να συμβεί εάν δείξει κανείς πρόθυμος να συνομιλήσει με όλους τους διεθνείς πρωταγωνιστές και να ξεκινήσει επιχειρηματικές συναλλαγές με όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς, γνωρίζοντας ότι, αν ζητάς μια χάρη από ένα κράτος, πρέπει και εσύ να είσαι διατεθειμένος να κάνεις το ίδιο στους τομείς που ενδιαφέρουν αυτό το κράτος. Όλες οι παρατάξεις, συνεπώς, οφείλουν να καταλάβουν ότι μια τέτοια, νέα κυβέρνηση οφείλει να εννοεί όσα λέει, καθώς και ότι ο διχασμένος και ταλαιπωρημένος ελληνικός λαός του χθες θα είναι πλέον ενωμένος για να στηρίξει τη νέα κυβέρνηση, για την οποία θα αισθάνεται ότι είναι η δική του κυβέρνηση.

Για ποιον λόγο συνεχίζω να τα τονίζω όλα αυτά; Απλούστατα, επειδή δεν φοβάμαι να δώσω μια συνοπτική και ειλικρινή εικόνα της παγκόσμιας γεωπολιτικής κατάστασης και να πω ανοιχτά όλα όσα βλέπω. Και τα όσα βλέπω μού δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι διεθνείς εντάσεις θα επιδεινωθούν από το 2014 και μετά. Με την Απουσία μιας παγκόσμιας ηγεμονίας, θα εξακολουθήσει να υπάρχει παγκόσμια αταξία. Ο κόσμος μας είναι ανασφαλής και, κυρίως, επισφαλής. Θα έλεγε κανείς πως όλοι σχεδόν διαφωνούν ή βρίσκονται σε ένταση με κάποιον: η Κίνα με την Ιαπωνία, η Δύση με τον υπόλοιπο κόσμο, η Ρωσία με τις ΗΠΑ –σήμερα, ιδίως ως προς το ζήτημα της Ουκρανίας–, η Κίνα με τις περισσότερες ασιατικές χώρες, η Μέση Ανατολή με τον ίδιο της τον εαυτό –ιδιαίτερα οι Σιίτες με τους Σουνίτες–, οι ΗΠΑ ακόμη και με τη Σαουδική Αραβία, μία από τις στενότερες συμμάχους της (με τον πρίγκιπα Τουρκί-αλ-Φεϊζάλ, ηγετική φυσιογνωμία στη Σαουδική Αραβία, να δηλώνει στο Νταβός ότι «αυτό που συμβαίνει σήμερα με την Αμερική αποτελεί μάθημα για το τι δεν πρέπει να κάνει κανείς από εμάς»). Και όλα αυτά, ενώ οι Ισραηλινοί, για πρώτη φορά στην ιστορία τους, υποχρεώνονται να αναθεωρήσουν την εξωτερική πολιτική τους, και μάλιστα να τη δουν ακόμη και να αποδυναμώνεται σε περίπτωση που ευοδωθούν οι ιρανοαμερικανικές συμφωνίες.

Από μία άποψη, οι ανωτέρω εντάσεις αποτελούν απλώς μία λίστα – η οποία όμως πρέπει να εξηγηθεί ώστε να κατανοήσει ο αναγνώστης πως, παρότι δεν εννοώ ότι επίκειται πόλεμος, εννοώ εντούτοις ότι θα προκύψουν πολλές ευκαιρίες για «τυχαίες κινήσεις» ανά τον κόσμο, οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε ένοπλη σύρραξη. Στην ίδια λίστα, όμως, περιλαμβάνεται και ένα άκρως προβληματικό σημείο, ως προς το οποίο δεν θα δίσταζα διόλου να προβλέψω ότι θα μπορούσε, εμμέσως, να έχει εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις για τη χώρα μας αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Και εννοώ την Ουκρανία.

Συγκαταλέγομαι στους γεωπολιτικούς αναλυτές εκείνους  που πιστεύουν ότι τα προβλήματα στην εν λόγω περιοχή (και εδώ περιλαμβάνω τις συνεχιζόμενες προσπάθειες να τραβήξουν προς την παραπαίουσα Ευρωπαϊκή Ένωση την Μολδόβα και Γεωργία) υποδαυλίζονται κυρίως από τους Αμερικανούς και Γερμανούς (ενεργώντας μέσω των ΜΚΟ τους), εν πολλοίς διότι θα ήθελαν να δουν τον κ. Πούτιν να ταπεινώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Θεωρώ λοιπόν ότι η Γερμανία και οι ΗΠΑ –προς το παρόν– έχουν θέσει κατά μέρος τις όποιες (σύγχρονες) διαφορές τους, προκειμένου να κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την ζωή της Ρωσίας και ταυτοχρόνως να επεκτείνουν τον οικονομικό-εμπορικό χώρο επιρροής τους στην Ανατολική Ευρώπη και τον Καύκασο.

Οι ανωτέρω εξελίξεις έχουν, από μόνες τους ενδιαφέρον. Αλλά οι συνέπειες αυτής της συγκρουσιακής νοοτροπίας θα αγγίξουν – δυσμενώς - και την χώρα μας μια και οι Δυτικές αυτές δυνάμεις εποφθαλμιούν τον θαλάσσιο πλούτο της περιοχής μας.  Εάν –και παραδέχομαι ότι πρόκειται για πρόβλεψη, η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί λανθασμένη– έχω δίκιο σ’ αυτή την σκέψη, η πολιτική αυτή θα είναι άκρως επικίνδυνη και για τους Δυτικούς γενικά αλλά και για εμάς ειδικότερα.

Το λέγω αυτό γιατί αν οι Δυτικοί συνεχίσουν να χρησιμοποιούν αυτήν την παρακινδινευμένη τακτική, η Ρωσία θα μπορούσε κάλλιστα να προσαρτήσει, με τοπική συναίνεση, το εθνοτικά ρωσικό ανατολικό τμήμα της Ουκρανίας, όπως άλλωστε έκανε και με την Οσσετία στην Γεωργία. Ταυτοχρόνως, αποσύροντας τις πρόσφατες οικονομικές και ενεργειακές παραχωρήσεις της προς την Ουκρανία, θα μετέφερε στην οικονομικά «στριμωγμένη» Ευρώπη ένα ακόμη τεράστιο κόστος, αυτό δηλαδή που απαιτείται για να διατηρήσει εν ζωή την οικονομικά εξαθλιωμένη και ενεργειακά διψασμένη Ουκρανία.

Οι κίνδυνοι για την χώρα μας όμως θα μπορούσαν να είναι ακόμη πιο καταστρεπτικοί. Γιατί, σε αυτό το συγκρουσιακό πλαίσιο, υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η Αμερική και η Ευρώπη να πιέσουν την Ελλάδα και την Κύπρο σε απαράδεκτες παραχωρήσεις. Ήδη, υπό Αμερικανική πίεση, άρχισε να διαφαίνεται η υποταγή των κκ. Σαμάρα, Βενιζέλου και Αναστασιάδη στις παράνομες διεκδικήσεις της Τουρκίας σ΄αυτό το όλως ευαίσθητο θέμα. Εν προκειμένω, όμως, οι ανησυχίες μου δεν αφορούν μόνο το Κυπριακό, που άνευ θα Tromaktiko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΟΣΕΥΠ-ΕΟΠΥΥ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΟΣΕΥΠ-ΕΟΠΥΥ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ