2020-08-18 14:18:45
Φωτογραφία για Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο μέγας αιρετικός του έρωτα και της ποίησης
Ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, μελετητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός. Ο συνειδητά αποσυνάγωγος στοχαστής και αενάως παρεμβατικός αντικομφορμιστής άφησε την τελευταία του πνοή στα 89 του χρόνια, το έργο του να κοσμεί την ελληνική ποίηση και το επίθετό του: Χριστιανόπουλος, ένα θεοσεβούμενο όνομα σ’ ένα εικονοκλαστικό σώμα

Πάνω από μία πενταετία είχε ξεκινήσει η φθορά. Σωματική κατάπτωση και πνευματική εξασθένηση τον είχαν καθηλώσει σε μια αναπηρική καρέκλα που δεν τον άφηνε να ξεμυτίσει από το καβούκι του. Είχε λουφάξει στον αποκλεισμό της βαθμιαίας γεροντικής άνοιας στο ημιανώγειο διαμέρισμά του στην οδού Σκεπαστού 17 στις Σαράντα Εκκλησιές της Θεσσαλονίκης. Είκοσι και πλέον χρόνια έμενε εκεί, από τότε που μετακόμισε από τον μακρόστενο δρόμο χωρίς πεζοδρόμια της Δημητρίου Πολιορκητού 20, πάνω από το Διοικητήριο, στη συνοικία Τσινάρι της Ανω Πόλης
. Εκεί όπου στο δεύτερο πάτωμα, σε ένα καλοστεκούμενο και διατηρημένο με πολύ μεράκι τουρκικό τριώροφο αρχοντικό, παλιό χαρέμι με σαχνισί και καφασωτά παράθυρα, είχε γράψει πολλά από τα εξαιρετικά ποιήματά του. Στο καινούριο του σπίτι με τα μωσαϊκά στην απόχρωση του ροδιού, με ένα μικρό κηπάκι στον ακάλυπτο και κάμποσες από τις αγαπημένες του γάτες περιφερόμενες, είχε στοιβάξει τις μεγάλες ξύλινες βιβλιοθήκες με τα ασφυκτικά φορτωμένα ράφια. Λεξικά της ελληνικής γλώσσας, ποιήματα της Σαπφούς, που με τρυφερή επιμέλεια είχε μεταφράσει, το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο για το οποίο δούλεψε 40 χρόνια για να το μεταφράσει στη δημοτική, βιβλία του Ηρόδοτου, του Ξενοφώντα και του Πλάτωνα, που ιδιοσυγκρασιακά προσέγγιζε περισσότερο από κάθε άλλον αρχαίο φιλόσοφο.

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τη Ζωή Καρέλλη, το 1959

Στον τοίχο πάνω από το μικρό τακτοποιημένο γραφείο του με τα ξυσμένα μυτερά μολύβια -κομπιούτερ, κινητά, Ιντερνετ τα σιχαινόταν- και τα ταξινομημένα με μαθητικό ζήλο φυλλάδια ξεχώριζαν τα ασπρόμαυρα πορτρέτα του οικουμενικού ποιητή Κωνσταντίνου Καβάφη και του κολοσσού της ρεμπέτικης μουσικής -«ιδιοφυΐα» τον αποκαλούσε- Βασίλη Τσιτσάνη, στον οποίο αφιέρωσε επτά βιβλία και μια ογκώδη μελέτη. Εν μέσω προσαρμοσμένου χάους 20.000 τόμων και ατίθασων αισθημάτων, τις δύο εμβληματικές φιγούρες στα καδράκια τις αγάπησε και το έργο τους τον επηρέασε βαθιά, αν και για τον ερωτικό Αλεξανδρινό έλεγε ότι ήταν εκφραστικά φιλήδονος, ενώ ο ίδιος έγραφε για την αγωνία της ερωτικής στέρησης. Τι σημασία όμως είχαν πια οι ποιητικές διαφορές τους, από τη στιγμή που και ο Χριστιανόπουλος στα βαριά 80 τόσα του ήξερε «που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει», που έγραφε ο Καβάφης.

Καταπονημένος με επιδεινωμένη υγεία, ο άνθρωπος που δεν κάπνισε ούτε ήπιε ποτέ αλκοόλ, που αγαπούσε την ποίηση του Σολωμού, του Καρυωτάκη και του Μανόλη Αναγνωστάκη ζούσε, όπως πάντα, ασκητικά και μοναχικά, αλλά χωρίς να αντλεί πλέον αισιοδοξία από τον δικό του στίχο «κάθε φορά που βρέχει μοναξιά / φουσκώνουνε της ποίησης τα ρυάκια». Είχαν περάσει ανεπιστρεπτί οι πολυάριθμες επισκέψεις στο σπίτι του. Εσβησαν στο διάβα του χρόνου οι εποχές όπου ο ποιητής -με το κοφτερό βλέμμα, την τσεκουράτη γλώσσα, το καλοψαλιδισμένο μουστάκι, το φρεσκοσιδερωμένο πουκάμισο, το ατσαλάκωτο παλιομοδίτικο κοστούμι με την απαραίτητη συνοδεία γραβάτας-, τρατάριζε τους φιλοξενουμένους με φρέσκες λεμονάδες και γλυκά του κουταλιού. Τέλειωσαν και τα απολαυστικά μουχαμπέτια, εκείνες οι φλύαρα μακρόσυρτες κουβεντούλες, έτσι, χωρίς πρόγραμμα, διανθισμένες με κουτσομπολιά για να περνάει η ώρα.

Στρατιώτης στο 602 Τ.Π. με ένα από τα γατιά των μαγειρείων στην αγκαλιά του (1955)

Στέρεψαν σταδιακά και οι ρευστές διηγήσεις του που ξεκινούσαν με τη σπιρτόζικη θεατρικότητα του «άκουσε, μωρό μου», εξεικονίζοντας τον τοκισμό του πνευματικού του κεφαλαίου που πεισματικά αρνιόταν τις σύγχρονες ευκολίες. Οι παρέες κόπασαν και έμειναν μόνο οι γειτόνισσες να του φέρνουν ένα πιάτο φαγητό. Οσο βαστούσαν τα πόδια του πήγαινε με μπαστούνι στην περιφορά του Επιτάφιου της Μεγάλης Παρασκευής στην κοντινή εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Πέρασε, όμως, εξ ανάγκης, όπως διέρχονται οι μέρες του βίου και μακραίνει η ηλικία, και αυτή η μόνιμα ευλαβική του συνήθεια. Δεν τον ενοχλούσε πια ούτε το λεωφορείο Νο 15 της γραμμής Σαράντα Εκκλησιές - Κέντρο που έκανε στάση κάτω από το σπίτι του. Στο λυκόφως της ζωής του αποσυνδέθηκε από κάθε ενέργεια ενόσω οι πιάτσες, που από παλιά είχε με ευαισθησία διαπιστώσει πως νεκρώθηκαν, μπατιριμένες πια συντρίφτηκαν αμετάκλητα. Κοντά τους κούρνιασε και ο ίδιος τσακισμένος σαν χούφταλο. Η ποιητική του επίκληση «Θε μου, συχώρα με, μεγάλο λόγο θα πω: Μόνο μια νέα καταστροφή θα μας χορτάσει και πάλι, μόνο μια νέα αναστάτωση θα ζωντανέψει τις νεκρές πιάτσες» έμοιαζε πια μάταιη. Ηδη η υγεία του είχε πάρει την κάτω βόλτα. Στροβιλιζόταν μελαγχολικά σαν σε «Συρματοπλέγματα βαριά» που τραγουδούσε η λατρεμένη του Γιώτα Λύδια από νοσταλγικές εποχές στη στραπατσαρισμένη πίστα του λαϊκού ξενυχτάδικου «Καλαμάκι» στην Αρετσού.

Ο άλλοτε λαλίστατα χειμαρρώδης και συνήθως αιχμηρός ποιητής, που με την ιδιαίτερη στριγκιά φωνή του τόνιζε μία-μία τις λέξεις στις οποίες έδινε έμφαση, είχε βουλιάξει στη σιωπή. Ανέκαθεν εσωστρεφής, παρά τις εκάστοτε βιτριολικά ατακαδόρικες πρόζες του, με στωικότητα και απόλυτη αυτογνωσία την αποδεχόταν. «Ο καημός μου δεν είναι τόσο η ζωή όσο η τέχνη», έλεγε, συμπληρώνοντας με παρρησία «πιο πολύ με ενδιαφέρει το μέλλον των ποιημάτων μου παρά το μέλλον του σαρκίου μου». Η αγωνία του κυρίου Ντίνου, που είχε επίγνωση ότι το φθαρτό σώμα θα κλατάρει και θα εξαφανιστεί, συμπυκνωνόταν στην αντοχή της ποιητικής δημιουργίας του. Σε 70 και βάλε χρόνια έγραψε 350, πάνω-κάτω, ποιήματα. Οσα περίπου και ο Καβάφης και σχεδόν όσες οι βυζαντινές εκκλησιές της Θεσσαλονίκης. Τα μισά από αυτά υποφερτά, τα υπόλοιπα αποκηρυγμένα, δήλωνε με συστολή στα όρια της αυτοειρωνείας. Παρ’ όλα αυτά, συνέδεε την υστεροφημία του με το έργο του. Τίποτε άλλο. Οταν το 2009 ο Σταύρος Θεοδωράκης ως δημοσιογράφος προεικόνιζε σε συνέντευξη μαζί του ότι η οδός Σκεπαστού στην οποία έμενε θα ονομαζόταν μετά από 20-30 χρόνια σε οδό Χριστιανόπουλου, ο ετοιμόλογος ποιητής τού είχε απαντήσει αφοπλιστικά και με καυστικό χιούμορ: «Του κώλου τα εννιάμερα». Τελεία και παύλα από τον άνθρωπο που εξύμνησε όσο κανείς άλλος στα ποιήματά του την καύλα. Χωρίς να νιώσει ποτέ ξεδιάντροπος.

Τετραπέρατος και ευγενώς αγενής, είχε συνειδητοποιήσει ότι το γνώθι σαυτόν ήταν μια υποκριτική ουτοπία που εμπεριείχε μοχθηρίες, φαρμακωμένα λόγια, τοξικές απώλειες, ενώ αυτός δεν αναζητούσε εξαγνισμούς. Ούτε εκβίαζε μια υπερεκτιμημένη αξιοπρέπεια από τότε που έγραφε «Πετσέτα μου, που χάρηκες τόση ομορφιά έγινες πατσαβούρα από τη βρωμιά». Γνώριζε ότι η υψηλής ακρίβειας και οικονομίας ποίησή του, αφτιασίδωτη και εξομολογητική της ομοφυλοφιλίας και των ανικανοποίητων ερώτων του, σκανδάλισε, από τα πρώτα κιόλας σκαλίσματά του με πένα στο χαρτί, την καθωσπρέπει, συντηρητική κοινωνία μιας ξεπερασμένης εποχής ασφυκτικής ηθικής. Δεν κώλωσε σε αναθέματα και κατάρες. Διεισδυτικός και παραγωγικός, ξεγύμνωσε τον βιωματικό πυρήνα της ύπαρξής του. Παραδέχτηκε δημόσια το πάθος του να κυλιέται «από δρόμο σε δρόμο αποχτώντας πληγές κι εμπειρίες». Συνέχισε να μετατρέπει, όπως ο ίδιος ένιωθε, την αμαρτία, την ενοχή και την ταπείνωσή του -στα στέκια του αγοραίου έρωτα στον παλιό συνοικισμό Χιρς, στην πλατεία Βαρδαρίου, στα ψωνιστήρια με φαντάρους έξω από τα στρατόπεδα Παύλου Μελά και Καρατάσιου- σε άμεσους, τολμηρούς, ρεαλιστικά ωμούς στίχους. Κοντά στο λάγνο ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης που αποτύπωσε με ευαισθησία και ανθρωπιά ξεδίπλωσε βαθμιαία στην ποίησή του και άλλες πτυχές. Πρόσθεσε στους στίχους του την απελπιστική ανισότητα και τον κοινωνικό αποκλεισμό των ανθρώπων στα γιαπιά και τα μηχανουργεία, στις μάντρες γύρω από τις φάμπρικες και τα λασπωμένα σοκάκια των γειτονιών της βιοπάλης στην εργατομάνα Θεσσαλονίκη.

Δοσμένος στη γενέθλια πόλη του, ποτέ δεν ξεμάκρυνε από τα χώματα, την άσφαλτο, τον πολεοδομικό ιστό της. Το πολύ να πήγαινε καμιά εκδρομή στα νιάτα του με αυτοκίνητο και να επέστρεφε αυθημερόν στο σπίτι της Κάτω Τούμπας. Και σταθερά στο γραφείο του στη στοά Χρυσικοπούλου της οδού Τσιμισκή, έδρα του περιοδικού και της Πινακοθήκης «Διαγώνιος», που ο ίδιος είχε αναλάβει στις αρχές του 1958 και επισήμως ιδρύσει τέσσερα χρόνια αργότερα. Η «Διαγώνιος», στέκι και φυτώριο πολιτισμού, είχε εκδοτικά μια σαφέστατη τυπογραφική φυσιογνωμία που την είχε επιβάλει με σχολαστικότητα ο ίδιος με τα μικρού μεγέθους βιβλία με άκοπα φύλλα και σπάνια καλαισθησία, από την οποία ξεπήδησαν συνολικά πάνω από εκατό αξιόλογοι νέοι λογοτέχνες της μεταπολεμικής γενιάς καθώς και ζωγράφοι. Παράλληλα με το ποιητικό του έργο αφοσιώθηκε στις εκδόσεις. Δεν ταξίδεψε παρά μόνο νοερά και κατά τη στρατιωτική του θητεία, μακριά από τον τόπο του, που τον περπάτησε, κριτικά παρατηρητικός, σπιθαμή προς σπιθαμή. Ανέπνεε τις μυρωδιές της πόλης του από τις δυτικές συνοικίες ως το Καραμπουρνάκι και από το Σέιχ Σου ως τα τσαΐρια της Πυλαίας, τότε Καπουτζήδας, και από εκεί ως τα Παραβαρδάρια και την Παραλία, καταγράφοντας τα σκληρά νταραβέρια στην παράνομη ερωτική τοπογραφία της Θεσσαλονίκης. Η αλήθεια είναι ότι έτρεμε τη θάλασσα, φοβόταν το αεροπλάνο, στο οποίο δεν μπήκε πότε, ούτε από περιέργεια. Αρνήθηκε να πετάξει ακόμη κι όταν η μάνα του, η κυρα-Φανή, διαισθανόμενη το τέλος της, στις αρχές του ’80, του ζήτησε να την πάει στα γενέτειρά της, την Κωνσταντινούπολη, πριν κλείσει διά παντός τα μάτια της. Προφασίστηκε ότι δεν άντεχε να δει την Ημισέληνο στους τρούλους της Αγια-Σοφιάς και απέφυγε ως μαχαλόγατος το ταξίδι πέραν της προστατευτικά μαρκαρισμένης επικράτειας που είχε σφυρηλατήσει στη μνήμη και την ψυχή του.

Καλλιτεχνικές δυστροπίες

Τις είχε τις στριμμάρες, τις ιδιορρυθμίες, τις καλλιτεχνικές δυστροπίες του ο ποιητής. Ευτυχώς, απαζάρευτα τις παραδεχόταν όταν χαρακτήριζε τον εαυτό του «παράξενο», «αιρετικό», «γραφικό», «τζαναμπέτη». Αν και ορμητικά εριστικός, αρχικά με αφοριστικές μικροκακίες και υποτιμητικά σχόλια που έτριβε στη μούρη καταξιωμένων λογοτεχνών, στο τέλος σαν να μετάνιωνε κάπως για τη φιλόνικη επιθετικότητά του. Του περνούσε η πυρετική έξαψη, κι ας έλεγε: «Δεν μεταμελούμαι». Αλλά η ζημιά είχε κιόλας γίνει, με τη συχνά άδικη συμπεριφορά ακόμα και προς φίλους. Αμφισβητούσε ποιητές όπως ο Σεφέρης και ο Ελύτης, οι οποίοι θεωρούσε ότι «βούτηξαν» το Νόμπελ με καπατσοσύνη. Μουρμούριζε για τον Ρίτσο, τα ’βαζε με τη Δημουλά, περιφρονούσε το έργο του Καρούζου, του Λειβαδίτη, του Καββαδία, της συμπατριώτισσάς του Ζωής Καρέλλη, που τον βοήθησε στις πρώτες του λογοτεχνικές ανιχνεύσεις, γκρίνιαζε για τον Κουγιουμτζή και τον Χατζιδάκι, που δεν τον ρώτησαν όταν μελοποίησαν κάποια ποιήματά του. Χώρια που με ένα καρντάσικο απωθημένο τα ’ριχνε στο κατεστημένο της Αθήνας με εθνικοπατριωτικές κορόνες. Αδικα έσκαβε χαρακώματα και άνοιγε απτόητος μέτωπα. Μέχρι και στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο διαμαρτυρήθηκε έντονα όταν συμπεριέλαβε το ποίημά του «Δημάς» με τις περίτεχνα κρυμμένες ερωτικές νύξεις στο σχολικό εγχειρίδιο της Γ’ Λυκείου.

Ο ανάκατος ντόρος που δημιουργούσε δεν ήταν αξίωση φιλολογικής αυτοπροβολής, αλλά πήγαζε από μια εσωτερική οργή προς όσους τον συκοφάντησαν, τον κατέκριναν, όχι βέβαια με λογοτεχνικά κριτήρια, τον υποτίμησαν και τον προπηλάκισαν. Κι όποιον έπαιρνε μαζί τους ο άκομψος κακολογικός του χάρος. Οι διόλου λίγοι αντίπαλοί του τον χαρακτήριζαν αμφίθυμο και αντιφατικό, που άλλαζε γνώμη από κουβέντα σε κουβέντα υπερασπιζόμενος τη φαντασιακή υπεροχή της ποιοτικής του συγκρότησης. Ο ίδιος, δύσκολα διαχειρίσιμος επικοινωνιακά και ανυπότακτος σε κάθε εξουσία, το διασκέδαζε τονίζοντας: «Ετσι τα λέω εγώ, αθυρόστομα». Ωστόσο, η διόλου υπαινικτική του σάτιρα, τα δηκτικά του σχόλια, οι καυστικές παρατηρήσεις πάνω στη μοντέρνα συμπεριφορά των συμπατριωτών του τον έκαναν σταδιακά όλο και πιο δημοφιλή. Με συνέπεια η περσόνα των προκλητικών του συνεντεύξεων ενίοτε να επικαλύπτει την αληθινή τρυφερότητα ενός ρηξικέλευθου σκαπανέα των γραμμάτων. Αρκετοί απέδιδαν τις οργίλες αντιδράσεις του στα ανεπούλωτα τραύματα μιας παιδικής ηλικίας γεμάτης στερήσεις. Αλλά και εδώ ο κύριος Ντίνος είχε προκαταβολικά απαντήσει με τον στίχο του «Ως πότε αυτή η μεταμφίεση της γαϊδουριάς μας πίσω από τα τραύματα της παιδικής μας ηλικίας;».

Γεννήθηκε το 1931, στις 21 Μαρτίου, την πρώτη μέρα της άνοιξης, που έμελλε να ονομαστεί αργότερα Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Το αληθινό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης. Οι γονείς του, η Φανή και ο Αναστάσης, κατατρεγμένοι Ελληνες της Μικρασιατικής Καταστροφής, έφτασαν πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη. Κουβάλησαν μαζί τους μόνο τη φτώχεια τους και τη βόλεψαν στα υπόγεια και τις χαμοκέλες της πόλης. Η μάνα του δούλευε ως ράφτρα και κεντήστρα, ενώ συχνά ξενόπλενε και σφουγγάριζε πλουσιόσπιτα και δημόσιες υπηρεσίες. Ο πατέρας του έκανε τον μπογιατζή, ήταν συνήθως άνεργος και ως εθισμένος μπεκρής κατέβαλλε τα σποραδικά του μεροκάματα περισσότερο στο καπηλειό παρά στο φτωχικό του σπίτι. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής η οικογένεια έζησε σε απόλυτη ένδεια, με τον μικρό μοναχογιό της να κινδυνέψει δύο φορές να πεθάνει από ασιτία. «Κάθε τρεις μέρες έτρωγα μισή φέτα ψωμί από αλεσμένα χαρούπια που το δίνανε στα γουρούνια». Σώθηκε από την πείνα χάρη στα συσσίτια του κατηχητικού σχολείου της Εκκλησίας. Τον περιμάζεψε και τον τάισε σε αυτά, μαζί με άλλους σκελετωμένους ανήλικους, ο αρχιμανδρίτης Λεωνίδας Παρασκευόπουλος -μετέπειτα χουντικός Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης- στον οποίο τα παιδιά της πείνας χρωστούσαν αργότερα την επιβίωσή τους.

Ο μικρός Ντίνος, ένα έξυπνο, μαζεμένο και ντροπαλό παιδάκι, είχε από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια δείξει έφεση στα γράμματα. Κρατούσε από 13 ετών ημερολόγιο, το οποίο ενημέρωνε ως τα βαθιά του γεράματα. Προτού καλά-καλά μπει στην εφηβεία ζώστηκε τον ταβλά του πλανόδιου μικροπωλητή για να τσοντάρει στο πενιχρό εισόδημα της οικογένειας. Καθημερινά δουλειά και σχολείο στο 2ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, έλιωνε στην κούραση. Παρ’ όλα αυτά, έγραφε, διάβαζε και τριγυρνούσε στα βιβλιοπωλεία. Πουλώντας τη φτηνή πραμάτεια του (τσιγάρα, παστέλια, καρτ ποστάλ), επί Κατοχής γνώρισε και τον Τσιτσάνη στο νυχτερινό κέντρο «Ουζερί Τσιτσάνης» της οδού Παύλου Μελά, προτού ο θρυλικός λαϊκός συνθέτης μεσουρανήσει στα μουσικά πάλκα όλης της χώρας. Παρότι συνεσταλμένος και χαμηλών τόνων ως παιδί των κατηχητικών, είχε τις μύχιες εκφραστικές αγωνίες του. Στην Απελευθέρωση, προτού κλείσει τα 15, σκάρωσε ένα πρωτόλειο ποίημα με τίιλο «Παράπονο ξενιτεμένου» και το έστειλε σε ένα αθηναϊκό παιδικό περιοδικό που λεγόταν «Ελληνόπουλο». Προϋπόθεση για δημοσίευση ήταν η ύπαρξη ψευδώνυμου. Εξαιτίας του κατηχητικού του περίγυρου διάλεξε -τι άλλο;- το «Χριστιανόπουλος». Μόλις που είχαν πια σταματήσει να τον αποκαλούν χαϊδευτικά «Λάκη», από το «Αγγελής», το όνομα του αδελφού του πατέρα του που είχε σκοτωθεί σε εργατικό δυστύχημα, ήρθε το νέο ψευδώνυμο να κολλήσει πάνω στο δέρμα του και έκτοτε να μην το αποχωριστεί ποτέ.

Στα 18 του, το 1949, μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τα έξοδα των σπουδών του τα ανέλαβε ένας πλούσιος θείος. Είχε πλέον συνειδητά ευθυγραμμιστεί με τη σεξουαλική του επιλογή -«την επιθυμία που δεν τολμά να πει τ’ όνομά της», που έλεγαν οι παλιοί ποιητές- και απελευθερωμένος τράβηξε το δικό του μονοπάτι. Εναν χρόνο μετά, ως φοιτητής, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κοχλία, με δικά του έξοδα, την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχή των ισχνών αγελάδων» με ποιήματα εμπνευσμένα από την Ιστορία, την Αγία Γραφή και το Βυζάντιο. Τα ποιήματα έκαναν πάταγο. Το καινοτόμο όσο και θαρραλέο ύφος καθώς και η τολμηρότητα της γλώσσας του σόκαραν τη συντηρητική Θεσσαλονίκη. Τον έδιωξαν κακήν κακώς από το κατηχητικό ως «απόβρασμα της κοινωνίας» και του γύριζαν με βδελυγμία την πλάτη για το «έγκλημά» του. Αποφοιτώντας από τη σχολή δεν θέλησε ποτέ να εξασκήσει τη φιλολογία ως επάγγελμα και να γίνει καθηγητής, προφανώς για να μην του ζητάει ο κάθε γυμνασιάρχης εξηγήσεις για τα «άσωτα» συγγραφικά πονήματα του. Εργάστηκε προσωρινά ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη σε ένα γραφειάκι της ΧΑΝΘ.

Υστερα από οκτώμισι χρόνια παραιτήθηκε, όταν τον Αύγουστο του 1965 ο Σαββόπουλος μελοποίησε και τραγούδησε σε 45άρι δισκάκι βινυλίου το ποίημά του «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας». Επιασε δουλειά ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων νοικιάζοντας ένα γραφειάκι στον πέμπτο όροφο σε στοά της οδού Μητροπόλεως 19, εκεί όπου γεννήθηκε αργότερα η Μικρή Πινακοθήκη Διαγώνιος. Πειραματιζόταν ήδη με επιγραμματικά ποιήματα που συμπεριέλαβε στη συλλογή του «Το κορμί και το σαράκι». Ακολούθησε μια παραγωγική πορεία με τις συλλογές του «Ξένα γόνατα», «Ανυπεράσπιστος καημός», «Ο αλλήθωρος», σηματοδοτώντας με την ιδιαίτερη, εμπνευσμένη φωνή του τα ελληνικά γράμματα και το πνευματικό γίγνεσθαι της αγαπημένης του Θεσσαλονίκης. Εκεί που περιπλανήθηκε 80 τόσα χρόνια, κοντά τρεις γενιές, ενδυματολογικά συντηρητικός σαν θεολόγος της αδελφότητας «Η Ζωή» και εσώψυχα ως αδάμαστος αντεξουσιαστής, αίσθηση που κανείς δεν μπόρεσε να ξεριζώσει από μέσα του. Ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί πως ψήφιζε πάντα λευκό, αλλά πριν το ρίξει στην κάλπη το καθιστούσε άκυρο γράφοντας με στιλό παραφρασμένο το στιχάκι του Καβάφη: «Ολοι των βλάπτουν εξίσου την Ελλάδα».

Δεν δέχτηκε κρατική λογοτεχνική σύνταξη, επίσημες διακρίσεις και τιμητικές βραβεύσεις. Τον Ιούνιο του 2011 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «γιατί τόσα χρόνια με είχαν ζαλίσει», όπως είπε ο ίδιος. Επεσήμανε δε ότι δεν παρέβαινε τις αρχές του καθώς το διδακτοριλίκι δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο, δεν επρόκειτο να διδάξει και, προπάντων, δεν θα εισέπραττε από αυτό ούτε ένα ευρώ

«Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν»

Οπως κι αν έχει, δεν αποχωρίστηκε πότε, όπως περιέγραφε στα αυτοβιογραφικά του κείμενα, τη «Θεσσαλονίκην ου μ’ εθέσπισεν», τη «Θεσσαλονίκη, όπου με έριξε η μοίρα μου». Την πόλη για την οποία μιλούσε με πάθος και νοσταλγία μιλώντας στην πραγματικότητα για τον εαυτό του. Με αυτή συναρθρώθηκε σε όλη του τη ζωή μακριά από την καθημερινή επικαιρότητα, τα πολιτικά μανιφέστα, τα εθνικά προσκλητήρια. Και σε αυτήν έζησε απέριττα με καταναλωτική εγκράτεια που άγγιζε τα σύνορα της αυστηρής λιτότητας. Δεν δέχτηκε κρατική λογοτεχνική σύνταξη, επίσημες διακρίσεις και τιμητικές βραβεύσεις από όπου κι αν προέρχονταν, πιστός σε έναν δικό του ηθικό κώδικα αξιών. Πάνε 40 και πλέον χρόνια από τότε που δημοσίευσε το περίφημο κείμενό του «Εναντίον», μέσω του οποίου καταφερόταν εναντίον των τιμητικών διακρίσεων, των βραβείων, των επιχορηγήσεων, των λογοτεχνικών συντάξεων, των εφημερίδων, των κλικών, του σιναφιού των «κουλτουριάρηδων», κάθε ιδεολογίας. Το κείμενο κορυφωνόταν με τη φράση «δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε». Και έκλεινε με το ερώτημα: «Κι αν η λογοτεχνία μας κατάντησε σκάρτη, μήπως δεν φταίει και η δική μας σκαρταδούρα;». Για τον ίδιο, η απόρριψη, έστω και πενιχρών απολαβών και ανούσιων προνομίων, δεν προερχόταν από άκαμπτη ακαταδεξία. Ηταν στάση ζωής γι’ αυτόν τον αενάως παρεμβατικό αντικομφορμιστή.

Οταν το 2005, στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου διοργάνωσε εκδήλωση προς τιμήν του, εκείνος αρνήθηκε να παραλάβει την τιμητική πλακέτα. «Τους τη βρόντηξα στα μούτρα», είχε δηλώσει χωρίς έπαρση. Το ίδιο αρνήθηκε την απονομή του Μεγάλου Κρατικού Βραβείου Γραμμάτων για το σύνολο του έργου του. Με το ζόρι δέχτηκε τον Ιούνιο του 2011 την αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Φόρεσε την τήβεννο στην αίθουσα τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ, από την οποία είχε αποφοιτήσει το μακρινό 1954, έγινε η αναγόρευση σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής, «γιατί τόσα χρόνια με είχαν ζαλίσει». Χαριτολογώντας είχε προλάβει να επισημάνει ότι δεν παρέβαινε τις αρχές του καθώς το διδακτοριλίκι δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο, δεν επρόκειτο να διδάξει και, προπάντων, δεν θα εισέπραττε από αυτό ούτε ένα ευρώ! Ωστόσο, με μεγάθυμη ανταπόδοση, πέντε χρόνια αργότερα δώρισε στη Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης του ίδιου πανεπιστημίου, μαζί με τον εξάδελφό του, τον συγγραφέα και συλλέκτη Ιωάννη Μέγα, το σπάνιο αρχείο του, «έργο ζωής», που αριθμούσε πάνω από 90.000 τεκμήρια καθώς και μια απίθανη συλλογή από ελαιογραφίες, ακουαρέλες, σχέδια, χαρακτικά, αφίσες.

Από εκεί και ύστερα βουβαμάρα για τον πλέον «συζητημένο» ποιητή των τελευταίων δεκαετιών. Σε προχωρημένη πια ηλικία τα τελευταία χρόνια παρέμεινε κλινήρης λόγω της επιβαρυμένης υγείας του. Αισθανόταν πια «τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν». Και μετά κατέπεσε. Μεταφέρθηκε σχεδόν ερείπιο σε ίδρυμα αποκατάστασης και ευγηρίας, απ’ όπου δυσκολευόταν να αναγνωρίσει οικεία του πρόσωπα. Ο ποιητής, διηγηματογράφος, δοκιμιογράφος, μεταφραστής, ερευνητής, μελετητής, λαογράφος, εκδότης και βιβλιοκριτικός έσβηνε μέρα με τη μέρα. Ανήμπορος, χωρίς ζωντανή επικοινωνία, άδειαζε από ζωή ο συνειδητά αποσυνάγωγος στοχαστής που λοιδορήθηκε ως ομοφυλόφιλος, κατηγορήθηκε ως εβραιόφιλος και τον περιγέλασαν ως αρνητή της δόξας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αφησε την τελευταία του πνοή στα 89 του χρόνια, το έργο του να κοσμεί την ελληνική ποίηση και το επίθετό του: Χριστιανόπουλος, ένα θεοσεβούμενο όνομα σ’ ένα εικονοκλαστικό σώμα.
anatakti
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ