2013-01-06 22:26:13
Φωτογραφία για Από τον Ασάφ Μπέι στον Ντιρβάνα
Οταν τα σημερινά σύνορα της Τουρκίας καθορίστηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάνης, κάποιες τουρκικές ομάδες και κοινότητες έμειναν εκτός αυτών, μεταξύ των οποίων και η κοινότητα των Τ/κ. Η νεοσύστατη τότε Τουρκική Δημοκρατία (ιδρύθηκε στις 29/10/1923), θέλοντας να δείξει το ενδιαφέρον για τους παραμελημένους και λησμονημένους από τους Οθωμανούς Τουρκοκύπριους λειτούργησε το πρώτο τουρκικό προξενείο στο νησί, το οποίο υπάγονταν στην πρεσβεία της Τουρκίας στο Λονδίνο. Το πρώτο τουρκικό προξενείο στην Κύπρο ιδρύθηκε στη Λάρνακα τον Ιούνιο του 1925, όταν ακόμη το νησί βρισκόταν υπό αγγλική κατοχή.

Σύμφωνα με τ/κ πηγές πρώτος πρόξενος ήταν ο Ασάφ Μπέι. Λέγεται ότι ο Ασάφ επιλέγηκε επειδή γνώριζε την ελληνική και σε συγκεντρώσεις Τ/κ απευθυνόταν σε αυτούς στη γλώσσα αυτή καθότι πολλοί Τ/κ δεν γνώριζαν τουρκικά. Για άγνωστους μέχρι στιγμής λόγους το 1927 το προξενείο βάζει λουκέτο, αλλά ένα χρόνο αργότερα, και συγκεκριμένα τον Ιούλιο του 1928 επαναλειτουργεί στη Λάρνακα. Στη Λευκωσία μεταφέρθηκε μόλις το 1939.


Με την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας η Τουρκία λειτούργησε στη Λευκωσία πρεσβεία, η οποία μέχρι το 1978 βρισκόταν σε μικρή απόσταση από το Λήδρα Παλλας. Από τότε μέχρι σήμερα η λεγόμενη πρεσβεία βρίσκεται απέναντι στο κτήριο της ψευδοβουλής σε μιαν έκταση 8,5 στρεμμάτων όπου και η κατοικία του Τούρκου διπλωμάτη.

Μέχρι τη δεκαετία του ‘50 η Κύπρος δεν αποτελούσε πονοκέφαλο για το τουρκικό ΥΠΕΞ. Με την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ, την ίδρυση, διοίκηση και χρηματοδότηση της ΤΜΤ από την επίσημη τουρκική κυβέρνηση, το ενδεχόμενο Ένωσης της νήσου με την Ελλάδα, το Υπουργείο έθεσε το Κυπριακό στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Στον διορισμό των πρέσβεων δεν γινόταν -και δεν γίνεται- πάντοτε σωστή επιλογή. Υπήρχαν διπλωμάτες που προέρχονταν από τις τάξεις των ενόπλων δυνάμεων, τεχνοκράτες αλλά και οι διπλωμάτες καριέρας δεν έβλεπαν πάντοτε το Κυπριακό και τους Τ/κ με το ίδιο ενδιαφέρον. Κάποιοι ήταν τελείως αδιάφοροι και επεδίωκαν να λήξει η θητεία τους στο νησί χωρίς προβλήματα και προστριβές απολαμβάνοντας το επίδομα εξωτερικού. Κάποιοι άλλοι επενέβαιναν πέραν του δέοντος στα εσωτερικά του ψευδοκράτους, κάποιοι ενεργούσαν ως νομάρχες, λες και τα κατεχόμενα ήταν ο 82ος νομός της Τουρκίας.

Είναι γεγονός ότι η αποστολή του Τούρκου «πρέσβη» στην Κύπρο δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση. Η επί δεκαετίες αυταρχική διακυβέρνηση του ψευδοκράτους από τον Ντενκτάς, είχε ως αποτέλεσμα όλα τα προβλήματα να καταλήγουν στον «πρέσβη», από τον οποίο τα οργανωμένα σύνολα ζητούσαν συμπαράσταση και μεσολάβηση. Στις περιπτώσεις που η Άγκυρα επέβαλλε στους Τ/κ δυσβάστακτα οικονομικά μέτρα, προωθούσε τον ισλαμικό τρόπο ζωής, παρενέβαινε στα εσωτερικά του ψευδοκράτους, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους, ο χώρος που βρίσκεται η «πρεσβεία» μετατρέπονταν σε χώρο συλλαλητηρίων και διαδηλώσεων.

Η τ/κ ηγεσία εξ ανάγκης είχε πάντοτε στενές επαφές με τον εκάστοτε «πρέσβη» της μητέρας πατρίδας. Το ίδιο ίσχυε και για τους διπλωμάτες αφού αποστολή τους ήταν να εφαρμόσουν την πολιτική των κυβερνήσεών τους στο Κυπριακό που για δεκαετίες ήταν –και είναι- η προβολή των θέσεων της τ/κ ηγεσίας και με την ίδρυση του ψευδοκράτους να εργάζονται για την προβολή του ως ανεξάρτητης οντότητας, άξιας αναγνώρισης από τη διεθνή κοινότητα.

Ο μόνος πρέσβης με τον οποίο η τ/κ ηγεσία είχε πολλές διαφορές ήταν ο Εμίν Ντιρβάνα, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα στις 17/8/1960 και παρέμεινε στο νησί μέχρι την 12η Σεπτεμβρίου 1962. Είχε κυπριακή καταγωγή. Διορίστηκε στο νησί από τη χούντα του Γκιουρσέλ (πραξικόπημα 27/5/1960) ενώ ήταν εν αποστρατεία αντισυνταγματάρχης. Σύμφωνα με τ/κ πηγές, ο διορισμός του οφείλονταν αφενός μεν στην καταγωγή του αφετέρου δε στην επιμονή του επίσης Κύπριου, Τ/κ συνταγματάρχη και εκ των ηγετών της χούντας Αλπασλάν Τουρκές. Οι εντολές που είχε λάβει ήταν η πιστή εφαρμογή της πολιτικής της επαναστατικής κυβέρνησης που ήθελε τη συνέχιση της νεοσύστατης Κυπριακής Δημοκρατίας και τη συμβολή του για ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων στο νησί.

Το μεγαλύτερο εμπόδια στην εκτέλεση των καθηκόντων του ήταν η τ/κ ηγεσία και η ηγεσία της ΤΜΤ, οι οποίες δεν εγκατέλειψαν τον πόθο για τη διχοτόμηση της νήσου, εξού και έβλεπαν τον Ντιρβάνα ως το κόκκινο πανί.

Ο Ντιρβάνα πίστευε ειλικρινά στη συμβίωση των δύο κοινοτήτων και βρισκόταν συνεχώς σε αντιπαράθεση με τους αδιάλλακτους. Όταν δολοφονήθηκαν οι δύο δημοσιογράφοι Μουζαφέρ Γκιουρκάν και Αϊχάν Χικμέτ, απέστειλε στην κηδεία στεφάνι και όπως λέγεται αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που ανακλήθηκε στο Κέντρο. Τ/κ πηγές φέρουν τον Ντιρβάνα να συναντάται συχνά με τους δημοσιογράφους και όπως αναφέρει ο συγγραφέας–δημοσιογράφος και πρόεδρος της τ/κ Ένωσης συντακτών της εποχής, Χικμέτ Μαπολάρ, ο Ντιρβάνα τους εμψύχωνε λεγόντας «μην φοβάστε, είμαι δίπλα σας». Ο Μαπολάρ αναφέρεται σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στην πρεσβεία με πρωταγωνιστή τον ίδιο και τον Ντιρβάνα. Σύμφωνα με την αφήγηση του Μαπολάρ, θέλοντας να απαντήσει σε ένα άρθρο του δημοσιογράφου Φαρμακίδη στην «Αλήθεια», που στρεφόταν κατά των Τούρκων και του τουρκισμού, δημοσίευσε στη Χαλκίν Σεσί ένα δικό του στο οποίο προσέβαλλε την ιδιωτική ζωή του Φαρμακίδη. Την επομένη κλήθηκε στην πρεσβεία μαζί με άλλους δημοσιογράφους οπότε ο Ντιρβάνα, εκτός του ότι τον πρόσβαλε, του επιτέθηκε με γροθιές.

Στις 15 Μαΐου 1964 η εφημερίδα Μιλιέτ φιλοξένησε επιστολή του Ντενκτάς με τίτλο «Τα λάθη που διαπράχτηκαν στην Κύπρο». Αφού αναφέρει ότι δεν ήταν δυνατόν οι Τ/κ να εμπιστευτούν τον Μακάριο και τους Ε/κ και ότι θα πρέπει να πάρουν τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας (ίσως υπονοούσε να εξοπλιστούν) εξιστορεί γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ του ιδίου και του Ντιρβάνα. 

Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ο νέος πρέσβης, τον επισκέφθηκε ο Ντενκτάς και του ανέφερε τους ενδοιασμούς και ανησυχίες του για το μέλλον των Τ/κ στη νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία, υπενθυμίζοντας την πολιτική των Ελλήνων στην Κρήτη κ.λπ. Η απάντηση του πρέσβη ήταν αποστομωτική. «Δεν έχω διάθεση να χάνω τον χρόνο μου με τέτοια θέματα. Η πολιτική της χώρας μου είναι η συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και προς τούτο οι συμφωνίες φέρουν την υπογραφή της Τουρκίας». Ήταν η πρώτη ρήξη μεταξύ των δύο ανδρών. Στην επιστολή του ο Ντενκτάς επικρίνει τον Ντιρβάνα για τις επαφές που είχε με τον Ιχσάν Αλή και τους δολοφονηθέντες δύο Τ/κ δημοσιογράφους, ισχυριζόμενος ότι ο Ντιρβάνα πίστευε ότι δράστες της δολοφονίας ήταν άτομα από τον κύκλο της τ/κ ηγεσίας και της ΤΜΤ. Αναφέρει ακόμη ότι ο Ντιρβάνα απαγόρευε την ανάρτηση της τουρκικής σημαίας για ψύλλου πήδημα και διεμήνυσε στην τ/κ ηγεσία ότι υπάρχουν νόμοι που διέπουν το πότε αναρτάται η σημαία, πότε κυματίζει μεσίστια κ.λπ.

Στην απάντηση του Ντιρβάνα στην ίδια εφημερίδα χαρακτηρίζει τα γραφόμενα του Ντενκτάς «κουβέντες του καφενέ» και υπεραμύνεται του εαυτού του λέγοντας ότι κατά την αποστολή του στο νησί δεν συνέβη κανένα επεισόδιο, κανένας φόνος, και δεν εθίγησαν τα δικαιώματα των Τ/κ στο νησί. Υποστηρίζει ότι ο Γιωρκάτζης τον επισκέφθηκε στην πρεσβεία και του ζήτησε όπως Τουρκία και Ελλάδα αποστείλουν έμπειρους άνδρες ασφαλείας για τη σύλληψη κάποιων Ε/κ φανατικών, οι οποίοι στόχευαν να μεταφέρουν οπλισμό στο νησί από τα ελληνικά νησιά.

Ο ΝΤΙΡΒΑΝΑ αναφέρει ακόμη ότι η τοποθέτηση βόμβας στο Τουρκικό Γραφείο Πληροφοριών την 7/6/1958 ήταν τουρκική προβοκάτσια, άσχετα αν η τ/κ ηγεσία και η ΤΜΤ ισχυρίζονται ότι επρόκειτο για ε/κ ενέργεια και ήθελαν να τιμάται η ημέρα αυτή ως εθνική και με σημαιοστολισμούς, κάτι που για τον Ντιρβάνα ήταν αδιανόητο.

Σύμφωνα με τη Βολκάν (5/11/12) ο Ντιρβάνα υποστήριζε τα εξής: «Ο Μακάριος έχει καλές προθέσεις. Προβαίνει στις γνωστές δηλώσεις για να παραπλανήσει τους Ε/κ που επιδιώκουν την Ενωση. Είναι άτομο που πιστεύει στη συνέχιση της Δημοκρατίας. Θα πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του. Ενέργειες όπως εισαγωγή κυνηγετικών όπλων, σύσταση οργανώσεων, ενώσεων κ.λπ. τον αποδυναμώνουν. Να έχετε υπόψη σας ότι η μητέρα πατρίδα βρίσκεται στο πλευρό σας. Εσείς ασχοληθείτε με τις δουλειές σας».

Οι τόσο φιλειρηνικές δηλώσεις και ενέργειες του Ντιρβάνα ήταν επόμενο να εξοργίσουν την αδιάλλακτη τ/κ ηγεσία, η οποία μέχρι και σήμερα ακόμη δεν χάνει ευκαιρία να τον στιγματίσει.

Τον Νοέμβριο του 2010 ο τηλεοπτικός σταθμός του Μπαϊράκ φιλοξένησε τον καθηγητή και αρθρογράφο Ατά Ατούν και τον δημοσιογράφο Σανασί Μπασαράν, οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι ο Ντιρβάνα ήταν ομοφυλόφιλος και ότι διοργάνωνε όργια με νεαρούς Άγγλους.

21 ΣΕ ΥΠΗΡΕΣΙΑ Στα 52 χρόνια που μεσολάβησαν από το 1960, 21 Τούρκοι «πρέσβεις» υπηρέτησαν στο νησί με πρώτο τον Εμίν Ντιρβάνα. Πρώτος «πρέσβης» μετά την ανακήρυξη του ψευδοκράτους ήταν ο Ινάλ Μπατού (1979-1984) ο οποίος είναι ο ένας από τους δύο «πρέσβεις» που υπηρέτησαν μια πενταετία. (Ο άλλος είναι ο Ερτζουμέν Γιαβουζάλπ). Ο προκάτοχος του νυν «πρέσβη» Χαλίλ Ακτσά, ο Καγιά Τουρκμέν υπηρέτησε στο νησί μόλις 8 μήνες. Στην πλειοψηφία τους οι διπλωμάτες που διορίζονται στα κατεχόμενα προέρχονται από πρεσβείες της Μέσης Ανατολής και των αραβικών κρατών. Ο μόνος «πρέσβης» που προερχόταν από πρεσβεία της Ευρώπης ήταν ο Τουρκμέν (Λισαβόνα). Αρκετοί από τους «πρέσβεις» που υπηρέτησαν στο νησί κατέλαβαν στη συνέχεια σημαντικές θέσεις σε διάφορες πρεσβείας της Τουρκίας και ως μόνιμοι αντιπρόσωποι της χώρας σε διάφορους διεθνείς οργανισμούς. 

Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση του Χαλίλ Ακτσά, ο οποίος μέχρι τον Μάρτιο του 2011 υπηρετούσε ως επικεφαλής της Υπηρεσίας Βοήθειας της Τουρκίας προς τους Τ/κ, υπηρεσία η οποία εδρεύει στην «πρεσβεία». Ήταν η εποχή που η Τουρκία, με τα οικονομικά πρωτόκολλα και δέσμες μετέτρεψε τον βίο των Τ/κ σε αβίωτο, οπότε κόμματα, συντεχνίες, σύνδεσμοι …πραγματοποιούσαν επί καθημερινής σχεδόν βάσεως διαδηλώσεις έξω από την «πρεσβεία» για να καταδικάσουν την πολιτική αυτή. Όλα τα πυρά στρέφονταν κατά του εισηγητή και συντάκτη των μέτρων Χαλίλ Ακτσά. Οργανωμένα σύνολα απευθύνθηκαν στον Ερογλου ζητώντας του να απαιτήσει από την Τουρκία τον επαναπατρισμό του, κάτι που έπραξε αλλά προς μεγάλη του απογοήτευση, αντί τον επαναπατρισμό του, η Αγκυρα τον διόρισε «πρέσβη», τερματίζοντας την αποστολή του αγαπητού στους Τ/κ Καγιά Τουρκμέν, 8 μόλις μήνες από την ανάληψη καθηκόντων στην «πρεσβεία». Αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι σχέσεις Ερογλου–Αγκυρας δεν είναι στο επιθυμητό σημείο. 

Πρόσφατα ο «πρέσβης» ήταν πρωταγωνιστής σε επεισόδιο σε εστιατόριο της κατεχόμενης Λευκωσίας όταν, την ώρα του δείπνου με αριθμό πολιτικών, η δημοσογράφος Ράνα Σάρο τράβηξε μια φωτογραφία, κάτι που εξόργισε τον «πρέσβη» και της ζήτησε να την σβήσει απειλώντας ότι, αν δεν υπακούσει, θα συλληφθεί. Για μέρες οργανωμένα σύνολα και το σύνολο του δημοσιογραφικού κόσμου καταδίκαζαν την ενέργεια και τις απειλές. Δικαιολογία του Ακτσά ότι δεν ήξερε ότι ήταν δημοσιογράφος. 

 http://www.philenews.com/digital/
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ