2018-04-08 17:12:40
Η 13η Νοεμβρίου 1985 ήταν μια μαύρη μέρα για την Κολομβία, μια μέρα που οδήγησε στο θάνατο περίπου 23.000-25.000 κατοίκους της πόλης Αρμέρο. Το ηφαίστειο Νεβάδο ντελ Ρουίς αποφάσισε να ξυπνήσει αργά τη νύχτα, ενώ οι κάτοικοι της πόλης κοιμόντουσαν ήσυχοι στα σπίτια τους. Ενεργό εδώ και δύο εκατομμύρια χρόνια, το ηφαίστειο παρουσίαζε κατά καιρούς περιόδους αυξημένης δραστηριότητας και αυτή στην Κολομβία ήταν μία από αυτές, γεμίζοντας την πόλη με τη μαυρίλα του θανάτου.
Από την έκρηξη του ηφαιστείου προκλήθηκαν τα λεγόμενα «λαχάρ», ροές από μείγμα λάσπης και ηφαιστειακών υλικών. Η λάβα ξεχύθηκε προς κάθε κατεύθυνση, τα χιόνια στην κορυφή του βουνού έλιωσαν και ορμητικά ποτάμια νερού σκέπασαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η πόλη Αρμέρο, που βρίσκεται 96 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Μπογκοτά, θάφτηκε κάτω από τόνους λάσπης.
Η 13χρονη Omayra Sanchez που ζούσε στην Αρμέρο με την οικογένειά της και τη θεία της ξυπνάει από την έντονη μυρωδιά του θείου
. Η μητέρα της δεν είναι στο σπίτι, έχει φύγει από το προηγούμενο βράδυ για να εργαστεί στην Μπογκοτά. Το σπίτι της έφηβης θάβεται κάτω από τη λάσπη, ο πατέρας και η θεία της πεθαίνουν ακαριαία. Η Omayra κάνει απεγνωσμένες προσπάθειες να βγει από τα χαλάσματα, αλλά είναι αδύνατο. Τα πόδια της, που τα έχει σφιχταγκαλιάσει η νεκρή θεία της, έχουν παγιδευτεί κάτω από την πεσμένη στέγη του σπιτιού της.
Στο σημείο φτάνουν σωστικά συνεργεία. Κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να βγάλουν την 13χρονη από τα χαλάσματα, την οποία εντοπίζουν από το χέρι της που προεξέχει από αυτά. Όμως δεν τα καταφέρνουν καθώς είναι αδύνατο να απομακρύνουν τη στέγη που έχει πέσει πάνω στα πόδια της, ενώ η στάθμη των λασπόνερων ανεβαίνει δραματικά, μουλιάζοντας στην κυριολεξία το σώμα του παιδιού. Οι διασώστες αναγκάζονται να περάσουν ένα σωσίβιο γύρω από το πάνω μέρος του σώματός της για να την κρατούν σταθερά στην επιφάνεια, της δίνουν γλυκά και νερό, οτιδήποτε θα μπορέσει να ανακουφίσει έστω και λίγο τον πόνο και την απελπισία που νιώθει.
Οι Αρχές της Κολομβίας είχαν υποτιμήσει το μέγεθος της καταστροφής, παρόλο που γενικά είχαν στη διάθεσή τους μεγάλη δύναμη από στρατό και αστυνομία. Βέβαια λίγο πριν την έκρηξη οι περισσότερες δυνάμεις είχαν σταλεί στην Μπογκοτά για να καταστείλουν τα επεισόδια με τους αντάρτες. Στις προσπάθειες διάσωσης μετά την έκρηξη του ηφαιστείου συμμετείχε ο Ερυθρός Σταυρός και κάποιοι εθελοντές. Μάλιστα ο Ερυθρός Σταυρός είχε ζητήσει από την κυβέρνηση της Κολομβίας να στείλει ένα ειδικό σωλήνα για την άντληση των νερών, κάτι που δεν έγινε, ενώ αναξιοποίητη παρέμενε και όσο βοήθεια έστελναν άλλες χώρες.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα η διάσωση της Omayra, και πολλών άλλων εγκλωβισμένων, φαινόταν αδύνατη και ο θάνατος φάνταζε θέμα ωρών. Τα τηλεοπτικά συνεργεία άρχισαν να μαζεύονται στο σημείο και να μεταδίδουν εικόνες της μικρής, η οποία επί σχεδόν τρεις μέρες πάλευε να κρατηθεί στη ζωή.
Δύο μέρες μετά την έκρηξη του ηφαιστείου φτάνει στην Μπογκοτά ο φωτογράφος Frank Fournier. Ένας χωρικός τον πλησιάζει και του λέει ότι στην πόλη Αρμέρο, που έχει στην κυριολεξία μετατραπεί σε λασπώδη παραλία, βρίσκεται παγιδευμένο κάτω από τα χαλάσματα ένα 13χρονο κορίτσι.
«Στο σημείο που ήταν η Omayra, μια μεγάλη λακούβα, υπήρχαν τριγύρω εγκλωβισμένοι και άλλοι άνθρωποι. Άκουγα τις κραυγές τους για βοήθεια και μετά μία σιωπή, μία απόκοσμη σιωπή» είχε πει αργότερα στο BBC ο φωτογράφος. Ο Fournier περιγράφει πώς όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω της δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν, παρά μόνο να την παρηγορήσουν.
«Όταν τράβηξα τις φωτογραφίες αισθάνθηκα εντελώς ανίσχυρος απέναντι σε αυτό το μικρό κορίτσι που αντιμετώπιζε τον θάνατο με θάρρος και αξιοπρέπεια. Μπορεί και να ένιωθε ότι η ζωή της κόντευε στο τέλος. […] Εγώ πάλι ένιωθα ότι το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν μέσα από τις φωτογραφίες μου να περάσω το κουράγιο, την δυστυχία και την αξιοπρέπεια αυτού του κοριτσιού ελπίζοντας να κινητοποιήσω τον πλανήτη ώστε να βοηθήσουν αυτούς που είχαν σωθεί» είπε.
Για αρκετές ώρες η Omayra δεν είχε χάσει την ψυχραιμία της: τραγουδούσε, ζητούσε να φάει γλυκά και να πιει σόδα, ενώ είχε δεχτεί να δώσει συνέντευξη στην κρατική τηλεόραση της Ισπανίας, παραμένοντας εγκλωβισμένη κάτω από τα ερείπια. Μάλιστα μέσω του τηλεοπτικού σταθμού έστειλε και μήνυμα στη μαμά της, που ήταν στην Μπογκοτά, λέγοντας της πόσο την αγαπάει.
Υπήρχαν στιγμές που «έσπαγε», έλεγε πόσο φοβισμένη ήταν και εκλιπαρούσε να τη σώσουν. Την τρίτη νύχτα κάτω από τα ερείπια η μικρή άρχισε να έχει παραισθήσεις και επαναλάμβανε ότι δεν ήθελε να αργήσει στο σχολείο για να μη χάσει το διαγώνισμα στα μαθηματικά. Τα μάτια της κοκκίνιζαν, το πρόσωπό της πρήστηκε και τα χέρια της άσπρισαν. Κάπου εκεί, λίγο πριν το τέλος, ζήτησε από τους εθελοντές και τα τηλεοπτικά συνεργεία να την αφήσουν να ξεκουραστεί. Μετά από μια μάχη που κράτησε σχεδόν 60 ώρες η Omayra άφησε την τελευταία της πνοή από γάγγραινα και υποθερμία.
Ο φωτογράφος τράβηξε την 13χρονη, αποτυπώνοντας στο φακό όλη την τραγωδία. Μάλιστα αυτή η τραγική φωτογράφιση έμελλε να του χαρίσει το βραβείο «Καλύτερης φωτογραφίας Τύπου» στα World Press Photo του 1986. «Αισθανόμουν ότι έπρεπε να ενημερώσω τι είχε βιώσει αυτό το κορίτσι σχεδόν 60 ώρες παγιδευμένο μέσα στην λάσπη» είχε πει μεταξύ άλλων στο BBC.
Όπως ήταν αναμενόμενο η φωτογραφία της Omayra πριν το τέλος, με τα κόκκινα μάτια που έκλειναν μέσα τους την απελπισία της, και τα πρησμένα χέρια, προκάλεσαν αντιδράσεις και ο Fournier χαρακτηρίστηκε από μερίδα της κοινής γνώμης «γύπας» που δημοσιοποίησε τις φωτογραφίες μόνο για το κέρδος. «Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες Omayra σε όλο τον κόσμο, σημαντικές ιστορίες για φτωχούς και αδύναμους, και οι φωτορεπόρτερ είναι εκεί για να δημιουργήσουν τις γέφυρες και να γίνουν γνωστές οι ιστορίες τους» ήταν η απάντησή του σε όσους τον κατέκριναν.
Η 13χρονη έγινε το σύμβολο των σχεδόν 23.000 νεκρών και πέθανε σε ζωντανή μετάδοση, στη δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή από έκρηξη ηφαιστείου του 20ου αιώνα. Η μητέρα της σώθηκε καθώς ήταν στην Μπογκοτά, ενώ ζωντανός από τα ερείπια κατάφερε να βγει και ο αδερφός της. «Είναι τρομερό αλλά πρέπει να σκεφτούμε αυτούς που έζησαν. Θα ζήσω για το γιο μου, που έχασε μόνο ένα δάχτυλο» είχε πει η μητέρα της Omayra.
Πηγή
Tromaktiko
Από την έκρηξη του ηφαιστείου προκλήθηκαν τα λεγόμενα «λαχάρ», ροές από μείγμα λάσπης και ηφαιστειακών υλικών. Η λάβα ξεχύθηκε προς κάθε κατεύθυνση, τα χιόνια στην κορυφή του βουνού έλιωσαν και ορμητικά ποτάμια νερού σκέπασαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης. Η πόλη Αρμέρο, που βρίσκεται 96 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Μπογκοτά, θάφτηκε κάτω από τόνους λάσπης.
Η 13χρονη Omayra Sanchez που ζούσε στην Αρμέρο με την οικογένειά της και τη θεία της ξυπνάει από την έντονη μυρωδιά του θείου
Στο σημείο φτάνουν σωστικά συνεργεία. Κάνουν απεγνωσμένες προσπάθειες να βγάλουν την 13χρονη από τα χαλάσματα, την οποία εντοπίζουν από το χέρι της που προεξέχει από αυτά. Όμως δεν τα καταφέρνουν καθώς είναι αδύνατο να απομακρύνουν τη στέγη που έχει πέσει πάνω στα πόδια της, ενώ η στάθμη των λασπόνερων ανεβαίνει δραματικά, μουλιάζοντας στην κυριολεξία το σώμα του παιδιού. Οι διασώστες αναγκάζονται να περάσουν ένα σωσίβιο γύρω από το πάνω μέρος του σώματός της για να την κρατούν σταθερά στην επιφάνεια, της δίνουν γλυκά και νερό, οτιδήποτε θα μπορέσει να ανακουφίσει έστω και λίγο τον πόνο και την απελπισία που νιώθει.
Οι Αρχές της Κολομβίας είχαν υποτιμήσει το μέγεθος της καταστροφής, παρόλο που γενικά είχαν στη διάθεσή τους μεγάλη δύναμη από στρατό και αστυνομία. Βέβαια λίγο πριν την έκρηξη οι περισσότερες δυνάμεις είχαν σταλεί στην Μπογκοτά για να καταστείλουν τα επεισόδια με τους αντάρτες. Στις προσπάθειες διάσωσης μετά την έκρηξη του ηφαιστείου συμμετείχε ο Ερυθρός Σταυρός και κάποιοι εθελοντές. Μάλιστα ο Ερυθρός Σταυρός είχε ζητήσει από την κυβέρνηση της Κολομβίας να στείλει ένα ειδικό σωλήνα για την άντληση των νερών, κάτι που δεν έγινε, ενώ αναξιοποίητη παρέμενε και όσο βοήθεια έστελναν άλλες χώρες.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα η διάσωση της Omayra, και πολλών άλλων εγκλωβισμένων, φαινόταν αδύνατη και ο θάνατος φάνταζε θέμα ωρών. Τα τηλεοπτικά συνεργεία άρχισαν να μαζεύονται στο σημείο και να μεταδίδουν εικόνες της μικρής, η οποία επί σχεδόν τρεις μέρες πάλευε να κρατηθεί στη ζωή.
Δύο μέρες μετά την έκρηξη του ηφαιστείου φτάνει στην Μπογκοτά ο φωτογράφος Frank Fournier. Ένας χωρικός τον πλησιάζει και του λέει ότι στην πόλη Αρμέρο, που έχει στην κυριολεξία μετατραπεί σε λασπώδη παραλία, βρίσκεται παγιδευμένο κάτω από τα χαλάσματα ένα 13χρονο κορίτσι.
«Στο σημείο που ήταν η Omayra, μια μεγάλη λακούβα, υπήρχαν τριγύρω εγκλωβισμένοι και άλλοι άνθρωποι. Άκουγα τις κραυγές τους για βοήθεια και μετά μία σιωπή, μία απόκοσμη σιωπή» είχε πει αργότερα στο BBC ο φωτογράφος. Ο Fournier περιγράφει πώς όλοι όσοι βρίσκονταν γύρω της δεν μπορούσαν να τη βοηθήσουν, παρά μόνο να την παρηγορήσουν.
«Όταν τράβηξα τις φωτογραφίες αισθάνθηκα εντελώς ανίσχυρος απέναντι σε αυτό το μικρό κορίτσι που αντιμετώπιζε τον θάνατο με θάρρος και αξιοπρέπεια. Μπορεί και να ένιωθε ότι η ζωή της κόντευε στο τέλος. […] Εγώ πάλι ένιωθα ότι το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω ήταν μέσα από τις φωτογραφίες μου να περάσω το κουράγιο, την δυστυχία και την αξιοπρέπεια αυτού του κοριτσιού ελπίζοντας να κινητοποιήσω τον πλανήτη ώστε να βοηθήσουν αυτούς που είχαν σωθεί» είπε.
Για αρκετές ώρες η Omayra δεν είχε χάσει την ψυχραιμία της: τραγουδούσε, ζητούσε να φάει γλυκά και να πιει σόδα, ενώ είχε δεχτεί να δώσει συνέντευξη στην κρατική τηλεόραση της Ισπανίας, παραμένοντας εγκλωβισμένη κάτω από τα ερείπια. Μάλιστα μέσω του τηλεοπτικού σταθμού έστειλε και μήνυμα στη μαμά της, που ήταν στην Μπογκοτά, λέγοντας της πόσο την αγαπάει.
Υπήρχαν στιγμές που «έσπαγε», έλεγε πόσο φοβισμένη ήταν και εκλιπαρούσε να τη σώσουν. Την τρίτη νύχτα κάτω από τα ερείπια η μικρή άρχισε να έχει παραισθήσεις και επαναλάμβανε ότι δεν ήθελε να αργήσει στο σχολείο για να μη χάσει το διαγώνισμα στα μαθηματικά. Τα μάτια της κοκκίνιζαν, το πρόσωπό της πρήστηκε και τα χέρια της άσπρισαν. Κάπου εκεί, λίγο πριν το τέλος, ζήτησε από τους εθελοντές και τα τηλεοπτικά συνεργεία να την αφήσουν να ξεκουραστεί. Μετά από μια μάχη που κράτησε σχεδόν 60 ώρες η Omayra άφησε την τελευταία της πνοή από γάγγραινα και υποθερμία.
Ο φωτογράφος τράβηξε την 13χρονη, αποτυπώνοντας στο φακό όλη την τραγωδία. Μάλιστα αυτή η τραγική φωτογράφιση έμελλε να του χαρίσει το βραβείο «Καλύτερης φωτογραφίας Τύπου» στα World Press Photo του 1986. «Αισθανόμουν ότι έπρεπε να ενημερώσω τι είχε βιώσει αυτό το κορίτσι σχεδόν 60 ώρες παγιδευμένο μέσα στην λάσπη» είχε πει μεταξύ άλλων στο BBC.
Όπως ήταν αναμενόμενο η φωτογραφία της Omayra πριν το τέλος, με τα κόκκινα μάτια που έκλειναν μέσα τους την απελπισία της, και τα πρησμένα χέρια, προκάλεσαν αντιδράσεις και ο Fournier χαρακτηρίστηκε από μερίδα της κοινής γνώμης «γύπας» που δημοσιοποίησε τις φωτογραφίες μόνο για το κέρδος. «Υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες Omayra σε όλο τον κόσμο, σημαντικές ιστορίες για φτωχούς και αδύναμους, και οι φωτορεπόρτερ είναι εκεί για να δημιουργήσουν τις γέφυρες και να γίνουν γνωστές οι ιστορίες τους» ήταν η απάντησή του σε όσους τον κατέκριναν.
Η 13χρονη έγινε το σύμβολο των σχεδόν 23.000 νεκρών και πέθανε σε ζωντανή μετάδοση, στη δεύτερη μεγαλύτερη καταστροφή από έκρηξη ηφαιστείου του 20ου αιώνα. Η μητέρα της σώθηκε καθώς ήταν στην Μπογκοτά, ενώ ζωντανός από τα ερείπια κατάφερε να βγει και ο αδερφός της. «Είναι τρομερό αλλά πρέπει να σκεφτούμε αυτούς που έζησαν. Θα ζήσω για το γιο μου, που έχασε μόνο ένα δάχτυλο» είχε πει η μητέρα της Omayra.
Πηγή
Tromaktiko
VIDEO
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ