2025-07-21 14:33:47
Φωτογραφία για Κ. Γαβρόγλου: Το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου
του καθηγητή Κώστα Γαβρόγλου

Το τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου και οι αντιστάσεις στην αποδοχή των ανακαλύψεών του

Πιθανολογούμενα ως τηλεσκόπια του Γαλιλαίου, στο μουσείο Γαλιλαίου της Φλωρεντίας

Οι πρώτες μαρτυρίες για το τηλεσκόπιο είναι του 1608, όταν τρεις Ολλανδοί κατέθεσαν αίτηση για κατοχύρωση ενός οργάνου που έκανε διάφορα μακρινά αντικείμενα να φαίνονται ότι βρίσκονται πολύ κοντά. Οι ολλανδικές αρχές αρνήθηκαν την κατοχύρωση της εφεύρεσης, μιας και ήταν πολύ απλό να αντιγραφεί: επρόκειτο για δυο φακούς, έναν κυρτό και έναν κοίλο, σε ένα σωληνάριο. Ο συνδυασμός των φακών και η ρύθμιση της μεταξύ τους απόστασης μεγέθυνε τα αντικείμενα τρεις με τέσσερις φορές. Το 1609 γνωρίζουμε πως τηλεσκόπια πωλούνταν στο Παρίσι και στη συνέχεια στην Ιταλία. Όταν ο Γαλιλαίος επισκέφτηκε τη Βενετία, ενημερώθηκε για την ύπαρξη του οργάνου με τις «μαγικές» ικανότητες από τον φίλο του Paolo Sarpi. Με την επιστροφή του στην Πάντοβα άρχισε να επινοεί τρόπους για να βελτιώσει τους φακούς ώστε να μπορεί να μεγεθύνει ακόμη περισσότερο τα αντικείμενα.(…)


Ο Γαλιλαίος συνέχισε να βελτιώνει το τηλεσκόπιο. Παρά το γεγονός ότι εκείνη την εποχή δεν είχαν διερευνηθεί συστηματικά οι νόμοι της οπτικής, ο Γαλιλαίος, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα επιδέξιος στον χειρισμό οργάνων και γνώριζε τεχνικούς που ήξεραν να κατασκευάζουν όργανα από γυαλί, κατάλαβε πως η δυνατότητα για μεγέθυνση ενός τέτοιου απλού συστήματος εξαρτάται από τον λόγο των εστιακών αποστάσεων των δυο φακών και, άρα, χρειαζόταν έναν σχετικά πιο αδύναμο κυρτό φακό και έναν σχετικά πιο ισχυρό κοίλο φακό. Όταν κατάφερε να κατασκευάσει ένα τηλεσκόπιο που μεγέθυνε τα αντικείμενα περίπου 20 φορές, έστρεψε το όργανο αυτό – κατασκοπευτικό γυαλί με την ορολογία της εποχής, που θα ονομαστεί τηλεσκόπιο το 1611 από τον ελληνικής καταγωγής ποιητή και θεολόγο Giovanni Demisiani – προς τον ουρανό. Από τον Νοέμβριο του 1609 άρχισε να παρατηρεί συστηματικά τα ουράνια σώματα και να καταγράφει τις εκπληκτικές ανακαλύψεις του.

Τίποτε πια δεν θα ήταν το ίδιο με πριν για τους αστρονόμους, τους φιλοσόφους και τους θεολόγους.

(…) Όλες οι ανακαλύψεις μαζί – η ανώμαλη επιφάνεια της Σελήνης, οι δορυφόροι του Δία, τα αμέτρητα άστρα που αποτελούσαν τον Γαλαξία, οι φάσεις της Αφροδίτης, οι κηλίδες του Ήλιου και το ιδιόμορφο σχήμα του Κρόνου – κλόνισαν αναπότρεπτα την πίστη του Γαλιλαίου στο πτολεμαϊκό σύστημα. Η – πλήρης – υιοθέτηση του κοπερνίκειου συστήματος ήταν πια θέμα χρόνου.

Αντιστάσεις στην αποδοχή των ανακαλύψεων

Ενώ πολλοί είχαν εντυπωσιαστεί από αυτές τις ανακαλύψεις, αρχίζει και ένα κύμα αντιδράσεων και αμφισβητήσεων ως προς το εάν όντως υπάρχουν όσα ο Γαλιλαίος υποστήριζε ότι είχε δει.(…)

Την εποχή εκείνη, η αμφισβήτιση ακόμη και αυτών καθαυτών των παρατηρήσεων μέσω τηλεσκοπίου δεν ήταν αδικαιολόγητη. Επί πολλούς αιώνες οι λόγιοι ερμήνευαν τον κόσμο με βάση τις παρατηρήσεις που έκαναν με γυμνό μάτι. Όταν άρχισε να χρησιμοποιείται το τηλεσκόπιο, έβλεπαν και πράγματα που ήταν δημιουργήματα των φακών (όπως ήταν τα χρώματα στην περιφέρεια των φακών ή στο περίγραμμα των αντικειμένων που παρατηρούσαν, ή τα αντεστραμμένα είδωλα τα οποία δεν ήταν σε θέση να τα ερμηνεύσουν). Οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου με το τηλεσκόπιο αμφισβητήθηκαν έντονα όχι μόνον λόγω των διαστρεβλώσεων που δημιουργούσαν οι ίδιοι οι φακοί, αλλά εξαιτίας της κυρίαρχης επιστημολογίας, με βάση την οποία η ερμηνεία της φύσης βασιζόταν στην παρατήρησή της, χωρίς την παρεμβολή άλλων μέσων πλην μόνον του ίδιου του ματιού. Μάλιστα ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους και καθηγητής φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Πάντοβας, ο Cesare Cremonini (1550-1631), καίτοι συνάδελφος αλλά και φίλος του Γαλιλαίου, αρνήθηκε να κοιτάξει μέσα από το τηλεσκόπιο, επιμένοντας ότι ο Αριστοτέλης είχε αποδείξει ότι η Σελήνη είναι μια τέλεια σφαίρα.

Ο δεύτερος λόγος για την αντίσταση που υπήρχε ως προς την αποδοχή των εν λόγω ανακαλύψεων ήταν κοινωνικός. Την εποχή εκείνη οι φιλόσοφοι είχαν την αποκλειστική δικαιοδοσία ως προς τα κοσμολογικά ζητήματα. Η αριστοτελική-πτολεμαϊκή κοσμολογία βρισκόταν σε αρμονία με τις Γραφές, και δεν ήταν στις αρμοδιότητες των αστρονόμων και των μαθηματικών ούτε να εμπλέκονται σε θέματα κοσμολογίας αλλά ούτε να επιχειρούν επανερμηνείες των Γραφών. Οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί, χρησιμοποιώντας και βελτιώνοντας τις μαθηματικές τεχνικές της Μεγίστης, ήταν επικεντρωμένοι στους υπολογισμούς που συνέβαλλαν στην κατασκευή ωροσκοπίων, στην πρόβλεψη εκλείψεων, στον υπολογισμό των εορτών, των ισημεριών κτλ. Έτσι, λοιπόν, οι μαθηματικοί και οι αστρονόμοι ήταν «υπεύθυνοι» για τους υπολογισμούς και για το «σώζειν τα φαινόμενα» σε περιπτώσεις όπου υπήρχαν παρατηρήσεις νέων φαινομένων ή για να κάνουν ακριβέστερες μετρήσεις φαινομένων που ήταν ήδη γνωστά. Οι φιλόσοφοι ήταν «υπεύθυνοι» για την εργασία της πραγματικότητας που μας περιβάλλει ή άλλων θεμάτων, όπως εκείνα της ηθικής και της μεταφυσικής. Οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί διεκδικούσαν ένα μερίδιο δικαιοδοσίας για θέματα κοσμολογίας από τους φιλοσόφους, και αυτό δημιουργούσε εντάσεις ανάμεσα στις δύο ομάδες λογίων, δεδομένου πως οι διαμάχες για θέματα δικαιοδοσία είναι ουσιαστικά διαμάχες και για τον κοινωνικό ρόλο της κάθε ομάδας και την ταυτότητα των μελών τους. Ας θυμηθούμε πως ανάλογη θέση είχε εκφράσει και ο Κοπέρνικος στην αφιέρωσή του στον Πάπα.

Ο τρίτος λόγος για τις αμφιβολίες που υπήρχαν ως προς την αποδοχή των υπό συζήτηση ανακαλύψεων ήταν επειδή καμία από αυτές δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει με απόλυτο τρόπο το κοπερνίκειο σύστημα. Υπονόμευαν, βέβαια την αριστοτελική-πτολεμαϊκή κοσμολογία, αλλά αυτή είχε ήδη υποστεί σοβαρά πλήγματα: Ο Brahe είχε αποδείξει ότι οι υπολογισμοί των τροχιών των κομητών οδηγούσαν στην «κατάρριψη» των κρυστάλλινων σφαιρών, και η παρατήρηση νέων αστεριών αμφισβητούσε τον αναλλοίωτο χαρακτήρα των ουρανών. Βέβαια ο Γαλιλαίος είχε αποφύγει να υπερασπιστεί το κοπερνίκειο σύστημα στο σύγγραμμά του, αλλά ήταν σαφές ότι η αποδοχή όλων των ανακαλύψεών του θα οδηγούσε αν όχι στη βαθμιαία εγκατάλειψη της αριστοτελικής κοσμολογίας, σίγουρα στην έντονη αμφισβήτισή της και στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών που ενδεχομένως να οδηγούσαν στην υιοθέτηση του κοπερνίκειου συστήματος.

Παρ’ όλα αυτά, το πτολεμαϊκό σύστημα φάνηκε να είναι εξαιρετικά ανθεκτικό: η εγκυρότητα και χρησιμότητά του που επιβεβαιώνονταν για σχεδόν 15 αιώνες. είχε καταφέρει να δώσει «εξηγήσεις» για φαινόμενα που, εκ πρώτης όψεως, δεν ήταν ερμηνεύσιμα. μπορούσε να ενσωματώσει πολλές μαθηματικές επινοήσεις ώστε να βελτιώνονται οι συμφωνίες των παρατηρήσεων με τα αποτελέσματα των υπολογισμών, χωρίς να αμφισφητηθεί η κοσμολογία πάνω στην οποία στηριζόταν. Πολλοί αστρονόμοι – αν όχι η πλειονότητά τους – είχαν τεράστια ευχέρεια στον χειρισμό των παραδοσιακών τεχνικών, και το πτολεμαϊκό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούσαν δεν δημιουργούσε καμία ένταση με τις εκκλησιαστικές αρχές.

Υπήρχε, λοιπόν, μεγάλη διστακτικότητα στο να ταυτιστούν με την αναδυόμενη φυσική φιλοσοφία και να αποδεχθούν ασμένως τις νέες ανακαλύψεις. Το κοπερνίκειο σύστημα, ενώ ποιοτικά εξασφάλιζε απλούστερες ερμηνείες, δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί με έναν σαφή τρόπο – και σίγουρα δεν μπορουσε, με βάση μόνον τα παρατηρησιακά δεδομένα και κυρίως λόγω της μη παρατήρησης της παράλλαξης, να προτιμηθεί έναντι ακόμα και του συστήματος του Brahe. Οι καινοτομίες του κοπερνίκειου συστήματος δεν ήταν ικανές να πείσουν τους αστρονόμους να εγκαταλείψουν μια ολόκληρη παράδοση όπως εκείνη του «σώζουν τα φαινόμενα», που έδινε ικανοποιητικά αποτελέσματα και με την οποία ήταν εξοικειωμένοι οι αστρονόμοι και οι μαθηματικοί. Ωστόσο, ενισχυόταν η αίσθηση ότι η αριστοτελική κοσμολογία (και άρα η πτολεμαική αστρονομία) αντιμετώπιζε για πρώτη φορά τόσο σοβαρά προβλήματα για τα οποία δεν μπορούσε να προσφέρει απαντήσεις.

Τέλος, ένας επιπλέον λόγος για τη διακριτικότητα να υιοθετηθούν με ενθουσιασμό οι ανακαλύψεις του Γαλιλαίου ήταν το γεγονός πως η όποια υπόνοια ότι εγκαταλείπεται το γεωκεντρικό σύστημα δημιουργούσε προβλήματα με ερμηνείες της Βίβλου.

Η έλλειψη γνώσεων ως προς τη λειτουργία των τηλεσκοπίων, δηλαδή η έλλειψη γνώσεων οπτικής, η επιστημολογία που βασιζόταν στον ρόλο των εμπειρικών μετρήσεων χωρίς τη μεσολάβηση οργάνων, η κυριαρχία της κουλτούρας του «σώζειν τα φαινόμενα», οι διαφορετικές δικαιοδοσίες των φιλοσόφων και των αστρονόμων ως προς τη δομή του κόσμου, ο «αφύσικος» χαρακτήρας του κοπερνίκειου συστήματος και οι δυσκολίες να εναρμονιστούν οι ανακαλύψεις αυτές με ερμηνείες των Γραφών δημιούργησαν μια ετρόκλητη συμμαχία θεολόγων, φιλοσόφων, αστρονόμων και μαθηματικών που αντιτάχθηκαν στην αποδοχή των ανακαλύψεων του Γαλιλαίου και, κυρίως, σε όσα υπονούσε η αποδοχή τους.(…)»

απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Γαβρόγλου, «Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ, Επιστημονικές, θεολογικές και κοινωνικές διαστάσεις της» , Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
tinanantsou.blogspot.gr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ