2012-11-02 02:21:00
Κανείς μας δεν το είδε να έρχεται. Ήμασταν άλλωστε απασχολημένοι μιλώντας μεταξύ μας. ΄Ετσι ξαφνιαστήκαμε όταν το είδαμε να στέκεται από πάνω μας και να μας συστήνεται με αυτό το απροσδόκητο όνομα. Τα λόγια του τα θυμόμαστε ακόμα, κι ας έχει περάσει πια καιρός: «Καλησπέρα, δεν με ξέρετε από κοντά, αλλά μάλλον θα έχετε ακούσει για μένα. Είμαι το Ποίημα». Μολονότι κανείς δεν μας το πίστεψε, το αφήσαμε να κάτσει. Περίσσευε άλλωστε μια καρέκλα. Σε μερικά τραπέζια περισσεύει πάντοτε μια καρέκλα. Στο δικό μας περίσσευε πλέον και η δυσπιστία. Αλλά όσο το σκεφτόμασταν -και δεν χρειαζόταν να το πούμε ο ένας στον άλλο, γνωρίζαμε καλά ο ένας τον άλλο- η κατάσταση δεν ήταν όσο δυσοίωνη φάνηκε αρχικά. Γιατί κι η δυσπιστία μας να αποδεικνυόταν αβάσιμη, κι αλήθεια να έλεγε, και πάλι: τι οίηση! Ακόμη κι αν είχε αισθητικά δίκιο, ηθικά ήταν υπόλογο από την αρχή. Η σκέψη μάς παρηγορούσε και μας γλύκαινε σιγά σιγά, όσο και το αλκοόλ που συνέχιζε να ρέει από κανάτες σε ποτήρια, από ποτήρια σε στόματα, από στόματα σε οργανισμούς, κι από κει έστελνε γραμμή την οδηγία στους εγκεφάλους μας, τους μικρούς ημιταλαντούχους - ημιατάλαντους εγκεφάλους μας
. Αρχίσαμε να γελάμε δυνατά, σχεδόν χωρίς λόγο, με την κάθε πιθανή κι απίθανη αφορμή. Εν τω μεταξύ δεν παραλείπαμε να το ποτίζουμε κι εκείνο. Κάθε άλλο παρά παραλείπαμε. Και πρέπει να ήταν λιγότερο συνηθισμένο από εμάς στο ποτό -ή πάντως περισσότερο ευαίσθητο- γιατί από Ποίημα έγινε τραγούδι, κι έτσι αυτός ο σωρός από στοιχισμένες πάνω στην καρέκλα λέξεις, ντύθηκε ξαφνικά νότες, και η μελωδία του διαχύθηκε και στα διπλανά τραπέζια που ξαφνικά σώπασαν, και οι στίχοι του άρχισαν να ακούγονται στη νύχτα με μια καθαρότητα σχεδόν τρομακτική, με μια καθαρότητα που ολοφάνερα μας τάρασσε και την οποία όσο κι αν απεχθανόμασταν, όσο κυρίως κι αν απεχθανόμασταν την ευκολία με την οποία είχε προκύψει, άλλο τόσο μας έκανε να μην μας νοιάζει ο πομπός, απελευθερώνοντάς μας από έναν εαυτό που δεν ήταν υποχρεωμένος πια να είναι ανταγωνιστικός πομπός, καθώς μετατρεπόταν σε ευεργετημένο δέκτη, δέκτη αυτού που ξετυλισσόταν στην διπλανή ή την απέναντί του καρέκλα, αναλόγως που καθόταν δηλαδή ο καθένας μας. Όλα γκρεμίστηκαν από τον ήχο του σκουπιδιάρικου που θυμήθηκε να περάσει εκείνη την ώρα. Σηκωθήκαμε, πήγαμε να τραμπουκίσουμε τους σκουπιδιάρηδες, θυμηθήκαμε πως είμαστε αριστεροί, επιστρέψαμε απεγνωσμένοι πίσω. Το Ποίημα είχε εξαφανιστεί. Θα πήγε να κατουρήσει είπε ο πιο αισιόδοξος από εμάς, κι έτρεξε στην τουαλέτα. Δεν ήταν εκεί. Βγήκαμε στο δρόμο και αρχίσαμε να φωνάζουμε: «Ποίημα! Ποίημα! Γύρνα πίσω». Πουθενά. Ένας από εμάς έφτιαχνε σκιτσάκια, του είπαμε να το ζωγραφίσει. Ανεβάσαμε την εικόνα του στο διαδίκτυο, φτιάξαμε γκρουπ στο facebook που ζητούσαμε στοιχεία του, μετά τυπώσαμε σχετικές αφίσες, γέμισε η πόλη, θα τις είχες δει μάλλον κι εσύ τότε. Όταν χάσαμε κάθε ελπίδα, στραφήκαμε στην τελευταία: πηγαίναμε κάθε Σάββατο βράδυ στο ίδιο μαγαζί, στο ίδιο τραπέζι και περιμέναμε. Η καρέκλα του πάντοτε περίσσευε. Το ίδιο και η ματαίωση που ολοένα και περισσότερο μας κυρίευε, καθώς δεν παύαμε να φτιάχνουμε κι εμείς τα δικά μας, δεν παύαμε να προχωράμε τα δικά μας πρότζεκτ. Τουλάχιστον αισθανόμασταν ασφαλείς στην αλληλοεξουδετέρωσή μας. Μέχρι που το μαγαζί έκλεισε λόγω κρίσης. Ο καθένας μας πήγε μυστικά από τους άλλους στον μαγαζάτορα και του ζήτησε μια περίεργη χάρη: να πάρει μια καρέκλα σπίτι του. Πήραμε έτσι όλοι μας μία, ελπίζοντας πως πήραμε τη σωστή, πως πήραμε εκείνη που είχε ένα βράδυ κάτσει το Ποίημα. Στα σπίτια μας περίσσευε έκτοτε πάντοτε μια καρέκλα στα κρυφά. Μπορεί και το κουδούνι να χτυπούσε κάποτε. Μπορεί να ερχόταν να ξανακάτσει κοντά μας, να μας αφηγηθεί με λέξεις, να μας αφηγηθεί με μελωδίες. Μπορεί να ερχόταν να μας κάνει να νιώσουμε πάλι για λίγο δυνατοί κι αδύναμοι, ένοχοι κι ωραίοι, μικροί και πελώριοι, σίγουροι και εκκρεμείς, με μια λέξη ζωντανοί.
Old Boy
Old Boy
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Διάβημα διαμαρτυρίας από τον ΣΥΡΙΖΑ
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Χριστόφιας: «Δεν παρακαλούμε την Τρόικα να έρθει»
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ