2013-10-26 18:42:19
Φωτογραφία για Γύφτοι, Οβγκίτες και Ρομά!
Κάποτε έρχονταν κάτι μπουλούκια ανθρώπων και έστηναν τα τσαντίρια τους έξω από το χωριό μου, για την ακρίβεια επέλεγαν πάντοτε τον αρχαιολογικό χώρο. 

Αφού ταχτοποιούσαν τα πράγματα τους (κάρα, γαϊδούρια, κότες, σκύλους και ότι άλλο έσερναν μαζί τους), την επομένη έβγαιναν στη γύρα να πουλήσουν πλεκτά καλάθια ή να αγοράσουν κανένα γέρικο ζώο το οποίο ζώο έπαιρναν μαζί τους και το εγκλώβιζαν σε ένα περιφραγμένο (καταπατημένο) οικόπεδο κάπου στα νέα Λιόσια, ώστε να γίνει στη συνέχεια τροφή για τα άγρια ζώα του εκάστοτε τσίρκου που επισκεπτόταν την χώρα.

Τους φώναζαν «Γύφτους» (ή «Οβγκίτ» στα αρβανίτικα). Οι γύφτισσες δε έπαιζαν κι έναν άλλο ρόλο: τον ρόλο του σημερινού ψυχολόγου, υπό την έννοια ότι έλεγαν την μοίρα στις γυναίκες του χωριού, ή τους έριχναν το φλιτζάνι, όπου με μεγάλη μαεστρία ανέβαζαν την μόνιμα πεσμένη ψυχολογία των γυναικών του χωριού σχετικά με μια επιτυχημένη παντρειά - κυρίως με κάποιον ξένο, Αθηναίο συνήθως -.


Η αλήθεια είναι πως οι γονείς μας ποτέ δεν μας απαγόρευσαν να πηγαίνουμε στους καταυλισμούς τους ώστε να χαζεύουμε την νομαδική ζωή τους, γνωρίζοντας και οι ίδιοι πως οι Γύφτοι δεν είναι κακοί άνθρωποι. Απλά ήταν μικροκλέφτες, έκλεβαν κανένα αυγό ή στην χειρότερη κανένα σεντόνι απλωμένο στο σύρμα, ψιλοπράγματα δηλαδή. Είχαν όμως και μια παραξενιά που λίγοι έλληνες γνώριζαν, δεν ταξίδευαν ούτε κυκλοφορούσαν ποτέ την νύχτα διότι φοβούνταν το σκοτάδι.

Το μόνο που μας τόνιζαν ήταν να μην τους εμπιστευόμαστε «Γιατί δεν πιάνονται με τίποτα φίλοι αυτοί». Εσωστρέφεια; Φόβος; Μπορεί και τα δύο. Μας έλεγαν μάλιστα – όσοι ήξεραν λίγα γύφτικα - πως η λέξη φιλία δεν υπάρχει καν στο λεξιλόγιο τους.

Όταν παίζαμε κρυφτό και οι γονείς μας ήθελαν να μας αποτρέψουν να επισκεπτόμαστε τα αρχαία τείχη φοβούμενοι μην χτυπήσουμε, μας έλεγαν να μην απομακρυνόμαστε πολύ από το χωριό διότι θα μας έκλεβαν οι «Οβρέοι»! «Oβρεοι» στα αρβανίτικα είναι οι Eβραίοι, αυτούς φοβούνταν οι γονείς μας κι όχι τους Γύφτους. Όλως περιέργως και τα δυο έχουν κοινό το αρχικό (οβ) «Οβ-γκίτες» οι μεν, «Οβ-ρέοι» οι δε.

Πάντα με έτρωγε η περιέργεια σχετικά με τους εβραίους και την έκδηλη επιφυλακτικότητα και τον φόβο που προξενούσαν στους χωρικούς. Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω το γιατί καθώς δεν τολμούσα να ρωτήσω, έτσι έμεινα με την περιέργεια.

Πέρασαν όμως τα χρόνια, επήλθαν σαρωτικές αλλαγές κι οι δάσκαλοι πήραν εντολή και μας είπαν πως δεν είναι Γύφτοι, μα «Αθίγγανοι». Ξεσηκωθήκαν όμως οι Γύφτοι γιατί τους ενοχλούσε το Αθίγγανοι, προτιμούσαν το «Τσιγγάνοι».

Έπειτα ήλθαν κάπως περίεργα τα πράγματα και το ξέφραγο τούτο αμπέλι απέκτησε κι άλλους δυνητικούς πολίτες από όλα σχεδόν τα βαλκάνια, ίδια ράτσα με τους δικούς μας τσιγγάνους αλλά περισσότερο ευτραφείς, μάλλον χοντρούς θα έλεγα εγώ, οι οποίοι κατέφθαναν κατά χιλιάδες χωρίς κανέναν έλεγχο και ενσωματώνονταν στους παράνομους καταυλισμούς με τους απλούς καλοκάγαθους δικούς μας Τσιγγάνους, όπου οι νέοι εισβολείς μαζί με τον εγκληματικό τους χαρακτήρα και αέρα, έφεραν και ένα καινούριο όνομα άγνωστο μέχρι τότε σε μας, «Ρομά» λέει… (;)

Στην αρχή αντέδρασαν οι Έλληνες Γύφτοι αλλά έπεσαν επάνω τους οι βολεμένοι χασισέμποροι (που ζουν οργανωμένα στις πόλεις πιά), και με λίγη προσπάθεια τους έπεισαν πως οι άλλοι, οι καινούριοι, κατάγονται ίδια φυλή και πως ενωμένοι θα μεγαλουργήσουν, αφού μιλούσαν και την ιδία γλώσσα! Κι έτσι δέχτηκαν. Πώς να το κάνουμε δηλαδή, άλλο «Ρομά» και άλλο «Γύφτος», υπάρχει διαφορά.

Σε λιγότερο από είκοσι χρόνια, και ενώ η Ελλάδα - πότε με τις αρχαιότητες πότε με την ορθοδοξία - κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, δεν αφουγκράστηκε την ανάσα των δικών της τσιγγάνων ώστε να στείλει με ειδικό νομοσχέδιο ή με το ζόρι τα παιδιά τους στο σχολείο να αποκτήσουν ελληνική συνείδηση και παιδεία, μα προτίμησε να τους αφήσει στο έλεος του θεού.

Και όπως όλοι ξέρουμε, σε κάτι τέτοια θέματα ο θεός είναι κουφός.

Έτσι λοιπόν, οι καλοπροαίρετοι Έλληνες Γύφτοι έγιναν στυγνοί εγκληματίες σαρώνοντας τα πάντα στο πέρασμα τους, σπέρνοντας τον φόβο και τον τρόμο. Μας κλέβουν τα σπίτια κυρίως την νύχτα - τώρα έπαψαν να φοβούνται το σκοτάδι - χρησιμοποιούν μεγάλα υδραυλικά οικοδομικά ψαλίδια ώστε να κόβουν τα λουκέτα, ακόμα και άζωτο χρησιμοποιούν για να κόβουν τις ατσάλινες η μπρούτζινες μπάρες ασφαλείας. Μας κλέβουν τα κυνηγετικά μας όπλα τα οποία κατέχουμε νόμιμα και τα στρέφουν εναντίον μας, ληστεύοντάς μας χωρίς τον παραμικρό δισταγμό η φόβο. Το εμπόριο των χειροποίητων καλαθιών, έγινε εμπόριο βρεφών και παιδιών, ακόμα και η αθώα χειρομαντεία, ή το ρίξιμο’ του φλιτζανιού, αντικαταστάθηκαν από αναισθητικό σπρέι και στην συνέχεια το ξάφρισμα του σπιτιού.

Στο φινάλε - που λέει και ο Χριστιανόπουλος - ποιος είναι ο φταίχτης; Οι γύφτοι ή εμείς; Μάλλον εμείς που δεν ακούσαμε τις σοφές συμβουλές των γωνιών μας όταν μας τόνιζαν πως «Δεν πιάνονται φίλοι αυτοί», και επιδοθήκαμε σε ένα απίστευτο κρεσέντο με μπροστάρηδες – ευτυχώς λίγους - τραγουδοποιούς της σφαλιάρας και της συμφοράς, που μας τραγουδούσαν ότι: «Γύφτισσα τόνε βύζαξε γι αυτό είχε φτερά» ενώ εμάς μας βύζαξε τυφλοπόντικας και ζούσαμε σε λαγούμια. «Στα πανηγύρια αχ γύριζε, πεύκο και κίτρο αχ μύριζε!» Έτσι αντιλαμβανόταν ο τραγουδοποιός της εποχής την απλυσιά του γύφτου… σαν κίτρο και πεύκο Ω ΕΛΛΑΣ ΩΡΑΙΑ ΧΩΡΑ ΤΙ ΜΟΣΧΑΡΙΑ ΘΡΕΦΕΙΣ ΤΩΡΑ!

Θαλής Ελισαίος

Τρίτος παραπόταμος του Ωερόη, Πλαταιές Βοιωτίας
pestanea
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
Ξάνθη - Ατρόμητος 0-2
ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΡΘΡΟ
Ξάνθη - Ατρόμητος 0-2
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ