2018-04-01 08:36:02
Φωτογραφία για Καλή και Ευλογημένη Μεγάλη Εβδομάδα
Ετοιμασθείτε να Τον υποδεχτούμε

            Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου

«Καὶ ἔκραζον· Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ» (Ἰωάν. 12,13)

ΔΟΞΑ τῷ Θεῷ, ἀγαπητοί μου, χίλιες φορὲς δόξα, ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ περάσουμε τὴν ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ καὶ νὰ φθάσουμε στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Ἡ Κυριακὴ αὐτὴ ὀνομάζεται Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Διαφέρει ἀπὸ τὶς προηγούμενες πέντε Κυριακὲς τῶν Νηστειῶν. Ἐκεῖνες εἶχαν τὸν στεναγμὸ τῆς μετανοίας «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» (Λουκ. 18,13). Αὐτὴ εἶνε ἡμέ­ρα χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἑορτάσουμε ἕνα γεγονὸς εὐχάριστο. Γι᾽ αὐτὸ ἀκοῦμε σήμερα τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέῃ «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐ­ρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ἡ­μέ­ρα αὐ­τὴ ἔχει κατάλυσι ἰχθύος, ψαριοῦ.

* * *

Τί ἑορτάζουμε, ἀγαπητοί μου; Καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο μαθαίνουν, ὅτι σὰν σήμερα ἔγινε ἡ εἴσοδος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα
. Ἂς πᾶμε κ᾽ ἐμεῖς ἐ­κεῖ. Ἂς τα­ξιδέψουμε μὲ τὸ ταχύτερο μέσο, τὴ σκέψι, ποὺ τρέχει γρηγορώτερα κι ἀ­πὸ τὸν πύρ­αυλο κι ἀπὸ τὶς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου. Ἐμ­πρός, ἀπογειωνόμεθα, φεύγουμε. Περνοῦ­με αἰῶνες, χῶρες, πεδιάδες, βουνά, λαγκάδια. Καὶ νά, πλησιάζουμε, κατεβαίνουμε, φθάσαμε. Εἴμεθα στὰ Ἰεροσόλυμα τὸ ἔτος 33 μ.Χ..

Πλησιάζει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῶν Ἑβραίων, τὸ πάσχα. Ἡ πόλις παρουσιάζει πρωτοφανῆ κίνησι (λένε ὅτι ἐ­κεῖνο τὸ ἔτος στὰ Ἰεροσόλυ­μα εἶχαν συγκεν­τρωθῆ ἕνα ἑκατομμύριο κό­σμος ἀπὸ τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης, γιὰ νὰ ἑορτάσουν). Πλησιάζουμε τοὺς ἀνθρώπους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἀπὸ τὰ στόματα ὅλων μία λέξι ἀκούγεται· Ἔρχεται, ἔρχεται!… Ποιός ἔρχεται; Ὁ βασιλιᾶς μας, μᾶς ἀπαντοῦν.

Εἶνε γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἱστορία πῶς ἐπέστρε­φαν οἱ βασιλεῖς ὅταν νικοῦσαν τοὺς ἐ­χθρούς. Τελοῦσαν τὸν λεγόμενο θρίαμβο. Οἱ αὐτοκρά­τορες τοῦ ῾Ρωμαϊκοῦ κράτους ἔμπαιναν στὴν πόλι ὑπερήφανοι, μὲ ἐγωϊσμό. Ἐκάθον­το ἄλλοι πάνω σὲ ἄλογο μὲ χρυσᾶ χαλινάρια καὶ ἄλλοι σὲ πολυτελέστατη ἅμαξα ποὺ ἔσυραν ἄλογα ἢ λέοντες ἢ τίγρεις ἢ δορκάδες. Σάλπι­ζαν σάλπιγγες, κυμάτιζαν σημαῖες, συνώδευ­αν στρατεύματα, τοὺς ἐπευφη­μοῦσε ὁ λαός.

Καὶ ἐδῶ λοιπὸν ἔρχεται ὁ βασιλεύς. Ἀλλὰ ποιός βασιλεύς; Ὁ Χριστός! Ὁ βασιλεὺς αὐ­τὸς διαφέρει ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ἄλ­λους. Διαφέρει πρῶτον ὡς πρὸς τὸ ὄνομα. Δὲν ὑπάρχει ἀ­νώτερο ἀπὸ τὸ ὄνομά του. Κι ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα, τῆς μάνας, τῆς συζύγου, τῶν παιδιῶν μας, γλυκύτερο εἶνε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Εἶνε τὸ ὄνομα ποὺ ἀνάβει φωτιὰ στὴν καρδιά. Ἂν δὲν τὸ ἀγαπᾷς πάνω ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο, δὲν εἶσαι Χριστιανός.

Διαφέρει ὡς πρὸς τὸ ὄνομα, διαφέρει καὶ ὡς πρὸς τὸν χαρακτῆρα. Οἱ ἄλλοι βασιλεῖς στη­ρίζονται στὴ βία, στὰ ὅπλα, στὴ διπλωματία. Αὐ­τὸς στηρίζεται στὴν ἀγάπη. Οἱ ἄλλοι εἶνε ἐγωϊσταὶ καὶ ὑπερήφανοι, ὁ δικός μας βασιλεὺς εἶνε πρᾶος καὶ ταπεινός. Μιὰ προφητεία, 800 χρόνια πρίν, ἔλεγε πῶς θὰ τὸν καταλάβουν ὅταν θὰ ἔρθῃ· ὁ βασιλιᾶς αὐτός, λέει, δὲ θὰ κάθεται πάνω σὲ ἄλογα καὶ ἅμαξες καὶ ἅρματα, ἀλλὰ θὰ κάθεται πάνω σ᾽ ἕνα γαϊδουράκι, «ἐπὶ πῶλον ὄνου» (βλ. Ζαχ. 9,9· Ἰω. 12,15).

Διαφέρει στὸ ὄνομα, διαφέρει στὸν χαρακτῆρα. Διαφέρει ἀκόμα στὴν διάρκεια τῆς βα­σιλείας του. Οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς βασιλεύουν ἄλλος 5, ἄλλος 10, ἄλλος 15, καὶ μερικοὶ φθάνουν τὰ 40 ἢ 50 χρόνια· ὕστερα σβήνουν. Με­τὰ ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια ποιός τοὺς θυμᾶται; Τὸ Χριστὸ ὅμως τὸν θυμοῦνται ὅλοι καὶ μετὰ ἀ­πὸ τόσους αἰῶνες. «Τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος» (Λουκ. 1,33). Ὦ ἄπιστοι, ἀκούσατε; «Οὐκ ἔσται τέλος». Ἐσεῖς θὰ σβήσετε, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶνας.

Στὸ ἄκουσμα ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστὸς ἐρήμω­σαν τὰ σπίτια, ἡ ἀγορά, τὰ πάντα. Ἕνα κῦμα, μιὰ ἀνθρωποθάλασσα βγῆκαν ἔξω νὰ τὸν προ­ϋπαντήσουν. Γιατί; τί ἔ­κανε; Τὸν προϋπαντοῦ­σαν ὡς νικητή· ἐρχόταν νικητής. Ποιόν νίκησε; Ἐκεῖνον ποὺ νικάει ὅ­λους· νίκησε τὸ θάνατο! Λίγες μέρες πρὶν ὁ Χριστὸς πῆγε στὸν τά­φο, ὅπου ἦταν ὁ Λάζαρος νεκρὸς «τε­ταρ­ταῖ­ος», θαμμένος τέσσερις μέρες, κ᾽ ἐκεῖ εἶ­πε τρεῖς λέξεις· «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,39-43). Χί­λιες φορὲς νὰ τὸ ποῦμε ἐμεῖς, ὁ νεκρὸς δὲν κουνιέται· μόλις τὸ εἶπε ἐκεῖνος, ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε· καὶ τὸν εἶδαν ὅλοι.

Νὰ εἶστε βέβαιοι, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸν τάφο τοῦ Λαζάρου θ᾽ ἀ­κουστῇ πάλι. Ἐπάνω σὲ ὅλους τοὺς τά­φους θ᾽ ἀκουστῇ «Νεκροί, ἀναστηθῆ­τε!»· καὶ θ᾽ ἀναστηθοῦμε ὅλοι, γιὰ νὰ δώσουμε λό­γο τῶν πράξεών μας. Εἶνε θεμελιώδης ἀλήθεια τῆς πί­στε­ώς μας· «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νε­κρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Σύμβ. πίστ.).

Τὸν ὑποδέχοντο λοιπὸν ὡς νικητὴ μὲ ἐνθου­σιασμὸ ἄνευ προηγουμένου. Ἄλλοι κρατοῦ­σαν κλαδιὰ δέντρων, ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν στὰ πόδια του, καὶ ὅλοι φώναζαν «Ὡσαννά», «ὡσαννά» (Ἰωάν. 12,13). Τὸ «ὡσαννά» εἶνε ἑβραϊκὴ λέξι καὶ σημαίνει «ζήτω»· τὸν ζητωκραύγαζαν δηλαδή.

Κι ὁ Χριστός; Ἦταν εὐχαριστημένος; Δὲν ἦταν. «Ἔκλαυσε», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, τὴν ἡμέ­ρα αὐτή (βλ. Λουκ. 19,41). Ὁ Χριστὸς εἶνε Θεὸς καὶ προέβλεπε, ὅτι ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ τώρα τὸν ἀνύψωνε τόσο, θὰ ἄλλαζε. Καὶ πράγματι ὕ­στερα ἀπὸ τέσσερις μέρες αὐτὰ τὰ ἴδια στόματα ξέχασαν τὰ «ὡσαννά» καὶ φώναζαν «Σταύ­ρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21)· καὶ οἱ «μετὰ βαΐων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύ­λων συνέλαβον ὕστερον οἱ ἀγνώμονες Χριστόν» (ὑπακ. Βαΐων). Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος· σὲ ἀνεβάζει στὰ ἄστρα, ἀλλὰ μετὰ σὲ κατεβάζει μέχρι τὸν ᾅδη. Ἄστατος καὶ ἐπιπόλαιος καὶ δημαγωγούμενος ὁ λαός.

* * *

Αὐτὸ εἶνε μὲ λίγα λόγια τὸ ἱστορικὸ τῆς ση­μερινῆς ἡμέρας. Ἴσως κάποιος πῇ· Πόσο θὰ ἤθελα νὰ ἤμουν κ᾽ ἐγὼ στὰ Ἰεροσόλυμα τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἀνάμεσα σ᾽ αὐτοὺς ποὺ ὑποδέχθηκαν τὸ Χριστό! Μὴ στενοχωρεῖσαι, ἀδελφέ μου. Ὁ Χριστὸς εἶνε παρών· βρίσκεται ἀ­νάμεσά μας· ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰῶ­νας. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε Ἰεροσόλυμα. Ἂν δὲν τὸ πιστεύῃς, μὴν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία. Τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἱερεὺς κρατεῖ στὰ χέρια του τὸ ἅ­γιο δισκοπότηρο ποὺ τὸ εὐλόγησε καὶ τὸ ἁγί­ασε, δὲν περιέχει πλέον οἶνον τῆς ἀμπέλου καὶ ψωμί· κάθε σταγόνα, κάθε ψίχουλο, κάθε μόριό του, εἶνε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀξίζει πα­ρα­πάνω ἀπ᾽ ὅλους τοὺς πλανήτας – ἂν πι­στεύ­ῃς. Εἶνε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας· «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάν­τες…» (Ματθ. 26,26-27). Συνεπῶς, ὅταν κοινωνῇς τῶν ἀχράντων μυστηρίων, στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ὑποδέχεσαι τὸ Χριστό, ἐνθρονίζεται ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σου.

Κάθε φορὰ ποὺ τελεῖται ἡ θεία λειτουργία κι ἀκούγεται ὁ Χερουβικὸς ὕμνος «Οἱ τὰ Χε­ρουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες…» καὶ βγαίνει ἀπὸ τὴν βόρεια πύλη τοῦ ἁγίου βήματος ὁ ἱε­ρεὺς, δὲν πατοῦμε πλέον στὴ γῆ. Ἐκείνη τὴν ὥρα εἶσαι ἄγγελος καὶ ἀρχάγγελος καὶ πετᾷς στοὺς οὐρανοὺς καὶ ὑποδέχεσαι τὸν Κύριο· «…ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι…». Ἑτοιμαστῆτε λοιπὸν νὰ ὑποδεχτοῦμε τὸν βα­σιλέα τῶν ὅλων, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χρι­στόν. Εἰδικώτερα μάλιστα σήμερα, ποὺ ἀρχίζει ἀπόψε ἡ ἁγία καὶ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ θ᾽ ἀκούσουμε «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέ­­σῳ τῆς νυκτός…» καὶ «…Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἰεροσό­λυμα… Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς κεκαθαρμέναις διανοίαις συμπορευθῶμεν αὐτῷ…». Ὤ θαύματα ποὺ ἔχει ἡ θρησκεία μας, ὤ μεγαλεῖον, ὤ ῥῖγος ποὺ σκορπάει στὶς ψυχές!

* * *

Μία παρατήρησις καὶ τελείωσα, ἀδελφοί μου. Ρωτοῦν μερικοί· Πότε νὰ κοινωνοῦμε;

Δὲ θ᾽ ἀπαντήσω ἐγὼ πόσες φορὲς νὰ κοινωνοῦμε. Ἀπαντᾷ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· Εἶ­σαι ἕτοιμος; καθαρίστηκες, πλύθηκες; πῆγες στὸν πνευματικὸ πατέρα, ἐξωμολογήθηκες τ᾽ ἁμαρτήματά σου, δάκρυσες; εἶπες «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», «Μνήσθη­τί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 18,13· 23,42); Ἂν εἶσαι ἔτσι ἕτοιμος, κοινώνα κά­θε μέρα. Ἂν ὅμως δὲν εἶσαι, ἂν δὲν ἐξω­μολογήθηκες, τότε οὔτε τὸ Πάσχα νὰ κοινωνήσῃς!

Αὐτὰ λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, αὐτὰ λέω κ᾽ ἐγώ. Καὶ προτρέπω ὅλους. Μερικοὶ ἔχουν χρόνια νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐμπρὸς λοιπόν, σπεύσατε στὸ ἐξομολογητήριο, ἐξομολογη­θῆ­τε· καὶ νά ᾽στε βέβαιοι, ὅταν ἐξομολογηθῆ­τε, θὰ πῆτε κ᾽ ἐσεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ ῾Ρῶσος Ντοστογιέφσκυ· Ἐξωμολογήθηκα καὶ παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου.

Εὔχομαι ὅλοι νὰ ἑτοιμασθοῦμε γιὰ νὰ ὑποδε­χθοῦμε στὰ βάθη μας τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰη­σοῦν Χριστόν· «ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας»· ἀμήν.

† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

 

             ΘΕΛΕΙΣ ΧΑΡΑ;

                 Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνο

Ἀδελφοί, «χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4)

Εὐχαριστῶ, ἀγαπητοί μου, τὸν ἐν Τριάδι Θε­όν, τὸν Πατέρα τὸν Υἱὸ καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦ­μα, ποὺ μὲ ἀξιώνει νὰ κηρύ­ξω. Σᾶς παρακαλῶ κάνε­τε λίγη ὑπομονὴ ν᾽ ἀκούσετε μερικὰ ἁπλᾶ λόγια.

Ἀφορμὴ γιὰ τὴ ὁμιλία μᾶς δίνει ὁ σημερι­νὸς ἀπόστολος. Μᾶς φωνάζει· «Χαίρετε ἐν Κυ­ρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλ. 4,4). Ὁμιλεῖ πε­ρὶ χαρᾶς. Ἀλλὰ πῶς ἡ χαρὰ αὐτὴ ποὺ κηρύτ­τει ὁ ἀ­πόστολος συμβιβάζεται μὲ τὸ κή­ρυγμα τοῦ Χριστοῦ «Μα­κάριοι οἱ πεν­θοῦντες» (Ματθ. 5,4) καὶ μὲ τὰ λόγια του «Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γελῶντες νῦν, ὅ­­τι πενθήσετε καὶ κλαύ­σε­τε» (Λουκ. 6,25), ἀλλοίμονο δηλα­δὴ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γελᾶνε γιατὶ θά ᾽ρθῃ μέ­ρα ποὺ θὰ κλάψουν; Καὶ πῶς συμβιβάζεται ἡ χα­ρὰ αὐτὴ μὲ τὸ πένθος ποὺ ἀρχίζει σὲ λίγο; τὸ βράδυ ὁ ἱερεὺς θὰ φορέσῃ μαῦρα· πῶς συμ­βιβάζεται ἡ χαρὰ αὐτὴ μὲ τὸ κλῖμα τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος καὶ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου;

Σήμερα βέβαια ἡ ἡμέρα μετέχει καὶ χαρᾶς. Εἶνε Κυριακὴ τῶν Βαΐων καὶ ἀκούγονται τὰ «ὡ­σαννὰ» (τὰ ζήτω δηλαδή) τοῦ πλήθους (Ἰω. 12,13), ποὺ ἔφταναν μέχρι τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ. Ἀλ­λὰ τὰ «ὡσαννὰ» αὐτὰ δὲν πέρασαν οὔτε τέσσερις μέρες καὶ ἔσβησαν, γιὰ ν᾽ ἀκουστῇ κάποια ἄλλη φωνή· «Σταυρωθήτω» (Ματθ. 27,23) καὶ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21).

Καὶ ὅμως ὁ ἀπόστολος ὁμιλεῖ περὶ χαρᾶς. Πῶς συμβιβάζονται λοιπὸν χαρὰ καὶ πένθος;

* * *

Ἡ ἀπορία αὐτή, ἀγαπητοί μου, θὰ λυθῇ ἐὰν λάβουμε ὑπ᾿ ὄψιν ὅτι, ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος ὁμιλεῖ ἐδῶ πε­ρὶ χαρᾶς, δὲν ἐννοεῖ τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου τού­του. Προσέξατε; δὲν λέει ἁ­πλῶς «χαίρετε», ἀλλὰ λέει «χαίρετε ἐν Κυρίῳ», χαίρετε μαζὶ μὲ τὸν Κύριο, χαίρετε μέσα στὸν Κύριο. Μὲ τὸ «ἐν Κυρίῳ» κάνει διάκρισι τῆς χαρᾶς ποὺ ἐννοεῖ ἀπὸ τὴν κοσμικὴ χαρά.

Μὲ ἁπλούστερα λόγια. Ὅπως στὴν ἀγορὰ κυκλοφοροῦν νομίσματα, δὲν εἶνε ὅμως ὅλα γνήσια, ἀλλὰ κοντὰ στὰ γνήσια ὑπάρχουν καὶ κίβδηλα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ μὲ τὴ χαρά. Ὑ­πάρχουν δυὸ εἰδῶν χαρές· ὑπάρχει ἡ γνήσια χα­ρὰ καὶ ἡ ψεύτικη χαρά, ἡ χαρὰ τοῦ διαβόλου καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ χαρὰ τῆς κολά­σεως καὶ ἡ χαρὰ τοῦ παραδείσου. Θὰ ἤμουν εὐτυ­χὴς ἂν μποροῦσα νὰ σᾶς κάνω νὰ ἀηδι­ά­σετε τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἂν μποροῦσα ὅ­λους, ἄν­τρες καὶ γυναῖκες, νὰ σᾶς κάνω νὰ δο­κιμάσετε μιὰ σταγόνα –φτάνει μιὰ σταγόνα– ἀπὸ τὴ χα­ρὰ τοῦ οὐρανοῦ, τὴ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο. Γιά παρακολουθῆστε.

⃝ Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχει καὶ χα­ρὰ τοῦ κόσμου. Δὲν μπορῶ νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ὑ­πάρχει χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ ἀπόλαυσι ἐπιγεί­ων ἀγαθῶν, ἀπὸ τὰ εὐγενέστερα μέχρι καὶ τὰ μάταια. Παραθέτω ἕνα δει­­γματολόγιο.

Χαίρεται π.χ. ὁ μαθητὴς ἢ ὁ ἐπιστήμονας ὅ­­ταν διαβάζῃ καὶ πλουτίζῃ τὶς γνώσεις του ἢ κάνῃ ἀνακαλύψεις. Ἀλλὰ χαίρεται κ᾽ ἐκεῖ­νος ὁ μικρὸς ἢ μεγάλος, ποὺ τρέχει στὰ γήπεδα καὶ περιμένει νὰ νικήσῃ ἡ ὁμάδα του ἢ τὸ ἀ­θλητικὸ σωματεῖο ποὺ εἶνε γραμμένος.

Χαίρεται ὁ φιλάργυρος ὅταν πιάνῃ στὰ χέρια του λεφτά, ὅταν χαϊδεύῃ τὰ χρυσᾶ νομίσμα­τα, ὅταν ἀγοράζῃ οἰκόπεδα ἐπὶ οἰκοπέδων, ὅταν χτίζῃ πολυκατοικίες, ὅταν ἀγοράζῃ καράβια, ὅταν αὐξάνῃ ἡ περιου­σία του, ὅταν ἀ­βγατίζουν τὰ χρήμα­τά του. Χαίρεται κ᾽ ἐκεῖ­νος ποὺ ἀγοράζει λαχεῖα ἢ παίζει τυχερὰ παιχνίδια ὅταν κερδίζῃ τὸν πρῶτο ἀριθμό. Ἐσεῖς τὰ φτωχαδάκια, ὅσοι εἶστε μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ δοξάζετε τὸ Θεό· γιατὶ ἂν ἤσασταν πλούσιοι, δὲν θὰ ἤσασταν ἐδῶ.

Χαίρεται ὁ φιλήδονος γλεντζὲς ὅταν κατα­φέρνῃ στὴ διασκέδασι, στὸ πάρτυ, στὸ χορό, μὲ τὰ βλέμματα, τὰ γέλια, τὰ κρυφομιλήματα, μὲ ὅλα τὰ σατανικὰ καμώματα –σῶσε, Θεέ μου, τοὺς νέους καὶ τὶς νέες–, νὰ πιάσῃ στὰ δί­χτυα τοῦ αἰσχροῦ ἔρωτος τὴν ἄλλη ἢ ἡ γυναίκα τὸν ἄλλο· ἀγάλλονται καὶ καυχῶνται στὴ συντροφιὰ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τους. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν μποροῦσε ὁ νέος καὶ ἡ νέα νὰ ζήσουν ἠ­θικά, τώρα εἶνε θαῦμα ἂν κρατηθοῦν.

Χαίρεται ὁ φιλόδοξος ὅταν κατορθώνῃ –ὄ­χι μὲ τίμια ἀλλὰ μὲ ἄτιμα μέσα, πατώντας πάνω τοὺς ἄλλους– ν᾽ ἀνεβῇ ψηλὰ σὲ ἀξιώματα· νὰ γίνῃ βουλευτής, νομάρχης, ὑπουργός· νὰ γίνῃ πρωθυπουργός, δικτάτορας, αὐτοκράτορας. Ἔχει τότε μεγάλη χαρά.

Χαρὲς πολλὲς ἔχει ὁ κόσμος, μὰ ποῦ νὰ τελειώσω; Χαίρεται κι ὁ ἄλλος, ὁ χαιρέκακος, –ὤ ἄβυσσος κακίας!– ὅταν κατορθώνῃ, ναί, νὰ ἐκ­­­δικηθῇ τὸν ἀντίπαλό του, νὰ βυθίσῃ τὸ μαχαί­ρι στὰ σπλάχνα τοῦ ἐχθροῦ του Ἀλλὰ εἶνε ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, νὰ πῶ, ὅτι ἡ χαρὰ αὐτή, ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, εἶνε μάταιη καὶ πρόσκαιρη; Παράδειγμα ὁ Ἰούδας. Φαν­ταστῆτε τον ὅταν διαπραγματευόταν μὲ τοὺς ἐ­χθροὺς τοῦ Χριστοῦ κι ἅπλωνε τὸ χέρι καὶ τοῦ μετροῦσαν τὰ ἀργύρια, ἕνα – δύο – τρία…, καὶ κουδούνιζαν στὴν τσέπη του. Θὰ τὸν βλέπατε νά ᾽χῃ χαρά. Ἀλλὰ ἡ χαρά του αὐτὴ πόσο βάσταξε; Πολὺ λίγο. Καὶ κατόπιν ἦρθε τὸ θλιβε­ρὸ τέλος, ἡ ἀγχόνη. «Βλέπε», ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «βλέπε, χρημάτων ἐραστά, τὸν διὰ ταῦτα ἀγ­χόνῃ χρησάμενον…» (τροπάριο Μ. Πέμπτης).

Τέτοιο τέλος ἔχει ἡ κοσμικὴ ζωὴ καὶ ἡ χαρά της. Μοιάζει σὰν ἀτμίδα καπνοῦ ποὺ γιὰ λίγο φαίνεται κ᾽ ἔπειτα ἐξαφανίζεται (βλ. Ἰακ. 4,14), σὰν σύννεφο ποὺ διαλύεται, σὰν πομφόλυγα – σαπουνόφουσκα ποὺ σκάζει. Εἶνε σὰν ἕνα γλύ­κυσμα, ποὺ φαίνεται ὡραῖο, ἀλλὰ ὁ διάβολος ἔχει ῥίξει μέσα παραθεῖο – φαρμάκι· προτιμότερο μὴν τρῶς. Γλυκειὰ ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μέσα της κρύβει δαιμονικὸ στοιχεῖο.

⃝ Ὅσοι ἀπὸ σᾶς, ἀδελφοί μου, εἶστε πικραμέ­νοι –καὶ ποιός δὲν εἶνε πικραμένος;– στὴ ζωή αὐτή, ἐλᾶτε τώρα νὰ σᾶς δείξω κάποια ἄλλη χαρά. Δὲν θὰ τὴ βροῦμε στὸν κάμπο τῆς γῆς. Θὰ σᾶς δείξω ἕνα δρομάκι, δρομάκι στενὸ ποὺ λίγοι τὸ βρίσκουν, δρομάκι ἀνηφορικὸ μὲ πέτρες κι ἀγκάθια, ποὺ ὁδηγεῖ ψηλὰ στὸ Γολγο­θᾶ. Ἀκολουθῆστε το· κι ὅταν ἀνεβῆτε ἐπάνω στὴν κο­ρυφή, ἐκεῖ θ᾽ ἀκούσετε· «Σήμερον κρε­μᾶται ἐπὶ ξύλου… ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου» (ἀντίφ. ιε΄ Μ. Παρασκευῆς). Ἐκεῖ ὁ σταυρὸς ἄνοιξε ὀπὴ καὶ μπῆ­κε φουρνέλλο στὰ σπλάχνα τῆς γῆς, κι ἀπὸ τὴν ἔκρηξι ξεπήδησε ποτάμι ὁλόκληρο – ἤμουν σὲ κά­ποιο χωριὸ τῆς Μακεδονίας καὶ ἔσκαβαν βα­θειά, ἔβαζαν φουρνέλλο, κι ὅταν ξαφνικὰ ἔ­σκασε ὁ δυναμίτης, ἐκεῖ ποὺ πετάχτηκαν οἱ πέτρες, βγῆκε ποτάμι. Καὶ στὸ Γολγοθᾶ πήγα­σε ἀπὸ τὸ σταυρὸ ποτάμι. Δροσίστηκε ὁ λῃ­στής, δροσί­στηκε ὁ ἑκατόνταρχος, καὶ μέχρι σή­μερα δρο­σίζονται ἀμέτρητες ψυχές. Δὲν εἶνε παραμύ­θι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ζωντανή. Ὅ­ποιος δὲν τὸ κατάλαβε, μάταια πέρασε ἀπ᾽ αὐ­τὴ τὴ ζωή. Τί ζητᾷς, Χριστιανέ, τὴ χαρὰ στὸν κό­σμο τοῦτο; Φαρμάκι καὶ πίκρα γεύεσαι. Ἀνέβα στὸ Γολγοθᾶ νὰ βρῇς τὸν ποταμὸ τῆς χαρᾶς.

Ἀφῃρημένα φαίνονται αὐτά, ποιητικὰ – λυρι­κά; Δὲν εἶμαι, ἀδέρφια μου, ποιητὴς ἢ φιλό­σοφος· μιλῶ τὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς πραγματικότητος. Ὅπως σᾶς ἔδειξα τὸ δειγμα­τολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ κόσμου, σᾶς δείχνω καὶ τὸ δειγματολόγιο τῆς χαρᾶς τοῦ οὐρανοῦ.

Θέλεις, λοιπόν, νὰ δοκιμάσῃς τὴν ἀληθινὴ χαρά; Πάρε στὰ χέρια τὸ Εὐαγγέλιο κι ἄρχισε νὰ διαβάζῃς. Τότε θὰ γίνῃς ἀετός, θὰ αἰσθανθῇς τὴ χαρὰ ποὺ εἶχε ὁ Δαυῒδ ὅταν ἔ­λεγε· Εὐ­τυχισμένος ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἐ­πορεύθη «ἐν βουλῇ ἀσεβῶν» καὶ «ἐπὶ καθέδρᾳ λοιμῶν οὐκ ἐκάθισεν, ἀλλ᾽ ἢ ἐν τῷ νόμῳ Κυρί­ου τὸ θέλημα αὐτοῦ, καὶ ἐν τῷ νόμῳ αὐ­τοῦ μελετήσει ἡ­μέρας καὶ νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2)· αὐτὸς εἶ­νε εὐτυχισμέ­νος «ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά» (Ψαλμ. 118,162).

Θέλεις χαρά; Τὴ νύχτα, ὅταν ὅλοι κοιμοῦν­ται, ξύπνα, γονάτισε κ᾽ ἐνῷ τὰ ἄστρα λαμπυρίζουν κάνε τὴν προσευχή σου. Διαφορετικὸς θὰ σηκωθῇς, δὲν θὰ πατᾷς στὴ γῆ.

Θέλεις χαρά; Ψάξε καὶ βρὲς κάποιο φτωχὸ σπίτι καὶ κάνε μιὰ ἐλεημοσύνη ἀπὸ τὸ περίσσευμα ἢ τὸ ὑστέρημά σου. Σπόγγισε δάκρυα τῆς χήρας, τοῦ ὀρφανοῦ, τοῦ δυστυχισμένου.

Θέλεις χαρά, τὴν πιὸ μεγάλη χαρά; Ἔχεις χρό­νια νὰ ἐξομολογη­θῇς. Τί περιμένεις λοιπόν; Τὸ τέλος πλησιάζει. «Ὁ Κύριος ἐγγύς», φωνάζει ὁ ἀπόστολος (Φιλ. 4,5). Ἄντε στὸν πνευματικό, γονά­τισε μπροστά του, πὲς τὰ κρίματά σου, κάνε καθαρὴ ἐξομολόγησι· κι ὅταν βγῇς ἀπὸ τὸ ἐ­ξομολογητήριο θὰ πετᾷς ἀπὸ τὴ χαρά σου.

* * *

Θέλετε χαρά, ἀδελφοί μου; Ἀκοῦστε τὴ Με­γάλη Ἑβδομάδα τὶς ἀκολουθίες καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Ἐκ­κλη­σίας μας, τὰ ἀθάνατα ἀριστουργήμα­τα ποὺ δὲν τὰ ἔχει καμμιά θρησκεία στὸν κό­σμο. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καὶ χτυπήσουν τὰ σήμαντρα, ἐλᾶτε στὴν ἐκκλησία· καὶ μὴ φύγετε ἀμέσως – ὅποιος φεύγει εἶνε Ἰούδας. Νὰ μείνετε μέσα μέχρι τέλους, ν᾿ ἀκού­σετε ἐκείνη τὴν ὡραία εὐχὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσετε σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ! Καὶ τότε θὰ αἰσθανθῆτε χαρά· «ἐχάρησαν οἱ μαθηταὶ ἰδόντες τὸν Κύριον» (Ἰω. 20, 20).

Αὐτὴ τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ εὔχομαι σὲ ὅ­λους σας, μικροὺς καὶ μεγάλους, ν᾽ ἀπολαύσε­τε δι᾿ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
kranosgr
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ