2018-06-11 12:52:29
Φωτογραφία για Α. Γκουρμπάτσης, Βόμβα μολότοφ: Η ποινική προβληματική του χαρακτήρα της και τα ανακύπτοντα ζητήματα
Ανδριανού Γκουρμπάτση, Αντιστράτηγου - Υπαρχηγού ΠΣ, ε.α, Νομικού Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να θεμελιώσει, κατά τρόπο επιστημονικά τεκμηριωμένο και νομικά ορθό, τον κυρίαρχο

και πρωτογενή εμπρηστικό χαρακτήρα της βόμβας μολότοφ, θέση όμως που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την απολύτως κρατούσα διαχρονικά μέχρι και σήμερα άποψη της νομολογίας, τόσο του Ανωτάτου Ακυρωτικού όσο και των δικαστηρίων της ουσίας, αλλά και της θεωρίας, που δέχονται τον εκρηκτικό χαρακτήρα της καθώς επίσης ν’ αναδείξει τα εξ αιτίας της ως άνω προβληματικής νομολογιακής προσέγγισης του χαρακτήρα της ανακύπτοντα ποινικά και ποινικοδικονομικά ζητήματα. The present study attempts to establish, through scientifically proven and legally sound means, the dominant nature of the petrol bomb (Molotov cocktail) as primarily incendiary, an opinion directly counter to the prevalent, throughout the years, case law, either of the Supreme Court or of trial courts, as well as to common legal theory, that accept the bomb’s explosive nature, as well as to highlight the criminal and criminal procedure issues that arise due to the aforementioned problematic approach of the bomb’s nature in case law
. I. Εισαγωγικά Το πρόσφατα δημοσιευθέν βιβλίο [1] , για τον εμπρηστικό χαρακτήρα της βόμβας μολότοφ, σε συνδυασμό με τη διαχρονικά μέχρι σήμερα σταθερή πλην όμως Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998

I. Εισαγωγικά

Το πρόσφατα δημοσιευθέν βιβλίο1, για τον εμπρηστικό χα-

ρακτήρα της βόμβας μολότοφ, σε συνδυασμό με τη διαχρο-

νικά μέχρι σήμερα σταθερή πλην όμως αντίθετη θέση της νο-

μολογίας, που δέχεται τον εκρηκτικό χαρακτήρα της, απο-

τέλεσε το κίνητρο για τη διεξοδική ανάλυση και ανάδει-

ξη της ποινικής προβληματικής του χαρακτήρα της βόμβας

μολότοφ, στο πλαίσιο μιας διηνεκούς2, εκτενούς και απο-

κλειστικής ενασχόλησης του συντάκτη της με τα ανακύπτο-

ντα ποινικά και ποινικοδικονομικά ζητήματα εξ αιτίας αυ-

τής της νομολογιακής προσέγγισης. Ωστόσο, αφορμή για

την εκπόνηση της παρούσας μελέτης αποτέλεσε η πρόσφα-

τη χαρακτηριστική υπόθεση της καταδίκης αγιορειτών μονα-

χών της Ιεράς Μονής Εσφιγμένου του Αγίου Όρους, μεταξύ

άλλων αδικημάτων, και για κατασκευή και χρήση βόμβας

μολότοφ και εκρηκτικών υλών, δυνάμει της υπ’ αριθ. 32-

41/2017 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της

Θεσσαλονίκης. Ειδικότερα, με την παρούσα μελέτη επιχει-

ρείται να αρθρωθεί ένας θεωρητικός λόγος θεμελιωμένος σε

επιστημονική βάση και νομικά ορθός, απέναντι στις σταθε-

ρές διαχρονικά και μη συνεπείς επιστημονικά νομολογιακές

επιλογές και θέσεις για τη φύση και το χαρακτήρα της βόμ-

βας μολότοφ και της βενζίνης. Σκοπός λοιπόν της μελέτης

1. Α. Γκουρμπάτσης, Η βόμβα μολότοφ, ως εμπρηστικός μηχανι-

σμός, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2016.

2. Βλ. Α. Γκουρμπάτση, Η βόμβα μολότοφ: εμπρηστικός ή εκρηκτι-

κός μηχανισμός; ΑρχΝ 1992, 574 και Βόμβα μολότοφ: Η νομολογι-

ακή προσέγγιση για τον χαρακτηρισμό της contra στην επιστημο-

νική θεώρηση, ΑρχΝ 2004, 326.

είναι η ανάλυση και αξιολόγηση της πρόσφατης νομολογίας

και η αναμόχλευση καθώς και η ανάδειξη των θεμελιωδών

ζητημάτων σε επίπεδο ουσιαστικού και δικονομικού ποινι-

κού δικαίου που ανακύπτουν από τη φύση και το χαρακτήρα

της βόμβας μολότοφ.

Η βόμβα μολότοφ ανέκαθεν αποτελεί ένα ιδιαίτερα προσφι-

λές όπλο (μέσο), το οποίο είναι σχεδόν σε καθημερινή βά-

ση ενταγμένο στην πολεμική πρακτική και εγκληματική

δραστηριότητα ομάδων κυρίως του αντιεξουσιαστικού χώ-

ρου, που το έχουν εντάξει στο αντάρτικο πόλης, αλλά και

άλλων ομάδων με εμφανή παραβατική συμπεριφορά, όπως

οι χούλιγκαν, βανδαλιστές, στασιαστές (ταραχοποιοί) κ.ά.

Ο λόγος για τον οποίο το εγκληματικό αυτό μέσο καθίσταται

ιδιαίτερα προσφιλές και προτιμάται για τη διάπραξη βιαιο-

πραγιών κατά προσώπων και πραγμάτων και γενικά για την

τέλεση σοβαρών αξιόποινων πράξεων είναι η παρουσία πολ-

λών πλεονεκτημάτων3, έναντι άλλων αντίστοιχων μέσων, τα

οποία αφορούν κυρίως την κατασκευή, τη χρήση και τη δυ-

νατότητα καταστροφικής δράσης της. Για το λόγο αυτό απο-

τελεί τα τελευταία έτη ένα επίκαιρο παγκοσμίως και με έντο-

να χαρακτηριστικά στοιχεία έξαρσης εγκληματικό φαινόμε-

νο, το οποίο ταυτόχρονα παρουσιάζει σχεδόν στην καθημε-

ρινή δικαστηριακή πρακτική ιδιαίτερο νομικό ενδιαφέρον.

Ωστόσο, η προβληματική του χαρακτηρισμού της βόμβας μο-

λότοφ4, για το αν δηλαδή πρόκειται για εμπρηστικό ή εκρη-

3. Α. Γκουρμπάτσης, Η βόμβα μολότοφ: εκρηκτικός ή εμπρηστικός

μηχανισμός, ό.π., σελ. 574.

4. Βλ. σχετικά με τα είδη εμπρηστικών και εκρηκτικών μηχανισμών,

Α. Γκουρμπάτση, Εμπρηστικοί Μηχανισμοί, έκδ. 2010.

Βόμβα μολότοφ: Η ποινική προβληματική

του χαρακτήρα της και τα ανακύπτοντα

ζητήματα

Ανδριανού Γκουρμπάτση, Αντιστράτηγου - Υπαρχηγού

ΠΣ, ε.α, Νομικού

Η παρούσα μελέτη επιχειρεί να θεμελιώσει, κατά τρόπο

επιστημονικά τεκμηριωμένο και νομικά ορθό, τον κυρίαρχο

και πρωτογενή εμπρηστικό χαρακτήρα της βόμβας μολότοφ,

θέση όμως που βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την απολύτως

κρατούσα διαχρονικά μέχρι και σήμερα άποψη της νομολογίας,

τόσο του Ανωτάτου Ακυρωτικού όσο και των δικαστηρίων της

ουσίας, αλλά και της θεωρίας, που δέχονται τον εκρηκτικό

χαρακτήρα της καθώς επίσης ν’ αναδείξει τα εξ αιτίας της ως

άνω προβληματικής νομολογιακής προσέγγισης του χαρακτήρα

της ανακύπτοντα ποινικά και ποινικοδικονομικά ζητήματα.

The present study attempts to establish, through scientifically

proven and legally sound means, the dominant nature

of the petrol bomb (Molotov cocktail) as primarily incendiary,

an opinion directly counter to the prevalent, throughout the

years, case law, either of the Supreme Court or of trial courts,

as well as to common legal theory, that accept the bomb’s explosive

nature, as well as to highlight the criminal and criminal

procedure issues that arise due to the aforementioned

problematic approach of the bomb’s nature in case law.

2 Α. ΓΚΟΥΡΜΠΑΤΣΗΣ

ΠοινΔικ 4/2018  Έτος 21ο

κτικό μηχανισμό ή βόμβα, είναι ένα αμφιλεγόμενο διεθνώς

νομικό πρόβλημα με αντικρουόμενες θέσεις και απόψεις,

που στην ποινική νομοθεσία ορισμένων κρατών ορίζεται, ως

εμπρηστικός μηχανισμός, σε κάποια άλλα, ως εκρηκτικός

μηχανισμός, ενώ σε άλλα ταυτίζεται και με τους δύο ως άνω

νομικούς χαρακτηρισμούς, αφού δεν γίνεται καμιά νομοθε-

τική διάκριση των όρων αυτών, λόγω της εννοιολογικής και

νομικής ταύτισής τους.

II. Νομικό πλαίσιο

Ο ποινικός νομοθέτης μέχρι σήμερα δεν έχει καθορίσει στο

ποινικό δίκαιο τον ορισμό του εμπρηστικού μηχανισμού ή

βόμβας, και συνακόλουθα και της βόμβας μολότοφ, όπως

συμβαίνει με τον αντίστοιχο ορισμό του εκρηκτικού μηχανι-

σμού ή βόμβας, καθώς και των εκρηκτικών υλών. Ωστόσο

δεν ορίστηκε νομοθετικά και η έννοια της έκρηξης, για-

τί θεωρήθηκε πασίδηλη5, δηλ. ότι πρόκειται για έννοια σα-

φή μη προκαλούμενη αμφιβολίες6, αφού έχει «σαφή εν τη

κοινή χρήσει και αναμφίβολον έννοιαν ώστε να μη είνε δυ-

νατή η γέννησις αμφιβολιών περί ταύτης»7, ενώ ο νομοθέ-

της εκφράστηκε ρητά, ότι δεν ήθελε να αποστεί από την κοι-

νή αντίληψη γι’ αυτήν8. Το εννοιολογικό περιεχόμενο λοι-

πόν της έκρηξης μπορεί να προσδιορισθεί τόσο από την επι-

στήμη (φυσικές επιστήμες), όσο και κατ’ έμμεσο τρόπο μπο-

ρεί να συναχθεί από τον ορισμό των εκρηκτικών υλών στον

Ν 2168/1993. Έτσι, ως έκρηξη, μπορεί να θεωρηθεί το φυ-

σικοχημικό εκείνο φαινόμενο κατά τη διάρκεια του οποί-

ου ελευθερώνονται (αποδεσμεύονται) αιφνίδια τέτοιες δυ-

νάμεις, ώστε να προκαλούνται ισχυρά μηχανικά (ρηκτι-

κά ή βλητικά) αποτελέσματα, που συνοδεύονται συνήθως

από κρότο, φωτεινό φαινόμενο (λάμψη) και έκλυση θερμό-

τητας9. Επίσης από τις διατάξεις του Ν 2168/1993 «Ρύθμιση

θεμάτων που αφορούν όπλα, πυρομαχικά, εκρηκτικές ύλες,

εκρηκτικούς μηχανισμούς και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄ 147)

και πιο συγκεκριμένα με το άρθρο 1 παρ. 1 στοιχ. ε΄ και στ΄

προβλέπονται οι ορισμοί των εκρηκτικών υλών και εκρηκτι-

κών μηχανισμών αντίστοιχα. Σύμφωνα λοιπόν με τις ως άνω

διατάξεις, εκρηκτικές ύλες «είναι τα στερεά ή υγρά σώματα,

τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χημική μεταβο-

λή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες με συνθήκες υψηλών

θερμοκρασιών και πιέσεων, με αποτελέσματα βλητικά ή ρη-

κτικά», ενώ εκρηκτικός μηχανισμός, «είναι κάθε συσκευή,

που μπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιασδήποτε εκρηκτικής

ύλης». Περαιτέρω και πιο συγκεκριμένα με το άρθρο 7 παρ.

1 του Ν 2168/1993, η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειμέ-

νων που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, όπως εκρηκτικοί μη-

χανισμοί (συσκευές) και εκρηκτικές ύλες, απαγορεύεται και

οι δράστες τιμωρούνται με το πλημμέλημα που προβλέπεται

στην παρ. 2 του ίδιου ως άνω άρθρου.

5. Αιτ. Έκθ. ΠΚ. 1929, Έκδ. Ζαχ, σελ. 253, Α. Στάικου, Ερμ. Ελλ. ΠΚ,

Ειδ. Μ., τ. Γ΄ (1961), σελ. 37, Μ. Καΐάφα–Γκμπάντι, Κοινώς επι-

κίνδυνα εγκλήματα, έκδ. Β΄ (1999), σελ. 232, ΠλημΧαν 155/2997

ΠοινΔικ 2008, 1300.

6. Η. Γάφος, Ποιν. Δικ., Ειδ. Μ., τεύχ. Γ΄, 1961, σελ. 115, Χ. Δέδες,

Ποιν. Δικ., Ειδ. Μ., ε.κ.κ., 1979, σελ. 79.

7. Α. Μπουρόπουλος, ό.π., άρθ. 270, σελ. 407, Α. Τούσης–Γεωργίου,

ΕρμΠΚ, έκδ. Β΄ (1958) σελ. 546–547.

8. Βλ. Αιτ. Έκθ, Έκδ. Ζαχ, 253, Η. Γάφου, Ποιν. Δικ, ό.π., σελ. 115,

Α. Στάικου, ΕπιτΕρμΠΚ, τ. Γ΄, σελ. 35 και 37, Γ. Καρανίκα, Ποιν.

Δικ., Ειδ. Μ., σελ. 473.

9. Μ. Καΐάφα–Γκμπάντι, ό.π., σελ. 232.

Επίσης, στις διατάξεις των άρθρων 270 και 271 ΠΚ περιγρά-

φονται οι δύο νομοτυπικές μορφές, από άποψης υπαιτιότη-

τας, της έκρηξης, ενώ στο άρθρο 272 ΠΚ, που τιτλοφορεί-

ται «εκρηκτικές ύλες», περιγράφονται ως αυτοτελή ιδιώνυ-

μα αδικήματα συμπεριφορές σχετικές10 με την κατασκευή,

προμήθεια και κατοχή εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών βομ-

βών, που τυποποιούνται ως προπαρασκευαστικές πράξεις

της έκρηξης, μόνον εφόσον σχετίζονται με εκρηκτικές ύλες

ή βόμβες και δεν αφορούν γενικά την προπαρασκευή του

εγκλήματος της έκρηξης, αφού αυτή μπορεί να τελεσθεί και

με άλλα μέσα, εκτός των εκρηκτικών υλών. Σύμφωνα με την

αιτιολογική έκθεση11, ως εκρηκτική ύλη «θεωρείται η υπο-

κειμένη εις έκρηξιν», ενώ, εκρηκτική βόμβα «νοείται συ-

σκευή ή μηχάνημα μικρών διαστάσεων και ευκολομετακομι-

στόν, επιτήδειον προς παραγωγήν εκρήξεως».

Οι ανωτέρω διατάξεις για την έκρηξη και τις εκρηκτικές ύλες

είναι νέες στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα, δεδομένου ότι δεν

υπήρχαν αντίστοιχες διατάξεις για την έκρηξη και τις εκρη-

κτικές ύλες και βόμβες στον αρχικό Ποινικό Νόμο (1834).

Μπορεί ο όρος έκρηξη ν’ αναφέρεται στις διατάξεις των άρ-

θρων 408–418 του Ποινικού Νόμου, σχετικά με τα εγκλήμα-

τα εμπρησμού, όμως η χρήση σ’ αυτές της φράσης «έκρηξη

πυρός», είναι ατυχής, γιατί έχει την έννοια της εκδήλωσης ή

πρόκλησης φωτιάς και όχι του αντίστοιχου φυσικοχημικού

φαινομένου. Άλλωστε η φωτιά δεν εκρήγνυται, μπορεί όμως

η έκρηξη να είναι ένα από τα αποτελέσματά της (έκρηξη από

δευτερογενή αιτία).

Ακόμη, ως εκρηκτική ατμόσφαιρα, σύμφωνα με το άρθρο

2 του ΠΔ 42/2003 (ΦΕΚ Α΄ 44), νοείται μείγμα με αέρα, σε

ατμοσφαιρικές συνθήκες, εύφλεκτων ουσιών υπό μορφή αε-

ρίων, ατμών, συγκεντρώσεων σταγονιδίων ή σκόνης, στο

οποίο, μετά από ανάφλεξη ή καύση μεταδίδεται στο σύνολο

του μη καιγόμενου μείγματος.

Τέλος, σύμφωνα με την ΚΥΑ Φ2/21099/1700 «Τροποποίηση

του ΠΔ 104/1999: Προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας

προς τις διατάξεις της Οδηγίας 94/55/ΕΚ της 21ης Νοεμβρίου

1994, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών με-

λών σχετικά με τις οδικές μεταφορές επικίνδυνων εμπορευ-

μάτων σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 96/86/

ΕΚ» (ΦΕΚ Β΄ 509), η βενζίνη, όπως και το οινόπνευμα κινη-

τήρων, το πετρέλαιο ντίζελ, η κηροζίνη, οι αλκοόλες, το αρ-

γό πετρέλαιο, οι αιθέρες, οι κετόνες κ.ά. κατατάσσονται

στην «Κλάση Κινδύνου (3)», δηλαδή στα εύφλεκτα υγρά,

στα οποία, ως κριτήριο για την ένταξή τους σε αυτήν την

κλάση και πρωτεύον κίνδυνος, που εμπεριέχουν είναι η φω-

τιά12. Αντίθετα στην «Κλάση Κινδύνου (1)», σύμφωνα με τη

σχετική νομοθεσία, κατατάσσονται τα εκρηκτικά υλικά,

όπως νιτρογλυκερίνη, βροντώδη άλατα υδραργύρου, βόμ-

βες ΤΝΤ, πυροτεχνήματα, βεγγαλικά, φωτοβολίδες, καπνο-

γόνα, δακρυγόνα, πυροκροτητές, πυρίτιδα κ.ά.

10. Βλ. σχετικά με τις έννοιες της κατασκευής, κατοχής και προ-

μήθειας, Μ. Καΐάφα–Γκμπάντι, κ.ε.ε, ό.π., σελ. 277 επ., Α.

Γκουρμπάτση, Η βόμβα μολότοφ, ως εμπρηστικός μηχανισμός,

ό.π., σελ. 67-68.

11. Βλ. Αιτ. Έκθ. 1933, σελ. 399, Α. Μπουρόπουλου, ΕρμΠΚ, τόμ. Β΄,

Ειδ. Μ., (1960), άρθ. 272, σελ. 410.

12. Βλ. Εγχειρίδιο Αντιμετώπισης Ατυχημάτων με Επικίνδυνα Υλικά,

«Μεταφορά, επικίνδυνων φορτίων – σήμανση», έκδ. Αρχηγείου

ΠΣ (ΠΕ 13/2010), σχετική νομοθεσία Ν 1741/1987 και ΚΥΑ

Φ2/21099/1700 (ΦΕΚ Β΄ 509/7.4.2000) και Οδηγία 94/55/ΕΚ της

21ης Νοεμβρίου 1994.

ΒΟΜΒΑ ΜΟΛΟΤΟΦ 3

Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998

III. Επιστημονική θεώρηση

Α) Επεξήγηση όρων

Στις φυσικές επιστήμες (φυσική και χημεία), ως έκρηξη μπο-

ρεί να ορισθεί «η βίαια αποδέσμευση ενέργειας»13 ή, κατά τον

NFPA14, η ξαφνική μετατροπή του ενεργειακού δυναμικού (χη-

μικής ή μηχανικής) σε κινητική ενέργεια με την παραγωγή και

την απελευθέρωση αέριων υπό πίεση. Αυτά τα αέρια υψηλής

πίεσης (ωστικό κύμα), στη συνέχεια, με μηχανικούς τρόπους,

όπως η μετακίνηση, αλλαγή ή θραύση, εκτινάσσουν σε κοντι-

νή απόσταση υλικά, δηλ. έχουν βλητικά ή ρηκτικά αποτελέ-

σματα, ή άλλως, έκρηξη μιας εκρηκτικής ύλης είναι η ταχύτα-

τη μεταβολή της προς αέρια, κυρίως προϊόντα, τα οποία ευ-

ρίσκονται υπό συνθήκες υψηλών θερμοκρασιών και πιέσεων.

Στον ως άνω ορισμό περιλαμβάνεται κάθε είδος έκρηξης15,

όπως χημικές, φυσικές, ηλεκτρικές, πυρηνικές και αυτή μπο-

ρεί να προκληθεί με πολλούς τρόπους και μέσα. Ένας από αυ-

τούς είναι και η χρήση εκρηκτικών υλών, π.χ. αμμωνίτιδα, νι-

τρική αμμωνία και ξυλάλευρο, πυροκροτητής και πυραγω-

γό σχοινί (φυτίλι) καθώς και στουπί εμποτισμένο με βενζίνη.

Εξάλλου, εκρηκτική ύλη είναι κάθε υλικό σώμα ή σύστημα, το

οποίο δύναται με κατάλληλη θερμική ή μηχανική διέγερση να

ελευθερώσει απότομα, μια μεγάλη ποσότητα αερίων, με τρό-

πο ώστε να καταστεί δυνατή η εξάσκηση ισχυρής δυναμικής

καταπόνησης στο άμεσο περιβάλλον. Περαιτέρω, διέγερση

μιας εκρηκτικής ύλης προς έκρηξη, είναι η πράξη με την οποία

επιτυγχάνεται η έναρξη της έκρηξης στη μάζα της εκρηκτι-

κής ύλης. Η διέγερση δύναται να είναι ασθενής, δηλ. εκείνη

που επιτυγχάνεται με μια πολύ μικρή πηγή ενέργειας π.χ. τρι-

βή, ελαφρά κρούση, ένα θερμό σημείο, ή ισχυρή, δηλ. εκεί-

νη που επιτυγχάνεται με την έκρηξη μιας ποσότητας εκρηκτι-

κής ύλης.

Επίσης, ο νομοθέτης παρόλο που καθόρισε, κατά τα ανωτέ-

ρω αναφερόμενα, τον ορισμό του εκρηκτικού μηχανισμού,

δεν έπραξε το ίδιο και για τον εμπρηστικό μηχανισμό. Έτσι

λοιπόν, από επιστημονική άποψη (επιστήμη της καύσης) και

πιο συγκεκριμένα με τη χημική έννοια του όρου, ως εμπρηστι-

κός μηχανισμός ή βόμβα «ορίζεται κάθε κατάλληλη μηχανική,

ηλεκτρική ή χημική συσκευή, προορισμένη και ικανή να μπο-

ρεί, αυτοδύναμα ή με άλλον τρόπο, να προκαλέσει ανάφλεξη

της εύφλεκτης ύλης και κατ’ επέκταση πυρκαγιά»16.

Αν προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε τη βόμβα μολότοφ, ως

προς το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου, τη δομική σύ-

σταση και σύνθεση, τη νομική φύση καθώς και τον τρόπο λει-

τουργίας της, μπορούμε να ορίσουμε γενικά, ότι «Η βόμβα μο-

λότοφ, ή —το ορθότερο— κοκτέιλ μολότοφ, είναι είδος πρό-

χειρου αυτοσχέδιου χειρομεταφερόμενου εμπρηστικού μη-

χανισμού, που κατασκευάζεται από ένα εύθραυστο δοχείο ή

φιάλη, το οποίο στην απλούστερη μορφή του, πληρούται με

εύφλεκτο υγρό, όπως βενζίνη, πετρέλαιο κ.ά., στο στόμιο

του προσαρμόζεται - φέρει, κατάλληλα τοποθετημένο καύ-

σιμο υλικό, όπως συνήθως ύφασμα, γάζες, στουπί, που λει-

τουργεί, ως φυτίλι, δηλ. ως πυροδοτικός μηχανισμός, αλλά

13. Α. Κώνστας, Εγχειρίδιο Πυρασφαλείας, έκδ. 1989, σελ. 122.

14. Βλ. National Fire Protection Association (NFPA 921), Fire &

Explosion Investigations, Edition 2011, page 13.

15. Βλ. αναλυτικά είδη έκρηξης, Α. Γκουρμπάτση, Εγκλήματα

Εμπρησμού: Η εγκληματολογική έρευνα, έκδ. 2013, σελ. 102-103.

16. Βλ. Α. Γκουρμπάτση, Η βόμβα μολότοφ, ως εμπρηστικός μηχανι-

σμός, ό.π., σελ. 22.

και ως ασφάλεια (πωματισμό), το οποίο, αφού προηγούμενα

αναφλέγεται από το δράστη με γυμνή φλόγα, π.χ. αναπτήρα,

σπίρτα, εκσφενδονίζεται με τα χέρια από τον ίδιο προς τον

εγκληματικό στόχο και η οποία προορίζεται ή είναι ικανή να

προξενήσει ταχεία καύση (ραγδαία εξάπλωση πυρκαγιάς) του

διασκορπιζόμενου εξ αιτίας του θρυμματισμού του γυάλινου

δοχείου ή φιάλης, από την πρόσκρουση του σε σκληρή επι-

φάνεια ή αντικειμένου, εύφλεκτου υγρού, με καταστροφικά

τις περισσότερες φορές περαιτέρω αποτελέσματα, ακόμη δε

και θανατηφόρα, αφού μπορεί να θέσει σε κίνδυνο και απει-

λήσει ακόμη και τη ζωή ανθρώπου ή να του προξενήσει σοβα-

ρές βλάβες στη σωματική του ακεραιότητα ή την υγεία του»17.

Η βόμβα μολότοφ, όπως ήδη προαναφέρθηκε πληρούται με

ένα εύφλεκτο υγρό, κυρίως με βενζίνη, λόγω της εξαιρετικά

υψηλής πτητικότητας και του πολύ εύφλεκτου χαρακτηρι-

στικού της, ή πετρέλαιο, οινόπνευμα, ακετόνη, νέφτι (τερε-

βινθέλαιο) κ.ά. Αρκετές φορές προστίθενται επίσης στο εύ-

φλεκτο υγρό επιπλέον και άλλα «προσθετικά υλικά», όπως

διαλύτες, πίσσα ή φοινικέλαιο ή ορυκτέλαιο (λάδι μηχανής

αυτοκινήτου), σόδα κ.ά., όχι με σκοπό να υποβοηθήσουν

την καύση —γιατί τα υλικά αυτά αναφλέγονται δύσκολα—

αλλά προκειμένου να δημιουργήσουν με την καύση έντο-

νο μαύρο και πνιγερό (αποπνικτικό) καπνό (δυσχερές και

πιο επικίνδυνο για την υγεία περιβάλλον). Επίσης προστίθε-

ται άμμος, πριονίδια, πίσσα, έλαια, ζάχαρη, ή απορρυπαντι-

κό πλυντηρίου ή καθαρισμού πιάτων ή υγρό σαπούνι κ.ά.,

παράγοντες πύκνωσης, χρησιμοποιούνται ως «κολλητική»

στον στόχο ουσία των υλικών που πυρπολούνται για μεγα-

λύτερη διάρκεια της καύσης. Τελευταία, χρησιμοποιούνται

«νέας γενιάς»18 βόμβες μολότοφ, αναβαθμισμένες και πολύ

πιο επικίνδυνες, αφού συντίθενται από βενζίνη αναμεμειγμέ-

νη με υγρή αμμωνία ή θειικό οξύ (κοινώς βιτριόλι) ή χλωρι-

ούχο κάλιο κ.ά. χημικές ουσίες, για περισσότερη διεισδυτι-

κότητα στο στόχο του δράστη, αλλά ταυτόχρονα προκειμέ-

νου να καταστήσουν τον εμπρηστικό μηχανισμό περισσότε-

ρο καταστροφικό και επικίνδυνο για την υγεία και σωματική

ακεραιότητα των θυμάτων, αλλά και να προκαλέσουν πανι-

κό στις αστυνομικές δυνάμεις. Και τούτο, γιατί οι ως άνω χη-

μικές ενώσεις είναι πολύ δραστικές, δεδομένου ότι είναι το-

ξικές και διαβρωτικές και εκ των ιδιοτήτων τους αυτών μπο-

ρεί να απειλήσουν ακόμη και τη ζωή των θυμάτων, εξ αιτί-

ας των «ψυχρών εγκαυμάτων» και των αναπνευστικών προ-

βλημάτων που τους προξενούν.

Εξάλλου καύσιμα είναι τα υλικά που όταν καίγονται αποδί-

δουν σημαντικά και εκμεταλλεύσιμα ποσά θερμότητας. Τα

καύσιμα υλικά διακρίνονται σε: α) φυσικά, β) τεχνικά, γ)

στερεά, δ) υγρά, π.χ. βενζίνη, πετρέλαιο κ.ά., ε) αέρια, π.χ.

υγραέριο, φυσικό αέριο κ.ά. Τα καύσιμα υγρά κατατάσσο-

νται αναλόγως της αναφλεξιμότητάς τους σε τρεις κατηγο-

ρίες19, από άποψη κινδύνου. Στην πρώτη κατηγορία κινδύ-

νου ανήκουν τα έχοντα σημείο αναφλεξιμότητας κάτω από

τους 21ο C, όπως η βενζίνη, ο αιθέρας, η ακετόνη, το βενζό-

λιο κ.ά. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα έχοντα σημείο

αναφλεξιμότητας από 21ο έως 55ο C, όπως το πετρέλαιο, η

ξυλόλη κ.ά. Στην τρίτη κατηγορία ανήκουν τα έχοντα σημείο

αναφλεξιμότητας άνω των 55ο C, όπως τα έλαια, το πετρέ-

λαιο εσωτερική καύσης, τα πισσέλαια, τα παραφινέλαια κ.ά.

17. Α. Γκουρμπάτσης, ό.π., σελ. 44 επ.

18. Βλ. αναλυτικά για τη σύνθεση και λειτουργία της βόμβας μολό-

τοφ, Α. Γκουρμπάτση, ό.π., σελ. 46–55.

19. Βλ. Η. Μπέτσιου, Επιστημονική Πυροσβεστολογία, έκδ.

Αρχηγείου ΠΣ (1978), σελ. 294.

4 Α. ΓΚΟΥΡΜΠΑΤΣΗΣ

ΠοινΔικ 4/2018  Έτος 21ο

Ως εύφλεκτα, θεωρούνται τα υγρά, τα οποία σχηματίζουν

ατμούς επάνω από την ελεύθερη επιφάνειά τους, οι οποίοι

μπορούν να αναφλεγούν. Τα πλέον κοινά εύφλεκτα υγρά,

τα οποία χρησιμοποιούνται, για ακριβώς αυτήν την ιδιότη-

τά τους, ως υγρά καύσιμα, είναι η βενζίνη και το πετρέλαιο.

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των εύφλεκτων υγρών,

είναι το σημείο ανάφλεξής τους (flash point), δηλαδή, η

ελάχιστη θερμοκρασία, στην οποία πρέπει να θερμανθεί το

υγρό, για να δημιουργηθούν εύφλεκτοι ατμοί επάνω από την

ελεύθερη επιφάνειά του, έτσι ώστε να αναφλεγούν, με την

προσέγγιση φλόγας ή τη δημιουργία σπινθήρα. Οι βενζίνες

(χαμηλών οκτανίων) έχουν σημείο ανάφλεξης περίπου -43ο

C και από αυτήν τη θερμοκρασία και επάνω, παράγουν εύ-

φλεκτους ατμούς. Το σημείο ανάφλεξης των πετρελαίων κυ-

μαίνεται, μεταξύ +50ο C και +55ο C.

Επίσης πολλές φορές στη νομολογία απαντάται η φράση,

«εξερράγη πυρκαγιά» ή «έκρηξη πυρκαγιάς». Η φράση αυτή

είναι ατυχής, αφού μόνον ερμηνευτικά προβλήματα μπορεί

να δημιουργήσει. Και τούτο, γιατί έκρηξη κατά την ανάπτυ-

ξη και εξέλιξη μιας (αστικής) —όχι δασικής— πυρκαγιάς μπο-

ρεί να προκληθεί, υπό προϋποθέσεις μόνο στα άκαυστα αέ-

ρια προϊόντα του καπνού της, και συγκεκριμένα στα καυτά

αέρια πυρόλυσης και στα εύφλεκτα προϊόντα ατελούς καύ-

σης υποβόσκουσας πυρκαγιάς, που υπάρχουν ή μεταφέρο-

νται σε μια εύφλεκτη περιοχή, όπως το μονοξείδιο του άν-

θρακα (co). Προειδοποιητική ένδειξη για επικείμενη έκρη-

ξη καπνού αποτελεί ο λευκός καπνός. Δεν πρέπει επίσης να

συγχέεται η έκρηξη με το φαινόμενο της ανάφλεξης πυρκα-

γιάς (flashover), δηλ. την αιφνίδια ανάπτυξη της φωτιάς σε

ολόκληρο τον χώρο, ήτοι ταχύτατη και γενικευμένη επέκτα-

ση της φωτιάς από τη γενικευμένη ανάφλεξη όλων των καυ-

σίμων σε ένα χώρο. Ενώ έκρηξη (χημική) αποτελεί το φαινό-

μενο backdraft, ήτοι ταχεία ανάφλεξη που προκαλείται από

την αιφνίδια εισροή αέρα σ’ ένα κλειστό χώρο, όπου υπάρ-

χει ανεπάρκεια οξυγόνου, ενώ υπάρχουν άκαυστα προϊόντα

ατελούς καύσης, π.χ. μονοξείδιο του άνθρακα (co) και πυ-

ρόλυσης. Ένδειξη δε, ότι θα επακολουθήσει backdraft, είναι

ο «βαρύς πυκνός καπνός» και κυρίως με τυρβώδη ροή.

Β) Ο μηχανισμός της καύσης και έκρηξης

Εκτός από την περίπτωση των φυσικών εκρήξεων, συμπερι-

λαμβανομένων και των ανεξέλεγκτων (εξώθερμων) χημικών

αντιδράσεων, οι πυρκαγιές και οι εκρήξεις έχουν τις ίδιες

εναρκτήριες συνθήκες, δηλαδή την ταυτόχρονη ύπαρξη: i)

καυσίμου, ii) οξυγόνου —γενικά οξειδωτικού— και iii) πηγής

ανάφλεξης (τρίγωνο φωτιάς). Για να οδηγήσουν όμως αυτές

οι συνθήκες σε ανάφλεξη ή γενικά πυρκαγιά πρέπει: α) Το

καύσιμο να βρίσκεται σε σωστή ποσότητα ή συγκέντρωση,

β) Η πηγή ανάφλεξης (μέσο έναυσης) να έχει αρκετή (θερ-

μική) ενέργεια για να μπορέσει να αναφλέξει το καύσιμο

και γ) Το οξυγόνο (που συνήθως προέρχεται από τον ατμο-

σφαιρικό αέρα) να βρίσκεται στην κατάλληλη συγκέντρωση.

Μόνον όταν όλες οι ανωτέρω συνθήκες πληρούνται μπορεί

να υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς ή έκρηξης.

Τα καύσιμα, όπως προαναφέρθηκε, ανάλογα με τη φυσι-

κή τους κατάσταση διακρίνονται σε στερεά, υγρά και αέρια.

Ειδικότερα: 1) Αέρια καύσιμα: Αν το καύσιμο είναι αέριο,

π.χ. μεθάνιο, υγραέριο, μπορεί να αναφλεγεί, μόνον όταν

υπάρξει ένα μείγμα αερίου / ατμοσφαιρικού αέρα (οξυγό-

νου), του οποίου η αναλογία κυμαίνεται μεταξύ του εύρους

των ορίων αναφλεξιμότητας ή εκρηκτικότητας, ήτοι ενός κα-

τωτάτου και ενός ανωτέρου ορίου. Σε συγκέντρωση μικρό-

τερη από το κατώτερο όριο αναφλεξιμότητας, το μείγμα δε

συντηρεί την καύση, γιατί η ποσότητα θερμότητας που πα-

ράγει, δεν επαρκεί για τη θέρμανση γειτονικών περιοχών

με καύσιμα στο σημείο ανάφλεξης, λόγω έλλειψης καυσί-

μου (φτωχό μείγμα). Σε συγκέντρωση μεγαλύτερη από το

ανώτερο όριο αναφλεξιμότητας, η ποσότητα του οξυγόνου

του ατμοσφαιρικού αέρα είναι ανεπαρκής για τη διατήρηση

της καύσης. 2) Υγρά καύσιμα: Τα υγρά, όπως και τα στερεά

καύσιμα, με εξαίρεση τα μέταλλα, δεν καίγονται στην υγρή

ή στερεή αντίστοιχα κατάσταση. Δεν σημαίνει δε αυτό, ότι

δεν υπάρχει κίνδυνος πυρκαγιάς. Εκπέμπουν όμως ατμούς

και αέρια, τα οποία αναμειγνύονται με το οξυγόνο του ατμο-

σφαιρικού αέρα και αναφλέγονται υπό ορισμένες προϋπο-

θέσεις. Αν το καύσιμο είναι υγρό, ανάφλεξη συμβαίνει όταν

αρκετή ποσότητα υγρού εξατμισθεί, έτσι ώστε στην επιφά-

νεια του υγρού να σχηματισθεί μείγμα ατμού / ατμοσφαιρι-

κού αέρα, σε αναλογίες που κυμαίνονται μεταξύ των ορίων

αναφλεξιμότητάς του. γ) Στερεά καύσιμα: Σε περίπτωση των

στερεών καυσίμων, ανάφλεξη μπορεί να συμβεί όταν το στε-

ρεό θερμανθεί. Σε μια ορισμένη για κάθε ένα στερεό καύσιμο

θερμοκρασία αρχίζει η χημική αποσύνθεση (πυρόλυση), με

αποτέλεσμα τη δημιουργία αναφλέξιμων ατμών στην επιφά-

νειά του, οπότε σχηματίζεται ένα μείγμα ατμών / ατμοσφαι-

ρικού αέρα. Σε χώρους, όπου υπάρχουν εύφλεκτα υλικά,

είναι πιθανό να προξενηθεί έκρηξη. Όταν η συγκέντρωση

ενός αερίου βρίσκεται εντός των ορίων αναφλεξιμότητας ή

εκρηκτικότητας, υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης ή αυτανάφλε-

ξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως, ανάλογα με την ανα-

λογία στην οποία έχει προαναμειχθεί το καύσιμο και το οξει-

δωτικό, π.χ. το οξυγόνο του ατμοσφαιρικού αέρα, αντί του

φαινομένου της φωτιάς μια πηγή ανάφλεξης ή γενικότερα οι

συνθήκες θερμοκρασίας, που επικρατούν στο συγκεκριμένο

περιβάλλον, μπορεί να οδηγήσει σε έκρηξη. Γενικά, έκρηξη

είναι το φαινόμενο της βίαιης εκτόνωσης αερίων σαν αποτέ-

λεσμα αιφνίδιας απελευθέρωσης εσωτερικής ενέργειας από

μια ουσία ή ένα μηχανισμό διέγερσης, που οδηγεί στην ανά-

πτυξη υψηλών πιέσεων. Ως μηχανισμός διέγερσης, μπορεί

να χρησιμοποιηθεί ηλεκτρικός, μηχανικός ή χημικός, φλό-

γα, σπινθήρας κ.ά. Η κατηγορία εκρήξεων που ενδιαφέρει

την παρούσα μελέτη και πιο συγκεκριμένα, την πιθανή πρό-

κληση έκρηξης από τη ρίψη βόμβας μολότοφ, είναι οι χημι-

κές εκρήξεις, που σχετίζονται με τη βίαιη αποσύνθεση μιας

ασταθούς ένωσης ή ταχύτατης αντίδρασης μείγματος ενώσε-

ων. Στις εκρήξεις αυτού του είδους συντελείται χημική αντί-

δραση ή σύνολο αλλεπάλληλων χημικών αντιδράσεων από

τις οποίες επέρχεται ακαριαία (απότομη) αύξηση του όγκου

των προϊόντων της χημικής αντίδρασης εξ αιτίας του οποί-

ου επέρχεται βίαιη εκτόνωση (διαστολή) αερίων υψηλών πι-

έσεων και θερμότητας με μηχανικά (ρηκτικά και βλητικά)

καταστροφικά αποτελέσματα. Η φυσική κατάσταση μιας

εκρηκτικής ύλης ενός συστατικού ή ενός εκρηκτικού μείγμα-

τος, μπορεί να είναι αέρια, υγρή ή στερεή. Εκρηκτικό μείγ-

μα είναι δυνατόν ν’ αποτελέσει η διασπορά στον αέρα ενός

αερίου, π.χ. υγραερίου, μεθανίου, υγρού, π.χ. νέφος στα-

γονιδίων ή ατμών βενζίνης, ή στερεού, π.χ. σκόνης αλουμι-

νίου, καυσίμου. Όταν η εκρηκτική ύλη ενεργοποιηθεί θερμι-

κά με την επίδραση θερμότητας ή με κρούση, υφίσταται μια

ταχύτατη εξώθερμη αντίδραση, που ονομάζεται έκρηξη. Οι

χημικές εκρήξεις μπορεί να προέλθουν από υλικά, που είτε

έχουν χαρακτηρισθεί ως «εκρηκτικά», είτε αποτελούν χημι-

κές ενώσεις, που εκρήγνυνται λόγω ειδικών συνθηκών.

Η βενζίνη, η οποία συνήθως χρησιμοποιείται για την κατα-

σκευή βόμβας μολότοφ, είναι ένα ελαφρύ υγρό εξαιρετικά

πτητικό και πολύ εύφλεκτο, που είναι ικανό να εκραγεί μό-

ΒΟΜΒΑ ΜΟΛΟΤΟΦ 5

Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στην ΠοινΔικ από το 1998

νον κάτω από ορισμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, όπως

όταν υπάρξει συγκέντρωση ατμών της βενζίνης / ατμο-

σφαιρικού αέρα, εντός των ορίων εκρηκτικότητας. Ακόμη

και στο ως άνω ιδιαίτερα χαμηλό σημείο ανάφλεξης εκλύ-

ει ατμούς, που καίγονται. Αντίθετα, για παράδειγμα η φαι-

νόλη, που έχει σημείο ανάφλεξης 79ο C, πρέπει να θερμαν-

θεί πάνω από αυτή τη θερμοκρασία για να μπορούν ν’ ανα-

φλεγούν οι ατμοί της στον ατμοσφαιρικό αέρα. Μια ακόμη

ιδιότητα των εύφλεκτων υλικών, είναι η ιδιότητα της αυτα-

νάφλεξης. Αυτό σημαίνει, ότι ένα εύφλεκτο υλικό μπορεί να

αναφλεγεί, χωρίς την παρουσία εξωτερικής πηγής φλόγας ή

σπινθήρα, αν θερμανθεί, σε μία συγκεκριμένη θερμοκρασία.

Αυτή η θερμοκρασία είναι η θερμοκρασία αυτανάφλεξης και

αφορά την ανάφλεξη, μέσα σε ένα κλειστό σύστημα. Για τα

πετρελαιοειδή καύσιμα, η θερμοκρασία αυτανάφλεξης είναι

μεγαλύτερη από 250ο C. Η ανάφλεξη των αέριων μειγμάτων

των ατμών ορισμένων εύφλεκτων υγρών, με τον ατμοσφαι-

ρικό αέρα, δημιουργεί έκρηξη20, κάτω από ορισμένες συνθή-

κες. Αυτά τα αέρια μείγματα μπορούν να εκραγούν, μόνον,

όταν βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο εύρος συγκεντρώσε-

ων (όρια εκρηκτικότητας). Όταν ένα αέριο βρίσκεται σε συ-

γκέντρωση, μικρότερη του κατώτερου αναφλέξιμου - εκρη-

κτικού ορίου του, θεωρείται, ότι είναι φτωχό, ως καύσι-

μο μείγμα και δεν μπορεί να αναφλεγεί και να δημιουργήσει

έκρηξη. Όταν ένα αέριο βρίσκεται σε συγκέντρωση, μεγαλύ-

τερη από το ανώτερο αναφλέξιμο - εκρηκτικά όριό του, το

μείγμα αερίου - αέρα, θεωρείται, ότι είναι πλούσιο σε καύσι-

μο (αλλά φτωχό σε οξυγόνο) και επίσης, δεν μπορεί να ανα-

φλεγεί, ούτε να δημιουργήσει έκρηξη. Όταν η συγκέντρω-

ση του αερίου βρίσκεται, μεταξύ των δύο αυτών ορίων, τότε

το μείγμα του αερίου, με τον αέρα, θεωρείται, ότι βρίσκεται

στην περιοχή αναφλεξιμότητας-εκρηκτικότητάς του. Μέσα

στο εύρος συγκεντρώσεων της περιοχής αναφλεξιμότητας

- εκρηκτικότητας, μπορεί να λάβει χώρα έκρηξη του μείγ-

ματος, όταν οι ατμοί του εύφλεκτου αερίου, αναφλεγούν.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ανάφλεξη που προκύπτει

δεν είναι διαφορετική από αυτή που συμβαίνει, κατά την

καύση των ατμών αυτών των αερίων, εκτός από το γεγονός,

ότι η ύπαρξη του ομοιογενούς μείγματος αερίου - αέρα, σε

αυτές τις συγκεντρώσεις, επιτρέπει την ανάφλεξη όλης της

καύσιμης ύλης, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Επομένως,

η παραγωγή θερμότητας, η δημιουργία προϊόντων καύσης

και η εκτόνωση αυτών των προϊόντων, η οποία θα απαιτού-

σε, κανονικά, αρκετό χρόνο, για να λάβει χώρα, συντελεί-

ται, σχεδόν ταυτόχρονα και έχει τις συνέπειες και τα μηχανι-

κά αποτελέσματα της έκρηξης. Μια τέτοια έκρηξη μπορεί να

είναι πολύ έντονη και ισχυρή, ώστε να δημιουργήσει τερά-

στιες ζημιές, ακόμα και να ανατινάξει ένα ολόκληρο κτήριο.

Σε ένα κλειστό σύστημα και σε θερμοκρασία 20ο C, οι ατμοί

των βενζινών δημιουργούν αναφλέξιμο - εκρηκτικό μείγμα,

με τον ατμοσφαιρικό αέρα, σε εύρος συγκεντρώσεων από

1,5% έκδ 7,5%, κατ’ όγκο, Αυτό σημαίνει, ότι αρκεί 1,5 μονά-

δα όγκου ατμών βενζίνης, σε 100 μονάδες όγκου μείγματος

αέρα - βενζίνης, για να δημιουργηθεί το εκρηκτικό μείγμα21.

IV. Νομολογιακή και θεωρητική προσέγγιση

Η ελλειπτικότητα σαφούς νομικού πλαισίου για τον ορισμό

του εμπρηστικού μηχανισμού και τη φύση της βόμβας μο-

λότοφ, αν δηλ. πρόκειται για εκρηκτικό ή εμπρηστικό μη-

20. Βλ. Η. Μπέτσιου, ό.π., σελ. 294.

21. ΣυμΑΠ 294/2011 ΝΟΜΟΣ.

χανισμό, δεν επιτρέπει μέχρι σήμερα για τα θέματα αυτά

ασφαλείς προσεγγίσεις της νομολογίας, τόσο του Ανώτατου

Ακυρωτικού όσο και των δικαστηρίων της ουσίας. Πιο συ-

γκεκριμένα:

α) Η έκρηξη, κατά τη σταθερή θέση της νομολογίας22, «συ-

νιστά φαινόμενο αιφνίδιο κατά τη διάρκεια του οποίου ελευ-

θερούνται αέρια, που τελούν υπό υψηλή πίεση ή παράγονται

αέρια εντός βραχυτάτου χρόνου, των οποίων η διαστολή σε

πολλαπλάσιο του αρχικού όγκου προκαλεί ισχυρό μηχανικό

αποτέλεσμα, που συνοδεύεται από κρότο, παροδική λάμψη

και έκλυση θερμότητας» ή, κατ’ άλλον παρόμοιον ορισμό23,

«συνιστά φαινόμενο αιφνίδιο, συνεπεία απρόοπτης απελευ-

θέρωσης δύναμης με τη μορφή αερίων υψηλής εξωθητικής πί-

εσης ή ταυτόχρονης παραγωγής αερίων με συνέπεια τη δια-

στολή σε μη προσδιορισμένο όγκο, συνήθως προσαυξημένο

σε σχέση με τον αρχικό να προκαλεί άκρως ισχυρά αποτελέ-

σματα μηχανικής φύσης και εκείθεν καταστροφικά φαινόμενα

έκλυσης θερμότητας, η οποία επιδρά δυσμενώς σε πρόσωπα

ή πράγματα», ενώ η πράξη της έκρηξης τελείται και με χρήση

βόμβας μολότοφ24, δηλ. φιάλης με βενζίνη με δεμένο στουπί

διαποτισμένο από αυτή. Εξάλλου, σύμφωνα με τη θεωρία25,

ως έκρηξη αναφέρεται «η θραύση αντικειμένου τινός εκ των

έσω, εξ εσωτερικής τινός δυνάμεως (πιέσεως)», δύναται δε

να προξενηθεί με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως δε με τη χρήση

εκρηκτικών υλών, «προκαλείται δε συνήθως διά της αναπτύ-

ξεως και επεκτάσεως αερίων ή ατμών»26.

β) Επίσης, ως εκρηκτικές ύλες, κατά τη διάταξη του άρθρου

1 παρ. 1 στοιχ. ε΄ του Ν 2168/1993, «θεωρούνται τα στερεά

ή υγρά σώματα, τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται

χημική μεταβολή και μετατρέπονται σε αέριες μάζες με συν-

θήκες υψηλών θερμοκρασιών ή πιέσεων, με αποτελέσματα

βλητικά ή ρηκτικά»27. Στην έννοια της εκρηκτικής ύλης περι-

λαμβάνεται και η βενζίνη28, ή και το πετρέλαιο29, αν είναι συ-

γκεντρωμένη σε δοχείο, διότι, «τότε υφίσταται, κατά τους

κανόνες της κοινής πείρας, κίνδυνος έκρηξης με τη μετατρο-

πή της σε εκρηκτική ύλη διά της ανύψωσης της θερμοκρασί-

ας»30. Εξάλλου, σύμφωνα με την επικρατούσα και στη θεωρία

22. Ενδ. ΑΠ 126/2015, ΑΠ 1320/2007 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΑΠ 2232/2006 ΤΝΠ

ΔΣΑ, ΠΛογ 2006, 2342, ΣυμβΑΠ 294/2011 ό.π., ΣυμβΑΠ 851/2008

ΝΟΜΟΣ, ΣυμβΠλημΚερκ 127/2014 ΠοινΧρ 2016, 145, έτσι Κ.

Σταμάτης, Ποινικά Σύμμεικτα, έκδ. 1998, σελ. 186 επ.

23. ΑΠ 1320/2007 ό.π., ΑΠ 2232/2006, ό.π., ΣυμβΑΠ 456/2004

ΠοινΧρ ΝΕ΄, 144, ΣυμβΑΠ 1880/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ΄, 517,
ΣυμβΕφ bloko
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ
ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ
ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟ NEWSNOWGR.COM
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ